Endika Mesa %2B Anagkastiki Ektelesi

June 12, 2018 | Author: Kiriaki Pappa | Category: N/A


Comments



Description

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ -------ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ Γ. Θ. ΡΑΜΜΟΥ † – Ν. Κ. ΚΛΑΜΑΡΗ – Γ. Τ. ΟΡΦΑΝΙΔΗ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ -------ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ - ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2012 Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά τον Ν. 2121/1993 (όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με τον Ν. 100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, η ηλεκτρονική του αντιγραφή (σκανάρισμα), η αποθήκευσή του σε βάση δεδομένων, η αναμετάδοσή του σε ηλεκτρονική ή μηχανική ή οποιαδήποτε άλλη μορφή, η φωτοανατύπωσή του και η ηχογράφησή του με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη. Γεωργίου Θ. Ράμμου † – Νικολάου Κ. Κλαμαρή – Γεωργίου Τσ. Ορφανίδη Εγχειρίδιο Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 2η έκδοση, [Ένδικα Μέσα – Aναγκαστική Εκτέλεση] Georgios Th. Rammos † – Nikolaos K. Klamaris – Georgios Ts. Orfanidis Manual of Civil Procedural Law, Second edition, [Methods of Appeal – Enforcement proceedings] (in greek) Manuel de droit judiciaire privé, Edition deuxième, [Voies de recours – Exécution forcée] (en grec) Lehrbuch des Zivilprozeßrechts, 2. Auflage, [Rechtsmittel –Zwangsvollstreckung] (auf griechisch) Αθήνα, 2012 © Γεώργιος Θ. Ράμμος, Νικόλαος Κ. Κλαμαρής, Γεώργιος Τσ. Ορφανίδης Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Σόλωνος 69 – 106 79 Αθήνα Τηλ.: 210/3618198-3615440• Fax: 3610425 Στοά του βιβλίου: Πεσμαζόγλου 5, τηλ./Fax: 210 3217437 Κομοτηνή: Ν. Ζωίδου 88 – 69 100, τηλ.: 25310/26323 – 33245 © Georgios Th. Rammos, Nikolaos K. Klamaris, Georgios Ts. Orfanidis Ant. N. Sakkoulas Publishers, 69, Solonos Str. – 106 79 Athens – Greece Tel.: 210/3618198-3615440• Fax: 3610425 Stoa tou vivliou: 5, Pesmazoglou Str., Tel./Fax: 210 3217437 Komotini: 88, N. Zoidou Str. – 69 100, Tel.: 25310/26323 – 33245 email: [email protected][email protected][email protected] Αφιερούται Εις τας Σκιάς των εκλιπόντων : Α) Γονέων και Αδελφών μου Β) Του Συναδέλφου, Συνεργάτου και Φίλου μου Αλεξάνδρου Ν. Τσιριντάνη Εις ευλαβή και προσφιλή ανάμνησιν (Αφιέρωση του Γεωργίου Θ. Ράμμου για την πρώτη έκδοση του όλου έργου που άρχισε να εκδίδεται το έτος 1978, ο πρώτος τόμος, και ολοκληρώθηκε το έτος 1985 με την έκδοση του τετάρτου τόμου). Για λόγους σεβασμού προς τη μνήμη του αειμνήστου Δασκάλου η αφιέρωση που είχε επιλέξει ο ίδιος παραμένει και στην παρούσα έκδοση αναλλοίωτη. ΠΡΟΛΟΓΟΣ (των Καθηγητών Ν. K. Κλαμαρή και Γ. Tσ. Ορφανίδη) για την παρούσα ενιαία έκδοση (του Εγχειριδίου Αστικού Δικονομικού Δικαίου) «Ένδικα Μέσα – Αναγκαστική Εκτέλεση» Με την παρούσα ενιαία έκδοση (του Εγχειριδίου Αστικού Δικονομικού Δικαίου) που αφορά τα Ένδικα Μέσα και την Αναγκαστική Εκτέλεση στο πλαίσιο της δευτέρας εκδόσεως (αλλά ήδη και ενημερωμένης και με το Ν. 3994/2011) του Εγχειριδίου Αστικού Δικονομικού Δικαίου του αειμνήστου Δασκάλου Γεωργίου Θ. Ράμμου, συνεχίζεται η προσπάθεια που έχει αρχίσει από καιρό για να δοθεί η δυνατότητα στους φοιτητές νομικής και στη νεώτερη γενιά νομικών να εντρυφήσουν στην έγκυρη διδασκαλία του Αστικού Δικονομικού Δικαίου, όπως αυτή διδάχθηκε και εκφράστηκε από το Γεώργιο Θ. Ράμμο. Όπου – σε πολύ περιορισμένη έκταση πάντως – κρίθηκε αναγκαίο – για λόγους που επέβαλε είτε η σύγχρονη επιστημονική κίνηση, είτε η νομολογιακή εξέλιξη, είτε η νεώτερη δικονομική νομοθεσία – έγιναν οι αντίστοιχες τροποποιήσεις. To παρόν βιβλίο με τίτλο «Ένδικα Μέσα - Αναγκαστική Εκτέλεση» είναι κατανεμημένο σε δύο επί μέρους ενότητες, από τις οποίες η μεν μία (για τα Ένδικα Μέσα) βασίζεται, αν και πιο ενημερωμένη μέχρι τέλους 2011, από πλευράς περιεχομένου αντιστοίχως στο σύγγραμμα Γ. Θ. Ράμμος† – Ν. Κ. Κλαμαρής – Γ. Τσ. Ορφανίδης, Εγχειρίδιο Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 2η έκδοση, Τόμος ΙΙ, Ημίτομος Β΄, Ένδικα Μέσα (Αθήνα, 2011), η δε άλλη (για την Αναγκαστική Εκτέλεση) βασίζεται στο υπό προετοιμασία σε νεώτερη έκδοση σύγγραμμα Γ. Θ. Ράμμου† – Ν. Κ. Κλαμαρή - Γ. Τσ. Ορφανίδη, Εγχειρίδιο Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Τόμος ΙΙΙ, Ημίτομος Α, Αναγκαστική Εκτέλεση. Η ανάγκη για την παρούσα ενιαία έκδοση προέκυψε μετά από τη γνωστή εγκύκλιο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατά τα έτη 2010-2011, για την ενοποίηση σε μία ενιαία έκδοση διαφόρων συγγραμμάτων, ώστε να μπορούν να διανεμηθούν σε φοιτητές. Αυτό πράξαμε και εμείς ενοποιώντας την αντίστοιχη ως άνω ύλη σε μία ενιαία έκδοση. Η παρούσα ενιαία έκδοση είναι ενημερωμένη μέχρι και το Ν. 3994/ 2011 και απευθύνεται στους φοιτητές της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ιδίως στους φοιτητές της Νομικής Σχολής του ΣΤ΄ εξαμήνου του προπτυχιακού προγράμματος Σπουδών και ανταποκρίνεται σε όλο το φάσμα του μαθήματος «Πολιτική Δικονομία ΙΙ» του ΣΤ΄ εξαμήνου της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθη- X Πρόλογος (Ν. Κλαμαρή – Γ. Ορφανίδη) της παρούσας εκδόσεως νών, το οποίο περιλαμβάνει την ύλη των Ενδίκων Μέσων και της Αναγκαστικής Εκτελέσεως. Διευκρινίζεται, ότι η παρούσα ενιαία έκδοση – η οποία είναι και η μοναδική που είναι σε κυκλοφορία ενημερωμένη μέχρι και το Ν. 3994/2011 – δεν αντικαθιστά τα αντίστοιχα ξεχωριστά ανά τόμους και ημιτόμους βιβλία του ως άνω Εγχειριδίου Αστικού Δικονομικού Δικαίου, τα οποία θα συνεχίσουν επίσης ενημερωμένα με τις εκάστοτε νομοθετικές τροποποιήσεις, τη νεώτερη νομολογία τις σύγχρονες νομοθετικές κατευθύνσεις και με συνεχώς επαυξημένη ύλη να κυκλοφορούν παράλληλα ως ανεξάρτητα συγγράμματα των αντίστοιχων συγγραφέων. Ευχαριστούμε και από τη θέση αυτή θερμά την κ. Ευγενία Κουμάντου – Κολοκούρη για την έγκρισή της ως προς τη συνέχιση με τη δική μας επιστημονική ευθύνη του βασικού συγγράμματος του αειμνήστου Καθηγητού Γ.Θ. Ράμμου. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται για την πολύτιμη συνδρομή τους ιδίως από πλευράς βιβλιογραφικής και νομολογιακής ενημερώσεως του παρόντος έργου, αλλά και από πλευράς διορθώσεως των τυπογραφικών δοκιμίων, και από τη θέση αυτή στους Λέκτορες κ.κ. Ν. Κατηφόρη και Ι. Δεληκωστόπουλο, στον Ειδικό Επιστήμονα της Πολιτικής Δικονομίας κ. Κ. Α. Γιαννόπουλο, στο Διδάκτορα Νομικής κ. Γ. Κόντη, στους δικηγόρους κατόχους Μ.Δ.Ε. στην Πολιτική Δικονομία κυρία Κ. Χρονοπούλου, κυρία Α. Πάνου, κ. Μ. Μαρκουλάκη, κ. Ι. Γερμανό, κ. Χ. Σαββόπουλο, καθώς και στο Δικηγόρο κ. Π. Ματσίνο (Μεταπτυχιακό Φοιτητή). Ιδίως η συμβολή του υποψηφίου διδάκτορος στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κολωνίας κ. Μ. Μαρκουλάκη (Δικηγόρου, ΜΔΕ στην Πολιτική Δικονομία) στη βιβλιογραφική ενημέρωση από πλευράς γερμανικού δικαίου ήταν πολύ σημαντική Για την αφιλοκερδή βοήθεια από πολλά χρόνια και σε όλα τα στάδια αυτής της προσπάθειας θέλουμε να ευχαριστήσουμε επίσης θερμά τις κ.κ. Α. Λιάζου και Σ. Πιπιλή. Θερμότατες ευχαριστίες οφείλουμε επίσης στον κ. Αντώνιο Ν. Σάκκουλα (Εκδόσεις Αντ Ν. Σάκκουλα) και στους συνεργάτες του για την αμέριστη συνδρομή του και στην έκδοση αυτή. Αθήνα, 29 Μαρτίου 2012 Ν. Κ. Κλαμαρής – Γ. Τσ. Ορφανίδης ΠΡΟΛΟΓΟΣ (του Γ. Θ. Ράμμου) (Α΄ ΤΟΜΟΥ, της πρώτης εκδόσεως) Ι) Δια της δημοσιεύσεως τον παρόντος αυτού τόμου του Εγχειριδίου Αστικού Δικονομικού Δικαίου γίνεται έναρξις εκπληρώσεως υποχρεώσεως από μακρού ήδη υφισταμένης και ειδικώς αναγνωρισθείσης δια του Προλόγου των Εισηγήσεων Αστικού Δικονομικού Δικαίου προ ικανού χρόνου. II) Η τόσον μεγάλη σχετικώς καθυστέρησις οφείλεται αφ’ ενός εις υποκειμενικούς λόγους (ατομικούς και οικογενειακούς), αλλεπαλλήλως επελθόντας, αφετέρου, και δύναται να λεχθή, περισσότερον εις αντικειμενικά αίτια. Ή από της ημέρας της εισαγωγής του ΚΠολΔ, πανηγυρικώς εορτασθείσης, εγκαινιασθείσα τροποποίησις αυτού και ή ευθύς αμέσως από διαφόρων πλευρών και δια πολλούς συγκεκριμένους και αορίστους, ενίοτε δε αντιθέτους, λόγους ζητούμενη γενική ή μερική αναθεώρησις τούτου και του ΕισΝ ΚΠολΔ, η οποία εύρεν απήχησιν δια της συστάσεως πλειόνων προς προπαρασκευήν ταύτης Επίτροπων, εδημιούργησαν ατμόσφαιραν νομοθετικής αστάθειας. Τα επακολουθήσαντα γεγονότα επεδείνωσαν την κατάστασιν. Δια σειράς νομοθετημάτων επηνέχθησαν πολλαί και εκτεταμέναι εις ωρισμένα σημεία μεταβολαί εις τον ΚΠολΔ και εις τον ΕισΝΚΠολΔ. Βαθείας τομάς επήνεγκον ιδίως τα ν.δ. 958/1971 και 490/1974 και οι προσφάτως δημοσιευθέντες νόμοι (693/1977, 702/1977, 733/1977, κ.λπ). Δια πάντων, αλλά κυρίως δια των δύο πρώτων, δεν θα είναι τολμηρόν να λεχθή ότι ανετράπη εις πολλά και βασικά σημεία το σύστημα της κωδικοποιήσεως του ΑΔΔ και διεσπάσθη η συνοχή μεταξύ των διαφόρων τμημάτων αυτού. Το από μακρού συγκεντρούμενον και συνεχώς υποβαλλόμενον εις επεξεργασίαν υλικόν δια την έκδοσιν συστήματος εν όψει των προπαρασκευαστικών εργασιών και του περιεχομένου των Σχεδίων της Συντακτικής και Αναθεωρητικής Επιτροπής και του οριστικού κειμένου του ΚΠολΔ και του ΕισΝΚΠολΔ των κυρωθέντων δια του α.ν. 64/1967, ήτο πλέον δυσχερές και επικίνδυνον να χρησιμοποιηθή και η επί τη βάσει ταύτης αρξαμένη και προβαίνουσα συγγραφική εργασία ανεκόπη. Επανειλημμένοι απόπειραι συνεχίσεως της ως άνω προσπάθειας εν όψει της δημιουργηθείσης νέας νομοθετικής καταστάσεως συνήντων πολλάς και διαφόρους δυσχέρειας και λόγω των ως άνω μεταρρυθμίσεων και ως εκ των καθ' εκάστην εξαγγελλόμενων νομοθετικών επεμβάσεων. Παρά πάντα ταύτα, περαιτέρω αναβολή και επιβράδυνσις της ενάρξεως δημοσιεύσεως έστω και συνοπτικού γενικού έργου θα εσήμαινεν εν όψει της προβαινούσης ηλικίας οριστικήν ματαίωσιν της από μακρού αρξαμένης προσπάθειας και αθέτησιν ανειλημμένων υποχρεώσεων έναντι του Noμικού Κοινού της Πατρίδος και XII Πρόλογος (του Γ. Θ. Ράμμου) (Α΄ τόμου, της πρώτης εκδόσεως) ιδία των δεκάδων χιλιάδων λίαν συμπαθών μαθητών και συνεργατών, δια τας εκδηλώσεις των οποίων εκφράζομεν και από της θέσεως ταύτης την ευγνωμοσύνην ημών. III) Προκειμένου να περιλάβει το έργον το σύνολον περίπου της ύλης του Α.Δ.Δ., προετιμήθη ο τύπος εγχειριδίου, συνοπτικής μορφής, αν δύναται να λεχθή τούτο ως εκ της πιθανής εκτάσεως αυτού. Το δημοσίευμα έχει χαρακτήρα (θεωρητικού και πρακτικού) προσανατολισμού και κατατοπισμού (του αναγνώστου) εις τα γενικά και ειδικά θέματα και προβλήματα του Α.Δ.Δ. Δεν είναι πηγή λύσεων, διότι δεν πρόκειται περί λεπτομερούς ερμηνείας των ισχυουσών διατάξεων, άλλα αφετηρία εκάστοτε προσπάθειας προς ανεύρεσιν παρομοίων λύσεων. Καίτοι αι επί των κατ ιδίαν ζητημάτων γνώμαι και θέσεις της Επιστήμης και της Νομολογίας των ημεδαπών κυρίως δικαστηρίων, έχουν ληφθή υπ' όψιν και παρά την βαρύνουσαν σημασίαν, την οποίαν έχουν αύται τόσον από θεωρητικής όσον και από πρακτικής πλευράς, δεν γίνονται ειδικαί παραπομπαί εις συγγραφείς και εις δικαστικάς αποφάσεις, πλην της μνείας ειδικής βιβλιογραφίας εις εκάστην παράγραφoν. Αι ειδικαί παραπομπαί, και η εκ τούτων επιβαλλομένη συνήθως κριτική των υιοθετουμένων λύσεων, αφ ενός θα εδιπλασίαζον τουλάχιστον την ήδη προβλεπομένην μεγάλην έκτασιν του βιβλίου και θά επεβράδυνον την ολοκλήρωσιν της δημοσιεύσεως, αφ ετέρου θα καθίστων εις τινας περιπτώσεις δυσχερή την χρησιμοποίησιν του έργου. Εξ αναλόγων σκέψεων, ενώ έχουν εις πάντα σχεδόν τα σημεία ληφθή υπ' όψιν η αλλοδαπή Επιστήμη και Νομολογία, είναι περιωρισμέναι aι σημειώσεις και παραπομπαί εις το Συγκριτικόν Δίκαιον. Αι ευρύτεραι επιδιώξεις επιφυλάσσονται δια περαιτέρω προσπάθειας, εάν καταστούν αύται, θεία Βουλήσει, δυναταί εις το μέλλον. Θα είναι ουχί άνευ σημασίας εάν διαπιστωθή εις το μέλλον το γεγονός ότι αι εκτιθέμεναι σκέψεις έδωσαν αφορμήν προς ευρυτέρας, γενικωτέρας ή μεμονωμένας ερμηνευτικάς προσπάθειας. IV) Είναι περιττόν να τονισθή ότι, παρά την μακράν επεξεργασίαν, το έργον θα παρουσίαση ελλείψεις, κενά, λάθη, παραδρομάς, αντιφάσεις και ασάφειας των οποίων αι υποδείξεις δι' ας απευθύνεται θερμή παράκλησις, θα γίνωνται ευχαρίστως και ευγνωμόνως δεκταί. Ευχαριστίαι οφείλονται εις πάντας τους παρασχόντας τήν συνδρομήν των κατά την εκτύπωσιν του παρόντος, ιδιαιτέρως δε εις τον αγαπητόν Μαθητήν και Συνεργάτην κ. Νικ. Κ. Κλαμαρήν, Δ. Ν. δικηγόρον, κλπ. Αθήναι 25 Μαρτίου 1978 Γ. Θ. Ρ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ (του Γ. Θ. Ράμμου) (Β΄ ΤΟΜΟΥ, της πρώτης εκδόσεως) Συνεχιζόμενης της αναληφθείσης από τινός χρόνου προσπάθειας παραδίδεται εις την δημοσιότητα ο παρών Τόμος περιλαμβάνων τα μέρη περί αποδείξεως, περί ενδίκων μέσων, περί ειδικών διατάξεων επί ωρισμένων υποθέσεων και περί των ειδικών διαδικασιών διαγνωστικής φύσεως. Η εξέτασις των θεμάτων και η εν γένει συγγραφή γίνεται κατά το δια τον πρώτον Τόμον τηρηθέν σύστημα. Εκφράζονται και από της θέσεως ταύτης ευχαριστίαι δι' επιεικείς κρίσεις επί του πρώτου Τόμου και δια τας γενομένας ολίγας όμως αξιόλογους υποδείξεις δια την διατύπωσιν των οποίων εις ευρύτερον πεδίον εκφράζεται και πάλιν θερμή παράκλησις. Η προσπάθεια συνεχίζεται εν τω μέτρω των Θεία Βουλήσει διατηρουμένων ολίγων δυνάμεων. Ευχαριστίαι περαιτέρω οφείλονται δια την παρασχεθείσαν υπό διαφόρους μορφάς συνδρομήν. Αθήναι 25 Μαρτίου 1980 Γ. Θ. Ρ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ (του Γ. Θ. Ράμμου) (Γ΄ ΤΟΜΟΥ, της πρώτης εκδόσεως) Ο παρών τόμος, ο όποιος Θεία Χάριτι κατέστη δυνατόν να δημοσιευθή νυν, περιλαμβάνει τα της αναγκαστικής εκτελέσεως και τα των ασφαλιστικών μέτρων, συμπληρουμένης ούτω της εκθέσεως των θεμάτων της κυρίας ύλης του Αστικού Δικονομικού Δικαίου. Υπολείπονται τα συναφή τμήματα της εκουσίας δικαιοδοσίας, της διαιτησίας και του διαχρονικού δικαίου, ή περί των οποίων ανάπτυξις ελπίζεται να μη βραδύνη να εμφανισθή δημοσία επί πολύ. Kai εις τον παρόντα τόμον ετηρήθη η αυτή μέθοδος αναλύσεως, οία και εις τους δύο προηγουμένους τόμους. Παρελείφθησαν δηλαδή αι παραπομπαί εις συγγραφείς, ως και η παράθεσις και η κριτική της νομολογίας εις τα κατ ιδίαν ζητήματα, παρά το από θεωρητικής και πρακτικής πλευράς πρόδηλον ενδιαφέρον αυτών, διότι, εάν τούτο εγίνετο, θα ελάμβανε μεγάλας διαστάσεις η έκτασις της μελέτης και θα εβράδυνεν η περάτωσις του Έργου, ως εσχεδιάσθη απ’ αρχής εν όψει του κυρίου σκοπού αυτού. Κύριος οίδε, αν εν όψει των υφισταμένων συνθηκών (ηλικίας κλπ.), υπό τας οποίας τελεί ο γράφων, θα καταστή δυνατόν να αναληφθή άγων ευρυτέρας και πληρεστέρας εμφανίσεως του Έργου. Kaι ο παρών τόμος θα παρουσίαση σφάλματα, ατελείας, παραλείψεις, ως και οι προηγούμενοι. Δια την υπόδειξιν αυτών διατυπούται και πάλιν θερμή παράκλησις. Ευχαριστίαι εκφράζονται δια τας ολίγας, αλλ' εύστοχους και ευγενείς παρατηρήσεις δια παρόμοια ελαττώματα των προηγουμένων τόμων. Χάριτες οφείλονται εις τους παρασχόντας την συνδρομήν των καθ' οιονδήποτε τρόπον κατά την συγγραφήν και την έκδοσιν του παρόντος τόμου. Αθήναι Πεντηκοστή 1982 Γ. Θ. Ρ. ατελείας. Θ. Ράμμου) (Δ΄ ΤΟΜΟΥ. Αθήναι Κυριακή της Ορθοδοξίας 1985 Γ. Κύριον του Παντός και μετ’ Αυτόν ευχαριστίαι πρέπει να εκφρασθούν εις πολλούς διά πολλαχώς παρασχεθείσαν συνδρομήν. όσον ίσως θα ήτο ευκταίον. . δεν είναι πολύ ευνοϊκαί. Δια την υπόδειξιν αυτών. η έκτασις του έργου δεν περιωρίσθη. τα όποια έχουν γεννηθή και καθ' εκάστην δημιουργούνται εις την επιστήμην και εις την νομολογίαν. την οποίαν δικαίως θα ανέμενεν ο αναγνώστης. τολμώμεν να ελπίζωμεν και υποτασσόμεθα εις την οιανδήποτε Θείαν Ευδοκίαν. η οποία θα είναι οπωσδήποτε χρήσιμος.ΠΡΟΛΟΓΟΣ (του Γ. Παρά ταύτα προσευχόμεθα. τον οποίον η δημοσίευσις κατέστη Χάριτι Θεία έστω μετά τινός βραδύτητος. Περαιτέρω περικοπαί. και λόγω του απαιτουμένου χρόνου. Δημιουργούνται ως εκ τούτου καθήκοντα του γράψαντος. Θ. Αι κατά κόσμον συνθήκαι. ετηρήθη η εις τους προηγουμένους τόμους χρησιμοποιηθείσα μέθοδος. δεν ήσαν δυναταί άνευ κινδύνου δημιουργίας κενών εις ουσιώδη θέματα. διατυπούται και επαναλαμβάνεται και από της θέσεως ταύτης θερμή παράκλησις και εκφράζονται ευχαριστίαι δι όμοιας υποδείξεις επί των προηγουμένων τόμων και δια την διατύπωσιν επιεικών κρίσεων περί αυτών. της πρώτης εκδόσεως) Δια του παρόντος τόμου. παραδρομάς και λάθη. κενά. η εκπλήρωσις των οποίων εξαρτάται εκ της συνδρομής πολλών προϋποθέσεων και πρωτίστως και κυρίως εκ των ανεξερευνήτων Βουλών του Δημιουργού. Παρά την εις πάντας τους τόμους παράλειψιν μνείας συγκεκριμένων παραπομπών εις συγγραφείς και νομολογίαν και της εξετάσεως ειδικών ζητημάτων. νυν δυνατή. περάτωσιν και ευόδωσιν της προσπάθειας. εν όψει της ηλικίας του υποφαινομένου και άλλων μειονεκτημάτων. Ρ. Διάπυρος ευγνωμοσύνη οφείλεται κατά πρώτον εις τον επιτρέψαντα την ανάληψιν. Και κατά την επεξεργασίαν της εις τον τόμον τούτον περιεχόμενης ύλης. Και ο προκείμενος τόμος θα παρουσιάση (ως και οι προηγούμενοι). παρά την ζωηράν επιθυμίαν αυτού. περιλαμβάνοντος ολόκληρον την συστηματικώς εις τον κλάδον τούτον του Δικαίου ανήκουσαν και συνήθως υπαγομένην ύλην. συμπληρούται η έκδοσις του Εγχειριδίου Αστικού Δικονομικού Δικαίου. επιστέγασμα των οποίων αναμφίβολα αποτελεί το «Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου» σε 4 τόμους που κυκλοφόρησαν τα έτη 1978-1985 (και του οποίου η δεύτερη έκδοση. Η πρώτη προσπάθεια είχε αναληφθεί τα έτη 1935-1936. Ράμμου. ενίοτε από τους κατά καιρούς βοηθούς του. Η παρούσα έκδοση αποτελεί χρονικά την τρίτη εκδοτική προσπάθεια (από μαθητές/συνεργάτες του Γεωργίου Θ. δόξασε και διέδοσε). κατά περίπτωση. Η. Ράμμου. Νικόλαο Αλαβάνο (αργότερα δικηγόρο και βουλευτή Κυκλάδων).Θ. ενημερωμένη και διευρυμένη επιχειρείται με δέος και σεβασμό τώρα). Ράμμος επιμελείτο προσωπικώς των εκδόσεων των συγγραμμάτων του (βοηθούμενος. Ράμμου με τίτλο «Επιτομή του αστικού δικονο- . Στη συνέχεια.διέκοψε την επίγειον παρουσία του και ανήλθεν εις τους Ουρανούς (εις Εκείνον στον οποίο με όλη του την καρδιά πίστευσε και τη διδασκαλία του Οποίου με λόγια και έργα και κυρίως με το παράδειγμα της ζωής του γενικά και του καθημερινού του βίου ειδικότερα συνειδητά και κατ' αποτέλεσμα βίωσε. του εισαγωγικού και συνοπτικού βοηθήματος προοριζομένου για φοιτητές. Θ. σε μεταγλώττιση στη δημοτική. οι οποίοι ανέλαβαν την επιμέλεια για την έκδοση των τότε πανεπιστημιακών παραδόσεων του Γ. Ράμμου) για την εκδοτική κυκλοφορία της. Μ.ΠΡΟΛΟΓΟΣ (του Ν. από τους τότε μαθητές του Γεωργίου Θ. ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη αυτής της εκδόσεως). Κωνσταντινίδη και Α. Εμμανουήλ Μιχελάκη (αργότερα εντεταλμένο Υφηγητή της Πολιτικής Δικονομίας και τακτικό καθηγητή της Έδρας της Εισαγωγής στην Επιστήμη του Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου). ήδη αειμνήστους. Θ. με νόημα και εν πλήρει συνειδήσει τόνιζε στους προλόγους των συγγραμμάτων του. του Γ. και μέχρι της εκδημίας του. Ράμμου. Καμπίτση (αργότερα Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας). ο Καθηγητής Γεώργιος Θ. Ράμμος. ο Γ. ευρισκόμενος στην πατρογονική του κατοικία στο χωριό Κορακοβούνι της Κυνουρίας (Αρκαδίας) ανάμεσα στα χειρόγραφα του «υποτασσόμενος εις την Θείαν Ευδοκίαν» και στη «Βουλή του Δημιουργού και Κυρίου του Παντός» -όπως ο ίδιος πάντοτε με έμφαση. αποτυπωμένης σε σύγγραμμα. διδασκαλίας του αειμνήστου καθηγητού Γεωργίου Θ. ημέρα Πέμπτη. υπηρέτησε. ζώντος βέβαια τότε του αειμνήστου Δασκάλου. Κλαμαρή) για τη δεύτερη έκδοση [του τρίτου ημιτόμου (Ειδικές Διαδικασίες) του δεύτερου τόμου] Την 22αν Ιανουαρίου 1987. ο χρονικά τελευταίος των οποίων είναι ο έχων την τιμή να είναι και εκείνος. Παπαλάμπρο (αργότερα Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας). Πριν από λίγα χρόνια επιχειρήθηκε από το γράφοντα η δεύτερη έκδοση της «Επιτομής του αστικού δικονομικού δικαίου». να εναποθέσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με ανεξίτηλο τρόπο τη σφραγίδα του στη διδασκαλία. Ήδη είκοσι πέντε χρόνια μετά την ολοκλήρωση της πρώτης εκδόσεως από τον ίδιο τον αείμνηστο Δάσκαλο ήλθε η ώρα και για τη δεύτερη έκδοση του θεμελιώδους για την ελληνική επιστήμη του Αστικού Δικονομικού Δικαίου τετράτομου συγγράμματος του Γεωργίου Θ.1968 του Γεωργίου Θ. όποιος επιχειρεί να ασχοληθεί με την επιμέλεια της επανεκδόσεως. Είναι αυτονόητο. ο οποίος ευτύχησε. στην επιστήμη και στη νομοθεσία του ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου: Στην αρχή για τρία χρόνια (1934-1937) έκτακτος καθηγητής και στη συνέχεια για τριανταένα χρόνια συνεχώς τακτικός καθηγητής της Πολιτικής Δικονομίας (1937-1968) μέχρι το 1968. σεβαστού και αγαπητού Δασκάλου ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα έργο πολύ δύσκολο. Ράμμου και αντ' αυτού γίνεται παραπομπή σε νεότερα έργα άλλων συγγραφέων. λόγω του πλούτου των νοημάτων της επιστημονικής αναλύσεως. καθώς βέβαια και με την επικαιροποιημένη και αναπροσαρμοσμένη στη νεότερη νομοθεσία και νομολογία συγγραφή της ύλης του έργου αυτού.το 2009 και σε τέταρτη έκδοση και σε σημαντικά διευρυμένη και επαυξημένη έκταση (πάντοτε στον εκδοτικό οίκο του Αντωνίου Ν. Ράμμος. Ράμμου) να επηρεάζουν τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία.8. Ράμμου από την ενεργό υπηρεσία .ως τρίτος ημίτομος της «Επιτομής αστικού δικονομικού δικαίου». που στηρίζονται όμως στη διδασκαλία του Γεωργίου Θ. τον αείμνηστο Νικόλαο Α. ο Γ. όσο ίσως κανένας άλλος Καθηγητής του Αστικού Δικονομικού Δικαίου σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο στην ίδια ή έστω σε ανάλογη με αυτόν έκταση και βαρύτητα.Πρόλογος (του Ν. χρονιά που αποχώρησε -έχοντας ήδη πληθώρα μαθητών.τον λύπησε αφάνταστα και τον άγγιξε σε πολύ . Ράμμος είχε αποκλειστική συνεργασία και στενή φιλία).προώρως πριν συμπληρώσει το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του (λόγω της γνωστής μεθοδεύσεως της μειώσεως του ορίου της ηλικίας από τη Δικτατορία) και μέλος (για τριάντα συνεχή χρόνια. Σάκκουλα. Θ. οι γνώμες του οποίου στο μεγάλο τους ποσοστό εξακολουθούν και σήμερα άμεσα ή έμμεσα (ακόμα και όταν λησμονείται ενίοτε η παραπομπή στα έργα του Γ.και μάλιστα με τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύθηκε από το δικτατορικό καθεστώς. στην οποία προβαίνει ο Γ. 1932-1961) της Συντακτικής Επιτροπής και της Αναθεωρητικής Επιτροπής για τη σύνταξη του νέου ΚΠολΔ. Η πρόωρη αποχώρηση την 31. Θ. με το οποίο καταλαμβάνεται. ότι η ανάληψη της προσπάθειας για συνέχιση πλέον και της εκδόσεως του βασικού ολοκληρωμένου συστηματικού και διδακτικού συγγράμματος του αειμνήστου. Θ. Σάκκουλα. με τον ιδρυτή του οποίου. Δύσκολο πρώτα απ' όλα λόγω του δέους. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Ειδικές Διαδικασίες) XVII μικού δικαίου» κατανεμημένη σε δύο ημιτόμους που κυκλοφορούν ήδη σε τρίτη έκδοση. του προσέδωσαν την ιδιότητα και του κύριου αυθεντικού ερμηνευτή των δικονομικών διατάξεων. ενώ ειδικά το τμήμα αυτής που αφορά την απόδειξη κυκλοφόρησε. Ράμμου με τίτλο «Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (το οποίο άλλωστε αποτελεί μέχρι σήμερα ως γνωστόν και το μοναδικό ολοκληρωμένο σύγγραμμα Αστικού Δικονομικού Δικαίου στην Ελλάδα). Τη μεγάλη αυτή στενοχώρια του τη διαδέχθηκε η ικανοποίηση και η χαρά του για τη διαδοχή του στην έδρα της Πολιτικής Δικονομίας από το Γεώργιο Μητσόπουλο. ήδη από το 1950 διεθνώς αναγνωρισμένο Δικονομολόγο. γνωσιοθεωρητική και φιλοσοφική του παιδεία και σκέψη άνοιξε νέους δρόμους σε ελληνικό και σε διεθνές επίπεδο. Ράμμος. Ήμουν αρκετές φορές αυτήκοος μάρτυς και της λύπης του Γ. Είναι μάλιστα ιδιαιτέρως χαρακτηριστικές και οι ακόλουθες ειδικότερες επισημάνσεις τον Γεωργίου Μητσοπούλου κατά το εναρκτήριο μάθημά του στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών για τη μοναδική προσφορά του προκατόχου του Γ. και με πληθωριστικό τρόπο. Ο δε δισταγμός μου οφείλεται εις τον λόγον. Την έδραν ταύτην εδόξασεν ο Βασίλειος Οικονομίδης και ελάμπρυναν οι μεταγενέστεροι. που λόγω της εν τω μεταξύ αποχωρήσεώς του από το Πανεπιστήμιο πολλοί. Το πολύτιμον και εκτεταμένον έργον του Γεωργίου Ράμμου. φιλοσοφικά. και την οποία οδήγησε -μακριά από επιστημονικούς νομικούς ακροβατισμούς και πειραματισμούς και με σεβασμό πάντοτε στην ελληνική επιστημονική δικονομική παράδοση. Ράμμου για την πρόωρη αποχώρησή τον από την ενεργό υπηρεσία και της ικανοποιήσεώς του για τη διαδοχή του από το Γ. τα «σέβη» τους ξαφνικά τον ξέχασαν). στη σπουδάζουσα νεολαία. παρ' ων εδιδάχθην την μέθοδον και την αξίαν της επιστήμης ου μην αλλά και το καθήκον τον επιστήμονος. Θ. κοντά του από το 1966 μέχρι το 1987. στη Νομική Σχολή. Θ. επειδή πολλές φορές ο αείμνηστος Διδάσκαλος μου έκανε την τιμή να μου εκμυστηρευθεί τις μύχιες σκέψεις του για πολλά θέματα (επειδή ήμουν. Μητσόπουλο. και ήξερε ότι ήμουν. που άρχισε με το Βασίλειο Τρ. στην οποία ο Γεώργιος Μητσόπουλος με τη στερεά δογματική. αλλά και η καρποφόρος επί τριάκοντα και έξ έτη διδασκαλία αυτού. μεταξύ των οποίων εξέχουσαν θέσιν θα κατέχη ο Γεώργιος Ράμμος. συνεχίζοντας την υψηλή παράδοση της ελληνικής επιστήμης του Αστικού Δικονομικού Δικαίου. Ράμμος ευτύχησε τελικά και στη διαδοχή του [αλλά μαζί με αυτόν και η Ελληνική Επιστήμη τον Αστικού Δικονομικού Δικαίου. γεωγραφικά) επεξέτεινε και διεύρυνε στην Ελλάδα και στην Αλλοδαπή . Ράμμου στο Πανεπιστήμιο. και έτσι ο Γ. υπήρξαν τοι- . Θ. τον οποίον έχω την τιμήν να διαδεχθώ.με δογματική ασφάλεια και φιλοσοφική νηνεμία από τον 20° στον 21° αιώνα]. που έσπευδαν σε άλλες εποχές αυτοβούλως να του υποβάλουν καθημερινώς. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Ειδικές Διαδικασίες) ευαίσθητες χορδές.XVIII Πρόλογος (του Ν. στη Διδασκαλία και στην Επιστήμη τον Δικαίου γενικά και τον Αστικού Δικονομικού Δικαίου ειδικότερα: «Η συγκίνησίς μου απορρέει εκ της σκέψεως της φερομένης μετ' ευγνωμοσύνης προς τους πανεπιστημιακούς διδασκάλους μου. Δικαστικό Σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και εντεταλμένο Υφηγητή της Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Οικονομίδη και στερέωσε περίπου για 50 χρόνια στον εικοστό αιώνα ο Γεώργιος Θ. και μάλιστα κατά κύριο λόγο σε εποχές. ότι αναλογίζομαι ποίους είχον προκατόχους και οπόσον μεγάλας διά τούτο αναλαμβάνω υποχρεώσεις. ποιοτικά γνωσιοθεωρητικά. την οποία περαιτέρω θεμελίωσε και (ποσοτικά. Πολλά προβλήματα. καθώς και για τους φοιτητές νομικής. Ράμμου. όπως καταστή γνωστή εν τη αλλοδαπή η παρ' ημίν θεωρητική και νομοπαρασκευαστική κίνησις εν τω κλάδω του δικονομικού δικαίου. του Β' τόμου (1980) και του Γ' τόμου (1982)]. αλλά και συνέδεσαν εν ζωογόνω αλληλεπιδράσει θεωρίαν και πράξιν. το ως άνω έργο δύσχρηστο έως απρόσιτο για τη νεότερη γενεά νομικών. Μητσόπουλο. 1). σελ. Τρίτον λόγοι Σεβασμού προς το επιστημονικό/διδακτικό έργο του Γεωργίου Θ.καθιστά. Η θεωρία του Αστικού Δικονομικού Δικαίου. που ολοκληρώθηκε. Θ. ζώντος του Γεωργίου Θ. ανακαλύπτεται ότι έχουν βρεί τη λύση τους ή την αφετηρία λύσεως τους και θεμελιώσεως τους στη δόκιμη διδασκαλία του Γεωργίου Θ. γεγονός το οποίο -δυστυχώς. Δεύτερον επειδή η πρώτη έκδοση του έργου είναι διατυπωμένη στην καθαρεύουσα. Ανάτυπο. Η διαδοχή στο βασικό συστηματικό σύγγραμμα του Γ. Πρώτον επειδή όλοι οι τόμοι του έργου αυτού έχουν ήδη εξαντληθεί προ πολλού. Ράμμου είναι ακριβώς ο πλούτος των νοημάτων της επιστημονικής αναλύσεως και της επιστημονικής γλώσσας του Γ. Ράμμου. τα οποία ενίοτε σε μεταγενέστερες μελέτες νεότεροι συγγραφείς αντιμετωπίζουν πολλές φορές προτείνοντας λύσεις που εμφανίζονται ως πρωτότυπες (μάλιστα ενίοτε και από τους ίδιους με ιδιαίτερα αυτάρεσκο ύφος). ενώ έχουν παρέλθει περισσότερα χρόνια από την έκδοση του Α' τόμου (1978). Μακριά από τάσεις για «πρωτοτυπία» χάριν της πρωτοτυπίας και για επιστημονικούς ή μεθοδολογικούς / ερμηνευτικούς «ακροβατισμούς» και «αλκιβιαδισμούς» η διδασκαλία του Γεωργίου Θ. Ράμμου συνιστά για μένα μία ιδιαιτέρως πολύ μεγάλη τιμή. Εκείνο το οποίο εκπλήσσει τον προσεκτικό μελετητή του επιστημονικού έργου του Γεωργίου Θ.Πρόλογος (του Ν. 1970. Γ. αλλά και διά της ισχυράς αυτού προσωπικότητος συνέβαλε σπουδαίως. Ράμμου και στη μνήμη του Σεβαστού Δασκάλου.Θ. . Ράμμου αποτελεί ένα βασικό τμήμα του θεμελίου της λεγόμενης παραδοσιακής διδασκαλίας και θεωρίας της ελληνικής επιστήμης του αστικού δικονομικού δικαίου. ώστε ού μόνον επέφερον την παρ' ημίν άνθησιν των δικονομικών σπουδών. Ράμμου. όλο και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. Δεν υπήρξε δε μόνον λαμπρός πανεπιστημιακός διδάσκαλος ο Γεώργιος Ράμμος και δεν εγαλούχησε μόνον τους νεωτέρους εις τα νάματα του δικονομικού δόγματος. το 1985 [και επομένως έχουν παρέλθει ήδη είκοσι πέντε (25) χρόνια από την ολοκλήρωση του όλου έργου με την έκδοση του Α΄ τόμου (1985). όπως καθοδήγηση την τε θεωρίαν και πράξιν εις την πρώτην και δυσχερή φάσιν της εφαρμογής του νέου Κώδικος της Πολ. Οι ακόλουθοι λόγοι με ώθησαν να αναλάβω την προσπάθεια για τη δεύτερη έκδοση του «Εγχειριδίου αστικού δικονομικού δικαίου». Αι ευχαί συνοδεύουν τον διακεκριμένον και αγαπητόν διδάσκαλον εν τη ακαμάτω αυτού δράσει και ιδία εν τη αναληφθείση παρ' αυτού προσπάθεια. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Ειδικές Διαδικασίες) XIX αύτης δυνάμεως. Δικονομίας» (βλ. Η κατ' αυτάς κυκλοφορήσασα εν Γερμανία μετάφρασις του νέου Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οφείλεται εις την τοιαύτην προσπάθειαν αποτελεί δε εν ταυτώ εκδήλωσιν του ζωηρού ενδιαφέροντος της αλλοδαπής θεωρίας διά την παρ' ημίν επιστημονικήν κίνησιν. Θ. Επιφυλάσσομαι όμως σε μελλοντική άλλη έκδοση και εφόσον διευκρινιστεί η βούληση της Πολιτείας για την αναμόρφωση του ΚΠολΔ να επιχειρήσω επαυξημένη νεότερη έκδοση. ώστε η χρήση του ογκώδους αυτού έργου να καταστεί πιο εύχρηστη και προσιτή. Ράμμου. Ράμμου. η μοναδική φορά που ο Γ. πλην όμως οι τόμοι κατανεμήθησαν σε αντίστοιχους ημιτόμους. Ράμμου παρατίθενται και όλοι οι πρόλογοί του στον καθένα από τους τέσσερις τόμους της πρώτης εκδόσεως. Σε περιορισμένο επίπεδο προστέθηκε. αλλ' όχι μόνο. β) Δεν επιχειρήθηκε μεν αναδιάρθρωση της ύλης των επί μέρους τόμων του έργου. Έχοντας την επιστημονική ευθύνη της εκδόσεως αυτής αυτοπεριορίσθηκα στο πλαίσιο της παρούσας δεύτερης εκδόσεως και στο στάδιο αυτό. ιδίως όταν νεότερες νομοθετικές τροποποιήσεις επέβαλαν προσθαφαιρέσεις στο κείμενο ή προσαρμογή.νομοθετικές τροποποιήσεις. απ' όσο μπορώ να γνωρίζω. Ράμμος μου είχε κάνει ήδη από τότε την πολύ μεγάλη τιμή να με ευχαριστήσει επωνύμως στον πρόλογο του Α' τόμου του ως άνω έργου (ας μου επιτραπεί να επισημάνω. Για τους ίδιους λόγους επαναλαμβάνεται και στην παρούσα έκ- . Προσθήκες οποιασδήποτε άλλης φύσεως έγιναν σε περιορισμένη έκταση.XX Πρόλογος (του Ν. που έχουν επιχειρηθεί από το 1985 μέχρι σήμερα στο πεδίο τον αστικού δικονομικού δικαίου καθιστούν αναγκαία την ενημέρωση αυτού του συστηματικού ογκώδους έργου του Γεωργίου Θ. νεότερη βιβλιογραφία. ε) Για λόγους σεβασμού προς τη μνήμη του Γεωργίου Θ. Έχοντας αναλάβει την επεξεργασία αυτής της δεύτερης εκδόσεως οφείλω να διευκρινίσω τα ακόλουθα: α) Η παρούσα έκδοση συνιστά βέβαια κατά μεγάλο ποσοστό απόδοση στη δημοτική της πρώτης εκδόσεως. Πέμπτον επειδή είχα πολύ στενά συνεργασθεί ήδη και στην πρώτη έκδοση του ίδιου έργου με τον αείμνηστο Δάσκαλο. και απέφυγα στην έκδοση αυτή την άμεση ή έμμεση «εμφύτευση» δικών μου απόψεων (με εξαίρεση μόνο ίσως σε κάποιες περιορισμένες περιπτώσεις ιδίως. νομοθετικών τροποποιήσεων). του κειμένου στα νεότερα νομοθετικά δεδομένα και στη νεότερη νομική ρύθμιση. ότι είναι. (σε αντίθεση με την αντίστοιχη αρίθμηση των υποσημειώσεων της πρώτης εκδόσεως. γ) Δεν αναριθμήθηκαν επίσης εκ νέου οι παράγραφοι και τα τμήματα του έργου. η οποία ήταν ανά «παράγραφο»). Ράμμος ευχαρίστησε σε πρόλογο διδακτικού ή συστηματικού συγγράμματός του επωνύμως έναν επιστημονικό συνεργάτη του/μαθητή του). εξ ου λόγου ο Γεώργιος Θ. Στόχος ήταν να μην αλλοιωθεί η βασική/θεμελιώδης διδασκαλία του Γεωργίου Θ. ή εκ νέου συγγραφή ή αναδιατύπωση. ώστε να είναι κατανοητή και στις νεότερες γενεές νομικών. επίσης. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Ειδικές Διαδικασίες) Τέταρτον επειδή οι περίπου εξήντα (60) -σε μεγάλο δε ποσοστό απρογραμμάτιστες και εμβαλωματικές. Άλλωστε ενόψει της επιχειρούμενης από το 2005 νομοπαρασκευαστικής εργασίας -με πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνηςκαι των σχεδιαζόμενων τροποποιήσεων δεν θα είχε νόημα η κατά τη στιγμή αυτή ευρύτερη αναδιαμόρφωση του κλασικού συγγράμματος του Σεβαστού Δασκάλου. δ) Οι υποσημειώσεις του παρόντος Γ΄ ημιτόμου του δεύτερου τόμου της δεύτερης εκδόσεως αριθμήθηκαν ενιαίως. αδελφή του αειμνήστου καθηγητού Γεωργίου Θ. ιδιαιτέρως χρήσιμη σε όλους εκείνους. Ευελπιστώ. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Ειδικές Διαδικασίες) XXI δοση η αφιέρωση που είχε κάνει ο ίδιος ο Γεώργιος Θ. Ιωάννου Παπανικολάου Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τελική διαμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. που διακονούν την επιστήμη του αστικού δικονομικού δικαίου (δικαστικούς λειτουργούς. στο δε Παράρτημα III το σχέδιο νόμου (έτους 2009) της υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου κ.Εκούσια Δικαιοδοσία . η οποία ανανεώνοντας τη σχετική άδεια που μου είχε χορηγήσει η αείμνηστη μητέρα της Μεταξία Ε.Πρόλογος (του Ν. θα είναι ιδίως χρήσιμος στους φοιτητές νομικής του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών αφενός μεν στο πλαίσιο του μαθήματος υποχρεωτικής επιλογής του έκτου εξαμήνου «Ασφαλιστικά Μέτρα . στους οποίους και κατά κύριο λόγο απευθύνεται. δικηγόρους. είτε στο πεδίο της ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου. όσο και κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο του υποχρεωτικού μαθήματος του ογδόου εξαμήνου «Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας (που από τη φύση του περιλαμβάνει όλη την ύλη της Πολιτικής Δικονομίας). Κουμάντου-Κολοκούρη. Θα ήθελα όμως επίσης να ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή τη δικηγόρο κυρία Ευγενία Γ. της 12ης Δεκεμβρίου 2006 για την Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής παρατίθεται για λόγους ενημερότητας στο Παράρτημα Ι η σχετική ρύθμιση μαζί με τα υποδείγματα των αντιστοίχων δικογράφων.Ειδικές Διαδικασίες. αφετέρου δε τόσο στο πλαίσιο του υποχρεωτικού μαθήματος του έκτου εξαμήνου «Πολιτική Δικονομία II». Επειδή ήδη έχει τεθεί σε ισχύ και ο Κανονισμός 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. δικαστικούς επιμελητές) είτε ως θεωρητικοί του δικαίου. Θα ήθελα και από τη θέση αυτή να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στην αείμνηστη Μεταξία Ε. ταυτόχρονα όμως -όπως (θέλω να) πιστεύω . Κολοκούρη. άδεια που για μένα μεν είναι ιδιαιτέρως τιμητική. Ράμμος στην πρώτη έκδοση του έργου. συμβολαιογράφους. ακριβώς όπως και η πρώτη έκδοση. που περιλαμβάνει ως διδακτέα ύλη τα Ένδικα Μέσα και την Αναγκαστική Εκτέλεση. η οποία μου εμπιστεύθηκε τη συνέχιση και αυτού του επιστημονικού έργου του αειμνήστου Δασκάλου και την επιμέλεια αυτής της εκδόσεως. ο οποίος περιλαμβάνει την ύλη των Ειδικών Διαδικασιών. ότι το σύγγραμμα αυτό θα είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο και σε όλους τους φοιτητές νομικής. Ράμμου. μου επέτρεψε να συνεχίσω την έκδοση του έργου αυτού. Επίσης για λόγους ενημερότητας ειδικά ως προς τις προτάσεις των δύο νομοπαρασκευαστικών επιτροπών που λειτούργησαν με πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης παρατίθενται στο μεν Παράρτημα II η πρόταση σχεδίου νόμου (έτους 2008) της υπό την προεδρία μου Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την Αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κολοκούρη. Ο παρών τρίτος ημίτομος του δεύτερου τόμου. ότι και η δεύτερη έκδοση του «Εγχειριδίου αστικού δικονομικού δικαίου» θα είναι. Είναι αυτονόητο όμως. πανεπιστημιακούς καθηγητές. /Γερμανίας). που αρχίζει με την κυκλοφορία και του παρόντος τρίτου ημιτόμου του δευτέρου τόμου. Δημήτριο Τσικρικά.Ν. ήδη Εφέτη. τον αείμνηστο (και πολύ προώρως με τραγικό τρόπο εκλιπόντα) Στυλιανό Κουσούλη. Στέφανο Πανταζόπουλο. Η βασική βοήθεια προήλθε πριν από αρκετά χρόνια από τον κ. τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών κ. όταν έχοντας ήδη λάβει το πτυχίο μου νομικής με άριστα με προσέλαβε ως έκτακτο βοηθό της έδρας της Πολιτικής Δικονομίας. Ειδικότερα επιθυμώ να ευχαριστήσω θερμά όλους τους νέους συναδέλφους. Κ. και συνεχίστηκε με συνεχώς στενότερη επιστημονική και ανθρώπινη/συναισθηματική διασύνδεση μέχρι την εκδημία του το έτος 1987. τον Επίκουρο Καθηγητή κ. Η επιστημονική ευθύνη και η αντίστοιχη τιμή για τη διαδοχή στο βασικό επιστημονικό/διδακτικό σύγγραμμα του Γεωργίου Θ.ανταποκρίνεται πλήρως και στη βούληση του αειμνήστου Δασκάλου μου. Ράμμου. Πολύ σημαντική υπήρξε όμως και η βοήθεια νεοτέρων ακόμη επιστημόνων και μαθητών μου (που συμμετέχουν ως ερευνητές/επιστημονικοί συνεργάτες και στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών): Ιδίως επιθυμώ να ευχαριστήσω τον κ. ταυτόχρονα όμως με βοήθησαν πολύ και με τις επιστημονικές παρατηρήσεις τους είτε ως προς την επιστημονικά ορθή απόδοση ορισμένων όρων είτε ως προς την ερμηνεία ορισμένων νομικών διατάξεων (νεοτέρων ή παλαιοτέρων). Ν.με είχαν βοηθήσει σημαντικά στη μεταγλώττιση στη Δημοτική ορισμένων τμημάτων του βιβλίου. Η δεύτερη έκδοση. η οποία εντατικοποιήθηκε και επισημοποιήθηκε με ακαδημαϊκό τρόπο από το 1966. Δικηγόρο. θα ήταν αδύνατη χωρίς την ουσιαστική συνδρομή μερικών αξίων νέων συναδέλφων. την Επίκουρη Καθηγήτρια κυρία Φ. στο οποίο αποτυπώνεται και η θεμελιώδης πανεπιστημιακή διδασκαλία του Σεβαστού αειμνήστου διδασκάλου. ήδη (και μετά από ιδιαιτέρως θερμή εισήγηση του καθηγητού κ. Νικόλαο Νικολάου. Ράμμο (και έτσι η ακαδημαϊκή δικονομική παράδοση συνεχίζεται και στις νεότερες γενεές των δικονομολόγων). Δ. Δ. (της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Tübingen).XXII Πρόλογος (του Ν. οι οποίοι πολλαπλώς με συνέδραμαν στην πραγματοποίηση αυτού του βιβλίου.Br. Όλοι τους . οι οποίοι επίσης είχαν γνωρίσει το Γεώργιο Θ. τον Λέκτορα κ. ήδη Καθηγητή της Πολιτικής Δικονομίας. H. (της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Freiburg i. τους ευχαριστώ πολύ. Κουκουζέλη. είναι για μένα πολύ μεγάλη. Prütting) διδάκτορα νομικής στην Πολιτική Δικονομία με την ανώτατη διάκριση «summa cum laude» του Πανεπιστημίου Κολωνίας (και Ειδικό Επιστήμονα της Πολιτικής Δικονομί- . Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Ειδικές Διαδικασίες) ακράδαντα. Για τη βοήθειά τους.που από πολλά χρόνια είναι και μέλη του Ερευνητικού Προσωπικού του Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών . Γιαννόπουλο. Άλλωστε με τον αείμνηστο Δάσκαλο είχα μία στενή και αδιατάρακτη σχέση μαθητού προς Δάσκαλο ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια.N. Αλμπανίδου-Τριανταφύλλου. Γεώργιο Ορφανίδη. συνεργάτες και μαθητές μου. Κατηφόρη και την κυρία Μ. τον Επίκουρο Καθηγητή κ. και από τη θέση αυτή. . Α. Κοσσαρά. Θερμότατες ευχαριστίες οφείλω επίσης στον κ. όπως συνάγεται από τα γραπτά του. Ρ. ψυχολογικά και ηθικά προετοιμασμένος. υπόδειγμα συνεπούς πιστού Χριστιανού Ορθόδοξου και κατά κυριολεξία φιλοσοφημένου Ανθρώπου. Για την αφιλοκερδή βοήθεια από πολλά χρόνια και σε όλα τα στάδια αυτής της προσπάθειας θέλω να ευχαριστήσω επίσης θερμά τις κ. κάτοχο ΜΔΕ στην Πολιτική Δικονομία στο Τμήμα Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κλαμαρής _________________ * Στις 18:45 της Πέμπτης 22 Ιανουαρίου 1987 μου τηλεφώνησαν (στο γραφείο μου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών) από το πατρογονικό σπίτι του Γεωργίου Θ. Σακκά και Κ. Σάκκουλα (Εκδόσεις Αντ. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Ειδικές Διαδικασίες) XXIII ας στο Τμήμα Νομικής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών). κάτοχο μεταπτυχιακού διπλώματος στο Ποινικό Δίκαιο και ήδη υποψήφια διδάκτορα Νομικής στο Τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. 22 Ιανουαρίου 2009 * Νικόλαος Κ. κατόχους ΜΔΕ αντιστοίχως στο Δημόσιο Δίκαιο και στο Αστικό Δίκαιο τον Τμήματος Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.). Ι.κ. τις κυρίες Ε. Αντώνιο Ν. Στο ημερολόγιο μου και στο μυαλό μου η στιγμή αυτή έχει μείνει και θα παραμείνει για πάντα ανεξίτηλη μαζί με την ευγνωμοσύνη μου προς το πρόσωπό Του. Ν. Σάκκουλα) και στους συνεργάτες του για την αμέριστη συνδρομή του και στην έκδοση αυτή. Γερμανό (κάτοχο ΜΔΕ στην Πολιτική Δικονομία της Νομικής Σχολής τον Πανεπιστημίου Freiburg i. Καπτανή. κάτοχο Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδικεύσεως στην Πολιτική Δικονομία και ήδη υποψήφιο διδάκτορα νομικής στο Τμήμα Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και την κυρία Κ. Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.Br. Παπαδόπουλο (κάτοχο ΜΔΕ στην Πολιτική Δικονομία τον Τμήματος Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών). Διεθνολόγο. Πιπιλή. καθώς και την κυρία Μ. Γαλανού. Πτυχιούχο του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής Νομικών. καθώς και τον κ. Ν. στο Γραφείο του Νομικού Συμβούλου του Πρωθυπουργού. Για την υπαρξιακή αυτή στιγμή της μεταβάσεως από την επίγειο εις την Ουράνιο Ζωή ο Σεβαστός Δάσκαλος. Γ. Κόντη.κ. Μπαλατσού. κατόχους Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδικεύσεως (ΜΔΕ) στην Πολιτική Δικονομία τον Τμήματος Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ράμμου στο χωριό Κορακοβούνι της Κυνουρίας (Αρκαδίας). ότι ο Αγαπητός και Σεβαστός Δάσκαλος ανήλθεν εις τους Ουρανούς. απόλυτα. όπως επίσης και τις συνεργάτιδές μου. τους κ. Ευαγγέλου. ήταν. Λιάζου και Σ. Χρονοπούλου (συνεργάτιδα μου και στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Πρωθυπουργού).Πρόλογος (του Ν. Σ. Κοροβέση και Ι. αλλά και από τους προλόγους του στους τέσσερις τόμους της πρώτης εκδόσεως αυτού του έργου του. κυρία Ελένη Τενεδίου. Δ. οι οποίοι ανέλαβαν την επιμέλεια για την έκδοση των τότε πανεπιστημιακών παραδόσεων του Γ. Παπαλάμπρο (αργότερα Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας). Ράμμου. διδασκαλίας του αειμνήστου καθηγητού Γεωργίου Θ. με νόημα και εν πλήρει συνειδήσει τόνιζε στους προλόγους των συγγραμμάτων του. ζώντος βέβαια τότε του αειμνήστου Δασκάλου. ο Καθηγητής Γεώργιος Θ. Η. Κωνσταντινίδη και Α. ο Γ. Εμμανουήλ Μιχελάκη (αργότερα εντεταλμένο Υφηγητή της Πολιτικής Δικονομίας και τακτικό καθηγητή της Έδρας της Εισαγωγής στην Επιστήμη του Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου). του Γ. και μέχρι της εκδημίας του. από τους τότε μαθητές του Γεωργίου Θ.Θ. Κλαμαρή) για τη δεύτερη έκδοση [του δευτέρου ημιτόμου (Ασφαλιστικά Μέτρα) του τρίτου τόμου] Την 22αν Ιανουαρίου 1987. επιστέγασμα των οποίων αναμφίβολα αποτελεί το «Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου» σε 4 τόμους που κυκλοφόρησαν τα έτη 1978-1985 (και του οποίου η δεύτερη έκδοση. κατά περίπτωση. Ράμμου. Νικόλαο Αλαβάνο (αργότερα δικηγόρο και βουλευτή Κυκλάδων). Θ. αποτυπωμένης σε σύγγραμμα. Πριν από λίγα χρόνια επιχειρήθηκε από το γράφοντα η δεύτερη έκδοση της «Επιτομής του αστικού δικονομικού δικαίου». ημέρα Πέμπτη.ΠΡΟΛΟΓΟΣ (του Ν. Η παρούσα έκδοση αποτελεί χρονικά την τρίτη εκδοτική προσπάθεια (από μαθητές/συνεργάτες του Γεωργίου Θ. ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη αυτής της εκδόσεως). Μ. δόξασε και διέδοσε). ενημερωμένη και διευρυμένη επιχειρείται με δέος και σεβασμό τώρα).διέκοψε την επίγειον παρουσία του και ανήλθεν εις τους Ουρανούς (εις Εκείνον στον οποίο με όλη του την καρδιά πίστευσε και τη διδασκαλία του Οποίου με λόγια και έργα και κυρίως με το παράδειγμα της ζωής του γενικά και του καθημερινού του βίου ειδικότερα συνειδητά και κατ' αποτέλεσμα βίωσε. Ράμμου. Θ. ήδη αειμνήστους. Στη συνέχεια. Ράμμου με τίτλο «Επιτομή του αστικού δικονο- . ευρισκόμενος στην πατρογονική του κατοικία στο χωριό Κορακοβούνι της Κυνουρίας (Αρκαδίας) ανάμεσα στα χειρόγραφα του «υποτασσόμενος εις την Θείαν Ευδοκίαν» και στη «Βουλή του Δημιουργού και Κυρίου του Παντός» -όπως ο ίδιος πάντοτε με έμφαση. υπηρέτησε. Καμπίτση (αργότερα Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας). Ράμμου) για την εκδοτική κυκλοφορία της. ενίοτε από τους κατά καιρούς βοηθούς του. Η πρώτη προσπάθεια είχε αναληφθεί τα έτη 1935-1936. Ράμμος. Ράμμος επιμελείτο προσωπικώς των εκδόσεων των συγγραμμάτων του (βοηθούμενος. του εισαγωγικού και συνοπτικού βοηθήματος προοριζομένου για φοιτητές. σε μεταγλώττιση στη δημοτική. ο χρονικά τελευταίος των οποίων είναι ο έχων την τιμή να είναι και εκείνος. Πρόλογος (του Ν. ο οποίος ευτύχησε. με τον ιδρυτή του οποίου.1968 του Γεωργίου Θ. σεβαστού και αγαπητού Δασκάλου ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα έργο πολύ δύσκολο. που στηρίζονται όμως στη διδασκαλία του Γεωργίου Θ. ενώ ειδικά το τμήμα αυτής που αφορά την απόδειξη κυκλοφόρησε -ως τρίτος ημίτομος της «Επιτομής αστικού δικονομικού δικαίου». Σάκκουλα. οι γνώμες του οποίου στο μεγάλο τους ποσοστό εξακολουθούν και σήμερα άμεσα ή έμμεσα (ακόμα και όταν λησμονείται ενίοτε η παραπομπή στα έργα του Γ. Ήδη είκοσι πέντε χρόνια μετά την ολοκλήρωση της πρώτης εκδόσεως από τον ίδιο τον αείμνηστο Δάσκαλο ήλθε η ώρα και για τη δεύτερη έκδοση του θεμελιώδους για την ελληνική επιστήμη του Αστικού Δικονομικού Δικαίου τετράτομου συγγράμματος του Γεωργίου Θ. Η πρόωρη αποχώρηση την 31. όποιος επιχειρεί να ασχοληθεί με την επιμέλεια της επανεκδόσεως. καθώς βέβαια και με την επικαιροποιημένη και αναπροσαρμοσμένη στη νεότερη νομοθεσία και νομολογία συγγραφή της ύλης του έργου αυτού. Ράμμος.προώρως πριν συμπληρώσει το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του (λόγω της γνωστής μεθοδεύσεως της μειώσεως του ορίου της ηλικίας από τη Δικτατορία) και μέλος (για τριάντα συνεχή χρόνια.και μάλιστα με τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύθηκε από το δικτατορικό καθεστώς. Σάκκουλα.το 2009 και σε τέταρτη έκδοση και σε σημαντικά διευρυμένη και επαυξημένη έκταση (πάντοτε στον εκδοτικό οίκο του Αντωνίου Ν. Ράμμου και αντ' αυτού γίνεται παραπομπή σε νεότερα έργα άλλων συγγραφέων. να εναποθέσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με ανεξίτηλο τρόπο τη σφραγίδα του στη διδασκαλία. στην επιστήμη και στη νομοθεσία του ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου: Στην αρχή για τρία χρόνια (1934-1937) έκτακτος καθηγητής και στη συνέχεια για τριανταένα χρόνια συνεχώς τακτικός καθηγητής της Πολιτικής Δικονομίας (1937-1968). Ράμμου από την ενεργό υπηρεσία . ότι η ανάληψη της προσπάθειας για συνέχιση πλέον και της εκδόσεως του βασικού ολοκληρωμένου συστηματικού και διδακτικού συγγράμματος του αειμνήστου. τον αείμνηστο Νικόλαο Α. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Ασφαλιστικά Μέτρα) XXV μικού δικαίου» κατανεμημένη σε δύο ημιτόμους που κυκλοφορούν ήδη σε τρίτη έκδοση. 1932-1961) της Συντακτικής Επιτροπής και της Αναθεωρητικής Επιτροπής για τη σύνταξη του νέου ΚΠολΔ. Ράμμου με τίτλο «Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (το οποίο άλλωστε αποτελεί μέχρι σήμερα ως γνωστόν και το μοναδικό ολοκληρωμένο σύγγραμμα Αστικού Δικονομικού Δικαίου στην Ελλάδα). Θ. στην οποία προβαίνει ο Γ. Θ. Θ. με το οποίο καταλαμβάνεται. λόγω του πλούτου των νοημάτων της επιστημονικής αναλύσεως. Δύσκολο πρώτα απ' όλα λόγω του δέους. όσο ίσως κανένας άλλος Καθηγητής του Αστικού Δικονομικού Δικαίου σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο στην ίδια ή έστω σε ανάλογη με αυτόν έκταση και βαρύτητα. Ράμμου) να επηρεάζουν τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία.τον λύπησε αφάνταστα και τον άγγιξε σε πολύ .8. μέχρι το 1968. του προσέδωσαν την ιδιότητα και του κύριου αυθεντικού ερμηνευτή των δικονομικών διατάξεων. Είναι αυτονόητο. ο Γ. χρονιά που αποχώρησε -έχοντας όμως πληθώρα μαθητών. Ράμμος είχε αποκλειστική συνεργασία και στενή φιλία). στη σπουδάζουσα νεολαία. αλλά και η καρποφόρος επί τριάκοντα και έξ έτη διδασκαλία αυτού. παρ' ων εδιδάχθην την μέθοδον και την αξίαν της επιστήμης ού μήν αλλά και το καθήκον του επιστήμονος. Είναι μάλιστα ιδιαιτέρως χαρακτηριστικές και οι ακόλουθες ειδικότερες επισημάνσεις του Γεωργίου Μητσοπούλου κατά το εναρκτήριο μάθημα του στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών για τη μοναδική προσφορά του προκατόχου του Γ.με δογματική ασφάλεια και φιλοσοφική νηνεμία από τον 20° στον 21° αιώνα]. τα «σέβη» τους ξαφνικά τον ξέχασαν). Ράμμος ευτύχησε τελικά και στη διαδοχή του [αλλά μαζί με αυτόν και η Ελληνική Επιστήμη του Αστικού Δικονομικού Δικαίου.XXVI Πρόλογος (του Ν. ποιοτικά. ότι αναλογίζομαι ποίους είχον προκατόχους και οπόσον μεγάλος διά τούτο αναλαμβάνω υποχρεώσεις. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Aσφαλιστικά Μέτρα) ευαίσθητες χορδές. την οποία περαιτέρω θεμελίωσε και (ποσοτικά. Ήμουν αρκετές φορές αυτήκοος μάρτυς και της λύπης του Γ. γεωγραφικά) επεξέτεινε και διεύρυνε στην Ελλάδα και στην Αλλοδαπή. πολλοί που έσπευδαν σε άλλες εποχές αυτοβούλως να του υποβάλουν καθημερινώς. στην οποία ο Γεώργιος Μητσόπουλος με τη στερεά δογματική. Θ. Δικαστικό Σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και εντεταλμένο Υφηγητή της Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. και την οποία οδήγησε -μακριά από επιστημονικούς νομικούς ακροβατισμούς και πειραματισμούς και με σεβασμό πάντοτε στην ελληνική επιστημονική δικονομική παράδοση. που άρχισε με το Βασίλειο Τρ. Ράμμος. μεταξύ των οποίων εξέχουσαν θέσιν θα κατέχη ο Γεώργιος Ράμμος. και μάλιστα κατά κύριο λόγο σε εποχές που λόγω της εν τω μεταξύ αποχωρήσεώς του από το Πανεπιστήμιο. γνωσιοθεωρητικά. Ράμμου για την πρόωρη αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία και της ικανοποιήσεώς του για τη διαδοχή του από το Γ. Μητσόπουλο. τον οποίον έχω την τιμήν να διαδεχθώ. και ήξερε ότι ήμουν. και με πληθωριστικό τρόπο. στη Νομική Σχολή. επειδή πολλές φορές ο αείμνηστος Διδάσκαλος μου έκανε την τιμή να μου εκμυστηρευθεί τις μύχιες σκέψεις του για πολλά θέματα (επειδή ήμουν. Τη μεγάλη αυτή στενοχώρια του τη διαδέχθηκε η ικανοποίηση και η χαρά του για τη διαδοχή του στην έδρα της Πολιτικής Δικονομίας από το Γεώργιο Μητσόπουλο. κοντά του από το 1966 μέχρι το 1987. Την έδραν ταύτην εδόξασεν ο Βασίλειος Οικονομίδης και ελάμπρυναν οι μεταγενέστεροι. και έτσι ο Γ. γνωσιοθεωρητική και φιλοσοφική του παιδεία και σκέψη άνοιξε νέους δρόμους σε ελληνικό και σε διεθνές επίπεδο. ήδη από το 1950 διεθνώς αναγνωρισμένο Δικονομολόγο. συνεχίζοντας την υψηλή παράδοση της ελληνικής επιστήμης του Αστικού Δικονομικού Δικαίου. Θ. Ράμμου στο Πανεπιστήμιο. Ο δε δισταγμός μου οφείλεται εις τον λόγον. Οικονομίδη και στερέωσε περίπου για 50 χρόνια στον εικοστό αιώνα ο Γεώργιος Θ. στη Διδασκαλία και στην Επιστήμη του Δικαίου γενικά και του Αστικού Δικονομικού Δικαίου ειδικότερα: «Η συγκίνησίς μου απορρέει εκ της σκέψεως της φερομένης μετ' ευγνωμοσύνης προς τους πανεπιστημιακούς διδασκάλους μου. φιλοσοφικά. Το πολύτιμον και εκτεταμένον έργον του Γεωργίου Ράμμου. Θ. υπήρξαν . ενώ έχουν παρέλθει περισσότερα χρόνια από την έκδοση του Α' τόμου (1978). αλλά και διά της ισχυράς αυτού προσωπικότητος συνέβαλε σπουδαίως. Αι ευχαί συνοδεύουν τον διακεκριμένον και αγαπητόν διδάσκαλον εν τη ακαμάτω αυτού δράσει και ιδία εν τη αναληφθείση παρ' αυτού προσπάθεια. Οι ακόλουθοι λόγοι με ώθησαν να αναλάβω την προσπάθεια για τη δεύτερη έκδοση του «Εγχειριδίου αστικού δικονομικού δικαίου». αλλά και συνέδεσαν εν ζωογόνω αλληλεπιδράσει θεωρίαν και πράξιν. του Β' τόμου (1980) και του Γ' τόμου (1982)]. Ανάτυπο. όπως καταστή γνωστή εν τη αλλοδαπή η παρ' ημίν θεωρητική και νομοπαρασκευαστική κίνησις εν τω κλάδω του δικονομικού δικαίου. Θ. όλο και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. . Ράμμου αποτελεί ένα βασικό τμήμα του θεμελίου της λεγόμενης παραδοσιακής διδασκαλίας και θεωρίας της ελληνικής επιστήμης του αστικού δικονομικού δικαίου. όπως καθοδηγήση την τε θεωρίαν και πράξιν εις την πρώτην και δυσχερή φάσιν της εφαρμογής του νέου Κώδικος της Πολ. καθώς και για τους φοιτητές νομικής. Πρώτον επειδή όλοι οι τόμοι του έργου αυτού έχουν ήδη εξαντληθεί προ πολλού. Ράμμου. Ράμμου. Ράμμου συνιστά για μένα μία ιδιαιτέρως πολύ μεγάλη τιμή. σελ. Μακριά από τάσεις για «πρωτοτυπία» χάριν της πρωτοτυπίας και για επιστημονικούς ή μεθοδολογικούς / ερμηνευτικούς «ακροβατισμούς» και «αλκιβιαδισμούς» η διδασκαλία του Γεωργίου Θ. το 1985 [και επομένως έχουν παρέλθει ήδη είκοσι πέντε (25) χρόνια από την ολοκλήρωση του όλου έργου με την έκδοση του Α΄ τόμου (1985). Πολλά προβλήματα. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Ασφαλιστικά Μέτρα) XXVII τοιαύτης δυνάμεως.Πρόλογος (του Ν. Ράμμου είναι ακριβώς ο πλούτος των νοημάτων της επιστημονικής αναλύσεως και της επιστημονικής γλώσσας του Γ. ζώντος του Γεωργίου Θ. που ολοκληρώθηκε. ανακαλύπτεται ότι έχουν βρεί τη λύση τους ή την αφετηρία λύσεως τους και θεμελιώσεως τους στη δόκιμη διδασκαλία του Γεωργίου Θ. ώστε ου μόνον επέφερον την παρ' ημίν άνθησιν των δικονομικών σπουδών. Δεύτερον επειδή η πρώτη έκδοση του έργου είναι διατυπωμένη στην καθαρεύουσα. Η διαδοχή στο βασικό συστηματικό σύγγραμμα του Γ. 1970. Δικονομίας» (βλ. γεγονός το οποίο -δυστυχώς. 1). Εκείνο το οποίο εκπλήσσει τον προσεκτικό μελετητή του επιστημονικού έργου του Γεωργίου Θ. Τρίτον λόγοι Σεβασμού προς το επιστημονικό/διδακτικό έργο του Γεωργίου Θ. τα οποία ενίοτε σε μεταγενέστερες μελέτες νεότεροι συγγραφείς αντιμετωπίζουν πολλές φορές προτείνοντας λύσεις που εμφανίζονται ως πρωτότυπες (μάλιστα ενίοτε και από τους ίδιους με ιδιαίτερα αυτάρεσκο ύφος). το ως άνω έργο δύσχρηστο έως απρόσιτο για τη νεότερη γενεά νομικών. Η κατ' αυτάς κυκλοφορήσασα εν Γερμανία μετάφρασις του νέου Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οφείλεται εις την τοιαύτην προσπάθειαν αποτελεί δε εν ταυτώ εκδήλωσιν του ζωηρού ενδιαφέροντος της αλλοδαπής θεωρίας διά την παρ' ημίν επιστημονικήν κίνησιν.Θ.καθιστά. Δεν υπήρξε δε μόνον λαμπρός πανεπιστημιακός διδάσκαλος ο Γεώργιος Ράμμος και δεν εγαλούχησε μόνον τους νεωτέρους εις τα νάματα του δικονομικού δόγματος. Μητσόπουλο. Η θεωρία του Αστικού Δικονομικού Δικαίου. Ράμμου. Γ. Ράμμου και στη μνήμη του Σεβαστού Δασκάλου. δ) Οι υποσημειώσεις του παρόντος Β' ημιτόμου του τρίτου τόμου της δεύτερης εκδόσεως αριθμήθηκαν ενιαίως (σε αντίθεση με την αντίστοιχη αρίθμηση των υποσημειώσεων της πρώτης εκδόσεως. που έχουν επιχειρηθεί από το 1985 μέχρι σήμερα στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου. Ράμμος μου είχε κάνει ήδη από τότε την πολύ μεγάλη τιμή να με ευχαριστήσει επωνύμως στον πρόλογο του Α' τόμου του ως άνω έργου (ας μου επιτραπεί να επισημάνω. απ' όσο μπορώ να γνωρίζω. Ράμμος στην πρώτη έκδοση του έργου. Έχοντας την επιστημονική ευθύνη της εκδόσεως αυτής αυτοπεριορίσθηκα στο πλαίσιο της παρούσας δεύτερης εκδόσεως και στο στάδιο αυτό. ώστε να είναι κατανοητή και στις νεότερες γενεές νομικών. ε) Για λόγους σεβασμού προς τη μνήμη του Γεωργίου Θ. Προσθήκες οποιασδήποτε άλλης φύσεως έγιναν σε περιορισμένη έκταση. νεότερη βιβλιογραφία. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Aσφαλιστικά Μέτρα) Τέταρτον επειδή οι περίπου εξήντα (60!!) -σε μεγάλο δε ποσοστό απρογραμμάτιστες και εμβαλωματικές. ιδίως όταν νεότερες νομοθετικές τροποποιήσεις επέβαλαν προσθαφαιρέσεις στο κείμενο ή προσαρμογή ή εκ νέου συγγραφή ή αναδιατύπωση του κειμένου στα νεότερα νομοθετικά δεδομένα και στη νεότερη νομική ρύθμιση. Για τους ίδιους λόγους επαναλαμβάνεται και στην παρούσα έκδοση η αφιέρωση που είχε κάνει ο ίδιος ο Γεώργιος Θ.XXVIII Πρόλογος (του Ν. . Σε περιορισμένο επίπεδο προστέθηκε. και απέφυγα στην έκδοση αυτή την άμεση ή έμμεση «εμφύτευση» δικών μου απόψεων (με εξαίρεση μόνο ίσως σε κάποιες περιορισμένες περιπτώσεις ιδίως.νομοθετικές τροποποιήσεις. νομοθετικών τροποποιήσεων). αλλ' όχι μόνο. πλην όμως οι τόμοι κατανεμήθησαν σε αντίστοιχους ημιτόμους. ώστε η χρήση του ογκώδους αυτού έργου να καταστεί πιο εύχρηστη και προσιτή. Ράμμου παρατίθενται και όλοι οι πρόλογοί του στον καθένα από τους τέσσερις τόμους της πρώτης εκδόσεως. Ράμμος ευχαρίστησε σε πρόλογο διδακτικού ή συστηματικού συγγράμματός του επωνύμως έναν επιστημονικό συνεργάτη του/μαθητή του). Ράμμου. ότι είναι. επίσης. β) Δεν επιχειρήθηκε μεν αναδιάρθρωση της ύλης των επί μέρους τόμων του έργου. η οποία ήταν ανά «παράγραφο»). Επιφυλάσσομαι όμως σε μελλοντική άλλη έκδοση και εφόσον διευκρινιστεί η βούληση της Πολιτείας για την αναμόρφωση του ΚΠολΔ να επιχειρήσω επαυξημένη νεότερη έκδοση. Στόχος ήταν να μην αλλοιωθεί η βασική/θεμελιώδης διδασκαλία του Γεωργίου Θ. εξ ού λόγου ο Γεώργιος Θ. Πέμπτον επειδή είχα πολύ στενά συνεργασθεί ήδη και στην πρώτη έκδοση του ίδιου έργου με τον αείμνηστο Δάσκαλο. Έχοντας αναλάβει την επεξεργασία αυτής της δεύτερης εκδόσεως οφείλω να διευκρινίσω τα ακόλουθα: α) Η παρούσα έκδοση συνιστά βέβαια κατά μεγάλο ποσοστό απόδοση στη δημοτική της πρώτης εκδόσεως. καθιστούν αναγκαία την ενημέρωση αυτού του συστηματικού ογκώδους έργου του Γεωργίου Θ. Θ. η μοναδική φορά που ο Γ. γ) Δεν αναριθμήθηκαν επίσης εκ νέου οι παράγραφοι και τα τμήματα του έργου. Άλλωστε ενόψει της επιχειρούμενης από το 2005 νομοπαρασκευαστικής εργασίας -με πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνηςκαι των σχεδιαζόμενων τροποποιήσεων δεν θα είχε νόημα η κατά τη στιγμή αυτή ευρύτερη αναδιαμόρφωση του κλασικού συγγράμματος του Σεβαστού Δασκάλου. Ράμμου. Θα ήθελα και από τη θέση αυτή να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στην αείμνηστη Μεταξία Ε. στο δε Παράρτημα II το σχέδιο νόμου (έτους 2009) της υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου κ. Επίσης για λόγους ενημερότητας ειδικά ως προς τις προτάσεις των δύο νομοπαρασκευαστικών επιτροπών που λειτούργησαν με πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης παρατίθενται στο μεν Παράρτημα Ι η πρόταση σχεδίου νόμου (έτους 2008) της υπό την προεδρία μου Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την Αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. που διακονούν την επιστήμη του αστικού δικονομικού δικαίου (δικαστικούς λειτουργούς. είτε στο πεδίο της ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου. που περιλαμβάνει ως διδακτέα ύλη τα Ένδικα Μέσα και την Αναγκαστική Εκτέλεση. Ιωάννου Παπανικολάου Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τελική διαμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. θα είναι ιδίως χρήσιμος στους φοιτητές νομικής του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών αφενός μεν στο πλαίσιο του μαθήματος υποχρεωτικής επιλογής του έκτου εξαμήνου «Ασφαλιστικά Μέτρα . συμβολαιογράφους. ότι και η δεύτερη έκδοση τον «Εγχειριδίου αστικού δικονομικού δικαίου» θα είναι. Είναι αυτονόητο όμως. πανεπιστημιακούς καθηγητές. ταυτόχρονα όμως-όπως (θέλω να) πιστεύω ακράδαντα. η οποία μου εμπιστεύθηκε τη συνέχιση και αυτού του επιστημονικού έργου του αειμνήστου Δασκάλου και την επιμέλεια αυτής της εκδόσεως. δικηγόρους. Κολοκούρη. στους οποίους και κατά κύριο λόγο απευθύνεται. μου επέτρεψε να συνεχίσω την έκδοση του έργου αυτού. ακριβώς όπως και η πρώτη έκδοση.Ειδικές Διαδικασίες». δικαστικούς επιμελητές) είτε ως θεωρητικοί του δικαίου.Πρόλογος (του Ν. αδελφή του αειμνήστου καθηγητού Γεωργίου Θ. όταν έχοντας ήδη λάβει το πτυχίο μου νομικής με άριστα με προσέλαβε ως έκτακτο βοηθό της έδρας της Πολιτικής Δικονομί- .Εκούσια Δικαιοδοσία . Άλλωστε με τον αείμνηστο Δάσκαλο είχα μία στενή και αδιατάρακτη σχέση μαθητού προς Δάσκαλο ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια. Κουμάντου-Κολοκούρη. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Ασφαλιστικά Μέτρα) XXIX Ευελπιστώ. Κολοκούρη. Ο παρών δεύτερος ημίτομος του τρίτου τόμου. όσο και κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο του υποχρεωτικού μαθήματος του ογδόου εξαμήνου «Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας» (που από τη φύση του περιλαμβάνει όλη την ύλη της Πολιτικής Δικονομίας). άδεια που για μένα μεν είναι ιδιαιτέρως τιμητική.ανταποκρίνεται πλήρως και στη βούληση του αειμνήστου Δασκάλου μου. η οποία εντατικοποιήθηκε και επισημοποιήθηκε με ακαδημαϊκό τρόπο από το 1966. Ράμμου. ιδιαιτέρως χρήσιμη σε όλους εκείνους. αφετέρου δε τόσο στο πλαίσιο του υποχρεωτικού μαθήματος του έκτου εξαμήνου «Πολιτική Δικονομία II». η οποία ανανεώνοντας τη σχετική άδεια που μου είχε χορηγήσει η αείμνηστη μητέρα της Μεταξία Ε. ότι το σύγγραμμα αυτό θα είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο και σε όλους τους φοιτητές νομικής. ο οποίος περιλαμβάνει την ύλη των ασφαλιστικών μέτρων. Θα ήθελα όμως επίσης να ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή τη δικηγόρο κυρία Ευγενία Γ. Η βασική βοήθεια προήλθε πριν από αρκετά χρόνια από τον κ. θα ήταν αδύνατη χωρίς την ουσιαστική συνδρομή μερικών αξίων νέων συναδέλφων. (της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Tübingen). συνεργάτες και μαθητές μου. Δ. ταυτόχρονα όμως με βοήθησαν πολύ και με τις επιστημονικές παρατηρήσεις τους είτε ως προς την επιστημονικά ορθή απόδοση ορισμένων όρων είτε ως προς την ερμηνεία ορισμένων νομικών διατάξεων (νεοτέρων ή παλαιοτέρων). την Επίκουρη Καθηγήτρια κ. ήδη Καθηγητή της Πολιτικής Δικονομίας.Ν. τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών κ. Κατηφόρη και την κυρία Μ. τον αείμνηστο (και πολύ προώρως με τραγικό τρόπο εκλιπόντα) Στυλιανό Κουσούλη. Ράμμο (και έτσι η ακαδημαϊκή δικονομική παράδοση συνεχίζεται και στις νεώτερες γενεές των δικονομολόγων). Ειδικότερα επιθυμώ να ευχαριστήσω θερμά όλους τους νέους συναδέλφους. Γεώργιο Ορφανίδη. ήδη Εφέτη. και συνεχίστηκε με συνεχώς στενότερη επιστημονική και ανθρώπινη / συναισθηματική διασύνδεση μέχρι την εκδημία του το έτος 1987. Γερμανό (κάτοχο ΜΔΕ στην Πολιτική Δικονομία της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Freiburg i. Χρονοπούλου (συνεργάτιδα μου και στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Πρωθυπουργού). Br. Μπαλατσού.XXX Πρόλογος (του Ν.με είχαν βοηθήσει σημαντικά στη μεταγλώττιση στη Δημοτική ορισμένων τμημάτων του βιβλίου. Πολύ σημαντική υπήρξε όμως και η βοήθεια νεοτέρων ακόμη επιστημόνων και μαθητών μου (που συμμετέχουν ως ερευνητές/επιστημονικοί συνεργάτες και στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών): Ιδίως επιθυμώ να ευχαριστήσω τον κ. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Aσφαλιστικά Μέτρα) ας. τον Λέκτορα κ. τις κυρίες Ε. Δ. Br). Κουκουζέλη. Prütting) διδάκτορα νομικής στην Πολιτική Δικονομία με την ανώτατη διάκριση «summa cum laude» του Πανεπιστημίου Κολωνίας (και Ειδικό Επιστήμονα της Πολιτικής Δικονομίας στο Τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών). Δ. στο οποίο αποτυπώνεται και η θεμελιώδης πανεπιστημιακή διδασκαλία του Σεβαστού αειμνήστου Διδασκάλου. Νικόλαο Νικολάου. ήδη (και μετά από ιδιαιτέρως θερμή εισήγηση του καθηγητού κ. Ν. Σακκά και Κ. Δικηγόρο. τους ευχαριστώ πολύ. οι οποίοι επίσης είχαν γνωρίσει το Γεώργιο Θ.Ν. Ι. κατόχους Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδικεύσεως (ΜΔΕ) στην Πολιτική Δικονομία του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.που από πολλά χρόνια είναι και μέλη του Ερευνητικού Προσωπικού του Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών . Κ. που αρχίζει με την κυκλοφορία και του παρόντος δεύτερου ημιτόμου του τρίτου τόμου. Η επιστημονική ευθύνη και η αντίστοιχη τιμή για τη διαδοχή στο βασικό επιστημονικό/διδακτικό σύγγραμμα του Γεωργίου Θ. Γιαννόπουλο. Η δεύτερη έκδοση. οι οποίοι πολλαπλώς με συνέδραμαν στην πραγματοποίηση αυτού του βιβλίου.κ. τον Επίκουρο Καθηγητή κ./Γερμανίας). τον Επίκουρο Καθηγητή κ. Ράμμου. ΑλμπανίδουΤριανταφύλλου. τους κ. Στέφανο Πανταζόπουλο. (της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Freiburg i. Δημήτριο Τσικρικά. H. Όλοι τους . Φ. και από τη θέση αυτή. Σ. Για τη βοήθεια τους. είναι για μένα πολύ μεγάλη. Παπαδό- . Πρόλογος (του Ν. Ν. Καπτανή. Λιάζου και Σ. υπόδειγμα συνεπούς πιστού Χριστιανού Ορθόδοξου και κατά κυριολεξία φιλοσοφημένου Ανθρώπου. Σάκκουλα) και στους συνεργάτες του για την αμέριστη συνδρομή του και στην έκδοση αυτή. Πτυχιούχο τον Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής Νομικών. αλλά και από τους προλόγους του στους τέσσερις τόμους της πρώτης εκδόσεως αυτού του έργου του. προετοιμασμένος. Για την αφιλοκερδή βοήθεια από πολλά χρόνια και σε όλα τα στάδια αυτής της προσπάθειας θέλω να ευχαριστήσω επίσης θερμά τις κ. . Γαλανού. όπως συνάγεται από τα γραπτά του. όπως επίσης και τις συνεργάτιδές μου. Κόντη. κατόχους ΜΔΕ αντιστοίχως στο Δημόσιο Δίκαιο και στο Αστικό Δίκαιο τον Τμήματος Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. ψυχολογικά και ηθικά. Αντώνιο Ν. Στο ημερολόγιο μου και στο μυαλό μου η στιγμή αυτή έχει μείνει και θα παραμείνει για πάντα ανεξίτηλη μαζί με την ευγνωμοσύνη μου προς το πρόσωπό Του. κάτοχο ΜΔΕ στην Πολιτική Δικονομία στο Τμήμα Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κλαμαρής __________________ * Στις 18:45 της Πέμπτης 22 Ιανουαρίου 1987 μου τηλεφώνησαν (στο γραφείο μου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών) από το πατρογονικό σπίτι του Γεωργίου Θ. κάτοχο μεταπτυχιακού διπλώματος στο Ποινικό Δίκαιο και ήδη υποψήφια διδάκτορα Νομικής στο Τμήμα Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. καθώς και την κυρία Μ. κάτοχο Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδικεύσεως στην Πολιτική Δικονομία και ήδη υποψήφιο διδάκτορα νομικής στο Τμήμα Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και την κυρία Κ. Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Α. στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Πρωθυπουργού. Ευαγγέλου. απόλυτα. Ράμμου στο χωριό Κορακοβούνι της Κυνουρίας (Αρκαδίας). Κοροβέση και Ι. Ρ. κυρία Ελένη Τενεδίου. Πιπιλή. Για την υπαρξιακή αυτή στιγμή της μεταβάσεως από την επίγειο εις την Ουράνιο Ζωή ο Σεβαστός Δάσκαλος. Σάκκουλα (Εκδόσεις Αντ. Κοσσαρά. Γ. ήταν. καθώς και τον κ. ότι ο Αγαπητός και Σεβαστός Δάσκαλος ανήλθεν εις τους Ουρανούς. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Ασφαλιστικά Μέτρα) XXXI πουλο (κάτοχο ΜΔΕ στην Πολιτική Δικονομία τον Τμήματος Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών). 22 Ιανουαρίου 2009 * Νικόλαος Κ. Ν.κ. Θερμότατες ευχαριστίες οφείλω επίσης στον κ. Διεθνολόγο. Η παρούσα έκδοση αποτελεί χρονικά την τρίτη εκδοτική προσπάθεια (από μαθητές/συνεργάτες του Γεωργίου Θ. κατά περίπτωση. Στη συνέχεια. ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη αυτής της εκδόσεως). και μέχρι της εκδημίας του. Ράμμος επιμελείτο προσωπικώς των εκδόσεων των συγγραμμάτων του (βοηθούμενος. ήδη αειμνήστους. Ράμμος. ο Καθηγητής Γεώργιος Θ. επιστέγασμα των οποίων αναμφίβολα αποτελεί το «Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου» σε 4 τόμους που κυκλοφόρησαν τα έτη 1978-1985 (και του οποίου η δεύτερη έκδοση. Θ. Θ. ημέρα Πέμπτη. Παπαλάμπρο (αργότερα Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας). Ράμμου. οι οποίοι ανέλαβαν την επιμέλεια για την έκδοση των τότε πανεπιστημιακών παραδόσεων του Γ. ο χρονικά τελευταίος των οποίων είναι ο έχων την τιμή να είναι και εκείνος. ευρισκόμενος στην πατρογονική του κατοικία στο χωριό Κορακοβούνι της Κυνουρίας (Αρκαδίας) ανάμεσα στα χειρόγραφα του «υποτασσόμενος εις την Θείαν Ευδοκίαν» και στη «Βουλή του Δημιουργού και Κυρίου του Παντός» -όπως ο ίδιος πάντοτε με έμφαση. Εμμανουήλ Μιχελάκη (αργότερα εντεταλμένο Υφηγητή της Πολιτικής Δικονομίας και τακτικό καθηγητή της Έδρας της Εισαγωγής στην Επιστήμη του Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου).διέκοψε την επίγειον παρουσία του και ανήλθεν εις τους Ουρανούς (εις Εκείνον στον οποίο με όλη του την καρδιά πίστευσε και τη διδασκαλία του Οποίου με λόγια και έργα και κυρίως με το παράδειγμα της ζωής του γενικά και του καθημερινού του βίου ειδικότερα συνειδητά και κατ' αποτέλεσμα βίωσε. αποτυπωμένης σε σύγγραμμα. Ράμμου) για την εκδοτική κυκλοφορία της. με νόημα και εν πλήρει συνειδήσει τόνιζε στους προλόγους των συγγραμμάτων του. Κλαμαρή) για τη δεύτερη έκδοση [του πρώτου ημιτόμου (Εκούσια Δικαιοδοσία) του τετάρτου τόμου] Την 22αν Ιανουαρίου 1987. ο Γ. του Γ. από τους τότε μαθητές του Γεωργίου Θ. Κωνσταντινίδη και Α. Η πρώτη προσπάθεια είχε αναληφθεί τα έτη 1935-1936. δόξασε και διέδοσε). σε μεταγλώττιση στη δημοτική. Ράμμου. ενημερωμένη και διευρυμένη επιχειρείται με δέος και σεβασμό τώρα). Ράμμου με τίτλο «Επιτομή του αστικού δικονο- . ζώντος βέβαια τότε του αειμνήστου Δασκάλου.ΠΡΟΛΟΓΟΣ (του Ν. διδασκαλίας του αειμνήστου καθηγητού Γεωργίου Θ. ενίοτε από τους κατά καιρούς βοηθούς του. Μ. Θ. Καμπίτση (αργότερα Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας). υπηρέτησε. του εισαγωγικού και συνοπτικού βοηθήματος προοριζομένου για φοιτητές. Πριν από λίγα χρόνια επιχειρήθηκε από το γράφοντα η δεύτερη έκδοση της «Επιτομής του αστικού δικονομικού δικαίου». Ράμμου. Νικόλαο Αλαβάνο (αργότερα δικηγόρο και βουλευτή Κυκλάδων). Η. το 2009 και σε τέταρτη έκδοση και σε σημαντικά διευρυμένη και επαυξημένη έκταση (πάντοτε στον εκδοτικό οίκο του Αντωνίου Ν. τον αείμνηστο Νικόλαο Α. που στηρίζονται όμως στη διδασκαλία του Γεωργίου Θ. Δύσκολο πρώτα απ' όλα λόγω του δέους. καθώς βέβαια και με την επικαιροποιημένη και αναπροσαρμοσμένη στη νεότερη νομοθεσία και νομολογία συγγραφή της ύλης του έργου αυτού. Ράμμου και αντ' αυτού γίνεται παραπομπή σε νεότερα έργα άλλων συγγραφέων. ο Γ. Ράμμου με τίτλο «Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (το οποίο άλλωστε αποτελεί μέχρι σήμερα ως γνωστόν και το μοναδικό ολοκληρωμένο σύγγραμμα Αστικού Δικονομικού Δικαίου στην Ελλάδα). Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Εκούσια Δικαιοδοσία) XXXIII μικού δικαίου» κατανεμημένη σε δύο ημιτόμους που κυκλοφορούν ήδη σε τρίτη έκδοση. λόγω του πλούτου των νοημάτων της επιστημονικής αναλύσεως. Ράμμος. Η πρόωρη αποχώρηση την 31. με τον ιδρυτή του οποίου. Ήδη είκοσι πέντε χρόνια μετά την ολοκλήρωση της πρώτης εκδόσεως από τον ίδιο τον αείμνηστο Δάσκαλο ήλθε η ώρα και για τη δεύτερη έκδοση του θεμελιώδους για την ελληνική επιστήμη του Αστικού Δικονομικού Δικαίου τετράτομου συγγράμματος του Γεωργίου Θ. Είναι αυτονόητο. ότι η ανάληψη της προσπάθειας για συνέχιση πλέον και της εκδόσεως του βασικού ολοκληρωμένου συστηματικού και διδακτικού συγγράμματος του αειμνήστου. με το οποίο καταλαμβάνεται. χρονιά που αποχώρησε -έχοντας ήδη πληθώρα μαθητών. στην οποία προβαίνει ο Γ. Σάκκουλα.προώρως πριν συμπληρώσει το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του (λόγω της γνωστής μεθοδεύσεως της μειώσεως του ορίου της ηλικίας από τη Δικτατορία) και μέλος (για τριάντα συνεχή χρόνια. Θ. οι γνώμες του οποίου στο μεγάλο τους ποσοστό εξακολουθούν και σήμερα άμεσα ή έμμεσα (ακόμα και όταν λησμονείται ενίοτε η παραπομπή στα έργα του Γ. 1932-1961) της Συντακτικής Επιτροπής και της Αναθεωρητικής Επιτροπής για τη σύνταξη του νέου ΚΠολΔ.1968 του Γεωργίου Θ.Πρόλογος (του Ν. Ράμμου) να επηρεάζουν τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία. να εναποθέσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με ανεξίτηλο τρόπο τη σφραγίδα του στη διδασκαλία. Ράμμου από την ενεργό υπηρεσία -και μάλιστα με τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύθηκε από το δικτατορικό καθεστώς. Σάκκουλα. Θ. του προσέδωσαν την ιδιότητα και του κύριου αυθεντικού ερμηνευτή των δικονομικών διατάξεων. Ράμμος είχε αποκλειστική συνεργασία και στενή φιλία).τον λύπησε αφάνταστα και τον άγγιξε σε πολύ . ο οποίος ευτύχησε. όσο ίσως κανένας άλλος Καθηγητής του Αστικού Δικονομικού Δικαίου σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο στην ίδια ή έστω σε ανάλογη με αυτόν έκταση και βαρύτητα. Θ. ενώ ειδικά το τμήμα αυτής που αφορά την απόδειξη κυκλοφόρησε -ως τρίτος ημίτομος της «Επιτομής αστικού δικονομικού δικαίου». σεβαστού και αγαπητού Δασκάλου ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα έργο πολύ δύσκολο. στην επιστήμη και στη νομοθεσία του ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου: Στην αρχή για τρία χρόνια (1934-1937) έκτακτος καθηγητής και στη συνέχεια για τριανταένα χρόνια συνεχώς τακτικός καθηγητής της Πολιτικής Δικονομίας (1937-1968) μέχρι το 1968.8. όποιος επιχειρεί να ασχοληθεί με την επιμέλεια της επανεκδόσεως. στη Νομική Σχολή. μεταξύ των οποίων εξέχουσαν θέσιν θα κατέχη ο Γεώργιος Ράμμος. Ράμμος. Ο δε δισταγμός μου οφείλεται εις τον λόγον. ότι αναλογίζομαι ποίους είχον προκατόχους και οπόσον μεγάλας δια τούτο αναλαμβάνω υποχρεώσεις. τα «σέβη» τους ξαφνικά τον ξέχασαν). Θ. υπήρξαν . στη σπουδάζουσα νεολαία. Το πολύτιμον και εκτεταμένον έργον του Γεωργίου Ράμμου. Θ. γεωγραφικά) επεξέτεινε και διεύρυνε στην Ελλάδα και στην Αλλοδαπή . συνεχίζοντας την υψηλή παράδοση της ελληνικής επιστήμης τον Αστικού Δικονομικού Δικαίου. Οικονομίδη και στερέωσε περίπου για 50 χρόνια στον εικοστό αιώνα ο Γεώργιος Θ. που λόγω της εν τω μεταξύ αποχωρήσεώς του από το Πανεπιστήμιο πολλοί. και με πληθωριστικό τρόπο. και την οποία οδήγησε . Θ. παρ' ων εδιδάχθην την μέθοδον και την αξίαν της επιστήμης ού μήν αλλά και το καθήκον του επιστήμονος. που έσπευδαν σε άλλες εποχές αυτοβούλως να του υποβάλουν καθημερινώς. και ήξερε ότι ήμουν. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Εκούσια Δικαιοδοσία) ευαίσθητες χορδές. που άρχισε με το Βασίλειο Τρ. ήδη από το 1950 διεθνώς αναγνωρισμένο Δικονομολόγο. αλλά και η καρποφόρος επί τριάκοντα και έξ έτη διδασκαλία αυτού. γνωσιοθεωρητικά. και μάλιστα κατά κύριο λόγο σε εποχές. Δικαστικό Σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και εντεταλμένο Υφηγητή της Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ράμμου για την πρόωρη αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία και της ικανοποιήσεώς του για τη διαδοχή του από το Γ. 'Ήμουν αρκετές φορές αυτήκοος μάρτυς και της λύπης του Γ. γνωσιοθεωρητική και φιλοσοφική τον παιδεία και σκέψη άνοιξε νέους δρόμους σε ελληνικό και σε διεθνές επίπεδο. επειδή πολλές φορές ο αείμνηστος Διδάσκαλος μου έκανε την τιμή να μου εκμυστηρευθεί τις μύχιες σκέψεις του για πολλά θέματα (επειδή ήμουν. κοντά του από το 1966 μέχρι το 1987. φιλοσοφικά. Είναι μάλιστα ιδιαιτέρως χαρακτηριστικές και οι ακόλουθες ειδικότερες επισημάνσεις του Γεωργίου Μητσοπούλου κατά το εναρκτήριον μάθημά του στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών για τη μοναδική προσφορά του προκατόχου του Γ. Την έδραν ταύτην εδόξασεν ο Βασίλειος Οικονομίδης και ελάμπρυναν οι μεταγενέστεροι. και έτσι ο Γ.XXXIV Πρόλογος (του Ν. Ράμμος ευτύχησε τελικά και στη διαδοχή του [αλλά μαζί με αυτόν και η Ελληνική Επιστήμη τον Αστικού Δικονομικού Δικαίου στην οποία ο Γεώργιος Μητσόπουλος με τη στερεά δογματική. ποιοτικά. Τη μεγάλη αυτή στενοχώρια τη διαδέχθηκε η ικανοποίηση και η χαρά του για τη διαδοχή του στην έδρα της Πολιτικής Δικονομίας από το Γεώργιο Μητσόπουλο. τον οποίον έχω την τιμήν να διαδεχθώ.με δογματική ασφάλεια από τον 20° στον 21° αιώνα]. στη Διδασκαλία και στην Επιστήμη του Δικαίου γενικά και του Αστικού Δικονομικού Δικαίου ειδικότερα: «Η συγκίνησίς μου απορρέει εκ της σκέψεως της φερομένης μετ' ευγνωμοσύνης προς τους πανεπιστημιακούς διδασκάλους μου.μακριά από επιστημονικούς νομικούς ακροβατισμούς και πειραματισμούς και με σεβασμό πάντοτε στην ελληνική επιστημονική δικονομική παράδοση την οποία περαιτέρω θεμελίωσε και (ποσοτικά. Ράμμου στο Πανεπιστήμιο. Μητσόπουλο. Μακριά από τάσεις για «πρωτοτυπία» χάριν της πρωτοτυπίας και για επιστημονικούς ή μεθοδολογικούς/ερμηνευτικούς «ακροβατισμούς» και «αλκιβιαδισμούς» η διδασκαλία του Γεωργίου Θ. Ράμμου είναι ακριβώς ο πλούτος των νοημάτων της επιστημονικής αναλύσεως και της επιστημονικής γλώσσας του Γ. ενώ έχουν παρέλθει περισσότερα χρόνια από την έκδοση του Α΄ τόμου (1978). το ως άνω έργο δύσχρηστο έως απρόσιτο για τη νεότερη γενεά νομικών καθώς και για τους φοιτητές νομικής. Πρώτον επειδή όλοι οι τόμοι του έργου αυτού έχουν ήδη εξαντληθεί προ πολλού. 1970. Ράμμου. Ράμμου αποτελεί ένα βασικό τμήμα του θεμελίου της λεγόμενης παραδοσιακής διδασκαλίας και θεωρίας της ελληνικής επιστήμης του αστικού δικονομικού δικαίου.καθιστά. Θ. Ράμμου. Εκείνο το οποίο εκπλήσσει τον προσεκτικό μελετητή του επιστημονικού έργου του Γεωργίου Θ. όλο και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. γεγονός το οποίο -δυστυχώς. Η διαδοχή στο βασικό συστηματικό σύγγραμμα του Γ.Πρόλογος (του Ν. Ράμμου και στη μνήμη του Σεβαστού Δασκάλου. Ράμμου συνιστά για μένα μία ιδιαιτέρως πολύ μεγάλη τιμή. όπως καταστή γνωστή εν τη αλλοδαπή η παρ' ημίν θεωρητική και νομοπαρασκευαστική κίνησις εν τω κλάδω του δικονομικού δικαίου. σελ. τα οποία ενίοτε σε μεταγενέστερες μελέτες νεότεροι συγγραφείς αντιμετωπίζουν πολλές φορές προτείνοντας λύσεις που εμφανίζονται ως πρωτότυπες (μάλιστα ενίοτε και από τους ίδιους με ιδιαίτερα αυτάρεσκο ύφος). Αι ευχαί συνοδεύουν τον διακεκριμένον και αγαπητόν διδάσκαλον εν τη ακαμάτω αυτού δράσει και ιδία εν τη αναληφθείση παρ' αυτού προσπάθεια. Η θεωρία του Αστικού Δικονομικού Δικαίου. που ολοκληρώθηκε. Δεν υπήρξε δε μόνον λαμπρός πανεπιστημιακός διδάσκαλος ο Γεώργιος Ράμμος και δεν εγαλούχησε μόνον τους νεωτέρους εις τα νάματα του δικονομικού δόγματος. Ανάτυπο. ώστε ού μόνον επέφερον την παρ' ημίν άνθησιν των δικονομικών σπουδών. Δικονομίας» (βλ. 1). ζώντος του Γεωργίου Θ. Οι ακόλουθοι λόγοι με ώθησαν να αναλάβω την προσπάθεια για τη δεύτερη έκδοση του «Εγχειριδίου αστικού δικονομικού δικαίου». όπως καθοδηγήση την τε θεωρίαν και πράξιν εις την πρώτην και δυσχερή φάσιν της εφαρμογής του νέου Κώδικος της Πολ. Δεύτερον επειδή η πρώτη έκδοση του έργου είναι διατυπωμένη στην καθαρεύουσα. Μητσόπουλο. Τρίτον λόγοι Σεβασμού προς το επιστημονικό/διδακτικό έργο του Γεωργίου Θ. Γ. Η κατ' αυτάς κυκλοφορήσασα εν Γερμανία μετάφρασις του νέου Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οφείλεται εις την τοιαύτην προσπάθειαν αποτελεί δε εν ταυτώ εκδήλωσιν του ζωηρού ενδιαφέροντος της αλλοδαπής θεωρίας διά την παρ' ημίν επιστημονικήν κίνησιν. . ανακαλύπτεται ότι έχουν βρεί τη λύση τους ή την αφετηρία λύσεως τους και θεμελιώσεώς τους στη δόκιμη διδασκαλία του Γεωργίου Θ. Θ. αλλά και συνέδεσαν εν ζωογονώ αλληλεπιδράσει θεωρίαν και πράξιν. Πολλά προβλήματα. Ράμμου. του Β' τόμου (1980) και του Γ' τόμου (1982)]. αλλά και διά της ισχυράς αυτού προσωπικότητος συνέβαλε σπουδαίως. το 1985 [και επομένως έχουν παρέλθει ήδη είκοσι πέντε (25) χρόνια από την ολοκλήρωση του όλου έργου με την έκδοση του Α΄ τόμου (1985). Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Εκούσια Δικαιοδοσία) XXXV τοιαύτης δυνάμεως. Ράμμος στην πρώτη έκδοση του έργου. Επιφυλάσσομαι όμως σε μελλοντική άλλη έκδοση και εφόσον διευκρινιστεί η βούληση της Πολιτείας για την αναμόρφωση του ΚΠολΔ να επιχειρήσω επαυξημένη νεότερη έκδοση. (σε αντίθεση με την αντίστοιχη αρίθμηση των υποσημειώσεων της πρώτης εκδόσεως η οποία ήταν ανά «παράγραφο»). Ράμμου. απ' όσο μπορώ να γνωρίζω. η μοναδική φορά που ο Γ. Στόχος ήταν να μην αλλοιωθεί η βασική/θεμελιώδης διδασκαλία του Γεωργίου Θ. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Εκούσια Δικαιοδοσία) Τέταρτον επειδή οι περίπου εξήντα (60) -σε μεγάλο δε ποσοστό απρογραμμάτιστες και εμβαλωματικές. νεότερη βιβλιογραφία. Άλλωστε ενόψει της επιχειρούμενης από το 2005 νομοπαρασκευαστικής εργασίας -με πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνηςκαι των σχεδιαζόμενων τροποποιήσεων δεν θα είχε νόημα η κατά τη στιγμή αυτή ευρύτερη αναδιαμόρφωση του κλασικού συγγράμματος του Σεβαστού Δασκάλου. Ράμμου παρατίθενται και όλοι οι πρόλογοί του στον καθένα από τους τέσσερις τόμους της πρώτης εκδόσεως. εξ ού λόγου ο Γεώργιος Θ. Ράμμου. Σε περιορισμένο επίπεδο προστέθηκε. Ράμμος μου είχε κάνει ήδη από τότε την πολύ μεγάλη τιμή να με ευχαριστήσει επωνύμως στον πρόλογο του Α' τόμου του ως άνω έργου (ας μου επιτραπεί να επισημάνω. επίσης. που έχουν επιχειρηθεί από το 1985 μέχρι σήμερα στο πεδίο τον αστικού δικονομικού δικαίου καθιστούν αναγκαία την ενημέρωση αυτού του συστηματικού ογκώδους έργου του Γεωργίου Θ. του κειμένου στα νεότερα νομοθετικά δεδομένα και στη νεότερη νομική ρύθμιση. νομοθετικών τροποποιήσεων). Προσθήκες οποιασδήποτε άλλης φύσεως έγιναν σε περιορισμένη έκταση. ώστε να είναι κατανοητή και στις νεότερες γενεές νομικών. . ε) Για λόγους σεβασμού προς τη μνήμη του Γεωργίου Θ. ή εκ νέου συγγραφή ή αναδιατύπωση. Για τους ίδιους λόγους επαναλαμβάνεται και στην παρούσα έκδοση η αφιέρωση που είχε κάνει ο ίδιος ο Γεώργιος Θ. Θ. ότι είναι. αλλ' όχι μόνο.XXXVI Πρόλογος (του Ν. ώστε η χρήση του ογκώδους αυτού έργου να καταστεί πιο εύχρηστη και προσιτή.νομοθετικές τροποποιήσεις. β) Δεν επιχειρήθηκε μεν αναδιάρθρωση της ύλης των επί μέρους τόμων του έργου. γ) Δεν αναριθμήθηκαν επίσης εκ νέου οι παράγραφοι και τα τμήματα του έργου. Έχοντας την επιστημονική ευθύνη της εκδόσεως αυτής αυτοπεριορίσθηκα στο πλαίσιο της παρούσας δεύτερης εκδόσεως και στο στάδιο αυτό. ιδίως όταν νεότερες νομοθετικές τροποποιήσεις επέβαλαν προσθαφαιρέσεις στο κείμενο ή προσαρμογή. Έχοντας αναλάβει την επεξεργασία αυτής της δεύτερης εκδόσεως οφείλω να διευκρινίσω τα ακόλουθα: α) Η παρούσα έκδοση συνιστά βέβαια κατά μεγάλο ποσοστό απόδοση στη δημοτική της πρώτης εκδόσεως. Πέμπτον επειδή είχα πολύ στενά συνεργασθεί ήδη και στην πρώτη έκδοση του ίδιου έργου με τον αείμνηστο Δάσκαλο. και απέφυγα στην έκδοση αυτή την άμεση ή έμμεση «εμφύτευση» δικών μου απόψεων (με εξαίρεση μόνο ίσως σε κάποιες περιορισμένες περιπτώσεις ιδίως. Ράμμος ευχαρίστησε σε πρόλογο διδακτικού ή συστηματικού συγγράμματός του επωνύμως έναν επιστημονικό συνεργάτη του). δ) Οι υποσημειώσεις του παρόντος Α' ημιτόμου του τετάρτου τόμου της δεύτερης εκδόσεως αριθμήθηκαν ενιαίως. πλην όμως οι τόμοι κατανεμήθησαν σε αντίστοιχους ημιτόμους. αδελφή του αειμνήστου καθηγητού Γεωργίου Θ. μου επέτρεψε να συνεχίσω την έκδοση του έργου αυτού. ακριβώς όπως και η πρώτη έκδοση. Ιωάννου Παπανικολάου Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τελική διαμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ράμμου. ότι και η δεύτερη έκδοση του «Εγχειριδίου αστικού δικονομικού δικαίου» θα είναι. Θα ήθελα όμως επίσης να ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή τη δικηγόρο κυρία Ευγενία Κουμάντου-Κολοκούρη. η οποία μου εμπιστεύθηκε τη συνέχιση και αυτού του επιστημονικού έργου του αειμνήστου Δασκάλου και την επιμέλεια αυτής της εκδόσεως.Ειδικές Διαδικασίες». ταυτόχρονα όμως -όπως (θέλω να) πιστεύω ακράδαντα. Θα ήθελα και από τη θέση αυτή να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στην αείμνηστη Μεταξία Ε.Εκούσια Δικαιοδοσία . που περιλαμβάνει ως διδακτέα ύλη τα Ένδικα Μέσα και την Αναγκαστική Εκτέλεση. ιδιαιτέρως χρήσιμη σε όλους εκείνους. Άλλωστε με τον αείμνηστο Δάσκαλο είχα μία στενή και αδιατάρακτη σχέση μαθητού προς Δάσκαλο ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια. η οποία ανανεώνοντας τη σχετική άδεια που μου είχε χορηγήσει η αείμνηστη μητέρα της Μεταξία Ε. είτε στο πεδίο της ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου. συμβολαιογράφους. όταν έχοντας ήδη λάβει το πτυχίο μου νομικής με άριστα με προσέλαβε ως έκτακτο βοηθό της έδρας της Πολιτικής Δικονομί- . πανεπιστημιακούς καθηγητές.ανταποκρίνεται πλήρως και στη βούληση του αειμνήστου Δασκάλου μου. στο δε Παράρτημα II το σχέδιο νόμου (έτους 2009) της υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου κ. θα είναι ιδίως χρήσιμος στους φοιτητές νομικής του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών αφενός μεν στο πλαίσιο του μαθήματος υποχρεωτικής επιλογής του έκτου εξαμήνου «Ασφαλιστικά Μέτρα . Ο παρών πρώτος ημίτομος του τετάρτου τόμου. άδεια που για μένα μεν είναι ιδιαιτέρως τιμητική. στους οποίους και κατά κύριο λόγο απευθύνεται. που διακονούν την επιστήμη του αστικού δικονομικού δικαίου (δικαστικούς λειτουργούς. δικηγόρους. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Εκούσια Δικαιοδοσία) XXXVII Ευελπιστώ. δικαστικούς επιμελητές) είτε ως θεωρητικοί του δικαίου. Κολοκούρη. ότι το σύγγραμμα αυτό θα είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο και σε όλους τους φοιτητές νομικής. ο οποίος περιλαμβάνει την ύλη της Εκούσιας Δικαιοδοσίας. όσο και κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο του υποχρεωτικού μαθήματος του ογδόου εξαμήνου «Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας» (που από τη φύση του περιλαμβάνει όλη την ύλη της Πολιτικής Δικονομίας). η οποία εντατικοποιήθηκε και επισημοποιήθηκε με ακαδημαϊκό τρόπο από το 1966. Επίσης για λόγους ενημερότητας ειδικά ως προς τις προτάσεις των δύο νομοπαρασκευαστικών επιτροπών που λειτούργησαν με πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης παρατίθενται στο μεν Παράρτημα Ι η πρόταση σχεδίου νόμου (έτους 2008) της υπό την προεδρία μου Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την Αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. αφετέρου δε τόσο στο πλαίσιο του υποχρεωτικού μαθήματος του έκτου εξαμήνου «Πολιτική Δικονομία II». Είναι αυτονόητο όμως. Κολοκούρη.Πρόλογος (του Ν. Σ. Αλμπανίδου Τριανταφύλλου. στο οποίο αποτυπώνεται και η θεμελιώδης πανεπιστημιακή διδασκαλία του Σεβαστού αειμνήστου Διδασκάλου.που από πολλά χρόνια είναι και μέλη του Ερευνητικού Προσωπικού του Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών . τον Επίκουρο Καθηγητή κ. Γεώργιο Ορφανίδη. συνεργάτες και μαθητές μου. Δ. Η επιστημονική ευθύνη και η αντίστοιχη τιμή για τη διαδοχή στο βασικό επιστημονικό/διδακτικό σύγγραμμα του Γεωργίου Ράμμου. Ειδικότερα επιθυμώ να ευχαριστήσω θερμά όλους τους νέους συναδέλφους. Br. Η δεύτερη έκδοση. τον Λέκτορα κ. Κ. Νικόλαο Νικολάου. οι οποίοι πολλαπλώς με συνέδραμαν στην πραγματοποίηση αυτού του βιβλίου. Κατηφόρη και την κυρία Μ.XXXVIII Πρόλογος (του Ν. Δικηγόρο. Μπαλατσού. H. τους κ.κ Ι. την Επίκουρη Καθηγήτρια κυρία Φ. Κουκουζέλη./Γερμανίας).N. Ράμμο (και έτσι η ακαδημαϊκή παράδοση συνεχίζεται και στις νεότερες γενεές των δικονομολόγων). κατόχους Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδικεύσεως (ΜΔΕ) στην Πολιτική Δικονομία του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. και από τη θέση αυτή. Η βασική βοήθεια προήλθε πριν από αρκετά χρόνια από τον κ. θα ήταν αδύνατη χωρίς την ουσιαστική συνδρομή μερικών αξίων νέων συναδέλφων. που αρχίζει με την κυκλοφορία και του παρόντος πρώτου ημιτόμου του τετάρτου τόμου. και συνεχίστηκε με συνεχώς στενότερη επιστημονική και ανθρώπινη/συναισθηματική διασύνδεση και μέχρι την εκδημία του το έτος 1987. Δ. ήδη (και μετά από ιδιαιτέρως θερμή εισήγηση του καθηγητού κ. τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών κ. τον Επίκουρο Καθηγητή κ. Παπαδόπου- . (της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Freiburg i. οι οποίοι επίσης είχαν γνωρίσει το Γεώργιο Θ. τον αείμνηστο (και προώρως με τραγικό τρόπο εκλιπόντα) Στυλιανό Κουσούλη. Δημήτριο Τσικρικά. τις κυρίες Ε. Δ. ήδη Καθηγητή της Πολιτικής Δικονομίας. (της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Tübingen). είναι για μένα πολύ μεγάλη. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Εκούσια Δικαιοδοσία) ας.με είχαν βοηθήσει σημαντικά στη μεταγλώττιση στη Δημοτική ορισμένων τμημάτων του βιβλίου. ήδη Εφέτη. Στέφανο Πανταζόπουλο. τους ευχαριστώ πολύ. Σακκά και Κ. Πολύ σημαντική υπήρξε όμως και η βοήθεια νεοτέρων ακόμη επιστημόνων και μαθητών μου (που συμμετέχουν ως ερευνητές/επιστημονικοί συνεργάτες και στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών): Ιδίως επιθυμώ να ευχαριστήσω τον κ. Γερμανό (κάτοχο ΜΔΕ στην Πολιτική Δικονομία της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Freiburg i. Ν. Br). Όλοι τους . Γιαννόπουλο. Χρονοπούλου (συνεργάτιδα μου και στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Πρωθυπουργού). Prütting) διδάκτορα νομικής στην Πολιτική Δικονομία με την ανώτατη διάκριση «summa cum laude» του Πανεπιστημίου Κολωνίας (και ειδικό επιστήμονα της Πολιτικής Δικονομίας στο Τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών).N. ταυτόχρονα όμως με βοήθησαν πολύ και με τις επιστημονικές παρατηρήσεις τους είτε ως προς την επιστημονικά ορθή απόδοση ορισμένων όρων είτε ως προς την ερμηνεία ορισμένων νομικών διατάξεων (νεοτέρων ή παλαιοτέρων). Για τη βοήθεια τους. καθώς και την κυρία Μ. 22 Ιανουαρίου 2009 * Νικόλαος Κ. Διεθνολόγο. στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου τον Πρωθυπουργού. Ευαγγέλου. καθώς και τον κ.κ. προετοιμασμένος. Γ. όπως συνάγεται από τα γραπτά του. ψυχολογικά και ηθικά. Κλαμαρή) για τη 2η έκδοση (Εκούσια Δικαιοδοσία) XXXIX λο (κάτοχο ΜΔΕ στην Πολιτική Δικονομία τον Τμήματος Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών). κάτοχο μεταπτυχιακού διπλώματος στο Ποινικό Δίκαιο και ήδη υποψήφια διδάκτορα Νομικής στο Τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. ότι ο Αγαπητός και Σεβαστός Δάσκαλος ανήλθεν εις τους Ουρανούς. κάτοχο μεταπτυχιακού διπλώματος στην Πολιτική Δικονομία και ήδη υποψήφιο διδάκτορα νομικής στο Τμήμα Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και την κυρία Κ. Πιπιλή. Καπτανή. Κοσσαρά. κυρία Ελένη Τενεδίου. αλλά και από τους προλόγους του στους τέσσερις τόμους της πρώτης εκδόσεως αυτού του έργου του. Θερμότατες ευχαριστίες οφείλω επίσης στον κ. Ρ. απόλυτα. Κοροβέση και Ι. Σάκκουλα) και στους συνεργάτες του για την αμέριστη συνδρομή του και στην έκδοση αυτή. ήταν. όπως επίσης και τις συνεργάτιδές μου. κάτοχο ΜΔΕ στην Πολιτική Δικονομία στο Τμήμα Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. υπόδειγμα συνεπούς πιστού Χριστιανού Ορθόδοξου και κατά κυριολεξία φιλοσοφημένου Ανθρώπου. . Γαλανού. Ν. Λιάζου και Σ. Στο ημερολόγιο μου και στο μυαλό μου η στιγμή αυτή έχει μείνει και θα παραμείνει για πάντα ανεξίτηλη μαζί με την ευγνωμοσύνη μου προς το πρόσωπό του. Κλαμαρής ___________________ * Στις 18:45 της Πέμπτης 22 Ιανουαρίου 1987 μου τηλεφώνησαν (στο γραφείο μου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών) από το πατρογονικό σπίτι του Γεωργίου Θ. Αντώνιο Ν. Α. Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ράμμου στο χωριό Κορακοβούνι της Κυνουρίας (Αρκαδίας). Σάκκουλα (Εκδόσεις Αντ Ν. Πτυχιούχο του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής Νομικών. κατόχους ΜΔΕ αντιστοίχως στο Δημόσιο Δίκαιο και στο Αστικό Δίκαιο τον Τμήματος Νομικής τον Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.Πρόλογος (του Ν. Για την υπαρξιακή αυτή στιγμή της μεταβάσεως από την επίγειο εις την Ουράνιο ζωή ο Σεβαστός Δάσκαλος. Κόντη. Για την αφιλοκερδή βοήθεια από πολλά χρόνια και σε όλα τα στάδια αυτής της προσπάθειας θέλω να ευχαριστήσω επίσης θερμά τις κ. Δεληκωστόπουλο.Δ. συνεχίζεται η προσπάθεια που έχει αρχίσει από καιρό για να δοθεί η δυνατότητα στους φοιτητές νομικής και στη νεώτερη γενιά νομικών να εντρυφήσουν στην έγκυρη διδασκαλία του Αστικού Δικονομικού Δικαίου.ΠΡΟΛΟΓΟΣ (των Καθηγητών Ν. κ. Ράμμο. Όπου – σε πολύ περιορισμένη έκταση πάντως – κρίθηκε αναγκαίο – για λόγους που επέβαλε είτε η σύγχρονη επιστημονική κίνηση. Κοσσαρά. Κατηφόρη και Ι. Κ. Αντώνιο Ν.κ. Γερμανό. όπως αυτή διδάχθηκε και εκφράστηκε από το Γεώργιο Θ. Θερμότατες ευχαριστίες οφείλουμε επίσης στον κ. 20 Ιανουαρίου 2011 Ν. Κλαμαρής – Γ.Γ. Σάκκουλα (Εκδόσεις Αντ Ν. Πάνου. Χρονοπούλου. Για την αφιλοκερδή βοήθεια από πολλά χρόνια και σε όλα τα στάδια αυτής της προσπάθειας θέλουμε να ευχαριστήσουμε επίσης θερμά τις κ. Κ. Ευγενία Κουμάντου – Κολοκούρη για την έγκρισή της. Ευχαριστούμε και από τη θέση αυτή θερμά την κ. Κλαμαρή και Γ. Αθήνα. στον Ειδικό Επιστήμονα κ. Γ. είτε η νομολογιακή εξέλιξη. Λιάζου και Σ. Πιπιλή. στην Πολιτική Δικονομία κυρία Κ. Τσ. Ορφανίδη) για τη δεύτερη έκδοση [του δευτέρου ημιτόμου (Ένδικα Μέσα) του δεύτερου τόμου] Με την έκδοση του δευτέρου ημιτόμου (του δευτέρου τόμου) που αφορά τα Ένδικα Μέσα στο πλαίσιο της δευτέρας εκδόσεως του Εγχειριδίου Αστικού Δικονομικού Δικαίου του αειμνήστου Δασκάλου Γεωργίου Θ. Μαρκουλάκη και κ. Κόντη και στους δικηγόρους κατόχους Μ. Ρ.Ε. Γιαννόπουλο. Ορφανίδης Υ. Ράμμου. Ι. Α. Α.κυρία Α. Μ. είτε η νεώτερη δικονομική νομοθεσία – έγιναν οι αντίστοιχες τροποποιήσεις. στο Διδάκτορα Νομικής κ. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται για την πολύτιμη συνδρομή τους ιδίως από πλευράς βιβλιογραφικής και νομολογιακής ενημερώσεως στη δημοσίευση του παρόντος τόμου και από τη θέση αυτή στους Λέκτορες Ν. Σάκκουλα) και στους συνεργάτες του για την αμέριστη συνδρομή του και στην έκδοση αυτή. Η αρίθμηση των υποσημειώσεων γίνεται ανά παράγραφο . ..... Κλαμαρή για τη δεύτερη έκδοση [του Α΄ ημιτόμου (Eκούσια Δικαιοδοσία) του ΙV τόμου] .... Ορφανίδη για τη δεύτερη έκδοση [του Β΄ ημιτόμου (Ένδικα Μέσα) του ΙΙ τόμου] ....... XXIV ΠΡΟΛΟΓΟΣ του Ν....................................ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ Ι................... XXXII ΠΡΟΛΟΓΟΣ των Ν............................ § 286......... Ράμμου στον Γ΄ Τόμο της πρώτης εκδόσεως ΧΙV ΠΡΟΛΟΓΟΣ του Γεωργίου Θ........ ΙV....................... § 286............................ Ράμμου στον Β΄ Τόμο της πρώτης εκδόσεως ΧΙΙ ΠΡΟΛΟΓΟΣ του Γεωργίου Θ......................................... ΙΙΙ.. Ράμμου στον Δ΄ Τόμο της πρώτης εκδόσεως XV ΠΡΟΛΟΓΟΣ του Ν...... Δικαιολογητικός λόγος .......................... Διακρίσεις των ενδίκων μέσων ....................... Ορισμός -΄Εννοια ..................ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΠΡΟΛΟΓΟΣ των Ν................ XVI ΠΡΟΛΟΓΟΣ του Ν.. Περιορισμός του αριθμού των ενδίκων μέσων .................................... Κλαμαρή για τη δεύτερη έκδοση [του Β΄ ημιτόμου (Ασφαλιστικά Μέτρα) του ΙΙΙ τόμου] ......................... ΙΧ ΠΡΟΛΟΓΟΣ του Γεωργίου Θ. § 286...... Κλαμαρή και Γ.......... 10 10 11 12 ........... Ορφανίδη για την παρούσα ενοποιημένη έκδοση (Ένδικα Μέσα – Αναγκαστική Εκτέλεση)... Κλαμαρή και Γ..... § 286........... Κλαμαρή για τη δεύτερη έκδοση [του Γ΄ ημιτόμου (Ειδικές Διαδικασίες) του ΙΙ τόμου]................. XL ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ ................................................... ΙΙ... Ράμμου στον Α΄ Τόμο της πρώτης εκδόσεως ΧΙ ΠΡΟΛΟΓΟΣ του Γεωργίου Θ.................. σελ................... ........................ § 287............. § 286........ Έκταση της εξουσίας του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου X. V................ § 287............ § 286. § 289................ Εισαγωγή ........................ Επεκτατικό αποτέλεσμα ...... αποτέλεσμα αυτής και εισαγωγή αυτής προς συζήτηση .... 31 32 33 34 § 287... IV.................................... § 289........... § 287..................................... αποτέλεσμα αυτής και εισαγωγή αυτής προς συζήτησιν .............. IV.......................XLII Πίνακες Περιεχομένων – Ένδικα Μέσα V........................................ XI.. Άσκηση της εφέσεως................................................. 14 23 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ I....................... Συζήτηση και απόφαση επί της ανακοπής .................. § 287.................... ΙΙΙ... ΙΙ................................. VΙΙ...... V.............. Έννοια .......................... 44 46 49 49 § 288......................... § 288.΄Εννοια ..................................... ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ Ι. Προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής ερημοδικίας ........... Επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση............ § 287. Απόφαση επί της εφέσεως ........ Παραίτηση.. § 287.... Άσκηση αναψηλαφήσεως..... ΙΙΙ.. Προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως ........................................................................... ...... Ορισμός – Έννοια ............. § 288.... Διάκριση παραδεκτού και βασιμότητας ενδίκων μέσων.................. Η προϋπόθεση της ερημοδικίας .............................. Η επ’ ακροατηρίου διαδικασία κατά την έκκλητη δίκη VII............... αποτέλεσμα αυτής και εισαγωγή προς συζήτηση...... VIII............ VIΙΙ........ § 289.... Συζήτηση και απόφαση επί της αναψηλαφήσεως ........................................... Ένδικα μέσα ....................................... § 288.............. Συνέπειες της αποφάσεως ............................. IV............ Αντέφεση ...... ΙΙΙ.. § 288................. ΙΙ. Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναψηλαφήσεως ............................ § 288........................................ Άσκηση της ανακοπής.............. § 287.. 56 57 § 288... § 288....... Γενικές αρχές που ισχύουν στα ένδικα μέσα .............................................. ΙΙ............... Ορισμός ................... 111 113 115 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΕΦΕΣΗ Ι.......................... § 288................. VI........................... VI. V....................... 69 73 79 82 86 86 90 92 92 § 289........... 96 97 § 289..... Ορισμός...... Η συζήτηση στο ακροατήριο ..... IX......... VI.. § 288. Αποδοχή ................. § 288...... Ένδικα μέσα .. ................. § 291... § 291... § 290..... Έκταση του ελέγχου του Αρείου Πάγου……………………… Εφαρμοστέον δίκαιον………………………………………… Απόφαση επί της αναιρέσεως………………………………… Η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής…….... § 291. II....... Προπαρασκευή της συζητήσεως στο ακροατήριο……………......................... Αποκλειστική ή ενδεικτική .... § 291. § 290.... Έννοια………………………………………............................... § 291... IV. Άσκηση αναιρέσεως και αποτέλεσμα αυτής………….....…. Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναιρέσεως………............. ΧΙΙ....... Νομική φύση της αγωγής ... § 290.... V. Τα ισχύοντα σε άκυρες αποφάσεις ..... Προδικασία... Γενικά ...... § 290.................................................... VI..... § 290........ Εξουσία του Αρείου Πάγου………………………………….................. XI........ II.................................... § 291............ Γενικά ........... § 291.. Άσκηση της αγωγής .Πίνακες Περιεχομένων – Ένδικα Μέσα XLIII ΚΕΦΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΝΑΙΡΕΣΗ I. VII. Ορισμός... ΙΙ...................................... § 292............... ΙΙΙ. Κυρία διαδικασία και συζήτηση στο ακροατήριο……………....... ΙΧ......…….... VII........ Αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως ..... § 292....……… Εισαγωγή της υποθέσεως προς συζήτηση.. § 290.......................... Αρμοδιότητα....... Φύση απαριθμήσεως... § 290................... Αρμοδιότητα ........ Συνέπειες της παραδοχής της αγωγής .. § 290................ § 290............................. § 291..…... 150 152 156 157 157 167 167 171 § 290........ 173 173 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΥ Ή ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Ι..................................... IV.......... Αποκλεισμός ή απαράδεκτο της αγωγής ........ § 290............................................ VI.......................... ΧΙΙΙ................................... 175 175 176 177 177 177 178 178 178 ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟ ΑΝΑΚΟΠΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΩΔΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ I..... 180 180 .... VIII.. V.... III........ Διαφορές από ένδικα μέσα . § 290. VIII........ 123 124 148 § 290... IX X......... § 291............ Η διαδικασία ενώπιον του Τμήματος της παραπομπής του Αρείου Πάγου………………………………………………… Η διαδικασία ενώπιον της Ολομελείας του Αρείου Πάγου…........ .......... IV........................................................................... Ειδικοί κανόνες ........ § 293................... Ενδεικτική απαρίθμηση .......... Νομική φύση.. 184 185 186 186 § 294.................. IV........ VII....... § 293........... ΙΙΙ................ Διακρίσεις της τριτανακοπής .................. Ορισμός ............ αποτελέσματά της και εισαγωγή προς προς συζήτηση .. Χρησιμοποίηση και λειτουργία της τριτανακοπής ... V......................΄Εννοια ..................... ΙΙ..................... § 293........ Εισαγωγή για συζήτηση και εκδίκαση Πρόσθετοι λόγοι .......................... VI...........XLIV Πίνακες Περιεχομένων – Ένδικα Μέσα III... § 293............................... Ορισμός .......................... Άσκηση............. § 294.......................... § 293................... ΙΙ....................................... VI................................... § 294......... 181 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΚΟΠΗ Ι......... Συνέπειες της ασκήσεως ανακοπής ...... § 294... V........ § 293.. Προϋποθέσεις του παραδεκτού της τριτανακοπής .... 182 182 182 183 183 183 § 294..................................... ............................ Τριτανακοπή και παράλληλα ή υποκατάστατα αυτής ένδικα βοηθήματα ........ Συζήτηση και απόφαση για την ανακοπή ..........΄Εννοια ......… § 292.................... ΙΙΙ..... § 294.............. Προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής ........ 190 191 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗ Ι.. Άσκηση της τριτανακοπής....... 184 § 294................ .………...…… 225 § 337 Τίτλος Δεύτερος : Όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως …...Γενικές Παρατηρήσεις …........ 225 § 338 Τίτλος Τρίτος : Νομική φύση των σχέσεων των οργάνων της αναγκα- ......………………………………........ § 333 Τίτλος Πέμπτος : Περιεχόμενο....................…..Έννοια και σημασία της αναγκαστικής εκτελέσεως .....…………....…………….........…………….….....… § 331 Τίτλος Τρίτος : Διαγνωστική διαδικασία και αναγκαστική εκτέλεση. 222 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΔΙΚΑΙΟ § 335 ………………….... Ασφαλιστικά ή επειγούσης φύσεως μέτρα και αναγκαστική εκτέλεση § 332 Τίτλος Τέταρτος : Ουσιαστικό δεδικασμένο και εκτελεστότητα ..……….........…… § 330 Τίτλος Δεύτερος : Αναγκαστική εκτέλεση και αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως ………………. 211 216 218 219 221 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ Ή ΠΤΩΧΕΥΣΗ § 334 ……………………………………………………….……………….......ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΡΟΘΕΩΡΙΑ ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 329 Τίτλος Πρώτος : Ορισμός ...…………..... 224 ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 336 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ………......... κατεύθυνση και σκοπός της αναγκαστικής εκτελέσεως ………………....….......……... .....Ι...…........ Ύπαρξη έννομου συμφέροντος στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ………………….....…..………………………………… VII..... IV.. Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ……………………………..... Ικανότητα να παρίσταται και να ενεργεί αυτοπρόσωπα ή μετά ή διά δικαστικού πληρεξουσίου κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως …………………………...… Τίτλος Τέταρτος : Αλλοδαποί τίτλοι ……………....….………………… Τίτλος Έκτος : Εκτελεστοί τίτλοι από συμφωνία ……......…………… VIII......…… Τίτλος Έβδομος : Περιαφή του εκτελεστήριου τύπου στους εκτελεστούς τίτλους.…… Τίτλος Τρίτος : Προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις ……..……………….…… Τίτλος Δεύτερος : Ύπαρξη τίτλου εκτελεστού …………......……… Τίτλος Πέμπτος : Αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις ως εκτελεστοί τίτλοι ……………………………............……………………………… V..……………………………… VI.………… Τίτλος Τρίτος : Προϋποθέσεις της παροχής της εννόμου προστασίας διά αναγκαστικής Εκτελέσεως ...…….….. Ικανότητα να διεξάγει κάποιος ή να μετέχει στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ιδίω ονόματι ………...……………….…………… 261 262 266 274 284 286 287 ......…..... ΙΙΙ...………………… Τίτλος Δεύτερος : Διαδικαστικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως ……. Ικανότητα του να είναι κάποιος διάδικος στη διαδικασία της εκτελέσεως ……………………. Ύπαρξη δικαιώματος επιδεκτικού κοινοποίησης με αναγκαστική εκτέλεση ……………….………. Δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των οργάνων της εκτελέσεως και των δικαστηρίων ………………..………………………….. Γενικές παρατηρήσεις ΙΙ... Έκδοση απογράφου ………….…. 227 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 339 § 340 § 341 § 342 § 343 § 344 § 345 § 346 § 347 § 348 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ………....XLVI Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση στικής Εκτελέσεως προς τα λοιπά πρόσωπα αυτής ….………...………..….…………..………… 231 232 233 235 240 241 242 243 246 259 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΤΟΥ Ή ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 349 § 350 § 351 § 352 § 353 § 353A § 354 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις ……………..……………... ..............………. Τίτλος Τρίτος : Προθεσμία συνεχίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως …………………………………………….......……… Τίτλος Δεύτερος : Εντολή ή αίτηση προς εκτέλεση ……….... Τίτλος Δέκατος Τρίτος : Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως …………………...……......…... ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως................................ Περιεχόμενο …………..……………… Τίτλος Ένατος : Αντιρρήσεις........... Έννοια......…..…………….......………………......... Τίτλος Τρίτος : Δαπάνες της αναγκαστικής εκτελέσεως …...... 302 304 306 307 309 310 312 313 314 316 318 319 321 .……… Τίτλος Δέκατος: Χρόνος ασκήσεως της ανακοπής κατά της εκτελέσεως.…..…………………..……………....... Τίτλος Ενδέκατος : Το σύστημα ή αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ….............………….Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση XLVII ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 355 § 356 § 357 § 358 Τίτλος Πρώτος : Επιταγή προς εκτέλεση ………….………………...…………....………… Τίτλος Τέταρτος : Πρόσθετες διατυπώσεις της προδικασίας και της συνεχίσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως . Εφαρμοστέοι κανόνες …………...... 292 293 295 298 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 359 § 360 § 361 § 362 § 363 § 364 § 365 § 366 § 367 § 368 § 369 § 370 § 371 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις...... Σταδιακή προβολή των ελαττωμάτων της διαδικασίας της εκτελέσεως …………………….... Τίτλος Δωδέκατος : Άσκηση της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως και συνέπειες αυτής …………….. Τίτλος Πέμπτος : Δημοσιότητα στην αναγκαστική εκτέλεση .....…………….........…………………...... Τίτλος Έκτος : Κατάργηση ή περιορισμός των γενικών διατυπώσεων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως Τίτλος Έβδομος : Έναρξη και λήξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ……………………............ Τίτλος Τέταρτος : Χρόνος και τρόπος ενεργείας των οργάνων της εκτελέσεως.... Κίνηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ………….....……………………… Τίτλος Όγδοος : Διαφορές και δίκες σχετικές με την εκτέλεση........…..... Γενικές διατυπώσεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως …………………………………...…… Τίτλος Δεύτερος : Συνέπειες της επιδόσεως της επιταγής προς εκτέλεση ………………………………………...... ... Τίτλος Δέκατος Πέμπτος : Αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως 324 327 ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 374 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ.……………….…..……………… 343 343 344 ...….........……………………..... ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ……………………. 333 334 336 337 342 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ § 380 § 381 § 382 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ………….................………………………………………… 331 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ Ή ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ § 375 § 376 § 377 § 378 § 379 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις ……….……………………..………………..………………..……………… Τίτλος Τέταρτος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση ακινήτων πραγμάτων ………………………...……….XLVIII § 372 § 373 Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση Τίτλος Δέκατος Τέταρτος : Κανόνες που ισχύουν στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση ……………….. Τίτλος Πέμπτος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση πλοίων ή αεροσκαφών ………………………….………………. Τίτλος Δεύτερος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση κινητού πράγματος κατ' είδος..……………………...……....... Τίτλος Δεύτερος : Αναγκαστική εκτέλεση σχετικά με υλικές πράξεις επιδεκτικές ενέργειας και από άλλον εκτός από τον υπόχρεο Τίτλος Τρίτος : Αναγκαστική εκτέλεση σχετικά με υλικές πράξεις ανεπίδεκτες εκτελέσεως από τρίτο …………. ορισμένου ή ποσότητας από ορισμένα κινητά πράγματα Τίτλος Τρίτος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την παροχή αντικαταστατών πραγμάτων ή ανώνυμων χρεωγράφων ………….... .. 364 365 373 377 .... σχετικά με την επικοινωνία γονέων και τέκνων ……………. Τίτλος Δεύτερος : Προϋποθέσεις.λπ..…………...…………….. Υποκειμενικά.Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση § 383 § 384 XLIX Τίτλος Τέταρτος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την επιχείρηση νομικών πράξεων. Τίτλος Τέταρτος : Η ύπαρξη και η σημασία της αναγκαστικής κατασχέσεως καθ' εαυτή και ως προϋπόθεση της περαιτέρω διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως …………….………… 356 357 359 360 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ § 390 § 391 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις ……….........……………………...…... Τίτλος Δεύτερος : Διακρίσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων …………...……… Τίτλος Τρίτος : Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων κ.…………….…….....….………....... Τίτλος Πέμπτος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την παράλειψη ή ανοχή πράξεων …...... Καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως ……………………………………... Περιορισμοί και ακατάσχετα …………….…………...............………….λπ. αντικειμενικά όρια και όρια της δυνατότητας επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως.…………………… 355 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ § 386 § 387 § 388 § 389 Τίτλος Πρώτος …………………………. Τίτλος Δεύτερος : Απόδοση ή παράδοση τέκνου ……..…………… Τίτλος Τέταρτος : Αναγκαστική εκτέλεση (αποφάσεων κ......…......………...... 347 351 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ Ή ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ § 385 ………………………………………………..) για την αποκατάσταση της έγγαμης συμβιώσεως ……..…………………… Τίτλος Τρίτος : Κανόνες που ισχύουν ως προς τη σειρά της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως ………. 362 362 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ § 392 § 393 § 393Α § 394 Τίτλος Πρώτος : Έννοια και είδη κατασχέσεως ………........ ...………………………………… 395 401 404 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ § 401 Παραίτηση απ' την Αναγκαστική κατάσχεση και οι συνέπειες αυτής 406 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΩΣ § 402 ………………………………….……... Επιβολή διατυπώσεων και πρόσθετων όρων για τη διεξαγωγή του …………………………...……...……. Δημοσιεύσεις...) καρπών ……………………..………….. Τίτλος Πέμπτος : Ματαίωση της διενέργειας του αναγκαστικού πλειστηριασμού ………………….…………………………… 379 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΙΝΗΤΩΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ § 396 § 397 Τίτλος Πρώτος : Διαδικασία επιβολής κατασχέσεως …..λπ..………….....…………………………………… 409 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ § 403 § 404 § 405 § 406 § 407 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις …………….....…………………….……………....... Τίτλος Δεύτερος : Προδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων ………………………………….... Επιβολή της κατασχέσεως Τίτλος Δεύτερος : Συνέπειες της αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτων ………………………. Τίτλος Τέταρτος : Αναστολή ή αναβολή του αναγκαστικού πλειστηριασμού.……………………….... Κηρύξεις ……. Τίτλος Τρίτος : Αναγκαστική κατάσχεση ασυγκόμιστων (ηρτημένων κ.….….…. 385 390 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ § 398 § 399 § 400 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις..…………….………..…………… 411 412 415 421 423 ..... Τίτλος Τρίτος : Προπαρασκευαστικές διατυπώσεις του αναγκαστικού πλειστηριασμού.………. Τίτλος Δεύτερος : Συνέπειες της επιβολής (της) αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών στα χέρια του οφειλέτη …………..Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση L § 395 Τίτλος Πέμπτος : Οι έννομες συνέπειες της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως …………………. ...... Τίτλος Όγδοoς : Έκθεση διεξαγωγής του πλειστηριασμού ……....……………...………………… Τίτλος Δέκατος : Πλειστηριασμός και εκποίηση νομισμάτων ή άλλων χρυσών ή αργυρών αντικειμένων ……………………………… Τίτλος Ενδέκατος : Πλειστηριασμός ασυγκόμιστων καρπών ..………... Όροι και συνέπειες της ασκήσεως αυτού ……………………. Διεξαγωγή νέου πλειστηριασμού Τίτλος Έβδομος : Επανάληψη του πλειστηριασμού... που ανεστάλη ή ματαιώθηκε …….… Τίτλος Έκτος: Μη προσέλευση πλειοδοτών. Τίτλος Ένατος : Αναγκαστική εκποίηση χρηματιστηριακών πραγμάτων αναγκαστικώς κατεσχημένων ……………..….….. Τίτλος Δωδέκατος : Χωριστός πλειστηριασμός παραρτημάτων ακινήτων ………………………………………………………………. ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΥΤΟΥ § 411 § 412 § 413 § 414 § 415 § 416 § 417 § 418 § 419 § 420 § 421 § 422 § 423 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ………………...………… Τίτλος Δεύτερος : Τα ιδιαίτερα αποτελέσματα της κατακυρώσεως 441 441 .……..………...…………….. 428 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ...... Τίτλος Τέταρτος : Βάση του πλειστηριασμού........……………………. Εξώδικη εκποίηση του πράγματος ………………………………..……………….. Τίτλος Πέμπτος : Τέλος της πλειοδοσίας.….... Πλειστηριασμός περισσοτέρων πραγμάτων …………. 425 Τίτλος Όγδοος : Εξακολούθηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως εν γένει κατά των κληρονόμων και άλλων διαδόχων του οφειλέτη ή υπόχρεου ………………. Τίτλος Τρίτος : Ικανότητα και εξουσία για πλειοδοσία ……......………………………… 429 430 431 432 433 434 435 436 437 437 437 438 438 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΑ § 424 § 425 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ………………....…………… Τίτλος Δεύτερος : Σειρά και τρόπος διεξαγωγής της πλειοδοσίας.... 424 Τίτλος Έβδομος : Υποκατάσταση άλλου δανειστή στη θέση του επισπεύδοντος και εξακολούθηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ………………………………. Συνέπειες. Διεξαγωγή της πλειοδοσίας ……………………………....... Κατακύρωση ………... Κατάκύρωση στον υπέρ ου η εκτέλεση.... Τίτλος Δέκατος Τρίτος : Δικαίωμα εξαγοράς..Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση § 408 § 409 § 410 LI Τίτλος Έκτος : Διεξαγωγή αναστέλλοντος ή ματαιωθέντος αναγκαστικού πλειστηριασμού...……………….. Τίτλος Τέταρτος : Αναγκαστική εκτέλεση κατά του υπερθεματιστή που αναδείχθηκε στον αρχικό πλειστηριασμό......………………………… Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού …………………………………………………….............. Τίτλος Έκτος : Εξάλειψη υποθηκών.......…………………... Τίτλος Δεύτερος : Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός ως νομική πράξη …………………………………………..……………………………………… Τίτλος Έκτος : Νομική φύση της λειτουργίας και των έννομων συνεπειών του αναγκαστικού πλειστηριασμού.....………………….. Τίτλος Τρίτος : Οι θεωρητικές και πρακτικές πλευρές του προβλήματος ……………………………...λπ.. Διαφορά από την τελεσίδικη δικαστική απόφαση.. Τίτλος Πέμπτος : Τα δικαιώματα του υπερθεματιστή από την κατακύρωση ……………………………………. Τίτλος Πέμπτος : Συνέπειες του αναγκαστικού πλειστηριασμού έναντι τρίτων ………………...……………………………….………………………. Αναγκαστικός πλειστηριασμός και ουσιαστικό δεδικασμένο ……………………….. μετά τη διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού (παραλείπεται) . Τίτλος Δεύτερος : Αναπλειστηριασμός ………….......….... 456 456 457 462 475 477 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΑΝΩΜΑΛΗ ΕΞΕΛΙΞΗ (ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ) ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΥΡΩΣΗ § 435 § 436 § 437 § 438 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις …......…………………… Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες μη εκπληρώσεως κ.... των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή ………….. προσημειώσεων και κατασχέσεων ………………………………………………………………… Τίτλος Έβδομος : Διαδοχή στα δικαιώματα από την κατακύρωση και στις υποχρεώσεις απ' αυτήν από τον υπερθεματιστή .. 446 448 450 453 454 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ § 430 § 431 § 432 § 433 § 434 § 434Α Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις …………..……… 479 480 484 484 . Τίτλος Τρίτος : Αναγκαστική εκτέλεση κατά του υπερθεματιστή πριν την διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού (παραλείπεται)......……...…….……………………......………………....……………….…………………...........Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση LII § 426 § 427 § 428 § 429 § 429Α Τίτλος Τρίτος : Υποχρεώσεις του υπερθεματιστή από την κατακύρωση ………………....... .…… Τίτλος Ένατος : Σύνταξη συμπληρωματικού πίνακα κατατάξεως..... Συνέπειές της .... Τίτλος Τρίτος : Υπολογισμός των απαιτήσεων των δανειστών .........….. Τίτλος Τρίτος : Γνωστοποίηση του πίνακα (της) κατατάξεως ........Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση LIII ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑΤΟΣ (ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ ΚΛΠ) § 439 § 439Α § 439Β § 439Γ § 439Δ Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ……... Τίτλος Τρίτος : Επαλήθευση των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν ..…................…………………...λπ........ Τίτλος Έβδομος : Συνέπειες της μη ασκήσεως ή της μη νόμιμης ασκήσεως ανακοπής κατά του πίνακα (της) κατατάξεως …..……...... Τίτλος Έκτος : Η απόφαση που εκδίδεται στην ανακοπή ή στις ανακοπές κατά του πίνακα κατατάξεως. Τίτλος Δεύτερος : Εκκαθάριση και προσδιορισμός των εξόδων της εκτελέσεως ……………...... Διανομή και ικανοποίηση των δανειστών …….... Τίτλος Τέταρτος : Διανομή του πλειστηριάσματος ………...………...…………….. 488 489 492 494 495 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ ΚΑΤΑΤΑΞΕΩΣ § 445 § 446 § 447 § 448 § 449 § 450 § 451 § 452 § 453 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις………………….......…………………............. Τίτλος Τέταρτο : Ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως ….......... Τίτλος Όγδοος : Εκτέλεση του πίνακα (της) κατατάξεως ….... 496 497 507 507 509 510 513 514 515 ......…..............………… Τίτλος Πέμπτος : Διαπίστωση της ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος 485 485 486 486 487 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΣΥΡΡΟΗ (ΤΩΝ) ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ § 440 § 441 § 442 § 443 § 444 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις ………………........…........... Τίτλος Πέμπτος : Συνέπειες της ασκήσεως (της) ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως ……………….. Τίτλος Πέμπτος : Καταβολή στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη κ................................ Τίτλος Δεύτερος : Αναγγελία των δανειστών ……………...…………… Τίτλος Δεύτερος : Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως ….……………………………………………........... Τίτλος Τέταρτος : Διαπίστωση της επάρκειας του πλειστηριάσματος..……...……....... Ένδικα μέσα.. ………………………………… 518 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΕ ΠΛΟΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ § 455 ………………………………………….…………………………………… 528 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ § 460 ……………………………………………………………………… 530 .……………………… 522 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΕΝΥΠΟΘΗΚΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΕΠΙ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΟΦΕΙΛΕΤΗ (Ή ΤΡΙΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ) § 457 ……………………………………………………………………… 525 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΣ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗ ΡΕΥΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ § 458 ………………………………………….…………………………… 527 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΟΙΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΣΤΟΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ § 459 ………………………………….…………………………… 519 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΕ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ ΓΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ § 456 ……………………………………………….Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση LIV ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΥΛΛΕΓΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ § 454 ……………………………………. .. εκδιδόμενη απόφαση και οι συνέπειες αυτής …...…. Τίτλος Δεύτερος : Διαδικασία..Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση LV ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΩΣ § 461 § 462 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις ……………….... Τίτλος Όγδοος : Η επί της ανακοπής κατά της δηλώσεως (του) τρίτου κ...……… Τίτλος Έβδομος : Ανακοπή κατά της δηλώσεως (του) τρίτου ...... Συνέπειες αυτής ……………………….. Απόφαση και συνέπειες της ανατροπής της αναγκαστικής κατασχέσεως …………….. 537 539 543 546 549 550 551 553 555 557 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ § 473 § 474 § 475 § 476 § 477 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ……….....λπ....………..…...……………… Τίτλος Δεύτερος : Προϋποθέσεις του επιτρεπτού της επιβολής (της) κατασχέσεως στα χέρια τρίτου ……………...………… 531 532 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΡΙΤΟΥ § 463 § 464 § 465 § 466 § 467 § 468 § 469 § 470 § 471 § 472 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ………….… Τίτλος Τρίτος : Απόφαση επί της αιτήσεως για την παροχή αδείας επιβολής κατασχέσεως ειδικών περιουσιακών στοιχείων Ένδικα μέσα.……..... Τίτλος Πέμπτος : Καθήκον ή υποχρέωση του τρίτου στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση για δήλωση …………….. Τίτλος Ένατος : Η συνέχεια της διαδικασίας επί καταφατικής δηλώσεως του τρίτου …………………………………………….. Τίτλος Δέκατος : Κατάσχεση απαιτήσεως ασφαλισμένης με ενέχυρο ή υποθήκη …………………......…………........ Τίτλος Δεύτερος : Προϋποθέσεις του επιτρεπτού της επιβολής κατασχέσεως ορισμένων ειδικών περιουσιακών στοιχείων ….……………… Τίτλος Τρίτος : Διαδικασία επιβολής (της) αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου ………………………………………… Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου …………………………. Τίτλος Έκτος : Συνέπειες της παραλείψεως της δηλώσεως του τρίτου …………………………………………......…………………………....... Τίτλος Τέταρτος : Η διαδικασία της επιβολής της κατασχέσεως ορισμένων ειδικών περιουσιακών στοιχείων …………….………...…………………..….… Πέμπτος τίτλος : Η διαδικασία που ακολουθεί μετά την κατάσχεση 558 559 561 562 ...………………….….. Τίτλος Δεύτερος : Αντικείμενο εφαρμογής και διαδικασία επιβολής της αναγκαστικής διαχειρίσεως.……………..……………….. Τίτλος Έκτος: Συνέπειες της διεξαγωγής του πλειστηριασμού του κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου και διανομή του πλειστηριάσματος ……………………………………..……………………... Λογοδοσία του διαχειριστή ….. Τίτλος Έκτος : Απόλυση του κρατουμένου ……….………………… Τίτλος Τέταρτος : Διάθεση των εισπραττομένων από τους καρπούς και τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχειρήσεως Τίτλος Πέμπτος : Λήξη και παύση της αναγκαστικής διαχειρίσεως..........……………..λπ.LVI § 478 § 479 § 480 § 481 Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση των ειδικών περιουσιακών στοιχείων ……………...... Συνέπειες . όταν διορισθεί διαχειριστής ………………….………………..... Τίτλος Πέμπτος : Επίσχεση του κρατουμένου ……...... Τίτλος Έβδομος: Διαδικασία ικανοποιήσεως των δανειστών κ.………… Τίτλος Τρίτος : Διεξαγωγή και πορεία της αναγκαστικής διαχειρίσεως ……………………………………………......…………… Τίτλος Έβδομος : Διαφορές ή έριδες για την προσωπική κράτηση 581 583 585 586 588 588 589 ...……………………………….... 563 565 567 568 569 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ § 482 § 483 § 484 § 485 § 486 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ………. Τίτλος Τρίτος : Τρόπος απαγγελίας ή διατάξεως της προσωπικής κρατήσεως …………………………. Τίτλος Δεύτερος : Περιπτώσεις και προϋποθέσεις της απαγγελίας και της επιβολής (της) προσωπικής κρατήσεως ………......………….....…………………… Τίτλος Όγδοος: Παύση της διαχειρίσεως του δικαιώματος …............…………………………………… 570 571 574 576 578 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΡΑΤΗΣΗ § 487 § 488 § 489 § 490 § 491 § 492 § 493 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ……………....……. Τίτλος Τέταρτος : Εκτέλεση της αποφάσεως για την προσωπική κράτηση …………………………………………. Ευθύνη του από τη διαχείριση ………………………………………………………...… Τίτλος Ένατος: Λογοδοσία του διαχειριστού.….. .. Τίτλος Έβδομος: Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας για όλα τα είδη της αναγκαστικής εκτελέσεως .. για την επικοινωνία γονέων και τέκνων και για την αποκατάσταση της εγγάμου συμβιώσεως .......................................................... των προσθέτων προπαρασκευαστικών διατυπώσεων και της προθεσμίας συνεχίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως .................... Τίτλος Tρίτος: Ελαττώματα που ανάγονται στην κύρια διαδικα- 604 604 ................ Τίτλος Ένατος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κυρίας διαδικασίας στην εκτέλεση προς ικανοποίηση απαιτήσεων που ανάγονται στην επιχείρηση ή παράλειψη ή ανοχή πράξεων ................................ 590 593 594 596 597 599 599 600 601 603 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ § 504 § 505 § 506 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις........... Τίτλος Πέμπτος: Συνέπειες της μη τηρήσεως της προδικασίας... Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες της ελλείψεως των (ειδικών) προϋποθέσεων του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως .....................................................................Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση LVII ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ............................................................................................. ΑΝΙΣΧΥΡΟ...................... Τίτλος Δέκατος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας στην εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων για την παράδοση ή απόδοση τέκνων................. Τίτλος Δεύτερος : Ελαττώματα που ανάγονται στην προδικασία και τις πρόσθετες διατυπώσεις της εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων................ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ) § 494 § 495 § 496 § 497 § 498 § 499 § 500 § 501 § 502 § 503 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις .......................... ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ (ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ....... Τίτλος Όγδοος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας στην εκτέλεση προς ικανοποίηση απαιτήσεων για την απόδοση ή παράδοση πραγμάτων .................................. Τίτλος Τρίτος : Συνέπειες της ελλείψεως των προϋποθέσεων παροχής εννόμου προστασίας .. Τίτλος Έκτος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ............................................ Τίτλος Δεύτερος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων που ανάγονται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως . ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ..................................... .........λπ................λπ.................................................... 645 646 .... 641 642 KΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΩΣ ΕΝΙΑΙΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ § 516 § 517 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ............................................ Εφαρμοστέοι κανόνες ...................) της αναγκαστικής εκτελέσεως ............................................ Τίτλος Δεύτερος : Ανακοπή (ή αγωγή) ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως................................ Τίτλος Πέμπτος : Οι επιμέρους συνέπειες της ακυρώσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ή τμήματός της ή συγκεκριμένων πράξεών της ...... Τίτλος Έκτος : Παραίτηση από τις συνέπειες των ελαττωμάτων (ακυρότητα κ......................... Τίτλος Δεύτερος : Οι αντανακλαστικές εκδηλώσεις της ενότητας της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ........................................ 615 616 620 622 623 629 630 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΕΚΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ § 514 § 515 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ............. Τίτλος Δεύτερος : Διεξαγωγή εκουσίου ή δικαστικού πλειστηριασμού........ Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων στην εκτέλεση για χρηματικές απαιτήσεις................... Τίτλος Έβδομος : Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως ........................................................................................... Ένδικα μέσα ................... 605 610 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ................ Τίτλος Τρίτος : Νομική φύση της αποφάσεως που αποφαίνεται επί της ανακοπής κ........................... ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ § 507 § 508 § 509 § 510 § 511 § 512 § 513 Τίτλος Πρώτος: Γενικές παρατηρήσεις ................................................................................ Απόφαση. κατά της εκτελέσεως.......Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση LVIII § 506 Α σία της εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων.............................................................................................................................. Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής κατά της εκτελέσεως .... Νομικός χαρακτήρας της αποφάσεως που κηρύσσει την ακυρότητα ή που ακυρώνει τη διαδικασία της εκτελέσεως ή κάποια πράξη της .............................. ................................................. 664 665 665 .................................................................................................................................. 654 655 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 524 § 525 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις .................. Τίτλος Τρίτος : Ειδικά θέματα επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως ............................................ Τίτλος Δεύτερος : Διακριτικά στοιχεία και γνωρίσματα της καταχρήσεως δικαιώματος στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως 660 661 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 526 § 527 § 528 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ........ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΦ' ΑΠΑΞ ............ Τίτλος Δεύτερος : Επανάληψη ή ουσιαστική περάτωση της αναγκαστικής εκτελέσεως ................Πίνακες Περιεχομένων – Αναγκαστική Εκτέλεση LIX ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΤΥΠΙΚΗ ... Τίτλος Δεύτερος : Αρμοδιότητα και διαδικασία σε περίπτωση επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση ................................. 651 652 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ENATO ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 522 § 523 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ....................... 648 649 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ ΑΤΟΝΙΑ (ΚΑΙ) Η΄ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ § 520 § 521 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ................ΚΑΤ' ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 518 § 519 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ................................ Τίτλος Δεύτερος : Προϋποθέσεις και περιορισμοί (της) ατονίας ή αποδυναμώσεως της εκτελεστότητας .............................. Τίτλος Δεύτερος : Προϋποθέσεις της αξιώσεως προς αποκατάσταση ζημιών από την αναγκαστική εκτέλεση... . ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ (σελ. 1-192) . . ................................ Η επ’ ακροατηρίου διαδικασία κατά την έκκλητη δίκη........ § 287.......... Αποδοχή ..... αποτέλεσμα αυτής και εισαγωγή αυτής προς συζήτησιν ....................................................... 69 73 79 82 86 86 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ – ΕΦΕΣΗ Ι.................................................................... § 288.... Απόφαση επί της εφέσεως ................ Ένδικα μέσα ... Προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως ... Δικαιολογητικός λόγος ........................ V........... ΙΙ..... Η συζήτηση στο ακροατήριο .....ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟ .. Ορισμός – Έννοια ............ § 288........ § 286...... Διάκριση παραδεκτού και βασιμότητας ενδίκων μέσων..................................... VI. V.. Συνέπειες της αποφάσεως ................... VIΙΙ....... ΙΙΙ..... V......... § 288............................... § 288.. § 287........................... Εισαγωγή .................................΄Εννοια ........ § 286..... Ορισμός ............. VII.... Άσκηση της εφέσεως....................................... IV...... ΙΙΙ....ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ I........ ΙΙΙ.......... αποτέλεσμα αυτής και εισαγωγή προς συζήτηση....... 44 46 49 49 § 288........................ § 286...... Γενικές αρχές που ισχύουν στα ένδικα μέσα .... ΙV.......... Διακρίσεις των ενδίκων μέσων ................................................................................................ ΙΙ..................... Η προϋπόθεση της ερημοδικίας ..... § 287................... § 288.......................... ...... Αντέφεση ....................... Παραίτηση...... 31 32 33 34 § 287.............................................. 56 57 § 288.............................. IV..... VΙΙ...................... § 286............. ΙΙ............... Ορισμός -΄Εννοια ............................... § 286............ § 287.......................... § 287.. § 287........................ § 288....................... Συζήτηση και απόφαση επί της ανακοπής ........................ Άσκηση της ανακοπής........................... VI....... Περιορισμός του αριθμού των ενδίκων μέσων .. § 287............ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ Ι..... § 286......ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ .......................... VIII........... VI...................... Προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής ερημοδικίας …........................ 10 10 11 12 14 23 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ . ............. Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναψηλαφήσεως ........ 173 173 ΚΕΦΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ – ΑΝΑΙΡΕΣΗ I...... Αρμοδιότητα. Έκταση της εξουσίας του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου …...................... Έννοια ..... § 290...... Ορισμός............ Αποκλειστική ή ενδεικτική . Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναιρέσεως……….. ΙΙ... § 290....... § 291............... Γενικά .............. Εξουσία του Αρείου Πάγου…………………………………..................….. § 288.... § 291...… § 288.. II............. 111 113 115 § 290........................……… Εισαγωγή της υποθέσεως προς συζήτηση...... Συζήτηση και απόφαση επί της αναψηλαφήσεως…….................... Επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση….......... IV.... X....... Προπαρασκευή της συζητήσεως στο ακροατήριο……………. IV........... Άσκηση αναιρέσεως και αποτέλεσμα αυτής…………........ Έκταση του ελέγχου του Αρείου Πάγου……………………… Εφαρμοστέον δίκαιον………………………………………… Απόφαση επί της αναιρέσεως………………………………… Η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής……............. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ – ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΥ Ή ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Ι................. XI...............................….................. Άσκηση της αγωγής .... § 290..... Προδικασία......... XI... III.................. § 289............ § 291.... Ορισμός.... ΧΙΙΙ....……....................... VIII........... Επεκτατικό αποτέλεσμα ........ IX X............. IV.. Αποκλεισμός ή απαράδεκτο της αγωγής .........………... 175 175 176 177 177 177 178 .. § 291.. § 291......... Άσκηση αναψηλαφήσεως... Έννοια………………………………………….... § 289................Πίνακας Περιεχομένων 4 IX.. 90 92 92 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ – ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ Ι. V...... § 290.......... § 290........ § 290.. § 288.................... ΙΙ......................... § 289... 96 97 § 289. § 290... Κυρία διαδικασία και συζήτηση στο ακροατήριο……………......... VI........... Φύση απαριθμήσεως............ V........... § 291... 123 124 148 § 290...... § 291....... Η διαδικασία ενώπιον του Τμήματος της παραπομπής του Αρείου Πάγου………………………………………………… Η διαδικασία ενώπιον της Ολομελείας του Αρείου Πάγου…. VII....... V.................. § 290.................... VII.. ΙΙΙ... Νομική φύση της αγωγής ...... VI..................... Ένδικα μέσα…………………………………………….. 150 152 156 157 157 167 167 171 § 290....... Αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως .... § 289. § 290........ § 290..... Αρμοδιότητα ....... αποτέλεσμα αυτής και εισαγωγή αυτής προς συζήτηση..... ΙΙΙ........... ΧΙΙ................... .................. § 294.............................................................. 184 § 294................................... .... Συζήτηση και απόφαση για την ανακοπή ............. § 293.......... II. VI... VI.................................. Ενδεικτική απαρίθμηση ... 182 182 182 183 183 183 § 294............... Προϋποθέσεις του παραδεκτού της τριτανακοπής . § 294. VII...Πίνακας Περιεχομένων 5 VIII........ ΙΙ.... § 293...............΄Εννοια ....................................... Συνέπειες της ασκήσεως ανακοπής .. § 291........ Ειδικοί κανόνες .... § 293... 178 178 ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟ ΑΝΑΚΟΠΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΩΔΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ § 292............................................................... Ορισμός ....... III........ Άσκηση της τριτανακοπής........... § 292...... 190 191 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ – ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗ Ι........... Συνέπειες της παραδοχής της αγωγής ............. § 293........................................... 180 180 181 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – ΑΝΑΚΟΠΗ Ι...... Διαφορές από ένδικα μέσα .......................... Τα ισχύοντα σε άκυρες αποφάσεις ........ V...§ 291........... § 294........ Πρόσθετοι λόγοι ........... ΙΙ.... Ορισμός . Εισαγωγή για συζήτηση και εκδίκαση........... Διακρίσεις της τριτανακοπής ....... Νομική φύση............. Τριτανακοπή και παράλληλα ή υποκατάστατα αυτής ένδικα βοηθήματα ................. Γενικά .......................................................... IV........ 184 185 186 186 § 294................................ IV...................... Προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής ................................................................. I............… § 292....... V.. ΙΧ. αποτελέσματά της και εισαγωΓή προς προς συζήτηση .............. Χρησιμοποίηση και λειτουργία της τριτανακοπής ................. § 293.. § 293.......... Άσκηση... § 294................................... ΙΙΙ................................΄Εννοια ..................... ΙΙΙ.................................. . Z. τ. 14 σ. 186-187· Blomeyer Arw: Antrag und Beschwer σε Festschrift für Fragistas 1966 σ. 76 σ. τ.: Περί των ενδίκων μέσων προσβολής των κατά τον τύπον (είδος) εσφαλμένως εκδοθεισών αποφάσεων Δ.· Π. 461482· Blomeyer J. 545 επ. 365-438· Gilles: Rechtsmittel im Zivilprozess 1972· Ritter: Zur Teleologie der zivilprozessualen Rechtsmittel J. 225-228· Ascher: Die Beschwer des Rechtsmittelklägers als Voraussetzung der Zulässigkeit des Rechtsmittels M. με το οποίο επιδιώκεται η επίτευξη ή και η πραγματοποίηση δικαστικής προστασίας.ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ* ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ § 286 Ορισμός. 246 επ. Χ.: Die Verwirkung prozessualer Befugnisse im Bereich der Z. Oest. Χαρπίλα: Η αποδοχή των αποφάσεων επί γαμικών διαφορών και ο τρόπος παραιτήσεως από των ενδίκων μέσων. 1965 σ. τ. ΙΧ. και Γνωμοδ. 24-69· του ίδιου: Die Beschwer als Klagevoraussetzung 1970· του ίδιου: Anfechtung und Kassation Z. 82 σ.Δ.O. 165-183· Habscheid: Beschwer des verurteilten Beklagten bei * Ο όρος «ένδικο μέσο» έχει και άλλη ευρύτερη έννοια.G. Zeit 1967 σ. Απαρίθμηση και διακρίσεις. Θ. Φραγκίστα Δ. 707 κλπ. Για την απόδοση της έννοιάς της χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος «ένδικο βοήθημα». 1953 σ.)· Θ.Z. Z.· Πρβλ.W. 587-593· Furtner: Die Beschwerdeberechtigung im Verfahren nach dem Gesetz über die freiwillige Gerichtsbarkeit Jur. Συμβ.Z.R.· Βερβεσού Ν. 88 σ. Μάζης: Επιτρεπτόν ενδίκων μέσων εναντίον αποφάσεων εσφαλμένου τύπου Δ. Δημοσθένους: Περί της εφ' άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων Δ.J. 1975. V σ. Ράμμου: Άσκησις ενδίκων μέσων υπό των δανειστών εναντίον των κατά του οφειλέτου εκδιδομένων αποφάσεων σε Επιστημ.: Rechtskraft und Rechtsmittel bei Klageabweisung N.P. RheinZ τ.Z. 423-451· Baur Fr: Zur “Beschwer” im Rechtsmittelverfahren des Zivilprozesses σε Festschrift für Lent 1957 σ.P. Zeit. με την οποία νοείται κάθε μέσο. Δικαιολογητικός λόγος. 178-188· του ίδιου: Über die Rechtsmittel im österreichischen Zivilprozess.P. τ.P.Γ.· Π. 67 σ. .Z.P.Z. ένδικο μέσο είναι πρώτιστα η αγωγή. τ. ΝοΒ ΙΘ 1522 επ. Γενικές αρχές που ισχύουν γι' αυτά Ειδική βιβλιογραφία: Γ. und des F. Jur. 54 σ.Z. 1969 σ. VI 541 επ. 317 επ. 526-529· Grunsky: Rechtskraft von Entscheidungsgründen und Beschwer Z. 584-585· Baumgärtel G. 1961 σ. επί τη Εκατονταετηρίδι του Πανεπιστημίου Αθηνών (1937 σελ. 1-16· του ίδιου: παρατηρήσεις σε J. 180-203· Sprung R: Konkurrenz von Rechtsbehelfen im Zivilgerichtlichen Verfahren 1966· Vogel: Prozessuale Überholung von Rechtsmitteln im Zivilprozess. Υπό την έννοια αυτή.D.P. VI 545· Bettermann: Die Beschwer als Rechtsmittelvoraussetzung im deutschen Zivilprozess Z.G. 360-363· Pollak: Rechtsangleichung im Rechtsmittelverfahren Z. FS Beys.J. 1969 σ. 1965 2369-2376· Oertmann: Der vorgängige Rechtsmittelverzicht Z.: Rechtsmittelbelehrung im Zivilprozess? Zeitschr. Deutschen Juristentag.: Rechtsmittel im Zivilprozess: Berufung. Rechtsmittelreform in Zivilsachen und Rechtspolitik: Theoretische Anfragen in praktischer Absicht. 321-340· Schwinge: Grundlagen des Revisionsrechts 2 Aufl.P.P. Ziviljustiz und Rechtmittelproblematik. 84 σ. Recueil Dalloz-Sirey 1976 σ. Βλέπε και την στην §§287-290 μνημονευομένη βιβλιογραφία. 2003. H.: Die Bedeutung der Entscheidungsgründe.. 615-617· Ohndorf: Die Beschwer und die Geltendmachung der Beschwer als Rechtsmittelvoraussetzungen im deutschen Zivilprozessrecht 1972· Pohle: Gutachten für den 44 Deutschen Juristentag 1962· Schwab K.J. 447· Gottwald P. 104106· Bergerfurth Br. 1992· Gilles/Röhl/Schuster/Strempel. 353-369· Brox: Die Beschwer als Rechtsmittelvoraussetzung Z.. 287-297· Henke H-E. ZZP 94. Γενικές αρχές nicht vollstreckungsfähigem Leistungstitel ? N. 166-170· Bischof H. für Rechtspolitik 1978 σ.). 129-149· Gilles P. 152-211· Gross Kurt: Die Rechtsbehelfe und Rechtsmittel 1959· Appert B. Die Anfechtbarkeit richterlicher Entscheidungen nach dem Grundgesetz. Rechtsmittel im Zivilprozess – unter besonderen Berücksichtigung der Berufung. Vereinheitlichung und Beschränkung der Rechtsmittel und Rechtsbehelfe des Zivilverfahrensrechts.. ZZP 113.: Politisch fremdbestimmte Rechtsmittel-noch heute? Demokratie und Recht 1975 σ. 1985· Gilles P. 3615-3617· Kahlke G.Z. 1996· Gottwald P. dem Einspruch und der Wiedereinsetzung in den vorherigen Stand 1972· του ίδιου: Grundprobleme des zivilprozessualen Anschliessungsrechts Z.. Δικαιολογητικός λόγος. 389-427· Zeiss: Bindungswirkung des Rechtsmittelverzichts N. 1955 σ. Απαρίθμηση & διακρίσεις. Revision und Beschwerde im Vergleich mit der Wiederaufnahme des Verfahrens.: Tableau des voies de recours du nouveau Code de proc. 3 Aufl. 1964 σ. . ZZP 109. 2003.: Der Zivilprozess: Klage.J. 45 σ. Magister Artis Boni et Aequi: Studia in Honorem Németh János..W. 253-261. (Ηrsg.P. Rechtserkenntnis. 1985· Goebel J.8 § 286 – Ορισμός. 1996· Klamaris N.J. NJW 2007. 423-443· Kamper O. die Urteilsarten und die Rechtsmittelarten nach dem griechischen Zivilprozessrecht. 1960· Bruns: Zivilprozessrecht 2 Aufl. Festschrift für Bötticher 1969 σ. 140· Gilles: Anschliessung.L. Empfehlen sich im Interesse eines effektiven Rechtsschutzes Maßnahmen zur Vereinfachung. 92 σ. 1977· Weitzel J.Z.P. 2003.: Die fehlerhafte Rechsmittelzulassung und ihre Verbindlichkeit für das Rechtsmittelgericht 1976.· Gilles P. Rechtsmittel..P. Die Klagearten. 234-237· Henke: Die Tatfrage 1966· Hägi: Die Beschwer als Rechtsmittelvoraussetzung im schweizerischen und im deutschen Zivilprozess 1975· Nicolini: Die Beschwer des Rechtsmittelklägers N.. τ. Die Pflicht zur Rechtsmittelbelehrung im Zivilprozeß.. JZ 1985 (40). Civile.Z. Gutachten A für den 61. τ. 1979 §52· Habscheid: Der Rechtsmittelverzicht im Zivilprozess N. Urteil. Rechtsmittelreform im Zivilprozeß und Verfassungsaspekte einer Rechtsmittelbeschränkung. 135-182· Jauernig O. Carl C.Z. Systemfehler des neuen deutschen Rechtsmittels./Juilliard R. 81 379-412· Grunsky: Beschränkungen bei der Einlegung eines Rechtsmittels und bei der Aufhebung des angefochtenen Urteils Z. Neues zu Beschwer und Beschwerdegegenstand bei Nichtzulassungsbeschwerde. Verfassungsrechtliche Fragen des neuen deutschen Rechtsmittelrechts... 49-83· Gottwald P.W. Verbot der Reformatio in pejus und Parteidisposition über die Sache in höherer Instanz Z.W. 128– 176· Lässig C.W. Zur Funktion von Beschwer und Rechtsschutzbedürfnis im Rechtsmittelverfahren.. Berufung und Sprungrevision. Rechtsfortbildung und Konfliktlösung: Die Verfahrenstypen der Zivilprozeßordnung in erster und in höherer Instanz. 91 σ. 2002· Gilles P.Z. Rechtsmittel im Zivilprozess: unter besonderer Berücksichtigung der Berufung. Magister Artis Boni et Aequi: Studia in Honorem Németh János. Beschwer. . 805-812· Roth H. Auf. Αθήνα 1999. 2000. Beschwer und Beschwersumme beim unbezifferten Klagantrag. 2001. Die Rechtsmittel im Zivilprozess nach der Reform. Rechtsmittelbegründungsfrist und Prozesskostenhilfe. Μπέης. November 1998 inTriberg. Zivilprozessrecht. Rechtsmittelreform 2000. JZ 1996. Zugang zur Berufungsinstanz. Zivilprozessuales Rechtsmittelrecht und funktionale Zweigliedrigkeit.. 136-139· Schmidt E. Κεραμεύς/Δ. 2010. 245-251· Prütting H. 267· Stackmann N. 439 επ. Zivilprozessrecht..283. Der Rechtsmittelgegenstand im Zivilprozess.. 741-751. Dogmatische Grundfragen des Zivilprozesses im geeinten Europa: Akademisches Symposium zum Ehren von K. MDR 2003. NJW 2007.. 11-18· Roth H. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας... Zivilprozessrecht. 2007. 2008· Schafft T. FS Merle. JuS 1988. Αθήνα. JuS 1992.. Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων.. 953957· Rimmelspacher B.· Β. FS Baur.. Auf. 2007· Stürner M. Grundfragen des Rechtmittelrechts. Κλαμαρής. 270. Fünf Jahre reformiertes Rechtsmittelverfahren im Zivilprozess... Rechtsschutz gegen den Richter.-J.. NJW 2006. ΙV. Für die Zulässigkeit bedingter Rechtsmitteleinlegungen und –begründungen. Αθήνα-Θεσσαλονίκη- . ZZP 120. Zugangsvoraussetzungen zum Rechtsmittelgericht.. 2005· Schenkel H. 2888-2891. 1993. 10. 242-254· Weitzel J. Die Anfechtung von Zivilurteilen: eine funktionale Untersuchung der Rechtsmittel im deutschen und englischen Recht. 7. 1981... Auf. Rdnr.. 1996. §§ 133-135· Jauernig O.. 6. Selektion von Rechtsmittelverfahren durch gesetzliche Zugangsbeschränkungen. 85 επ. Αθήνα 1995. 1981˙ Κ.. Die Rechtsmittel des Zivilprozesses im europäischen Vergleich. 9-18· Saueressig C. 327-353· Rimmelspacher B. ιδίως 531επ. vor § 511... 207-216· Musielak H.. 2007. 2000· Leipold D. ZZP 108. Grundkurs ZPO. 2000. 2010. Die Wirkungen des Rechtsmittelverzichts im Zivilprozeß. Zivilprozessordnung. Zur Verlängerung von Rechtsmittelbegründungsfristen. Τόμος Γ΄.. Συμβολές στην ερμηνεία του ΚΠολΔ. Rechtsmittelverfahren – Durchführung im Rahmen der Anwendung des Meistbegünstigungsprinzips. November und 20..· Kolotouros P. Unbezifferter Klageantrag und Beschwer. 29. 2010. Γενικές αρχές 9 521-533. Der Zweck der Rechtsmittel nach der ZPO-Reform. 2002· Unberath H.. Grundsatzfragen des deutschen Rechtsmittelrechts. Κεραμεύς. Zivilprozessrecht. vor §§ 511ff.-H. 1997.§ 286 – Ορισμός. 625-631· Zeuner A. Νίκας/Μ.Θεσσαλονίκη 1986. 13.. Schwab. FS Gaul. Ν. Auf. JZ 2006. 2009.Theorie und Praxis. σε: Rechtsstaat. 147-166· Schultz M. Pick E. 323-345· Voßkuhle A. Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση κατ’ άρθρο. Κατ’ άρθρον ερμηνείες: Münchener Kommentar zur ZPO/Rimmelspacher.. Jura 2002. FS Nakamura. Die Erledigung in der Rechtsmittelinstanz. 1985. 9-14· Stuckert A...· Κ. Zivilprozessuale Rechtsbehelfe und effektiver Rechtsschutz. 3. 457-475· Prütting H. Auf. FS Schumann. 2008. Απαρίθμηση & διακρίσεις. Ι. Bericht über das Symposium am 19. 17. Βαθρακοκοίλης.· Κ. 1992· Kornblum U. NJW 2004. Auf. Auf.. AcP 182. 1999.. 553-572· Rimmelspacher B. 101-117· Rimmelspacher B. Rdnr. Bemerkungen zur Rechtsmittelreform in Zivilsachen.. Η διαλεκτική του δικονομικού δικαίου. Kunz. 2000· Prütting H. 2329-2334· Schumann. Band 2.· Musielak/Ball. Δικαιολογητικός λόγος. Αστικό Δικονομικό Δίκαιο... 167 επ. Rechtsmittelbelehrung durch die Zivilgerichte. Κονδύλης/Ν. Stuttgart. Recht auf Rechtsmittel in: Rechtmittel im Zivilprozess. 66-96· Lindacher W. Γενικό Μέρος.. Das System der Rechtsmittel nach dem Zivilprozessreformgesetz. § 26. Μαργαρίτης.. Grundzüge des Rechts der Rechtsmittel. Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας..§ 72· Grunsky W. 501-509· Schilken E.Rechtsmittelstaat?. Συστηματικά έργα / εγχειρίδια: Rosenberg/Schwab/Gottwald. A.· Κ. Foyer. 918 επ. περιορισμούς.λπ. Αλλά και αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε. PUF 1995· G. Νομική Βιβλιοθήκη 2008. Ένδικα μέσα.). Εξαίρεση ως προς το σημείο αυτό ισχύει ή φαίνεται ότι ισχύει σε δίκες δημόσιας τάξεως. 515 επ.· L. V. 14th edition. Γιακουμής. Dalloz 2001· J. E). 881 επ. 271 επ. van Rhee (editors). 667 επ. 899 επ. πιο πάνω τ. Jolowicz. της ισχύος των συστημάτων της συζη- 1. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007· Ν. Méga Nouveau Code de procédure civile. Eν προκειμένω όμως πρέπει να λεχθεί. Dalloz 2009. Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ. Ι §§ 202 επ. Héron (par Th. Andrews. PUF 1996. Sweet and Maxwell 2009. 487 επ. Guinchard/F. με τα οποία ζητείται από το ίδιο ή άλλο δικαστήριο (ομοιόβαθμο ή ανώτερο) η εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση κάποιας αποφάσεως. Jolowicz/C. Guinchard.-L. Oxford University Press 2003. Συνηθισμένο.· N. On Civil Procedure. . Ι §§ 202 επ. 3. Οn Civil Procedure. σ.· J. υπό τη στενή και κύρια του όρου έννοια1. επειδή είναι εσφαλμένη και κατά κανόνα1 επειδή επιφέρει βλάβη σ' εκείνον που τα ασκεί. Droit judiciaire privé. Browne. Chainais. 2ème édition. Thireau (dir. Απαρίθμηση & διακρίσεις. Δ΄ έκδοση.· J. σε γαμικές διαφορές ή ορισμένες διαφορές. Απαλαγάκη (επιμέλεια)/Δ. ότι και παρά τους αξιόλογης εκτάσεως. Νίκας. χάρη ακριβώς των οποίων επιδιώκεται η έκδοση αυτών.χ. Amrani-Mekki. Ένδικα μέσα. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007· Χ. Οι προθεσμίες ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ. 2. Η αναγνώριση των συνεπειών αυτών. Kluwer 1999· J. εφόσον οι δικαστικές αποφάσεις είναι νομικά και πρακτικά ορθές. Zuckerman.10 § 286 – Ορισμός. όπως εκτέθηκε και παραπάνω3. που συνάγονται σε σχέσεις γονέων και τέκνων κ. Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας 2Α. Cambridge University Press 2000. κύριο χαρακτηριστικό των ένδικων μέσων είναι η απόδοση σφάλματος στην απόφαση που προσβάλλεται. ΙΙ) Δικαιολογητικός λόγος. Le Bars). Procédure civile. Sweet and Maxwell 2006. Les voies de recours judiciaires. όπως εκτίθεται ειδικότερα παρακάτω (στοιχ. Montchrestien 2002. 716 επ.· S.· Γ. Πρβλ. επίσης. (βλ. Γενικές αρχές Κομοτηνή 2000. Όπως αναπτύχθηκε ήδη2. Δικαιολογητικός λόγος. Cornu et J. πιο κάτω §§ 295 επ. διακριτικό τους είναι η επιδίωξη της άρσεως ή αποτροπής βλάβης.· S. instruments de liberté. 831 επ. Κεραμεύς. Ι) Ένδικα μέσα. Théorie générale du procès.· Α. Civil Procedure in Europe 2. Cadiet/J.). Civil Litigation. πιο πάνω τ. 605 επ. είναι τα μέσα. Normand/S. επιβάλλεται και δικαιολογείται όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά. Αθήνα-Κομοτηνή 2009· J. η διόρθωση του οποίου σκοπείται και ζητείται με την άσκηση του καθενός από αυτά. η οποία προέρχεται από την απόφαση που προσβάλλεται. Ορφανίδης. Recourse against judgments in the European Union/Voies de recours dans l’Union européenne. Σύμφωνα με τα παραπάνω. English Civil Procedure. Βλ. Ferrand/C. που επήλθαν με τον ΚΠολΔ. O’ Hare/K. οι δικαστικές αποφάσεις έχουν σπουδαιότατες θεωρητικής και πρακτικής φύσεως συνέπειες. PUF 2010. Procédure civile. όπως π. 245 επ. αναφορικά με την κρίση και διάγνωση. ιδιαίτερα όταν αυτή γίνεται από ανώτερο δικαστήριο. Βλέπε πιο πάνω τ. 4. . και της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων. Γενικές αρχές 11 τήσεως και της θεωρίας των αποδείξεων4.§ 286 – Ορισμός. το οποίο αποτελείται από περισσότερο πεπειραμένους και εξελιγμένους και ικανότερους κατά την αντίληψη του νομοθέτη. να φέρεται για νέα έρευνα ενώπιον του ίδιου ή συνηθέστερα άλλου. υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ο δικαιολογητικός λόγος του δεδικασμένου που ήδη εκτέθηκε6 επιβάλλει. ως ένα μέτρο.5 ΙΙΙ) Περιορισμός του αριθμού των ενδίκων μέσων. Τον έλεγχο αυτό κυρίως και. όπως και όλοι οι λοιποί άνθρωποι. Άλλωστε και υπό την ισχύ των συστημάτων της ανακρίσεως κ. Δικαιολογητικός λόγος. Κατά μία ισχυρώς υποστηριζόμενη άποψη το δικαίωμα για άσκηση ενδίκων μέσων ως μερικότερο δικαίωμα του κατά το άρθρο 20 Συντάγματος δικαιώματος δικαστικής προστασίας κατοχυρώνεται επίσης σε κάποιο βαθμό από το Σύνταγμα. από την οποία υποτίθεται.λπ. Ι § 203. οι δικαστές. μπορούν να υποπέσουν σε σφάλματα ή παραδρομές είτε αναφορικά με την δικαστική δράση (ενέργεια). Ι § 135 και τ. 1989. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών 1988. Έτσι Ν. την διόρθωση των σφαλμάτων και παραλείψεων της υπερασπίσεως των διαδίκων αποβλέπει ο θεσμός των ενδίκων μέσων. κατά το δυνατό. Η κρατούσα άποψη δεν αποδέχεται τη συνταγματική κατοχύρωση των ενδίκων μέσων. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20§1 Συντάγματος 1975. υπό το κράτος των οποίων (λόγω του περιορισμού της πρωτοβουλίας του δικαστή και της ενδεχόμενης ατελούς υπερασπίσεως των διαδίκων αφενός και της δεσμεύσεως του δικαστή σε σχέση με την αποδεικτική δύναμη ορισμένων αποδεικτικών μέσων αφετέρου) είναι δυνατό οι αποφάσεις αυτές να μην είναι αντικειμενικά ορθές. δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να αποκλεισθεί τελείως η πιθανότητα του λάθους. Βλ. είτε. περιορισμένη δε είναι υπό διάφορες επόψεις και η χρήση τους. και μάλιστα ανώτερου δικαστηρίου. Αθήνα. Για το λόγο αυτό τα ένδικα μέσα είναι περιορισμένα κατά τον αριθμό. ΙΙ § 258. του ενδεχομένου των πιο πάνω πλανών και παραδρομών. το οποίο είναι και το σπουδαιότερο. όπως εκτίθεται παραπάνω. η δυνατότητα της προκλήσεως του ελέγχου της ορθότητας των δικαστικών αποφάσεων με τα ένδικα μέσα να μην υπάρχει επ' άπειρο. με τα οποία κάθε υπόθεση είναι δυνατό. συνήθως δε και κατά την κοινή πείρα. Κλαμαρής. σελ. ότι θα προέλθει κρίση ορθότερη από νομική και ουσιαστική άποψη. 6. αλλά και αναγκαίο. περισσότερο κατατοπισμένους δικαστές. 5. κρίθηκε από παλιά και εξακολουθεί να κρίνεται όχι μόνο σκόπιμο. να επιτρέπεται και να είναι δυνατή η υποβολή υπό έλεγχο της ορθότητας της ενέργειας και της κρίσεως του δικαστή. Απαρίθμηση & διακρίσεις. παραπάνω τ. Με τον σκοπό του περιορισμού. δηλώνει ότι θέλει να δικασθεί κατ' αντιμωλία. η αγωγή αυτή δεν στρέφεται κατά των δικαστικών αποφάσεων. και πιο κάτω § 290. αποκρούεται σ' εμάς η κατάταξη στα ένδικα μέσα της αγωγής κακοδικίας. διότι. κυρίως. Πρβλ. πριν την παρέλευση της προθεσμίας ή της ασκήσεως ή της παραιτήσεως κ.12 § 286 – Ορισμός.λπ.χ. ή παραδρομή στην απόφαση που ανακόπτεται. 8. εφόσον βλάπτονται κ. Βλ. ορθά. κατά κανόνα. όπως π. ενώ την αντίθετη λύση πρέπει να δώσει. της οποίας δεν γίνεται τελεσίδικη η απόφαση και δεν παράγει κατά κανόνα τις κύριες και δευτερεύουσες συνέπειες αυτής και ιδιαίτερα την δύναμη του ουσιαστικού δεδικασμένου. δηλαδή η αναψηλάφηση και η αναίρεση8. λόγω της ελλείψεως σαφούς και συγκεκριμένης διατάξεως. σφάλμα.λπ αυτής. IV) Διακρίσεις των ενδίκων μέσων. επειδή έγινε αντικανονικά.). Δικαιολογητικός λόγος. η Γερμανική. τα οποία επιτρέπονται. Τακτικά ένδικα μέσα είναι – σύμφωνα με την παραδοσιακή θεώρηση της ελληνικής επιστήμης του αστικού δικονομικού δικαίου– η ανακοπή ερημοδικίας – ο Γ. ζητείται η ακύρωση της ερημοδικίας. καταφαίνεται κυρίως στην περίπτωση. Τα ένδικα μέσα διακρίνονται: Α) σε τακτικά και έκτακτα. τουλάχιστον. Γενικές αρχές Κατά την αντίληψη του Έλληνα νομοθέτη. Η αγωγή που προβλέπεται και ρυθμίζεται από τον ΚΠολΔ περί αναγνωρίσεως του ανυπόστατου των δικαστικών αποφάσεων (βλ. Τότε. Β) σε μεταβιβαστικά και μη μεταβιβαστικά και Γ) σε ανασταλτικά και μη ανασταλτικά. η έφεση. τα έννομα συμφέροντα του τριτανακόπτοντα. θεωρούν και ρυθμίζουν την αναίρεση ως τακτικό ένδικο μέσο. Ως ένδικο μέσο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η ανακοπή. αν πρόκειται για το παραδεκτό κάποιου τακτικού ενδίκου μέσου. πρέπει να αποφασίσει κάποιος υπέρ του παραδεκτού του εφόσον δεν αποκλείεται σαφώς αυτό. Α) Τακτικά καλούνται τα ένδικα μέσα. η έφεση.λπ. ΚΠολΔ 313 . κατά κανόνα τουλάχιστον. αλλά στηριζόμενος στην αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. η Αυστριακή κ. Η πρακτική σημασία της διακρίσεως αυτής.314 (329-330). ΚΠολΔ 495 (512) επ. δεν αποδίδεται σφάλμα στην απόφαση που τριτανακόπτεται. . Έκτακτα είναι εκείνα που συγχωρούνται κατά ορισμένων αποφάσεων και για ορισμένους λόγους. μόνο από τη στιγμή που μ' αυτή (ονομαζόμενη αιτιολογημένη ανακοπή. Παραπέρα. αναιτιολόγητη ανακοπή). αλλά ζητείται η ακύρωση κ. όπως αναφέρεται παρακάτω). σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει σ' εμάς. 7. πιο πάνω τ Ι § 200 και πιο κάτω § 291). προκαλεί ορισμένες αμφιβολίες. κατά την οποία. Μ' αυτή (την καλούμενη.λπ. ένδικα μέσα είναι η ανακοπή ερημοδικίας. σύμφωνα μ' όσα εκθέτονται πιο πάνω. υπάρχει αμφιβολία. έκτακτα δε τα λοιπά. (και για το προϊσχ. 194/1914 περί ασκήσεως ενδίκων μέσων). αν χωρεί κάποιο ένδικο μέσο. Απαρίθμηση & διακρίσεις. η αναψηλάφηση (επανάληψη της διαδικασίας) και η αναίρεση7. Εξάλλου κάποιες θεωρούν ως ένδικο μέσο την τριτανακοπή (ΚΠολΔ 583 (601) επ. Από νομοθετικής απόψεως η κατάταξη της ανακοπής ερημοδικίας στα ένδικα μέσα δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα ορθή ή. η οποία έχει καθιερωθεί από παλαιότερες εποχές τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλλοδαπή. κατά κάθε αποφάσεως και για κάθε λόγο. όπως εκτίθεται παρακάτω στον οικείο τόπο. Αλλά και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι ορθός. ο διάδικος δεν προσάπτει. Ράμμος προσέθετε εδώ μέσα σε παρένθεση τη φράση «(εφόσον θεωρηθεί ως ένδικο μέσο)» – και μάλιστα. δεν αποτελεί ένδικο μέσο υπό την στενή του όρου έννοια. Κάποιες από τις αλλοδαπές Δικονομίες. διότι με την τριτανακοπή. ούτε με την άσκηση και την παραδοχή της κατ' ουσία ανατρέπεται η δικαστική απόφαση. δίκαιο ν. μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. 10. κατ' εξαίρεση δε η αναψηλάφηση και η αναίρεση11. αλλ' εισάγονται στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. παρακάτω § 293. Μη μεταβιβαστικά εξάλλου είναι όσα δεν έχουν το αποτέλεσμα αυτό. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει μόνο η έφεση. Βέβαια εν όψει του γεγονότος. των οποίων η άσκηση δεν επάγεται το αποτέλεσμα αυτό. ιεραρχικά ανώτερου από εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Η αναίρεση δεν έχει. κατά κανόνα. ότι η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως και η άσκηση εφέσεως έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. ανασταλτικά ένδικα μέσα είναι. . παρακάτω § 293. επέρχεται αυτομάτως ως έμμεσο αποτέλεσμα. Μη μεταβιβαστικά ένδικα μέσα είναι η ανακοπή ερημοδικίας και η αναψηλάφηση10. Γενικές αρχές 13 προκειμένου για έκτακτο ένδικο μέσο. Με τις τροποποιήσεις όμως που επήλθαν με το Ν. με την άσκηση των οποίων η υπόθεση φέρεται ενώπιον άλλου δικαστηρίου. Γ) Ανασταλτικά είναι τα ένδικα μέσα. βλ. εκείνα τα ένδικα μέσα. παρακάτω § 290 στα περί αναιρέσεως. Απαρίθμηση & διακρίσεις. διότι όπως εκτίθεται στον οικείο τόπο9. κατά το δίκαιο που ισχύει. Παραδοσιακά και το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας είχε με βάση το εληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα. Μη ανασταλτικά θεωρούνται. Δικαιολογητικός λόγος. Όπως εκτίθεται πιο κάτω στους οικείους τόπους. Βλ. Για την τριτανακοπή βλ. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει. 2145/1993 καταργήθηκαν οι σχετικές ρυθμίσεις των άρθρων 504 και 506 ΚΠολΔ που θέσπιζαν το ανασταλτικό αποτέλεσμα αφενός της προθεσμίας προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας και αφετέρου της ασκήσεως της ανακοπής ερημοδικίας. Για την εξαίρεση από την αρχή της ελλείψεως μεταβιβαστικού αποτελέσματος σε περίπτωση ασκήσεως τριτανακοπής. όχι όμως και το πραγματικό μέρος της υποθέσεως.§ 286 – Ορισμός. πρώτον ότι μετά από αντίστοιχες τροποποιήσεις και στο πεδίο της εφέσεως οι προθεσμίες ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας και εφέσεως τρέχουν πλέον – μέχρις ενός σημείου– παραλλήλως – ρύθμιση που οδηγεί εκ των πραγμάτων στο αποτέλεσμα να ασκούνται κατά ερήμην αποφάσεων συνήθως ταυτοχρόνως και ανακοπή ερημοδικίας και έφεση – και δεύτερον. και η τριτανακοπή. εξάλλου. εφόσον δεν επιτρέπεται ειδικά αυτό. Β) Μεταβιβαστικά λέγονται τα ένδικα μέσα. εξαιτίας της ασκήσεως των οποίων κωλύεται η εκτέλεση της αποφάσεως που προσβάλλεται. 11. ότι η ερήμην απόφαση που έχει εμπροθέσμως προσβληθεί ή 9. κατά κανόνα. ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά το αναιρετικό και ακυρωτικό στάδιο συζητείται και εξετάζεται μόνο η ορθότητα της αποφάσεως από νομικής απόψεως. με συνέπεια τόσο η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. η έφεση. όσο και η άσκηση αυτής της ίδιας της ανακοπής ερημοδικίας να μην έχουν ως κάποια άμεση δικονομική συνέπεια – με βάση τις διατάξεις του κεφαλαίου που ρυθμίζει την Ανακοπή Ερημοδικίας – ανασταλτικό αποτέλεσμα. εφόσον χαρακτηρισθεί ως ένδικο μέσο. dem Einspruch und der Wiedereinsetzung in den vorigen Stand. Φραγκίσταν. Teilband 1. 3˙ βλ. ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ένδικων μέσων το μεταβιβαστικό και το ανασταλτικό αποτέλεσμα αυτών. 12.χ. σελ. οι οποίες αποτελούν και προϋποθέσεις του επιτρεπτού της ασκήσεώς τους. ZPO21. την έφεση– και μη ανασταλτικά ένδικα μέσα. Δ) Κατ’ ακολουθίαν αυτών των διακρίσεων των ενδίκων μέσων επί τη βάσει του ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου συνάγεται ότι εννοιολογικό κριτήριο των ένδικων μέσων κατά το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο δεν είναι ούτε το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (effectus devolutivus). 359-373˙ P. ότι παρά την κατάργηση των άρθρων 504 και 506 η Ανακοπή Ερημοδικίας έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα (βλ. 1972· N. Γενικές αρχές ενδέχεται (λόγω μη παρελεύσεως της προθεσμίας της εφέσεως) να προσβληθεί με έφεση δεν μπορεί κατ’ αποτέλεσμα να εκτελεστεί. Band 5. Das Rechtsmittel der Anschlußberufung. Revision und Beschwerde im Vergleich mit der Wiederaufnahme des Verfahrens. Rosenberg/Schwab/Gottwald. Απαρίθμηση & διακρίσεις. Για όλα τα ένδικα μέσα ισχύουν οι επόμενες γενικές αρχές. Baur. και πιο κάτω § 287.· Stein Jonas Grunsky.χ. Frankfurt am Main. 126 επ. Tübingen. Tübingen. σελ. Πέραν όμως τούτου και από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 321 και 904 ΚΠολΔ μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα. σελ. κατά κρατούσα γνώμη. 1975.14 § 286 – Ορισμός. Αφιέρωμα εις Χαράλαμπον Ν. ΚΠολΔ (σε συνδυασμό πάντοτε με τη λειτουργία των ένδικων μέσων και τους ειδικούς όρους του παραδεκτού αυτών). 26). και ιδίως σελ. Klamaris. V) Γενικές αρχές που ισχύουν στα ένδικα μέσα. Zivilprozessrecht17. §§ 511-591. 767 επ. σελ. Ι. η αναίρεση (Revision) και η μέμψις/προσφυγή (Beschwerde)12. 2010. passim. την αναψηλάφηση– όπως επίσης θεσπίζει και ανασταλτικά ένδικα μέσα –π. επίσης ως προς το συνολικό προβληματισμό για τα εννοιολογικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά των ενδίκων μέσων: F. K. Βλ. 1966. ότι ταυτοχρόνως πρέπει να ισχύουν και όλες οι γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις των άρθρων 62 επ. την αναίρεση. ούτε το ανασταλτικό αποτέλεσμα (effectus suspensivus). Gilles. την έφεση– και μη μεταβιβαστικά ένδικα μέσα –π. Ist die Anschlußberufung (Anschlußrevision) ein Rechts-mittel? Zugleich ein Beitrag zum Begriff und System der Rechtsmittel. München. Όπως εκτέθηκε και ανωτέρω το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο –και υπό την ισχύ της Πολιτικής Δικονομίας του 1834 και υπό την ισχύ του (νέου) Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας– θεσπίζει και μεταβιβαστικά ένδικα μέσα – π.χ. Δικαιολογητικός λόγος. 1994.χ. Rechtsmittel in Zivilprozeß. όπως π. Θεσσαλονίκη. . Είναι αυτονόητο. ώστε με βάση αυτή την αφετηρία –κατά την κρατούσα στη Γερμανία άποψη– μόνο εκείνα τα ένδικα βοηθήματα που έχουν μεταβιβαστικό και ανασταλτικό αποτέλεσμα θεωρούνται από πλευράς νομικής τους φύσεως ως ένδικα μέσα και κατ’ ακολουθίαν αυτής της απόψεως θεωρούνται ως ένδικα μέσα η έφεση (Berufung). Berufung. Αντίθετα στο γερμανικό αστικό δικονομικό δίκαιο θεωρούνται. Καμμιά φορά συμβαίνει κάποια απόφαση να εμφανίζεται με μορφή διαφορετική από εκείνη. Δικαιολογητικός λόγος. να γίνεται δεκτή κάθε φορά η περισσότερο ευνοϊκή λύση ενόψει των δύο ακραίων ως άνω απόψεων. κατά το οποίο μπορεί και πρέπει να κρίνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού ή επιτρεπτού της ασκήσεως του ενδίκου μέσου. η συνδρομή των προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν πρέπει να κρίνεται με βάση τα πραγματικά γεγονότα που συνέτρεχαν κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεως ή τις καταστάσεις που υπήρ- . ο οποίος διατυπώνεται με βάση αυτή θα πρέπει εν προκειμένω να ερμηνεύεται στενά. το οποίο ισχύει κατά το χρόνο της εκδόσεως ή καλύτερα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως που πρόκειται (κάθε φορά) να προσβληθεί. Ο Κ. κατ' αρχήν. Ειδικότερα για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής του κανόνα αυτού και των εξαιρέσεων από αυτόν γίνεται λόγος στα περί διαχρονικού αστικού δικονομικού δικαίου. κατά το δίκαιο. ενώ ο περιορισμός.§ 286 – Ορισμός. όπως αυτή εκδόθηκε και με τη μορφή υπό την οποία αυτή εκδόθηκε. Γενικές αρχές 15 Α) Η πρώτη προϋπόθεση του επιτρεπτού της ασκήσεως ενδίκου μέσου είναι η ύπαρξη αποφάσεως. α) Κατά μία άποψη. ότι μπορεί. Απαρίθμηση & διακρίσεις. προτιμητέα είναι η τρίτη άποψη. Δ) Διαφορετικό από το αμέσως παραπάνω εξεταζόμενο ζήτημα είναι εκείνο που ανάγεται στον καθορισμό του χρονικού σημείου. γ) Τρίτη τέλος θεωρία (ονομαζόμενη μικτή κ. για λόγους επιείκειας και για επίτευξη των γνωστών σκοπών της απονομής της δικαιοσύνης. εκτός αν ο νόμος αποκλείει γενικά την άσκηση ενδίκου μέσου. εάν ετηρείτο η διαδικασία που επιβάλλεται από το νόμο. Τρεις κυρίως απόψεις ή θεωρίες υποστηρίζονται ως προς το ζήτημα αυτό: α) Κατά την πρώτη (η οποία ονομάζεται υποκειμενική θεωρία). υπό την οποία θα έπρεπε να εκδοθεί. Β) Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων κρίνεται από τη μορφή και το είδος της συγκεκριμένης κάθε φορά αποφάσεως. κατ' αρχήν και αφηρημένα στην προσβολή με αυτό το ένδικο μέσο.Δ και γενικά η νομοθεσία που ισχύει καθορίζουν κάθε φορά ποιες αποφάσεις υπόκεινται στο καθένα από τα κατ’ ιδίαν ένδικα μέσα που προβλέπονται και με ποιες προϋποθέσεις επιτρέπονται αυτά. κατ' αρχήν. β) Σύμφωνα με άλλη εκδοχή (που χαρακτηρίζεται αντικειμενική θεωρία) το επιτρεπτό της ασκήσεως κάποιου ενδίκου μέσου κατά κάποιας αποφάσεως πρέπει να καθορίζεται ενόψει της διαδικασίας και του τύπου. Γ) Το παραδεκτό ή επιτρεπτό της ασκήσεως των ενδίκων μέσων κρίνεται. υπό τον οποίο έπρεπε κατά νόμο να εκδοθεί η συγκεκριμένη απόφαση.Πολ.) υποστηρίζει. που υπόκειται σύμφωνα με το νόμο. το παραδεκτό των ενδίκων μέσων εναντίον μιας αποφάσεως κρίνεται με βάση την απόφαση.λπ. γεννιέται το ζήτημα με βάση ποια στοιχεία θα κριθεί το επιτρεπτό της ασκήσεως των κατ’ ιδίαν ενδίκων μέσων. ενόψει της συνδρομής των προϋποθέσεων που απαιτούνται κ. Κατά βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση.λπ. Ε. .16 § 286 – Ορισμός. αλλά συμπροσβάλλονται με την οριστική. όπως συνάγεται. 553 § 1.λπ. όταν η νίκη του μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερες θυσίες.Ε. ο διάδικος που νίκησε έχει έννομο συμφέρον για άσκηση ενδίκου μέσου. δηλαδή όταν απορρίφθηκε. με τις οποίες λόγω του περιεχομένου τους προδικαζόταν η ήττα του διαδίκου σύμφωνα με τον παραπάνω τρόπο. 556 (574) § 1. ΠολΔ Σ. ΚΠολΔ 516 (534) § 2 542 (560) § 2 556 (574) § 2 Σχ. ως προς την επιβλαβή γι' αυτόν διάταξη. όπως αλλού εκτίθεται. 560 § 2. π. Η τελευταία λύση. και γίνεται δεκτή η άλλη βάση ή αγωγή κ. Ήδη με βάση την ισχύουσα δικονομική ρύθμιση οι μη οριστικές αποφάσεις δεν προσβάλλονται αυτοτελώς με ένδικα μέσα.Ε. 581 § 1. ότι ορθότερο είναι να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος εκδόσεως της οριστικής ή τελειωτικής αποφάσεως για το ένδικο μέσο που ασκείται κάθε φορά. ενώ ταυτόχρονα καταργήθηκε η δυνατότητα εκδόσεως προδικαστικής (μη οριστικής) περί αποδείξεως αποφάσεως. ολικά ή μερικά. η οποία επικρατεί κυρίως στην επιστήμη ξένων χωρών. επαρκή ερείσματα στο ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο που ισχύει. 553 § 2 581 § 2 607 § 2 Α. από τον χαρακτηρισμό της αγωγής ως νομικά αβάσιμης κ. Δικαιολογητικός λόγος. κατά κανόνα τουλάχιστον ότι επέρχεται. δεν έχει όμως. 534 § 2. β) Σύμφωνα μ' άλλη γνώμη. β) Κατ' εξαίρεση. ολικά ή μερικά. γ) Όμοια. 14. σε περίπτωση αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών ή σε περίπτωση συνεκδικάσεως συναφών αγωγών ή υποθέσεων.ΠολΔ Σ. δικαίωμα για άσκηση ενδίκου μέσου και στον διάδικο που νίκησε14.λπ. και παρακάτω §§ 294 επ. ΚΠολΔ 516 (534) § 1. Σχ. δεκτή εναντίον του όμοια αίτηση του αντιδίκου του. όπως και από τη διατύπωση του θέματος που διέτασσε διεξαγωγή αποδείξεων. 542 (560) § 1. Ε) Για άσκηση ενδίκου13 μέσου απαιτείται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος από εκείνον που το ασκεί.Ε. ββ) Όταν η απόφαση απορρίπτει μη αυτοτελή ένσταση του εναγόμενου. όταν ο διάδικος για τον οποίο πρόκειται ηττήθηκε. α) Το έννομο αυτό συμφέρον έχει ο διάδικος που υφίσταται βλάβη από την προσβαλλόμενη απόφαση. Απαρίθμηση & διακρίσεις. αναγνωρίζεται. 534 § 1. 574 § 1. 607 § 1 Α. κρίσιμο με την έννοια αυτή χρονικό σημείο είναι εκείνο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου. Γενικές αρχές χαν. εκείνη της παραγραφής. με άλλο νομοθετικό καθεστώς υποστηριζόταν το ίδιο και όταν επρόκειτο για μη οριστικές αποφάσεις. είναι επιεικής. 560 § 1. εξοφλήσεως κ. αίτησή του περί παροχής έννομης προστασίας ή έγινε. και δέχεται την ένσταση συμψηφισμού ή άλλη (γνήσια) ένσταση που στηρίζεται σε αυτοτε13. από την παράνομη και μη προσήκουσα επιβολή ή κατανομή του βάρους της αποδείξεως. Αυτό συμβαίνει: αα) Όταν η απόφαση αποτελεί δεδικασμένο εναντίον του.χ. 574 § 2.λπ. απορρίπτεται μία ή περισσότερες από τις βάσεις ή από τις σωρευόμενες ή από τις συνεκδικαζόμενες αγωγές κ. σε διαφορές που αφορούν σχέσεις γονέων και τέκνων κ.λπ. γ) Τρίτη τέλος άποψη δέχεται. π. Πρβλ. Στο παρελθόν.χ. σε δίκες δημοσίας τάξεως.λπ. Βλάβη θεωρείται. όπως και σε γαμικές διαφορές. ) αποδέχθηκε την απόφαση που προσβάλλεται ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της ασκήσεώς τους15.δ. γγ) Αμφισβητείται το ζήτημα. μέχρι κάποιου σημείου αμφισβητείτο στην Ελλάδα το ζήτημα. η μεταξύ των διαδίκων σε δίκη περί διαζυγίου ή ακυρώσεως γάμου συμφωνία για παραίτηση και των δύο ή του ενός από αυτούς από την άσκηση των ενδίκων μέσων κατά αποφάσεως που εκδόθηκε είναι ανίσχυρη.§ 286 – Ορισμός. Πρβλ. 606 (625) ΚΠολΔ. επιτρέπεται αποδοχή της αποφάσεως και παραίτηση από τα ένδικα μέσα. σε συνδυασμό με την πιο πάνω αναφερόμενη διάταξη και τους γενικούς ορισμούς του ΚΠολΔ περί παραιτήσεως και αποδοχής 15. εφεσίβλητος κ. εφόσον ο ενδιαφερόμενος (διάδικος κ. Γι' αυτό. Η παραίτηση γίνεται με δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Ι § 194. Δικαιολογητικός λόγος. Σύμφωνα με το άρθρ. ΣΤ) Η άσκηση ενδίκων μέσων αποκλείεται. η παραίτηση που γίνεται μετά την έκδοση της αποφάσεως σε τέτοιες δίκες από την άσκηση ενδίκου μέσου ή από το ένδικο μέσο που ήδη ασκήθηκε είναι ισχυρή. οι διάδικοι δικαιούνται να παραιτηθούν από τα ένδικα μέσα μόνο μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως. Το ζήτημα λύθηκε μερικά με το ν. 1 αυτού. 592 §1 (δηλαδή τις γαμικές διαφορές). έχει έννομο συμφέρον για άσκηση ενδίκου μέσου. Ο ΚΠολΔ δεν περιέχει παρόμοια διάταξη (άλλωστε έχει καταργηθεί και η διάταξη του ΚΠολΔ που προέβλεπε την πνευματική λύση του γάμου ως διαδικασία που επακολουθούσε της εκδόσεως της περί διαζυγίου δικαστικής αποφάσεως). ενώ σύμφωνα με την άποψη του ιδίου θα έπρεπε ν' απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη ή πραγματικά ανυπόστατη. Δικαιολογητικός λόγος της παραδοχής της αρχής αυτής είναι η σκέψη του νομοθέτη ότι δεν είναι ορθό και σκόπιμο να αναταράσσεται κατά τις περιπτώσεις αυτές το παρελθόν. Απαρίθμηση & διακρίσεις. Υπό το προγενέστερο δίκαιο. Ήδη η διάταξη του άρθρ. στο οποίο παραπέμπει και το άρθρ. Η διάταξη που αναφέρεται παραπάνω του άρθρ.λπ. 1909/1942 όριζε περαιτέρω. . Εξαίρεση ισχύει σε όσες περιπτώσεις δεν επιτρέπεται τέτοια αποδοχή ή παραίτηση.λπ. 1909/1942. Αντίθετα. Γενικές αρχές 17 λές δικαίωμα.λπ. 1 του ν.δ. ΚΠολΔ 289 (312). απορρίφθηκε ως άκυρη ή απαράδεκτη. ορίζει σχετικά ότι για τις διαφορές στο άρθρ. και παραπάνω τ. ότι η υποβολή από τον διάδικο ή από τον πληρεξούσιό του στη δίκη δικηγόρο της αποφάσεως που εκδόθηκε για διάζευξη προκειμένου να ακολουθήσει η από την εκκλησιαστική αρχή πνευματική λύση του γάμου εμφαίνει αποδοχή της αποφάσεως αυτής και αποκλείει την μετέπειτα προσβολή με ένδικο μέσο. καμμιά φορά δε και καλόπιστων τρίτων. αν ο εναγόμενος. 614 (635) §1 ΚΠολΔ ως προς τις διαφορές που αναφέρονται σε σχέσεις γονέων και τέκνων. πάνω στο οποίο είναι ενδεχόμενο να στηρίχθηκαν νέες καταστάσεις και δικαιώματα των ενδιαφερόμενων. αν σε δίκες που ενδιαφέρουν την δημόσια τάξη. και μάλιστα για διαζύγιο και ακύρωση γάμου. στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αγωγή ή η έφεση κ. 20. ε) Ο κανόνας (και η απαγόρευση) δεν ισχύει. όταν βα) άλλος διάδικος ασκεί το δεύτερο ένδικο μέσο κατά της ίδιας αποφάσεως. γ) Ο κανόνας ισχύει.. για την οποία ενδιαφέρεται η δημόσια τάξη17. Ο κανόνας αυτός έχει εφαρμογή. στα περί των ενδίκων μέσων για το καθένα χωριστά. μπορεί να γίνει και σιωπηρά. 17. Δικαιολογητικός λόγος. Δ) Ο κανόνας (και η απαγόρευση) ισχύει. όταν ο ίδιος διάδικος ασκεί το ίδιο κατ’ είδος και από απόψεως νομικού χαρακτηρισμού ένδικο μέσο. Αμφισβητείται το ζήτημα. αυτές δεν επιτρέπονται. Για τις υπόλοιπες δίκες δημόσιας τάξεως. το ζήτημα του επιτρεπτού της παραιτήσεως ή αποδοχής έχει. όταν 16. 18. 294 (307) επ. όταν πρόκειται γι' αναίρεση. κατά την ορθότερη γνώμη. στη συνέχεια παραιτήθηκε ήδη από το δικονομικό δικαίωμα ασκήσεως αυτού του ενδίκου μέσου. εφόσον ο ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνει σχετικές διατάξεις. κάθε φορά που το ένδικο μέσο που ασκήθηκε εξετάσθηκε και απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή αβάσιμο. ββ) ο ίδιος διάδικος ασκεί διαφορετικό ένδικο μέσο κατά της ίδιας αποφάσεως. . όταν εκδόθηκε απόφαση επί της βασιμότητας του πρώτου ενδίκου μέσου. δεν υιοθετεί συνήθως την διάκριση αυτή. δηλαδή. Τα πιο πάνω εφαρμόζονται τόσο σε παραίτηση από το δικαίωμα για άσκηση ενδίκου μέσου. εκτός από τις παραπάνω αναφερόμενες. ιδιαίτερα του Α. Η νομολογία. θα πρέπει. ΚΠολΔ 541 (532) 541 (559) 555 (573). να γίνεται δεκτό. Βλ. όταν ο διάδικος που άσκησε το πρώτο ένδικο μέσο. Βλ.18 § 286 – Ορισμός. 19. όσο και σε ανάκληση του ενδίκου μέσου που ασκήθηκε (παραίτηση από το δικόγραφο σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιείται στην πράξη). Ι § 194. Απαρίθμηση & διακρίσεις. εφόσον οδηγούν σε ανατροπή της σχέσεως. Γενικές αρχές των άρθρ. και πιο κάτω §§ 287 επ. ότι η μεν παραίτηση από τα ένδικα μέσα μπορεί να γίνει μόνο ρητά και μάλιστα κατά τον παραπάνω αναφερόμενο τρόπο. Βλ.Π. όχι όμως και όταν απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους (λόγω ακυρότητας κλπ. Στη νεώτερη δικονομική θεωρία έχουν υποστηριχθεί και οι ακόλουθες επί μέρους απόψεις ως προς τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια της εκτάσεως εφαρμογής του ως άνω δικονομικού κανόνος της «άπαξ» ασκήσεως των ενδίκων μέσων: α) Ο κανόνας αυτός ισχύει. β) Ο κανόνας δεν ισχύει επομένως. εάν τα ίδια ισχύουν και ως προς την αναίρεση20. γι' αυτά παραπάνω τ. κατ’ άρθρα 298 και 299 ΚΠολΔ. του ΚΠολΔ16. υποσημ. βγ) ο ίδιος διάδικος ασκεί το δεύτερο ένδικο κατά διαφορετικής αποφάσεως. Βλ.Ι § 194. 19. Ζ) Μία φορά μόνο επιτρέπεται στον καθένα από τους διαδίκους η άσκηση του ίδιου ενδίκου μέσου κατά της ίδιας αποφάσεως18. η δε αποδοχή της αποφάσεως αλλά και των ενδίκων μέσων. όπως και πριν.)19 ή έλαβε χώρα ανάκληση αυτού (παραίτηση από το δικόγραφο αυτού). νομίζουμε. και παραπάνω τ. Απαρίθμηση & διακρίσεις. Η) Περισσότερα ένδικα μέσα που επιτρέπονται κατά της ίδιας αποφάσεως δεν μπορούν ν' ασκούνται συγχρόνως και σωρευτικά. σκόπιμο είναι να προηγείται η συζήτηση της αναψηλαφήσεως και να επακολουθεί η της αναιρέσεως. Ν. 711. που ισχύει σήμερα. Γίνεται όμως δεκτό ότι. 607. Κ. Γενικές αρχές 19 το πρώτο ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο γενικά ή ως τυπικώς άκυρο (με την προϋπόθεση εν προκειμένω. με την προϋπόθεση και εδώ ότι δεν έχει ήδη παρέλθει η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου21. 1.§ 286 – Ορισμός. Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων. 23. ΚΠολΔ 515 (533) 539 (557) § 1 553 (571) § 1 Σχ. 533. 712. δεν προβλέπεται κάποια χρονική προτεραιότητα υποχρεωτικής μορφής μεταξύ της ασκήσεως αυτών. Ως προς τη σειρά ασκήσεως στο πεδίο των τακτικών ενδίκων μέσων –δηλαδή της ανακοπής ερημοδικίας και της εφέσεως– ήδη με βάση το αστικό δικονομικό δίκαιο. Είναι δεδομένο ότι ζήτημα προτεραιότητας μεταξύ ανακοπής ερημοδικίας και 21.Ε. 816. Με βάση αυτή τη σειρά τα τακτικά ένδικα μέσα προηγούνται των εκτάκτων. δεν υπάρχει τέτοια προτεραιότητα μεταξύ αναψηλαφήσεως και αναιρέσεως. ΠολΔ Σ. passim και ειδικά σελ. σε περίπτωση παράλληλης ασκήσεως αυτών. ειδικότερα δε η ανακοπή ερημοδικίας και η έφεση προηγούνται της αναψηλαφήσεως και η τελευταία της αναιρέσεως23. 343-346. 22. 605. 756 εδ. χωρίς πλέον να είναι απαραίτητο να προηγηθεί χρονικά οπωσδήποτε η άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας ή να πρέπει να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ασκήσεως αυτής ή να πρέπει να απορριφθεί η ασκηθείσα ανακοπή ερημοδικίας. 520 εδ. 790. 552. Δηλαδή οι ερήμην αποφάσεις προσβάλλονται από τη δημοσίευσή τους τόσο με ανακοπή ερημοδικίας. που επικρατούσε στο προγενέστερο δίκαιο. ΠολΔ 582. . 3. Επομένως και για να μην απωλεσθεί ή να μην παρέλθει τελικά άπρακτη ή προθεσμία ασκήσεως εφέσεως είναι επιτρεπτή η σωρευτική άσκηση κατά ερήμην αποφάσεως τόσο ανακοπής ερημοδικίας όσο και εφέσεως με την αυτονόητη προϋπόθεση βέβαια ότι η άσκηση εφέσεως θα ασκείται επικουρικά και ότι η εκδίκαση της εφέσεως θα ορισθεί ή θα αναβληθεί για ένα μεταγενέστερο χρονικό σημείο. η οποία ενδεχομένως μπορεί να έχει καταστεί χωρίς αντικείμενο ή περιττή. 3. Σύμφωνα με κάποια γνώμη. 752 εδ. Αθήναι. αλλά μόνο διαδοχικά και σύμφωνα με τη σειρά που ορίζεται από το νόμο22. Κρητ. όσο και με έφεση. ιδιαίτερα στην νομολογία. στ) Ο κανόνας (και η απαγόρευση) δεν ισχύει επίσης. Βλ. 605 Α. οι οποίες μπορούν ν' ασκούνται παράλληλα και ανεξάρτητα από σειρά. ώστε εν τω μεταξύ να έχει αποφανθεί το αρμόδιο δικαστήριο επί της ασκηθείσας ανακοπής ερημοδικίας. ότι δεν έχει παρέλθει η προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου). Δικαιολογητικός λόγος.Ε. Κλαμαρή. 1981. 579. όταν ο διάδικος που άσκησε το πρώτο ίδιο ένδικο μέσο στη συνέχεια παραιτήθηκε ήδη από το δικόγραφο του ασκηθέντος πρώτου ενδίκου μέσου (δηλαδή ανακάλεσε το πρώτο ένδικο μέσο). 557 § 1 ΠολΔ 515 εδ. 1 785. ν' ασκούνται και πριν από την επίδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται και μέσα στην ίδια την ημέρα της δημοσιεύσεώς της26. επιτρέπεται η σύγχρονη ή σωρευτική άσκηση περισσότερων ένδικων μέσων. Α΄ ημίτομος2 (ενημέρωση 1991). Βλ. Δικαιολογητικός λόγος.) και αυτό. Θ) Τα ένδικα μέσα πρέπει να ασκούνται εντός της προθεσμίας που ορίζεται από το νόμο για το καθένα από αυτά (αποκλειστικής ή ανατρεπτικής). Θ. α) Παλαιότερα συζητήθηκε κατ' επανάληψη το θεωρητικό ιδιαίτερα ζήτημα.20 § 286 – Ορισμός. κατά κάποια γνώμη. 516.Ε. σύμφωνα και με το τότε ισχύον άρθρο 513 § 1 εδ. εάν το δεύτερο κ. Πριν όμως από το Ν. αποφάσεως από το ένδικο μέσο που ασκήθηκε αρχικά και από το επόμενο ένδικο μέσο. 616 § 5 Α. 289. β΄ ΚΠολΔ24. Μπορούν. και.λπ. 584 § 7. με επιμέλεια Ν. Επιτροπή Αστικού Δικονομικού Δικαίου. 555 § 5. Αθήναι. Απαρίθμηση & διακρίσεις.λπ. 290. Ράμμου. σελ. β) Κατ' εξαίρεση. §§ 288. εξάλλου. αναψηλαφήσεως και αναιρέσεως25. ότι επί μεν των ερήμην αποφάσεων που είχαν εκδοθεί κατά την πρώτη συζήτηση ήταν επιτρεπτή η άσκηση εφέσεως εφόσον δεν συγχωρείται πλέον ανακοπή ερημοδικίας. . Κ. Για το ζήτημα αυτό γίνεται ειδικότερα λόγος στα περί εφέσεως. από αυτά ασκείται επικουρικά ή επιβοηθητικά δηλαδή υπό την αίρεση της απορρίψεως του προηγούμενου ως απαράδεκτου (εκπρόθεσμου κ.λπ. 26. 25. αλλ' αρκεί η αδυναμία της ασκήσεως αυτού λόγω αποδοχής. ΚΠολΔ 499 (516) Σχ. 2145/1993 με βάση την τότε ισχύουσα ρύθμιση του ΚΠολΔ τόσο ως προς την ανακοπή ερημοδικίας. Από αυτό προκύπτει. 126/127. Κλαμαρή. 972 και 981)˙ επίσης Γ. η 24. Δεν είναι όμως απαραίτητη για το παραδεκτό κάποιου ενδίκου μέσου η άσκηση πρώτα του αμέσως προηγούμενου. τ.λπ. οι οποίες μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας ή με έφεση και όχι σχετικά με την προσβολή των κατ’ αντιμωλίαν δικαστικών αποφάσεων. όσο και ως προς την έφεση προβλεπόταν. σελ. λόγω παραιτήσεως. 1980. επειδή οι τελευταίες μπορούν ούτως ή άλλως να προσβληθούν από πλευράς τακτικών ενδίκων μέσων μόνο με έφεση (και όχι με ανακοπή ερημοδικίας).Ε. ενώ επί των ερήμην αποφάσεων που είχαν εκδοθεί σε μεταγενέστερη συζήτηση ήταν επιτρεπτή η άσκηση εφέσεως από τη δημοσίευσή τους. Θ. Βλ. ότι η άσκηση ενός ενδίκου μέσου κατά μιας αποφάσεως από κάποιο διάδικο αποκλείει κατ’ αρχήν την άσκηση άλλου ενδίκου μέσου από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας αποφάσεως. Β΄. εάν επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων πριν από την έκδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται. για να μη διατρέχει διαφορετικά ο διάδικος τον κίνδυνο να εκπέσει με την πάροδο της προθεσμίας στο μεταξύ και μέχρι της εκδόσεως οριστικής κ. Ράμμου. την πρώτη έκδοση του εγχειριδίου αυτού (Γ. Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου. 539 § 3. παρελεύσεως της προθεσμίας κ.ΠολΔ Σ. 957/958. Γενικές αρχές εφέσεως τίθεται μόνο σχετικά με την προσβολή των ερήμην δικαστικών αποφάσεων. 3772/2009 (άρθρο 50 § 1). 533 Α. 512 § 2. ο τρόπος της τηρήσεως του οποίου και οι λεπτομέρειες ορίζονται με διάταγμα. με αναφορά και στον λατινικό τεχνικό όρο του ρωμαϊκού δικαίου. Βλ. 513 του ΚΠολΔ βιβλίων ένδικων μέσων». 30. Απαρίθμηση & διακρίσεις. .Ε. δ) Στο δικόγραφο που κατατέθηκε γίνεται ση27. 512 § 1. 532 § 1 Α. αν προσβάλλεται απόφαση εφετείου που συνεδρίασε σε μεταβατική έδρα29. 3811/2009 (άρθρο 22).Ε. σύμφωνα με τον ΚΠολΔ28. Δικαιολογητικός λόγος.ΠολΔ Σ. τους λόγους. Άρθρο 495 (512) § 1 ΚΠολΔ. πρέπει να αναφέρει την απόφαση που προσβάλλεται. γ) Κατά το άρθρ. σχετικά και τις μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 23 Ν. β) Ο αρμόδιος υπάλληλος της γραμματείας συντάσσει για την κατάθεση έκθεση στο βιβλίο που τηρείται από αυτή και υπογράφεται από τον υπάλληλο και από εκείνον που καταθέτει30 το δικόγραφο. 564/1968 «για τον τρόπο τηρήσεως των κατά το άρθρ. β) Υπό τον ΚΠολΔ και γενικά υπό το δίκαιο που ισχύει. της εφέσεως. ΚΠολΔ 495 (512) § 2 Σχ. IA) Τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας. §§ 287 . η οποία αφορά όχι μόνο τους διαδίκους και εκείνους που έχουν οπωσδήποτε σχέση με τη δίκη. και β. ξεχωριστό για το καθένα από τα ένδικα μέσα που αναφέρονται στο άρθρ. 513. Πολ.Δ Σ. 29. οι οποίοι αργότερα πρόκειται να συναλλαγούν σε σχέση με το τωρινό επίδικο περιουσιακό στοιχείο και ενδιαφέρονται να γνωρίζουν την τύχη της δίκης κατά τα διάφορα στάδια αυτής. με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή στη γραμματεία του πρωτοδικείου της μεταβατικής έδρας. 3994/2011. όπως προκύπτει από τις διατάξεις που αναφέρονται πιο πάνω. τα ένδικα μέσα ασκούνται στο δικαστή/δικαστήριο «Iudex a quo» –δηλαδή σε εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση– και όχι στο δικαστή/δικαστήριο «Iudex ad quem». Ο τρόπος που εκτέθηκε ασκήσεως ένδικων μέσων κρίθηκε προτιμητέος έναντι του τρόπου που ίσχυε πριν κατά την αρχική διατύπωση της ΠολΔ του 1834 μ' επίδοση και καταχώριση σε ειδικό βιβλίο.δ. 28.§ 286 – Ορισμός.ΠολΔ Σ.Ε.Ε. δεν μπορεί να γεννηθεί παρόμοιο ζήτημα. Ο τρόπος αυτός εξασφαλίζει καλύτερα την δημοσιότητα της ασκήσεως των ένδικων μέσων. 3811/2009 και 72 §§ 2 και 4 Ν. της αναψηλαφήσεως και της αναιρέσεως ασκούνται. Σχ.290. 532 § 2 Α. 495 § 1. για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο (δηλαδή τα παράπονα κατά της αποφάσεως που προσβάλλεται) και το αίτημα. και το Ν. Ι) Για το ζήτημα. Γενικές αρχές 21 λεγόμενη «τυφλή» άσκηση ένδικων μέσων ή η άσκηση τυφλού ενδίκου μέσου. 31. Ειδικότερα: α) Το δικόγραφο αυτό. 496 (513) ΚΠολΔ31. Βλ.Ε. από ποιον πρέπει να ασκούνται και εναντίον ποίου πρέπει να απευθύνονται τα ένδικα μέσα σε περίπτωση απλής και αναγκαστικής ομοδικίας γίνεται λόγος σε όσα εκτίθενται στα κεφάλαια που ακολουθούν για το καθένα ξεχωριστά από τα ένδικα μέσα27. όπως ισχύει μετά το Ν. δηλαδή σε εκείνο που θα εκδικάσει το ένδικο μέσο κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. από την γραμματεία των δικαστηρίων τηρείται βιβλίο. αλλά και τους τρίτους. Βλ. Δηλαδή. εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου. ΚΠολΔ 495 (512) § 1 Σχ.Ε. ενενήντα ημέρες πριν από τη συζήτηση37. είτε αυτοτελώς και κοινοποιείται σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. όπως ισχύει μετά το Ν. Όσα εκτέθηκαν 32. Απαρίθμηση & διακρίσεις. Ο αντίστοιχος προσδιορισμός δικασίμου προκειμένου για εφέσεις κατά αποφάσεων των πολυμελών και μονομελών πρωτοδικείων που εκδικάζονται στις μεταβατικές έδρες των εφετείων της περιφερείας του. Βλ. κατά το άρθρ. προσκομίζοντας αντίγραφο του δικογράφου που κατατέθηκε και της αποφάσεως που προσβάλλεται. Άρθρο 497 (514) ΚΠολΔ. η δε εγγραφή στο πινάκιο είναι αναγκαία μόνο για την συζήτησή της.ΠολΔ Σ. Άρθρο 498 (315) § 2 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά το Ν. όπως και στην αγωγή. εάν δε ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Γενικές αρχές μείωση του αύξοντα αριθμού της εκθέσεως και της χρονολογίας αυτής. ε) Τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της αναψηλαφήσεως κατ' αποφάσεων των ειρηνοδικείων μπορούν να ασκηθούν και προφορικά. στ) Μόνη η κατάθεση του δικογράφου του ενδίκου μέσου σύμφωνα με τα ανωτέρω αρκεί προκειμένου να τελειωθεί η άσκηση του ενδίκου μέσου –δηλαδή η άσκηση των ενδίκων μέσων τελειούται ή άλλως ολοκληρούται με μόνη την κατάθεση του δικογράφου αυτών στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση– χωρίς να απαιτείται επιπλέον. αφού συνταχθεί έκθεση στο βιβλίο που τηρείται σύμφωνα με το άρθρο 49633. Ως προς την προθεσμία κλητεύσεως ισχύει και εν προκειμένω η ίδια προθεσμία που προβλέπεται και στο άρθρ. 532 § 3 Α. 3994/2011 (άρθρο 43 § 2). Ως προς αυτό διαφέρει η άσκηση ένδικων μέσων από την έγερση της αγωγής. 17. και να καλέσει τον αντίδικο για συζήτηση αυτού. γίνεται κατ’ εντολήν του οικείου προέδρου εφετών από τον προϊστάμενο του πρωτοδικείου τούτου36. Άρθρο 498 (515) § 1 εδ. 512 § 3. ΙΒ) Μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου.22 § 286 – Ορισμός. Η κλήση γίνεται είτε κάτω από το αντίγραφο του ενδίκου μέσου που κατατέθηκε. ο καθένας από τους διαδίκους δικαιούται. όπως ισχύει μετά το Ν. 226 (229) ΚΠολΔ. κοινοποίηση/επίδοση αντιγράφου του ενδίκου μέσου που κατατέθηκε στον αντίδικο35. Το πρωτότυπο του ενδίκου μέσου ή η έκθεση που συντάχθηκε φυλάσσονται στο αρχείο του δικαστηρίου34. να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου από τη γραμματεία του δικαστηρίου. η προθεσμία αυτή είναι εξήντα ημέρες. 3994/2011 (άρθρο 43 § 3). 34. Ι § 176. ΚΠολΔ 495 (512) § 3 Σχ. Βλ. η οποία βεβαιώνεται με την υπογραφή εκείνου που συντάσσει την έκθεση32. ως πράξη ασκήσεως αυτών. σημ. .Ε. και η επίδοση αυτής. εκτός από την κατάθεση. 228 (232) ΚΠολΔ. 36. 35. Δηλαδή. 37. Ο προσδιορισμός δικασίμου γίνεται κατά τα λοιπά. β ΚΠολΔ. στο οποίο απευθύνεται το ένδικο μέσο. πιο πάνω τ. 33. 2915/2001 και 2943/2002). με την οποία είναι απαραίτητη. Δικαιολογητικός λόγος.Ε. § 176. ανατρέχουν στο παρελθόν και μάλιστα στον χρόνο της δημοσιεύσεως της αποφάσεως που προσβάλλεται.λπ. VΙ) Διάκριση παραδεκτού και βασιμότητας ενδίκων μέσων. ΠολΔ Σ. 38. (την) ανακοίνωση κ. 535 Α. η έναρξη των αποτελεσμάτων τους δεν εξαρτάται από την εισαγωγή τους για συζήτηση. 39. έτσι και στα ένδικα μέσα διαφέρουν. αλλά και. 41. αυτό το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο και δεν μπορεί να ασκηθεί. 40. η προθεσμία και η άσκηση των ενδίκων μέσων της ανακοπής ερημοδικίας και της εφέσεως δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της αποφάσεως που προσβάλλεται41. εξαιτίας των αντίστοιχων συνεπειών των προθεσμιών των ενδίκων μέσων ξεχωριστά (κυρίως των τακτικών)..Ι. (την) ανταγωγή. εάν δε παρά ταύτα ασκηθεί. ή λείπει μία τουλάχιστον.§ 286 – Ορισμός. ΙΔ) Σε δίκες για την εκτέλεση (στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες που αφορούν την προσωπική κράτηση). Εξάλλου. ΚΠολΔ 937 (999). όπως παρακάτω εκτίθεται. Α) Εάν δεν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του παραδεκτού κάποιου ενδίκου μέσου που απαιτούνται κάθε φορά. κατά κανόνα. Ο τρόπος ασκήσεως των ενδίκων μέσων που εκτέθηκε δεν ισχύει. όπως στην περίπτωση επελεύσεως των συνεπειών της ασκήσεως της αγωγής40. δεν έχουν τα αποτελέσματα αυτά αναδρομική δύναμη από τυπική άποψη. 515.Ε. ΠολΔ Σ. απορρίπτεται ως απαράδεκτο ή δεν επιτρέπεται όχι μόνο ύστερα από πρόταση του αντιδίκου που το άσκησε. και παραπάνω τ. παραπάνω τ. ΙΓ) Κατά συνεπή ακολουθία με όσα εκτέθηκαν αμέσως παραπάνω για τον τρόπο ασκήσεως των ενδίκων μέσων. ή. ότι τα αποτελέσματα της ασκήσεως των ενδίκων μέσων αρχίζουν από τη σύνταξη της εκθέσεως της καταθέσεως αυτών. και πρέπει αντιστοίχως να διακρίνονται. Δικαιολογητικός λόγος. και παρακάτω τ. ή διαφορετικά αν λείπει μία τουλάχιστον προϋπόθεση του επιτρεπτού αυτού. από την επίδοσή τους.Ε. Γενικές αρχές 23 εφαρμόζονται και σε προσδιορισμό κάθε άλλης δικασίμου38. Βλ. Βλ.Ε. ΙΙΙ στα περί αναγκαστικής εκτελέσεως. αφενός οι προϋποθέσεις του παραδεκτού ή επιτρεπτού και αφετέρου οι προϋποθέσεις της βασιμότητας των κατ’ ιδίαν ενδίκων μέσων. Απαρίθμηση & διακρίσεις. σε διαιτησία. μολονότι ουσιαστικά. σε πολλές περιπτώσεις. Ι § 177. Όπως όταν πρόκειται για (την) αγωγή. (την) παρέμβαση (κύρια και πρόσθετη). Για το λόγο αυτό. ΚΠολΔ 498 (515) Σχ. Επομένως. . (την) προσεπίκληση. αυτεπάγγελτα από το δικαστή. από τη στιγμή που προβλέπεται η άσκησή τους από τη συμφωνία περί διαιτησίας κ. όπως στη συνέχεια αναπτύσσεται. ο ΚΠολΔ39 ορίζει. 536 Α. εάν δεν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις της βασιμότητας ενός ενδίκου μέσου που καθορίζονται από το νόμο για κάθε περίπτωση. Πρβλ.Ε. 517.λπ. ΚΠολΔ 500 (517) Σχ. Β) Στην πρώτη κατηγορία υπάγεται π. το ένδικο μέσο είναι αβάσιμο και δεν μπορεί να γίνει δεκτό (κατ' ουσία). γ) Η απόφαση που αποφαίνεται για το απαράδεκτο του ενδίκου μέσου. ή κάθε φορά που κάποια προϋπόθεση του παραδεκτού εξαρτάται από γεγονός που πραγματοποιείται εξαιτίας πρωτοβουλίας ή αιτήσεως των διαδίκων ή από γεγονός που δεν προκύπτει από τα έγγραφα της δίκης και τα πραγματικά στοιχεία που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου. Δικαιολογητικός λόγος. όπως και στους οικείους τόπους αναφέρεται. ενώ στην δεύτερη κατηγορία κατατάσσεται η ύπαρξη νομικού ή πραγματικού σφάλματος στην απόφαση που προσβάλλεται. Απαρίθμηση & διακρίσεις.24 § 286 – Ορισμός. η οποία. συνήθως υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστή. Έτσι έχει π. εξάλλου των παραπόνων που διατυπώνονται με το ένδικο μέσο εξετάζεται και λαμβάνεται υπόψη κατά κανόνα και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. όταν είναι τελεσίδικη από την έκδοσή της ή όταν καταστεί τελεσίδικη. Η απόφαση αυτή. οπότε αν δεν τηρήθηκε η προθεσμία και το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπροθέσμως. Διαφορετικά έχει το πράγμα. η οποία αποφαίνεται για το νομικά ή πραγματικά αβάσιμο του ενδίκου μέσου και απορρίπτει ή δέχεται αυτό και αντίστοιχα και ανάλογα (απορρίπτει ή δέχεται) την αίτηση περί παροχής έννομης προστασίας ολικά ή μερικά. κάθε φορά που προέρχεται αμέσως από το νόμο. αλλά και πρακτική σημασία. απορρίπτεται για ουσιαστικούς λόγους. αν ασκηθεί δε ενδεχομένως παρ' αυτού. όπως λέχθηκε. τότε τούτο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. αρχίζει συνήθως από την επίδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται. Εξαίρεση ισχύει. β) Το αβάσιμο. Γενικές αρχές από αυτές. παράγει δεδικασμένο. η οποία είναι ή καθίσταται τελεσίδικη. εάν ανάγεται στην ουσία της υποθέσεως. Γ) Η διαφορά και διάκριση μεταξύ του παραδεκτού και της βασιμότητας κάποιου ενδίκου μέσου έχει όχι μόνο θεωρητική. οπότε αντίστοιχα αν στη δικαστική απόφαση που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο δεν έχει εμφιλοχωρήσει κάποιο νομικό ή πραγματικό σφάλμα τότε το συγκεκριμένο ένδικο μέσο απορρίπτεται ως αβάσιμο. οπότε πρέπει να προβάλλεται το σφάλμα της προσβαλλομένης αποφάσεως και να διατυπώνεται από τον διάδικο που έχει έννομο συμφέρον το αντίστοιχο κατά νόμο αίτημα. κάθε φορά που το απαράδεκτο προέρχεται από την αποδοχή της αποφάσεως που προσβάλλεται ή από την παραίτηση από το δικαίωμα της ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου. αν συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις. η άσκηση του ενδίκου μέσου εντός της προθεσμίας που τάσσεται από το νόμο. όταν πρόκειται για οριστική ή τελειωτική απόφαση.χ. παράγει πλήρες και κανονικό ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς την αίτηση περί παροχής έννομης προ- .χ. ενώ διαφορετικά έχει το πράγμα. α) Το απαράδεκτο της ασκήσεως κάποιου ενδίκου μέσου εξετάζεται και λαμβάνεται. αλλά μόνο ως προς το δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε και όχι ως προς την ουσία της υποθέσεως. το πράγμα ως προς την προθεσμία της ασκήσεως ενδίκου μέσου. αν και κρίνει εκ πρώτης όψεως απαράδεκτο το ένδικο μέσο. Βλ. Μόνο εάν διαπιστωθεί η συνδρομή όλων των προϋποθέσεων του επιτρεπτού του ενδίκου μέσου που φέρεται υπό την κρίση του δικαστηρίου. αν ήθελε να θεωρηθεί παραδεκτό. νομίζουμε. Γενικές αρχές 25 στασίας κ. Δεν έχει όμως έτσι το πράγμα κάθε φορά που κρίνονται βάσιμοι ένας ή περισσότεροι από τους λόγους που διατυπώνονται ως προς την ορθότητα της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως από νομική ή πραγματική πλευρά.§ 286 – Ορισμός. Ε) Στην προπαρασκευαστική από το δικαστήριο διαδικασία της εκδόσεως της αποφάσεως (πρέπει να) προηγείται η εξέταση και ο σχηματισμός κρίσεως για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου που ασκήθηκε42 και να επακολουθεί η έρευνα για τη βασιμότητά του. Δικαιολογητικός λόγος. εάν επιτρέπεται το ένδικο μέσο που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που προσβάλλεται και εάν ασκήθηκε από πρόσωπο που νομιμοποιείται γι' αυτό και μάλιστα να εξετάζεται η συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων. από τη μία ως απαράδεκτο. επιτρέπεται να εκδοθεί απόφαση. Δ) Είναι ολοφάνερο και προκύπτει εύκολα από όσα εκτίθενται πιο πάνω. πρέπει να συντρέχουν αφενός οι προϋποθέσεις του παραδεκτού και αφετέρου η βασιμότητά του. συνήθως τουλάχιστον. μπορεί και πρέπει να απορρίπτεται αυτό χωρίς. ΣΤ) Ανάλογη γενικά αντιδιαστολή προς την διάκριση και διαφορά που εκτέθηκε μεταξύ του παραδεκτού και της βασιμότητας κάθε ενδίκου μέσου υπάρχει και πρέπει να γίνεται μεταξύ του παραδεκτού και της βασιμότητας των κατ’ ιδίαν λόγων ή 42. . §§ 148 επ. η οποία δέχεται αφενός ότι είναι απαράδεκτο και γι' αυτό το λόγο απορριπτέο το ένδικο μέσο και αφετέρου ότι. κάποια δυσχέρεια. κατ' εφαρμογή της αρχής της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας. προχωρεί αυτό στην εξέταση και κρίση περί της βασιμότητάς του. Δεν αποκλείεται κατ' εξαίρεση όπως. Εννοείται ότι αυτό δεν επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας ή άλλης σχετικής προς την πορεία της υποθέσεως κυρώσεως. Τέτοια αίρεση είναι. Συνήθως πρέπει να εξετάζεται. το δικαστήριο. επειδή έχει ως προς αυτό κάποιες αμφιβολίες για το απαράδεκτο. Σε μια τέτοια περίπτωση. δηλαδή την τελική και ουσιαστική παραδοχή αυτού. άλλη περαιτέρω έρευνα ως προς την ουσία της υποθέσεως. να εισέλθει στην εξέταση της βασιμότητας των λόγων που προβάλλονται με το ένδικο μέσο. Εάν διαπιστωθεί η έλλειψη μίας τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της ασκήσεως ενός ενδίκου μέσου. είναι βάσιμοι οι λόγοι του και γίνεται δεκτό. εάν υπό τις συνθήκες αυτές. Ι. από την άλλη ως αβάσιμο. οπότε δεν γεννιέται.λπ. ότι για την επιτυχία της ασκήσεως κάθε ενδίκου μέσου. ανεπίτρεπτη ενόψει και των όσων εκτίθενται παραπάνω για το επιτρεπτό ή μη της προσθήκης αιρέσεων στις διαδικαστικές πράξεις43. Απαρίθμηση & διακρίσεις. Είναι αμφίβολο. κατά κανόνα. 43. είναι ενδεχόμενο το δικαστήριο να καταλήγει στην απόρριψη του ενδίκου μέσου που ασκήθηκε. παραπάνω τ. επιτρέπονται ή ακριβέστερα μπορούν να προβληθούν περισσότεροι ή λιγότεροι λόγοι. που προβάλλονται με κάθε ένδικο μέσο. διαφορετικά απαράδεκτος. Εξαίρεση ισχύει. Στη σειρά της έρευνας αυτής προηγούνται συνήθως οι λόγοι που στηρίζονται σε παράβαση ή μη τήρηση κάποιας δικονομικής διατάξεως και ακολουθούν λόγοι που αφορούν την ουσία της υποθέσεως νομικής ή πραγματικής φύσεως. ότι πρέπει ν' απορριφθεί ο καθένας από τους λόγους που διατυπώνονται. που έχουν ασκηθεί ξεχωριστά ή σε περίπτωση ασκήσεως ανταγωγής. εξάλλου. Εάν όμως μόνο η αιτιολογία είναι εσφαλμένη. . β) Εάν κάποιος λόγος μπορεί να προταθεί σύμφωνα με το νόμο με βάση το περιεχόμενό του και προβάλλεται κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. αα) ή σε περίπτωση σωρεύσεως αγωγών (αντικειμενικής ή υποκειμενικής) ή συνεκδικάσεως περισσότερων αγωγών. στ) Αν γίνει δεκτός ένας λόγος. επακολουθεί ο έλεγχος της βασιμότητάς του. Απαρίθμηση & διακρίσεις. ββ) κάθε φορά που υπάρχει ειδικό έννομο συμφέρον ενός από τους διαδίκους προς αυτό. εξετάζονται κατά την σειρά που εκτέθηκε οι λοιποί λόγοι και ανάλογα του πορίσματος που συνάγεται. οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερα κεφάλαια. αλλά το συμπέρασμα ορθό. ε) Αν κριθεί. περιττεύει συνήθως η εξέταση των άλλων λόγων που τυχαίνει να υπάρχουν.χ.290 στα περί των ενδίκων μέσων για το καθένα χωριστά. Τόσο το παραδεκτό όσο και η βασιμότητα των λόγων ξεχωριστά κρίνεται αντικειμενικά και όχι μόνο με βάση τη σχετική προς το θέμα ή το ζήτημα αιτιολογία της αποφάσεως που προσβάλλεται. ενώ αντικαθίσταται η εσφαλμένη αιτιολογία με άλλη ορθή αιτιολογία44. Δικαιολογητικός λόγος.26 § 286 – Ορισμός. δ) Εάν κάποιος από τους λόγους του συγκεκριμένου ενδίκου μέσου θεωρηθεί απαράδεκτος. Εάν. Γενικές αρχές παραπόνων. κύριας ομοδικιακής πρόσθετης παρεμβάσεως ή και προσεπικλήσεως και γενικά σε περίπτωση αποφάσεων. παρακάτω §§ 287 . ο λόγος αυτός χαρακτηρίζεται ως βάσιμος. απορρίπτονται ή γίνονται δεκτοί και στη συνέχεια και το ένδικο μέσο. εξετάζεται εάν το παράπονο που προβάλλεται με το λόγο αυτό είναι δικαιολογημένο ή όχι. θεωρείται παραδεκτός. Βλ. α) Ανάλογα με το είδος κάθε ενδίκου μέσου και ιδίως εν όψει της διακρίσεως των ενδίκων μέσων σε τακτικά και έκτακτα. τα παράπονα που διατυπώνονται για κάποιους από τους λόγους κάποιου ενδίκου μέσου είναι ορθά. 44. προς αποτροπή της δημιουργίας (δυσμενούς) δεδικασμένου από την εσφαλμένη κρίση. Στην πρώτη περίπτωση ο λόγος γίνεται δεκτός και αντιστοίχως κατά την έκταση και τη σημασία αυτού γίνεται δεκτό και το ένδικο μέσο ολικά ή μερικά. απορρίπτεται ο σχετικός λόγος. π. γ) Και εδώ προηγείται η εξέταση του παραδεκτού καθενός από τους λόγους που προβάλλονται καθενός ξεχωριστά ενδίκου μέσου. απορρίπτεται χωρίς παραπέρα έλεγχο της βασιμότητάς του. ενώ στην δεύτερη περίπτωση απορρίπτονται και τα δύο ολικά ή μερικά. και μόνο αν κριθεί αυτός παραδεκτός. δηλαδή σύμφωνα με το νόμο και τα πράγματα. Στην αντίθετη περίπτωση. § 286 – Ορισμός. Δικαιολογητικός λόγος. Απαρίθμηση & διακρίσεις. Γενικές αρχές 27 Ζ) Τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν αποτελούν διαδικαστικές πράξεις, για τις οποίες κατ' αρχήν εφαρμόζονται οι κανόνες που ισχύουν για τις λοιπές διαδικαστικές πράξεις, για τους οποίους έγινε λόγος παραπάνω45. α) Μεταξύ των κανόνων αυτών περιλαμβάνονται και οι ορισμοί του ΚΠολΔ46 που ρυθμίζουν τα σχετικά με την αποδοχή και παραίτηση από τις διαδικαστικές πράξεις από απόψεως προϋποθέσεων και διατυπώσεων. β) Ειδικά, ως προς την παραίτηση από τα ένδικα μέσα και την αποδοχή τους, ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα των χρονικών σημείων, εντός των οποίων μπορεί και επιτρέπεται να γίνουν αυτές, για το οποίο μπορούν να παρατηρηθούν σε συντομία τα επόμενα: αα) Για το επιτρεπτό της παραιτήσεως από τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν και της αποδοχής τους δεν μπορεί, νομίζουμε, να γεννηθεί ζήτημα από την πλευρά των χρονικών ορίων, εντός των οποίων επιτρέπεται να ενεργηθούν οι πράξεις αυτές, με την επιφύλαξη βεβαίως της συνδρομής των γενικών προϋποθέσεων και της ισχύος των κοινών περιορισμών. Εφόσον ασκήθηκε το ένδικο μέσο και δεν περατώθηκε ή δεν καταργήθηκε η σχετική δίκη με άλλο νόμιμο τρόπο, επιτρέπονται τόσο η αποδοχή όσο και η παραίτηση από αυτό. Το ίδιο, κατά κανόνα τουλάχιστον, ισχύει, εφόσον εκδόθηκε (δημοσιεύθηκε κ.λπ.) η απόφαση, κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου. ββ) Αμφιβολίες, όμως, γεννιούνται ως προς το επιτρεπτό των πιο πάνω πράξεων και ιδιαίτερα της παραιτήσεως από τα ένδικα μέσα πριν την έκδοση της αποφάσεως, εναντίον της οποίας θα έπρεπε να ασκηθούν και να απευθυνθούν τα ένδικα μέσα. Κατ' ευθείαν και από θεωρητική καθαρά πλευρά αν εξεταστεί το πρόβλημα ταιριάζει αρνητική απάντηση. Γενικότερα, όμως, και από πρακτική πλευρά η απάντηση εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από την αντιμετώπιση του γενικότερου προβλήματος του κύρους και της εκτάσεως της ισχύος των δικονομικών λεγόμενων συμφωνιών και της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, για το οποίο γίνεται λόγος παραπάνω47. Σε πολλές περιπτώσεις το αποτέλεσμα που επιδιώκεται μπορεί να επιτευχθεί με τη σύναψη δικαστικού, ενδεχόμενα δε και εξώδικου συμβιβασμού. γγ) Παραίτηση από τα ένδικα μέσα επιτρέπεται και σε διαφορές ή δίκες δημόσιας τάξεως (γαμικές ή διαφορές που αφορούν σχέσεις γονέων και τέκνων κ.λπ.) μόνο μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως. Για τον τρόπο της παραιτήσεως και για κάποια ειδικά ζητήματα γίνεται λόγος στους οικείους τόπους48. Η) Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 76 (77) § 4 ΚΠολΔ49, στην περίπτωση 45. Βλ. παραπάνω τ. Ι §§ 147 επ. 46. Βλ. παραπάνω τ. Ι § 194. 47. Βλ. παραπάνω τ. Ι, §§ 143, 150, 209. 48. Πρβλ. παρακάτω §§ 287 έως και 290. 49. Βλ. σχετικά παραπάνω τ. Ι, § 125 και παρακάτω §§ 287 έως και 290. 28 § 286 – Ορισμός. Δικαιολογητικός λόγος. Απαρίθμηση & διακρίσεις. Γενικές αρχές αναγκαστικής ομοδικίας η άσκηση ένδικων μέσων από έναν από τους αναγκαίους ομοδίκους επιφέρει αποτελέσματα και για τους λοιπούς αναγκαίους ομοδίκους. Είναι το λεγόμενο επεκτατικό αποτέλεσμα της ασκήσεως των ενδίκων μέσων. Τα αποτελέσματα που λέχθηκαν ανάγονται όχι μόνο στη δίκη που ανοίγεται εξαιτίας της ασκήσεως του ενδίκου μέσου ή στο σχετικό στάδιο διαδικασίας, αλλά και στην απόφαση που εκδίδεται πάνω σ' αυτό. Ειδικότερα για τα αποτελέσματα αυτών, εφόσον αυτό ενδείκνυται, γίνεται λόγος σε όσα εκτίθενται για το κάθε ένδικο μέσο50. 50. ΚΠολΔ 606, 625, 614 (635). Βλ. παρακάτω §§ 287 έως και 290. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ § 287 Ειδική βιβλιογραφία: Πρβλ. εν πρώτοις την ανωτ. § 187 και § 284 σημειομένην βιβλιογραφίαν έτι δε Λιβαδά-Ράμμου: Περί ανακοπής βα έκδ. 1931· Glasson-Tissier-MorelΡάμμου: Σύστημα κ.λπ. τ. IV §§ 842 επ.· Γ. Θ. Ράμμου: Ερημοδικία, ανακοπή και δευτέρα ανακοπή ΑΙΔ τ. ΙΧ 229 επ.· του αυτού: Περιορισμός της ερημοδικίας και της ανακοπής εις τας πολιτικάς δίκας ΑΙΔ τ. Χ 180 επ.· του αυτού: Η ανακοπή ερημοδικίας και η έφεσις κατά το Σχέδιον του ΚΠολΔ ΕΕΑ Ν.τ. (16 ν.π.) σ. 3 επ.· Ν. Δ. Βερβεσού: Η εξ ανωτέρας βίας μη εμφάνισις διαδίκου κατά την συζήτησιν ως λόγος ανακοπής ερημοδικίας Δ. VI 598 επ.· του αυτού: Η ερημοδικία εν ταις ειδικαίς διαδικασίας Δ. V. 545 επ.· του αυτού: Τύχη προκαταβληθέντων εξόδων και τελών ως και του παραβόλου ερημοδικίας εν περιπτώσει απορρίψεως της ανακοπής λόγω ερημοδικίας του ανακόπτοντος Δ. VI 72· Π. Καργάδου: Η προσβολή κατ' ερήμην αποφάσεως κατά την τακτικήν διαδικασίαν Δ. ΙΧ 689 επ.· Ε. Καμπουράκη: Μέσα προσβολής ερήμην αποφάσεως κατά τας ειδικάς διαδικασίας Δ ΙΧ 74 επ. (Εισηγήσεις εις το Συνέδριον των Ελλήνων Δικονομολόγων εν Ρόδω κατ' Οκτώβριον του 1977)· Π. Θεοδωροπούλου: Ανακοπή ερημοδικίας κ.λπ. Αρχ. Νομ. ΚΑ 177 επ., Π. Ψαρράκη: Συνέπειαι ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας Ελλην. Δικαιοσ. 1975, 402 επ.· Kargados P.: Die Probleme des Versäumnisverfahrens (Διατρ. επί διδακτ. Παν. Βερολίνου) 1970· Donnau: Beschränkung des Einspruchs gegen Versäumnisurteile M.D.R. 1955 σ. 22-23· Furtner: Das Versäumnisurteil im Rechtsmittelverfahren Jur. Schul. 1962 σ. 253-256· Linke: Die Versäumnisentscheidungen im deutschen, österreichischen, belgischen und englischen Recht, 1972· W. Münzberg: Die Wirkungen des Einspruchs im Versäumnisverfahren, 1959· του αυτού: Ζum Begriff des Versäumnisurteils Jur. Schul. 1963, σ. 219-224· Münzel: Vorläufige Vollstreckbarkeit aufrechterhaltener Versäumnisurteile und Vorbehaltsurteile N.J.W. 1954 σ. 1434-1436· Prütting H.: Das zweite Versäumnisurteil im technischen Sinn Jur. Schul. 1975 σ. 150-155· του αυτού: Versäumnisurteile in Statusprozessen Z.Z.P. τ. 91 σ. 197-208· Reinelt: Darlegung und Nachweisung bei der Prorogation im Säumnisverfahren nach § 331 Abs. 1 Satz 2 NJW 1974 σ. 2310-2313· Schima: Die Versäumnis im Zivilprozess 1928· Steuerwald: Das Versäumnisverfahren 1938· Stoll: Reformfragen des Versäumnisverfahrens D.J.Z. 1934 σ. 302-307· Troll: Das Versäumnißurtheil nach der Reichscivil-prozeßordnung 1887· A. Wach: Vorträge über die Reichs-Zivilprozessordnung 2. Aufl. 1896 (ανατύπωση: 2008)· Bergerfurth: Das Versäumnisurteil im schriftlichen Vorverfahren J.Z. 1978 σ. 298-300· Bley: Prozessurteil und Entscheidung nach Lage der Akten ZZP 49 σ. 154-159· David: Zur Reform des Zivilprozessualen Versäumnisverfahrensrechts 1934 σ. 3 επ. Βλ. και την εις §§ 283, 286, 288, 289 και 290 αναφερομένην βιβλιογραφίαν. Ματθίας Στέφ.: Οι πρόσφατες δικονομικές τροποποιήσεις (ν. 2145/193), ΕλΔνη 34 σελ. 983· του ιδίου: Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά των ερήμην αποφάσεων, ΕλΔνη 36 30 § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας σελ. 11 επ. Boemke B., Das einspruchsverwerfende Versäumnisurteil (§ 345 ZPO), ZZP 106, 371390· Braun J., Die Berufung gegen das zweite Versäumnisurteil (§ 513 II ZPO), ZZP 93, 443-472· Fasching H., Die Rechtsbehelfe gegen Versäumungsurteile im deutschen und im österreichischen Zivilprozess, FS Baur, 1981, 387-402· Globisch G., Das Versäumnisurteil in der notwendigen Streitgenossenschaft, 1995· Gounalakis K., Sanktionslose Verspätung durch Eintritt in das Säumnisverfahren?, DRiZ 1997, 294-301· Habel M., Kostenerstattung bei vorangegangenem Versäumnisurteil, NJW 1997, 2357-2362· Heinrich C., Säumnis im Zivil- und Arbeitsgerichtsprozess, 2001· Hölzer G., Das Versäumnisverfahren im Zivilprozess, JurBüro 1991, 163-168· van den Hövel, Die Säumnis des Einspruchsführers nach verfristetem Einspruch gegen ein Versäumnisurteil, NJW 1997, 2864-2865· Hoyer C., Das technisch zweite Versäumnisurteil, 1980· Just H., Umfang der Rechtskraft eines Versäumnisurteils gegen den Berufungskläger, NJW 2003, 2289-2290· Mennicke P., Der Antrag auf Erlass eines Versäumnisurteils, MDR 1992, 221-224· Prütting H., Das Versäumnisverfahren in deutschem und europäischem Recht. Liber Amicorum Paul Meijknecht, 2000, 217-225· Rau J., Versäumnisurteil im schriftlichen Vorverfahren –Berechnung der Einspruchsfrist, MDR 2001, 794-797· Reiter H., Das Versäumnisverfahren: Hinweise für Ausbildung und Praxis, JA 2005, 129-136· Rimmelspacher B., Zum Anwendungsbereich der §§ 516, 552 ZPO, FS Schwab, 1990, 421-434· Schneider E., Säumnis durch Nichtverhandeln, MDR 1992, 827828· Schreiber K., Das Versäumnisurteil gegen den Beklagten, Jura 2000, 276-278· Schubert W., Zur Rechtsgeschichte des Versäumnisverfahrens in der Zivilprozeßordnung und zur weiteren Entwicklung bis zur Novelle von 1976, FS E. Schneider, 1997, 65-108· Stadler A./Jarsumbek C., Das Versäumnisverfahren gem. §§ 330 ff. ZPO, insbesondere das zweite Versäumnisurteil, JuS 2006, 34-39 και συνέχεια στις σ. 134-136· Stahlhacke E., Probleme des zweiten Versäumnisurteils, FS E. Schneider, 1997, 109-127· Steinhauer T., Versäumnisurteile in Europa, 1996· Stoffel A./Strauch I., Versäumnisurteil gegen den Beklagten im schriftlichen Vorverfahren nach Verteidigungsanzeige?, NJW 1997, 2372· Timme M./Hülk F., Zweites Versäumnisurteil und Berufungsmöglichkeiten gemäß § 513 II ZPO, JA 2000, 788-791· Zugehör H., Einspruch gegen ein Versäumnisurteil im schriftlichen (-Vor) Verfahren vor Zustellung?, NJW 1992, 2261-2263· Συστηματικά έργα / εγχειρίδια: Rosenberg/Schwab/Gottwald, Zivilprozessrecht, 17. Auf., 2010, § 105· Jauernig O., Zivilprozessrecht, 29. Auf., 2007, §§ 66-68· Grunsky W., Zivilprozessrecht, 13. Auf., 2008, Rdnr. 155-163· Musielak H.-J., Grundkurs ZPO, 10. Auf., 2010, Rdnr. 164-194· Schilken E., Zivilprozessrecht, 6. Auf., 2010, Rdnr. 577-588· Κατ’ άρθρον ερμηνείες: Stein/Jonas/Grunsky, Kommentar zur ZPO, Band 5, 22. Auf., 2006· Münchener Kommentar zur ZPO/Prütting, Band 1, 3. Auf., 2008· Zöller/Herget, Zivilprozessordnung, 28. Auf., 2010· Musielak/Stadler, Zivilprozessordnung, 7. Auf., 2009· Prütting/Gehrlein/Czub, ZPO Kommentar, 2. Auf., 2010· Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Αθήνα 1976, 1851 επ.· Ν. Κλαμαρής, Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων, 1981· Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 1986, 466 επ.· Π. Κολοτούρος, Συστήματα ανακοπής και επιπτώσεις ερημοδικίας, συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 501 ΚΠολΔ, 1992· Ν. Νί- § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας 31 κας, Το ζήτημα των διαδοχικών ανακοπών ερημοδικίας του ανακόπτοντος, Αρμεν. 1994, 389 επ.· Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση κατ’ άρθρο, Τόμος Γ’, Αθήνα 1995, 109 επ.· Στ. Ματθίας, Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά της ερήμην αποφάσεως, ΕλλΔνη 1995, 11 επ.· Η. Ηλιακόπουλος, Τα προβλήματα από την κατάργηση του θεσμού της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, ΝοΒ 43 (1995), 167 επ.· Γ. Διαμαντόπουλος, Η ανώτερη βία ως λόγος ανακοπής ερημοδικίας, 1997· του ιδίου, Ο πληρεξούσιος δικηγόρος ως φορέας γεγονότων ανωτέρας βίας στο πεδίο της ανακοπής ερημοδικίας, Αρμεν. 1997, 439 επ.· Κ. Μπέης, Η διαλεκτική του δικονομικού δικαίου, ΙV, Συμβολές στην ερμηνεία του ΚΠολΔ, Αθήνα 1999, 169 επ.· Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας/Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Ι, Αθήνα-ΘεσσαλονίκηΚομοτηνή 2000, 890 επ.· Κ. Κεραμεύς, Ένδικα μέσα, Δ΄ έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007, 46 επ.· Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα μέσα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007, 85 επ.· Χ. Απαλαγάκη (επιμέλεια)/Μ. Γεωργιάδου, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας 2Α, Νομική Βιβλιοθήκη 2008, σ. 677 επ.· S. Guinchard, Méga Nouveau Code de procédure civile, Dalloz 2001· J. Héron (par Th. Le Bars), Droit judiciaire privé, 2ème édition, Montchrestien 2002, 681 επ.· L. Cadiet/E. Jeuland, Droit judiciaire privé, 4ème édition, Litec 2004, 606 επ.· S. Guinchard/F. Ferrand/C. Chainais, Procédure civile, Dalloz 2009, 540 επ.· S. Guinchard (sous la direction), Droit et pratique de la procédure civile, Dalloz Action, 6ème édition, 2009, 1277 επ. Ενδεικτική νομολογία: ΑΠ 478/1978 (Μ. Οικονομόπουλος) ΝοΒ 27, 215· ΑΠ 1578/1991 (Ν. Καβαλλιέρος) ΕλλΔνη 33 (1992), 1590· ΟλΑΠ 17/1998 (Α. Ντόβας), ΝοΒ 47 (1999), 224· ΑΠ 1911/1999 (Σπ. Γκιάφης) ΕλλΔνη 42 (2001), 84· ΕφΑθ 5355/2001 (Ε. Ζαββός) Αρμ. 2002, 587· ΟλΑΠ 15/2001 (Α. Πλατής) ΝοΒ 50 (2002), 678· ΑΠ 1782/2002 (Στ. Γαβράς), ΕλλΔνη 45 (2004), 94· ΑΠ 42/2004 (Ν. Οικονομίδης) ΝοΒ 52 (2004), 1364· ΑΠ 363/2004 (Ν. Οικονομίδης), ΕλλΔνη 46 (2005), 1404· ΑΠ 482/2004 (Κ. Βαρδαβάκης) ΕλλΔνη 47 (2006), 438· ΕφΘεσ 2861/2004 (Α. Μηλιόπουλος) Αρμεν. 2005, 2019· ΑΠ 1131/2005 (Η. Παλούκη) ΝοΒ 53 (2005), 1459· ΕφΑθ 4248/2006 (Μ. Γκανιάτσου), ΕλλΔνη 48 (2007), 221· ΕφΑθ 426/2008 (Ξ. Παπαπέτρου) ΝοΒ 56 (2008), 1234· ΑΠ 54/2009 (Ν. Λεοντής) ΝοΒ 57 (2009), 1663· ΑΠ 326/2009 (Χ. Ζώης) ΝοΒ 57 (2009), 1668. Ι. Εισαγωγή. Ο ΚΠολΔ περιλαμβάνει μεταξύ των ενδίκων μέσων την ανακοπή ερημοδικίας (άρθρ. 495 παρ. 1). Ανάλογη ήταν η αντιμετώπιση στο προγενέστερο δίκαιο καίτοι δεν απαντούσε αντίστοιχος ρητός χαρακτηρισμός (άρθρ. 505-507, 596-601 ΠολΔ)1. Η ανακοπή παρέχεται για την περίπτωση που ένας διάδικος δεν συμμετείχε στη δίκη με αποτέλεσμα να δικασθεί ερήμην (άρθρ. 501) και να εκδοθεί σε βάρος του μια ερήμην απόφαση. Το ένδικο μέσο προϋποθέτει δηλαδή την μη συμμετοχή στη δίκη ενός από τους διαδίκους (άρθρ. 270 παρ. 1 εδ. 5). Δεν τίθεται επομένως θέμα ερημοδικίας, όταν συμμετέχουν ή δεν συμμετέχουν στη δίκη αμφότεροι οι διάδικοι. Στην πρώτη περίπτωση η υπόθεση συζητείται κατ’ αντιμωλίαν (βλ. και άρθρ. 280 παρ. 1) και στην δεύτερη περίπτωση ματαιώνεται η συζήτηση 1. Βλ. Λιβαδά-Ράμμου, Πραγματεία περί ανακοπής, 2η έκδ. 1931 σελ. 10 επομ. 32 § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας (άρθρο 260 παρ. 1). Όπως δέχθηκε ο Άρειος Πάγος, ο χαρακτηρισμός μιας αποφάσεως ως ερήμην εκδοθείσας εξαρτάται από την πραγματική ή πλασματική απουσία του διαδίκου κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε και όχι από το αν η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε συναγωγή δυσμενών συνεπειών (τεκμηρίων) ερημοδικίας, καθώς και γενικότερα αν η ερημοδικία παράγει βλαπτικές συνέπειες για εκείνον που ερημοδικάσθηκε2. Ως ένδικο μέσο η ανακοπή ερημοδικίας στρέφεται κατά μιας δικαστικής αποφάσεως και διαφοροποιείται έτσι παρά το ταυτόσημο της ονομασίας από τις διαφορές ανακοπές που προβλέπει ο ΚΠολΔ ως ένδικα βοηθήματα κατά δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων (άρθρ. 583, 933, 936, 979 ΚΠολΔ). Διαφοροποιείται επίσης από την πρακτικώς σπουδαία ανακοπή που ασκεί ο οφειλέτης κατά της εκδιδόμενης χωρίς προηγούμενη σύμπραξή του διαταγής πληρωμής (άρθρ. 632 παρ. 1, 633 παρ. 2).Υφίστανται βεβαίως και οριακές περιπτώσεις. Έτσι ιδιαιτέρως αμφισβητούμενο ήταν στο πρόσφατο παρελθόν το θέμα, αν η πράξη του δικαστηρίου με την οποία διατάσσονταν αποδείξεις ήταν δικαστική απόφαση και προσβλητή με ανακοπή ερημοδικίας3. Η ανακοπή αποτελεί τακτικό ένδικο μέσο που έχει ανασταλτικό, όχι όμως μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. ΙΙ. Η προϋπόθεση της ερημοδικίας. Η άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας προϋποθέτει την έκδοση μιας ερήμην αποφάσεως. Η ερημοδικία συνέχεται σε ένα μεγάλο βαθμό με την προφορικότητα της συζητήσεως4. Στον πρώτο βαθμό καθώς και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 739 επομ.) η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική (άρθρ. 115 παρ. 2). Ερημοδικία υφίσταται, αν ο διάδικος δεν εμφανισθεί κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ή δεν προσέλθει κατά τη διάρκεια της συζητήσεως (άρθρ. 280 παρ. 1) ή καίτοι εμφανίζεται δεν λαμβάνει νόμιμα μέρος στη συζήτηση (άρθρ. 270 παρ. 1 εδ. 5). Η σχέση με την αρχή της προφορικότητας καταδεικνύεται και από την περίπτωση που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική. Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν με κοινή δήλωση, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως (άρθρ. 242 παρ. 2). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει για το δεύτερο βαθμό (άρθρο 524 2. ΟλΑΠ 15/2001 ΝοΒ 50, 678 επομ. 3. Βλ. αφ’ ενός ΠολΠΠειρ 466/1989, ΝοΒ 37, 1256 και αφ’ ετέρου ΕφΑθ 2097/ 1994 ΝοΒ 42, 1173 επομ. 4. Βλ. Καργάδο, Η προσβολή της ερήμην αποφάσεως, 1978, σελ. 34 επομ. § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας 33 παρ. 2 και παρ. 1) και για τη δίκη ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρ. 573 παρ.1)5. Στις περιπτώσεις αυτές, η μη παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση δε συνιστά ερημοδικία. Σε δίκες με υποχρεωτική σύμπραξη πληρεξουσίου δικηγόρου (άρθρ. 94 παρ. 1) η μη παράσταση με πληρεξούσιο δικηγόρο έχει ως συνέπεια να δικάζεται ο διάδικος ερήμην6. Παράλειψη κανονικής (άρθρ. 260 παρ. 1, 271 παρ. 1 και 2) ή νόμιμης (άρθρ. 270 παρ. 1 εδ. 5) συμμετοχής του διαδίκου που επίσης συνεπάγεται την ερημοδικία υφίσταται όταν ο διάδικος καίτοι συμμετέχει σε δίκη, παραλείπει εν γένει κάθε τοποθέτηση επί της ουσίας της υποθέσεως (arg. από το άρθρ. 280 παρ. 3)7. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση, όταν ο διάδικος δεν καταθέτει προτάσεις σε δίκες στις οποίες είναι υποχρεωτική η κατάθεσή τους8. Κατ’ άρθρ. 115 παρ. 3 ενώπιον του Ειρηνοδικείου οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα και ενώπιον των άλλων δικαστηρίων υποχρέωση να υποβάλλουν προτάσεις. Κατά βάση στο πρωτοδικείο οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν τις προτάσεις τους το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο (άρθρ. 237 παρ. 1 εδ. 1). Αν δε συμβεί αυτό ο διάδικος που παρέλειψε την κατάθεση δικάζεται ερήμην. Αν παραλείψουν την κατάθεση αμφότεροι, η συζήτηση ματαιώνεται (άρθρ. 260 παρ. 1). Πρακτικώς σπουδαιότερη περίπτωση ερημοδικίας συνιστά η μη εμφάνιση του διαδίκου κατά τη συζήτηση. ΙΙΙ) Ορισμός. Έννοια. Ανακοπή ερημοδικίας είναι το ένδικο μέσο ή βοήθημα9, με το οποίο ο ερήμην δικαστείς διάδικος ζητεί από το ίδιο δικαστήριο την εξαφάνιση της ερήμην αυτού εκδοθείσας αποφάσεως και την εκ νέου συζήτηση της υποθέσεως. Ο 5. Η δυνατότητα της μη παραστάσεως με κοινή δήλωση των διαδίκων υπήρχε και για τη διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ως εισαγωγικού δικαστηρίου στο βαθμό που προβλεπόταν η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως με την οποία διατάσσονταν αποδείξεις. Η δυνατότητα αυτή καταργήθηκε με το ν. 2915/2001 Αντίστοιχα διατυπωμένη ήταν και η συμπεριλαμβανόμενη στα θεμελιώδη δικονομικά αξιώματα αρχή της προφορικότητας. Κατά την τότε ισχύουσα διατύπωση στον πρώτο βαθμό με εξαίρεση την περίπτωση που προβλεπόταν η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως η προφορική συζήτηση ήταν υποχρεωτική (άρθρ. 115 παρ. 2 «Στον πρώτο βαθμό καθώς και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική εκτός από την περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρ. 226)». 6. Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ άρθρ. 94 αριθ. 6. 7. Βλ. Κεραμέα ΝοΒ 1988, 1203 (1204 επομ.) 8. Βλ. ΕφΑθ 7625/2006 ΕλλΔνη 2007, 568-569. Επίσης ΕφΑθ 5746/1987 ΝοΒ 1988, 1231 επομ. 9. Ο χαρακτηρισμός της ανακοπής ερημοδικίας ως ενδίκου μέσου αμφισβητήθηκε με την αιτιολογία, ότι δεν προσάπτεται στην απόφαση σφάλμα (βλ. σχετικώς Λιβαδά-Ράμμου, ό.π. σελ. 10, σημ. 1). Ωστόστο, το ίδιο μπορεί να απαντά σε σχέση με την έφεση (άρθρ. 527 αριθμ. 2 και 3) και την αναψηλάφηση (π.χ. 544 αριθμ. 7). 34 § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας ερήμην δικασθείς διάδικος, όταν ανακόπτει την απόφαση, δηλώνει ότι επιθυμεί η υπόθεση να δικαστεί αντιμωλίαν με την έκθεση και τη λήψη υπόψη των πραγματικών και νομικών ισχυρισμών και των απόψεών του, ιδίως υπό τη μορφή προβολής ενστάσεων, ασκήσεως ανταγωγής, προσφοράς αποδεικτικών μέσων. Η αναγνώριση του δικαιώματος της ασκήσεως της ανακοπής ερημοδικίας είναι αναγκαία συνέπεια και στηρίζεται στη θεμελιώδη αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως10. Αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν σήμερα που η ανακοπή ερημοδικίας επιτρέπεται στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες ο ερήμην δικασθείς διάδικος δεν κλητεύθηκε καθόλου ή κλητεύθηκε άκυρα ή εκπρόθεσμα ή συντρέχει λόγος ανώτερης βίας (άρθρ. 501). Η ανακοπή συνδέεται δηλαδή με την ύπαρξη συγκεκριμένων λόγων απουσίας που δεν οφείλονται και δεν μπορούν να καταλογισθούν στον ερημοδικασθέντα διάδικο. Με την έννοια αυτή γίνεται λόγος για την πρόβλεψη αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας. Απαντά έτσι διαφοροποίηση προς νομοθετικά πρότυπα κατά τα οποία η ανακοπή δεν προϋποθέτει τη συνδρομή συγκεκριμένου ανυπαιτίου λόγου απουσίας του διαδίκου (αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας) ή προς πρότυπα που γνωρίζουν τόσο την αιτιολογημένη όσο και την αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας με κριτήριο την απουσία σε συγκεκριμένη συζήτηση της υποθέσεως. Το δεύτερο σύστημα ίσχυε στο ελληνικό δίκαιο έως το 1993. Η κατοχύρωση του δικαιώματος ακροάσεως (άρθρ. 20 Σ, 110 ΚΠολΔ) αποτελούσε και στις περιπτώσεις της αποκαλούμενης αναιτιολόγητης ανακοπής τη ratio του νόμου. Ο νομοθέτης εκκινούσε από τη σκέψη, ότι η απουσία του ερήμην δικασθέντος, με την εξαίρεση των περιπτώσεων που απουσιάζει από στρεψοδικία, ήταν δικαιολογημένη. Δεν απαιτούσε, όμως, απόδειξη των λόγων της απουσίας προς αποφυγή περαιτέρω παρελκύσεως της διαδικασίας11. Υπελάμβανε δεδομένη την ύπαρξή τους. ΙV) Προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής ερημοδικίας είναι: Α) Η ύπαρξη αποφάσεως που υπόκειται σε ανακοπή. Β) Η άσκησή της από δικαιούμενο πρόσωπο και η απεύθυνσή της κατά του προσώπου που νομιμοποιείται. Γ) Η άσκησή της μέσα στη νόμιμη προθεσμία και Δ) Η άσκησή της σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. Α) Προϊστορία. Το δίκαιο της ανακοπής ερημοδικίας υπέστη διαδοχικές νομοθετικές επεμβάσεις που επηρέασαν τη φυσιογνωμία του. Αρχικά στην ΠολΔ 1834 (505, 596, 728, 774) ανακοπή επιτρεπόταν, κατά κανόνα, εναντίον κάθε αποφάσεως 10. Βλ. πιο πάνω τ. Ι § 139. 11. Βλ. πιο πάνω τ. Ι § 188 σημ. α. Το τελευταίο δεν ισχύει μετά την κατάργηση της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, οπότε ο διάδικος πρέπει να επικαλείται και αποδεικνύει το λόγο της μη παρουσίας του στη δίκη. Βλ. πιο κάτω στο κείμενο και τις σημειώσεις. § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας 35 οποιουδήποτε δικαστηρίου που εκδόθηκε ερήμην κάποιου διαδίκου, εκτός από την απόφαση που απέρριπτε την ανακοπή ως ανυποστήρικτη, η οποία μόνον σε περίπτωση ακυρότητας της ερημοδικίας μπορούσε να προσβληθεί με ανακοπή. Ουσιώδη περιορισμό στην ευρύτητα αυτή του επιτρεπτού της ανακοπής εισήγαγε το ν.δ. της 4/9 Σεπτεμβρίου 1925 για τη μερική κατάργηση της ερημοδικίας, το οποίο τροποποιήθηκε με το ν.δ. της 20 Απριλίου/12 Μαϊου 1926 και κυρώθηκε με το ν. 3887/1928. Κατά το άρθρ. 1 εδ. 1 αυτού, ανακοπή εναντίον ερήμην απόφασης επιτρεπόταν μόνον μία φορά σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας και μόνον εφόσον η ερημοδικία ήθελε λάβει χώρα στην πρώτη συζήτηση12. Η απόφαση που εκδιδόταν στις μεταγενέστερες συζητήσεις με απουσία του διαδίκου δεν υπέκειτο κατ' αρχήν σε ανακοπή. Κατ' εξαίρεση, σύμφωνα με το άρθρ. 3 του πιο πάνω ν.δ., επιτρεπόταν ανακοπή κατά των αποφάσεων αυτών, εκτός από εκείνες που απέρριπταν την ανακοπή ως ανυποστήρικτη, εάν η ερημοδικία λάμβανε χώρα άκυρα, δηλ. εάν ο μη εμφανισθείς διάδικος δεν είχε κλητευθεί καθόλου ή εμπρόθεσμα13. Το Σχέδ. Αναθεωρητικής Επιτροπής (άρθρ. 518) επέτρεπε την ανακοπή ερημοδικίας σε κάθε συζήτηση, σε περίπτωση μη κλητεύσεως ή μη νόμιμης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως, προκειμένου για αποφάσεις που εκδίδονται στην πρώτη συζήτηση, και εάν ο αντίδικος δεν μπορούσε να παραστεί λόγω ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του. Τα ίδια ακριβώς όριζε και ο ΚΠολΔ στην αρχική διατύπωσή του. Με το ν.δ. 958/1971 όμως τροποποιήθηκε η σχετική διάταξη και ορίστηκε ότι ανακοπή εναντίον ερήμην αποφάσεων επιτρέπεται μόνον μία φορά σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας και μόνο στην πρώτη συζήτηση. Κατ' εξαίρεση επιτρεπόταν ανακοπή εναντίον αποφάσεων που εκδόθηκαν σε μεταγενέστερη συζήτηση, εάν ο ερήμην δικασθείς δεν είχε κλητευθεί καθόλου ή προσηκόντως ή εμπροθέσμως14. Εν όψει της διατάξεως αυτής η ανακοπή διακρινόταν κατ' αρχήν σε ελεύθερη ή αναιτιολόγητη, που ελάμβανε χώρα στις περιπτώσεις της πρώτης κατηγορίας και σε περιορισμένη ή αιτιολογημένη, η οποία επιτρεπόταν στις περιπτώσεις ακυρότητας της ερημοδικίας στις μεταγενέστερες της πρώτης συζητήσεις15. Η αναιτιολόγητη ανακοπή δεν προϋπέθετε 12. Κατά των αποφάσεων αυτών επιτρεπόταν ανακοπή ανεξάρτητα από το λόγο, για τον οποίο εχώρησε η ερημοδικία και του δικαιολογημένου ή όχι της απουσίας. 13. Αντίθετα, η Κρητ. ΠολΔ δεν επέτρεπε, κατ' αρχήν, την ανακοπή ερημοδικίας και παρείχε βοήθεια στον ερήμην δικασθέντα, αμέσως μεν με την ανακοπή ερημοδικίας μόνον σε περίπτωση ακυρότητας της ερημοδικίας, έμμεσα δε, σε περίπτωση αδυναμίας της προσέλευσης του διαδίκου στο δικαστήριο για λόγους ανώτερης βίας, με την αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Βλ. Κρητ. ΠολΔ 494, 198 επ. 14. ΚΠολΔ 501 (518) Σχ. ΠολΔ Σ.Ε. 551 Α.Ε. 518. 15. Συνεπεία της προαναφερθείσας τροποποιήσεως η πιο πάνω διάκριση μεταξύ αναιτιολόγητης και αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας και ερημοδικίας μεταξύ της πρώτης και μεταγενέ- 36 § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας δηλαδή την επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένου λόγου για την απουσία του διαδίκου. Παρείχετο και για την περίπτωση που ο διάδικος είχε κλητευθεί προσηκόντως και εμπροθέσμως16. Για το λόγο αυτό μετά τη διαπίστωση του παραδεκτού της ανακοπής το δικαστήριο εξαφάνιζε την ερήμην απόφαση και προέβαινε στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως. Με το άρθρ. 9 παρ. 1 του ν. 2145/1993 ορίζεται πλέον, ότι ανακοπή ερημοδικίας κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Αντίστοιχη διακύμανση καταγράφεται και στις συνέπειες που επάγεται η ερημοδικία. ΄Εως το έτος 2001 η απουσία του ενάγοντος ή του εναγομένου κατά την πρώτη συζήτηση συνδεόταν με τα πλάσματα της παραιτήσεως από το δικαίωμα της αγωγής ή της ομολογίας των πραγματικών ισχυρισμών του ενάγοντος αντιστοίχως. Αν η απουσία ελάμβανε χώρα σε μεταγενέστερη συζήτηση η διαδικασία προχωρούσε σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθ. 271, 272, 279). Με το ν. 2915/ 2001 είχε προβλεφθεί ότι αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως δεν εμφανιζόταν ή εμφανιζόταν χωρίς να λαμβάνει νόμιμα μέρος κάποιος διάδικος η διαδικασία προχωρούσε σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Η ρύθμιση προϋπέθετε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση (άρθρ. 270 παρ. 1 εδ. 5 / ΚΠολΔ 2001). ΄Ηδη με το ν. 3994/2011 επαναφέρθηκαν τα πλάσματα ομολογίας και παραιτήσεως από το δικαίωμα της αγωγής για την περίπτωση της ερημοδικίας εναγομένου και ενάγοντος αντιστοίχως (άρθρ. 271 παρ. 3 και άρθρ. 272 παρ. 1). Το πλάσμα προβλέπεται ρητά για την περίπτωση της ερημοδικίας του εναγομένου. Οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι. Το ίδιο όμως γίνεται δεκτό για την ερημοδικία του ενάγοντος. Η διατύπωση του νόμου, ότι το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή θεωρείται, ότι συνεπάγεται παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής17. Η επαναφορά των πλασμάτων επηρέασε και τη ρύθμιση του άρθρ. 528 ΚΠολΔ που προβλέπει την άσκηση εφέσεως κατ’ ερήμην αποφάσεως. Αν η ερημοδικία λάβει χώρα στο δεύτερο βαθμό, τότε η αντιμετώπιση είναι διαστερων συζητήσεων δεν ισχύει, οι δε συνέπειες είναι ίδιες στην πρώτη ή μεταγενέστερη συζήτηση. 16. Πάντως ο λόγος απουσίας δεν ήταν εντελώς άνευ σημασίας. Αν το δικαστήριο διαπίστωνε ότι η ερημοδικία είχε χωρήσει ακύρως, διέτασσε την επιστροφή των προκαταβληθέντων εξόδων και του παραβόλου στον ερημοδικασθέντα (άρθρ. 508 παρ. 1 πριν από την κατάργησή του). Γι’ αυτό και συχνά ο διάδικος αιτιολογούσε την απουσία του από τη συζήτηση. 17. Βλ. Ράμμο, Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου, τ. Ι, 1978, § 188 Ι Α. § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας 37 φορετική ανάλογα αν απουσιάζει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος. Αν απουσιάζει ο εκκαλών εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Η έφεση δηλαδή θα απορριφθεί ως ανυποστήρικτη και τεκμαίρεται παραίτηση από την άσκησή της18 (άρθρ. 524 παρ. 3). Αν απουσιάζει ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρ. 524 παρ. 4 εδ. 1). Η απουσία στο Άρειο Πάγο δεν συνδέεται με δυσμενείς συνέπειες για τον αναιρεσείοντα ή τον αναιρεσίβλητο. Αν δεν εμφανισθεί ο επισπεύδων στη συζήτηση, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι (άρθρ. 576 παρ. 1), ενώ αν δεν εμφανισθεί ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε προχωρεί η συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος (άρθρ. 576 παρ. 2). Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος ως ανυποστήρικτη είναι μία επί της ουσίας απόφαση. Η απόρριψη δεν γίνεται δηλαδή για τυπικούς λόγους. Κατ’ επέκταση, η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία ενσωματώνεται και η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, είναι αυτή που υπόκειται σε αναίρεση19. Από τα παραπάνω προκύπτει και μία εν μέρει διαφορετική αντιμετώπιση της ερημοδικίας στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό. Η απουσία του εκκαλούντος οδηγεί σε απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης και ο εκκαλών δεν δικάζεται σαν να ήταν παρών. Β) Με τους περιορισμούς που εκτέθηκαν, ανακοπή ερημοδικίας επιτρέπεται εναντίον ερήμην οριστικών (ή τελειωτικών) αποφάσεων κάθε, κατά κανόνα, πολιτικού δικαστηρίου πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου (ειρηνοδικείου, πολυμελούς ή μονομελούς πρωτοδικείου, εφετείου). Κατ' εξαίρεση δεν υπόκεινται σε ανακοπή: α) Οι αποφάσεις των διαιτητικών δικαστηρίων και των διαιτητών εν γένει20, β) Οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου (των τμημάτων και της Ολομέλειας)21, γ) Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ασφαλιστικά ή επείγουσας φύσης (προσωρινά, συντηρητικά και εξασφαλιστικά) μέτρα22, δ) Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε δίκες περί την εκτέλεση. Το απαράδεκτο αυτό περιλαμβάνει όχι μόνον τις πρωτόδικες αλλά και τις κατ' έφεση εκδιδόμενες αποφάσεις23, ε) Οι αποφάσεις που εκδίδονται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας24, στ) Οι αποφάσεις που απορρίπτουν την ανακοπή ως ανυποστήρικτη, εκτός εάν ο ανακόπτων δεν κλητεύθηκε καθόλου ή κλητεύθηκε άκυρα ή εκπρόθε18. Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα(-Μαργαρίτη) ΚΠολΔ, άρθρ. 531 αριθμ. 2. 19. ΑΠ 362/2004 Δ 36, 78-79· 702/2005 ΕΕΝ 2006, 3. 20. ΚΠολΔ 895 (956) Σχ. ΠολΔ Σ.Ε. 551 Α.Ε. 518. 21. ΚΠολΔ 576 (594) § 4 Σχ. ΠολΔ Σ.Ε. 632 § 4 Α.Ε. 594 § 4. 22. ΚΠολΔ 699 (743) Σχ.ΠολΔ Σ.Ε. 800 Α.Ε. 743. 23. ΚΠολΔ 937 (999) αριθμ. 2, 1054 (1117) § 2 Σχ.ΠολΔ Σ.Ε. 1064 Α.Ε. 999 αριθ. 2. 24. ΚΠολΔ 754 (800) Σχ.ΠολΔ Σ.Ε. 864 Α.Ε. 800. 38 § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας σμα25. Η συνέπεια αυτή αντλείται εμμέσως. Με διάταξη νόμου (ν. 2207/1994) καταργήθηκε η παρ. 3 του άρθρ. 507 που προέβλεπε, ότι κατά της απορρίπτουσας την ανακοπή ερημοδικίας αποφάσεως δεν συγχωρείτο νέα ανακοπή, εκτός αν ο ανακόπτων δεν είχε κλητευθεί ή είχε κλητευθεί ακύρως ή εκπροθέσμως. Μπορεί ωστόσο να υποστηριχθεί ως εκ της φύσεως των λόγων, ότι το ένδικο μέσο της αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας με την αναφερόμενη στο νόμο τυπολογία (άρθρ. 501) δε μπορεί να αποκλεισθεί νομοθετικώς. Οι λόγοι συνέχονται με το δικαίωμα ακροάσεως (άρθρ. 20 Σ), ώστε το δικαίωμα προσβολής μιας τέτοιας απόφασης να θεμελιώνεται κατ’ ευθείαν στο Σύνταγμα. Επιβεβαιωτική είναι η καθιέρωση της ανώτερης βίας ως λόγου ανακοπής (άρθ. 501). Θεσπίσθηκε μόλις με το ν. 2145/1993 στη βάση μιας εναρμονισμένης με το Σύνταγμα ερμηνείας. Η νομολογία έχει ενίοτε αντλήσει τη συνέπεια αυτή26. Η παραπομπή του ερημοδικασθέντος διαδίκου στην έφεση, με λόγο ότι παρά το νόμο δεν κηρύχθηκε ακυρότητα ή απαράδεκτο της συζητήσεως δεν επιλύει το ζήτημα, αφού ο διάδικος στερείται ενός βαθμού δικαιοδοσίας. Εκτός τούτου η λύση αυτή δεν προαναφέρεται για την περίπτωση της ερημοδικίας στο δεύτερο βαθμό. Πρέπει να σημειωθεί, ότι το δικάζον δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η κλήση για συζήτηση είχε επιδοθεί νομίμως και εμπροθέσμως στον απολιπόμενο διάδικο. Σε αρνητική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (άρθρ.271). Όμως, ο έλεγχος αυτός γίνεται με βάση τα στοιχεία που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου και δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων η περίπτωση ακύρου κλπ. κλητεύσεως. Η βασιμότητα των λόγων ανακοπής θα κριθεί από το δικαστήριο της ανακοπής27. Η ανακοπή ερημοδικίας δεν αποτελεί πάντως τα αποκλειστικό ένδικο μέσο προσβολής μιας ερήμην αποφάσεως. Αυτό που ίσχυε ήδη, όταν ο νόμος γνώριζε και την αναιτιολόγητη ανακοπή, ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα. Ο διάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην αποφάσεως (άρθ. 528). Η παραπάνω παράθεση για τη διάκριση της ερημοδικίας σε πρώτη ή μεταγενέστερη συζήτηση 25. ΚΠολΔ 507 (524) § 3 Σχ.ΠολΔ Σ.Ε. 543 § 3 Α.Ε. 524 § 3. (Βλ. και πιο κάτω στα αναφερόμενα για τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας). Ήδη η § 3 του άρθρου αυτού έχει καταργηθεί με το άρθρο 3 § 15 ν. 2207/1994, με συνέπεια να μην προσβάλλεται με ανακοπή ερημοδικίας η απόφαση που απέρριπτε την ανακοπή ως ανυποστήρικτη. 26. Βλ. π.χ. ΕφΑθ 4429/1992 Δ 23, 1092 (δίκη εκουσίας δικαιοδοσίας)· 9163/1978 ΝοΒ 27, 599 (για τις δίκες περί την εκτέλεση). Βλ. και την τοποθέτηση του Αλέξανδρου Βαμβέτσου στις εργασίες της Αναθεωρητικής Επιτροπής του ΚΠολΔ, σελ. 657. Βλ. προσφάτως και ΕφΑθ 4634/2009 ΕλλΔνη 2010, 1052 (1054) που θεωρεί επιτρεπτή την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας και κατά μη οριστικής απόφασης, όπως είναι η απόφαση που αναβάλλει την έκδοση αποφάσεως κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ. 27. Βλ. ΟλΑΠ 15/2011 ΝοΒ 2002, 678 επομ. § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας 39 φανερώνει, ότι ανακοπή ερημοδικίας ήταν στο παρελθόν δυνατή και κατά μη οριστικών αποφάσεων (βλ. άρθρ. 309). Δεν αποκλείεται πάντως και στο ισχύον δίκαιο παρά την καθιέρωση του κανόνος για την ολοκλήρωση της συζητήσεως σε μία δικάσιμο (άρθρ. 270 παρ. 5 εδ. 1) να προκύψει αντίστοιχο θέμα. Γ) Δικαίωμα ανακοπής έχει ο ερήμην, με την προαναφερθείσα έννοια28, (αδιάφορα αν τούτο έγινε ορθά ή εσφαλμένα) δικασθείς διάδικος (ενάγων, εναγόμενος, εκκαλών, εφεσίβλητος), εφόσον έχει έννομο συμφέρον. α) Σε σχέση με την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος ισχύουν όσα εκτέθηκαν πιο πάνω για την άσκηση κάθε ενδίκου μέσου29. Έτσι, ο εναγόμενος δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας, αν η αγωγή που ασκήθηκε εναντίον του απερρίφθη30. Στη βάση της αποφάσεως της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, ότι ο χαρακτήρας μιας αποφάσεως ως ερήμην εξαρτάται από την απουσία του διαδίκου31, έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής υφίσταται και όταν η αγωγή ερήμην του ενάγοντος απορρίπτεται ως απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη. Αντίθετα είναι αμφίβολο, αν υφίσταται έννομο συμφέρον του ερημοδικαζόμενου εναγόμενου, όταν η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη. Ο εναγόμενος είναι νικητής διάδικος που δεν υπέβαλε συνεπεία της ερημοδικίας του αίτημα για απόρριψη της αγωγής32. Σημειώνεται, ότι η ερημοδικία του ενάγοντος ή του εναγομένου δεν απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωσή του να ελέγξει προηγουμένως αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο της αγωγής. Σχετική διάταξη για την περίπτωση της ερημοδικίας του εναγομένου εμπεριείχε η καταργηθείσα διάταξη του άρθρ. 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, χωρίς η κατάργηση αυτή να είναι κρίσιμη για το θέμα. β) Εκτός από αυτόν που δικάστηκε ερήμην, δικαίωμα ανακοπής έχουν οι καθολικοί και οι οιονεί καθολικοί και οι μετά την άσκηση της αγωγής γενόμενοι ειδικοί διάδοχοί του και μάλιστα οι κληρονόμοι, οι καταπιστευματοδόχοι, οι κληροδόχοι και οι αιτία θανάτου δωρεοδόχοι κ.λπ.33. Αυτό αποτελεί εκδήλωση της υποκειμενικής ενεργείας των πράξεων εκάστου απλού ομοδίκου (άρθρ. 75 παρ. 1). Στην απλή ομοδικία κάθε ένας από τους ομοδίκους δικαιούται να ασκήσει ανακοπή για τον εαυτό του. Στην αναγκαστική ή υποχρεωτική ομο28. Βλ. πιο πάνω τ.Ι §§ 187-188. 29. Βλ. ειδικά για την ανακοπή ερημοδικίας ΕφΠειρ 539/1992 Δ 23, 936 επομ. 30. Βλ. ΠολΠΠειρ 466/1989 Δ 21, 373 επομ. 31. ΟλΑΠ 15/2001, ό.π. Επίσης ΑΠ 1262/2003 ΕλλΔνη 2005, 395-396· 162/ 1997 ΕλλΔνη 1997, 1534-1535. ΄Ηδη 175/1984 Δ 15, 317 επομ. 32. Βλ. πάντως ΑΠ 175/1984, ό.π. (..έτερον δε είναι το ζήτημα της υπάρξεως ή μη εννόμου συμφέροντος … πράγμα το οποίον δεν δύναται να αποκλεισθεί διότι η αγωγή απερρίφθη ως αόριστος, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος ή γιατί δεν απερρίφθη ως απαράδεκτος για έλλειψη δικαιοδοσίας…). 33. ΚΠολΔ 502 (519) § 1 Σχ.ΠολΔ Σ.Ε. 538 § 1 Α.Ε. 519 § 1. 40 § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας δικία, δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής έχει καθένας από τους δικασθέντες ερήμην διαδίκους και όλοι αυτοί, η άσκηση δε ανακοπής ερημοδικίας από κάποιον από τους ομοδίκους έχει αποτελέσματα και για τους λοιπούς34.Κατά την ορθότερη γνώμη, δικαίωμα ανακοπής παρέχεται και όταν δικασθεί ερήμην ένας μόνον των αναγκαίων ομοδίκων. Η αρχή της ακροάσεως επιβάλλει να μην θεωρηθεί στην περίπτωση αυτή ως αντιπροσωπευόμενος από τους αναγκαίους ομοδίκους που παρέστησαν (άρθρ. 76 παρ. 1). Στην παρέμβαση, ο κυρίως παρεμβαίνων δικαιούται σε άσκηση ανακοπής με τους ίδιους όρους των αρχικών διαδίκων35, ο δε προσθέτως παρεμβαίνων δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή, και όταν θεωρείται ομόδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη, εκτός αν ανέλαβε τη δίκη36. Μπορεί όμως ο προσθέτως παρεμβάς να ασκήσει, οιονεί πλαγιαστικώς, το δικαίωμα ανακοπής του διαδίκου, υπέρ του οποίου παρενέβη37. Η προθεσμία τρέχει στην περίπτωση αυτή από την επίδοση της αποφάσεως στο διάδικο υπέρ του οποίου παρενέβη. Το δικαίωμα ανακοπής του ερήμην δικασθέντος (διαδίκου κ.λπ.) δικαιούνται σύμφωνα με το άρθρ. 72 (73) ΚΠολΔ, κατά την ορθότερη γνώμη38 να ασκήσουν οι δανειστές του. Δ) Η ανακοπή απευθύνεται κατά του αντιδίκου του ανακόπτοντος, απέναντι στον οποίο αυτός έχει έννομο συμφέρον να επιτύχει την εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως και τη νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά των καθολικών, οιονεί καθολικών και καταπιστευματοδόχων, κληροδόχων ή αιτία θανάτου δωρεοδόχων του, οι οποίοι συνεχίζουν ή μπορούν να συνεχίσουν τη δίκη. α) Στην απλή ομοδικία, η ανακοπή μπορεί να στρέφεται κατά ενός ή περισσοτέρων ή όλων των ομοδίκων. Στην αναγκαστική ομοδικία, η ανακοπή πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων. Έτσι έχει αναμφίβολα το πράγμα, όταν η ανακοπή ασκείται από τον αντίδικο των τελούντων σε αναγκαστική ομοδικία. Σύμφωνα με κάποια άποψη, που υιοθετείται μερικές φορές από τη νομολογία, το ίδιο πρέπει να γίνεται δεκτό και όταν το αναφερθέν ένδικο μέσο ασκεί ένας από τους πιο πάνω ομοδίκους. Δηλ. και τότε η ανακοπή πρέπει να στρέφεται όχι μόνον κατά του αντιδίκου, αλλά και κατά των ομοδίκων του ανακόπτοντος. β) Όταν ασκείται κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, η ανακοπή που ασκείται από κάποιον από τους διαδίκους, πρέπει, κατά την ορθότερη γνώμη39, να απευθύνε34. ΚΠολΔ 76 (77) § 4. Πρβλ. και πιο πάνω τ. Ι § 125. 35. Βλ. πιο πάνω σημ. 11. 36. ΚΠολΔ 502 (519) § 2 Σχ.ΠολΔ Σ.Ε. 538 § 2 Α.Ε. 519 § 2. 37. ΚΠολΔ 502 (519) § 3 Σχ. ΠολΔ Σ.Ε. 538 § 3 Α.Ε. 519 § 3. 38. Βλ. πάντως Κ.Μπέη, Μαθήματα πολιτικής δικονομίας-ένδικα μέσα και ανακοπές, 1983, σελ. 30-31. 39. Κυρίως η διαφωνία υπάρχει για την πρόσθετη παρέμβαση, διότι ο κυρίως παρεμβαίνων θεωρείται κύριος διάδικος και εξομοιώνεται προς τους αρχικούς διαδίκους (ενάγοντα, εναγόμενο κ.λπ.). Η νομολογία καταλήγει στη θέση ότι το ένδικο μέσο δεν απαιτείται να στρέφεται και κατά η προαναφερθείσα προθεσμία της ανακοπής αρχίζει από την (επόμενη) της επιδόσεως της ερήμην αποφάσεως στον ή στους κληρονόμους του (από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου) ή σύμφωνα με τα ήδη αναφερθέντα (πιο πάνω στοιχ. Διάταξη. 40. κατά καινοτομία του ΚΠολΔ. 135 § 1 ΚΠολΔ δημοσιεύσεων περίληψης του αποδεικτικού επίδοσης της απόφασης. Η περίληψη περιλαμβάνει το όνομα. δ) Αν δεν κοινοποιηθεί η απόφαση. μπορεί. όπως και στη συνέχεια εκτίθεται.λπ. Ορφανίδη.§ 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας 41 ται και κατά του παρεμβαίνοντος.Ε. όπως λέχθηκε πιο πάνω. τον αριθμό και τη χρονολογία της αποφάσεως. στα έχοντα δικαίωμα ανακοπής πρόσωπα. αλλά η προθεσμία για την άσκησή της δεν τρέχει. να ασκηθεί ανακοπή. Η ανακοπή αποτελεί δηλαδή το μοναδικό ένδικο μέσο που δεν γνωρίζει την αποκαλούμενη καταχρηστική ή επικουρική προθεσμίας με αφετηρία την δημοσίευση του παρεμβάντος που πρέπει όμως να καλείται κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου. ΚΠολΔ 503 (520) Σχ. σελ. δεν περιλαμβάνεται στον ΚΠολΔ. εφόσον αυτή έχει δημοσιευθεί (313 παρ. το επώνυμο και την ιδιότητα του επιδόντος. με την τήρηση των γενικών διατάξεων για την αναστολή και διακοπή (των) προθεσμιών. τα ονοματεπώνυμα και τις κατοικίες των διαδίκων. γ) Εάν ο ερήμην δικασθείς διάδικος πέθανε. Εξ άλλου. Οι προθεσμίες ενδίκων μέσων κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 41.Ε. 539 §§ 1-2 Α. 969). η προθεσμία της ανακοπής είναι εξήντα ημέρες και αρχίζει από την τελευταία των κατά το άρθρ. ο θάνατος του διαδίκου δεν επιφέρει παύση της πληρεξουσιότητας. που να καθορίζει αφετηρία της προθεσμίας της ανακοπής από τη δημοσίευση της ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως. β) Εάν ο ερήμην δικασθείς διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής. 2009. Βλ. Για παραγραφή του δικαιώματος της ανακοπής δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος. Γ σελ. όπως αναγράφεται για την έφεση κ. ώστε να είναι δυνατή η επίδοση της οριστικής αποφάσεως στον παραστάντα δικηγόρο (άρθρ. Με την επίδοση αρχίζει ή συνεχίζει τρέχουσα η προθεσμία ανακοπής41. όπως στο προγενέστερο δίκαιο.ΠολΔ Σ. 101). . Γ. 169 επομ. διότι ο ΚΠολΔ δεν αναγνωρίζει παραγραφή δικονομικών δικαιωμάτων ή εξουσιών και ευχερειών. 1 γ). 520. ότι. το δικαστήριο που την εξέδωσε και σύντομη αναφορά του διατακτικού της40. Σημειώνεται πάντως. Ε) Ως προς την προθεσμία της ανακοπής ισχύουν τα επόμενα: α) Η προθεσμία της ανακοπής των πολυμελών και μονομελών δικαστηρίων είναι δεκαπενθήμερη και αρχίζει από την (επόμενη) της επιδόσεως της ερήμην αποφάσεως στον ερήμην δικασθέντα διάδικο. η ανακοπή που ασκείται από τον κυρίως παρεμβαίνοντα πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των αρχικών διαδίκων ή αυτών που υπεισέρχονται στη θέση τους. Βλ. 45. 540 § 1 εδ.Ε.) μέτρων. δεν μπορεί να εκτελεστεί η ερήμην απόφαση (οριστική ή μη οριστική). Αυτό εξηγείται από την ιδιομορφία του ενδίκου μέσου. Ματθία. ΑΠ 311/1972 ΝοΒ 1972. α. γενικότερα για την αποδυνάμωση δικονομικών δυνατοτήτων ως προς τις οποίες δεν τίθεται χρονικό όριο επιχειρήσεως Ν. 48. 116 ΚΠολΔ και 281 ΑΚ45.χ. α Σχ. 1980. Ορφανίδη. α Α. ο μοναδικός φραγμός που τίθεται στην άσκησή της είναι η αποδυνάμωση του σχετικού δικαιώματος προσβολής με βάση τις διατάξεις των άρθρ. 46. 321). Για το σκοπό που επιδιώκεται με τη θέσπιση καταχρηστικής προθεσμίας βλ.ΠολΔ Σ. ΚΠολΔ 504 (521) § 1 εδ. όμως μη εισέτι τελεσίδικης απόφασης (άρθρ. 2 σε συνδ. 251 με σημείωση Κ. . 6). Η καταχρηστική άσκησις δικαιώματος εν των αστικώ δικονομικώ δικαίω.. ε) Οι γενικοί κανόνες46 για τη διακοπή και αναστολή των προθεσμιών έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση. Βλ. 908). Κατά τη διάταξη αυτή. εκτός και αν πρόκειται να γίνει κατά του τρίτου48. Η έλλειψη καταχρηστικής προθεσμίας μπορεί να οδηγήσει σε περίπτωση μη επιδόσεως της ερήμην αποφάσεως στην ύπαρξη μίας ανέκκλητης λόγω παρόδου της τριετούς καταχρηστικής προθεσμίας εφέσεως (518 παρ. στ) Η προθεσμία της ανακοπής έχει τα επόμενα αποτελέσματα: αα) Κατά τη διάρκειά της αναστέλλεται η εκτέλεση της αποφάσεως. Γ. 521 § 1 εδ. Δεν αποκλείεται να εχώρησε άκυρη κλήτευση του μη παρασταθέντος διαδίκου.ΠολΔ Σ. Κλαμαρή. οπότε 42. ό. της ερήμην (οριστικής ή μη οριστικής) αποφάσεως47. Ενόψει της ελλείψεως καταχρηστικής προθεσμίας.). των οποίων δεν αναστέλλεται η εκτέλεση. Μπέη. 540 § 2 Α. 11 (12 υποσημ.λπ. 143 επομ. Κάθε πράξη που ενεργείται κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ανακοπής είναι άκυρη. Εξαίρεση ισχύει για αποφάσεις που κηρύχθηκαν προσωρινώς εκτελεστές (άρθρ. ΑΠ 1534/2005 Δ 37.Ε.Ε. Για την έννοια του όρου αυτού. Βλ. ΕλλΔνη 1995. ο οποίος περιλαμβάνει όλους τους λοιπούς πλην των διαδίκων και εκείνων που ταυτίζονται νομικώς με αυτούς.904 παρ.π. Βλ. 321)44. επιτρέπεται όμως μόνον η λήψη ασφαλιστικών (προσωρινών κ. 521 § 2. γίνεται λόγος στα κεφάλαια για τα υποκείμενα της αναγκαστικής εκτελέσεως. 518 παρ. Ήδη το άρθρο 504 ΚΠολΔ ως προς τις δυο παραγράφου καταργήθηκε από το άρθρο 3 § 15 του ν.χ. σελ. 2207/1994. Βλ. 44. δηλ. π. 1049 (σιωπηρή αποδοχή ερήμην αποφάσεως λόγω μακράς επί δεκαεξαετίαν σιωπής). 47. ενόσω διαρκεί η προθεσμία της ανακοπής. ΚΠολΔ 504 (521) § 2 Σχ. πιο πάνω τ. Ι § 157. 2 για την έφεση)42. δεν μπορεί να εκτελεστεί με την στενή του όρου έννοια (άρθρ.Ε. Στη βάση του προϊσχύσαντος δικαίου γινόταν δεκτό. 2).42 § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας της αποφάσεως (βλ. 43. passim. να λάβει χώρα η διεξαγωγή αποδείξεων που διατάχθηκαν με την απόφαση κ.λπ. Τυχόν έναρξη της προθεσμίας ανακοπής με τη δημοσίευση της αποφάσεως θα ενείχε τον κίνδυνο ο ερήμην δικασθείς να μην λάβει ποτέ γνώση του εναντίον του δικαστικού αγώνα43. ότι αναστελλόταν η εκτέλεση και με την ευρεία έννοια (π. με άρθρ. είναι. 54. τότε σε αναίρεση υπόκειται και η ερήμην εκδοθείσα απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και η απορριπτική της ανακοπής ερημοδικίας απόφαση του ιδίου δικαστηρίου51. μπορεί να δικαιολογήσει την αναβολή της δίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ. Μπορεί βεβαίως η άσκηση της εφέσεως να εξαρτηθεί από την αίρεση της απορρίψεως της ασκηθείσας ανακοπής. Επομένως με την επίδοση της ερήμην αποφάσεως τίθεται σε κίνηση τόσο η γνήσια προθεσμία της ανακοπής όσο και η γνήσια και μακρότερη προθεσμία εφέσεως. 52. όταν η πλήρωση της αιρέσεως προκύπτει από ενέργεια του ιδίου του δικαστηρίου. Κατ’ άρθρο 513 παρ. γγ) Πριν την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας είναι απαράδεκτη η άσκηση 49. ότι η απουσία του διαδίκου οφείλεται στην αναγνώριση του νομίμου των ισχυρισμών του αντιδίκου49 ή στην έλλειψη ιδίου δικαιώματος. Αν εκδόθηκε ερήμην απόφαση στο δεύτερο βαθμό. Λιβαδά-Ράμμου ό. Ως δικαιολογική βάση της ανακοπής ερημοδικίας υφέρπει και η σκέψη. κατά το ισχύον δίκαιο οι προθεσμίες εφέσεως και ανακοπής ερημοδικίας συντρέχουν52. ΕφΑθ 8690/1989 Δ. 1034· 890/2003 ΕλλΔνη 2004. ΑΠ 1051/1993 ΕλλΔνη 1994. 2 κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευσή τους. Ματθία. ενόψει του νομίμου αυτής.. 51. Βλ. ββ) Όσο διαρκεί η προθεσμία αυτής δεν αρχίζουν οι προθεσμίες της αναψηλαφήσεως και της αναιρέσεως. Για να καταστεί η απόφαση τελεσίδικη. Βλ. 387. σελ. 22. Το ζήτημα έχει σημασία. σε αντίθεση με τις δικαιοπραξίες του ουσιαστικού δικαίου. Το σημείο αυτό εξηγεί. Τέτοια υπάρχει. 53. όπως η άσκηση ενδίκου μέσου. απαράδεκτη την προηγούμενη συζήτηση της εφέσεως. ανεπίδεκτες αιρέσεως για λόγους ασφαλείας της διαδικασίας. Αυτό ισχύει και όταν η ερημοδικία λαμβάνει χώρα στο δεύτερο βαθμό.). γιατί αλλοδαπές έννομες τάξεις εντάσσουν τις ερήμην αποφάσεις στις υποχρεωτικώς προσωρινώς εκτελεστές κηρυσσόμενες.. γιατί οι διαδικαστικές πράξεις. 15. αναίρεση επιτρέπεται αν δεν συγχωρείται πλέον ανακοπή ερημοδικίας (λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας. . Βλ. 1 εδ. Αν ασκηθεί ανακοπή και απορριφθεί. Βλ. θα πρέπει να επιδοθεί η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που έκρινε ερήμην του εκκαλούντος50 ή του εφεσιβλήτου. 363. 24953.π. Στον ΚΠολΔ η ερήμην απόφαση μπορεί να ενταχθεί στην περίπτωση του άρθρου 908 1 α ΚΠολΔ. Τυχόν σωρευτική άσκηση των δύο ενδίκων μέσων δεν καθιστά.§ 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας 43 ισχύει το ανασταλτικό αποτέλεσμα. 241 ΚΠολΔ54. 1576-1577. 54. Αντίθετα. παραιτήσεως κλπ. ενδεικτικώς ΑΠ 235/2000 ΕλλΔνη 2000. ΑΠ 477/2004 Δ 36. 250 ή στο πλαίσιο του άρθρ.π. Βλ. καίτοι δεν πρόκειται κατ’ ανάγκη για μία ενδοδιαδικαστική αίρεση. Απλώς. σελ. 50. όπως γίνεται ενίοτε δεκτό στη νομολογία. 94. ό. όπως είναι αυτονόητο. ΣΤ) Τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της ανακοπής εξετάζει το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα ακόμη. 637 επομ. όπως λέχθηκε. V) Άσκηση της ανακοπής. 541 § 1 Α. Στην περίπτωση παράλληλης ασκήσεως ανακοπής από τον ένα και εφέσεως από τον άλλο διάδικο. Επίκληση ουσιαστικών (δηλ. 501). 58.). σύμφωνα με τις αναφερθείσες ήδη διατυπώσεις56.Ε. αλλά αρκεί η μνεία. Το απαράδεκτο αυτό αφορά μόνον τον ερήμην. Ο λόγος θα πρέπει να είναι σαφής και ορισμένος. πιο πάνω § 286. που ανάγονται στην ουσία της υποθέσεως) λόγων δεν απαιτείται δηλαδή βάσει του ΚΠολΔ. όταν εκκρεμεί η εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας. ότι επιθυμεί την αντιμωλίαν συζήτηση της υποθέσεως. ΕφΑθ 1330/1996 Δ 27. Α) Η άσκηση της ανακοπής γίνεται. για το θέμα Βερβεσό Δ 8. εφόσον. ββ) Τους λόγους ανακοπής. δικασθέντα διάδικο55. 245 (254) ΚΠολΔ η αναστολή της συζητήσεως επί της εφέσεως μέχρι την περάτωση της δίκης της ανακοπής.ΠολΔ Σ.Ε. 59. Η ανακοπή αποτελεί το ειδικό ένδικο μέσο για τους συγκεκριμένους λόγους. ότι ο ανακόπτων δεν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ή ότι εκ λόγων ανώτερης βίας δεν μπόρεσε να παραστεί κατά τη συζήτηση58. 1079 (πλειοψ. ενδείκνυται. 57. εκτός από τα κατά τα άρθρ. πάντως ΑΠ 566/1976 ΝοΒ 24. Δεν αρκεί η αόριστη επίκληση του άρθρου 501 ή η απλή αναφορά στο δικόγραφο της ανακοπής. 458 επομ. συνήθως προς υποστήριξη της στη συνέχεια αναφερόμενης αιτήσεως. Με την καθιέρωση της αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας το δικόγραφο θα πρέπει να περιέχει αναφορά ενός τουλάχιστον από τους προβλεπόμενους στο νόμο λόγους (άρθρ. αντιμωλίαν. Λόγο ανακοπής δεν αποτελεί επομένως τυχόν άλλη δικονομική ακυρότητα της διαδικασίας ή η προβολή ουσιαστικών ενστάσεων όπως για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος59. 522 § 1. α) Το δικόγραφο της ανακοπής. κατ' εφαρμογή του άρθρ. Έμμεσα όμως γίνεται αυτό αναγκαίο. οι οποίοι ως εκ τούτου δεν μπορούν 55. . Βλ. όχι όμως και τον. Βλ. ότι ο ανακόπτων δικάστηκε ερήμην και η δήλωση. αποτελέσματα αυτής και εισαγωγή προς συζήτηση. Βλ. Μετά τις επελθούσες τροποποιήσεις είναι δυνατή η αναβολή της δίκης στο εφετείο κατά το άρθρο 241 και 249 ΚΠολΔ. τα πραγματικά στοιχεία τους συνάγονται από το υπάρχον και νόμιμα τεθέν υπόψη του (πραγματικό) υλικό. 616 επομ. 118 (119) και 119 (120) ΚΠολΔ στοιχεία κάθε δικογράφου.44 § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας αναψηλαφήσεως και αναιρέσεως. 56. πρέπει να περιέχει:57 αα) Αναφορά της ανακοπτόμενης αποφάσεως και μάλιστα τον αριθμό ή τη χρονολογία για σαφή καθορισμό της. Βλ. με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Βλ. ΕφΑθ 14679/1987 Δ 20. ΚΠολΔ 505 (522) § 1 Σχ. π. ΕφΑθ 4570/1987 Δ 20. Εάν από την προβολή αυτή ήθελε καταστεί αναγκαία η αναβολή της συζητήσεως. εκτός εάν η ερημοδικία προσβάλλεται ως άκυρη. όταν είναι υποχρεωτική η πρόσληψη πληρεξούσιου67. πάντως Ματθία. αν απορριφθεί η ανακοπή (άρθρ. Νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προβληθούν με μεταγενέστερο δικόγραφο64 που κατατίθεται και επιδίδεται νόμιμα.) για τον ανακόπτοντα (άρθρ. Δικονομίας» . τα ειδικότερα στοιχεία της γνωστοποίησής τους. ΑΠ 533/1998 ΝοΒ 1999.λ. 61. Βλ. 522 το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα γενικά στοιχεία κάθε δικογράφου. Τόμος προς Τιμή Παναγιώτη Καργάδου 2004.000 δραχμών). 63. Κατά το Σχ.ΠολΔ Σ. Δεν αρκεί δηλαδή η έλλειψη υπαιτιότητας62. 309· ΕφΠειρ 888/1994 ΕλλΔνη 1996. 65. Περιέρχεται στο δημόσιο ταμείο. 1404.§ 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας 45 να προβληθούν ως λόγοι εφέσεως60 ή αναιρέσεως61. στη συγκεκριμένη περίπτωση το οποίο δεν αναμενόταν και δεν μπορούσε να προβλεφθεί και να αποτραπεί με επίδειξη άκρας συνέσεως και επιμελείας63. ή απόρριψη των αντιστοίχων αιτήσεων του αντιδίκου. ΕλλΔνη 1995. ούτε μεγαλύτερο των διακοσίων ενενήντα τριών (293) ευρώ (=100. (522 § 1) πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι της ανακοπής και τα προς απόδειξη αυτών μέσα και προκειμένου για μάρτυρες. 1285-1286· ΕφΑθ 102/2000 ΕλλΔνη 2000. Με την έννοια 60.Ε. = ΕλλΔνη 2002. 679 επομ. Αντίθετα. Κατά το Σχ. Κατά τα Σχ.δ. 800. να συνοδεύεται από γραμμάτιο καταβολής του παραβόλου που ορίστηκε με την ερήμην απόφαση. 4/9/1925 «Περί της εν μέρει καταργήσεως της ερημοδικίας και προσθήκης εις το άρθρον 25 Πολιτ. 68. Βλ.Ε. 563 επομ. Βλ. Βλ. ΑιτΕκθ ν. 64. Βλ. 67. μνεία των λόγων της ανακοπής δεν είναι απαραίτητη. 509 εδ.Ε.Ε. δδ) (Την) υπογραφή του ανακόπτοντος ή του πληρεξουσίου του ή και του τελευταίου. ΑΠ 363/2004 ΕλλΔνη 2005.000 δρχ. 66. 531 Α. Η έννοια της ανώτερης βίας στην ανεύρεση νέου εγγράφου ως λόγου αναψηλαφήσεως. γενικώς Γ. 78 (εμμέσως)· ΠολΠΑθ 2408/1974. β) Το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει κατά την κατάθεσή του. Το επιτρεπτό των προσθέτων λόγων προκύπτει από τη θέση για άπαξ άσκηση του ενδίκου μέσου66. Νοείται οποιοδήποτε γεγονός απρόβλεπτο. ΣτΕ 3215/2006 ΕλλΔνη 2008. το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των ογδόντα οκτώ (88) ευρώ (=30. Α. ΑΠ 363/2004 Δ 36. ΝοΒ 1975. Η ανώτερη βία ως ένας πρακτικός σπουδαίος λόγος νοείται όπως στο αστικό δίκαιο. Σ. δεν είναι δυνατή η κατάθεση με τις προτάσεις65.Ορφανίδη. 426. τα έξοδά της επιβάλλονται σε βάρος του ανακόπτοντος. Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ αριθμ. γγ) Αίτηση για την εξαφάνιση της ανακοπτόμενης αποφάσεως και νέας συζητήσεως της υποθέσεως προς το σκοπό της παραδοχής των ίδιων αιτήσεων για παροχή προστασίας κ. 62. 1131-1132. με ποινή απαράδεκτου. 505 παρ. 2). 959 επομ. 16. Αφορούσε αρχικά την αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας. 2). Το παράβολο καθιερώθηκε ως μέτρο για την περιστολή της ερημοδικίας και της παρελκύσεως της δίκης68. 11· Νίκα. το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 88 ευρώ (30. δεν αίρεται από το λόγο αυτό το απαράδεκτο της ανακοπής. 71. 73. . ΚΠολΔ 505 (522) § 2 Σχ. ΚΠολΔ 506 (523) § 2 Σχ. αν δικαιολογείται πλέον νομικοπολιτικώς η διατήρηση του παραβόλου. Σύμφωνα με το ισχύον άρθρο 505 παρ. Εάν όμως αυτός κατά παράβαση του καθήκοντός του δεχθεί την κατάθεση. Α) Η συζήτηση επί της ανακο69. 70.) ούτε μεγαλύτερο από 293 ευρώ (100. β Α. Το τέλος δικαστικού ενσήμου δεν περιλαμβάνεται στα καταβλητέα έξοδα και τέλη. με τον ίδιο τρόπο που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. 2 ΚΠολΔ ο ανακόπτων οφείλει να καταβάλλει στη γραμματεία του δικαστηρίου (ανεξάρτητα συνεπώς αν αυτό είναι πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο) μόνο το παράβολο που όρισε η ερήμην απόφαση.ΠολΔ Σ.Ε. Βεβαίως έως τώρα προβλεπόταν τόσο για την περίπτωση της αναιτιολόγητης όσο και για την περίπτωση της αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. α Α. ή αν δεν υπάρχει. Για το ζήτημα εάν μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της εκτέλεσης των αποφάσεων αυτών. 75.) για κάθε ανακόπτοντα. 542 § 1 εδ. 38. 522 § 2.Ε.Ε.ΠολΔ Σ. και πιο πάνω σημ.ΠολΔ Σ. 74. πιο κάτω στα περί προσωρινώς εκτελεστών αποφάσεων. ΚΠολΔ 506 (523) § 2 Σχ. Β) Η εμπρόθεσμη και νόμιμη άσκηση της ανακοπής επιφέρει αναστολή της εκτελέσεως της ανακοπτόμενης απoφάσεως70. 1 όπως ίσχυε). 72. ότι ο ανακόπτων οφείλει να καταβάλει και τα έξοδα ερημοδικίας που επιδικάζονται με αυτήν69. βλ. αν δεν προσκομίζεται το γραμμάτιο καταβολής του παραβόλου. α Σχ.Ε. πιο πάνω § 286.000 δρχ.Ε. Ο υπάλληλος της γραμματείας οφείλει να αρνηθεί την παραλαβή του δικογράφου που κατατίθεται. 523 § 1 εδ. ΚΠολΔ 21. ΚΠολΔ 20.Ε. σύμφωνα με την αναφερθείσα πιο πάνω διαδικασία73. το οριζόμενο από τον Άρειο Πάγο75. Επιτρέπεται όμως η λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Βλ. το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ασκήσεως ανακοπής ισχύει και για τις προσωρινώς εκτελεστές αποφάσεις που εκτελούνται κατά τρίτου72. Η άσκηση της ανακοπής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα στις προσωρινώς εκτελεστές αποφάσεις71. 523 § 2. Κατ' εξαίρεση της εξαιρέσεως αυτής. VI) Συζήτηση και απόφαση επί της ανακοπής.Ε. Πρβλ. ΚΠολΔ 506 (523) § 1 εδ. Παλαιότερα προβλεπόταν διαφορετικό παράβολο για τις αποφάσεις του ειρηνοδικείου και διαφορετικό παράβολο για τις αποφάσεις του πρωτοδικείου και των εφετείων. 508 παρ. επιπλέον δε προβλεπόταν.ΠολΔ Σ.46 § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας αυτή είναι αμφίβολο. Γ) Η ανακοπή που ασκήθηκε εισάγεται προς συζήτηση. 541 § 2 Α. 523 § 2.000 δρχ. α. 542 § 1 στο τέλος Α.Ε. 542 § 1 εδ. Δ) Αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την ανακοπτόμενη απόφαση74. αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη77. αν ο λόγος της ανακοπής θεωρήθηκε αόριστος. επίσης ΕφΑθ 2139/1970 ΝοΒ 19.Ε. 509). ΑιτΕκθ ν. 80. Βλ. 526. σύμφωνα με τον προαναφερθέντα τρόπο. 1389 με παρατ. Το δικαστήριο μπορεί να χρησιμοποιήσει και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Αν ένας τουλάχιστον από τους λόγους της ανακοπής κριθεί. ανάλογα εάν στην εκφώνηση της υποθέσεως παρίστανται προσηκόντως όλοι οι διάδικοι ή απολείπεται κάποιος από αυτούς76. 76. ΚΠολΔ 509 (526) Σχ.Ε. Βλ. § 177. εάν είναι ενάγων. 525 § 1. ότι μπορεί αυτός να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς και να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα υπερασπίσεως και ιδίως. Ο κανών της άπαξ μόνο α- . είναι δυνατή η εκ νέου άσκηση της ανακοπής με την προϋπόθεση ότι υφίσταται ακόμη προθεσμία81. Από αυτό ακολουθεί. δ. την εκδίκασή της.ΠολΔ Σ. Β) Αντιμωλία συζήτηση και εκδίκαση της ανακοπής:Το δικαστήριο εξετάζει αρχικά το παραδεκτό της ανακοπής. Η συζήτηση επί της ουσίας της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό είναι πρώτη για τον ανακόπτοντα. βάσιμος εξαφανίζεται η ερήμην απόφαση και οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την πιο πάνω απόφαση θέση και στάση της δίκης. Εάν απουσιάζουν όλοι. να ασκήσει ανταγωγή. 78. Στη συνέχεια εξετάζεται το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων ανακοπής. 545 § 2 Α. όπως απαιτείται γενικά. ΕφΘεσ 184/1999 ΕλλΔνη 1999. οι διάδικοι εναντίον των οποίων αυτή απευθύνεται μπορούν να προτείνουν και νέους πραγματικούς ισχυρισμούς. Κατά την ορθότερη γνώμη. 958/1971 σε σχέση με το άρθρ. 79. το δε δικαστήριο προβαίνει αμέσως (και) στην περαιτέρω εξέταση της διαφοράς δίχως νέα κλήτευση (άρθρ. το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο79. 81. Για τη βασιμότητα των λόγων δεν απαιτείται δηλαδή η δημιουργία πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Διαμαντόπουλου. Διαφορετικά. πιο πάνω τ. αλλά και τον «τρόπο σχηματισμού της κρίσεως»80. έστω και με πιθανολόγηση.Ε. Βλ. ΚΠολΔ 508 (525) § 1 Σχ.§ 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας 47 πής γίνεται κατά τους κανόνες που αναφέρθηκαν για τη διαδικασία στο ακροατήριο. 509. ΠολΠΠειρ 466/1989 ΝοΒ 1989. είτε αντιμωλίαν είτε ερήμην ενός από τους διαδίκους. μέχρις ότου κάποιος από τους διαδίκους επισπεύσει.Κλαμαρή. Εάν λείπει μια τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής.189. να συμπληρώσει την αγωγή εντός των αναφερθέντων ορίων78. 77. εάν όλοι οι λόγοι ανακοπής κριθούν αβάσιμοι. Εάν γίνει δεκτή η ανακοπή. δηλ. αφού και αυτή που έλαβε χώρα ερήμην του ήταν η πρώτη. εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού της. 1256-1257· Ν.Ι.Ε. εάν είναι εναγόμενος. η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και ηρεμεί.ΠολΔ Σ. 544 Α. Η πιθανολόγηση δεν αφορά μόνο το βαθμό δικανικής πεποιθήσεως. εάν πριν την απόρριψη της ανακοπής ως ανυποστήρικτης πρέπει να εξετάζεται το παραδεκτό της ανακοπής. 1. Συνεπώς εκδίδεται μία ενιαία απόφαση τόσο για την αποδοχή της ανακοπής82 όσο και για την ουσία. ορθότερη πρέπει να θεωρείται η γνώμη που λύνει το θέμα αρνητικά. διότι. ότι στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να λαμβάνεται πρόνοια και να περιλαμβάνεται στην απορρίπτουσα την ανακοπή απόφαση διάταξη για την τύχη των προκαταβληθέντων παραβόλου και δικαστικών εξόδων. 83. 84. έγινε δεκτό.48 § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας Αν γίνει δεκτή η ανακοπή. διαπιστώνεται ότι αυτός ερημοδικεί. ως αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής τοιαύτης. Ο ορισμός αυτός είναι κατανοητός περισσότερο στη βάση της αναιτιολόγητης ανακοπής που κατά παράκαμψη στην ουσία του δεσμευτικού αποτελέσματος της οριστικής αποφάσεως (άρθρ. α) Εάν κατά τη συζήτηση της ανακοπής στην ορισθείσα δικάσιμο είναι απών ο ανακόπτων και η συζήτηση της ανακοπής γίνεται με επιμέλεια αυτού ή χωρεί μεν με επιμέλεια του καθ' ου η ανακοπή. Βλ. 181. Αμφισβητείται το ζήτημα. δεν αποφαίνεται όμως εισέτι επί της αγωγής. η απόδειξη και η αποδοχή του λόγου ανακοπής. 85. Γ) Ερήμην συζήτηση και εκδίκαση της ανακοπής. 181 86. Κατά σκήσεως των ενδίκων μέσων. Απαιτείται η επίκληση. Η ανακοπή προσδιορίζεται συνήθως ως το ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται η εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως και η νέα συζήτηση της υποθέσεως83. και ΑΠ 807/1976 ΝοΒ 25. αλλά. και ΑΠ 81/1968 ΕΕΝ 35. ΙΙΙ. σελ. 368 που θεωρεί μη οριστική την απόφαση που δέχεται μεν την ανακοπή. πιο πάνω τ. λ. διαφορετικά. Ορθά. 82. Η άσκηση ανακοπής δεν επιφέρει δηλαδή αμέσως την εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως όπως στην περίπτωση της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας.λπ. . 1) οδηγεί σε νέα συζήτηση της υποθέσεως84.. Δεν εκδίδονται δηλαδή δύο χωριστές αποφάσεις. ενδεικτικά Νίκα. Βλ. Βλ. εξ άλλου. το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή ως ανυποστήρικτη. ΑΠ 807/ 1976 ΝοΒ 25. Πρβλ.χ. Μετά την αποδοχή της ανακοπής και την εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως το δικαστήριο κατά την εξέταση της ουσίας της υποθέσεως δε δεσμεύεται ως προς τον χαρακτηρισμό της αγωγής. εξαφανίζεται η ερήμην απόφαση και συζητείται αμέσως η ουσία της διαφοράς (509). Η αντιμετώπιση αυτή της αναιτιολόγητης ανακοπής επιζεί κατά κάποιο τρόπο και στο ισχύον δίκαιο. Πολιτική Δικονομία. κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση κ. § 110 αριθμ. 309 εδ. Κατά τη δικονομική τάξη και κατά την αρχή της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας. κατ' εφαρμογή των οριζόμενων86 από το άρθρο 271 (281) ΚΠολΔ. Ι § 188. 246. από την πρώτη απόφαση85. αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Ε. και μετά την εξαφάνισή της απορρίφθηκε οριστικά η αγωγή. η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών.Ε.λπ. αλλά απουσιάζει δικονομικά ο καθ' ού η ανακοπή. νέα ανακοπή87. επειδή είχε κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή κ. Αν ασκηθεί ανακοπή κατ’ αποφάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και απορριφθεί. όπως εκτέθηκε παραπάνω. 141 επομ. σχετικώς ΑΠ 477/2004 Δ 36. 975. Το συμπέρασμα αυτό αντλείται από την κατάργηση της παραγράφου 3 του άρθρ. 507. εκτός από τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του απόντος διαδίκου κ. Βλ.). στην αναγκαστική ομοδικία η ανακοπή που ασκείται από έναν των ομοδίκων ωφελεί και τους λοιπούς ομοδίκους. και εφόσον συντρέχουν οι αναγραφόμενες προϋποθέσεις. ΠολΠΑΘ 8318/2001 Δ 33. Δ) Επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. και το παραδεκτό της ανακοπής. για τις οποίες γίνεται λόγος στη συνέχεια. εξαφανίζεται η προσβαλλόμενη. . VII.ΠολΔ Σ.λπ. ακυρώνεται η ερήμην απόφαση και εξετάζεται η ουσία της υποθέσεως89. Βλ. Πριν από αυτό εξετάζονται αυτεπάγγελτα. η οποία υποβάλλεται με το έγγραφο της ανακοπής ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο και εφόσον η εκτέλεση της αποφάσεως αποδεικνύεται προαποδεικτικά. το επιτρεπτό της ερημοδικίας. εφόσον δεν αποδέχθηκαν ρητά την ερήμην απόφαση ή δεν παραι87. τότε ο διάδικος μπορεί να προσβάλει με έφεση την απορριπτική απόφαση. ΚΠολΔ 914 (975) Σχ. σχετικά πιο πάνω τ. Πρβλ. το δικαστήριο. 845-846. Βλ.λπ. Ένδικα μέσα. ΕλλΔνη 1995. Η απόφαση που εκδίδεται στις πιο πάνω περιπτώσεις επί της ανακοπής υπόκειται σε ένδικα μέσα. κατά την ορθότερη γνώμη. Εάν η απόφαση που ανεκόπη και εξαφανίστηκε εκτελέστηκε. 1039 Α. VIII. κατά την κρατούσα γνώμη. μετά από αίτηση του διαδίκου που νίκησε.§ 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας 49 της αποφάσεως που απέρριψε την ανακοπή ως ανυποστήρικτη δεν επιτρέπεται. 76 (77 § 4 ΚΠολΔ)90. 88. 11 (15). Κατ' εξαίρεση. Ι § 226. 363· ΕφΑθ 4738/205 ΕλλΔνη 2006. διατάζει την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση88. και πιο κάτω στα αναφερόμενα για τις προσωρινώς εκτελεστές αποφάσεις. Αν ευδοκιμήσει η έφεση. η ανταγωγή ή η κύρια παρέμβαση. Τα αποτελέσματα της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής περιορίζονται κατ' αρχήν στους διαδίκους και τους ταυτιζόμενους νομικά μ' αυτούς (κληρονόμους και εν γένει καθολικούς διαδόχους κ.· Ματθία. γίνεται αποδεκτή η ανακοπή ερημοδικίας. σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 89. Συνέπειες της αποφάσεως. σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του κοινού δικαίου για το επιτρεπτό καθενός από αυτά. β) Εάν στην ίδια δικάσιμο παρίσταται ο ανακόπτων. 90. § 287 – Ανακοπή Ερημοδικίας .50 τήθηκαν ρητά από το δικαίωμα της ανακοπής. ΝΔικ.W. Baumgärtel. ΝοΒ ΚΕ 1054α. σ. 1975· Fenn H. 185 επ.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΕΦΕΣΗ § 288 Ειδική βιβλιογραφία: Σαμουήλ.. ZZP. σ. 1924· K. σ. Festschrift für Fragistas..· Pagenstecher M. Berufungszwang durch Verfahrensbeschleunigung. Die Anschlussbeschwerde im Zivilprozess und im Verfahren der Freiwilligen Gerichtsbarkeit. L'impugnazione incindentale nel processo civile. ΕλΔνη 1995. 1976· N. 1976. 1-20· Walsmann H. Δίκη ερήμην εφεσιβλήτου. σ.. Δ (1969). Ist eine weitere Einschränkung des Rechts zu neuem Vorbringen in der Berufungsinstanz vertretbar. 3 επ.Z. σ. Βερβεσού. 77· Ιω. Α΄ (1966). Die Erweiterung des Rechtsmittelantrags. επί τη Εκατονταετηρίδι Πανεπ.. Verbot der Reformatio in pejus und Parteidisposition über die Sache in höherer Instanz ZZP 91. 37-49· W. Beschwer. Κεραμέως. 153 επ. 128-176· του ίδιου. Συμβ. 1393-1396. Grunsky. 1972· του ίδιου. 1937· του ιδίου. Θεσ/κη 1987· Σ.· Κ. Berufung.Θ. Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ. Κουσουλού. σ. 205 επ.· Κωστοπούλου. Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά των ερήμην αποφάσεων. „Das Rechtsmittel der Anschlussberufung“ oder die Rechtsmittelanschließung. Φραγκίστα τ. 1975. σ. σ. 1972· G. Klamaris. 91 (1978).. 528 ΚΠολΔ. Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ' έφεση δίκη. 1967. Εννοια και περιεχόμενον του άρθρ. 11 επ. 259-266· ο ίδιος. N.· Ν. .. Das Verbot der reformatio in pejus im Zivilprozess. Άσκησις ενδίκων μέσων υπό των δανειστών εναντίον των κατά του οφειλέτου εκδιδομένων αποφάσεως. Η έφεσις 1974· Κ. 10-13· Ohndorf. Zeitschr. Ζητήματα Πολ. 1966.V. σ. Δικονομίας. Anschlussberufung. Δ VIII. 1972. Ράμμου. Τιμητ..· Δέσπη Ιω... B. σ. 979-982· Kissel Oth. 1961· Baur Fritz. 222-228˙ Chiarloni S. 355-357· Schneider Egon. σ. Die Berufung im neuen Zivilprozessrecht. ΝοΒ ΚΚ (20). Die Beschwer und die Geltendmachung der Beschwer als Rechtsmittelvoraussetzung im deutschen Zivilprozessrecht.J. Η ανακοπή ερημοδικίας και η έφεσις κατά το σχέδιον ΚΠολΔ.D. 168 επ. Erweiterte Berufung gegen Zivilurteile des Amtsgerichts. Beschwer und unbezifferter Klageantrag. σ. Ξένιον Π. Το έννομον συμφέρον του νικήσαντος διαδίκου προς άσκησιν εφέσεως ή αντεφέσεως. Επιστημ. Fam.. 121-136· Kapsa Berhard-Michael. Ματθίας. Ist die Anschlussberufung (Anschlussrevision) ein Rechtsmittel. K. σ. 1969· Gilles P. Festschrift für Reinhard. Ζέπου (1973). 1928· N. Νίκας Ν. σ. Μπέη. 76 (16). Humane Justiz 1977.J. 363 επ. für Rechtspolitik. Berufung und Revision im Zivilprozeßentwurf Judicium 4. σ. Αθηνών. σ. R. N. 147-171· Deubner K. Die Anschlussberufung. Klamaris. Die Aufrechnung im zweiten Rechtszug. Rechtsmittel im Zivilprozess. Τόμ.· Γ. σ. ΕΕΑΝ τ. Anschließung. M. Die Berufung in Zivilsachen und die zivilgerichtliche Instanzenordnung. XXIII.Δ.W. Δικαίωμα εφέσεως υπό νικήσαντος διαδίκου και προϋποθέσεις ασκήσεως. 655· Philippi. σ.R. Βιβλιοκρισία της ως άνω διδακτορικής διατριβής του Kapsa. Das Rechtsmittel der Anschlussberufung. σ. Σκέψεις περί των λόγων εφέσεως Δ. ZZP 89. Δ. 1978. Mπέη. Revision und Beschwerde etc. Το προς έφεσιν δικαίωμα του νικήσαντος διαδίκου. 359-373· του ίδιου. Festgabe für Vollkommer. 3.. FS für Ullmann. 2006. Handbuch: Berufung im Zivilprozess. FS E. 2 ZPO.-J.. JurBüro 2008. MDR 2003. MDR 2004. Offene Fragen des neuen Berufungsrechts. Das neue Berufungsverfahren in der Rechtsprechung des BGH. NJW 2002. Beck’sches Mandatshandbuch: Zivilrechtliche Berufung. 110-113· Gaier R. Unstreitige neue Tatsachen in zweiter Instanz.P.. MDR 2009. 199-201· Dieti S. 155επ. Berücksichtigung eines neuen Sachvortrags mit neuen Angriffs. Reform des Zivilprozesses – Einführung der Beschlussverwerfung. MDR 2008. 981-983· Fellner C. 1 Nr.. 463-480· Burgermeister U. Strategien für die Berufung im Zivilprozess. NJW 2002. 2041-2046· Gehrlein M...52 § 288 – Έφεση Altmeppen H. Klageänderung bei Berufungseinlegung. Fallstricke und Barrieren im neuen Berufungsverfahren. Die Tatsachenbindung des Berufungsgerichts nach der ZPO-Reform. 1095-1097· Greger R.. Die Berufung im Zivilprozessreformgesetz. MDR 2003. 421-430· Gehrlein M. Berufungsurteil – Neue Anforderungen an den Inhalt nach dem ZPO-RG... 490-497· Heßler H... 2010· Ebel H. Zum Tatsachenstoff im Berufungsverfahren nach der Reform der ZPO – Eine Erwiderung. NJW 2003. Die Zulassung neuen Tatsachenvorbringens im Berufungsverfahren des Arzthaftungsprozesses. ZZP 116../Oberheim R.. VersR 2005. Abstandsnahme vom Urkundsprozess im Berufungsverfahren. 47-50· Henke M. 1265-1268· Horbach C. Das Anschluss- ../Hirtz B. Aufl. 721-723· Fellner C. 165-194· Crückeberg H. 954-958· Born W... Die Berufungsinstanz nach dem Zivilprozessreformgesetz von 2002 – Tatsachen oder Rechtskontrollinstanz?.-J. ZRP 2001. JZ 2003. NJW 2006. ZZP 107.. 1985· Eichele K.und Verteidigungsmitteln und die Folgen in der Berufungsinstanz. ZIP 1992. Zur Zurückweisung der Berufung durch Beschluss in nach TRIPS zu beurteilenden Verfahren der Durchsetzung von Rechten des geistigen Eigentums. Prüfungsumfang und Prüfungsprogramm im Berufungsverfahren nach der Zivilprozessreform 2002.. Tatsachenfeststellungen im Urteil der ersten Instanz.. 313323· Heßler H.. Aufl.... NJW 2004. Das Berufungsverfahren nach der ZPO-Reform – Eine kritische Bestandsaufnahme. Untersuchungen zu § 538 Abs.. 2002. Klageänderungen in der Rechtsmittelinstanz. 343-346· Hirtz B.. 2008. Das Urteil des Berufungsgerichts nach der Zivilprozessreform.... Die Berufungszurückweisung durch Beschluss im Blickpunkt aktueller Rechtsprechung. 1702-1703· Baumann A. 2007· Brehm W.. Tatsachenfeststellung durch das Berufungsgericht – ein Menetekel aus Karlsruhe.. 449-459· Barth H. NJW 2002. 2001· Jacoby F.. Die reformatio in peius im Zivilprozess. MDR 2003. 2009· Gerken U. 10-11· Crückeberg H. Der Prozessstoff des Berufungsverfahrens. 442-446· Doukoff N. 1245-1249· Braunschneider H. 241-243· Fellner C. Verfahrenskontrolle und Entscheidung des Berufungsgerichts. Beschränkung des Zugangs zum Revisionsgericht durch Zurückweisung der Berufung durch Beschluss gem. FamRZ 2003. 3289-3292· Gaier R.. Die Berufung der bedürftigen Partei im Zivilprozess. 2006. 2006· Baumert A... MDR 2003. NJW 2001..K. NJW 2004. MDR 2001. Probleme der Anschlussberufung nach § 524 ZPO. 961-976· Heiderhoff B.. 2010· Fellner C. 2882-2883· Grunsky W. 4. Müller. 309-314· Egger W. NJW-Sonderheft BayObLG. MDR 2004. 126-128· Fölsch P. 800-802· Hallstein H. Zum Tatsachenstoff im Berufungsverfahren nach der Reform der ZPO. 3521-3524· Frohn. 169-198· Geisemeyer G..· Gaier R. Die Monatsfrist bei der Anschlussberufung – ein gesetzgeberischer Blindgänger. Tatsachenfeststellung in der ersten Instanz – Bedeutung für das Berufungsverfahren und die Korrekturmöglichkeiten. Erste Erfahrungen mit der reformierten ZPO – Erstinstanzliches Verfahren und Berufung. Anforderungen an eine zulässige Berufungsbegründung unter Berücksichtigung der BGHRechtsprechung.. 2 ZPO.. § 522 Abs. FS für Wiedemann. NJW 2008. MDR 2001. Grundfragen und aktuelle Probleme des Beweisrechts aus deutscher Sicht.. MDR 2005. Der Prozessstoff der zweiten Instanz im Zivilprozess in der deutschen Gesetzgebungsgeschichte seit 1877. Erklärungspflicht des Prozessgegners über unzulässiges neues Vorbringen?. Zur Präklusion der Verjährungseinrede in der Berufungsinstanz. NJW 2007. MDR 2004. Verfahrensfehlerhafte erneute Tatsachenfeststellung und Zulassung neuen Vortrags in der Berufungsinstanz. Von Amts wegen zu beachtende Verfahrensmängel im Zivilprozess. Verspätet.. Die Neuregelung der Anschlussberufung.§ 288 – Έφεση 53 rechtsmittel und seine Kosten nach dem Zivilprozessreformgesetz. 174-178· Saenger I. 3593-3599· Liesching P. 33903392· Noethen M. Die erstmalige Erhebung der Verjährungseinrede in zweiter Instanz. aber zugestanden: Nova in der Berufungsinstanz. 747-759· Roth H. 1141-1147· Schenkel H. 781-785· Nassall W. 2000· Rimmelspacher B.. Zivilprozessreform und Berufung. Prozessstoff und Prüfungsumfang in der Berufungsinstanz nach der ZPOReform 2002. Kostenrisiko des Anschlussberufungsklägers bei einstimmiger Zurückweisung der Berufung. Unanfechtbarkeit des Beschlusses nach § 522 II ZPO. ZZP 120. Nichtannahme der Berufung?. Verjährungseinrede in der Berufungsinstanz bei unstreitiger Tatsachengrundlage. 1150-1153· Piekenbrock A.. 1172-1176· Schmidt P. Die Rechtsprechung des BGH zum neuen Berufungsrecht im Lichte der Intentionen des Gesetzgebers. Fehlen des Tatbestands im Berufungsurteil – Zulassungsgrund für die Revision?. Zur Abschaffung der selbstständigen Anschlussberufung durch das Zivilprozessreformgesetz. 1333· Rimmelspacher B. 3320-3322· Löhnig M.. ZZP 120. NJW 2005. NJW 2007. NJW 1990... Die Berufungsgründe im reformierten Zivilprozess. NJW 2009. ZZP 115. ZPR 2009. Der Anwalt im Berufungsverfahren: Strategien und Fehlervermeidung. Kosten der umgedeuteten Anschlussberufung nach Zurücknahme der Berufung. 2963-2965· Meller-Hannich C.§ 522 II ZPO. FS Beys.../Iliou C. Die erneute Tatsachenfeststellung in der Berufung. 3 ZPO verfassungswidrig?.H... 1897-1905· Rimmelspacher B. ZZP 121. 185-213· Katzenstein M. 2002· Reinelt E. Neues Rechtsmittelrecht im Zivilprozess – Berufungsinstanz und Einzelfallgerechtigkeit. 2 ZPO in der gerichtlichen Praxis. FamRZ 2004.. FS für Schlosser. 2 ZPO bei der Berufung und nach § 522a ZPO bei der Revision.. JZ 2002. MDR 2002. 2005. MDR 2005. Alte und neue Probleme des Präklusionsrechts nach der ZPOReform. NJW 2003. 203-206· Rimmelspacher B... 219-236· Pape G.. Beschränkter Prüfungsumfang im Berufungsverfahren. 2007· Lechner H.. 2004· Ostermeier P.. 283-291· Münch J.. Ist § 522 Abs. Die unendliche Geschichte . 245-248· Manteuffel K. 726-728· Schmidt P.. NJW 2002. 192199· Lindner R. 403-425· Kroppenberg I. Die neue Berufung in Zivilsachen.. NJW 2004. NJW 2003.. Funktion und Ausgestaltung des Berufungsverfahrens im Zivilprozess: eine rechtstatsächliche Untersuchung. Die Verlängerung der Berufungserwiderungsfrist im Zivilprozess – Fristverlängerung ohne Wert?.. 121125· Schenkel H. 737-740· Knops K. Der Prozessstoff des Berufungsverfahrens aus Sicht der Revision.Kritische Gedanken zu § 522 ZPO. Die Zurückweisung der Berufung durch Beschluss.......-O.. NJW 2006. 802-804· Oberheim R. Zulässigkeit einer erstmals im Berufungsrechtszug erhobenen Verjährungseinrede. Verfassungsgerichtliche Lawinensprengung?. 610-615· Schellhammer K. MDR 2006. 2003· Oh J. 2009· Rauscher M. 2003.Das BVerfG und die Berufungs-Beschlusszurückweisung. Olshausen E. 675-677· Postel G.. Die Verkürzung des Rechtswegs durch § 522 Abs... 1224-1225· Lindner R.. . Die Klageänderung im Berufungsverfahren. NJW 2002.. 945947· Lange T. ZIP 2003. NJW 2008. 1024-1027· v. JZ 2005.. Berufungsverfahren – Der Zurückweisungsbeschluss nach § 522 Abs. 642-644· Krüger W. 3385-3388· Müller-Rabe S.. 139-163· Schellenberg F.. NJW 2003. MDR 2004. 540-548· Piekenbrock A. 2010. Berufung und Beschwerde nach dem Zivilprozessreformgesetz (ZPO-RG).... 2010. Auf. Die Zurückweisung der Berufung durch Beschluss im Zivilprozess – notwendig und verfassungsgemäß. 377379· Vossler N. Die Anschlussberufung (§ 524 ZPO). NJW 2005. 2007. MDR 2008. ZZP 119. Rechtsbehelfe im Zivilprozess. 722-726· Wach K. NJW 2006. Neues Berufungsvorbringen nach erstinstanzlicher Verletzung der richterlichen Hinweispflicht.. 1981· Κ. 878-881· Stackmann N. ZZP 119. 766 επ.-D/Kramer W. Kommentar zur ZPO. 231 επ.. Μπέης. Die Nichtzulassung der Revision im Berufungsurteil. NJW 2003. Auf. 29. 17. Zivilprozessrecht. 2010· Musielak/Ball. 3.· του ιδίου.· Στ.. Fehlerkontrolle zu Beweisaufnahme und Beweiswürdigung nach ZPOBerufungsrecht. Αστικό Δικονομικό Δίκαιο.· Ν. § 27 Κατ’ άρθρον ερμηνείες : Stein/Jonas/Grunsky. Fehlervermeidung im Berufungsverfahren. Προβλήματα ομοδικίας στην κατ’ έφεση δίκη.. NJW 2002..54 § 288 – Έφεση Teilanfechtung und spätere Erweiterung des Berufungsantrags. Δ 1980. Πολυζωγόπουλος. 155επ. Zivilrechtliche Berufung.. 2010.. ZIP 1993. Auf... Verspätungsrecht im Berufungsverfahren.Θεσσαλονίκη 1986. Zweites Versäumnisurteil und Berufungsmöglichkeiten gemäß § 513 II ZPO.· Κ. Νέοι ισχυρισμοί ως λόγοι εφέσεως. 3601-3605· Strohn. 2002. 788-791· Trimbach H.. Grundkurs ZPO..und Beschwerdeverfahrens in Zivilsachen durch das Zivilprozessreformgesetz... 7. 1628· Schnauder F. Offene Fragen des neuen Berufungsrechts nach dem Zivilprozess-Reformgesetz. MDR 2004. NJW 2008. Band 2..· Β.. §§ 136-140· Jauernig O.. Κ. Zivilprozessrecht. NJW 2003. Η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως κατ’ ερήμην αποφάσεως μετά την απόρριψη της ανακοπής ερημοδικίας.und Verteidigungsmittel im Berufungsverfahren. Die Berufungszurückweisung durch Beschluss und rechtliches Gehör. Κλαμαρής. 21.· Στ. 781-789· Stackmann N.. 1315-1320· Wächter G. 3665-3670· Stöber M. 271-274· Stackmann N. Band 5/Ι./Kern K. Σκέψεις περί των λόγων της εφέσεως. ZPO Kommentar. 169175· Stackmann N.. 7. Auf. Die reformierte Berufung im Spannungsfeld zwischen Tatsachenund Revisionsinstanz. 510-534· Schilken E. VersR 2007. 2008. 2007· Schwarz H. Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ. Συστηματικά έργα/εργχειρίδια: Rosenberg/Schwab/Gottwald.... NJW 2006. Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων. Aufl. Die aktuelle Rechtsprechung zur Berufungszurückweisung nach § 522 Abs.. Rdnr. 401-405· Volland V. 13. FS für Wiedermann. Zivilprozessrecht. 324-327· Stackmann N. ΝοΒ 1990. Auf. 1703-1706. Die Zulassung neuer Angriffs. Nacherfüllungsverlangen in der Berufungsinstanz. Zivilprozessrecht. Die erfolgversprechende Berufungsschrift in Zivilsachen. Ματθίας. 472 επ. 6875 και 162-169· Schneider E. Βαθρακοκοίλης. JuS 2004.-J.. NJW 2009. 2008· Sievert D. 1994· Münchener Kommentar zur ZPO/Rimmelspacher./Hülk F.§ 73· Grunsky W. Auf. 10. 2007· Skamel F. 2 ZPO. 217-220· Musielak H. Αθήνα 1976. NJW 2010. JuS 2002. Der Tatsachenstoff im Berufungsverfahren.. 1895 επ. 2010.. 545 επ. Auf.. ΝοΒ 1989. Die Berufung in Zivilsachen.. Zivilprozessordnung.. 655 επ.. 2008· Schneider J. 2. 423-434· Schumann C.. Κεραμεύς. 2005· Stackmann N. JA 2000.. Die Neugestaltung des Berufungs. Κώδικας Πολιτικής Δικο- ... Auf. Die Tatsacheninstanzen in großen bürgerlichen Rechtsstreitigkeiten nach der ZPO-Reform. 2009· Prütting/Gehrlein/Lemke και Oberheim. Beendigung des Berufungsverfahrens im Zivilprozess durch Beschluss. Πατεράκης. Zur Selbstbindung des Berufungsgerichts im zweiten Rechtsgang an sein zurückverweisendes Urteil. 14341435· Schneider E. 6. 2007· Zöller/Heßler.. 252-257· Timme M. Αθήνα. Rdnr. Auf. 28. Δ 1974. Γενικό Μέρος.· Tiedtke K. 393-421· Zuck R. JuS 2005. Zivilprozessordnung.. Auf. Πράσσος) ΕλλΔνη 46 (2005). Guinchard (sous la direction). O’ Hare/K. On Civil Procedure.· A. Γεωργιάδου. Civil Procedure in Europe 2. Γκιάφης) ΕλλΔνη 40 (1999). 56 επ. Dalloz 2009. Κεραμεύς/Δ. 576˙ ΕφΑΘ 1094/1989 (Ι. Δραγατσίκη. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007. Απαλαγάκη/Π. Bruxelles 1990· J. Sweet and Maxwell 2009.· Α. Νίκας/Μ. Κονδύλης/Ν. Héron (par Th. Croze/Ch. Droit judiciaire privé. Παπαθεοδώρου) Δ 38 (2007). p. ΣΤ΄ έκδοση. Ferrand/C. 588˙ ΑΠ 2/2006 (Δ.· S. Cambridge University Press 2000.· S. Αγγελής) ΕλλΔνη 46 (2005). 568˙ ΑΠ 187/2007 (Α.-Α. 2ème édition. Πρίντζης) ΕλλΔνη 33 (1992). Civil Litigation. Ένδικα μέσα. Αθήνα 1995. 899˙ ΕφΑθ 10048/1990 (Δ. σ. Ναυπλιώτης) ΧρΙΔ Γ/2003. Κανελλόπουλος) ΝοΒ 54 (2006).· Κ. 831 επ. Ι. 1415˙ ΑΠ 1111/2002 (Γ.· Χ. Ένδικα μέσα. Σεβδά) Αρμεν. Μαργαρίτης. 407˙ ΑΠ 1335/1982 (Ι. 920 επ. Litec 2001. Νίκας. L’appel en droit judiciaire privé.· Σ. Κομνηνάκης) ΕλλΔνη 39 (1998).· Κ. Τρίγκας) ΕλλΔνη 32 (1991). Procédure civile. Kohl. 1090˙ ΕφΑθ 2252/2003 (Δ. Amrani-Mekki. Dalloz 2009. Εκκλητές αποφάσεις και η αρχή ne bis in idem – Νομολογιακά πορίσματα. 2000· Π. Κεραμεύς. Normand/S. Οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ. 228˙ ΑΠ 1961/1986 (Ε. La procédure civile devant la Cour d’appel.§ 288 – Έφεση 55 νομίας. Φουρλάνος) ΕλλΔνη 44 (2003). Βερέτσος) ΕλλΔνη 44 (2003). Kluwer 1999· J. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως στην πολιτική δίκη. 157 επ.· Κ.-L. 863˙ ΕφΑθ 7625/2006 (Ζ. 2007. Γέσιου-Φαλτσή/Χ. 120˙ ΑΠ 28/1999 (Σπ. 257˙ ΕφΑθ 8208/2003 (Ι. Ρεντούλης.Κομοτηνή 1996· Κ. Απαλαγάκη (επιμέλεια)/Μ.· L. Ανδριανός) ΕλλΔνη 29 (1988). Η έφεση. 271 επ. PUF 1995· H. Αθήνα 2009· Δ. 1544˙ ΑΠ 659/2005 (Ν. Αρίδας) ΕλλΔνη 47 (2006). Ανδρεοπούλης) ΕλλΔνη 33 (1992). 107 επ. Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή 2000. ΙV. 914˙ ΑΠ 1365/2002 (Γ. instruments de liberté. Η νέα διαδικασία του ΚΠολΔ στον πρώτο και δεύτερο βαθμό. 352˙ ΕφΑθ 2391/1995 (Η. 527 επ. Droit et pratique de la procédure civile. Μακρίδου. English Civil Procedure. Νομική Βιβλιοθήκη 2008. Παπαγεωργίου) ΕλλΔνη 30 (1989).). 993˙ ΟλΑΠ 12/1989 (Δ. 896˙ ΑΠ 1681-2/1998 (Θ. 703 επ. Αθήνα 1999.· Ν. 899 επ. Μπάκας) ΕλλΔνη 40 (1999). Sweet and Maxwell 2006. Τσικρικάς. 1298 επ. 46 (1992). 626 επ.· J. Οικονομίδης) Δ 37 (2006). Chainais.· N. van Rhee (editors). Théorie générale du procès. Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας 2Α. Σαμουήλ.· J. 543˙ ΕφΑθ 7053/2004 (Ι. 87˙ ΠΠρΘεσ 740/1992 (Β. Δ 36 (2005). ΕΠολΔ 4/2009. Μπέης. Αρμεν. 716 επ. Les voies de recours judiciaires. 282˙ ΑΠ 127/1987 (Ε. 1605˙ ΑΠ 1462/2003 (Α.A. 14th edition. Recourse against judgments in the European Union/Voies de recours dans l’Union européenne. 319 επ. Αρβανιτάκης. Morel/O. Στράτα) ΕλλΔνη 48 (2007). Editions juridiques Swinnen. ΑθήναΘεσσαλονίκη 2004· Π. Συμβολές στην ερμηνεία του ΚΠολΔ. Σιμόπουλος) ΧρΙΔ Β/2002.· J. Πρεμέτης) ΕλλΔνη 24 (1983). 188 επ. 309˙ ΕφΑθ 5084/2001 (Γ. 435 επ. Jolowicz. 899 επ.· Δ. Procédure civile. Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ. Guinchard/F. Γυφτάκης) ΕλλΔνη 34 (1993). Zuckerman on Civil Procedure. 670˙ ΕφΑθ 1582/1988 (Κ. Τόμος Γ΄. Η διαλεκτική του δικονομικού δικαίου. Γουργουράκης) ΕλλΔνη 35 (1994). Dalloz Action. Γιαννόπουλος) ΕλλΔνη 24 (1983). Η έφεση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο. Montchrestien 2002. Ανδριανός) ΕλλΔνη 29 (1988). Cadiet/J. Δ΄ έκδοση. Thireau (dir. Fradin. Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Γιαννακάκης) ΕλλΔνη 37 (1996). 354˙ ΕφΑθ 2840/1998 (Π. Browne. 32˙ ΑΠ 925/2003 (Ι. 1122 επ.-L. Αθήνα. Litec 2010· J. Ενδεικτική νομολογία: ΑΠ 1302/1982 (Ν. Gallet. Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση κατ’ άρθρο. 1313˙ ΕφΑθ 10390/1989 (Δ. Andrews. PUF 2010. Κράνης. Jolowicz/C. Πετροπούλου) ΕλλΔνη 46 (2005). Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007. Η έφεση κατ’ ερήμην εκδιδομένων αποφάσεων με αφορμή την απόφαση ΑΠ 1015/2005. 261˙ ΟλΑΠ 2/1994 (Δ. 521 επ. 593˙ ΕφΑθ . Le Bars). 6ème édition.· Στ. Oxford University Press 2003. 228˙ ΑΠ 709/2007 (Χ. Γ. Έφεση – appellation. Βογιατζάκη)˙ ΕφΑΔ 2/2009. Καρυστινού)˙ ΕφΑΔ 1/2008. appello. για έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης κρίσεως και στη συνέχεια για την εκ νέου εξέταση και διάγνωση κατά το νομικό ή το πραγματικό μέρος της ή και για τα δύο. Πετρόπουλος. πιο πάνω § 286.56 § 288 – Έφεση 362/2007 (Π. Στην Πολιτική Δικονομία του 1834 η έφεση ρυθμιζόταν στις διατάξεις των άρθρων 736-784 αυτής. σελ. 1963. Η έφεση του ρωμαϊκού δικαίου. Berufung – είναι το τακτικό ένδικο μέσο. κύρια και πρωταρχικά. Ζώης) Δ 39 (2008). Ι) Ορισμός. Δημάδης) ΝοΒ 56 (2008). 1590. 196˙ ΑΠ 1140/2008 (Ι. 1590. Η έφεση προβλέπεται ρητά ως ένδικο μέσο μεταξύ των άλλων στην Πολιτική Δικονομία (Zivilprozessordnung) της Αυστρίας – και ειδικότερα στις διατάξεις των παραγράφων 461 έως και 501 της αυστριακής Πολιτικής Δικονομίας – στο Δικαστικό Κώδικα (Code judiciaire) του Βελγίου – και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 1050 έως και 1072 του βελγικού Δικαστικού Κώδικα – στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Code de procédure civile) της Γαλλίας – και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 543 έως και 570 του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – στην Πολιτική Δικονομία (Zivilprozessordnung) της 1. σελ. όπως αυτή εξελίχθηκε κυρίως επί της εποχής του βυζαντινού Αυτοκράτορος Ιουστινιανού και των βυζαντινών Αυτοκρατόρων Βασιλείου Α΄ του Βουλγαροκτόνου και Λέοντος Στ΄του Σοφού αποτέλεσε και το πρότυπο για τη ρύθμιση. Η έφεση είναι το κατ' εξοχήν ένδικο μέσο.π. Αθήνα. με σκοπό την έκδοση ορθότερης και κατά κανόνα ευνοϊκότερης γι' αυτόν αποφάσεως. ο σκοπός που επιδιώκεται με την καθιέρωση του θεσμού των ενδίκων μέσων1. ό. 2. Το ένδικο αυτό μέσο της «appellatio» θεσπίσθηκε την εποχή του Αυγούστου και είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα3. Γ. με το οποίο ο διάδικος προσβάλλει την απόφαση που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό (πρωτόδικα) ενώπιον ανωτέρου (δευτεροβαθμίου) δικαστηρίου και ζητεί την εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της και την εκ νέου εξέταση και διάγνωση της υποθέσεως. τόμος δεύτερος. . Η έφεση ρυθμίζεται στα άρθρα 511-537 ΚΠολΔ. Η έφεση προβλεπόταν ως ένδικο μέσο ήδη και στο ρωμαϊκό δικονομικό δίκαιο και έφερε το όνομα «appellatio»2. τη λειτουργία και τα αποτελέσματα της εφέσεως στις σύγχρονες δικονομικές νομοθεσίες των ευρωπαϊκών κρατών. 187.-Σ. Πετρόπουλος. Έννοια. 3. 1212˙ ΑΠ 1873/2007 (Χ. Τέντες) Δ 40 (2009). Βλ. appel. Με αυτήν μπορεί να επιτευχθεί περισσότερο από κάθε άλλο ένδικο μέσο. 304˙ ΕφΑθ 922/2008 (Π. Ιστορία και εισηγήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου2. με το οποίο η υπόθεση φέρεται στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ε. Δεκεμβρίου 2008 και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 307-318 αυτής. και πρώτη στην ιστορία της Ελβετίας Ομοσπονδιακή Πολιτική Δικονομία της Ελβετίας (Schweizerische Zivilprozessordnung) της 19. Σχ. 5. της οποία επιδιώκεται η ακύρωση ή η αναγνώριση της ανυπαρξίας της. στα άρθρα 58 έως και 67. Μόνο κατ’ εξαίρεση το Εφετείο έχει τη λειτουργική αρμοδιότητα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ειδικότερα στις περιπτώσεις των άρθρων 825 ΚΠολΔ – κάθε αμφισβήτηση ή αμφιβολία για την ερμηνεία διαθήκης κλπ. Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων εκδικάζονται από το Εφετείο. το οποίο άλλωστε και κατά κανόνα έχει τη λειτουργική αρμοδιότητα του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου5. Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων εκδικάζονται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο. εκτός από τις εξαιρέσεις που ορίζονται με ειδικά νομοθετήματα. Β) Η άσκησή της από δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο και η απεύθυνσή της κατά νομιμοποιούμενου προσώπου.ΠολΔ Σ. το οποίο εν προκειμένω έχει κατ’ εξαίρεση τη λειτουργική αρμοδιότητα του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου / Εφετείου. Γ) Η άσκησή της μέσα στην από το νόμο οριζόμενη προθεσμία. Η έφεση ρυθμίζεται ως ένδικο μέσο επίσης στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – στα άρθρα 477 έως και 481 (κατά βουλευμάτων) και στα άρθρα 486 έως και 503 (κατά αποφάσεων) – και στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας – άρθρα 92 έως και 100 – καθώς επίσης και στο Π. Δ) Η άσκησή της κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. 18/1989 (Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας). Α. δηλ. και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 443 έως και 473 του λουξεμβουργιανού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. για το λόγο που εκτέθηκε.Δ. Υπέρ του κράτους υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εφετείου Αθηνών – 898 και 901 ΚΠολΔ. . 529. ΚΠολΔ 511 (529). Η έφεση προβλέπεται ως ένδικο μέσο – με την ονομασία «Berufung» – στη νέα.Ε. Αντίθετα. των προέδρων πρωτοδικών.§ 288 – Έφεση 57 Γερμανίας – και ειδικότερα στις διατάξεις των παραγράφων 511 έως και 566 της γερμανικής Πολιτικής Δικονομίας – στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομία (Codice di procedura civile) της Ιταλίας – και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 339 έως και 359 της ιταλικής Πολιτικής Δικονομίας – καθώς και στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Code de procédure civile) του Λουξεμβούργου. ΙΙ) Προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως: Αυτές είναι: Α) Η ύπαρξη αποφάσεως που υπόκειται σε έφεση. Α) Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις των πρωτοβαθμίων πολιτικών δικαστηρίων. 548. των ειρηνοδικείων και των πρωτοδικείων (μονομελών και πολυμελών)4. δεν είναι επι4. σύμφωνα με τις οποίες η αγωγή ακυρώσεως κατά διαιτητικής αποφάσεως και η αγωγή για αναγνώριση της ανυπαρξίας διαιτητικής αποφάσεως υπάγονται στο εφετείο στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. 10.Ε. 7.80. 549 Α. Πριν από το Ν. 1 §§ 72. ειδικά για το λόγο ότι η υπόθεση υπάγεται στην καθ' ύλη αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου.Ε. Σχ. Γ) Κατ' εξαίρεση. απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικείου δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση κ. Β) Με έφεση προσβάλλεται κατά κανόνα κάθε απόφαση που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό. όπως π.58 § 288 – Έφεση δεκτικές εφέσεως οι αποφάσεις των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων εναντίον αποφάσεων των ειρηνοδικείων.Δηλαδή εν 6. 2479/1997) .Ε. 48. Περιττή είναι. 2479/1997). δ΄ του Ν. οι αποφάσεις των εφετείων και των προέδρων αυτών. ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων10 και ειδικότερα οι αποφάσεις που παρέπεμπαν τους ισχυρισμούς σε ιδιαίτερη συζήτηση δεν μπορούσαν να προσβληθούν με κανένα ένδικο μέσο.Ι § 200 και πιο κάτω § 291. και πιο πάνω τ. Βλ. 2479/1997 προβλεπόταν στη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 644 ΚΠολΔ. β) Ανέκκλητες λόγω ποσού ή της αξίας του επίδικου αντικειμένου είναι οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 466 .Ι § 112. κατά την ορθότερη άποψη. αλλά δεν απαγορεύεται. Αποκλείεται επομένως η έφεση κατά τελεσίδικων αποφάσεων. Τούτο οριζόταν ρητά στο προγενέστερο δίκαιο. Τούτο οριζόταν ρητά στο προγενέστερο δίκαιο και ισχύει στον ΚΠολΔ. 12. Δ΄ του Ν. 530. ΚΠολΔ 512 (530) Σχ. καθώς τέλος και οι αποφάσεις των Tμημάτων και της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και του Προέδρου αυτού6. οι αποφάσεις που διατάζουν την αφαίρεση του κληρονομητηρίου ή το κηρύσσουν ανίσχυρο ή το τροποποιούν ή το ανακαλούν (άρθρο 824 § 2 ΚΠολΔ). μερικές αποφάσεις είναι ανέκκλητες είτε λόγω της φύσεως ή του αντικειμένου τους. άρα ούτε με έφεση (η διάταξη της § 2 του άρθρου 644 καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 6 § 12 εδ. πιο πάνω τ. δεν παύει δε να ισχύει και στον ΚΠολΔ. α) Ανέκκλητες λόγω της φύσεως ή του αντικειμένου τους είναι ορισμένες αποφάσεις που εκδίδονται σε διάφορες ειδικές διαδικασίες. 11. Βλ. γ) Κατά τον ΚΠολΔ 47 (48)12. Βλ. ΠολΔ 759 § 2.ΠολΔ Σ. ενώ εξ άλλου. 51 Α. η έφεση κατά ανύπαρκτων (δικαστικών) αποφάσεων9. ΚΠολΔ 644 (665) § 2 (η § 2 του άρθρου 644 ΚΠολΔ καταργήθηκε με το άρθρο 6 § 12 εδ. Και οι άκυρες αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν με έφεση8. Βλ. ειδικά για το λόγο ότι η υπόθεση υπάγεται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου. και πιο κάτω §§ 309-310. απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου.λπ. 9. και πιο πάνω τ.472 ΚΠολΔ (δηλαδή επί των μικροδιαφορών)11. με οποιοδήποτε τρόπο και αν προέκυψε η τελεσιδικία7.Ε. . δεν μπορεί να εκκληθεί κ. ΠολΔ Σ.χ. είτε λόγω της μικρής αξίας του συγκεκριμένου επιδίκου αντικειμένου.λπ. 8. β ΚΠολΔ). έφεση χωρεί εάν μεν εκδόθηκαν κατά την πρώτη συζήτηση. που διέκρινε ανάλογα με το λόγο απορρίψεως της ανακοπής ερημοδικίας. ΠολΔ Α. από την ανακοπή και την άσκηση εφέσεως μετά από αυτήν. 533. 552. δηλ. πιο πάνω § 286. εφόσον δεν συγχωρείται πλέον η ανακοπή ερημοδικίας. 2207/1994. οι ερήμην αποφάσεις υπέκειντο σε έφεση. απαράδεκτη. κατά τα προαναφερθέντα. Κατ' εξαίρεση. ότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν είναι επιδεκτική προσβολής με έφεση. ο ΚΠολΔ14 όριζε ότι. 14. 16. ΚΠολΔ 515 (533) Σχ. άκυρη ή ανυποστήρικτη (σχετικώς. Η τροποποίηση αυτή επήλθε με το άρθρο 3 § 18 εδ. Συνεπώς η αρχή της διαδοχικής ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας και εφέσεως δεν ισχύει μετά την κατάργηση της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επομένως οι ερήμην αποφάσεις υπόκεινται εξ αρχής σε προσβολή (και) με έφεση. και με το καθεστώς που ίσχυε πριν από το Ν. οι κατ' αντιμωλίαν και όχι οι ερήμην εκδιδόμενες αποφάσεις. οπότε θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί και η ερήμην απόφαση. κατά της οποίας στράφηκε η ανακοπή.Ε. Βλ. εφόσον δεν πέρασε η προθεσμία για να ασκηθεί έφεση κατά της αποφάσεως αυτής15)˙ γγ) μετά την παρέλευση της προθεσμίας της ανακοπής. υπό την αίρεση της απορρίψεως της ανακοπής ως εκπρόθεσμης ή απαράδεκτης. δ) Πριν από τις τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν.Ε. 531 § 1 εδ. εφόσον γινόταν δεκτό το επιτρεπτό της παραιτήσεως. 15. όπως και οι κατ' αντιμωλίαν εκδοθείσες αποφάσεις. δδ) όταν. β Σχ.Ε. εάν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε. τόσο στο προγενέστερο δίκαιο όσο και κατά τον ΚΠολΔ. και μάλιστα σιωπηρώς. ότι. πριν από το Ν. κυρίως της νομολογίας. 2207/1994. κατ' αρχήν. ΠολΔ Σ. 2207/1994. η οποία κατά την ευρεία 13. σύμφωνα με ευρέως αποδεκτή γνώμη. εάν δε εκδόθηκαν σε μεταγενέστερη συζήτηση από τη δημοσίευσή τους13. επί ερήμην αποφάσεων. Δηλαδή ουσιαστικά. 2207/1994. ΚΠολΔ 513 (531) § 1 εδ. όταν η έφεση ασκείτο επικουρικά. αλλά ο συγκεκριμένος λόγος δεν συνιστά παραδεκτό λόγο εφέσεως. ο ερήμην δικασθείς διάδικος παραιτήθηκε από το δικαίωμα ανακοπής (ρητά ή σιωπηρά)˙ εε) όπως αναφέρθηκε16 ήδη. Α. Ήδη μετά την κατάργηση της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας λόγω ερημοδικίας του διαδίκου κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής.§ 288 – Έφεση 59 προκειμένω και κατ’ ακολουθία δεν είναι απαράδεκτη η έφεση με την έννοια. . οι ερήμην αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν με έφεση από τη δημοσίευσή τους (άρθρο 513 § 1 εδ. η έφεση απευθύνεται κατά της αποφάσεως που απέρριψε την ανακοπή. και δεν είχε λάβει χώρα παραίτηση από την ανακοπή. β. ότι υπόκεινται σε έφεση. οι ερήμην αποφάσεις μπορού να προσβληθούν με έφεση από το διάδικο που δικάστηκε ερήμην: αα) όταν δεν υπέκειντο κατά το νόμο σε ανακοπή˙ ββ) όταν η ανακοπή που ασκήθηκε απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Δηλαδή από τη διάταξη αυτή προέκυπτε. δεν προσβάλλονταν όμως με αυτήν μόνον εφόσον διαρκούσε η προθεσμία της ανακοπής. Ήδη και το άρθρο αυτό καταργήθηκε με το άρθρο 3 § 19 ν. 2145/1993 προβλεπόταν. α ν. § 288 – Έφεση 60 ερμηνεία θα μπορούσε να γίνει και σιωπηρά με την άσκηση εφέσεως. 18. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 εδάφιο β΄ ΚΠολΔ κατά «των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην. Κεραμέως / Κονδύλη / Νίκα (-Μαργαρίτη) ΚΠολΔ Ι. ενώ ταυτόχρονα επιτρέπεται εκ των πραγμάτων και η σωρευτική άσκηση ανακοπής ερημοδικίας και εφέσεως. . Δεδομένου ότι σε περίπτωση επιδόσεως της ερήμην αποφάσεως η προθεσμία για άσκηση ανακοπής ερημοδικίας17 είναι ανάλογα με την περίπτωση δεκαπέντε (15) ή εξήντα (60) ημέρες (άρθρο 503 ΚΠολΔ) και αντίστοιχα η προθεσμία για άσκηση εφέσεως είναι (άρθρο 518 ΚΠολΔ) τριάντα (30) ή εξήντα (60) ημέρες – ενώ ταυτόχρονα. Κεραμέως / Κονδύλη / Νίκα (-Μαργαρίτη) ΚΠολΔ Ι. Επομένως – όπως προκύπτει και από το συνδυασμό αυτής της δικονομικής διατάξεως με τη διάταξη του άρθρου 503 ΚΠολΔ και με τη διάταξη του άρθρου 518 ΚΠολΔ – και οι προθεσμίες ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας και εφέσεως συντρέχουν. Ίσως για το λόγο αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί. 2207/1994 και μετά) ισχύουσα δικονομική ρύθμιση σωρευτικής ασκήσεως18 ανακοπής ερημοδικίας και εφέσεως και πολλώ μάλλον η ανάγκη για τη σωρευτική άσκηση ανακοπής ερημοδικίας και εφέσεως προκειμένου να μην παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση εφέσεως. έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευσή τους». ώστε ανάλογα να προγραμματίσει και να προσχεδιάσει τη μελλοντική του δικονομική συμπεριφορά με βάση την έκβαση της δίκης επί της ανακοπής ερημοδικίας και αφετέρου γιατί όταν πλέον θα γνωρίζει την έκβαση της δίκης επί της ασκηθείσας (εμπροθέσμως) ανακοπής ερημοδικίας. άρθρ. Βλ. εν γνώσει της υπάρξεως προθεσμίας της ανακοπής. η προθεσμία για άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. όπως ελέχθη. το νομοθετικό καθεστώς. όπως ελέχθη. 2207/1994 άλλαξε. άρθρ. Με το Ν. θα έχει παρέλθει πλέον – ακριβώς λόγω της ελλείψεως ανασταλτικού αποτελέσματος από την εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής ερημοδικίας – η προθεσμία για άσκηση εφέσεως. πέραν του ότι οδηγεί τους διαδίκους σε πρόωρη άσκηση εφέσεων μόνο και μόνο για λόγους προνοίας – δηλαδή για να μην απολεσθεί τελικά η προθε17. καθώς και αυτή η ίδια η άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας δεν έχει πλέον ανασταλτικό αποτέλεσμα ούτε ως προς την αναστολή ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως – ο νουνεχής και προβλεπτικός διάδικος θα (πρέπει να) σπεύσει να ασκήσει σωρευτικά μέσα στις προθεσμίες (ενεργείας) αυτές και ανακοπή ερημοδικίας και έφεση αφενός γιατί δεν (μπορεί να) γνωρίζει εκ των προτέρων ποία θα είναι η έκβαση της δίκης επί της ανακοπής ερημοδικίας. 503 και 518. ότι δεν θα έπρεπε με βάση το τότε ισχύον δικονομικό καθεστώς να αναγνωριζόταν το δικαίωμα της παραιτήσεως από την ανακοπή ερημοδικίας προκειμένου να ασκηθεί έφεση. Η δυνατότητα με βάση την (από το Ν. Βλ. 503 και 518. Η πρόταση για επαναφορά της σχετικής ρυθμίσεως με το άρθρο 54 του ως άνω Σχεδίου Νόμου αιτιολογείται στην αναλυτική αιτιολογική 19. Δημοσιεύματα. Σχέδιο Νόμου. 56). έως ότου εκδικασθεί η ανακοπή ερημοδικίας. Και για το λόγο αυτό με το δημοσιευθέν Σχέδιο Νόμου για την τελική διαμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προτείνεται να επαναφερθεί η προηγούμενη δικονομική ρύθμιση. (άρθρ. Βλ. σελ. 55. . Είναι ασφαλώς δεδομένο. 509. σύμφωνα με την οποία η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας και η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας συνεπάγονται και την αναστολή ενάρξεως της προθεσμίας για άσκηση εφέσεως22. 181 επ. 76 επ. 74 (παράγραφος 40 της αιτιολογικής εκθέσεως). Βλ. Κεραμέως / Κονδύλη / Νίκα (-Μαργαρίτη) ΚΠολΔ Ι. Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών. Βλ. οπότε ανάλογα με την έκβαση της δίκης επί της ανακοπής ερημοδικίας θα ακολουθήσει – αν απορριφθεί η ανακοπή ερημοδικίας19 . Κεραμέως / Κονδύλη / Νίκα (-Μαργαρίτη) ΚΠολΔ Ι. 22. (άρθρ. 21. 2008.§ 288 – Έφεση 61 σμία για άσκηση εφέσεως – συνεπάγεται και από δικονομικής επόψεως μη ευκταία αποτελέσματα. 20. 509. 44. Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τελική διαμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.δηλαδή εκκρεμοδικία δύο διαφορετικών ενδίκων μέσων κατά της ίδιας αποφάσεως. Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών. 54. 203 επ. 39.η δίκη επί της εφέσεως στο Εφετείο (και γενικότερα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο). ότι σε μία τέτοιας μορφής σωρευτική άσκηση αυτών των δύο διαφορετικών ενδίκων μέσων δεν θα εκδικασθούν και τα δύο ταυτόχρονα. άρθρα 511 και 513. Κεραμέως / Κονδύλη / Νίκα (-Μαργαρίτη) ΚΠολΔ Ι. Πρόταση Σχεδίου Νόμου. 2009. 54. Έτσι και η πρόωρη άσκηση εφέσεων θα αποφεύγεται και δεν θα δημιουργούνται τα ως άνω μη επιδοκιμαζόμενα δικονομικά αποτελέσματα. Δημοσιεύματα. Βλ. 56) και σελ. 55.η δίκη επί της εφέσεως21. Ούτως ή άλλως όμως ένα τέτοιο δικονομικό αποτέλεσμα . άρθρ. τ. άρθρ. ή δεν θα ακολουθήσει – αν γίνει δεκτή η ανακοπή ερημοδικίας και επομένως εξαφανισθεί η ερήμην απόφαση κατά της οποίας είχε ασκηθεί η ανακοπή ερημοδικίας20 . επίσης Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. αλλά εκ των πραγμάτων η δίκη επί της εφέσεως θα (πρέπει να) αναβληθεί. και σελ. όπου η δίκη για το ένα θα πρέπει λογικώς να αναβάλλεται για να εκδικασθεί πρώτα το άλλο – ούτε ευκταίο ούτε ορθολογικό είναι. τ. αφού έχει ως αποτέλεσμα την ταυτόχρονη εκκρεμοδικία δύο διαφορετικών ενδίκων μέσων (αφενός της ανακοπής ερημοδικίας και αφετέρου της εφέσεως) κατά της ίδιας δικαστικής αποφάσεως σε δύο διαφορετικά δικαστήρια: Δηλαδή στο ισόβαθμο δικαστήριο – με εκείνο που εξέδωσε την ερήμην απόφαση – το οποίο θα εκδικάσει την ανακοπή ερημοδικίας και ταυτόχρονα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο – το οποίο είναι ιεραρχικώς ανώτερο από εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση ερήμην απόφαση – το οποίο θα εκδικάσει την έφεση κατά της ερήμην αποφάσεως. σελ. (παράγραφος 39 της αιτιολογικής εκθέσεως). Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών.62 § 288 – Έφεση έκθεση ως ακολούθως: «40. 54. 76 επ. και να μην εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις. . 39. Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 54 και της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του σχεδίου επαναφέρονται τα άρθρα 504. σελ. σε ό. σε ό. 74 (παράγραφος 40 της αιτιολογικής εκθέσεως). Πρόταση Σχεδίου Νόμου. ββ) Κατά των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνον τη δίκη είτε 23. ως επίσης την τροποποίηση της περί αυτής διάταξης του άρθρ. (άρθρ. σελ. 181 επ. κατά των αποφάσεων που απορρίπτουν την αγωγή λόγω ελλείψεως κάποιας διαδικαστικής προϋποθέσεως. (άρθρ. στις οποίες (συνέπειες της ερημοδικίας). 54. 55. 2. Δημοσιεύματα. μετά και τον γενόμενο περιορισμό σε μία της συζήτησης ενώπιον των Δικαστηρίων της ουσίας.τι αφορά την ανακοπή ερημοδικίας και την έφεση. 2207/1994 των περί αυτής σχετικών διατάξεων των άρθρων 504. 203 επ. (παράγραφος 39 της αιτιολογικής εκθέσεως). τ. δοκιμασθείσα δε στην πράξη άριστα απέδωσε αποτελέσματα. ως άνω διατάξεων. 56) και σελ. 56). 44/1967) και τις τροποποιήσεις του τελευταίου και εν σχέσει προς την ανακοπή ερημοδικίας και την έφεση. δι’ επαναφοράς και πάλι σε ισχύ σχετικώς τροποποιημένων. Πρόκειται όπως ελέχθη για προτεινόμενη στο ως άνω Σχέδιο Νόμου νομοθετική τροποποίηση. ως προς τα οποία πρέπει να επισημανθεί. Τούτο μάλιστα και ενόψει της επαναφοράς σε ισχύ των καταργηθεισών με το ν. 513 και 515 ΚΠολΔ αντίστοιχα. ε) Με έφεση προσβάλλονται τόσον οι αποφάσεις που αποφαίνονται επί της ουσίας της υποθέσεως όσον και αυτές που αποφαίνονται επί των διαδικαστικών ζητημάτων. 2009. ως π. Δημοσιεύματα. εδ. 505. 2915/2001 περί των συνεπειών της ερημοδικίας (τεκμήριο παραίτησης ως προς τον ενάγοντα και ομολογίας ως προς τον εναγόμενο) διατάξεων των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ.τι αφορά τις κατά την τακτική διαδικασία δικαζόμενες υποθέσεις. επίσης Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 513 παράγραφος 1. και σελ. έφεση επιτρέπεται: αα) Κατά των αποφάσεων εκείνων που παραπέμπουν τη δίκη στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας. ώστε να αποκατασταθεί και η ενότητα στην εφαρμογή της ως άνω αρχής. τ.ν. ότι η και νομοθετικώς καθιερωθείσα αρχή της διαδοχικής άσκησης των ενδίκων μέσων με την Πολιτική Δικονομία και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (α. να ισχύσει και πάλι. στηρίζεται η ερήμην απόφαση»23. η οποία δεν έχει ακόμα θεσπισθεί ως διάταξη νόμου. 44. Σχέδιο Νόμου. η οποία εμπνέεται από την αντίληψη και σκοπό έχει να μην διεξάγονται δύο δίκες το αυτό έχουσαι αντικείμενο. Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών. σκόπιμο είναι μετά την κατάργηση με το άρθρο 3 παράγραφος 19 του ν. στο ίδιο ή σε διαφορετικά δικαστήρια. Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τελική διαμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.χ. Βλ. 506 και 515 ΚΠολΔ. 506. 513). 2008. 55. στ) Κατά τον ΚΠολΔ (άρθρ. στοιχείο β του αυτού Κώδικος. μεταξύ των άλλων: AΠ 451/1998 (Κ. δδ) Αυτοτελής έφεση. κατ' αρχήν. όπως επίσης κατά αποφάσεως που αποφαίνεται οριστικά σε μια μόνο από τις περισσότερες αυτοτελείς αγωγές. Βλ. σ. 30. Γεωργιάδη. 79 επ. σ. Κατ' εξαίρεση. κατά μη οριστικής αποφάσεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει. θεωρούνται ότι έχουν προσβληθεί με έφεση και οι μη οριστικές αποφάσεις που είχαν προηγουμένως εκδοθεί. 531 § 2. α 550 Α. ότι με έφεση προσβάλλονται. 1025-1043 = Γενέθλιον Αποστόλου Σ. σ. Ν. Πρβλ. επιτρέπεται αυτοτελής έφεση (σε μη οριστικές αποφάσεις) μόνον κατά της αποφάσεως που διέταξε τη συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών30. ΠολΔ Σ. β΄ Α. Στυλιανάκης) ΕλλΔικ/νη 1994. αλλά εκκαλούνται μαζί με την οριστική ή τελειωτική απόφαση.. 550 εδ. σελ. Αθήνα. σ. γγ) Αν προσβληθεί με το ένδικο μέσο της εφέσεως η οριστική απόφαση.) ΝοΒ 1979. και πιο πάνω τ. οι οποίες είτε συνεκδικάσθηκαν κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ είτε σωρεύθηκαν αντικειμενικώς κατ’ άρθρο 218 ΚΠολΔ στο ίδιο δικόγραφο27.Ε. 26. εκτός από την προανα- 24. σελ. 90 επ. ότι παραδεκτώς ασκείται έφεση κατά οριστικής αποφάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η οποία αποφαίνεται μόνο για την αγωγή ή μόνο για την ανταγωγή26. σ. Κλαμαρή – Σ.§ 288 – Έφεση 63 για την αγωγή είτε για την ανταγωγή24.Ε. Κουσούλη. σελ. Την άποψη για το μη παραδεκτό της εφέσεως έχει ακολουθήσει η νομολογία αναφορικά με την άσκηση εφέσεως κατά εν μέρει οριστικής αποφάσεως. ΠολΔ Σ. 1255˙ ΑΠ 1320/1992 (Ν. ΚΠολΔ 513 (531) § 2 Σχ. ΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν της διατάξεως της πρώτης παραγράφου του άρθρου 513 έχει κριθεί μεταξύ των άλλων από τα δικαστήρια. 1324. Βλ. 27. 25. 28. σ. 656. 1990. 2006. 531 § 1. πριν την έκδοση οριστικής αποφάσεως στη δίκη (εν γένει). ή με αυτοτελή σκοπό. 353˙ ΑΠ 766/1998 (Κ. Βλ. όταν η τελευταία αποφαίνεται οριστικώς για ορισμένα μόνο κεφάλαια ή κονδύλια της αγωγής28. επίσης και Ν. 695˙ ΕφΑθ 2681/1979 (. Λινάρδος) ΕΕΝ 1982.Ε. σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στη συνέχεια. Ι § 141. Κ. εδ. 2008. Παπαλάκης) Δ 1999. Οι μη οριστικές αποφάσεις25 δεν είναι κατά κανόνα επιδεκτικές προσβολής με αυτοτελή έφεση. 29. σελ. αυτοτελώς μόνον οι τελειωτικές ή οριστικές αποφάσεις. Ν. δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων. μεταξύ των άλλων: ΑΠ 59/1981 (Ε. ΚΠολΔ 114 (115) § 4. Αστικό Δικονομικό Δίκαιο. την ανάκληση μη οριστικής αποφάσεως (Συμβολή στην ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 309 ΚΠολΔ). σελ. . Κ. Σταματόπουλος) ΝοΒ 1980. ΙΙ. Κλήση προς συζήτηση με αυτοτελές αίτημα. Παπαλάκης) Δ 1999. Καραχάλιος) ΝοΒ 29 (1981). ΝοΒ 53 (2005).. 407˙ αντίθετη άποψη έχει διατυπωθεί στην απόφαση ΑΠ 406/1980 (Δ. 1209-1238· τον ίδιο. Βλ. και αν ακόμη η έφεση δεν απευθύνεται ρητά εναντίον τους29. Για την έννοια των μη οριστικών αποφάσεων βλ. ΚΠολΔ 513 (531) § 1 Σχ. Αθήνα. Κλαμαρή. Εάν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική. Η κατά παραπομπή αρμοδιότητα της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. 353. μεταξύ των άλλων: ΑΠ 1036/1981 (Β.Ε. ενδεχομένως δε και οι παρεμβαίνοντες. σε περίπτωση απλής ή αναγκαστικής ομοδικίας καθένας των ομοδίκων για τον εαυτό του και ανεξάρτητα από τους λοιπούς34. όπως γίνεται δεκτό. 12 επ. 34. Βλ.Ε. αλλά. πιο πάνω τ. κατά την οποία η απόφαση που εκδίδεται είναι εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική και μάλιστα όταν υπάρξουν περισσότερα κεφάλαια της αγωγής. Βλ. 12. όχι μόνο ως προς την πρόσθετη παρέμβαση και την ενδεχόμενη συνεκδικαζόμενη προσεπίκληση και την παρεμπί31. όταν η απόφαση είναι οριστική ως προς ένα ή περισσότερους ομόδικους και ως προς ένα ή περισσότερους των υπολοίπων μη οριστική. δηλ. Το απαράδεκτο αυτό εξετάζεται όχι μόνο από το δευτεροβάθμιο. Ο κανόνας αυτός καθιερώνεται κατ' εφαρμογή της αρχής της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας. ΚΠολΔ 514 (532) Σχ. δηλ. παρά μόνο μετά την οριστική εκδίκαση της διαφοράς ή διαφορετικά μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως στη δίκη31. 532· βλ. και παραπάνω § 286.Ε. Πιο πάνω33 έγινε λόγος για το ανεπίτρεπτο της εισαγωγής υποθέσεως απ’ ευθείας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. . 551 Α. ο ενάγων. όταν συντρέχει νόμιμη περίπτωση. Ι § 71. ούτε ως προς το μέρος αυτό επιτρέπεται έφεση. 32. αυτός που ασκεί την έφεση.64 § 288 – Έφεση φερθείσα περίπτωση. εε) Εάν η απόφαση περιέχει μόνον εν μέρει οριστικές διατάξεις. και ο εφεσίβλητος.ΠολΔ Σ. 33. α΄ 550 Α. της ανταγωγής ή της κύριας παρεμβάσεως. Βλ. Ι § 125. κύρια ή πρόσθετα. εκείνος κατά του οποίου απευθύνεται ή στρέφεται η έφεση. με την οποία επιτρέπεται η έφεση κατά ανέκκλητης ή τελεσίδικης αποφάσεως. ΚΠολΔ 513 (531) § 1 εδ. είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δ) Τα πρόσωπα που μετέχουν στην έκκλητη δίκη είναι κατ' ανάγκη ο εκκαλών ή εφεσείων ή εφεσιβάλλων. σελ. Τούτο ισχύει σε κάθε περίπτωση.Ε. κατά τη δίκη. ο εναγόμενος. στη συνεκδίκαση περισσότερων συναφών υποθέσεων ή δικών και. εδ. όπως σημειώθηκε αμέσως πιο πάνω. στην αντικειμενική σώρευση αγωγών. στστ) Δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας αποφάσεως ως προς το αυτό ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται32.Ε. 531 § 1. πιο πάνω τ. α) Εκκαλών ή εφεσείων. δηλ. και πιο πάνω κείμενο και σημ. ενδεχόμενα – αν και θεωρητικά θα πρόκειται για σπάνια περίτπωση – και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Σχ. στην άσκηση κύριας παρεμβάσεως. γ΄. και ο κυρίως παρεμβάς και ο προσθέτως παρεμβάς υπέρ οιουδήποτε των αρχικών διαδίκων ή του κυρίως παρεμβάντος παρεμβάς. Ανεπίτρεπτη και ανίσχυρη είναι επίσης η συμφωνία των διαδίκων.ΠολΔ Σ. αα) Δικαίωμα εφέσεως έχουν οι διάδικοι της πρωτόδικης δίκης. 191. και πιο πάνω τ. δικαίωμα εφέσεως έχουν και οι καθολικοί και οιονεί καθολικοί διάδοχοί τους και από τους ειδικούς διαδόχους τους οι μετά την άσκηση της αγωγής γενόμενοι ειδικοί διάδοχοι και μάλιστα οι κληρονόμοι. όπως π. ότι εκπροσωπούνται στην πρωτόδικη δίκη. Βλ. στην οποία υπεισήλθαν με την ειδική διαδοχή37.). Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων. ανταγωγή. τις παραπομπές σημ. 38. με τον πιο πάνω αναφερθέντα περιορισμό. πιο κάτω §§ 295 επ. επίσης Ν.λπ.λπ. όταν διάδικος στην πρωτόδικη δίκη ήταν η ομόρρυθμη εται35.Ε. οι ομόρρυθμοι εταίροι. καθώς εν τέλει και ο εισαγγελέας των πρωτοδικών. έστω και αν δεσμεύονται από το ουσιαστικό δεδικασμένο. 1981.§ 288 – Έφεση 65 πτουσα αγωγή αποζημιώσεως. το οποίο απέκτησαν και εν γένει την έννομη σχέση. θα νομιμοποιούνταν να εγείρουν αγωγή. 36. που ενεργούν βάσει του άρθρου 72 (73) ΚΠολΔ38 δικαιούνται να ασκήσουν έφεση εναντίον των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατά του οφειλέτη τους.ΠολΔ Σ. κατά τα πιο πάνω σ' άλλα σημεία αναφερθέντα. τα οποία δεν είχαν διατελέσει διάδικοι ούτε θεωρούνται. Κ. (στα περί των ειδικών διαδικασιών). όταν καταστεί τελεσίδικη. εε) Οι δανειστές των διαδίκων κ. εάν ισχύει εξαίρεση και σε ποια έκταση στις δίκες για την ακύρωση γάμου ή σε υποθέσεις που υπάγονται και δικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. κατά τα προαναφερθέντα. δεν έχουν δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως. Βλ. στη μεταβίβαση περιουσίας ή επιχειρήσεως. Στο προγενέστερο δίκαιο υπήρχε ζωηρή αμφισβήτηση ως προς την αναγνώριση δικαιώματος προς άσκηση αυτοτελούς εφέσεως στον προσθέτως παρεμβαίνοντα. όπως προκύπτει και από τη διατύπωσή της. πρόσωπα. εφόσον η δίκη αφορά το περιουσιακό στοιχείο κ. Για το ζήτημα. όταν παραστάθηκε ως κύριος διάδικος ή ακριβέστερα είχε την ιδιότητα αυτή (του κυρίου διαδίκου) στην πρωτόδικη δίκη. Κλαμαρή. στη συγχώνευση εταιρειών ή άλλων νομικών προσώπων. δηλ. επιπλέον αυτοί που υπεισέρχονται στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (όπως π. ΚΠολΔ 516 (534) § 1 Σχ. 553 § 1 Α. για τις οποίες. ότι όλοι οι πιο πάνω ειδικοί διάδοχοι έχουν δικαίωμα για άσκηση εφέσεως. δδ) Εκτός από τους διαδίκους. οι μετά την άσκηση της αγωγής γενόμενοι ειδικοί διάδοχοι συνεπεία πράξεως εν ζωή. 169 και υποσημ. με τις ίδιες όπως και για την άσκηση αγωγής προϋποθέσεις. εφόσον πρόκειται για έννομες σχέσεις. σ.χ. κύρια παρέμβαση)35.Ι § 122. το οποίο προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση. Πρβλ. 16. Βλ. Αθήναι.λπ. Η διάταξη του άρθρου 72 (73) ΚΠολΔ έχει γενικότερη σημασία και έκταση. όπως λέχθηκε αμέσως πιο πάνω. 37. οι καταπιστευματοδόχοι και άλλοι κληροδόχοι και οι αιτία θανάτου δωρεοδόχοι και. αλλά και ως προς την κύρια υπόθεση (αγωγή. .. Εννοείται. στστ) Τρίτοι. γίνεται λόγος σε όσα εκτίθενται στα περί των ειδικών αυτών διαδικασιών36. στην κήρυξη πτωχεύσεως ως προς την πτωχευτική περιουσία ο σύνδικος κ. 5334 § 1.Ε.χ. λπ. ενώ είναι ανέλεγκτη εάν έχει. . Π.ΠολΔ Σ. κατ' επανάληψη έχει απασχολήσει τη νομολογία των ημεδαπών δικαστηρίων το ζήτημα.) σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα αντίστοιχα σημεία40. ότι τα εν λόγω πρόσωπα δεν αποδέχθηκαν την προσβαλλόμενη απόφαση ή δεν παραιτήθηκαν από την έφεση. πότε ο πτωχεύσας δικαιούται να προσβάλει με έφεση τις αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διάρκεια της πτωχεύσεως ή αυτές που διατάζουν την παύση των εργασιών της πτωχεύσεως αυτής ή της αποφάσεως που τον κηρύσσει συγγνωστό κ. της ανταγωγής ή της κύριας παρεμβάσεως και δέχθηκε άλλη ή άλλες βάσεις. έγιναν καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι αυτής κ. η ένσταση του συμψηφισμού ή προς αποτροπή του ουσιαστικού δεδικασμένου.λπ. όταν μπορούσαν να νικήσουν με λιγότερες θυσίες π. ότι το έννομο συμφέρον. 534. αν γινόταν τελεσίδικη η απόφαση που απέρριψε επί αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών μία ή περισσότερες βάσεις της αγωγής. Αυτό συμβαίνει. 535. εκτός αν συνεπεία διαλύσεως. ΚΠολΔ 516 (534) Σχ.Ε. πραγματικών στοιχείων. εκκαθαρίσεως κ. εφόσον έχουν έννομο συμφέρον39. Γενικά θα πρέπει να παρατηρηθεί. αα) Κατά το άρθρο 517 (535) ΚΠολΔ41 η έφεση στρέφεται κατά εκείνων των διαδίκων της πρωτόδικης δίκης. 553 Α. όλα τα προαναφερθέντα πρόσωπα που δικαιούνται αφηρημένως να ασκήσουν έφεση. μπορεί να έχει ποικίλη προέλευση από λόγους νομικούς ή πραγματικούς. βάση και εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και συντρεχόντων. 554 Α. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του νικήσαντος διαδίκου προς άσκηση εφέσεως υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο. αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο. ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση.Ε.λπ. εάν στηρίζεται αμέσως ή εμμέσως στην ερμηνεία ή εφαρμογή ορισμών είτε του ουσιαστικού είτε του δικονομικού δικαίου. εφόσον ηττήθηκαν ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκη. επιπλέον δε σε δίκες που ενδιαφέρουν τη δημόσια τάξη (όπως στις γαμικές διαφορές ή στις διαφορές που αφορούν σχέσεις γονέων και τέκνων κ. ζζ) Όπως και πιο πάνω λέχθηκε. 41.χ. Βλ. έχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το δικαίωμα αυτό. β) Εφεσίβλητος.§ 288 – Έφεση 66 ρεία στην οποία μετέχουν. ΚΠολΔ 517 (535) Σχ.λπ. ή ενίκησαν.χ. οι οποίοι ήσαν αντίδικοι του εκκαλούντος και απέναντι στους οποίους αυτός έχει έννομο συμφέρον να επιτύχει την εξαφά39.Ε. που προέρχονται είτε από το ουσιαστικό είτε από το δικονομικό δίκαιο ή από ορισμένες γενικές ή συντρέχουσες περιστάσεις.χ. η ένσταση εξοφλήσεως και έγινε δεκτή ένσταση γνήσια λ. 40. απορρίφθηκε ένσταση.χ. του νικήσαντος τυπικά ή σύμφωνα με το διατακτικό της πρωτόδικης αποφάσεως διαδίκου. ηη) Προϋποτίθεται επί πλέον.ΠολΔ Σ.Ε. πιο κάτω §§ 295 επ. το οποίο θα προέκυπτε. καταχρηστική ή μη γνήσια λ. και αφετέρου κατά του διορισθέντος συνδίκου (προσωρινού ή οριστικού). δεν τελούν σε αναγκαστική ομοδικία. να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος στην πρωτόδικη δίκη υπέρ του εφεσιβλήτου. ότι εκείνοι. ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί. η έφεση πρέπει. απέναντι στους οποίους επιδιώκει να επιτύχει την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της αποφάσεως ο εκκαλών. η έφεση πρέπει να στρέφεται κατά . ότι η διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ αναφέρεται στην έφεση που ασκεί ο αντίδικος – εναντίον – όλων των αναγκαίων ομοδίκων. η έφεση του προσθέτως παρεμβάντος πρέπει να στρέφεται και κατά του διαδίκου. στην οποία η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων. όταν ασκείται από τον αντίδικο των αναγκαίων ομοδίκων. ββ) Αντί του αρχικού διαδίκου. Έτσι έχει αναμφισβήτητα το πράγμα. εναντίον δε του υπέρ του εκκαλούντος προσθέτως παρεμβάντος. Στην απλή ομοδικία η έφεση που ασκείται από τον αντίδικο μπορεί να απευθύνεται και εναντίον μερικών μόνον από τους ομοδίκους. μόνον αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει διάταξη ευνοϊκή υπέρ του και κατά του εκκαλούντος. Διαφορετικό είναι το ζήτημα στην αναγκαστική ομοδικία. σύμφωνα με μια γνώμη που δέχεται η νομολογία. εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει διάταξη υπέρ αυτού και εναντίον του εκκαλούντος. Η έφεση που ασκείται από κάποιον των αρχικών διαδίκων πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίως παρεμβάντος πρωτοδίκως. λόγω της ισχύος του δεδικασμένου έναντι αυτού. της προσβαλλόμενης αποφάσεως. πρέπει να απευθύνεται αφενός κατά εκείνου. και τότε – με βάση την άποψη αυτή – η έφεση θα έπρεπε να στρέφεται όχι μόνον κατά όλων των αντιδίκων αναγκαίων ομοδίκων. το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και στις αλληλέγγυες ή ενοχές σε ολόκληρο και στη διεκδικητική ανακοπή. σύμφωνα με κάποια γνώμη. Η έφεση που ασκείται από τον προσθέτως παρεμβάντα πρέπει να απευθύνεται κατά του ή των αντιδίκων του διαδίκου. Η έφεση που ασκείται από κάποιον ομόδικο (στην απλή ομοδικία) δεν είναι απαραίτητο να απευθύνεται κατά των άλλων ομοδίκων. υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση. θα έπρεπε να ισχύει και όταν η έφεση ασκείτο από κάποιο από τους αναγκαίους ομοδίκους. Η άποψη όμως αυτή ευστόχως εγκαταλείφθηκε από τη Νομολογία του Ακυρωτικού. Η έφεση εναντίον της αποφάσεως που κηρύσσει την πτώχευση. ο προσθέτως παρεμβαίνων επέχει τη θέση αναγκαστικού ομοδίκου του διαδίκου. μόνο στις περιπτώσεις που. κατ' εφαρμογή του άρθρου 83 ΚΠολΔ.§ 288 – Έφεση 67 νιση κ. που υπέβαλε την αίτηση κηρύξεως της πτωχεύσεως. Επίσης. Εξάλλου. κατά την ορθότερη άποψη. και κατά των υπέρ αυτών παρεμβάντων γενικώς ή. με ποινή απαραδέκτου. σύμφωνα με κάποια άποψη που είχε υιοθετηθεί στο παρελθόν αρχικά κυρίως από τη νομολογία. Το ίδιο όμως.λπ. το οποίο τελικά υιοθέτησε την ορθή εκδοχή. επισπεύδοντος και καθ' ού η εκτέλεση. υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση. αλλά και κατά των αναγκαίων ομοδίκων του εκκαλούντος. κατά των οποίων στρέφεται αυτή. Δηλ. Ι §§ 131-133. πιο πάνω τ. Αυτά προκύπτουν από το συνδυασμό των άρθρ. 92 (93) ΚΠολΔ. κατά των καταπιστευματοδόχων και άλλων κληροδόχων και αιτία θανάτου δωρεοδόχων.Ε. δηλ. Ε) Η προθεσμία της εφέσεως. γ) Παρεμβαίνοντες. είναι δυνατή από την ίδια την ημέρα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως47. δεν αρχίζει να τρέχει η προθεσμία της εφέσεως. εκτός εάν η προσεπίκληση διαταχθεί από το δικαστήριο. λόγω των χρονικών περιορισμών που υπάρχουν για την άσκηση των ενδίκων αυτών βοηθημάτων. σε άλλους τρίτους δεν μπορεί να γίνει ανακοίνωση της δίκης. ΚΠολΔ 518 (536) § 1 Σχ. 43. 79 (80). Βλ. εάν ο εκκαλών διαμένει στην ημεδαπή. στις οποίες δεν αποκλείεται η έφεση. σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ειδικότερα πιο πάνω42. σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. πιο πάνω § 286. όπως αναφέρθηκε.68 § 288 – Έφεση των καθολικών και οιονεί καθολικών διαδόχων του. κατά μείζονα δε λόγο δεν μπορούν να προσεπικληθούν αυτοί. ΠολΔ Σ. . 21. 89 (90). τα οποία καθορίζουν αφενός τα θέματα του χρόνου ασκήσεως της κύριας και της πρόσθετης παρεμβάσεως και αφετέρου τα ζητήματα των συνεπειών της παραλείψεως αυτής σε περίπτωση προσεπικλήσεως τρίτων ή ανακοινώσεως της δίκης σ' αυτούς. πιο πάνω στοιχ.λπ. όπως λέχθηκε ήδη. Στην έκκλητη δίκη μπορεί. 91 (92). 984 επ. να μετάσχουν τρίτοι που παρεμβαίνουν για πρώτη φορά σ' αυτήν. και από τους ειδικούς διαδόχους μόνον εναντίον εκείνων που απέκτησαν το επίδικο δικαίωμα κ. τις παραπομπές στη σημ. η προθεσμία της εφέσεως είναι τρία έτη από τη δημοσίευση της αποφάσεως που περάτωσε τη δίκη. όταν αυτή διατάζεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή όταν αυτή έλαβε χώρα πρωτοδίκως ή κατά το στάδιο της προδικασίας (μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο) ή μετά από ανακοίνωση δίκης που έγινε μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας της υποθέσεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο44. 44. Βλ. γ) Όταν δεν κοινοποιηθεί η πρωτόδικη απόφαση.43 γγ) Εναντίον των τελευταίων και άλλων τρίτων δεν μπορεί να απευθυνθεί η έφεση. 45. Βλ.Ε. δ) Εξ άλλου. Στις περιπτώσεις αυτές. Εάν ο διάδικος που ηττήθηκε πέθανε κ. από την (επόμενη) της επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως που περάτωσε τη δίκη. β) Η προθεσμία αυτή αρχίζει σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως.λπ. σύμφωνα με αναφερθέντα πιο πάνω45. α σελ. 47. 80 (81). εφόσον γίνονται εμπροθέσμως και κανονικώς. με πράξη ή αιτία θανάτου. 46. η οποία. Βλ.. τριάντα ημέρες. εάν δε διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής εξήντα ημέρες46. 555 § 1 Α. όχι όμως και κατά των συνεπεία πράξεως εν ζωή ειδικών διαδόχων. α) Η προθεσμία της εφέσεως είναι. είτε εκούσια είτε μετά από προσεπίκληση. 536 § 1. η 42. λπ. παραπομπές στη σημ. 49. επιτρέπεται όμως η λήψη ασφαλιστικών μέτρων. κληρονόμους. 52. ββ) Πριν από την πάροδο της προθεσμίας αυτής δεν αρχίζουν οι προθεσμίες αναψηλαφήσεως και αναιρέσεως51.Ε. 537. τα πραγματικά στοιχεία αυτών προκύπτουν από το πραγματικό υλικό που τίθεται νομίμως υπ' όψη του. πιο πάνω τ. ΚΠολΔ 519 (537) Σχ.λπ. και την παρέλευση της κατά το άρθρ. εφόσον. Εξαίρεση από την εξαίρεση αυτή και επάνοδος στον κανόνα του ανασταλτικού αποτελέσματος ισχύει. Βλ. εάν πρόκειται να γίνει εκτέλεση κατά τρίτου50. 29. Κάθε πράξη που ενεργείται κατά τη διάρκεια της προθεσμίας της εφέσεως είναι άκυρη. οι προθεσμίες για την άσκησή τους συντρέχουν και δεν αναστέλλεται η προθεσμία της εφέσεως. ΣΤ) Τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της εφέσεως εξετάζει αυτεπάγγελτα το δικαστήριο. και πιο κάτω §§ 289 και 290). Πρβλ. Αμφίβολο είναι το ζήτημα. ΠολΔ Σ. ΙΙΙ) Άσκηση της εφέσεως. 1847 ΑΚ παρεχόμενης προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομίας που αποκτήθηκε αυτοδίκαια κατά τον ΑΚ κ. .Ε. Για τούτο ισχύουν ανάλογα τα αναφερθέντα για το αντίστοιχο αποτέλεσμα της ασκήσεως της εφέσεως. όταν διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας. ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 ΚΠολΔ το «χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται» για την προθεσμία του άρθρου 518 παράγραφος 1. σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν πιο πάνω. αποτελέσματα αυτής και εισαγωγή της προς συ48. Κατά το προϊσχύσαν δίκαιο η προθεσμία της εφέσεως αναστελλόταν και όσο διαρκούσε η προθεσμία της ανακοπής κατά των αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην στην πρώτη συζήτηση49. 50.χ. εάν το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται και όταν η έφεση είναι απαράδεκτη. ή τους κληροδόχους και εν γένει αυτούς που έχουν δικαίωμα εφέσεως. μόνον από την επίδοση της πιο πάνω αποφάσεως στους καθολικούς διαδόχους. (Πρβλ. 51.§ 288 – Έφεση 69 προθεσμία αρχίζει σ' όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις. γγ) Κατά τη διάρκεια της πιο πάνω προθεσμίας είναι απαράδεκτη η άσκηση αναψηλαφήσεως και αναιρέσεως52. ε) Η προθεσμία της εφέσεως έχει τα παρακάτω αποτελέσματα: αα) Κατά τη διάρκειά της αναστέλλεται η εκτέλεση της πρωτόδικης αποφάσεως (δηλαδή η προθεσμία της εφέσεως έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα). εννοείται. 556 Α. Ι § 157. αν συντρέχουν γενικοί λόγοι αναστολής των προθεσμιών (λ. ΚΠολΔ 538 (556) 553 (571). δ) Η διαδρομή της προθεσμίας της εφέσεως αναστέλλεται. Εξαίρεση ισχύει στις προσωρινώς εκτελεστές αποφάσεις. όπως έγινε δεκτό (ορθά). οιονεί καθολικούς διαδόχους κ. δικαιοστάσιο)48. Μετά την κατάργηση της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και τη μη διαδοχική πλέον άσκηση των ενδίκων μέσων της εφέσεως και της αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας. ή του δικαστικού πληρεξούσιου του ή και του τελευταίου. ε) Οι λόγοι της εφέσεως και το αίτημά της περιορίζονται κατ' αρχήν στην έκταση της υποθέσεως που καθορίστηκε πρωτόδικα.118. να περιέχει:53 α) μνεία της εκκαλούμενης αποφάσεως. γ) αίτηση για την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της εκαλούμενης αποφάσεως και εκδόσεως της ορθής. 557 § 2 Α. Βλ. Α) Η άσκηση της εφέσεως γίνεται. 55. παραπομπές σημ. όπως εκτίθεται πιο κάτω58. εκτός των γενικών στοιχείων κάθε δικογράφου. μόνο δε νέα έφεση μπορεί να ασκηθεί εφόσον δεν παρήλθε η προθεσμία αυτής54. Για το ζήτημα της ασκήσεως πρόσθετων λόγων εφέσεως κατά τη συζήτηση της υποθέσεως μετά την αναίρεση γίνεται λόγος στο κεφάλαιο της αναιρέσεως (§ 290). Το δικόγραφο αυτό (εφετήριο) πρέπει. δηλ. ΚΠολΔ 520 (538) § 2 Σχ. όταν είναι υποχρεωτική η πρόσληψη πληρεξούσιου57.χ.70 § 288 – Έφεση ζήτηση.λπ. β) τους λόγους της εφέσεως.ΠολΔ Σ. πιο κάτω σ. 54. 56. Η έλλειψη ή ακριβέστερα η μη αναφορά ενός τουλάχιστον λόγου εφέσεως. 993 επ. Διαφορετικά έχει το πράγμα στην άσκηση αναιρέσεως. τα παράπονα του εκκαλούντος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως σαφώς και ορισμένως διατυπωμένα.Ι §§ 117 . 538 § 2. 57. που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. μόνον εφόσον αναφέρονται στα εκκληθέντα και στα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα κεφάλαια της εκκαλούμενης αποφάσεως. Εξαίρεση ισχύει σε ορισμένες ειδικές διαδικασίες. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να είναι κάθε είδους παράπονα που έχουν σχέση με την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ή με την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κ. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται και υπέρβαση των ορίων αυτών. δ) την υπογραφή του διαδίκου κ. μπορούν δε να προβληθούν μόνο με μεταγενέστερο ειδικό δικόγραφο (πρόσθετο εφετήριο ή άλλως δικόγραφο προσθέτων λόγων). στις οποίες οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως μπορούν να ασκηθούν και με τις προτάσεις. πιο κάτω στην § 290. Βλ. Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως επιτρέπονται. Βλ. Βλ. δεν μπορεί να αναπληρωθεί μεταγενέστερα και καθιστά το δικόγραφο της εφέσεως άκυρο. συντάσσεται έκθεση κάτω από αυτό και κοινοποιείται οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της εφέσεως στον εφεσίβλητο55. ΚΠολΔ 520 (538) § 1 Σχ. 31 και 32 και πιο πάνω τ. 58. πιο κάτω §§ 311 επ.Ε. 557 § 1 Α. με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση.λπ. όπως εκτέθηκε. .Ε.Ε. στην παράδοση ή απόδοση της χρήσεως του μισθίου (άρθρ.Ε. και κατά κανόνα ευνοϊκότερης γι' αυτόν αποφάσεως. όπως π. 654 § 1 ΚΠολΔ) και στις εργατικές διαφορές56 (άρθρο 674 § 1 ΚΠολΔ). 53. σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατυπώσεις.ΠολΔ Σ. κατά τον εκκαλούντα. 538 § 1. κατ' αρχήν. γγ) Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ασκήσεως της εφέσεως διαρκεί μέχρι την περάτωση της έκκλητης δίκης με την έκδοση οριστικής ή – κατ’ άλλη διατύπωση – τελειωτικής αποφάσεως ή με άλλο νόμιμο τρόπο61. είτε με τη στενή. όταν η έφεση που ασκήθηκε είναι πρόδηλα και δίχως άλλο απαράδεκτη. Τούτο προκύπτει από την πιο πάνω αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 519 (537) § 1 ΚΠολΔ. 539 § 3.Ε. όπως λέχθηκε πιο πάνω.Ε.§ 288 – Έφεση 71 Β) Η άσκηση της εφέσεως που έγινε νόμιμα και εμπρόθεσμα έχει τα επόμενα αποτελέσματα: α) Ανασταλτικό αποτέλεσμα (effectus suspensivus). 60. αα) Δηλ. εάν το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται και όταν η έφεση είναι απαράδεκτη. Βλ. ανατρέχει όμως ουσιαστικά στην εποχή της δημοσιεύσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως. ββ) Το ανασταλτικό αποτέλεσμα αρχίζει. μόνο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Από τις υπάρχουσες όμως άλλες συναφείς διατάξεις προκύπτει ότι. και από τη συνδρομή και την εκτίμηση ορισμένων πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται από τους διαδίκους. διότι η κρίση για το ζήτημα αυτό εξαρτάται. ότι για το απαράδεκτο αυτό. αυτά που μεσολάβησαν ανατρέπονται κατά κανόνα. 500 (517) ΚΠολΔ από την άσκηση της εφέσεως. ΚΠολΔ 521 (539) § 1 Σχ. κατά κανόνα τουλάχιστον. εκτός των άλλων. η άσκηση της εφέσεως δεν έχει ανασταλ59. Κατ' εξαίρεση. πιο πάνω § 286.ΠολΔ 558 §§ 1 και 3 Α. το οποίο καθορίζει αντίστοιχα την ανασταλτική δύναμη της προθεσμίας της εφέσεως. Διαφορετικό βέβαια είναι το ζήτημα.ΠολΔ Σ. όταν το απαράδεκτο της εφέσεως προέρχεται από την αποδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ή της παραιτήσεως από το δικαίωμα της εφέσεως. Ο ΚΠολΔ δεν αντιμετωπίζει απ’ ευθείας το ζήτημα.Ε. 61. Στο προγενέστερο δίκαιο αμφισβητείτο το ζήτημα. Αμφιβολίες πάντως υπήρχαν στο προϊσχύον δίκαιο και δεν αποκλείεται να υπάρχουν και στον ΚΠολΔ. Επιτρέπεται όμως η λήψη ασφαλιστικών ή επείγουσας φύσεως (προσωρινών. ενέργεια σύμφωνη ή με βάση το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως) είναι άκυρη. η άσκηση απαράδεκτης κατά νόμο εφέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. ΚΠολΔ 521 (539) § 3 Σχ. σύμφωνα με την αναφερθείσα60 και για όλα τα ένδικα μέσα ισχύουσα διάταξη του άρθρ. αρμόδιο να κρίνει είναι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. είτε με την ευρεία σημασία της λέξεως (δηλ. διότι γι' αυτό έχει αρμοδιότητα να κρίνει. 558 § 2 Α. 539 § 1. συνεπεία της ασκήσεως της εφέσεως αναστέλλεται η εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Το αποτέλεσμα αυτό αρχίζει ανεξάρτητα από το βάσιμο ή όχι της εφέσεως. συντηρητικών και εξασφαλιστικών) μέτρων59. . Άλλη λύση αρμόζει ίσως ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα για το λόγο που αναφέρθηκε αμέσως πιο πάνω. Επομένως. Κάθε πράξη εκτελέσεως που ενεργείται μετά από αυτήν. 22 επ. Η γνώση της εκτάσεως του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως έχει σημασία για τον καθορισμό της εκτάσεως της διαδικασίας κατ' έφεση και της εξουσίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. να κρίνει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. 541. της εκδικάσεως κ. ΠολΔ Σ. να ασκήσει αντέφεση και να ζητήσει τη μεταρρύθμιση υπέρ αυτού της εκκαλούμενης αποφάσεως. Για την αντέφεση (των προϋποθέσεων του παραδεκτού. αα) Με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται σε ανώτερο. δικαστήριο. όπως λέχθηκε. Το πιο πάνω αποτέλεσμα. όπως λέχθηκε ήδη. quantum appelatum»63. για το οποίο γίνεται λόγος ειδικότερα στη συνέχεια. η άσκηση της εφέσεως έχει εν προκειμένω ανασταλτικό αποτέλεσμα. β) Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (effectus devolutivus). για την εκτέλεση που γίνεται κατά τρίτου. 62. σύμφωνα με τον κανόνα «tantum devolutum. Η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο όχι ολόκληρη. Αμφίβολο είναι. και τις προεκδοθείσες μη οριστικές αποφάσεις. δευτεροβάθμιο καλούμενο. γ) Επικοινωτικό αποτέλεσμα (effectus communicativus). έστω και αν δεν εκκαλούνται και αυτές ρητά. 63. 998 επ.ΠολΔ Σ. αυτής) γίνεται λόγος ειδικότερα πιο κάτω στοιχ. ενώ αντίθετα για την ανακοπή ερημοδικίας δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. όπως λέχθηκε πιο πάνω.λπ. 554. αλλά κατά τα όρια που καθορίζονται από το δικόγραφο της εφέσεως και τους νομίμως και εμπροθέσμως ασκηθέντες πρόσθετους λόγους εφέσεως και ιδίως του αιτήματός τους. για την κρίση του παραδεκτού της αντεφέσεως και της τελεσιδικίας της αποφάσεως ως προς τα μη προσβληθέντα κεφάλαιά της κ. 540. ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται.Ε. όπως πιο κάτω αναφέρεται. σχετικές παρατηρήσεις και παραπομπές πιο πάνω § 287 σ.Ε. αφού με βάση την ισχύουσα ρύθμιση στερείται ανασταλτικού αποτελέσματος62. δηλ. διότι για τα ζητήματα αυτά. το ζήτημα εάν ισχύει εξαίρεση. το οποίο δεν έχει δικαίωμα να επιληφθεί πλέον αυτής μέχρι τη λήξη του αποτελέσματος αυτού. έστω και αν έχει παρέλθει η προθεσμία (για άσκηση) της εφέσεως64. ΚΠολΔ 522 (540) Σχ. και αφαιρείται από τη λειτουργική αρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε πρωτόδικα. όταν η έφεση που ασκήθηκε είναι πρόδηλα απαράδεκτη ή όταν η προσβολή της πρωτόδικης αποφάσεως είναι ρητά και σαφώς περιορισμένη. Βλ. Η έφεση κατά της οριστικής αποφάσεως περιλαμβάνει.Ε. 64. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως ισχύει ανεξάρτητα από το παραδεκτό ή βάσιμο της εφέσεως.72 § 288 – Έφεση τικό αποτέλεσμα στις προσωρινώς εκτελεστές αποφάσεις και στις ανέκκλητες αποφάσεις. εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. 65. 559 Α.65. της ασκήσεως των συνεπειών. διαρκεί μέχρι την περάτωση της έκκλητης δίκης με κάποιον από τους προβλεπόμενους από το νόμο τρόπους. αρμοδιότητα έχει. Το αποτέλεσμα αυτό έχει την έννοια. Εξαίρεση από την εξαίρεση αυτή και επαναφορά στον κανόνα ισχύει. ΚΠολΔ 523 (541) Σχ.λπ. . κατά κανόνα τουλάχιστον. VA-E σελ. Βλ. Αμφισβητείτο στο προγενέστερο δίκαιο – δηλαδή υπό το καθεστώς της ΠολΔ 1834 – το ζήτημα. 16 § 7 Ν. Σχ. 44 § 1).η ρύθμιση αυτή άλλαξε όμως με το Ν. σύμφωνα με την αναφερθείσα πιο πάνω αρχή69 της μη υπερβάσεως του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και την άλλη αρχή της υπάρξεως δύο βαθμών δικαιοδοσίας μέσα στα όρια που καθορίζει το εφετήριο και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως70. Ήδη μετά το Ν. Τους εισαγγελείς πρωτοδικών αν έχουν την ιδιότητα του εκκαλούντος ή του εφεσιβλήτου εκπροσωπεί ο εισαγγελέας εφετών68. Δηλαδή τότε γεννιόταν το ζήτημα. 68. Ι § 71.Ε. 31 § 1) που τροποποίησε το άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ και μετά και την τροποποίηση του άρθρου 535 § 1 ΚΠολΔ (άρθρ. πιο πάνω στοιχ. Β) Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. σχετικά πιο κάτω § 290). κατά την προαναφερθείσα ήδη διαδικασία66. όπου ο Άρειος Πάγος. 31 § 1 ) – όταν παραπέμπεται η υπόθεση μετά από αναίρεση στο από τον κανονισμό οριζόμενο πολιτικό τμήμα του Αρείου Πάγου (βλ. IV. εάν το ίδιο ίσχυε. . πιο πάνω § 286. 3810/1957 και νυν υπό τον ΚΠολΔ» . 3994/2011 άρθρ. εάν η έφεση κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έπρεπε να εισάγεται στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο δικαστήριο της παραπομπής. τούτο ανέπεμπε εν συνεχεία την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ασκείτο έφεση κατά της αποφάσεως του τελευταίου. πιο πάνω τ. 2172/1993 (άρθρ. οι λόγοι και το αίτημα της εφέσεως περιορίζονται κατ' αρχήν στα όρια που καθορίστηκαν πρωτόδικα. Όπως τόνιζε ο Γ. οπότε χωρεί παραπομπή στο αρμόδιο ή το εσφαλμένως κηρυχθέν αναρμόδιο δικαστήριο (βλ. Ράμμος μετά το «ν. ΙΙΙ σελ. το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση67. καταργηθέντος ήδη του Τμήματος Παραπομπής. 69 επ. Ι §§ 186 επ. Α) Η συζήτηση της εφέσεως στο ακροατήριο διεξάγεται αντιμωλίαν ή ερήμην. Δ) Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της εφέσεως είναι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. 70. Μάλλον κρατούσε – κατά το Γ. 542. 67. 69. Γ) Όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε. 2172/1993 (αρθρ. όμως πλέον ισχύον άρθρο 580 § 3. αλλά παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ομοιόβαθμο και ομοειδές με εκείνο που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε) ή σε άλλο ομοιόβαθμο και ομοειδές με αυτό που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε δικαστήριο. Βλ. όταν μετά από αναίρεση και παραπομπή στο ομοιόβαθμο με αυτό που εξέδωσε την απόφαση δικαστήριο. σύμφωνα με τα ειδικότερα πιο κάτω αναφερόμενα. 66. ΚΠολΔ 524 (542) § 5 (όπως ισχύει μετά το Ν. Κατά την άποψη πάντοτε του Γ. άρα δεν γεννάται και το αντίστοιχο νομικό ζήτημα. Βλ. Βλ.§ 288 – Έφεση 73 Γ) Η έφεση που ασκήθηκε εισάγεται προς συζήτηση με τον ίδιο τρόπο που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. το ζήτημα δεν αποκλείεται να γεννηθεί σε σχέση με το δικαστήριο της παραπομπής ή το αρμόδιο δικαστήριο και το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε. Ράμμο – το δεύτερο στη νομολογία. στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το δικαστήριο.ΠολΔ 562 Α. και πιο πάνω τ. εκτός από την περίπτωση της εσφαλμένης παραδοχής της αρμοδιότητας ή εσφαλμένης κηρύξεως της αναρμοδιότητας (καθ' ύλη). Ράμμου μάλλον πρέπει να κρατούσε η γνώμη υπέρ της αρμοδιότητας ή του δικαστηρίου της παραπομπής ή εκείνου που κρίθηκε ως αρμόδιο. δεν διακρατεί την υπόθεση. Κατ' εξαίρεση. 2915/2001) τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να ανακύψει (με βάση αυτή τη διάταξη). Η συζήτηση στο ακροατήριο. η υπόθεση συζητείται. επιτρέπεται η υποβολή νέων αιτήσεων: αα) για παρεπόμενες απαιτήσεις. π. ΠολΔ (§ 529) κ. α σελ. πιο κάτω στοιχ. αφορούν καρπούς. της προτάσεως νέων ισχυρισμών και της προσαγωγής νέων αποδείξεων71. 543 § 3. 543 § 2.Ε. ή αν ζήτησε πρωτοδίκως κάποιο πράγμα. ΚΠολΔ 525 (543) § 3 Σχ.ΠολΔ Σ. 13 § 2. 74.λπ. Από άλλες επόψεις ονομάζεται και ius novorum.τι ισχύει σε μας. Υποβολή νέας αιτήσεως ή άσκηση ανταγωγής δεν επιτρέπεται. δηλ.λπ. γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση..Ε. Δεν μπορεί όμως να ζητήσει την καταβολή άλλου ποσού λόγω τιμήματος πωλήσεως ορισμένου κινητού ή ακινήτου πράγματος. Το δικαίωμα αυτό. 563 § 1 Α. Εάν. μπορεί να περιορίσει την αίτησή του σε εξήντα χιλιάδες ευρώ κατ' έφεση. βλ.Ε. όπως π.λπ. 73. πηγάζει από τις διατάξεις του Κανονικού Δικαίου.ΠολΔ Σ.χ. όσον και για τη διευκόλυνση της προσπάθειας για την ταχεία περάτωση των δικών. 563 § 3 Α. Ειδικότερα ισχύουν τα επόμενα: α) Σύμφωνα με τον ΚΠολΔ73 κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας.χ. πράγμα κατ' έφεση. Για τους όρους και τις προϋποθέσεις της ασκήσεως του δικαιώματος αυτού ή της εξουσίας αυτής. Κατ' εξαίρεση. ο ενάγων ζήτησε πρωτοδίκως εκατό χιλιάδες ευρώ λόγω δανείου. 563 §§ 2-3. που καθορίζει τα όρια και την έκταση της εξουσίας επεμβάσεως του δικαστή και έχει υποβληθεί πρωτόδικα.72. ή και δικονομικής φύσεως. διαφορετικό. με την οποία ζητείται η αποκατάσταση των ζημιών που 71. Οι αιτήσεις αυτές μπορούν να τροποποιηθούν ή να περιοριστούν. με το οποίο παρέχεται η εξουσία στους διαδίκους όχι μόνο να παραπονεθούν για την άδικη γι' αυτούς κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή να υποστηρίξουν την ορθότητά της. μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της έκκλητης δίκης. ήταν και είναι ευρύτερης εκτάσεως από ό. 564 Α. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα (από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο)74. των μη υποβληθέντων ακόμη και για την απόδειξη των μη αποδειχθέντων ακόμη κ. ΚΠολΔ 12. για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. αλλά και να διορθώσουν. 72. 75.Ε.ΠολΔ Σ. δεν επιτρέπεται να αξιώσει άλλο. Σε ορισμένες από τις παλαιότερες και νεότερες αλλοδαπές δικονομίες. ή εάν μ' αυτές ζητείται η επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση της εκκαλούμενης αποφάσεως κατάσταση75. εάν αυτές είναι οψιγενείς. Στα τελευταία χρόνια και στη σύγχρονη μεταρρυθμιστική κίνηση παρατηρείται η τάση του περιορισμού του δικαιώματος αυτού τόσον για την αποφυγή στρεψοδικίας.λπ. § 1. δηλ. Στο προγενέστερο δίκαιο αμφισβητείτο το ζήτημα. από τους ερμηνευτές του οποίου ονομαζόταν beneficium nondum deducta deducendi et nondum probata probandi. 12 § 2. τόκους κ. κατά την ισχύουσα Γερμ.Ε. αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής.74 § 288 – Έφεση επιτρέπεται η υπέρβαση των ορίων αυτών και αναγνωρίζεται η δυνατότητα της υποβολής νέων αιτήσεων. 994 επ.Ε. ίδια σφάλματα και ίδιες παραλείψεις. ακόμη και αν δεν αποφάνθηκε γι' αυτήν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. 525 (543) § 2 Σχ. (πραγματικών ισχυρισμών). επομένως. έστω και αν συναινεί ο αντίδικος. σε κάποιο μέτρο. ΚΠολΔ 525 (543) § 1 Σχ. ευεργέτημα ή προνόμιο για την υποβολή κ. εάν επιτρέπεται με την αίτηση αυτή να ενωθεί και αίτηση (με παρεμπίπτουσα αγωγή). οι οποίοι έγιναν απαιτητοί μετά την πιο πάνω συζήτηση ή είναι συναφείς μ' αυτές. . δηλαδή της βάσεως. Έτσι π. ότι υπάρχει τέτοια αξίωση.λπ. εάν ο πρωτοδίκως εναγόμενος που δικάστηκε ερήμην.χ. να προτείνει κατ' έφεση την ένσταση εξοφλήσεως ή της παραγραφής που δεν προβλήθηκαν πρωτόδικα. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα (από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο). όπως π. μπορεί να ζητηθεί άλλο πράγμα ή η αξία του ή το διαφέρον77. 945. Οι πραγματικοί ισχυρισμοί που προτείνονται παρά τον περιορισμό αυτό. ότι όχι κάθε αξίωση αποζημιώσεων από την εν λόγω αιτία. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης). κατά κανόνα. Το απαράδεκτο τούτο λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα (από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο). ο εναγόμενος δεν δικαιούται. μπορεί να ασκηθεί σύμφωνα με τα παραπάνω. ΚΠολΔ 526 (544) Σχ.χ. ββ) Σύμφωνα με κάποια γνώμη. στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν επιτρέπεται η πρόταση νέων πραγματικών ισχυρισμών που δεν προβλήθηκαν πρωτόδικα. γγ) Αμφιβολίες είχαν διατυπωθεί στο παρελθόν για το ζήτημα. μπορεί να προβάλλεται και σε κάθε στάση της έκκλητης δίκης. δικαιούται να ασκήσει ανταγωγή στην έκκλητη δίκη. από ευθείας τουλάχιστον. το ζήτημα αυτό. αλλά μόνον η αξίωση αποκαταστάσεως in naturam. εφόσον αυτές είναι συναφείς με την κύρια αίτηση ή υποβάλλονται από τον ασκήσαντα κύρια παρέμβαση στην έκκλητη δίκη. Κρατούσα μπορεί να θεωρηθεί η άποψη. του αντικειμένου που ζητήθηκε. είναι ο ισχυρισμός ότι έλαβε χώρα στο μεταξύ εξόφληση της απαιτήσεως 76. λόγω επιγενόμενης καταστροφής κ. π. εε) Κατ' εξαίρεση. Θ.χ. απορρίπτονται ως απαράδεκτοι.ΠολΔ Σ. 77. στις οποίες η πρωτόδικη ερημοδικία έλαβε χώρα έγκυρα ή ήταν ελαττωματική. άρθρο 525. 564 Α. 544. Η ευχέρεια αυτή πάντως πρέπει να αποκλείεται οπωσδήποτε στις περιπτώσεις. που στηρίζονται σε γεγονότα που συνέβησαν μετά την πρωτόδικη απόφαση. του επίδικου αντικειμένου και του αιτήματος αυτής δεν επιτρέπεται. Ο Γ. Εξαίρεση από τον εκτεθέντα περιορισμό ισχύει: αα) στους οψιγενείς ισχυρισμούς.§ 288 – Έφεση 75 προήλθαν από την εκτέλεση αυτής. Διαφορετικά θα ανοιγόταν ευρύ στάδιο για παρέλκυση της δίκης και θα δημιουργούντο ενδεχόμενα ανεπιθύμητες περιπλοκές της διαδικασίας. εξ αιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως. ΚΠολΔ Ι.Ε. ότι περιλαμβάνεται στην πιο πάνω «αποκατάσταση». Επομένως.Ε. . δηλ. β) Κατ' αρχήν. αλλά δεν ασκήθηκε δίχως δικαιολογημένη αιτία ανακοπή ή αυτή που ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα απορρίφθηκε εσφαλμένα. έστω και αν συναινεί ο αντίδικος. εφόσον ήθελε θεωρηθεί. σ. δδ) Μεταβολή της αγωγής. Ράμμος είχε διατυπώσει την άποψη. Ο ΚΠολΔ δεν αντιμετωπίζει. όπως λέχθηκε. εφόσον αναγνωρίζεται αυτή και μπορεί να θεωρηθεί. ότι η απαγόρευση ασκήσεως ανταγωγής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ισχύει και για το διάδικο που πρωτοδίκως δικάσθηκε ερήμην76. κατ' αρχήν. όπως π. Βλ. αλλά και όταν ήταν ενάγων ή παρεμβαίνων στην πρωτόδικη δίκη. όχι μόνον όταν είναι εναγόμενος. η οποία θεωρείτο από κάποιους και κυρίως από τη νο78. επίσης Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μαργαρίτη). Στις περιπτώσεις αυτές. Ι § 136. εε) Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ. οι οποίοι αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή. Π. το ίδιο δικαίωμα για λόγους ισότητας έχει και ο εφεσίβλητος82. 80.Ε. 82. κατά την κρίση του δικαστηρίου.Ε.λ. 81. Κατά το ισχύον άρθρο 528 ΚΠολΔ – σε αντίθεση με την προϊσχύσασα ρύθμιση του ίδιου άρθρου – δεν απαιτείται η προηγούμενη απόρριψη της ανακοπής ερημοδικίας για να ασκηθεί η έφεση. όταν ασκείται αντέφεση. . η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. στστ) Όταν ένας από τους διαδίκους της πρωτόδικης δίκης δικάστηκε ερήμην σαν να ήταν παρών και άσκησε έφεση. αρκεί μόνο με τους νέους ισχυρισμούς να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής ή της παρεμβάσεως.Ι § 136 για την έννοια και την έκταση των εν λόγω εξαιρέσεων. τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτόδικα. σ. Το δικαίωμα τούτο έχει μόνον ο εφεσίβλητος. ΚΠολΔ 528 (546) Σχ. 566 Α. 545. ο εναγόμενος και εφεσίβλητος μπορεί να προτείνει για πρώτη φορά την ένσταση της παραγραφής ή της αφέσεως χρέους79. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς. και ο εκκαλών δικαιούται με την άσκηση εφέσεως να προτείνει τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως˙ βλ. Ο ΚΠολΔ με βάση την προϊσχύσασα ρύθμιση δεν όριζε τι ισχύει σε σχέση με το εξεταζόμενο ζήτημα. 546. Αν ασκηθεί έφεση.ΠολΔ Σ. ββ) Στους προνομιακούς ισχυρισμούς δημόσιας τάξεως και ιδιωτικού συμφέροντος.. Κυρίως και απ' ευθείας η εξαίρεση στηρίζεται στις ειδικές διατάξεις που αναγνωρίζουν τους ισχυρισμούς αυτούς. και πιο πάνω τ. 269 (279) ΚΠολΔ80.π. δδ) Όταν οι ισχυρισμοί αυτοί προτείνονται από τον παρεμβαίνοντα τρίτο στην έκκλητη δίκη με κύρια παρέμβαση ή από εκείνον τον προσθέτως παρεμβαίνοντα που – λόγω της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρ. πιο πάνω τ.ΠολΔ Σ. δεν προβλήθηκαν έγκαιρα από δικαιολογημένη αιτία81. 951/952. άρθρ. ΚΠολΔ Ι. είναι η έλλειψη προδικασίας ή νομιμοποιήσεως του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου του ή του δικαστικού πληρεξουσίου78 κ. 83 (84) ΚΠολΔ – θεωρείται ως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου. Βλ. 79. πρωτόδικα η αγωγή για την πληρωμή δανείου απορρίφθηκε ως αναπόδεικτη. γγ) Όταν οι νέοι ισχυρισμοί συντελούν στην άμυνα ή απολογία κατά της εφέσεως και σε υποστήριξη της προσβαλλόμενης αποφάσεως. δηλ. 565 Α.Ε. 528. στις περιπτώσεις που ο ερήμην δικασθείς διάδικος δεν είχε ασκήσει ανακοπή αλλά απ' ευθείας έφεση.76 § 288 – Έφεση ή απόσβεση της απαιτήσεως ή συμπλήρωση κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής σε επιδικία ή με άλλο νόμιμο τρόπο. εφόσον πρόκειται για πραγματικούς ισχυρισμούς. Ανάλογο δικαίωμα μπορεί να αναγνωρίζεται και στον εκκαλούντα. ΚΠολΔ 527 (545) Σχ.Ε.χ.χ. του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής. τους οποίους είχε την ευχέρεια να προβάλει κατά την ερήμην αυτού διεξαχθείσα δίκη. και πιο πάνω § 273. ότι διευκολύνετο με αυτόν τον τρόπο η αποφυγή της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας και σε άλλες περιπτώσεις η παρέλκυση της δίκης83. αν επιβάλλεται τούτο κατά την κρίση του δικαστηρίου. 86.Ε. και οδηγούσε σε εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως και σε νέα συζήτηση της υποθέσεως. πιο πάνω τ. αρκεί με αυτά να μην επέρχεται μεταβολή της βάσεως. το ζήτημα αυτό έπρεπε να λύνεται καταφατικά. 84. Επομένως. δ) Εξάλλου. 547 § 1. Βλ. γ) Συγχωρείται αντιθέτως η επίκληση νέων νομικών λόγων και νέων επιχειρημάτων. Ράμμο την αντίθετη εκδοχή. ΠολΔ Σ. όπως λέχθηκε. Το ζήτημα πλέον δεν τίθεται. Ειδικότερα: αα) Η εξέταση νέων μαρτύρων για γεγονότα κ. 567 § 1 Α.Ε.Ε. ββ) Εάν στην πρωτόδικη δίκη εξετάστηκε ένορκα ένας από τους διαδίκους. ΚΠολΔ 529 (547) § 1 Σχ. όπως και η επανεξέταση των πρωτοδίκως εξετασθέντων μαρτύρων86. που επιτρέπει την απ' ευθείας άσκηση εφέσεως κατά της ερήμην αποφάσεως. Εκτός από αυτό. αντίθετα από ότι ίσχυε στο προϊσχύον δίκαιο. επιτρέπεται. 528 (546) ΚΠολΔ δικαιολογούσε – με βάση την προϊσχύσασα ρύθμισή του – κατά το Γ.. Έρεισμα επαρκές από το ισχύον δίκαιο δεν επικαλούνται αυτοί που υποστηρίζουν την άποψη αυτή. σχετικά πιο πάνω § 273. 548 § 1 βλ. . § 273. που δεν προσήχθησαν πρωτόδικα) αποδεικτικών μέσων. Εάν στην πρωτόδικη δίκη ένας από τους δια83. ΚΠολΔ 417 (434) § 2 530 (548) § 1 Σχ. Δικαιολογητικός λόγος του περιορισμού αυτού είναι ο φόβος της δημιουργίας νέων μαρτύρων που καταθέτουν αναληθή πραγματικά γεγονότα. Πρβλ. Με τις προϋποθέσεις αυτές ανέκυπτε στο παρελθόν το ερώτημα. για τα οποία δεν εξετάστηκαν μάρτυρες πρωτόδικα. υποστηριζόταν.ΠολΔ Σ. η για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο προσαγωγή νέων (δηλ. 87. σχετικά ειδικότερα πιο πάνω § 274. 568 § 1 Α.Ε.Ι. 396 (413) ΚΠολΔ οριζόμενου αριθμού84 από τους νόμιμα και εμπρόθεσμα γνωστοποιηθέντες στον πρώτο βαθμό (μάρτυρες)85. Αντιθέτως η πιο πάνω αναφερθείσα διάταξη του άρθρ. Βλ.§ 288 – Έφεση 77 μολογία ως παραδεκτή. όπως προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις. εάν μπορεί ο ερήμην δικασθείς διάδικος πρωτόδικα να προτείνει στη συζήτηση αυτή (και) όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς. επιτρέπεται. Σύμφωνα με κάποια γνώμη. δεν επιτρέπεται στην κατ' έφεση δίκη η ένορκη εξέταση του αντιδίκου του για το ίδιο πραγματικό γεγονός87. ούτε και υπάρχει. δεν εμποδίζεται ή ορθότερα συγχωρείται ελεύθερα η εξέταση μαρτύρων για ζητήματα. και μόνο μέχρι του κατά το άρθρ. κατά κανόνα. για τα οποία εξετάστηκαν μάρτυρες πρωτόδικα.λπ. 85. λόγω της ισχύουσας ρυθμίσεως του άρθρου 528 ΚΠολΔ. σε κάθε στάση της δίκης. εάν η πιο πάνω εξουσία του δικαστηρίου μπορούσε να ασκηθεί και για την επαγωγή κ. Το ζήτημα δεν ανακύπτει βεβαίως πλέον λόγω της καταργήσεως του επακτού όρκου ως αποδεικτικού μέσου. . Η διατύπωση των σχετικών διατάξεων δεν θα απέκλειε. ενδεχόμενα δε με τις (έγγραφες) προτάσεις που υποβάλλονται κατ' έφεση ευθύς εξ αρχής και πριν από κάθε εξέταση του παραδεκτού και της βασιμότητας της εφέσεως και της αντεφέσεως και των λόγων αυτής ή μόνο μετά την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως και τη διακράτηση της υποθέσεως για περαιτέρω εξέταση κατ' ουσία. ΚΠολΔ 529 (547) § 2 Σχ. Με την αναγνώριση της εξουσίας αυτής στο δικαστήριο σκοπείται η άσκηση ηθικής πιέσεως στους διαδίκους και τους πληρεξουσίους τους να προσαγάγουν ευθύς εξ αρχής τα αποδεικτικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους. αν η υποβολή νέων αιτήσεων. η γνώμη που έλυνε το θέμα καταφατικά. σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν αμέσως πιο πάνω. εάν ο διάδικος δεν προσήγαγε αυτά στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαρεία αμέλεια89. 548 § 2. δεδομένου ότι. ο όρκος κατά το προϊσχύσαν δίκαιο μπορούσε να επαχθεί.§ 288 – Έφεση 78 δίκους αρνήθηκε να εξεταστεί ένορκα. όπως σημειώθηκε πιο πάνω90. δδ) Κατά το προϊσχύσαν δίκαιο – δηλαδή πριν το νόμο 2915/2001 – είχε ανακύψει το ζήτημα. κατά κανόνα τουλάχιστον. γγ) Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα προσαγόμενα για πρώτη φορά σ' αυτό αποδεικτικά μέσα ως απαράδεκτα. η πρόταση πραγματικών ισχυρισμών και η προσαγωγή νέων αποδείξεων. κατά το εφικτό. ΚΠολΔ 530 (548) § 2 Σχ. την παραδοχή της πρώτης απόψεως. ε) Γεννήθηκε το ζήτημα. 567 § 2 Α. στην κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου απόκειται να επιτρέψει ή όχι την εξέτασή του κατ' έφεση88. μπορεί να λάβει χώρα ήδη με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ή την αντέφεση. ιδίως ως προς την προσαγωγή νέων αποδείξεων. πιο πάνω § 275.ΠολΔ Σ. Κατά το Γ. Ράμμο ορθότερη θα έπρεπε να θεωρηθεί. με βάση το τότε ισχύον δίκαιο. Μάλλον θα πρέπει να γίνεται συνδυασμός των δύο λύσεων. 90. Η εξ ολοκλήρου όμως αποδοχή της γνώμης αυτής. για εξασφάλιση της ακριβούς εφαρμογής της αρχής της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας και για την αποφυγή. κατά την κρίση του.Ε. Πρβλ. νομίζουμε.Ε. του όρκου. η οποία εμφανίζεται ως συνέπεια της διασταυρώσεως των δύο συστημάτων.Ε. όταν αυτή επιτρέπεται. θα αλλοίωνε τον πρωταρχικό χαρακτήρα της εφέσεως ως ενδίκου μέσου. 547 § 2. 568 § 2 Α. ΠολΔ Σ.Ε. που τόσον το προγενέστερο δίκαιο αναγνωρίζει όσον και ο ΚΠολΔ υιοθετεί σε σχέση με τη λειτουργία της εφέσεως. της παρελκύσεως της διαδικασίας και της δίκης γενικά. 88. 89.λπ. αλλά και πρακτική σημασία. ΙΙΙ. 33-42 και 46-56. 343. η αντέφεση είναι ένδικο μέσο94 με ορισμένες μόνον ιδιορρυθμίες.§ 288 – Έφεση 79 V. ότι η αντέφεση δεν είναι ένδικο μέσο95. και με πολλές άλλες παραπομπές. βάσει του οποίου ο εφεσίβλητος δικαιούται να ασκήσει αντέφεση. 523. αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνουν τον πιο πάνω χαρακτηρισμό.. αναλυτικά Ν. Αντέφεση. 1974. Ο χαρακτηρισμός αυτός της αντεφέσεως ως ενδίκου μέσου και γενικά και κατά το δίκαιό μας δεν έχει θεωρητική. Klamaris. ακόμη και αν αποδέχθηκε την προσβαλλόμενη απόφαση ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της εφέσεως. 92. ό. “impugnazioni incidentali” – καθώς και στις ελβετικές δικονομικές νομοθεσίες92. όχι μόνον δεν μεταβάλλουν. δικαιούται ο εφεσίβλητος να ασκήσει αντέφεση. η οποία αφορά στα με την κύρια έφεση προσβαλλόμενα και τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα κεφάλαια της εκκαλούμενης αποφάσεως και έχει ως αίτημα την υπέρ του αντεκκαλούντος μεταρρύθμισή της93. Η αντέφεση ρυθμίζεται ρητά και στη Γερμανική Πολιτική Δικονομία – § 521 ΓερμΠολΔ. Κλαμαρής. σελ. 126 επ. Β. αα) Με 91. ο εφεσίβλητος μπορεί με ορισμένες προϋποθέσεις βάσει του πιο πάνω αποτελέσματος της εφέσεως. και πιο πάνω υπό στοιχ. N. 95. 58. Β) Αντέφεση λέγεται η έφεση του εφεσίβλητου κατά του εκκαλούντος και κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως. και έχει προς τούτο έννομο συμφέρον. βασει του επικοινωνιακού αποτελέσματος αυτής. Tübingen. Σύμφωνα με την ορθότερη γνώμη. Γ) Η άσκηση αντεφέσεως επιτρέπεται. Βλ. Κ. . Η αντέφεση έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία. γ. Είναι ίδιας μορφής και τύπου έφεση. άρθρ. όμως. Η μάλλον κρατούσα άποψη υιοθετεί την εκδοχή. σελ. ΟλΑΠ 180/1979 ΝοΒ 1979. 93. Βλ. ένα από τα αποτελέσματα της εμπρόθεσμης και νομότυπης ασκήσεως της εφέσεως είναι το επικοινωτικό αποτέλεσμα. Das Rechtsmittel der Anschlußberufung. 371. Α) Όπως λέχθηκε πιο πάνω91. “Anschlußberufung” – στο Γαλλικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – άρθρ. εάν ο αντίδικός του άσκησε έφεση. σελ. αν και η ιδιαιτέρως αναλυτική ρύθμιση της αντεφέσεως στον ελληνικό ΚΠολΔ μειώνει σε ένα βαθμό την πρακτική αυτή σημασία. να προβεί ακόμη περισσότερο και να ζητήσει με την άσκηση αντεφέσεως τη μεταρρύθμιση υπέρ αυτού της εκκαλούμενης αποφάσεως κατά το μέρος που ηττήθηκε κ. στις περιπτώσεις που ο εφεσίβλητος ηττήθηκε εν μέρει και δεν άσκησε κύρια έφεση μέσα στη νόμιμη προθεσμία˙ στην περίπτωση αυτή. Βλ. μόνον εφόσον συντρέχουν οι επόμενες προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής: α) πρέπει να στρέφεται κατά των με την έφεση προσβαλλόμενων ή με αυτά αναγκαίως συνεχόμενων κεφαλαίων της αποφάσεως. οι οποίες. K. 936. σελ. Πράγματι. εκτός από την απόρριψη της εφέσεως. σελ. 94. 1113˙ Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (-Μαργαρίτης). ΚΠολΔ Ι.λπ.π. 548/549/550/551 “appel incident” – στον Ιταλικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – άρθρα 334. και της Α. Το ζήτημα αυτό έχει και εμφανίζει θεωρητική και πρακτική σημασία κυρίως στην αντικειμενική σώρευση αγωγών. κατά την ορθότερη άποψη. και μετά την πάροδο της προθεσμίας της κύριας εφέσεως. όπως παρατηρήθηκε.χ. Διαφορετικά έχει το πράγμα.Ε. παραπονούμενος για την απόρριψη εν μέρει του κεφαλαίου του τιμήματος. ΚΠολΔ 523 (541) § 1 Σχ.Ε.80 § 288 – Έφεση τον όρο «κεφάλαια» ο νόμος εννοεί. μπορεί τότε να ασκηθεί αντέφεση εκ μέρους του εφεσιβλήτου – ενάγοντος. άν έλαβε χώρα αποδοχή της εφέσεως. Τα σχέδια της Σ. όπως λέχθηκε.ΠολΔ Σ. στις περιπτώσεις που τα περισσότερα κεφάλαια συνέχονται αναγκαία ή αφορούν αδιαίρετο αντικείμενο. και ο ΚΠολΔ στην αρχική διατύπωση (πριν από το ν. μέχρι την έναρξη της (οκταήμερης) προθεσμίας για την επίδοσή της. Π.χ. Δ) Αντέφεση μπορεί να γίνει. Ι § 194. Βλ. για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω97. στην άσκηση ανταγωγής ή μερικές φορές στην κύρια παρέμβαση κ. πιο πάνω τ.λπ. Έτσι π. και αν ο εφεσίβλητος έχει αποδεχθεί την εκκαλούμενη απόφαση ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της εφέσεως96. Ε) Η αντέφεση ασκείται. 541 § 1. Εάν ο ενάγων ασκήσει έφεση. ο Α εγείρει αγωγή κατά του Β με αίτημα την καταδίκη του τελευταίου σε διακόσιες χιλιάδες ευρώ λόγω δανείου και εκατό χιλιάδες ευρώ λόγω τιμήματος πωλήσεως κινητού ή ακινήτου πράγματος. διότι τότε έχει εφαρμογή η διάταξη του αρθρ. δικαιούται να ασκήσει κύρια έφεση.Ε. 97. από την εξέλιξη της έννομης σχέσεως κ. εάν με την αγωγή ζητήθηκαν κεφάλαιο και τόκοι και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή μόνον ως προς το κεφάλαιο και την απέρριψε ως προς τους τόκους. 298 (311) ΚΠολΔ. 958/1971) επέτρεπαν την αντέφεση γενικότερα (για κάθε κεφάλαιο). τις αιτήσεις παροχής προστασίας και όχι τα διάφορα νομικά ή πραγματικά ζητήματα. 560 § 1 Α. εφόσον συντρέχουν και γι' αυτόν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής. όταν τα περισσότερα κεφάλαια προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί. Εάν ο εφεσίβλητος έχει ηττηθεί σε άλλα κεφάλαια ή θέλει να προσβάλλει ως προς άλλα κεφάλαια την απόφαση. σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη συνέχεια. κατά κανόνα. για το οποίο δικαιούται να ασκήσει μόνον έφεση. .δ. όταν ο εναγόμενος ασκήσει έφεση για την εσφαλμένη κατά την άποψή του επιδίκαση του κεφαλαίου.λπ. ββ) Από την αρχή της ταυτότητας των κεφαλαίων εφέσεως και αντεφέσεως εξαίρεση ισχύει. ο οποίος με την αντέφεσή του μπορεί να ζητήσει την επιδίκαση και των τόκων. Το δικαστήριο δέχεται την αγωγή για ολόκληρο το ποσό του δανείου και για πενήντα χιλιάδες ευρώ λόγω τιμήματος πωλήσεως. ο εναγόμενος και εφεσίβλητος δικαιούται να ασκήσει αντέφεση για την εν μέρει παραδοχή του ίδιου κεφαλαίου.Ε. όχι όμως και για την παραδοχή του κεφαλαίου του δανείου. μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του 96. β) Επιτρέπεται η άσκηση αντεφέσεως. 523 (541) § 2 ΚΠολΔ παρέχει επιχείρημα υπέρ της επιεικούς λύσεως. σελ. τότε μπορεί να ασκηθεί αντέφεση εναντίον της.§ 288 – Έφεση 81 δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. ΣΤ) Η άσκηση αντεφέσεως έχει ανασταλτικό και μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. . Ζ) Από δικονομική άποψη η αντέφεση θεωρείται ως παρεπόμενο της κύριας εφέσεως. ΕλλΔνη 1991. Βλ. ΟλΑΠ 33/1990. 102. Ρητή διάταξη για την επέλευση των συνεπειών αυτών δεν περιλαμβάνεται στον ΚΠολΔ.λπ. 99. 541 § 2. ΚΠολΔ 523 (541) § 2 Σχ. Για το παραδεκτό της ασκήσεως σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται λόγος στο κεφάλαιο για την ερήμην συζήτηση της εφέσεως102. 82 επ. δηλ. ΕφΑθ 6303/1988.Ε. 101. Προκύπτει όμως ο κανόνας αυτός αφενός από τη φύση της αντεφέσεως ως ενδίκου μέσου και αφετέρου από τη λειτουργία και το σκοπό της. 560 § 2 Α.ΠολΔ Σ. Βλ. αντέφεση μπορεί να ασκηθεί μόνο μέχρι την έναρξη του οκταήμερου πριν από την αρχική δικάσιμο της εφέσεως ή και οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από κάθε άλλη μετ' αναβολή συζήτηση: Η γραμματική διατύπωση του άρθρ. Από το χαρακτηρισμό αυτό απορρέουν τα εξής: α) Εάν η κύρια έφεση απορριφθεί ως άκυρη ή απαράδεκτη ή εκπρόθεσμη απορρίπτεται και η αντέφεση. Με άλλα λόγια. πιο κάτω §§ 311 επ. κατά την ειδική διαδικασία παραδόσεως ή αποδόσεως της χρήσεως του μισθίου κ. VI Γ α και β σελ.χ. η οποία δεν θα ήταν τίποτε άλλο από την κύρια έφεση. εκτός εάν ασκήθηκε ενόσω διαρκούσε η υπάρχουσα για τον αντεκκαλούντα προθε98. 1178. πιο κάτω στοιχ. σύμφωνα με την προαναφερθείσα έννοια. είτε στη συζήτηση που λαμβάνει χώρα μετά από αναβολή ή μετά από ματαίωση100. σύμφωνα με την οποία η επίδοση μπορεί να γίνει – τηρουμένης πάντοτε της οκταήμερης προπαρασκευαστικής προθεσμίας – είτε πριν από τη συζήτηση που λαμβάνει χώρα στην αρχική δικάσιμο. Αντίθετα δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση της αντεφέσεως οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση που λαμβάνει χώρα μετά από επανάληψη της δίκης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 254 ΚΠολΔ101.Ε. Δεν έχει όμως αυτή επικοινωτικό αποτέλεσμα. 100. άν η αναφερθείσα οκταήμερη προπαρασκευαστική προθεσμία υπολογίζεται (αναδρομικά) μόνον εν όψει της δικασίμου της εφέσεως που ορίστηκε αρχικά ή και για κάθε άλλη μετά την αναβολή της οριζόμενης ημέρας συζητήσεως. Εξαίρεση ισχύει για ορισμένες ειδικές διαδικασίες π.99. Αμφίβολο είναι το ζήτημα. Εάν όμως η από τον εφεσίβλητο ασκηθείσα αντέφεση πληροί τους όρους της κύριας εφέσεως ή μάλλον είναι αυτοτελής κύρια έφεση. ΕλλΔνη 1989. δεν επιτρέπεται η άσκηση επαντεφέσεως. 56. συντάσσεται έκθεση κάτω από αυτό και κοινοποιείται (τουλάχιστον) οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της εφέσεως στον εκκαλούντα98. Την ορθή αυτή άποψη έχει υιοθετήσει και η νομολογία. σελ. Άρθρ. α΄και β΄. 227 (231). η δε υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και ηρεμεί μέχρις ότου ένας από τους διαδίκους επισπεύσει. αλλά εξετάζεται103. Βλ και Κ. 3994/2011 (άρθρ. Α) Στη διαδικασία της έκκλητης δίκης εφαρμόζονται κατ’ άρθρο 524 ΚΠολΔ – όπως ισχύει μετά το Ν. 233 (241) – 269 (279). Β) Όταν παρίστανται προσηκόντως όλοι οι διάδικοι. όπως ισχύει μετά το Ν. 524 (542) § 2 ΚΠολΔ. 4η έκδοση. εξετάζεται η αντέφεση.82 § 288 – Έφεση σμία της εφέσεως και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις της ασκήσεως αυτής. κατά τον τρόπο που εκτέθηκε. Ειδικότερα: α) Ερημοδικία εκκαλούντος και αντεκκαλούντος: αα) Εάν στη δικάσιμο που ορίστηκε για συζήτηση της εφέσεως είναι δικονομικώς απών ο εκκαλών και παρίσταται προσηκόντως ο εφεσίβλητος – δηλαδή πρόκειται για ερημοδικία του εκκαλούντος – τότε εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγο- 103. για την οποία εφαρμόζονται διάφοροι κανόνες. 76 επ. σύμφωνα με τους εκτεθέντες ήδη κανόνες και μέσα στα διαγραφόμενα όρια107. στην οποία και εφαρμόζονται και όλες οι διατάξεις του άρθρου 270 ΚΠολΔ. αυτή δεν επηρεάζεται από την παραίτηση αυτή. τη συζήτησή της. ματαιώνεται η συζήτηση. όπως λέχθηκε. 560 § 3 Α. 105. VI) Η επ' ακροατηρίου διαδικασία στην έκκλητη δίκη. Η προφορική συζήτηση κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 ΚΠολΔ είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ. η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζητήσεως και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση106. 106. 4. 5 εδ. ανάλογα με το πρόσωπο του απόντος διαδίκου και το δικονομικό του ρόλο στην έκκλητη δίκη. 107. Εφόσον η δίκη στον πρώτο βαθμό διεξήχθη αντιμωλία των διαδίκων. 44 § 1) – οι διατάξεις των άρθρ. Το πλεονέκτημα της αντεφέσεως συνίσταται στο ότι αυτή ασκείται. 44 § 1). σελ. οπότε ισχύει ως αυτοτελής έφεση. ενώ μειονεκτεί αυτής κατά το ότι περιορίζεται στα με την έφεση προσβαλλόμενα και αναγκαία με αυτά συνεχόμενα κεφάλαια και στο ότι είναι δικονομικό παρεπόμενο αυτής. Γ) Εάν κατά τη συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι δικονομικώς απών ένας από τους διαδίκους. η συζήτηση γίνεται κατ' αντιμωλίαν. 104. β) Εάν ο εκκαλών παραιτηθεί της εφέσεως μετά την άσκηση της αντεφέσεως. χωρεί ερημοδικία.Ε. Ένδικα Μέσα. . 541 § 3. 104. ΠολΔ Σ. 270 (280) παράγραφοι 2. Εάν απουσιάζουν δικονομικώς όλοι οι διάδικοι. ΚΠολΔ 523 (541) § 3 Σχ.Ε. Εάν όμως η κύρια έφεση απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη ή πράγματι ανυπόστατη. Κεραμέα. Κατά το σημείο αυτό πλεονεκτεί απέναντι στην κύρια έφεση. 2007. και μετά την πάροδο της προθεσμίας της κύριας εφέσεως. 6 και 271 (281) – 312 (328) ΚΠολΔ (για τη διαδικασία της πρωτόδικης δίκης)105. 3994/2011 (άρθρ. δηλ. α Σχ. ό. 569 § 2 υιοθετούσε διαφορετικό εν μέρει σύστημα.Ε. ισχύουν τα εν συνεχεία για την ερημοδικία του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση εκτιθέμενα. ενώ το ίδιο ισχύει σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την αντέφεση (άρθρ. Όσον αφορά την τυχόν από τον εφεσίβλητο προσηκόντως ασκηθείσα αντέφεση. 111. σε συνδυασμό με άρθρο 272 ΚΠολΔ. 78 «…οιονεί παραιτείται από την έφεσή του». εφαρμόζονται οι ορισμοί των διατάξεων του άρθρ. Άρθρο 524 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 272 ΚΠολΔ. α΄ και β΄ ΚΠολΔ. Δηλαδή σε κάθε περίπτωση ερευνάται με πρωτοβουλία ποίου γίνεται η συζήτηση και αν αυτή γίνεται με επιμέλεια του εκκαλούντος και αυτός δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί πλην όμως δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανόνικά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την έφεση109. 2915/2001 και 3043/2002 νομικό / δικονομικό καθεστώς βλέπε την καταργηθείσα διάταξη ΚΠολΔ 531 (549) § 2 Σχ. 524 § 4 (542) ΚΠολΔ114. Τα αμέσως πιο πάνω αναφερθέντα ισχύουν και για την ερημοδικία του αντεκκαλούντος . ως προς την έφεση. 3994/2011 (άρθρα αντίστοιχα 44 § 1 και 30). η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν 108. 3994/2011 άρθρ.. Για το πριν από τους Ν. Σ. καθώς και τη διάταξη του άρθρου 603 ΚΠολΔ. όπως αυτά ισχύουν μετά το Ν. 3994/2011. Για το πριν τους Ν. Εφόσον βέβαια. κατ' εφαρμογή ή καλύτερα κατά συνέπεια της εφαρμογής της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.λπ.§ 288 – Έφεση 83 ντος. Δ. Σ. εφαρμόζονται. 524 § 3 εδ. όπως ισχύει μετά το Ν. α Α. Για το πριν από τους Ν. 77/78.Ε. Σ. όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά το Ν. Κ. 110. 2915/2001 και 3043/2002 νομικό / δικονομικό καθεστώς βλ. 549 § 1 εδ. και Α.Ε. 569 § 1 εδ. Το Σχ. . σελ. Κεραμέα. διότι ο εκκαλών θεωρείται ότι παραιτείται από αυτήν110. 549 § 2.Ε. α Σχ. 113. ό. Για το ζήτημα αυτό γίνεται λόγος στα περί των ειδικών διαδικασιών112. Κεραμέα.ΠολΔ 569 § 2 εδ. Βλ. β.. Βλ. την ήδη καταργηθείσα διάταξη ΚΠολΔ 531 (549) § 1 εδ. εάν ο εκκαλών κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. ό. 44 § 1)108. 2915/2001 και 3043/2002 νομικό / δικονομικό καθεστώς βλέπε την καταργηθείσα διάταξη ΚΠολΔ 531 (549) § 2 εδ.Ε. δηλαδή απορρίπτεται η αντέφεση. ββ) Εάν στην προαναφερθείσα δικάσιμο είναι δικονομικώς απών ο εφεσίβλητος και παρίσταται προσηκόντως ο εκκαλών.π. την πρωτοβουλία για τη συζήτηση είχε ο εφεσίβλητος πρέπει να ερευνάται περαιτέρω. δηλ.Ε. τότε απορρίπτεται η έφεση. σελ. Πολ. 114..Ε. 549 § 2 εδ.π. οι διατάξεις του άρθρ. επίσης Κ.εφεσιβλήτου ως προς την αντέφεση111. 77/78. όταν ερημοδικεί ο εκκαλών. Εφόσον διαπιστωθεί η προσήκουσα κλήτευση του εκκαλούντος. Βλ. Βλ. 109. όριζαν ότι εφαρμόζονται οι (ισχύουσες) διατάξεις για τη συζήτηση της ανταγωγής σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντος. Κεραμέα. 524 § 4 (542) ΚΠολΔ113. 112. σελ. Διαφορετικά έχει το πράγμα στις γαμικές διαφορές ή στις διαφορές που ανάγονται στις σχέσεις γονέων και τέκνων κ. Ο ΚΠολΔ με την αρχική του διατύπωση και τα Σχέδ. 3994/2011. όπως αυτά ισχύουν μετά το Ν. β Α. πιο κάτω §§ 295 επ.π.. α. ΠολΔ Α. και Κ. Άρθρο 524 § 3. Βλ. αλλά μάλλον ότι εμμένει στις πρωτόδικες σκέψεις και τα επιχειρήματα της πρωτόδικης αποφάσεως. ούτως ή άλλως πλέον. 3994/2011. 78. ως προς τη συζήτηση κατ' αντιμωλίαν. η υπόθεση εξετάζεται κατ' ουσία. και η πρωτόδικη απόφαση αναγνώρισε το νόμω βάσιμο και την αλήθεια των ισχυρισμών του. πιο πάνω τ. εάν οι λόγοι αυτής είναι παραδεκτοί και νόμω βάσιμοι και εάν υπάρχει ένσταση που να λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα. εφαρμόζονται όλα όσα εκτέθηκαν πιο πάνω. . 3994/2011) και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. (όπως αυτό εξακολουθεί να ισχύει και μετά το Ν.. 69 και 70. όταν δεν εμφανίζεται κ. εάν η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις.λπ. Συνεπώς. Κατά το Γ. Ο εναγόμενος. Επομένως. Αντίθετα. Το θέμα βεβαίως ήταν πλέον χωρίς σημασία. το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας από τον εφεσίβλητο των πραγματικών ισχυρισμών του εκκαλούντος. Το ίδιο ισχύει κατ’ άρθρο 524 § 4 εδ. το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να εξετάσει όχι μόνον το νόμω βάσιμο. δεν πρέπει να θεωρείται. ότι ομολογεί τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος. β΄ ΚΠολΔ. Κεραμέα. ακόμα και όταν ισχύει το τεκμήριο στον πρώτο βαθμό. αλλά δεν ισχύει. Βλ. Δηλαδή το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση των λόγων εφέσεως116. 115. Συνεπώς. ο εφεσίβλητος που παραστάθηκε πρωτόδικα και υποστήριξε ή αντέκρουσε επιτυχώς την αγωγή. πριν από τις σχετικές τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. ως εάν ο εφεσίβλητος να ήταν δικονομικώς παρών. ό. εάν ο εφεσίβλητος δεν παρίσταται κατ' έφεση.λπ. και δεν αντιτάσσει κάτι εναντίον της αγωγής. σελ. αφού το τεκμήριο ομολογίας είχε γενικά καταργηθεί. 3994/2011 κατ’ αντίστοιχη τροποποίηση του άρθρου 271 ΚΠολΔ (και επαναφορά της παλαιότερης ρυθμίσεως). αναδείχθηκε νικητής. Ι § 188 και πιο κάτω στοιχ. αλλά και το μετά το Ν. 116. VI Γ β σελ. δίχως δηλαδή εν προκειμένω να ισχύει το τεκμήριο ομολογίας κ.§ 288 – Έφεση 84 και αυτός – δηλαδή και ο εφεσίβλητος – παρών (δηλαδή όπως αυτό προβλεπόταν και στον πρώτο βαθμό115. αλλά και την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών του εκκαλούντος. όπως σημειώθηκε.π. 3994/2011). δίκαιο – ότι ομολογεί τους πραγματικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος. Κ. το οποίο επανήλθε με το άρθρο 29 του Ν. εάν ο απών εφεσίβλητος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και πάντως εάν συντρέχουν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις. απέκτησε όμως πάλι σημασία μετά τη θέσπιση του τεκμηρίου με το άρθρο 29 Ν. Εάν δεν υπάρχει κάποιο από τα προαναφερθέντα κωλύματα. Ράμμο η διαφοροποίηση ως προς τη δικονομική μεταχείριση της ερημοδικίας αντιστοίχως εναγομένου και εφεσιβλήτου δεν στερείτο δικαιολογίας. εφόσον τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών. αφήνει εύλογα να συναχθεί το συμπέρασμα – με βάση τουλάχιστον το προϊσχύσαν. Ως προς την απουσία κάποιου ομόδικου. πιο πάνω τ. Σε κάθε περίπτωση. όπως ισχύει μετά το άρθρο 44 § 1 Ν. Πρβλ. συζήτηση της 117. την απουσία σε περίπτωση προσεπικλήσεως και την απουσία του εισαγγελέως ως διαδίκου. οπότε εφαρμόζονται τα πιο πάνω αναφερθέντα. όπως επίσης και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Ι § 188.λπ. Ι § 188. η κύρια παρέμβαση έγινε για πρώτη φορά στην έκκλητη δίκη. Εάν. 119. 3994/2011). Βλ. τότε ισχύει το άρθρο 524 § 3 ΚΠολΔ (όταν δηλαδή η πρόσθετη παρέμβαση ασκήθηκε στην πρωτόδικη δίκη και ο προσθέτως παρεμβαίνων άσκησε έφεση). διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 524 § 4 εδ. γγ) Όταν ερημοδικεί ο κυρίως παρεμβαίνων στην (ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου) συζήτηση. Όταν η πρόσθετη παρέμβαση ασκήθηκε στην έκκλητη δίκη για πρώτη φορά. τότε όταν ερημοδικεί κάποιος από τους διαδίκους στη δεύτερη. έχει τη θέση του εκκαλούντος (αν άσκησε ο ίδιος έφεση) ή εφεσίβλητου (αν ασκήθηκε εναντίον του έφεση). εξ άλλου. που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη.119. 118.Ι § 188. εάν κατά την κρίση του έχουν αποδειχθεί πρωτόδικα αντίθετα πραγματικά γεγονότα. β) Ερημοδικία σε μεταγενέστερες συζητήσεις. Λόγω της καθιερώσεως της μίας και μοναδικής συζητήσεως η πιθανότητα μεταγενεστέρων συζητήσεων είναι πλέον μηδαμινή. Βλ. πιο πάνω τ. Πάντως. . Το δικαστήριο αυτό μπορεί να μη θεωρήσει ομολογημένους τους πραγματικούς ισχυρισμούς του εκκαλούντος που προτάθηκαν πρωτόδικα. δδ) Όταν ερημοδικεί ο προσθέτως παρεμβαίνων ως εκκαλών στη συζήτηση της έκκλητης δίκης. πιο πάνω τ. Σε κάθε περίπτωση σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση. εφαρμόζονται οι κανόνες που εκτέθηκαν για την ερημοδικία του κυρίως παρεμβάντος στη συζήτηση της πρωτόδικης δίκης117. καθώς και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση.§ 288 – Έφεση 85 3994/2011. εφαρμόζονται οι κανόνες που ισχύουν για την απουσία αυτού στην πρώτη συζήτηση της πρωτόδικης δίκης118. στις δίκες δημόσιας τάξεως κατά μείζονα λόγο δεν μπορούσε και υπό το προϊσχύσαν καθεστώς με κανένα τρόπο να συναχθεί τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας των πραγματικών ισχυρισμών του εκκαλούντος. αν τυχόν ήθελε υπάρξει μεταγενέστερη συζήτηση. ισχύουν όσα εκτέθηκαν για την πρωτόδικη δίκη. πρέπει να γίνεται η επόμενη διάκριση: Εάν η παρέμβαση ασκήθηκε στην πρωτόδικη δίκη και ο κυρίως παρεμβάς είτε ηττήθηκε είτε νίκησε. γ΄και δ΄ ΚΠολΔ. τρίτη κ. ο διάδικος που παρίσταται υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του τις προτάσεις του απόντος διαδίκου. Πρβλ. Συμφωνία των διαδίκων για την παραίτηση από την έφεση μετά την έκδοση της οριστικής ή τελειωτικής αποφάσεως. 122. α) Εάν λείπει μία από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις ή εάν η έφεση δεν ασκή120.λπ. Βλ. κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρ. το οποίο είχε καθιερώσει ο ΚΠολΔ με την αρχική του διατύπωση.λπ. 254 (263) ΚΠολΔ. όπως αναφέρεται στα αντίστοιχα σημεία. VI ββ σελ. VII) Παραίτηση. εάν συντρέχουν οι διαδικαστικές και κατ' αρχήν. εφόσον οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα της διαθέσεως του επιδίκου αντικειμένου. αφενός και τις συνέπειες της μη προσαγωγής τους κ. 68 και πιο πάνω τ. αποδείξεων κ. 123. Τεκμήριο ομολογίας των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου ή παραιτήσεως κ. οι δυσχέρειες αυτές δεν θα εμφανίζονταν συνήθως ή πάντως δε θα ήταν μεγάλες. αποδοχή κ.λπ. Ι § 188. Βλ. . Κατά την εφαρμογή των ορισμών αυτών του νόμου γεννήθηκαν δυσχέρειες για το ζήτημα της προσαγωγής των προτάσεων κ.86 § 288 – Έφεση έκκλητης δίκης. Ως προς την ανάκληση – δηλαδή παραίτηση από του δικογράφου – της εφέσεως που ασκήθηκε ή την παραίτηση από το δικαίωμα της εφέσεως.λπ. 124. προτείνεται – και μερικές φορές προκρίνεται – να διατάζεται η επανάληψη της συζητήσεως. Βλ. στις ειδικές διαδικασίες των γαμικών διαφορών κ.Ι § 194.121. Βλ.λπ. όπως λέχθηκε. στα αρμόδια δικαστήρια. όπως λέχθηκε. Ι § 188. και τις τυχόν αποδείξεις που προσήχθησαν από οποιονδήποτε διάδικο. αφετέρου. λόγω της απουσίας δεν ισχύει. ισχύουν.λπ. που υποβλήθηκαν στις προηγούμενες συζητήσεις. και οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως και εάν αυτή ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. και επιβάλλεται με τη σχετική απόφαση η προσαγωγή σ' αυτήν των πιο πάνω προτάσεων. δεν είναι κατ' αρχήν ανίσχυρη. 121. πιο πάνω στοιχ. όταν ασκείται ένδικο μέσο. πιο κάτω §§ 295 επ. η υπόθεση δικάζεται όπως ισχύει και για την αντίστοιχη πρώτη συζήτηση120. Α) Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να εξετάσει και αυτεπάγγελτα. η οποία με βάση το άρθρο 524 § 1 ΚΠολΔ ισχύει και στην έκκλητη δίκη. Κατά το Γ. αν διατηρείτο το σύστημα της δημιουργίας και συμπληρώσεως του φακέλλου της δικογραφίας και της διαβιβάσεώς του. Ράμμο. Εξαίρεση ισχύει.λπ.λπ. Επειδή για τα ζητήματα αυτά δεν ορίζει κάτι σχετικό ο νόμος. και ενόσω δεν μπορούν τα πιο πάνω στοιχεία να ληφθούν από το αρχείο του δικαστηρίου. πιο πάνω τ. κατά βάση όσα εκτέθηκαν πιο πάνω123 για την ανάκληση ή παραίτηση από την αγωγή κ.124 VIΙI) Απόφαση επί της εφέσεως. πιο πάνω τ. και άρθρο 606 (625) ΚΠολΔ. Ο απών διάδικος δικαιούται να μετέχει στις τυχόν επόμενες συζητήσεις και πρέπει να καλείται για τούτο122. που γίνεται πριν από αυτήν. την αποδοχή αυτής κ. στη συνέχεια. Βλ. αυτό – δηλαδή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο – μπορεί ή να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο ή να την κρατήσει και να τη δικάσει κατ' ουσία. το Εφετείο προβαίνει στην εξέταση του παραδεκτού και βασίμου των λόγων της εφέσεως και αρχικά τους αναγόμενους στις δικονομικές παραβάσεις και έπειτα. Εάν η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται για άλλο λόγο.§ 288 – Έφεση 87 θηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. που απορρίπτει την έφεση για τυπικούς λόγους. ή άλλως ως απαράδεκτη. Διαφορετικά θεωρούνται ως πραγματικοί ισχυρισμοί που κρίνονται με την ουσία της υποθέσεως εν γένει. Εάν η εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως χωρεί λόγω αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. ανάλογα με τα όρια του λόγου εφέσεως που έγινε δεκτός και του αιτήματος της εφέσεως και της εκτάσεως του σφάλματος ή του ελαττώματος για το οποίο έγινε δεκτός ο λόγος της εφέσεως. η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται. εάν την ευχέρεια αυτή έχουν. θα πρέπει να επιτρέπεται η άσκηση νέας εφέσεως εναντίον της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. β) Εάν συντρέχουν όλες οι πιο πάνω προϋποθέσεις. όπως και πιο πάνω λέχθηκε. Η αρχή όμως της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας επιβάλλει να μη γίνεται χρήση της ευχέρειας αυτής. ΚΠολΔ 533 (551) § 1 Σχ. 125. Η εξαφάνιση μπορεί να είναι ολική ή μερική. 129. ΚΠολΔ 532 (550) Σχ.ΠολΔ Σ. το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρατεί αυτήν και τη δικάζει κατ' ουσίαν127. Οι λοιποί λόγοι εφέσεως που προτάθηκαν νόμιμα εξετάζονται. Επίσης εάν δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως. Ήδη το πιο πάνω ζήτημα δεν ανακύπτει πλέον αφενός διότι το τμήμα παραπομπής του . αυτούς που αφορούν το νόμω βάσιμο και το πράγματι υποστατό της αιτήσεως παροχής έννομης προστασίας κ. Εάν γίνει στις περιπτώσεις αυτές αναπομπή. ενώ την δικαιολογεί η αρχή της υπάρξεως δύο βαθμών δικαιοδοσίας. πιο πάνω στοιχ. 571 § 1 Α. εάν η εξαφάνιση της αποφάσεως δεν είναι καθολική.Ε. γ) Εάν ένας από τους λόγους της εφέσεως κριθεί παραδεκτός και βάσιμος. που υπάγεται στην περιφέρεια του δικάζοντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. ΠολΔ Σ. 553. η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο και τηρούνται οι διατάξεις του άρθρ. Διάταξη που να αποκλείει αμέσως την ευχέρεια αυτή δεν υπάρχει. 46 ΚΠολΔ.Ε. 127. 67. Υπό το προϊσχύσαν δίκαιο ο Γ. ΙΙΙ Δ σελ. κατά την ορθότερη άποψη. ότι ισχύει και σε περίπτωση αναπομπής μετά από αναίρεση128. το δικαστήριο και το τμήμα παραπομπής του Αρείου Πάγου. 550.ΠολΔ Σ. ΚΠολΔ 535 (553) Σχ. 570 Α.126. η οποία.Ε. εκδίδεται απόφαση. Ράμμος είχεν επισημάνει τα ακόλουθα: «Γεννιέται το ζήτημα. Εάν πρόκειται για αναρμοδιότητα κατά τόπο και κριθεί αρμόδιο άλλο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. 59 κείμενο και σημ. αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη125. σε περίπτωση παραπομπής μετά από αναίρεση.λπ.Ε. 126. Το ίδιο πρέπει να θεωρηθεί.129. 573 Α. 128.Ε. 551 § 1. θα πρέπει να εισάγεται στο παραπέμψαν δικαστήριο της παραπομπής ή στο Τμήμα παραπομπής του Αρείου Πάγου».Ε. 131. ΚΠολΔ 533 (551) § 2 Σχ. τις στη σημ.δ. κατά παράβαση της καθιερούμενης από το Σύνταγμα αρχής της διακρίσεως των εξουσιών και λειτουργιών. έχει αναδρομική δύναμη132. είτε λόγω της φύσεώς του. Παρατηρήθηκε όμως.Ε. Πρβλ. σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη στο προγενέστερο δίκαιο. και αν ακόμη κατά ρητή διάταξη ή λόγω του περιεχομένου του έχει αναδρομική δύναμη. Συνεπώς. 571 § 2 Α. 130. ότι αυτή ήταν άσκοπη και μπορούσε να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί με νεότερο νόμο. σύμφωνα με την κρατούσα και ορθότερη άποψη.Ε.88 § 288 – Έφεση Β) Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για να κρίνει την ορθότητα της εκκαλούμενης αποφάσεως. ότι εφαρμόζεται και στις υποθέσεις εκείνες. 132. αποκλείεται η αναδρομική εφαρμογή νόμου σε όσα κρίθηκαν με οριστική Αρείου Πάγου καταργήθηκε και αφετέρου. ΠολΔ Σ. Διαφορετικά δεν γεννιέται ζήτημα διαχρονικού δικαίου. και Νεαρά Ιουστινιανού 115 προοίμιο και κεφ. επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο νεότερος νόμος. νομοθετικός περιορισμός δεν υπάρχει και μόνον από συνταγματικούς λόγους μπορεί να υποστηριχθεί ο αναφερθείς περιορισμός. ο Άρειος Πάγος παραπέμπει υποχρεωτικά την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο. λαμβάνει υπόψη του και εφαρμόζει τους κανόνες δικαίου (κυρίως ουσιαστικού αλλά μερικές φορές και δικονομικού) που ισχύουν κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως και όχι τους κανόνες που εισήχθησαν μεταγενέστερα και ισχύουν κατά την έκκλητη δίκη131. Βλ. 122 σημειούμενες παραπομπές. είτε δυνάμει ρητής διατάξεως. Αον. σύμφωνα με το άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ. διότι. αλλά ενδεχομένως ελέγχου ορθής εφαρμογής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του προσήκοντος κανόνα του τότε ισχύοντος δικαίου. ότι αυτή εξέφραζε έντονα και προγραμματικά την παραδεδεγμένη από το νομοθέτη βασική και ορθή αντίληψη. ΚΠολΔ και ο ΚΠολΔ στην αρχική διατύπωσή του. όταν μεταβάλλονται οι ρυθμίζοντες την έννομη σχέση και τη δίκη εν γένει ορισμοί του ισχύοντος προηγουμένως δικαίου μετά το τέρμα της πρωτόδικης δίκης130. αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. μόνον εάν ο νέος νόμος ήταν ερμηνευτικός ή είχε αναδρομική δύναμη και όριζε ταυτόχρονα ο ίδιος ρητά. το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο. . και της Α.Ε. Νεαράν 19 προοίμ. στις οποίες εκδόθηκε οριστική απόφαση. Το ν.Ε. Υποστηριζόταν όμως ζωηρά και πριν από τη δημοσίευση του ισχύοντος Συντάγματος και η αντίθετη άποψη με την ειδικότερη δικαιολογία. λάμβανε χώρα. 958/1971 διέγραψε τη διάταξη αυτή με την αιτιολογία. Εξαίρεση γινόταν δεκτή. σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των οποίων νόμος. Την άποψη αυτή υιοθετούν ρητά τα Σχέδια της Σ. που δημοσιεύθηκε μετά τη δημοσίευση της πρωτόδικης αποφάσεως. 551 § 2. ότι με την αναδρομική εφαρμογή νόμου σε όσα κρίθηκαν με οριστική απόφαση. Πάντως. δεν εφαρμόζεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. της εμφανιζόμενης ως ερμηνευόμενης διατάξεως κ. ή επιβάλλεται εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως.λπ. καλύπτεται αναδρομικής ισχύος κανόνας. . κατά πόσον τα δικαστήρια δικαιούνται να εξετάζουν. Γ) Η ορθότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως κρίνεται από το διατακτικό και όχι από το αιτιολογικό της. μετά από διακυμάνσεις. 77 § 2 του οποίου ορίζει. μόνον πριν από την παραδοχή της εφέσεως και 133. Η απαγόρευση αυτή της χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος (reformatio in peius) ισχύει. εάν ο εμφανιζόμενος ή ονομαζόμενος ως ερμηνευτικός νόμος έχει πράγματι τέτοιο περιεχόμενο ή είναι ψευδοερμηνευτικός. Για το θέμα αυτό δεν γεννιέται ζήτημα βάσει του ισχύοντος Συντάγματος 1975. το άρθρ. 572 Α. υπάρχει ψευδοερμηνευτικός νόμος.Ε. Για το λόγο αυτό. Δίχως την εξέταση αυτή δεν είναι δυνατή η ορθή εφαρμογή της αναφερθείσας συνταγματικής διατάξεως. Δ) Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δικαιούται να εκδώσει επιβλαβέστερη από την εκκαλούμενη απόφαση για τον εκκαλούντα. έχει ισχύ μόνο από τη δημοσίευσή του. Ζήτημα πολύ δυσχερές γεννιέται για το πότε μπορεί να λάβει τούτο χώρα και συγκεκριμένα δίχως παραδοχή του λόγου της εφέσεως κ. όπως ορθά δεχόταν η νομολογία στο προγενέστερο αστικό δικονομικό δίκαιο – δηλαδή υπό την ισχύ της Πολιτικής Δικονομίας του 1834 – και ορίζει ρητά ο ΚΠολΔ. την εφαρμογή κ.λπ. εάν πρόκειται πράγματι για ερμηνευτικό κανόνα ή μήπως. με τη μορφή του ερμηνευτικού κανόνα. ότι τα δικαστήρια μπορούν και οφείλουν να εξετάζουν.ΠολΔ Σ. έλυσε την αμφισβήτηση αυτή και δέχθηκε την ορθή άποψη. εάν δηλ. δηλ. επί πολλά έτη απασχολούσε την επιστήμη και τη δικαστηριακή πρακτική το ζήτημα.Ε. ενδεχομένως δε και οφείλουν να εξετάζουν το πιο πάνω ζήτημα. εφόσον με αυτήν προσβάλλονται δικαιώματα που προστατεύονται ειδικά από το Σύνταγμα. που καλύπτεται υπό τη μορφή του ερμηνευτικού νόμου. δεν έχει εξουσία να κάνει χειρότερη τη θέση του.χ. που οδηγούν στο ίδιο διατακτικό. 552. ΚΠολΔ 534 (552) Σχ. ή πρόκειται για αναδρομική δύναμη νόμου. παρά μόνον όταν ο εφεσίβλητος άσκησε αυτοτελή (κύρια) έφεση ή αντέφεση. 17 αυτού. την έκταση. δηλ. Η νομολογία του Αρείου Πάγου. Η αντιμετώπισή του πρέπει να συνδυάζεται με το πιο πάνω αναφερθέν θέμα της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος για την άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέσου.λπ. υπήρχε πράγματι άξια λόγου αμφισβήτηση για την έννοια. Από τη διάταξη προκύπτει σαφώς. κατά την οποία τα δικαστήρια δικαιούνται. Εξ άλλου. το δικαίωμα της ιδιοκτησίας από το άρθρ. όπως π. το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση και να αντικαταστήσει τις υπάρχουσες αιτιολογίες ή να προσθέσει και άλλες αιτιολογίες133. ότι νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός.§ 288 – Έφεση 89 απόφαση. χ. τα οποία διαγράφονται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της ασκήσεως της εφέσεως.χ. Δεν περιορίζεται όμως σ' αυτά. . όταν ο εκκαλών είναι ο εισαγγελεύς πρωτοδικών. το νόμω βάσιμο της αιτήσεως εξετάζεται αυτε134. όχι όμως και όταν το εφετείο μετά την εξαφάνιση κ. στο σύστημα και στη λειτουργία των τακτικών ενδίκων μέσων. όπως σημειώνεται στη συνέχεια. Η άποψη αυτή δεν στηρίζεται μεν σε ρητή διάταξη του ΚΠολΔ.λπ. ότι χωρίς αίτηση δεν μπορεί να παρασχεθεί δικαστική προστασία. και να ενεργήσει τα νόμιμα. 575 Α. ότι και δίχως ειδικό παράπονο κύριας εφέσεως ή αντεφέσεως. κρατεί την υπόθεση και δικάζει αυτή κατ' ουσία (όπως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο). όπως και πιο πάνω λέχθηκε.λπ. με την οριστική ή τελειωτική απόφαση.Ε. οπότε και δίχως άσκηση κύριας (αυτοτελούς) εφέσεως από τον εφεσίβλητο ή αντεφέσεως. Ε) Εάν η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ή αβάσιμη. Β) Ορθά έγινε κατ' επανάληψη δεκτό από τη νομολογία.§ 288 – Έφεση 90 την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως. αλλά επεκτείνεται μερικές φορές και πέρα από αυτά. το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του το νόμω βάσιμο της αγωγής ή της ανταγωγής ή της κύριας παρεμβάσεως κ. εφόσον δεχθεί έφεση του ενάγοντος στην πρώτη περίπτωση ή του εναγομένου στη δεύτερη περίπτωση. μπορεί να εκδόσει δυσμενέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα134. ανάλογα με την περαιτέρω εξέλιξη της δίκης.Ε. σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. ΚΠολΔ 536 (554) Σχ. κατά το κοινό δίκαιο. ανταποκρίνεται όμως στις γενικές αρχές του ισχύοντος δικαίου. π. σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα135. 991 επ. ΙΙΙ Ββ σ. Ως προς την έκταση της εξουσίας του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της εξετάσεως της ουσίας της υποθέσεως (μετά την κατ' αρχήν παραδοχή της εφέσεως και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως) μπορεί να παρατηρηθούν τα επόμενα: Α) Η εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατ' αρχήν εκτείνεται στα όρια. καταδικάζεται. ο εκκαλών στα έξοδα.λπ. Βέβαια. εφόσον από τον εναγόμενο ή τον αντεναγόμενο ή τον κυρίως ή προσθέτως υπέρ κάποιου από αυτούς παρεμβαίνοντα με την έφεση ή την αντέφεση ζητείται π.λπ. τα ζητήματα της επιβολής των εξόδων ρυθμίζονται. 554. Εάν η έφεση γίνει δεκτή. η απόρριψη της αγωγής. πιο πάνω στοιχ. της ανταγωγής ή της κύριας παρεμβάσεως κ. μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως. 135. λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων κ. γενικά γίνεται δεκτό. να απορρίψει ολικά την αγωγή που απορρίφθηκε εν μέρει πρωτόδικα ή αντίστροφα να δεχθεί ολικά την αγωγή που έγινε δεκτή εν μέρει πρωτόδικα. ως προς το σημείο αυτό. Βλ. Εφόσον όμως ζητηθεί αυτή. IX) Έκταση της εξουσίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.ΠολΔ Σ. Τέτοια καταδίκη δεν απαγγέλλεται. . Ζ) Γενικότερα.λπ.§ 288 – Έφεση 91 πάγγελτα από το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως δικαστήριο.λπ. η έκταση της πιο πάνω εξουσίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρί- . εφόσον μετά την παραδοχή της εφέσεως και την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. είναι αβάσιμη και ζητείται η απόρριψή της. διότι διαφορετικά.. το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εισερχόμενο στην ουσία της υποθέσεως και κρίνον οριστικά ως απορριπτέα την πιο πάνω βάση της αγωγής. όπως έγινε δεκτό. το πράγμα ως προς την εξέταση της υπάρξεως συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων. Ε) Τα πιο πάνω με στοιχεία Γ και Δ αναφερθέντα ισχύουν και ως προς την αοριστία της αγωγής. ολικά ή μερικά. της ανταγωγής ή της κύριας παρεμβάσεως κ. την πιο πάνω εξουσία έχει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και για άλλα ζητήματα ή θέματα.λπ. κατ' ουσία το νόμω βάσιμο της αγωγής. ΣΤ) Εφόσον εξαφανίζεται η απόφαση. ή κατ' άλλη διατύπωση.λπ. εάν η αγωγή κ.. κρατεί την υπόθεση και εισέρχεται στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως. έχει την εξουσία να εξετάσει. τα οποία φέρονται στην κρίση του με την έφεση και την αντέφεση.λπ. της ανταγωγής ή της κύριας παρεμβάσεως ως προς όλα τα αιτήματα και τις βάσεις κ.λπ.χ. η οποία θα ανάγεται συνήθως ή στην έλλειψη στοιχείων απαραίτητων για τη νομική πληρότητα αυτής κατ' ουσία και συνεπώς στο νόμω βάσιμό της ή σε τυπικά ή πραγματικά στοιχεία και κατ' ακολουθία θα δημιουργεί διαδικαστικά ελαττώματα του εγγράφου της. εάν ασκήθηκε έφεση από τον ενάγοντα ή τον αντενάγοντα ή τον κυρίως παρεμβαίνοντα και ως προς αυτό κ. ως προς τις λοιπές βάσεις ή τα λοιπά αιτήματα δεν έχει μεταβιβαστεί η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. ουσιώδεις και αμφισβητούμενους πραγματικούς ισχυρισμούς. Έτσι έχει π.λπ. εάν ορθά ή εσφαλμένα δεν διατάχθηκε απόδειξη για προταθέντες παραδεκτώς κατά της αγωγής. Δ) Εφόσον με την έφεση ή την αντέφεση ζητείται η απόρριψη της αγωγής. ζητήθηκε η παραδοχή της αγωγής. της παρεμβολής δικονομικού ή ουσιαστικού απαραδέκτου. μπορεί ή μάλλον οφείλει να εξετάσει τις λοιπές βάσεις της αγωγής (που έχουν προταθεί επικουρικά) κ.. το οποίο δεν μπορεί να ασχολείται με τα λοιπά ζητήματα της υποθέσεως. που δέχθηκε την κύρια βάση της αγωγής κ. διότι η απόδειξη της αλήθειας αυτών των ισχυρισμών καταλύει συνήθως.λπ. Γ) Συναφώς το εφετείο. ότι την πιο πάνω εξουσία έχει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. τα οποία κατά τις γενικές αρχές περιλαμβάνονται στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης εξετάσεως.λπ. ανταγωγής ή κύριας παρεμβάσεως κ. της ανταγωγής ή της κύριας παρεμβάσεως κ. της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος. της επελεύσεως εκπτώσεως δικονομικής ή με ορισμένες προϋποθέσεις και ουσιαστικής φύσεως κ. Είναι αυτονόητο όμως. της νομιμοποιήσεως του διαδίκου. . Είναι πράγματι αλληλένδετα τα θέματα αυτά και η μεμονωμένη εξέταση και κάθε φορά αντιμετώπισή τους είναι συνήθως δυσχερής και δεν αποκλείεται να οδηγεί μερικές φορές σε ανεπιθύμητες λύσεις. στην πλειονότητα διαδίκων. μήπως το προαναφερθέν αποτέλεσμα εκτείνεται και στους προσθέτως παρεμβάντες. X) Επεκτατικό αποτέλεσμα. Εξαίρεση θα είναι δικαιολογημένο να γίνεται δεκτή στις περιπτώσεις. Εάν περισσότεροι ηττήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνο από αυτούς άσκησε έφεση ή αντέφεση. στις οποίες η κύρια παρέμβαση έχει ασκηθεί από τον ειδικό διάδοχο (εκδοχέας κ.λπ. Η με επίγνωση και συνέπεια εφαρμογή του συστήματος αυτού διευκολύνει σε πολλά σημεία την εκτίμηση και την κρίση του δικαστηρίου για την έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της ασκήσεως της εφέσεως και της αντεφέσεως και της εξουσίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατά την περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως. ΠολΔ Σ. ανταγωγής. περικλείεται και πρέπει να καθορίζεται μέσα στα όρια αφενός του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και της αντεφέσεως που ασκείται κάθε φορά και αφετέρου της απαγορεύσεως της μεταβολής της εκκαλούμενης ή αντεκκαλούμενης αποφάσεως σε βλάβη του εκκαλούντος ή αντεκκαλούντος. ΚΠολΔ 537 (555) Σχ. εάν το πιο πάνω επεκτατικό αποτέλεσμα της αποφάσεως της υπέρ του ενός των αρχικών διαδίκων εκδιδόμενης αποφάσεως ισχύει και απέναντι στον κυρίως παρεμβάντα και τανάπαλιν.λπ.Ε.Ε. θα μπορούσε να συζητηθεί και η άποψη. Κατά την έννοια όμως της σχετικής διατάξεως. Εάν η προ136. XI) Επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. που εκδίδεται επί αυτής. Η φύση και η λειτουργία της κύριας παρεμβάσεως δυσχεραίνει συνήθως την καταφατική λύση. εφόσον δεν αποδέχθηκαν την εκκαλούμενη απόφαση136. 555. οι οποίοι δεν άσκησαν έφεση. Εξ άλλου. ισχύει όχι μόνον όταν γίνεται δεκτή. 576 Α. αλλά και όταν απορρίπτεται η έφεση. βάσεων και αιτημάτων αγωγής.) ενός των αρχικών διαδίκων. δεν πρέπει να παραβλέπεται το σύστημα του ενιαίου της προσβολής της πρωτόδικης αποφάσεως στην υποκειμενική και αντικειμενική σώρευση αγωγών. Αμφίβολο είναι επίσης το ζήτημα.92 § 288 – Έφεση ου που επιλαμβάνεται και εκδικάζει την υπόθεση. ότι το επεκτακτικό καλούμενο αποτέλεσμα της ασκήσεως της εφέσεως ή της αντεφέσεως και της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.λπ.λπ. Ο Γ. χωρίς το αίτημα να διατυπώνεται νόμιμα με κύρια έφεση ή αντέφεση κ. συνεκδικάσεως περισσοτέρων συναφών υποθέσεων ή υποβολής παρεμπιπτουσών αιτήσεων. Ράμμος είχεν υποστηρίξει στην προηγούμενη έκδοση την άποψη. αντικειμένων. η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των λοιπών ομοδίκων. κύριας παρεμβάσεως. ομοδίκους. τριτανακοπής κ. Κατά τη διατύπωση του νόμου φαίνεται να αφορά μόνον τους μη εκκαλέσαντες κ. η οποία υποβάλλεται με το έγγραφο της εφέσεως. ύστερα από αίτηση του καθ' ού η εκτέλεση. σημ. πιο κάτω στα περί προσωρινώς εκτελεστών αποφάσεων. με τους πρόσθετους λόγους ή τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο. είχε εκτελεστεί. το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφόσον δεχθεί οριστικά και κατ' ουσία την έφεση ή την αντέφεση και απορρίψει ολικά ή μερικά την αγωγή. Την ίδια εξουσία έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. 86. Βλ. που έχει κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή. Βλ. που κοινοποιείται στον αντίδικο. εφόσον η εκτέλεση αποδεικνύεται προαποδεκτικά. στο οποίο αναπέμφθηκε η υπόθεση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο138. 137.§ 288 – Έφεση 93 σβαλλόμενη απόφαση. ΚΠολΔ 914 (975). . 138. διατάζει. την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση της εξαφανισθείσας ή μεταρρυθμισθείσας αποφάσεως κατάσταση137. την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση. 1620-1622· Cahn A..F. Die bundesrechtliche Nichtigkeitsbeschwerde in Zivilsachen (Zürcher Studien zum Verfahrensrecht.. 81-122· Κ. Αθηνών)· Π.. σ. 1924· Schiedermair G. Restitutionsklage wegen Verletzung der Europäischen Menschenrechtskonvention.. σ. Καργάδου. 1978. Πανεπ.. Gaul. Δ. Η διεύρυνσις των λόγων αναψηλαφήσεως. 391-421˙ Schoetensack. 137-168· Henrion de Pansey. NJW 2007.. Rechtskraft und Restitution: Erster Teil: Der Rechtsbehelf gemäß § 826 BGB gegen rechtskräftige Urteile. Rechtfertigung und Begrenzung der Wiederaufnahme des Verfahrens nach 580 Z. AcP 198. σ. 1968˙ H. Judicium IV (1932).. 103 Abs. Abel W. Band I. 1986· Braun J.. Zweiter Teil: Die Grundlagen des geltenden Restitutionsrechts. 1966 (διατρ.· Deppert K. II· Plassard. Festschr. Die Grundlagen des Wiederaufnahmerechts und die Ausdehnung der Wiederaufnahmegründe. FS Geiß. 466-490 και ZZP 80. für Dölle. ZIP 1987.Z. Zum Verhältnis von Wiederaufnahmeverfahren und Vorprozess. No 29. Διατρ. Der Streitgegenstand des Wiederaufnahmeverfahrens. 201-206· Johannsen. NJW 1983. Nichtigkeitsklage analog § 579 Abs. André. 1987· Barnert T. 1196 και ανταπάντηση Braun. 1957. 35-71. Zum Problemkreis des Wiederaufnahmerechts. 1910· Bruns. ZZP 74.. Deutschen Juristentag 1964. NJW 1981. Festschrift für den 45. 81-96· Fleischer T.. Nichtigkeitsklage und Anspruch auf rechtliches Gehör. 4 ZPO bei Verletzung des Art. ZZP 78.. τ. Die missbräuchliche Titulierung von Ratenkreditschulden mit Hilfe des Mahnverfahrens. σ.. 49-81· P.. 329-356· Thouvenin. και Ανάτυπον (1979)· Pagenstecher M. 67επ. 1963. επί διδακτ. Wiederaufnahme des Zivilprozesses . 1196-1197)· Braun J. 1995· Bamberg A. επί διδακτ. Restitutionsklage wegen neu aufgefundener Urkunden. ιδίως σ. 687-690· Braun J. Gilles. Über Rechtsmittel und Wiederaufnahmeklagen. Zur Nichtigkeitsklage wegen Mängeln der Vertretung im Zivilprozess. σ. Μπέη. 1 GG?. 447-458· Braun J. Autorité judiciaire 3η έκδ. Der Widerruf der Rechtsmittelrücknahme nach rechtskräftigem Verfahrensabschluss unter Berücksichtigung des gleichen Problems beim Rechtsmittelverzicht. 74.. σ... 1985· Braun J. Πανεπ. 1 Nr. σ. Prozessuale Dispositionsfreiheit und zwingendes materielles Recht. Κωλύματα προσαγωγής εγγράφου ως λόγος αναψηλαφήσεως και αι δυνατότητες αναλογικής διευρύνσεως αυτού. ΧΙ (1979) επ. 425-428 (βλ.O. ZZP 116. Verletzung des Rechts auf Gehör und Urteilskorrektur im Zivilprozess.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ § 289 Ειδική βιβλιογραφία: Βehre. Fam. Ζυρίχης 1978 Νο 38). 1979. Rechtskraft und Rechtskraftdurchbrechung von Titeln über sittenwidrige Ratenkreditverträge. και απάντηση Schneider E.81· Foerste U.. 2000. Zur Systematik des Wiederaufnahmeverfahrens.P. Rechtskraftdurchbrechung bei rechtskräftigen Vollstreckungsbescheiden. Restitutionsklage gemäß § 580 ZPO bei unrichtiger Tatsachenfeststellung. MDR 1999. Des ouvertures communes à cassation et à requete civile. 1956· του αυτού.R. 1403-1406· Braun J. σ. Anhörungsrüge oder Wiederaufnahmeklage?. σ. 2.. 858-868· Prütting H. Αθήνα 1995. Ορφανίδης.· Ν.· Κ. 1996. Bemerkungen zur Wiederaufnahme im geltenden und künftigen Recht der Freiwilligen Gerichtsbarkeit. §§ 159-161· Jauernig O. 966 επ. 4 ZPO?. Zur Struktur und Funktion der Nichtigkeitsklage gemäß § 579 dZPO. 2010. 395 επ. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1986. Band 2. 1088-1096· Jauernig O. Η αναψηλάφηση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο. Δ΄ έκδοση. 2008. Naturereignis und Wiederaufnahme des Verfahrens nach dem griechischen Zivilprozessrecht. Zivilprozessrecht. 491 επ. 31-33· Lindacher W. Βαθρακοκοίλης.· του ιδίου. Die Restitutionsklage nach rechtskräftigem Verletzungsurteil und darauffolgender Nichtigerklärung des verletzten Patents. Rechtskraftdurchbrechung bei unrichtigen Titeln: die Rechtsprechung zur Aufhebung sittenwidriger Entscheidungen und ihre Folgen für die Praxis. Δ 1979.· Στ. Νίκας.F. 10461063· Κατ’ άρθρον ερμηνείες: Stein/Jonas/Grunsky.-F. Rdnr. 2. 2010· Musielak/Musielak.. JZ 2007. 1994· Münchener Kommentar zur ZPO/Braun. 1998· Schickedanz W. Αθήνα 2005· Π. 6. ZPO Kommentar. JZ 2003. 561-572· Reuschle F. Zivilprozessrecht.. Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Der Einfluß rückwirkender Gestaltungsurteile auf vorausgegangene Leistungsurteile. NJW 1995. Κεραμεύς.· Γ. Αθήνα 1999. 2008· Würthwein S. 544 αριθ. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Auf. Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή 2000. 29. Zivilprozessordnung. Μακρίδου.. Grundkurs ZPO.. 28. Η έννοια του κρίσιμου εγγράφου στην αναψηλάφηση. Auf. 319 επ. Zivilprozessrecht.. 377-378· Piech X.. Zivilprozessordnung. 2016 επ. 10 και 11. 447-472 Συστηματικά έργα και εγχειρίδια: Rosenberg/Schwab/Gottwald..-F. Αναψηλάφηση της απόφασης λόγω ανεύρεσης νέου εγγράφου. 157. Rdnr. 2007.... 2009· Prütting/Gehrlein/Meller-Hanich.· Κ. 1242 επ. Έν- . Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση κατ’ άρθρο. 959 επ.. Auf. 570579· Warga C. Neue wissenschaftliche Erkenntnisse und materielle Rechtskraft. 99-112· Gaul H. Kommentar zur ZPO.. Κ. ΙV.178· Gaul H. 17. Nichtigkeitsklage bei erschlichener oder fehlerhaft bewilligter öffentlicher Zustellung wegen Gehörverletzung. Η έννοια της ανώτερης βίας στην ανεύρεση νέου εγγράφου ως λόγου αναψηλαφήσεως (άρθ.. 7. 1 Nr. Μπέης. Auf. 2010.. Συμβολές στην ερμηνεία του ΚΠολΔ. FS Baur. 1981. Auf. 1966· του ιδίου. Ι. FS Habscheid.. NVwZ 1996. Höhere Gewalt. Αστικό Δικονομικό Δίκαιο. 2010. 1998· Poelzig D.. 13. Κονδύλης/Ν. 596-600· Schilken E. 1981. Auf. Die Verletzung von Verfahrensgrundrechten im Zivilprozess und ihre Korrektur nach Eintritt der Rechtskraft . 246· Musielak H. Auf. ΕλλΔνη 43 (2002).. 21. Αθήναι. Band 5/Ι.-F. 345-352· Gaul H.· Κ.. Zivilprozessrecht. Κεραμεύς. Τόμος Γ΄. Die Aufhebung rechtskräftiger zivilgerichtlicher Urteile unter dem Einfluss des Europäischen Gemeinschaftsrechts. Ένδικα μέσα.. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007. 2007· Zöller/Greger. Η διαλεκτική του δικονομικού δικαίου... Rdnr.. Auf. Auf.§ 289 – Αναψηλάφηση 95 bei naturwissenschaftlichem Erkenntnisfortschritt. Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ.. 2010. Αθήνα. 548 επ. Ρεντούλης. τ. Zufall. 823 επ. 1986.. Auf.. 1994· Rammos G. Parteiunfähigkeit als Nichtigkeitsgrund analog § 579 Abs. GRUR 2000. Πανταζόπουλος. Νίκας/Μ. FS Nakamura. Μαργαρίτης. 1976 και 1977 σελ. Δ 36 (2005). Γενικό Μέρος. 137-168· Gaul H.. Γνωμοδότηση. Auf.· Κ./Weth S. Das Nacheinander von Entscheidungen. ZZP 112..· Β. 91 επ. Οι λόγοι αναψηλαφήσεως και η ερμηνευτική διεύρυνσις αυτών (διδακτορική διατριβή). Μπέης.-J. Der Prozessbetrug im Zivilprozess. JZ 1989. 7 ΚΠολΔ). Αρμεν. § 64 και § 76· Grunsky W. Kein Rechtsschutzinteresse für erneute Nichtigkeitsklage. Πολιτική Δικονομία. 3.. Κεραμεύς/Δ. 10. FS Kralik.· Κ. . αλλά με τη μορφή της αγωγής ακυρώσεως και της αγωγής αποκαταστάσεως. 447˙ ΑΠ 78/2007 (Γ. Νομική Βιβλιοθήκη 2008. 938˙ ΑΠ 67/2003 (Γ. Οι προθεσμίες ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ. η ΠολΔ της (κατά τα έτη 19471989 εγκαθιδρυθείσας) Ανατολικής Γερμανίας του 1975 § 163. . είτε εξαιτίας δόλιων ενεργειών των διαδίκων κ. Ενδεικτική νομολογία: ΑΠ 1107/1992 (Αθ. που οφείλονται κυρίως σε παραδρομές ή αβλεψίες του δικαστή. · S. 1134 και 1143/2009 αποφάσεις του Αρείου Πάγου). αλλά κυρίως προσβάλλεται η απόφαση ως εσφαλμένη. η Ιαπωνική ΠολΔ §§ 420 επ.λπ.· S. Ορφανίδης. 735 επ. ΕΠολΔ 2010. Αναψηλάφηση κατ’ αποφάσεων του Αρείου Πάγου (με αφορμή τις υπ’ αριθ. Αναψηλάφηση ή επανάληψη της διαδικασίας είναι το έκτακτο ένδικο μέσο. με το οποίο προσβάλλεται στο ίδιο. 2009. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007. Έννοια. Πλατής) ΕλλΔνη 44 (2003). Jeuland. η οποία αναπτύχθηκε από την proposition d' erreur της μεσαιωνικής εποχής. Dalloz 2001· L. 547˙ ΑΠ 1611/2005 (Ε. 375˙ ΕφΠειρ 1172/2000 (Σ. 6ème édition. Guinchard. Chainais. η παλιά Ουγγρική και η παλιά Πολωνική Δικονομία κ. Κασιώλας) ΝοΒ 52 (2004). Ζήσης) ΕλλΔνη 44 (2003). 297 επ. Μοσχανδρέου) ΕλλΔνη 43 (2002). είτε λόγω. σ. Procédure civile. 390˙ ΑΠ 213/2004 (Π. Ferrand/C. Απαλαγάκη (επιμέλεια)/Ν. Βαρδαβάκης) ΝοΒ 54 (2006). Droit judiciaire privé. Αθήνα. 251˙ ΑΠ 1370/2004 (Α. αταξιών της διαδικασίας. Guinchard (sous la direction). Méga Nouveau Code de procédure civile. Ζαφειρόπουλος) ΕλλΔνη 42 (2001). 1 επ. 1566˙ ΟλΑΠ 16/2003 (Αχ. Φιλιππάτος) ΕλλΔνη 41 (2000). Dalloz 2009. 751˙ ΑΠ 1176/2001 (Α.λπ. Η αναψηλάφηση με βάση τις ρυθμίσεις της πρώτης Ελληνικής Πολιτικής Δικονομίας (του Maurer. Η ιδιαιτερότητα της αναψηλαφήσεως έγκειται στο ότι με αυτή δεν προσάπτεται συνήθως στο δικαστή που δίκασε σφάλμα κρίσεως ή διαγνώσεως και μάλιστα ψευδής ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή κακή εκτίμηση των πραγμάτων που προτάθηκαν και των αποδείξεων που προσήχθησαν. Droit et pratique de la procédure civile. Διαφορετικό είναι το σύστημα της αναψηλαφήσεως. η Γερμανική ΠολΔ §§ 578 επ.96 § 289 – Αναψηλάφηση δικα μέσα. 1307 επ. Αμελαδιώτης) ΕλλΔνη 44 (2003). Cadiet/E. 4ème édition. 1428˙ ΑΠ 1364/2005 (Ε. Καπερώνης) ΧρΙΔ Ζ/2007.1 1. Μιτσιάλης) Δ 32 (2001).. 560 επ. 972˙ ΕφΑθ 4211/2000 (Γ. 545˙ ΑΠ 1430/2005 (Κ. 714˙ ΑΠ 1041/2003 (Α. Μουγάκου-Μπρίλλη) ΕλλΔνη 47 (2006). δικαστήριο τελεσίδικη απόφαση για ορισμένους λόγους και ζητείται η εξαφάνιση ή ακύρωσή της και η συζήτηση. έτος 1834) εισήχθη σύμφωνα με το πρότυπο της αναψηλαφήσεως της Γαλλικής ΠολΔ.. Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας 2Α. σοβαρών κατά κανόνα. εξέταση και διάγνωση της ουσίας της υποθέσεως εκ νέου. Litec 2004. σ. 388˙ ΑΠ 1649/2002 (Α. Κασιώλας) ΕλλΔνη 46 (2005). Ι) Ορισμός.· Γ. ΜουγάκουΜπρίλλη) ΝοΒ 54 (2006). κατά κανόνα (και σε κάθε περίπτωση ομοειδές και ισόβαθμο).· S. Guinchard/F. 1180˙ ΑΠ 231/2000 (Γ. Περίδης) ΝοΒ 53 (2005). Γαβαλάς) ΧρΙΔ 6/2006. 440˙ ΑΠ 1845/2005 (Σ. 1405˙ ΑΠ 101/2005 (Α. Dalloz Action. την οποία δέχονται όχι με τη νομική φύση του ενδίκου μέσου.Κομοτηνή 2009· του ιδίου.· Χ. Κατηφόρης. η Αυστριακή §§ 530 επ. Βούλγαρης) ΝοΒ 53 (2005). 521. Μανέτας) ΕλλΔνη 35 (1994). 610 επ. και η απεύθυνσή της κατά προσώπου. ειδικότερα.Ε. όπως ισχύει μετά το Ν. . Αυτό ισχύει σε κάθε περίπτωση. των πολιτικών δικαστηρίων και.Ε. κατά κανόνα. σε περίπτωση ασκήσεως κύριας παρεμβάσεως και σε περίπτωση συνεκδικάσεως συναφών δικών ή υποθέσεων και. που έχει τέτοιο δικαίωμα. 10 του άρθρου 544. εφόσον αυτές αποφαίνοντο μετά την αναίρεση στην ουσία της υποθέσεως. Με το άρθρο 45 § 2 Ν. δεν χωρεί αναψηλάφηση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων. παραλείψεις. Συνεπώς. μπορούν να εμφανιστούν και κατά τη διαδικασία της εκδικάσεως της αναιρέσεως. από τις αποφάσεις του Άρειου Πάγου. 3. 3994/2011 τροποποιήθηκε αντιστοίχως και ο αριθμ. Αν η απόφαση είναι μερικά οριστική και μερικά μη οριστική. (και) σε περίπτωση «υποκειμενικής σωρεύσεως αγωγών» ή κατ’ ορθότερη 2. που ορίζει ο νόμος. 556. Δ) Η άσκησή της μέσα στην προθεσμία. που νομιμοποιείται σχετικά . στην οποία υπάρχει τέτοια απόφαση και μάλιστα σε περίπτωση υπάρξεως περισσότερων κεφαλαίων της αγωγής ή της ανταγωγής ή της κύριας παρεμβάσεως. Α) Αποφάσεις που επιδέχονται αναψηλάφηση: α) Σε αναψηλάφηση υπόκεινται οι αποφάσεις όλων. των εφετείων και του Αρείου Πάγου. ΚΠολΔ 538 (556). των ειρηνοδικείων. εφετών και του Προέδρου του Αρείου Πάγου. σε κάθε δε περίπτωση εφόσον πρόκειται για λόγο αναψηλαφήσεως που στηρίζεται στον αριθμό 10 του άρθρου 544 ΚΠολΔ2. επίσης Σχ. που υπόκειται σε αναψηλάφηση. ΠολΔ Σ. 557 § 1. κατά κανόνα μόνο αυτές των Τμημάτων της παραπομπής του Αρείου Πάγου – που καταργήθηκαν όμως – προσβάλλοντο αναμφισβήτητα με αναψηλάφηση. Αντίθετα δεν συγχωρείται αναψηλάφηση κατά των αποφάσεων των προέδρων πρωτοδικών. ή που είναι ανέκκλητες (δηλαδή που δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας και σε έφεση). Οι μη οριστικές αποφάσεις δεν μπορούν να προσβληθούν αυτοτελώς με αναψηλάφηση.. που έγιναν τελεσίδικες με έναν από τους τρόπους που προβλέπει ο νόμος.§ 289 – Αναψηλάφηση 97 ΙΙ) Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναψηλαφήσεως είναι: Α) Η ύπαρξη αποφάσεως. όπως γίνεται δεκτό. των πρωτοδικείων (μονομελών και πολυμελών). Αλλά και κατά των αποφάσεων των ακυρωτικών Τμημάτων και της Ολομέλειας δεν έπρεπε ίσως να αποκλείεται η αναψηλάφηση. πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως για τη δίκη γενικά3. ΚΠολΔ 539 (557) § 1 Σχ. εφόσον δικάζει στην ουσία. β) Αναψηλάφηση επιδέχονται οι οριστικές αποφάσεις. με βάση και τη σχετική ρύθμιση του προϊσχύσαντος δικονομικού δικαίου. ΠολΔ Σ. 577 Α.Ε. Το ίδιο βέβαια ίσχυε και σχετικά με τις αποφάσεις των υπόλοιπων Τμημάτων. 3994/2011 (άρθρο 45 § 1).λπ. Ε) Η άσκησή της σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. αλλά μόνο μαζί με την οριστική απόφαση. Β) Η άσκησή της από πρόσωπο. που αποτελούν λόγους αναψηλαφήσεως. Γ) Η ύπαρξη λόγου αναψηλαφήσεως. παραδρομές κ.Ε. εφόσον οι ακυρότητες. Βλ. 577 § 1 578 Α. σε περίπτωση αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών. Ειδικότερα: αα) Kατά των αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην. επίσης παραπάνω § 286.Ε.98 § 289 – Αναψηλάφηση έκφραση.λπ. για τυπικούς λόγους. 12 επ. σελ. ΚΠολΔ 539 (577) § 2 Σχ. Πρόκειται για την εφαρμογή της αρχής της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας. ΠολΔ Σ. ο εκκαλών. ομοδικίας. ο εναγόμενος. 559. λόγω της αξίας του επίδικου αντικειμένου δεν υφίσταται σύμφωνα με το ισχύον αστικό δικονομικό δίκαιο. 578 εδ.χ.Ε. ββ) Αν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε. η αναψηλάφηση (πρέπει να) απευθύνεται κατά της αποφάσεως που απέρριψε την ανακοπή. στ) Περιορισμός της αναψηλαφήσεως κ. αρκεί αυτές να κατέστησαν τελεσίδικες με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο.Ε.Ε. γ) Αναψηλάφηση χωρεί τόσο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατ' αντιμωλία όσο και κατά αυτών που εκδίδονται ερήμην. οι οποίες δεν υπόκεινται σε έφεση για οποιονδήποτε λόγο (γιατί είναι λ. ΠολΔ Σ. ενώ για έναν ή περισσότερους από τους υπολοίπους είναι μη οριστική.λπ. α) Αυτός που ζητά ή ασκεί την αναψηλάφηση: αα) Δικαίωμα για την άσκηση αναψηλαφήσεως έχουν όλοι όσοι διετέλεσαν διάδικοι στη δίκη. όσο και εκείνες που απορρίπτουν την αγωγή κ. ΚΠολΔ 541 (559) Σχ. 5. οπότε θεωρείται ότι προσβλήθηκε και η ερήμην απόφαση. ΚΠολΔ 540 (558) Σχ. 580 Α.). ήδη από την αρχή ανέκκλητες ή γιατί έλαβε χώρα παραίτηση από την έφεση κ. έστω και αν η αναψηλάφηση δεν απευθύνεται ρητά κατά αυτών4. ζ) Δεύτερη αναψηλάφηση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας αποφάσεως ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται6. στην οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται και μάλιστα ο ενάγων. 6. κατά της οποίας είχε στραφεί η ανακοπή ερημοδικίας. ενδεχόμενα μάλιστα και αυτοί που παρεμβαίνουν σε αυτή. κάθε φορά που η απόφαση αποφαίνεται οριστικά για έναν ή περισσότερους ομόδικους. συγχωρείται αναψηλάφηση. Αν προσβληθεί με αναψηλάφηση η οριστική απόφαση. εφόσον δεν παρήλθε η προθεσμία για την άσκηση αναψηλαφήσεως εναντίον της5. Επομένως δεν αποκλείεται η άσκησή της από άλλο διάδικο. ε) Το γεγονός ότι κάποια απόφαση υπόκειται σε αναίρεση δεν καθιστά απαράδεκτη την εναντίον της αναψηλάφηση. Α. θεωρείται ότι (ταυτοχρόνως) προσβλήθηκαν και οι μη οριστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν προηγούμενα. Β) Υποκείμενα της δίκης της αναψηλαφήσεως είναι αναγκαία αφενός ο αιτών ή αυτός που ασκεί την αναψηλάφηση και αφετέρου ο καθ' ου στρέφεται αυτή. Βλ. ΠολΔ Σ. δ) Σε αναψηλάφηση υπόκεινται τόσο οι αποφάσεις που αποφαίνονται στην ουσία της υποθέσεως. 557 § 2. 579 Α. .Ε. 558. ο εφε4. β~.λπ.Ε. . αυτοί που άσκησαν κύρια και πρόσθετη παρέμβαση. ΚΠολΔ 542 (560) Σχ. 581 § 1 Α. δεν παραιτήθηκαν από το δικαίωμα για την άσκηση αναψηλαφήσεως. ή γιατί μπορούσαν να πετύχουν τη νίκη με λιγότερες θυσίες. ΚΠολΔ 542 (560) § 1 Σχ. όταν απορρίφθηκε η αγωγή κ.Ε. παραπάνω § 288 σελ.Ε. και αντίδικοι του αιτούντος και έναντι των οποίων αυτός έχει έννομο συμφέρον να πετύχει την εξαφάνιση ή ακύρωση της παραπάνω αποφάσεως. 9. η αναψηλάφηση πρέπει να 7. στην οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται8. ΠολΔ Σ. ή. Κατά τα λοιπά έχουν εφαρμογή mutatis mutandis όσα εκτέθηκαν στην έφεση. ο αναιρεσείων.χ. Βλ. το σχετικό δικαίωμα έχουν οι δανειστές τους κλπ. στην οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.λπ.§ 289 – Αναψηλάφηση 99 σίβλητος. ενεργώντας με βάση το άρθρ. που καταλήγει στο ίδιο αίτημα. Η αναψηλάφηση πρέπει να απευθύνεται εναντίον εκείνων.Ε. 8. δεν αποδέχτηκαν την προσβαλλόμενη απόφαση κ. αν ήταν διάδικοι στη δίκη.10. κατ' εξαίρεση όμως και όταν νίκησαν. στην οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται. ββ) Εκτός από τους διαδίκους. οι καθολικοί και οιονεί καθολικοί διάδοχοι και αυτοί που έγιναν καθολικοί διάδοχοί τους μετά την άσκηση της αγωγής. καίτοι έγινε δεκτή άλλη βάση. 72 (73) ΚΠολΔ με τους όρους και τους περιορισμούς που εκτέθηκαν στην έφεση9. Οι εισαγγελείς πρωτοδικών και εφετών έχουν δικαίωμα αναψηλαφήσεως. η οποία θα παράγεται από την απόρριψη μιας από τις αγωγές που ασκήθηκαν σε αντικειμενική σώρευση..λπ. ο αναιρεσίβλητος. Βλ. όσα εκτέθηκαν για την έφεση7 . 10. Ειδικότερα πρέπει να επαναληφθούν. στο μέτρο που το δικαίωμα αυτό είναι απαλλοτριωτό. γγ) Τρίτοι στερούνται πάντως του δικαιώματος της αναψηλαφήσεως. π. 560 § 1. όταν ηττήθηκαν ολικά ή μερικά στη δίκη. απορρίφθηκε η ένσταση εξοφλήσεως ή παραγραφής και έγινε δεκτή η ένσταση συμψηφισμού. Σε περίπτωση απλής ομοδικίας η αναψηλάφηση δεν είναι ανάγκη να απευθύνεται εναντίον όλων των αντιδίκων του αιτούντος που συνδέονται με ομοδικία. εναντίον των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. mutatis mutandis. σε περίπτωση θανάτου του προσώπου αυτού κ.λπ. Όλα τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν παραπάνω δικαιούνται να ασκήσουν αναψηλάφηση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. 581 § 2 Α. β) Καθ' ου η αναψηλάφηση.Ε. οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη. σε δίκες που ενδιαφέρουν τη δημόσια τάξη. ΠολΔ Σ. 950 επ. αλλά έχουν έννομο συμφέρον να επιτύχουν τη μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ή για την αποτροπή της δημιουργίας της δυνάμεως του ουσιαστικού δεδικασμένου. . 560 § 2. εκτός αν ο αιτών επιδιώκει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως έναντι όλων. εφόσον έχουν έννομο συμφέρον σύμφωνα με την έννοια που εκτέθηκε. Σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας. παραπάνω § 288. Αυτό συμβαίνει κατά κανόνα. ΠολΔ Σ. 562 αριθ.Ε. Εξάλλου. ότι η αναψηλάφηση ασκείται εναντίον όλων των αντιδίκων αναγκαίων ομοδίκων. ότι το άρθρο 543 § 2 ΚΠολΔ εννοεί. συγχωρείται μόνο για ορισμένους λόγους. 583 αριθ. ΚΠολΔ 543 (561) Σχ. 561. 13. 61/62 επ.Ε. η αναψηλάφηση είναι έκτακτο ένδικο μέσο. και οι οποίοι μπορούν να καταταχθούν στις εξής κατηγορίες: α) παραδρομές ή ενδεχόμενα σφάλματα του δικαστή. α) Παραδρομές ή σφάλματα του δικαστή. 12. που έγιναν γνωστά αργότερα ή αποδεικτικά στοιχεία. ισχύουν. αυτά που εκτέθηκαν για την έφεση12. δ) τυπικά ελαττώματα της διαδικασίας. εκτός αν η απόφαση που προσβάλλεται περιλαμβάνει κάποια διάταξη υπέρ των προσώπων αυτών και κατά του αιτούντος. με 11. η αναψηλάφηση δεν είναι παραδεκτό – και σε κάθε περίπτωση δεν είναι απαραίτητο ή μάλλον είναι περιττό – να απευθύνεται κατά των ομοδίκων του αιτούντος. παραπάνω § 288. ΠολΔ Σ. Σύμφωνα με κάποια άποψη που είχε υιοθετηθεί στο παρελθόν αρχικά κυρίως από τη νομολογία το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και σε περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας. όπως ειπώθηκε. . αα) Η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων στην ίδια υπόθεση ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους από το ίδιο δικαστήριο ή από διαφορετικά δικαστήρια στην ίδια υπόθεση14. Ι §§ 126-133. παραπάνω τ. β) δόλιες ενέργειες κάποιου από τους διαδίκους και ενδεχόμενα δικαστικών οργάνων. ε) μεταγενέστερα πραγματικά περιστατικά ή περιστατικά. γ) Παρέμβαση. γ) ελαττώματα σχετικά με την παράσταση ή εκπροσώπηση των διαδίκων. Για τα ζητήματα αυτά έγινε λόγος σε αυτά που εκτέθηκαν για την κύρια και την πρόσθετη παρέμβαση. 1. mutatis mutandis. 582 Α.100 § 289 – Αναψηλάφηση απευθύνεται εναντίον όλων των ομοδίκων. την προσεπίκληση και την ανακοίνωση13. 14.Ε. ΚΠολΔ 544 (562) αριθ. Δηλαδή η αναψηλάφηση θα έπρεπε να απευθύνεται εναντίον όλων των ομοδίκων όχι μόνο όταν ασκείται από τον αντίδικο των ομοδίκων. που διαπιστώνουν τη μη ορθότητα της κρίσεως που εξέφερε το δικαστήριο. ότι οι περισσότερες αποφάσεις εκδόθηκαν από το ίδιο δικαστήριο. κατά των οποίων πρέπει να απευθύνεται η αναψηλάφηση. Τελικά ορθώς εγκαταλείφθηκε αυτή η άποψη και υιοθετήθηκε η ορθή εκδοχή. Πρβλ. για τις οποίες επιτρέπεται αναψηλάφηση. 1 Α. Για τη θεμελίωση του λόγου αυτού αφενός αρκεί. διαφορετικά απορρίπτεται ως απαράδεκτη11. Προσεπίκληση. 544 (562) ΚΠολΔ. ή από διάφορα (τακτικά ή μόνιμα ή κρατικά) πολιτικά δικαστήρια και αφετέρου πρέπει να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις. οι οποίοι αναφέρονται περιοριστικά από το άρθρ. Γενικότερα σε σχέση με τα πρόσωπα. Ανακοίνωση. σελ. 1 Σχ. Επειδή. αλλά και όταν αυτός που τη ζητάει είναι ένας από αυτούς. Πρβλ.Ε. Γ) Λόγοι αναψηλαφήσεως. επιτρέπεται αναψηλάφηση. 16.λπ. Θ. Σ. μπορεί. όταν. Το Σχεδ. αν.λπ. μπορεί να γίνει με απόφαση του δικαστηρίου που δικάζει την αναψηλάφηση ή οποιουδήποτε άλλου αρμόδιου δικαστηρίου. 583 αριθ. στην οποία εκδόθηκε η μεταγενέστερη απόφαση. Βλ. Σχ. 6. η οποία εκδίδεται σε σχέση με κύρια αγωγή. Ανακύπτει σχετικά και το συναφές ερώτημα. και κάθε φορά που απόφαση μόνιμου ή τακτικού δικαστηρίου αντιφάσκει με προγενέστερη απόφαση διαιτητών ή διαιτητικού δικαστηρίου. της ΠολΔ 583 εδ. 897 (958) αριθ. σε περίπτωση κατά την οποία η μια από τις αντιφατικές αποφάσεις εκδόθηκε από διαιτητές ή διαιτητικό δικαστήριο. 4 Α..16 . αλλά και με προγενέστερη απόφαση μόνιμου ή τακτικού πολιτικού δικαστηρίου. Σε αντίθεση με το προγενέστερο δίκαι15. Στις περιπτώσεις αυτές προσβάλλεται με αναψηλάφηση η μεταγενέστερη από τις αντιφατικές αποφάσεις. β) Δόλιες ενέργειες του αντιδίκου. να προταθεί αυτό ως λόγος αναιρέσεως17. να προβληθεί επιτυχώς η ένσταση του ουσιαστικού δεδικασμένου. Βλ. που εξέφερε το δικαστήριο. ββ) Αν προτάθηκε ή εξετάστηκε το ζήτημα του ουσιαστικού δεδικασμένου και υποστηρίζεται ότι η κρίση. σε περίπτωση όμως μεταγενέστερης αδυναμίας μέσα σε ένα εξάμηνο από αυτή18. 8 ΚΠολΔ επιτρέπει την προσβολή της διαιτητικής αποφάσεως ως άκυρης σε όσες περιπτώσεις συντρέχει λόγος αναψηλαφήσεως. Κάτι ανάλογο – σύμφωνα και με την άποψη που είχε διατυπώσει στην πρώτη έκδοση αυτού του έργου ο Γ. Ράμμος – θα έπρεπε να γίνει δεκτό. πρόκειται για κατάθεση διαδίκου κ. σε ψευδή όρκο διαδίκου. που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους κ. Το άρθρ.Ε. ΚΠολΔ 544 (562) αριθ. ότι αυτός που ζητά την αναψηλάφηση αναίτια παρέλειψε την επίκληση της αποφάσεως που είχε εκδοθεί προηγουμένως. παρακάτω § 290. και παρακάτω στα σχετικά με τη διαιτησία. ΠολΔ Σ. σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα. . η οποία όμως δεν προβλήθηκε. ή όχι. 17. όμως.Ε. Αν η άσκηση ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη για οποιονδήποτε λόγο (εκτός από την έλλειψη αποδείξεων). όπως αναφέρεται στον οικείο τόπο.λπ.λπ. ούτε λήφθηκε υπόψη με οποιονδήποτε τρόπο από το δικαστήριο15. κάτω από τις ίδιες παραπάνω προυποθέσεις. Υπάρχει λόγος αναψηλαφήσεως: αα) Αν η απόφαση που προσβάλλεται στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου ή νόμιμου αντιπροσώπου του. 1 απαιτούσε να πιθανολογείται. 18. που ασκείται μέσα σε ένα εξάμηνο από την έκδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται. δεν ήταν ορθή. η αναγνώριση της ψευδομαρτυρίας κ. 6. και με δικαστική ομολογία του προσώπου αυτού. που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους κ. κατά συνέπεια και κάθε φορά που η απόφαση αυτή αντιφάσκει όχι μόνο με προηγούμενη διαιτητική απόφαση.Ε.§ 289 – Αναψηλάφηση 101 βάση τις οποίες θα μπορούσε στη συζήτηση. εφόσον αυτά αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. 562 αριθ. δεν είναι απαραίτητο η ψευδομαρτυρία να έχει ως ελατήριο τη δωροδοκία.Ε. 20. Περαιτέρω (τα έγγραφα αυτά) πρέπει να είναι αφενός νέα. ολικά ή μερικά. και των οποίων την ύπαρξη και την κατοχή από τον αντίδικο ή τον παραπάνω τρίτο αγνοούσε όσο διαρκούσε η δίκη20.λπ. τα παραπάνω γεγονότα της επισχέσεως (κατακρατήσεως) κ.)19. για τα οποία πρόκειται (ή και ένα μόνο). 19.102 § 289 – Αναψηλάφηση ο. δηλαδή να μην προσήχθησαν στην αρχική δίκη. Το είδος του εγγράφου. και να τα λαμβάνει υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη. που βρισκόταν σε συνεννόηση με τον αντίδικό του. όπως το προϊσχύσαν δίκαιο. για τα οποία πρόκειται. 562 αριθ. απαιτείται η απόφαση που προσβάλλεται να στηρίζεται οπωσδήποτε στα έγγραφα. και αφετέρου κρίσιμα και αποφασιστικά για την κρίση στην ουσία της υποθέσεως. .λπ. σύμφωνα με την εκτίμηση του δικαστού. ο οποίος θα ήταν υποχρεωμένος να τα επιδείξει. ότι νομικά ταυτιζόταν με αυτόν ο αντίδικος ή τελούσε σε συνεννόηση μαζί του. Πάντως. ο αυτουργός της πλαστογραφίας και η μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη. από ανώτερη βία ή τα οποία κατακρατούνταν από τον αντίδικό του ή τρίτο. Τα έγγραφα. με όρκο ή με δικαστική ομολογία. τα οποία δεν μπορούσε να προσαγάγει έγκαιρα. μετά την οποία εκδόθηκε αυτή η απόφαση και ο αιτών (πρέπει να) αγνοούσε την ύπαρξή τους και την κατοχή τους από τον αντίδικο κ. το οποίο απαιτούσε η απόδειξη αυτή να γίνεται με έγγραφο. δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση σημασία.Ε. αν αυτός ήταν αντιπρόσωπος του αντιδίκου. σύμφωνα με τον ΚΠολΔ. γγ) Αν ο διάδικος που ζητάει την αναψηλάφηση βρήκε ή έλαβε στην κατοχή του μετά την έκδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται νέα κρίσιμα έγγραφα. όπως προκύπτει από τη διάταξη που αναφέρθηκε. ββ) Αν η ίδια παραπάνω απόφαση στηρίζεται σε πλαστά (ή νοθευμένα) έγγραφα. είτε γιατί. υπό την προüπόθεση ότι η πλαστογραφία αναγνωρίστηκε δικαστικά. τελούσε σε εξάρτηση από αυτόν και γενικά μπορεί να λεχθεί. 7 Σχ. ΚΠολΔ 544 (562) αριθ. που αποδόθηκε σε αυτό. Βλ. 583 αριθ. αφού ο ΚΠολΔ δεν αναγράφει κάποιο περιορισμό. είτε γιατί αναφέρει ψευδώς. ή μάλλον μετά την τελευταία συζήτηση. ή γιατί ισχύει σε σχέση με αυτά το σύστημα των νομικών αποδείξεων ή σε αντίθετη περίπτωση. αν του ζητούνταν με τη νόμιμη διαδικασία.18.λπ. 7. 5 Α. όσο διαρκούσε η (αρχική) δίκη. Τέλος. πρέπει να αποδεικνύονται κατάλληλα με κάθε αποδεικτικό μέσο. ΠολΔ Σ. δδ) Αν η απόφαση που προσβάλλεται είναι πλαστή. Εξάλλου (τα έγγραφα αυτά) πρέπει να βρέθηκαν μετά την έκδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται. με τους τρόπους που μνημονεύθηκαν αμέσως πιο πάνω σε σχέση με τον προηγούμενο λόγο (δηλαδή με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου κ. πρέπει να κατακρατούνταν από τον αντίδικο. παραπομπές προηγουμένως στη σημ. ή από τρίτο. ότι το δικαστήριο συγκροτήθηκε από το σύμφωνα με το νόμο αριθμό δικαστών. Ε. για κλήτευση και επίδοση της αγωγής και γενικά του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης. εε) Στην ίδια περίπου κατηγορία υπάγεται και ο άλλος λόγος αναψηλαφήσεως. Η πλαστή απόφαση δεν έχει κανένα κύρος και δεν παράγει καμία συνέπεια. Σχ. της παρεμβάσεως. της προσεπικλήσεως ή της ανακοινώσεως. 7 Α. Απλώς και μόνο δεν είναι απαραίτητη και αποκλειστική σε αυτές η χρησιμοποίηση της προκείμενης διαδικασίας. ΚΠολΔ 544 (562) αριθ. ΚΠολΔ 544 (562) αριθ. 9. δεν εκδόθηκε με την πλειοψηφία που απαιτεί ο νόμος21 . Από αυτό όμως δεν μπορεί να συναχθεί χωρίς άλλο το συμπέρασμα. ότι είναι σκόπιμο να επιβάλλεται. η πλαστογραφία είναι ιδιόμορφη και για το λόγο αυτό θεωρήθηκε. Αυτός ο λόγος της αναψηλαφήσεως αναγνωρίζεται ρητά μόνο στις δύο περιπτώσεις που ειδικώς αναφέρονται πιο πάνω. 22. εφόσον αυτός πήρε την πρωτοβουλία της κλητεύσεως και της επιδόσεως της κλήσεως. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτού του λόγου αναψηλαφήσεως συντρέχουν τόσο και όταν αυτός που καλεί ήταν αυτός που είχε παρέμβει πρόσθετα υπέρ του αντιδίκου αυτού που κλητεύθηκε. ΠολΔ Σ. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την πιο πάνω διάταξη. δεν θα πρέπει να αποκλείονται οι περιπτώσεις.§ 289 – Αναψηλάφηση 103 όπως προκύπτει από το πρακτικό της διασκέψεως. α. αλλά μπορεί αυτή να λάβει χώρα με οποιονδήποτε τρόπο. 5 φρ. Το αξιόποινο της πράξεως συνήθως θα συντρέχει αλλά δεν αποτελεί στοιχείο ή προϋπόθεση του παραδεκτού ή επιτρεπτού του παραπάνω λόγου.λπ. 3994/2011 (άρθρο 45 § 2) θεσπίσθηκε ως νέος ειδικός λόγος αναψηλαφήσεως και η περίπτωση κατά την οποία «το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης επηρεάστηκε ουσιωδώς από δωροληψία ή από άλλη εκ προθέσεως 21. ο οποίος μπορεί να προταθεί δηλαδή "αν ο διάδικος κλήτευσε στη δίκη τον αντίδικό του ως άγνωστης διαμονής.Ε. Αλλά. κατά κάποιο τρόπο. η αναγνώρισή της με την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναψηλαφήσεως για τον πιο πάνω λόγο και με την παραδοχή του. Πρόκειται κύρια. Συνήθως δεν είναι αναγκαία η προσβολή της με ένδικο μέσο. ότι αποκλείεται η προβολή του παραπάνω λόγου αναψηλαφήσεως στις υπόλοιπες περιπτώσεις πλαστότητας της αποφάσεως. αλλά και αυτός που είχε παρέμβει πρόσθετα υπέρ του αντιδίκου τούτου. α. στστ) Με το Ν. 5 φρ. κατά τη λογική ερμηνεία της σχετικής διατάξεως. 562 αριθ. 9 Σχ. 562 αριθ. κατά τις οποίες η παραπάνω κλήτευση έλαβε χώρα στην περαιτέρω συζήτηση της υποθέσεως μετά την απόδειξη ή μετά την επανάληψη δίκης που διακόπηκε κ. αν και γνώριζε τη διαμονή του"22. όσο και όταν αυτός που καλείται είναι όχι μόνο (ο) κύριος διάδικος.Ε. όπως μπορεί να συναχθεί από τη διατύπωση του νόμου. ΠολΔ Α. ο αντίδικος αυτού που καλεί. . 583 αριθ. εκείνος που τον εκπροσωπεί. αναγράφονται ως ένα από τα μέτρα κυρώσεως για την παράβαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και για τις εκδηλώσεις του διαδικαστικού δόλου. Μη προσήκουσα εκπροσώπηση ή παράσταση με την έννοια της πιο πάνω διατάξεως συντρέχει και κάθε φορά που δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που επιβάλλονται από το νόμο για τη συμπλήρωση της ικανότητας για παράσταση σε δικαστήριο των προσώπων με περιορισμένη ικανότητα γι' αυτό. ως ανήλικοι.Ε.χ. 562 αριθ. και αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν. δεν συναίνεσε για τη διεξαγωγή της δίκης κ.λπ. όποτε απαιτείται αυτό.. η οποία συμπληρώνει την ικανότητα παραστάσεως σε δικαστήριο. ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου. για τον οποίο πρόκειται. η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.. ή σε περίπτωση προσώπου. οι οποίες λαμβάνουν χώρα με τις πιο πάνω πράξεις ή παραλείψεις των διαδίκων και οι οποίες δημιουργούν τις προυποθέσεις των λόγων αναψηλαφήσεως που αναφέρονται παραπάνω. αν πρόσωπα χωρίς ικανότητα να παραστούν σε δικαστήριο. αλλά άλλο. κοινωφελή κ. 2. εφόσον πρόκειται για ανήλικο. Με βάση την ίδια ως άνω διάταξη αν «η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη. ο παραπάνω λόγος θεμελιώνεται και στη μη νόμιμη εκπροσώπηση οποιουδήποτε άλλου διαδίκου. γ) Έλλειψη εκπροσωπήσεως ή κακή εκπροσώπηση των διαδίκων. ψευδοαντιπρόσωπο ή όταν ο νόμιμος αντιπρόσωπος δεν εξουσιοδοτήθηκε νόμιμα και δεν τήρησε τις διατυπώσεις που απαιτούνται για τη διεξαγωγή της δίκης24.104 § 289 – Αναψηλάφηση παράβαση καθήκοντος συμπράττοντος στην έκδοσή της δικαστή. όπως. η αναγνώριση της δωροληψίας ή της παράβασης καθήκοντος γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή. που υπάγονται στην προκειμένη κατηγορία. ζζ) Οι λόγοι αναψηλαφήσεως.. μέσα σε έξι μήνες από αυτην» (νέος αριθμός 10 στο άρθρο 544 ΚΠολΔ). ΚΠολΔ 544 (562) αριθ. που βρίσκεται σε δικαστική συμπαράσταση. συντρέχει. εφόσον η δωροληψία ή η παράβαση καθήκοντος αποδεικνύονται με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου». ή πρόσωπα που βρίσκονται σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαραστάσεως κ. π. Περαιτέρω υπάρχει λόγος αναψηλαφήσεως. αα) Αν κάποιος διάδικος δεν εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη δίκη. που αλλιώς θα έλειπε ή θα ήταν ατελής. 2 Σχ. ΠολΔ Σ. κύρια και πρώτιστα. Η παραδοχή της απόψεως αυτής δικαιολογείται από το σκοπό και τη φύση της εξουσιοδοτήσεως. Με βάση τη διατύπωση της διατάξεως που προαναφέρθηκε. 583 αριθ. παρέστησαν χωρίς το νόμιμο εκπρόσωπό τους ή χωρίς τη συναίνεσή του ή δεν είχαν τον κατάλληλο αντιπρόσωπο. 2 Α.λπ. .λπ.Ε. Ο λόγος. εφόσον μεταγενέστερα δεν εγκρίθηκε (προσηκόντως) ρητά ή σιωπηρά η διεξαγωγή της δίκης23. δεν δόθηκε η συναίνεση 23. 24. ΚΠολΔ 544 (562) αριθ.Ε. Υπό το προγενέστερο δικονομικό δίκαιο ήταν αμφισβητούμενο το ζήτημα. Διαφορετικά. Άλλοι δέχονταν ότι. 3. που ίσχυε τότε. Δεν είναι δυνατό και νοητό να επιτρέπεται η από το ίδιο πρόσωπο εκπροσώπηση δύο ή περισσότερων διαδίκων που έχουν αντίθετα συμφέροντα στη δίκη. που υπήρχε. ενώ κρίνονται πρόδηλα αντίθετα συμφέροντά τους στη δίκη27. 27. ββ) «Αν το ίδιο πρόσωπο παραστάθηκε ως διάδικος με το δικό του όνομα με περισσότερες ιδιότητες ή εκπροσώπησε όμοια διαδίκους. 3 Σχ. η παραδοχή της οποίας συνεχόταν ακριβώς με το ζήτημα. 26. άλλωστε. διαφορετικά ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη φράση αποδίδουν σαφώς το αληθινό τους νόημα. σύμφωνα με την οποία στις δύο τελευταίες περιπτώσεις δεν επιτρέπεται αναψηλάφηση. μόνο ρητή παραίτηση από την αναψηλάφηση που ασκήθηκε είναι δυνατό να γίνει. η γνώμη που λύνει το ζήτημα αυτό αποφατικά25. ως ενά25. δεν υπήρχε ανάγκη αναψηλαφήσεως. αφού. προϋποτίθεται. συνέτρεχε λόγος αναψηλαφήσεως. μη αναμφισβήτητη. πέρα από τις δύο περιπτώσεις που αναφέρονται παραπάνω. ότι το ίδιο πρόσωπο παραστάθηκε ως διάδικος με περισσότερες ιδιότητες (π. Η διάταξη στο σημείο αυτό έπρεπε να περιλαμβάνει και τη φράση " και ως αντιπρόσωπος άλλου". δηλαδή διαδίκων που βρίσκονται σε αντιδικία τυπικά και ουσιαστικά γενικά ή σε κάποια σημεία. . η οποία αποκλείει σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη την προβολή του σχετικού λόγου αναψηλαφήσεως. πρέπει να έχει λάβει χώρα πριν από την άσκηση της αναψηλαφήσεως. Ορθότερη ήταν και πρέπει να θεωρείται κατά μείζονα λόγο. που είχαν αντίθετα συμφέροντα στη δίκη»26.§ 289 – Αναψηλάφηση 105 από εκείνους που ορίζει ο νόμος. γιατί δεν (θα) ίσχυε δεδικασμένο κατά του ανικάνου. την πρόταση για αναδιάρθρωση της διατυπώσεως στη σημ. Βλ. Σύμφωνα με κάποια γνώμη. Στην πρώτη περίπτωση. για το οποίο πρόκειται. ΠολΔ Α. Οι λέξεις "με περισσότερες ιδιότητες" πρέπει να τεθούν στη συνέχεια και της πρώτης φράσεως "παραστάθηκε ως διάδικος με το δικό του όνομα".χ. Ο Γ. μόνο αν ο νόμιμος αντιπρόσωπος. Ράμμος είχε ήδη υποστηρίξει (στην πρώτη έκδοση του έργου) ως ορθότερη την τρίτη άποψη. στις περιπτώσεις της παραστάσεως χωρίς αντιπρόσωπο κ. Πολιτικής Δικονομίας. ενώ το επιχείρημα από την έλλειψη δεδικασμένου στηριζόταν σε προϋπόθεση. δεν αντέταξε την κατάλληλη υπεράσπιση.λπ. παρότι παραστάθηκε. όχι όμως και όταν αυτός δεν πρόβαλε την προσήκουσα υπεράσπιση. 26. 562 αριθ. Εξάλλου. επειδή αυτά που υποστηρίζονται στη Γαλλία στηρίζονταν σε διαφορετική διατύπωση της αντίστοιχης διατάξεως της Γαλλ. υπό τον ΚΠολΔ. Είναι εμφανής – και ταυτόχρονα μπορεί να εξαρθεί – η ηθική δικαιολογία της θεσπίσεως αυτού του λόγου της αναψηλαφήσεως. που μπορούν εύκολα να διαγνωστούν ή να γίνουν αντιληπτά. δεν εμφανίστηκε στη δίκη και (για το λόγο αυτό) προκλήθηκε εκκρεμοδικία. η έγκριση της διεξαγωγής της δίκης. το ζήτημα αυτό έπρεπε να λύνεται καταφατικά. Η σιωπηρή έγκριση της διεξαγωγής της δίκης πρέπει να στηρίζεται σε αναμφισβήτητα στοιχεία. Θ. η οποία στηρίζεται στο γερμανικό κείμενο της αναφερθείσας διατάξεως της προϊσχύσασας ΠολΔ και σε αυτά που υποστηρίζονται στη Γαλλία. αν ο ίδιος λόγος θεμελιώνεται και κάθε φορά που ο κατάλληλος νόμιμος αντιπρόσωπος δεν παραστάθηκε καθόλου ή. 29. Αρκεί να υφίσταται και να είναι εμφανής και ευχερώς αντιληπτή η αντίθεση συμφερόντων. Θ. θα συνάγεται κατ' αρχήν στις περιπτώσεις της ασκήσεως πρόσθετης παρεμβάσεως. Κατά συνέπεια και στις περιπτώσεις αυτές. η δεύτερη περίπτωση συντρέχει. 3. Κατά συνέπεια. θα έχει αποφανθεί το δικαστήριο για το ζήτημα της υπάρξεως πληρεξουσιότητας ή θα έχει παρέλθει σιωπώντας αυτόν τον ισχυρισμό του διαδίκου. ο Γ. όπως προκύπτει ήδη από το γράμμα της παραπάνω διατάξεως. Γ. Ράμμος είχε δεχθεί μερικά αντίθετη άποψη. όπως στην προηγούμενη. θα γίνεται δεκτή η καταφατική λύση του ζητήματος. ΠολΔ Σ. κάθε φορά που το ίδιο πρόσωπο εκπροσώπησε (ως αυτός που ασκεί τη γονική μέριμνα. Αυτό θα συμβαίνει. Συναφές με αυτό που εξετάζεται αμέσως παραπάνω. Εξάλλου. που είχαν αντίθετα συμφέροντα στη δίκη. ως επίτροπος κ.λπ. με την υπόθεση ότι αυτοί με τον τρόπο αυτό προσέρχονταν στη δίκη. 4. γγ) Αν παραστάθηκε κάποιος ως πληρεξούσιος διαδίκου χωρίς πληρεξουσιότητα. αν επιτρέπεται η παράσταση του ίδιου προσώπου με δύο ιδιότητες. Το αντίθετο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ορίζει ο νόμος. όταν το ίδιο φυσικό πρόσωπο παραστάθηκε με περισσότερες ιδιότητες διαδίκου και μάλιστα ως αρχικός διάδικος (ενάγων ή εναγόμενος κ.) και ως παρεμβαίνων (κύρια ή πρόσθετα). 562 αριθ. ότι το ζήτημα της ελλείψεως δικαστικής πληρεξουσιότητας δεν προβλήθηκε ούτε εξετάστηκε ύστερα από πρόταση ή αυτεπάγγελτα μέχρι την τελεσιδικία της οριστικής . Συνήθως υφίσταται ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά αντιδικία και από τυπική πλευρά. σε περίπτωση κύριας παρεμβάσεως. δη28. εφόσον μεταγενέστερα δεν εγκρίθηκε η διεξαγωγή της δίκης29. κατά κανόνα. εξάλλου.Θ. Σχ. το οποίο συνέχεται με το ζήτημα. αποφάσεως. συντρέχουν οι προυποθέσεις του λόγου αναψηλαφήσεως για τον οποίο πρόκειται. αφού έλειπε όμοια διάταξη. ΚΠολΔ 544 (562) αριθ. αλλά διαφορετικό. με εξαίρεση συνήθως των περιπτώσεων της ασκήσεως κύριας παρεμβάσεως από την πλευρά των ειδικών διαδόχων ή και των οιονεί καθολικών διαδόχων. ότι υπάρχει αντίθεση συμφερόντων.ή τελειωτικής κατά την άλλη ορολογία. είναι το ζήτημα. Λόγος διακρίσεως δεν φαίνεται να συντρέχει. Πρόσθετος παρέμβασις § 12. Προϋποτίθεται.Ε.λπ. γιατί. αν συντρέχουν οι προυποθέσεις του πιο πάνω λόγου αναψηλαφήσεως. οπότε είναι ενδεχόμενο να συντρέχουν οι προυποθέσεις ενός ή περισσότερων λόγων αναιρέσεως.) δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. 583 αριθ. Στο προγενέστερο δίκαιο.106 § 289 – Αναψηλάφηση γων και εναγόμενος). εφόσον σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται. διαφορετικά. Α. Η αναγραφή της παραπάνω διατάξεως δικαιολογεί τη γνώμη που δέχεται το ανεπίτρεπτο μιας τέτοιας παραστάσεως28. Ράμμου. Βλ. αν αρκεί σιωπηρή έγκριση της διεξαγωγής της δίκης ή απαιτείται αντίθετα ρητή έγκριση.Ε. 4. Κύρια παρέμβασις § 12˙ του ίδιου. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο για τη θεμελίωση του λόγου που εξετάζεται εδώ. . να έλαβε χώρα ύστερα από την τελευταία συζήτηση. ΚΠολΔ 544 (562) αριθ. 5 φρ. β. Ή να προβλή30. ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τέθηκε ούτε εξετάστηκε αυτεπάγγελτα ζήτημα ισχύος ουσιαστικού δεδικασμένου και κάθε φορά που τυχόν συνέτρεχαν οι προυποθέσεις του. δύο πράγματα είναι δυνατό να συνέβησαν. Απαραίτητο. ΠολΔ. για την οποία έχει εκδοθεί η απόφαση που προσβάλλεται. ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται. που αποδεικνύουν τη μη ορθότητα της κρίσεως που εκφέρθηκε. ήταν απλά οριστική (ή τελειωτική) ή τελεσίδικη ή ανέκκλητη. β. ακριβέστερα. Από την αντιπαραβολή του ως άνω λόγου αναιρέσεως με τη διάταξη του άρθρου 559 (577) αριθ. δ) Λόγω τυπικών ελαττωμάτων της διαδικασίας θεσπίζεται από τον ΚΠολΔ ο επόμενος λόγος αναψηλαφήσεως. 562 αριθ. λόγος αναψηλαφήσεως για να εξακριβώνεται δικαστικά η συνδρομή των προϋποθέσεων που εκτέθηκαν και ιδιαίτερα της δεύτερης από αυτές. . Σχ. αν η απόφαση.λπ.) της αποφάσεως. που ανατράπηκε. ΚΠολΔ 544 (562) αριθ. μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται31. στο χρόνο που λήφθηκε υπόψη και στηρίχθηκε σε αυτή η απόφαση που προσβάλλεται. η οποία ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση. η οποία αναγράφει και συναφή και αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως.λπ.λπ. εκδόθηκε από άλλο πολιτικό κ.. Α. Αναγνωρίζεται. Τα αίτια της μη υπογραφής της αποφάσεως (που προσβάλλεται) δεν ενδιαφέρουν από την πλευρά του θέματος – και του συγκεκριμένου λόγου αναψηλαφήσεως – που εξετάζεται εν προκειμένω. Σχ.Ε. που όμως συνάγεται σαφώς από τις περιστάσεις που συντρέχουν. ε) Σε μεταγενέστερα κ. Αν η παραπάνω απόφαση είχε ανατραπεί πριν από το χρονικό σημείο που αναφέρθηκε. εξάλλου. 6. προϋποτίθεται. Αν η απόφαση (που προσβάλλεται) δεν φέρει τις υπογραφές των προσώπων που ορίζονται από το νόμο και δεν είναι δυνατή η υπογραφή της από αυτούς30.Ε. για ανύπαρκτη ή ανυπόστατη απόφαση. ΠολΔ Σ. 5 φρ. ότι η απόφαση που ανατράπηκε αφορά την ίδια υπόθεση ή τουλάχιστον άλλη που συνδέεται αναπόσπαστα και είναι συναφής με εκείνη. και ότι αυτή που ανέτρεψε την προηγούμενη απόφαση ήταν από την έκδοσή της ή έγινε μεταγενέστερα (όπως εκτίθεται παραπάνω και παρακάτω) αμετάκλητη. δικαστήριο ή από το ίδιο (το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται) σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό και αν. μπορούν να υπαχθούν οι επόμενοι λόγοι αναψηλαφήσεως: αα) Αν η απόφαση που προσβάλλεται στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού. είναι η ανατροπή (εξαφάνιση. που αναφέρθηκε. 583 αριθ. 16 ΚΠολΔ. Α.Ε.§ 289 – Αναψηλάφηση 107 λαδή ότι αρκεί και σιωπηρή έγκριση. όμως. 31. αναίρεση κ. συνάγεται. μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται. 562 αριθ. Είναι αδιάφορο για το παραδεκτό του παραπάνω λόγου αναψηλαφήσεως. 8. γεγονότα. Πάντως. 8. και αν δεν προέρχεται από έκτακτα φυσικά φαινόμενα.λπ. απρόβλεπτα. 85) σε σχέση με τον αντίστοιχο λόγο αναψηλαφήσεως λόγω της κατακρατήσεώς τους από τον αντίδικο κ. Δεν αποκλείεται. Ο όρος "ανωτέρα βία" έχει κατά βάση την έννοια που αποδίδεται στο κοινό δίκαιο. μετά την οποία αυτή η απόφαση εκδόθηκε. που οφείλεται σε φυσικά ή άλλα έκτακτα αίτια. και αφετέρου η καθυστέρηση της προσαγωγής και της επικλήσεώς τους. 7. Στην προκειμένη περίπτωση η ανεύρεση κ. θα πρέπει να ερμηνεύεται ο παραπάνω όρος ευρύτερα. τα οποία δεν μπορούσε να προσαγάγει έγκαιρα από ανωτέρα βία32. 562 αριθ. Γ γγ σελ. επομένως και απλώς τυχαίο κυριολε32. εκτός από το τυχαίο.λπ. νοείται με αυτόν περιστατικό ή σύνολο περιστατικών. Είτε το ένα είτε το άλλο από τα ενδεχόμενα αυτά (να) έχει λάβει χώρα. ββ) Αν ο διάδικος που ζητά την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά από την έκδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται νέα κρίσιμα έγγραφα.108 § 289 – Αναψηλάφηση θηκε από κάποιον από τους διαδίκους σχετικός ισχυρισμός ή να λήφθηκε υπόψη αυτεπάγγελτα η ύπαρξή της και παρά ταύτα να αποφάνθηκε. νέων κρίσιμων εγγράφων (ή και ενός μόνο) από τον διάδικο που ζητά την αναψηλάφηση λαμβάνεται υπόψη δυνάμει της παραπάνω διατάξεως. ενώ δεν υπήρχε στο προγενέστερο δίκαιο. η απόφαση που προσβάλλεται. ή για οποιονδήποτε λόγο να μην περιήλθε αυτή σε γνώση του δικαστηρίου που την εξέδωσε κατά την τελευταία συζήτηση. Δηλαδή. όσο διαρκούσε η αρχική δίκη. στην οποία εκδόθηκε αυτή. όπως αποφάνθηκε. ότι περιλαμβάνεται και κάθε άλλο γεγονός. ΠολΔ Σ. που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα έστω και από αμέλεια του διαδίκου που ζητά την αναψηλάφηση. Δηλαδή. Ως προς την έννοια του όρου "νέα κρίσιμα έγγραφα" ισχύουν. δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού του λόγου αναψηλαφήσεως που εξετάζεται εδώ. την οποία. Α. όσα αναπτύσσονται παραπάνω (στοιχ. για πρώτη φορά περιέλαβε ο ΚΠολΔ.Ε. Ενόψει όμως της δικαιολογητικής βάσεως της θεσπίσεως της νέας διατάξεως και σύμφωνα με την αληθινή έννοιά της και των πραγματικών σκοπών της για την υποβοήθηση της ανευρέσεως της αλήθειας και της απονομής της δικαιοσύνης σύμφωνα με το περί δικαίου συναίσθημα. Σχ. ΚΠολΔ 544 (562) αριθ. 583 αριθ.Ε. . να υφίστανται οι προϋποθέσεις (της) προβολής άλλου λόγου αναψηλαφήσεως ή αναιρέσεως. mutatis mutandis. θα πρέπει να γίνεται δεκτό. και δεν μπορεί να αποτραπεί με επιμελή ανθρώπινη ενέργεια κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας. που καθιστά αδύνατη την έγκαιρη προσαγωγή και επίκληση κρίσιμων εγγράφων. όμως. όπως ορθά δέχθηκε η νομολογία. εφόσον αφενός έλαβε χώρα μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως ή ακριβέστερα μετά την τελευταία συζήτηση της υποθέσεως. οφείλεται σε γεγονός ανώτερης βίας. 5. 7. εφόσον αυτό είναι εφικτό. Α. θθ) Στις περιπτώσεις της αναγνωρίσεως λόγου αναψηλαφήσεως λόγω ψευδομαρτυρίας. ΠολΔ Σ. Δεν (πρέπει να θεωρηθεί. στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση που προσβάλλεται. ηη) Στην περίπτωση της ασκήσεως αναψηλαφήσεως λόγω δωροληψίας ή παραβάσεως καθήκοντος κατ’ άρθρο 544 αρ. που δεν μπορούν να προληφθούν ή να παραμεριστούν με την κανονική επιμέλεια σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας. ββ) Όταν ζητείται η αναψηλάφηση λόγω κακής εκπροσωπήσεως κ. η προ33. από την επίδοση της αποφάσεως. στστ) Όταν ζητείται η αναψηλάφηση λόγω ανατροπής της αποφάσεως στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση που προσβάλλεται. δηλαδή. η παραπάνω διάταξη ενόψει της διακρίσεως μεταξύ ανωτέρας βίας και τυχαίου συμβάντος..λπ. με την οποία αναγνωρίζεται αυτή (η ψευδορκία). ή ανευρέσεως κ. γγ) Στην περίπτωση ασκήσεως της αναψηλαφήσεως λόγω παραστάσεως χωρίς πληρεξουσιότητα.§ 289 – Αναψηλάφηση 109 κτικά ή που οφείλεται σε διάφορες συμπτώσεις. 10 ΚΠολΔ η προθεσμία ασκήσεως αναψηλαφήσεως αρχίζει από το αμετάκλητο της αποφάσεως με την οποία αναγνωρίζεται η δωροληψία ή η παράβαση καθήκοντος του δικαστού34. εε) Σε περίπτωση ασκήσεως της αναψηλαφήσεως λόγω ανευρέσεως κρίσιμων εγγράφων. από την επίδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται. 563 §§ 1-2. αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής33. από το αμετάκλητο της αποφάσεως. β) Η προθεσμία της αναψηλαφήσεως αρχίζει: αα) στην περίπτωση της ασκήσεως της αναψηλαφήσεως λόγω εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων από την επίδοση της νεότερης από τις αποφάσεις.λπ. 34. νέων κρίσιμων εγγράφων ή ανατροπής της αποφάσεως πολιτικού. ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου.λπ.Ε. Η λύση αυτή είναι δικαιολογημένη και de lege ferenda. Σχ. η ψευδομαρτυρία ή η πλαστότητα. και εκατόν είκοσι ημερών.Ε. δδ) Όταν ως λόγος της αναψηλαφήσεως προβάλλεται η ψευδορκία κ. από την ημέρα. Δ) Προθεσμία αναψηλαφήσεως. ότι) κυριολεκτεί. κατά την οποία έλαβε γνώση της υπάρξεως των εγγράφων που αναφέρθηκαν αυτός που ζητάει την αναψηλάφηση. από την ημέρα κατά την οποία αυτός που ζητάει την αναψηλάφηση έλαβε γνώση της ανατρεπτικής αποφάσεως. . ΚΠολΔ 545 (563) §§ 1-2. στο διάδικο που κατέστη ικανός (αυτόν που ενηλικιώθηκε ή όταν αίρεται η απαγόρευση κ.λπ.) ή σε αυτόν που τον αντιπροσωπεύει νόμιμα. ψευδορκίας ή πλαστότητας εγγράφων.λπ. η ΚΠολΔ. ζζ) Στην περίπτωση της ασκήσεως αναψηλαφήσεως λόγω κακής κλητεύσεως του διαδίκου κ. όπως ισχύει μετά το Ν. Άρθρο 545 (563) § 3 στ. που προσβάλλεται. 584 §§ 1-2.. του διαδίκου. 3994/2011 (άρθρ. από την επίδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται προσωπικά σε αυτόν που ζητάει την αναψηλάφηση. α) Η προθεσμία της αναψηλαφήσεως είναι εξήντα ημερών. αν ο διάδικος που ζητά την αναψηλάφηση διαμένει στην ημεδαπή. 45 § 3). ή λόγω δωροληψίας ή παραβάσεως καθήκοντος. 584 §§ 3-4 Α. 563 § 6. 36. η προθεσμία της αναψηλαφήσεως είναι τριών ετών και αρχίζει από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. μπορούν να παρατηρούν τα εξής : αα) Η προθεσμία της αναψηλαφήσεως δεν έχει.Ε. κατά την οποία αυτή έγινε τελεσίδικη. 38. Αν δεν επιδόθηκε η απόφαση. . που αναφέρονται στις ως άνω περιπτώσεις δδ. όπως ειπώθηκε. Πραγματικά. ΚΠολΔ 545 (563) αριθ. 37. παραπάνω τ. ΠολΔ Σ.λπ. γ) Αν ο διάδικος που δικαιούται να ασκήσει αναψηλάφηση πέθανε. δωροληψίας.Ε. εναντίον της αναψηλάφηση. να ασκηθεί (η) αναψηλάφηση από τη δημοσίευσή της και μετά. Η προθεσμία αυτή (όμως) δεν αρχίζει.Κ.. κατά τη διάρκεια των προθεσμιών της ανακοπής και της εφέσεως. ή τη γνώση των νέων κρίσιμων εγγράφων ή της ανατρεπτικής αποφάσεως. όπως λέχθηκε και παραπάνω. Τα γεγονότα. όπως είναι φυσικό. Εξαίρεση ισχύει μόνο σε αποφάσεις. 39. πριν από την επίδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται με την αναψηλάφηση. ΠολΔ Σ. στστ και ηη. αυτή είναι απαράδεκτη με την παρέλευση ενός έτους από τη δημοσίευση της αμετάκλητης αποφάσεως του ποινικού ή πολιτικού δικαστηρίου37.Ε. που αφορούν σχέσεις γονέων και τέκνων ή που διατάσσουν την εξάλειψη υποθήκης ή προσημειώσεως ή κατασχέσεως ή που κη35. αλλά στην περίπτωση αυτή δεν τρέχει η ειδική προθεσμία που ορίζεται γι' αυτό. διαφορετικά από την ημέρα. ΚΠολΔ 545 (563) § 6 Σχ. προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομίας36. 5 Α.Ε. Βλ. εφόσον αυτή είναι τελεσίδικη ή ανέκκλητη. αρχίζει η εν λόγω προθεσμία από την επίδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται και (δηλαδή μετά) το αμετάκλητο της αποφάσεως που αναγνωρίζει την ψευδορκία κ. ε) Σε σχέση με τα αποτελέσματα της προθεσμίας της αναψηλαφήσεως. Διαφορετικά. γιατί πριν από την πάροδό τους η απόφαση δεν έχει καταστεί τελεσίδικη39 και δεν επιτρέπεται. 5. παραβάσεως καθήκοντος κ. μπορεί βέβαια. ανασταλτικό αποτέλεσμα. πρέπει να αποδεικνύονται με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία35. που εκδίδονται σε γαμικές διαφορές ή σε διαφορές.Ε. 524 αριθ. κατά κανόνα. 563 §§ 3-4 (πρόκειται για τις περιπτώσεις των εδαφίων δ΄. που προσβάλλεται. ΚΠολΔ 545 (563) §§ 3-4 Σχ.110 § 289 – Αναψηλάφηση θεσμία της αναψηλαφήσεως δεν αρχίζει. 5 Σχ.. Ι § 201 και παραπάνω §§ 287-288. η παραπάνω προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται στους κληρονόμους ή άλλους καθολικούς διαδόχους μετά την πάροδο της σύμφωνα με το άρθρ. 584 § 6 Α. ε΄. τ.λπ. δ) Η διαδρομή της προθεσμίας της αναψηλαφήσεως αναστέλλεται. 1847 Α. 563 αριθ.Ε. εκτός από τους γενικούς λόγους38. αν δεν επιδόθηκε η απόφαση. Ι § 157. εε. σύμφωνα με τον ΚΠολΔ. Στις περιπτώσεις όμως του επιτρεπτού της αναψηλαφήσεως λόγω ψευδορκίας. αν δεν προηγηθεί επίδοση της αποφάσεως. ΠολΔ Σ. Πρβλ. στ΄ και η΄ της τρίτης παραγράφου του άρθρου 545). 564 § 2. Ε) Τη συνδρομή των προυποθέσεων του επιτρεπτού ή του παραδεκτού της αναψηλαφήσεως εξετάζει και αυτεπάγγελτα το δικαστήριο. 585 Α. πρέπει να προηγείται η συζήτησή της. ΚΠολΔ 546 (564) § 2. . εφόσον. 45. ΚΠολΔ 546 (564) § 1. 22.Ε. σύμφωνα με το άρθρ. προσημειώσεως ή κατασχέσεως. ΠολΔ Σ. Αποτελέσματα και εισαγωγή της για συζήτηση. ΠολΔ Σ. σε περίπτωση εξαλείψεως υποθήκης. όπως σημειώθηκε και παραπάνω. που υποβάλλεται με τις προτάσεις (κατά τη συζήτηση της αναψηλαφήσεως). γγ) Κατ’ ακολουθίαν των ως άνω. β) τους λόγους αναψηλαφήσεως45. μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους.Ε. Β) Το δικόγραφο της αναψηλαφήσεως πρέπει. Η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως για την αναψηλάφηση.Ε. το δικαστήριο που δικάζει την αναψηλάφηση μπορεί. οι ο40. Πρβλ. την άρση του ανασταλτικού αποτελέσματος με παροχή ανάλογης εγγυήσεως40. σύμφωνα με τις διατυπώσεις που εκτέθηκαν ήδη43. Σχ. η συζήτηση της αναιρέσεως. 565 § 1. η προθεσμία της αναψηλαφήσεως δεν αναστέλλει την προθεσμία της αναιρέσεως. κείμενο και εκεί σημ. με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται. ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους που υποβάλλεται με τον ίδιο τρόπο41. Εξάλλου. ΚΠολΔ 547 (565) § 1. εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου. Σχ. 42. παρατηρήσεων και όσο διαρκεί η προθεσμία της αναψηλαφήσεως. 44. ββ) Σύμφωνα με το ισχύον αστικό δικονομικό δίκαιο. η οποία υποβάλλεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση της αναψηλαφήσεως.Ε. Σχ. όπως εκτέθηκε. και παραπάνω § 286. να περιέχει: α) μνεία της αποφάσεως που προσβάλλεται44. Πρβλ. να διατάξει και την αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως που προσβάλλεται στο σύνολό της ή σε ένα μέρος αυτης με παροχή ανάλογης εγγυήσεως.Ε. μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους. Αν όμως ασκηθεί αναψηλάφηση. παραπάνω § 286. 43. δεν είναι (για το λόγο αυτό) απαράδεκτη η άσκηση αναιρέσεως42. 587 Α. 564 § 1. 586 § 1 Α. ενώ αντίστοιχα (πρέπει να) αναστέλλεται. να διατάξει. τα πραγματικά στοιχεία τους συνάγονται από το (πραγματικό) υλικό που τέθηκε νόμιμα υπόψη του. ΠολΔ Σ. και εφόσον σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η προθεσμία (της) αναψηλαφήσεως αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως που προσβάλλεται (με αναψηλάφηση).Ε. 41. 245 (254) ΚΠολΔ.§ 289 – Αναψηλάφηση 111 ρύσσουν (το) έγγραφο ως πλαστό. Σε περίπτωση ασκήσεως αναψηλαφήσεως λόγω εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων προσβάλλεται – και συνεπώς πρέπει να αναφέρεται ως προσβαλλόμενη – η τελευταία απόφαση. ΙΙΙ) Άσκηση αναψηλαφήσεως. Α) Η άσκηση της αναψηλαφήσεως γίνεται. Μπορεί όμως το δικαστήριο που δικάζει την αναψηλάφηση. Διαφορετικά είναι τα πράγματα στην αναίρεση. και παραπάνω κείμενο και σημ. στις οποίες έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. παραπάνω στοιχ. 48. 50. ενώ συντάσσεται έκθεση κάτω από αυτό και κοινοποιείται στον καθ' ου η αναψηλάφηση είκοσι ημέρες πριν από τη συζήτησή της47. εφόσον αναφέρονται στα ίδια κεφάλαια της αποφάσεως που προσβάλλεται ή σε αυτά που συνέχονται αναγκαία με αυτά. ΙΙΙ σελ. παρακάτω § 290 κείμενο και παράγρ. γ) Αίτηση που συνίσταται στην ακύρωση ή εξαφάνιση της αποφάσεως που προσβάλλεται και στη νέα συζήτηση της υποθέσεως με σκοπό την έκδοση ορθότερης και ευνοϊκότερης για τον αιτούντα αποφάσεως. ΚΠολΔ 547 (565) § 2 Σχ. Πρβλ. έχουν εφαρμογή mutatis mutandis και στην προκειμένη περίπτωση50.Ε.112 § 289 – Αναψηλάφηση ποίοι πρέπει να είναι από αυτούς που αναφέρει ο νόμος και να διατυπώνονται σαφώς και με ορισμένο τρόπο. Βλ. β) Η άσκηση αναψηλαφήσεως δεν έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Πρβλ. Οι πρόσθετοι λόγοι αναψηλαφήσεως ασκούνται μόνο με χωριστό δικογράφημα. ΚΠολΔ 546 (564). 128 επ. που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου. η άσκηση αναψηλαφήσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. μπορούν να προβληθούν (και) πρόσθετοι λόγοι. ε΄ σελ. Βλ. οι οποίες ανάγονται στην εξάλειψη υποθήκης. όπως εκτίθεται στη συνέχεια. . μετά από αίτηση. παρατηρούνται τα εξής: α) Κατά κανόνα. ΙΙ Δ. σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω. 47. Αν το δικογράφημα της αναψηλαφήσεως είναι έγκυρο και ορισμένο. Τα σχετικά με την άρση του ανασταλτικού αποτελέσματος της προθεσμίας της αναψηλαφήσεως σε υποθέσεις.Ε. Η έλλειψη ή ακριβέστερα η μη αναγραφή ενός τουλάχιστον τέτοιου λόγου αναψηλαφήσεως καθιστά το δικόγραφό της άκυρο. ΠολΔ Σ. 586 § 2Α. της εκτελέσεως της αποφάσεως που προσβάλλεται στο σύνολό της ή σε μέρος της με παροχή ανάλογης εγγυήσεως ή και χωρίς αυτή και τα σχετικά με την ανάκληση της αποφάσεως αυτής49. και εκεί σημ. όσες φορές είναι υποχρεωτική η πρόσληψη πληρεξούσιου δικηγόρου48. ΚΠολΔ 547 (565) § 1. Γ) Σε σχέση με τα αποτελέσματα της ασκήσεως της αναψηλαφήσεως που έγινε νόμιμα και εμπρόθεσμα. 92 επ. δ) Υπογραφή του διαδίκου ή του δικαστικού πληρεξουσίου ή και αυτού του τελευταίου. Εξαίρεση ισχύει μόνο στις περιπτώσεις εκείνες. και παραπάνω § 288 κείμ. 55 σχετικά με το παραδεκτό και τον τρόπο της προβολής πρόσθετων λόγων εφέσεως. προς το οποίο απευθύνεται η αναψηλάφηση. και η προθεσμία της αναψηλαφήσεως. ενώ το ελάττωμα αυτό δεν μπορεί να διορθωθεί αργότερα46. 39 και 40. 49. 565 § 2. προσημειώσεως ή κατασχέσεως και την αναστολή από το δικαστήριο που δικάζει την αναψηλάφηση με απόφασή του. γιατί αυτή εισάγεται στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται ή ενδεχομέ- 46. IV) Συζήτηση και απόφαση για την αναψηλάφηση. ΠολΔ Σ. αν η απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί μπορεί να έχει επιρροή στη διάγνωση της υποθέσεως53 . 270 παρ. β΄ ΚΠολΔ. αρμόδιο είναι το δικαστήριο που την εξέδωσε. συζητείται και εξετάζεται. μπορεί να αναβάλει προσωρινά τη συζήτησή της. γ) Με όμοιο τρόπο δεν προσδίδεται στην αναψηλάφηση επικοινωτικό αποτέλεσμα. ο αντίδικος αυτού που άσκησε την αναψηλάφηση δεν μπορεί να ασκήσει ανταναψηλάφηση. παραπάνω § 286. 271 έως 312. στο ακυρωτικό (judicium rescidens) και στο ουσιαστικό (judicium rescissorium). . 54.§ 289 – Αναψηλάφηση 113 νως σε άλλο ομοιόβαθμο. 3994/2011 (άρθρο 45 § 6).χ.Ε. κατά βάση. Βλ. άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο52. Ι § § 79 και 111. Πρβλ. καθορίζει ο Άρειος Πάγος. που ορίζεται από τον Άρειο Πάγο. στο οποίο εκκρεμεί η δίκη. αμέσως παρακάτω στοιχ. σύμφωνα με όσα εκτίθενται αμέσως πιο κάτω και στη συνέχεια. 566. ότι έχει προσβληθεί με αναψηλάφηση. 20 § 2 στοιχ. αλλά μόνο αυτοτελή αναψηλάφηση με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν πιο πάνω και σύμφωνα με τις διατυπώσεις της. όπως ειπώθηκε και αμέσως πιο πάνω. Βλ. 2 επ. 109/110. που αναφέρονται παραπάνω. και παραπάνω § § 287-288 και τ. και 524 παρ. επειδή. σελ. 233 έως 269. όπως σημειώθηκε ήδη. και παραπάνω τ. αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναψη51. το οποίο καθίσταται αρμόδιο προς εκδίκαση της συγκεκριμένης αναψηλαφήσεως. Β) Η διαδικασία της αναψηλαφήσεως διαιρείται σε δύο στάδια. Δ. 55. ΚΠολΔ 245 (254) § 1. Βλ. ΚΠολΔ 548 (566) . το δικαστήριο.. 2. Α) Η σχετική με την αναψηλάφηση συζήτηση διεξάγεται. ή χρησιμοποιείται σε άλλο δικαστήριο και αντιτάσσεται εναντίον της. Πρβλ. 52. α) Στο πρώτο από τα στάδια της διαδικασίας. 5 εδάφια α΄ και β΄. Ι § § 186 επ. για καθένα από τα οποία γίνεται λόγος παρακάτω55 . Δηλαδή. Σε περίπτωση εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων από διάφορα πολιτικά δικαστήρια. σύμφωνα με τη διαδικασία που εκτέθηκε ήδη51. και Σχ. ΣΤ) Αν η προσβαλλομενη απόφαση προσάγεται. 6. Αν το δικαστήριο αυτό δεν υπάρχει πια (όπως π. Γ. Ε) Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκασή της είναι. σύμφωνα με το άρθρ. υποβάλλεται. Ι § § 186 και 190. και παραπάνω τ. Δ) Η αναψηλάφηση εισάγεται για συζήτηση. το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται. προσβάλλεται η τελευταία από τις αποφάσεις αυτές. όπως ισχύει μετά το Ν. 53. 589 Α.Ε. έως 534 ΚΠολΔ54. Βλ. σύμφωνα με τους σχετικούς με τη διαδικασία στο ακροατήριο κανόνες της πρωτόδικης και έκκλητης δίκης με την εφαρμογή των άρθρων 227. 4. όπως όλα τα ένδικα μέσα. στην περίπτωση της καταργήσεως). αα) Αν λείπει μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις ή η αναψηλάφηση δεν ασκήθηκε κανονικά. η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο κλπ. β) Στο δεύτερο στάδιο. εφόσον συναινούν οι διάδικοι και υποβάλλουν προτάσεις και για την ουσία της υποθέσεως. . 60. η υπόθεση συζητείται κατ' αντιμωλία60.Ε. τη δέχεται και ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται. κλήσεως για συζήτηση κ. αντίθετα. στην οποία λαμβάνει χώρα η συζήτηση για το παραδεκτό κ. 590 Α.λπ. βάσιμος και υποστατός. συζητείται η ουσία της υποθέσεως. Γ) Εφόσον παρίστανται όπως πρέπει όλοι οι διάδικοι. το οποίο ακολουθεί μόνο σε περίπτωση παραδοχής της αναψηλαφήσεως. Σχ. Δ) Αν είναι δικονομικά απών ένας από τους διαδίκους υπάρχει ερημοδικία.Ε. επιδόσεως. Η συζήτηση αυτή γίνεται στην ίδια συνεδρίαση. ΚΠολΔ 549 (567). 57. ως προς όλα ή ως προς μερικά μόνο κεφάλαια της αποφάσεως. 58. 59. η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την εκτέλεση της αποφάσεως που εξαφανίστηκε. με την απόφαση που δέχεται την αναψηλάφηση. Σχ. και. 567.Ε. το δικαστήριο την απορρίπτει και αυτεπάγγελτα56. ββ) Αν.λπ. γγ) Η ακύρωση γίνεται. για την οποία θα πρέπει να επισημανθούν τα επόμενα: α) Ερημοδικία στο πρώτο στάδιο 56. Σχ. ΚΠολΔ 549 (567). αν δημιουργείται και αξίωση για αποζημίωση για ζημία που προήλθε από την εκτέλεση της αποφάσεως που ακυρώθηκε.). οπότε τηρούνται οι συνήθεις διατυπώσεις κ. (εγγραφής στο πινάκιο. 590 Α. 568.Ε. ΠολΔ Σ. αν υποβάλλεται αίτηση με το κύριο ή το πρόσθετο δικόγραφο της αναψηλαφήσεως. εε) Εξάλλου. 591 Α.59. οι διάδικοι αποκαθίστανται στη θέση που βρίσκονταν πριν από την έκδοση της αποφάσεως που ακυρώνεται με το να ανατρέπεται ή να ακυρώνεται μετά από αίτηση η εκτέλεση που τυχόν έγινε και να διατάσσεται η απόδοση αυτών που καταβλήθηκαν σε εκτέλεση της ίδιας αποφάσεως58. ΠολΔ Σ. Έτσι. ΚΠολΔ 550 (568).Ε. ή σε άλλη συνεδρίαση που ορίζεται γι' αυτό το σκοπό. δδ) Σε περίπτωση εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. και αν αυτή ασκήθηκε νόμιμα. βλ.λπ. που εκτέθηκαν.114 § 289 – Αναψηλάφηση λαφήσεως. συντρέχουν όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις και αυτή ασκήθηκε όπως πρέπει. ΠολΔ Σ. παρακάτω τ. Για το ζήτημα.. διατάσσεται από το δικαστήριο.Ε. και τηρούνται για τα περαιτέρω οι ορισμοί του κοινού δικαίου. ΙΙΙ στα σχετικά με τις προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις. αν ένας τουλάχιστον από τους λόγους της αναψηλαφήσεως είναι παραδεκτός. ακυρώνεται και εξαφανίζεται η τελευταία απόφαση57. 567. που δικάζει την αναψηλάφηση. Αν απουσιάζουν όλοι οι διάδικοι. ανάλογα με την έκταση του αιτήματος και του λόγου της αναψηλαφήσεως που έγινε δεκτός. το δικαστήριο προβαίνει στην εξέταση των λόγων της αναψηλαφήσεως. . ποίος επισπεύδει τη συζήτηση και σε περίπτωση μη κλητεύσεως του απόντος διαδίκου κ. εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις.λπ. απορρίπτεται. όλα τα ένδικα μέσα (εκτός από τη δεύτερη αναψηλάφηση)62. που θεμελιώνουν τους λόγους αναψηλαφήσεως. διατάσσεται νέα κλήτευση. πρώτα από όλα. ότι ένδικα μέσα κατά της αποφάσεως που εκδίδεται στην αναψηλά61. δεύτερη κ. 569. παραπάνω τ. δεν διατάζει το δικαστήριο για γεγονότα. Στην αντίθετη περίπτωση. η υπόθεση δικάζεται σαν να μην είχε ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση. αα) Αν στο πρώτο στάδιο της δίκης και στην πρώτη συζήτηση της αναψηλαφήσεως είναι δικονομικά απών αυτός που άσκησε την αναψηλάφηση. που ακυρώθηκε.λπ. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται για την αναψηλάφηση συγχωρούνται.λπ. ΙΙ § § 286-288.§ 289 – Αναψηλάφηση 115 της αναψηλαφήσεως. Δηλαδή το δικαστήριο εξετάζει. ανάλογα με το αν πρόκειται για την πρώτη ή δεύτερη κ. προχωρεί η διαδικασία και το δικαστήριο εξετάζει αυτεπάγγελτα το παραδεκτό και το νομικά βάσιμο των λόγων της αναψηλαφήσεως. αν αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. καταρχήν. εκδόθηκε στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό. εφαρμόζονται οι κανόνες για την ερημοδικία στην πρώτη. γγ) Αν στο ίδιο στάδιο απουσιάζει αυτός που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ κάποιου από τους κύριους διαδίκους για πρώτη φορά στη δίκη αυτή. Αν τη συζήτηση επισπεύδει ο απών διάδικος ή επισπεύδεται βέβαια αυτή από τον αντίδικο. το δικαστήριο εξετάζει. αλλ' αποδεικνύεται. Αν κάποιος από τους διαδίκους είναι δικονομικά απών στο δεύτερο στάδιο της δίκης της αναψηλαφήσεως. V) Ένδικα μέσα. Απόδειξη της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων.λπ. Πρβλ. Ι § 188 και τ. συζήτηση του πρώτου σταδίου. ότι ο απών διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. για τα οποία επιτρέπεται ομολογία λόγω του τεκμηρίου σιωπηρής ομολογίας του καθ' ου η αναψηλάφηση που συνάγεται από την απουσία του. 62. ενώ τα έξοδα επιβάλλονται. εξετάζεται και εδώ πρώτα από όλα.Ε. η υπόθεση δικάζεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι και λαμβάνονται υπόψη οι προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως ή των προηγούμενων συζητήσεων61. διατάζεται νέα κλήτευση. ΠολΔ Σ. συζήτηση και αν η απόφαση. Σε περίπτωση μη κλητεύσεως κ. σύμφωνα με τις προτάσεις του αντιδίκου. συζήτηση στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό της δικαιοδοσίας. ββ) Αν στο ίδιο στάδιο και στην ίδια συζήτηση είναι απών ο καθ' ου η αναψηλάφηση. εφόσον εννοείται συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. ΚΠολΔ 551 (569) Σχ. η αναψηλάφηση. εκτός αν αυτός επισπεύδει τη συζήτηση. Βασική νόμιμη προϋπόθεση είναι εν προκειμένω. β) Ερημοδικία στο δεύτερο στάδιο της αναψηλαφήσεως. 592 Α. δδ) Αν κάποιος από τους διαδίκους απουσιάζει στη δεύτερη κ. . ποίος επισπεύδει τη συζήτηση. σε βάρος του υπαιτίου (για τη μη κλήτευση).Ε.λπ. 551 (569) ΚΠολΔ].116 § 289 – Αναψηλάφηση φηση επιτρέπονται μόνο «εφόσον η απόφαση που είχε εκδοθεί στην αρχική δίκη μπορούσε να προσβληθεί με ένδικα μέσα» [άρθρ. . Rapport général = Die Unterscheidung zwischen Tatfrage und Rechtsfrage. 94 επ. ΝΔ σ.1967) σ. Περί του νομικού προσδιορισμού του πραγματικού γεγονότος Τιμ. R. 193 επ.Z.P. Gedanken zu einigen wichtigen Problemen der Zivilprozessrechtslehre Z. ΣΤ. Η πιθανολόγησις εν τω αστικώ δικονομικώ δικαίω 1952· του ίδιου. 1 επ. της ΠολΔ» τ. 121 επ. Svista manifesta. Φραγκίστα. ΙΙΙ 403-463 (και ανάτυπον)· του ίδιου. Ο μύθος της εννοιολογικής διακρίσεως πραγματικών ζητημάτων Αρχ. Ελλην..· Γ. της ΠολΔ» τ. 991 επ. 39-64. σ... Μπουροπούλου.· Ν. Δ.· Ν.· του ίδιου. σ. 106 επ. Considérations sur la distinction du fait et du droit σε Studi in onore di A. Ζητήματα αναιρετικής διαδικασίας.· Δέδε Χρ. Ζήση. Παρατηρήσεις Θεμ. Η παράβασις των περί βάρους της αποδείξεως κανόνων δικαίου ως λόγος αναιρέσεως.· Mitsopoulos G. 91 σ. ΣΤ § 249 επ. Δικαιοσύνη τ.· του ίδιου. ΣΤ 158 επ. Η διάκρισις νομικού και πραγματικού ζητήματος ΝοΒ ΙΣΤ 353 επ. 11 υπό το άρθρ.. Μπέη. 65-86· Wach Ad. 357 επ. 1972˙ Prütting H. Grundlagen des Revisionsrechts 2.. Μητσοπούλου Γ. 1975 σ. ΙΙ σ. Νομ. Probleme des Revisionsverfahrens 1971· Forni R. και εν «Συμβολαί εις την ερμην. Η εκ των αποφάσεων του Αρείου Πάγου δέσμευσις και η διαφωνία επί των νομικών ζητημάτων. και εν «Συμβολαί εις την ερμηνείαν της ΠολΔ» τ. Αρείου Πάγου (1963) σ. La Cassazione civile 1920· Schönke A. ΙΙ (1972) σ. Aufl.· Carbagnati F.· του ίδιου. Die That. Das private Wissen des Richters 1893· Κ. στο Νομικόν Δελτίον Τραπέζης της Ελλάδος τ. της ΠολΔ» τ.. ΣΤ §§ 250 επ. 485-492· Calamandrei. ΙΖ σ. τ. La distinction du fait et du droit en procédure de Cassation.. και εν «Συμβολαί εις την ερμην. La Constituzione e il ricorso per la Cassazione Riv.Δ.Τομ. XVII 1962 σ. Die Zulassung der Revision 1977· Ricci E. Χωραφά. La Cassazione . Τομ. Θ. 283 επ. σ.. §§ 251 επ. 113-127· του ίδιου. Χ. Die Bindung des Berufungsgerichts an das Urteil des Revisionsgerichts 1934· Schwinge E.π. 1 επ. και εν «Συμβολαί εις την ερμην. (και ανάτυπον) 1950· Arnold H. Ι (1862 . Ράμμου. της ΠολΔ» τ. 33 επ.· Π. και εν «Συμβολαί εις την ερμην. 105 επ. di dir.. ΣΤ 150 επ. fatti nuovi e prove nuove nella procedura di revisione davanti al Tribunale federale σε Festschrift für Guldener 1973 σ. Cassazione con rinvio ed esecuzione provisoria κλ. 1960· Fasching H..und Rechtsfrage bei der Revision im Civilprozeß 1881· Stein Fr. Πολιτική Δικονομία τεύχ. 651 επ..· του ιδίου. Εξουσία του αναιρετικού Τμήματος και του Τμήματος της παραπομπής εις Αρχείον Νομολογίας τ. ΙΒ 41 επ. Μελέται και άρθρα τ. 561 Κ. Η διάκρισις νομικού και πραγματικού ζητήματος εν τη αναιρετική διαδικασία ΝοΒ ΙΕ 945 επ. 83-108· Bianchi d' Espinosa.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΝΑΙΡΕΣΗ § 290 Ειδική βιβλιογραφία. process τ. Η παράβασις του νόμου ως προς την δύναμιν των αποδεικτικών μέσων ως λόγος αναιρέσεως (κυρίως κατά την νομολογίαν του Αρείου Πάγου σε Τιμ. σελ.· του ιδίου.. τ.Π. Die Neuordnung des Zugangs zum Bundesgerichtshof in Zivilsachen J.. Segni 1967. 1 επ. ΙΔ σ. Η παράβασις των διατάξεων περί δεδικασμένου ως λόγος αναιρέσεως εν Νομικώ Δελτίω Τραπέζης της Ελλάδος τ. στα Πρακτικά Δ΄ Συνεδρίου Δικονομολόγων εν Αθήναις 1967 σ. Das neue Revisionsrecht aus der Sicht des Anwalts N. 473-486· Marty. Rev. La Cour Suprême de la République populaire de Pologne. Zeit. σ. Des ouvertures communes à cassation et à requête civile 1924· Calon J. 1975. Wirtschaftsrecht 1978 σ. σ. Grenzen der Nachprüfbarkeit tatrichterlicher Würdigung und Feststellungen in der Revisionsinstanz. 425-431· Laskin B. Conditions et effets de la Cassation 1882· Bellet P. Γεωργακοπούλου. σ. Riv. Zur Entwicklung des Revisionsrechts seit dem Bestehen des Bundesgerichtshofes. Rev. comparé 1978..und Tatfrage im Österreichischen Revisionsverfahren Πρακτ. de droit comparé. Die Tatfrage 1966· του ίδιου. Intern. σ.W. 1978. Die dritte Instanz im künftigen Zivilprozess ZZP 71. Une comparaison. σ.N. σ. 1978. 2-6· Henke. 1968.J. Grenze zwischen Tatfrage und Rechtsfrage. 1-85· Schima H. intern. 1978. Rev. La distinction du fait et du droit 1929· Boyens. 188-222· Schneider H. Ehrengabe für Heusinger. Γερμανία)· Scheurle. comparé 1978.J. σ. Neue Justiz. de droit comparé. σ. σ.. σ. de dr. σ. 269-272· του ίδιου. τετάρτου Συνεδρ. 1962. σ. XXIII σ. 1976. 513-517· Holtgrave.· Chenon. σ. 53-56· Fischer Robert. de dr. Deutschen Juristentag 1962· Baur F. ΝοΒ ΚΣΤ 1169 επ. comparé 1978. σ. 1978. Calogero. Conclusions d’un praticien. Intern.118 § 290 – Αναίρεση civile italiana e il divieto di pronuncia sul caso concreto. 565-567· Lässig. Rechts. Die Beschränkungen der Revisionszulässigkeit Z.Z. 1-4· του ίδιου. Comparé. Le fait et le droit devant la Cour de Cassation Italienne. σ. Beiträge zum Revisionsrecht Z. 708729· Tischendorf F. Die Vorbereitung der Revision durch den Anwalt der Berufungsinstanz N. Das neue Recht der Revision in Zivilsaschen. Rev.W.. 183-192· Touffait. intern. 1172-1176· Manigk. σ. Ο θεσμός του εισηγητού αρεοπαγίτου εις την προδικασίαν κλπ.· Cucotic Vuko. Rev. Δικονομολόγων εν Αθήναις 1967.und Tatfrage στο Juristische Methodenlehre und analytische Philosophie 1976.. (Ανατολ.P. comparé 1978 139-147· Wasilkowska Z. Pr.. σ. Dialectica 1961. Beiträge zum Problem der Trennung von Tat. Rev. di dir. σ. σ.J.P. Rechtsfrage oder Tatfrage – Eine Frage ohne Antwort? Πρακτ. 1964· Pohle R. στο Die ersten 25 Jahre des Reichsgerichts. 1978. de dr. de dr. σ. 373-397· Smirnow L. D. comparé 1978. 1685-1688· Jagusch. 1537-1541· Schneider U.. intern.P.. La Cour Suprême du Canada. σ. Die „Annahmerevision“ und der gesetzliche Richter J. Gedanken zur Zulassungsrevision.. Der Betrieb 1975. Grundsatzrevision in Zivilsachen? Ausweg oder Irrweg? N. Das neue Revisionsrecht – Kritik einer Reform N.. 197επ. 161-187· Esser J. Δικονομολόγων εν Αθήναις 1967. Not und Gefahren des Revisionsrechts J. 98 επ. τετάρτου Συνεδρ.... 1975.W. 1904. de dr.J. Zur Nachprüfungstätigkeit des staatlichen Vertragsgerichts. 229-245· Cavin P. 339-342· G. Die fehlerhafte Rechtsmittelzulassung und ihre Verbindlichkeit für das Rechtsmittelgericht 1976· Nirk. Rev. Le Tribunal Fédéral Yougoslave. intern. de dr.und Rechtsfrage στο Arch civil. σ. 60. 1963. Richt. de dr.. 239-255· Kuchinke. 385-414· Paulus./Piasecki K.Z. σ. 1978. process. Ber. Intern. 208-210· Bausewein H. comparé 1978. La Cour de Cassation. La Cour de Cassation et le Conseil d'Etat.Z. 445-461· Ιω.. 197-322· Rüßmann H. 1972.J. τ. Rev. 1963. Zur Abgrenzung von Rechts. 1304-1309· Vogel.W. Die Revision in . Gedanken zum neuen Revisionsrecht in Zivilsachen Betriebs. intern.... σ. 71. σ. Le Tribunal Fédéral Suisse.J. La Cour Suprême de l'Union des Républiques socialistes Soviétiques.Z. 157 σ. Origines. La Cour suprême de Norvège. Empfiehlt es sich die Revision (Rechtsbeschwerde) zu den oberen Bundesgerichten (außer in Strafsachen) einzuschränken und ihre Zulässigkeit in den einzelnen Gerichtsbarkeiten einheitlich zu regeln? Gutachten für den 44. 1964· Ascarelli. σ.W. 242-271· Arndt. Rev. 345-362· Ryssdal R.. 399-423· Smirnof L. 193-215· Plassard. Die Entwicklung des sowjetischen Gerichtssystems und der Rechtsprechung. Nachteile der Grundsatzrevision N. La logica del giudice e il suo controllo sul Cassazione 2η εκδ. intern. 166-184˙ Kindl J. 31323135˙ Jacoby F. ZPR 2000. NJW 2004. 2003. NJW 2009.. Die unselbständige Anschlussrevision im Verfahren nach § 554b ZPO.. 389-393˙ Enders H. 403410˙ v. NJW 2009... Zugang zur Revisionsinstanz.. ZfS 2006. 2006. Der dreistufige Aufbau der ordentlichen Gerichtsbarkeit Z. 89..2002.J. Revisibilität der Ermittlung ausländischen Rechts. Revisionsverfahren . 19051911˙ Dethloff N... 1201-1209˙ Büttner H. Die Nichtzulassungsbeschwerde in der Rechtsprechung des BGH./Tretter N.. Sicherung einer einheitlichen Rechtsprechung (§ 543 Abs. 1497-1501˙ Gloy W... Die Nichtzulassungsbeschwerde nach § 544 ZPO in der Rechtsprechung des BGH. AnwBl 2002. Systemfehler des neuen deutschen Rechtsmittelrechts. σ. 447˙ Greger R. ZZP 97.. Verkehrsauffassung – Rechts. 449-464˙ Baukelmann P.10. 885-895˙ Gross N. ZZP 99. Erfolgreiche Nichtzulassungsbeschwerde wegen Verfahrensverzögerung der Vorinstanz.P.Änderungen durch das Zivilprozessreformgesetz. NJW 2004. 428-432˙ Deumeland K. Der für das Revisionsgericht maßgebliche Tatsachenvortrag der Parteien. Die Zulassung der Revision im Lichte des allgemeinen Justizgewährleistungsanspruchs. Die Kontrolle der tatrichterlichen Auslegung von individuellen Willenserklärungen durch die Rechtsmittelinstanz. 606-609˙ Baumert A. 2 Fall 2 ZPO) und Verfahrensmangel. Festgabe für Vollkommer. Gierke C. 2000. JurBüro 2002. Ausländisches Recht vor deut- . 425-429˙ Gummer P.W. NJW 2008. 18-23˙ Gehrlein M. Revisionsrecht nach der ZPO-Reform – Fünf Jahre Probelauf.§ 290 – Αναίρεση 119 Zivilsachen N. Die Revisibilität ausländischen Rechts nach der Neufassung des § 545 ZPO. 896-898˙ v. 325-331˙ Hager J. 71-74˙ Büttner H. 2002. JZ 2003... Revisionszulassung und Rechtsbeschwerdezulässigkeit – Tendenzen in der neueren Rechtsprechung des BGH. Verfassungsrechtliche Probleme des „neuen“ zivilprozessualen Revisionsrechts. Europäische Vorlageverfahren und nationales Zivilprozessrecht.. Zeitpunkt des Vorliegens der Revisionszulassungsgründe./Hübner R. Anmerkung zum BGH. Gierke C... Sprungrevision zum BGH und Beschwerde gegen die Nichtzulassung der Revision nach dem ZPO-RG.. FS Metz.. Revisibilität des kollisionsrechtlich berufenen Rechts.. 110-116. Entscheidungserheblichkeit des Zulassungsgrundes der Rechtsgrundsätzlichkeit.. 27-50˙ Bartels K.. FS Erdmann. 1971· Bender R. 1 ZPO. 229-234˙ Kerameus K. 1992. 2003. Die Revision – noch ein Weg zur Einzelfallgerechtigkeit?. Irrungen und Wirrungen – Die beschränkte Zulassung von Revisionen in Zivilsachen. 3524-3527˙ Büttner H. 17˙ Büttner H. NJWSonderheft 2003. Erst deformiert dann reformiert. Revisionszulassung und Nichtzulassungsbeschwerde in der Rechtsprechung der obersten Bundesgerichte. NJW-Sonderheft 2003.. 3-29˙ Ball W... MDR 2001. 1297-1303· Weyreuther.. ZZP 122. 1. 205-207˙ Eichel F. FS Beys. 23-28˙ Haspl R. IPRax 2009.. 547-554˙ Gehrlein M.. MDR 2004. FS Musielak. Keine Erweiterung der Anschlussrevision durch die ZPO-Reform. Grenzen der Bindungswirkung rückverweisender Revisionsentscheidungen.. MDR 2003. 475-477· Ball W. Begründung der Revision vor ihrer Zulassung durch das Revisionsgericht?../Seiler F. 2002. 1975.-R. RIW 2009. σ. Festschrift für Link. AnwBl 2006..-D. Die Revision in Zivilsachen im verfassungsgerichtlich verordneten Wechselbad. 139-143˙ Fredriksen H.. 2008˙ Hess B.Z. 2 Nr. 767-783˙ Baumert A. 423-445˙ Fischer N. FS Geiß. Die Revisibilität ausländischen Rechts nach der Neufassung von § 545 Abs. 811-830˙ Gottwald P. MDR 2003. FS Erdmann. Erste Erfahrungen mit der reformierten ZPORevision und Beschwerde. Die Zulassung der Revision wegen offensichtlicher Unrichtigkeit des Berufungsurteils und wegen Verletzung von Verfahrensgrundrechten.oder Tatfrage. ZZP 116. Aden M. 2004. Revisibilität ausländischen Rechts./Seiler F.H. 1-4˙ Fastrich L.... 2009˙ Gaier R. Blomeyer. 911-922˙ Prütting H. NJW 2007. Probleme im zivilprozessualen Revisionszulassungsrecht nach Inkrafttreten des ZPO-RG.... Die Revisibilität der Vertragsauslegung nach der ZPO-Reform. FS Gaul. JZ 2003. Neues zur Revisionszulassung? – Die aktuelle Rechtsprechung des BGH. Mettenheim.2002. 1996. Irrwege. Gedächtnisschrift für W... 2003. ZZP 112. FS Gerhardt. Zugangsvoraussetzungen zum Rechtsmittelgericht. 275.-J./Nirk R. FS für Horn. 2004.. 1986˙ Messer H. Internationale Zuständigkeit und Revisionsinstanz. 3320-3322˙ Linnenbaum B. 2010-09-10˙ Lindacher W. FS für Beys. Wege. ZZP 111...und Tatfrage. 1097-1099˙ Lindner R:. Zur Theorie der Trennung von Rechtsfrage und Tatfrage.. 1988˙ Pfeiffer T.. 2005˙ Scheuch S.. NJW 2004. Zur Trennung von Rechts.. 356-358˙ Sendler H. Die Revisibilität der Auslegung individueller Vertragserklärungen. 83-93˙ Lindner R. Selektion von Rechtsmittelverfahren durch gesetzliche Zugangsbeschränkungen. Die Zulassung der Revision nach dem ZPO-Reformgesetz. Festgabe zu 50 Jahren Bundesgerichtshof. 215-224˙ Musielak H. 1511-1514˙ Mitsopoulos G. Der Zugang zur Revisionsinstanz im Zivilprozess. 2 ZPO bei der Berufung und nach § 552a ZPO bei der Revision.. Die Erfolgsaussicht der Revision als Zulassungskriterium. NJW 2004. Der Zugang zur Revision in Zivilsachen../Lindner R... MDR 2003.. 2000. 1997. 2006. – Die Rechtsmittelzulassung durch den BGH. Revisionsbegründung vor Revisionszulassung. FS Schumann...120 § 290 – Αναίρεση schen Gerichten. die Moral und die Reform der Revision. 728-730˙ Schiller S.. 877-885˙ Spickhoff A. Kant und die Reform der zivilprozessualen Revision.. 2. 873˙ Kummer P.-O. 1689-1691˙ Seiler F. Kant.. Die revisionsrichterliche Nachprüfung der Vertragsauslegung.280˙ Traut L. 265-292˙ Tiedtke K. Revisibilität unbestimmter Rechtsbegriffe. 785-786˙ Seiler F. Probleme der Revisionszulassung wegen grundsätzlicher Bedeutung der Rechtssache. 1997˙ Schlosser P. FS für Schütze. 107-120˙ Möhring P. 2004. 2001... ZZP 115. 1392-1400˙ Schwarz H. MDR 2003.. 2068-2070˙ Sinaniotis L. Die Verkürzung des Rechtswegs durch § 522 Abs. Normtatsachen und Erfahrungssätze bei der Rechtsanwendung im Zivilprozess.. JZ 1995. Rechtsfrage und Tatfrage in der normativistischen Institutionstheorie Ota Weinbergers. FS für Hollerbach. 34633465˙ Schafft T. 327-353˙ Rinkler A. 653-682˙ Nassall W. Fehlen des Tatbestands im Berufungsurteil – Zulassungsgrund für die Revision?. JR 2004. NJW 2003. Normtatsachen im Zivilprozess. NJW 2002.. 605-621˙ v./Schulze G. 1998˙ Schäfer B. 1. JZ 2002. ZZP 120.. FS für Odersky. Die revisionsgerichtliche Kontrolle der Anwendung ausländischen Rechts... Zur Auslegung der Zulassungstatbestände des § 543 II ZPO.. 87-107˙ Müller C. 2008˙ Seiler F. NJW 2003. παρατηρήσεις σε BGH. Die Nichtzulassungsbeschwerde als Zulassungsbeschwerde. Die mündliche Verhandlung in der Revisionsinstanz für Zivilsachen. 177-203˙ Knops K. 266-268˙ Schröder R. 1999. Die reformierte Berufung im Spannungsfeld zwischen Tatsachen. ZZP 120. NJW 2003. Revisionsrichterliche Überprüfung der Auslegung Allgemeiner Geschäftsbedingungen. Fortitudo temperantia. Die Klageänderung in der Revisionsinstanz in Zivilsachen.und Revisionsinstanz.. Aufl. ZZP 122. Fremdes Recht vor inländischen Gerichten: Rechtsoder Tatfrage?. Kritisches zur Reform der Revision in Zivilsachen.. NJW 2003.. 2449-2450˙ Rosenthal A.. 267-283˙ Kuchinke. 803-809˙ Rimmelspacher B... NJW 2002. 2007˙ Sander J. 403-425˙ Konzen H. Revisionsrücknahme ohne gegnerische Zustimmung. 2006˙ Ullmann E.. Selbstbindung der Revisionsgerichte?. 327-338˙ Krämer A. 1345-1350˙ Neufert G.10... Ge- . Die Entscheidungserheblichkeit der Grundsatzfrage beim Zulassungsgrund der grundsätzlichen Bedeutung der Rechtssache. Die Nichtzulassungsbeschwerde. 335-356˙ Kornblum U. 2000˙ Schultz M. NJW 2005. 3306-3308˙ Piekenbrock A. 2001. Verfahrensgrundrechte und Wiederholungsgefahr. Neue Entwicklungen im Recht der Anschlussrevision. Η αοριστία των λόγων αναιρέσεως του ΚΠολΔ.· Κ. Προβλήματα από τους αναιρετικούς λόγους 1. 2. ΝοΒ 55 (2007). Τόμος Γ΄. Δ 26 (1995). Παπαδόπουλος.· Λ. Κονδύλης.Κομοτηνή 2007· Β.Θεσσαλονίκη 1986. Zivilprozessordnung. 21. Μπέης. Κονδύλης/Ν. 221-226˙ Musielak H.· Ν. 2008. Auf. § 28. 1981· Του ιδίου. Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ.· Αγ. 733 επ. Kommentar zur ZPO.. 28. Η αναίρεση στην πολιτική δίκη. Τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητα των λόγων αναιρέσεως. 377-379˙ Vollkommer M. Auf. Band 5/Ι. 14 και 19 άρθρ. 985 επ. Zivilprozessrecht. Ρητορική και Επιστήμη του Δικαίου. 2010. Οι πρόσφατες κρίσεις του ΕΔΔΑ περί της αορι- . ΝοΒ 55 (2007). 1991 (πρόλογος Γ. Auf. 593-603˙ Volland R. Κεραμεύς. Ρήγας. Νίκας. Παραβάντης. Σινανιώτης. 2010. Η αναιρετική διαδικασία. Rdnr.. Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων. Grundkurs ZPO. Γενικό Μέρος. Δ΄ έκδοση.. 1997· Κ..· Κ.-J. 2010. Auf. Νίκας/Μ. Auf.. Αστικό Δικονομικό Δίκαιο. Τοπική Νέα. Δ 3 (1972). Zivilprozessrecht. Auf. Αθήνα. ZZP 116. Μητσοπούλου). 2007˙ Zöller/Heßler.· Ι. Μάζης. 13.· Κ. NJW 2008. Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας 2Α. 1009-1023˙ Wenzel J. β΄ έκδοση. 2281 επ. ΙV.und Beschwerdeinstanz. 12 επ. Δεληκωστόπουλος.. Η διαλεκτική του δικονομικού δικαίου. Ένδικα μέσα. Rechtsschutz bei erstmaliger Verletzung von Verfahrensgrundrechten in der Berufungs.§ 290 – Αναίρεση 121 danken zum neuen Recht der Revision und der Rechtsbeschwerde in Zivilsachen vor dem Bundesgerichtshof.. 343 επ..· του ιδίου. Αθήνα.. Ι. Auf. Μητσόπουλος.· Β. 10. NJW 2002. 1543 επ. Απαλαγάκη (επιμέλεια)/Δ.. 7. 403-419˙ Zuck R. Μπακόπουλος. Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ. Zivilprozessordnung. Αθήνα – Κομοτηνή 2006· του ιδίου.· Κ. Ι.. Die Verletzung rechtlichen Gehörs als Revisionsrüge in verschiedenen Verfahrensordnungen. 2069 επ.. ΙΙ Αθήνα 2000. Αθήνα 1999. Ψωμάς. Die Nichtzulassung der Revision im Berufungsurteil. Συμβολές στην ερμηνεία του ΚΠολΔ. Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση κατ’ άρθρο. Η έλλειψις νομίμου βάσεως ως λόγος αναιρέσεως. Από την προβληματική της αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης.· Γ.· Δ. ΕλλΔνη 49 (2008). Μπέης.. 2005· Στ. Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.· Ι. Κεραμεύς/Δ. Κεραμεύς. Η έλλειψις «παντελώς αιτιολογιών» της αποφάσεως ως λόγος αναιρέσεως και ο δικονομικός συλλογισμός. 1990· Κ. 452 επ.. 535-556˙ Schilken E..· Ν. Γιακουμής. Μαργαρίτης. Ματθίας. Η αναίρεση στην αστική δίκη. 563 επ. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. FS Schlosser. ΙΙΙ Αθήνα. 3353-3359˙ Wolff H. 2010. Μελέτες αναιρετικής διαδικασίας. Βαθρακοκοίλης. Π. 29. Αθήνα 2006· Μ. Rechtsstaatswidrige Begründungsmängel in der Rechtsprechung des BGH.. Δικαίωμα σε ουσιαστική εξέταση της διαφοράς. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007.. 2η έκδοση. Auf. Αθήνα-ΘεσσαλονίκηΚομοτηνή 2000. 6. 3. ZPO Kommentar. Αθήνα 2007· Χ. Μαργαρίτης. 479-481˙ Εγχειρίδια/Συστηματικά έργα: Rosenberg/Schwab/Gottwald.· Π. Zivilprozessrecht. Auf. 2010˙ Musielak/Ball. 101 επ. 2007. 2008. 2005.. Δ 26 (1995). Αρμεν. Αθήναι. 374 επ. Κλαμαρής. Αθήνα 1995. 2005. 559 ΚΠολΔ. 2008· του ιδίου. 1289 επ. Γέσιου-Φαλτσή. Band 2. Auf. Αθήναι. Τιμητικός τόμος Π. MDR 2004. 17. Zivilprozessrecht. 497 επ. § 74˙ Grunsky W. 248 επ. Ι.· Κ. 755 επ. Θέματα Γενικής Θεωρίας και Λογικής του Δικαίου. 982 επ. Η έλλειψις νομίμου βάσεως ως λόγος αναιρέσεως. 28 επ. Ένδικα μέσα. Αθήνα 1976. Das neue zivilprozessuale Revisionszulassungsrecht in der Bewährung. WRP 2002. Η κατά παραπομπή αρμοδιότητα της Ολομελείας του Αρείου Πάγου. Γέσιου-Φαλτσή. ΕλλΔνη 48 (2007). §§ 141-145˙ Jauernig O. Κατ’ άρθρον ερμηνείες: Stein/Jonas/Grunsky. 2007. σ. 1994˙ Münchener Kommentar zur ZPO/Wenzel... Rdnr. Η αναίρεση. 2009˙ Prütting/Gehrlein/Ackermann. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007. Γεωργαντόπουλος) Δ 36 (2005). Νταφούλης) Δ 36 (2005). 740 επ. 145 επ. 34 επ. ΝοΒ 57 (2009). Αθήνα. Droit judiciaire privé. εύλογη αποζημίωση και αναιρετικός έλεγχος. Economica 1986· J. 1400˙ ΑΠ 378/2004 (Ι. Γρίβας) ΝοΒ 33 (1985). Cadiet/E. ΝοΒ 56 (2008). Amrani Mekki et L. Ενδεικτική νομολογία: ΑΠ 196/1984 (Ι. 748˙ ΑΠ 1281/1998 (Γ. Οικονομίδης) Ελλ Δνη 46 (2005). Cadiet. Κεδίκογλου) ΕΕΝ 2004. Νικόπουλος) ΕλλΔνη 46 (2005). LGDJ 1997· J. Η αντικατάσταση των αιτιολογιών στο δίκαιο της αναίρεσης. Jeuland. Molfessis (sous la direction). Procédure civile. Héron (par Th. Dalloz Action. Συγκριτικές αναφορές στο γαλλικό δίκαιο της αναίρεσης και η σημασία τους για τα κρατούντα στην Ελλάδα.· L. Φιλιππάτος) ΕλλΔνη (1999). PUF 1993· Le Bars Th. Αιτιολογία και νόμιμη βάση της πολιτικής δικαστικής αποφάσεως. Η εξέταση λόγων αναιρέσεως που παρέμειναν αδίκαστοι. 2ème édition. Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης. Montchrestien 2002. Cadiet/J. Ρίκος) ΕλλΔνη 31 (1990). Economica 2004 · S. 833 επ. Καλαβρός. Sweet and Maxwell 2009. 727˙ ΑΠ 44/2005 (Γ.·L. ΕΠολΔ 2/2009. Αθήνα. Prieur. 644˙ ΑΠ 1229/2002 (Αθ. Βερέτσος) ΕλλΔνη 46 (2005). Guinchard/F.· Β. Browne. 259˙ ΟλΑΠ 754/1986 (Ν. Το δικαίωμα σε ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης στην αναιρετική διαδικασία και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Economica 2005· G. Η αοριστία του κατά το άρθρο 559 αρ. Ερμηνεία κατ’ άρθρο. Guinchard (sous la direction).122 § 290 – Αναίρεση στίας των αναιρετικών λόγων κατά τον ΚΠολΔ. Δαβίλλας) Δ 36 (2005). 2009. International Association of Procedural Law. Δεληκωστόπουλος. ΕΠολΔ 2009. La Cour de cassation et l’élaboration du droit. Théorie générale du procès.· Κ. Δ 40 (2009). 723 επ. Normand/S. Αθήνα 2010.· Δ. Η έλλειψη αιτιολογίας και νομίμου βάσεως ως λόγοι αναιρέσεως. La sélection des pourvois à la Cour de cassation. 4ème édition. Κρητικός) ΕλλΔνη 44 (2003). Παπαγεωργίου) ΕλλΔνη 32 (1991). préface de Serge Guinchard. 487 επ. 156 επ. Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ. 753˙ ΑΠ 679/2001 (Ε. Yessiou-Faltsi (editor). Πλατής) Δ 36 (2005). Σταματόπουλος.Γιαννακάκη) Δ 36 (2005). Αθήνα. Boré et L. 87˙ ΑΠ 1463/2004 (Β. Le défaut de base légale en droit judiciaire privé. 79˙ ΑΠ 412/2004 (Ν. Περλίγκας) ΕΕΝ 2004. ΔΣΑ. 1320 επ. Dalloz 2009. Μπαμπινιώτης. 6ème édition.· Του ιδίου. Boré. 362˙ ΑΠ 877/2004 (Χ. Chainais. Athènes-Bruxelles 2007· S.· Γ. . 77˙ ΟλΑΠ 13/1999 (Α. Πατεράκης -μειοψηφών) ΕλλΔνη 44 (2003). La cassation en matière civile.. Νικολόπουλος. Droit judiciaire privé. 1998· J. Dalloz Action. ΕΠολΔ 2/2008. 743˙ ΑΠ 98/2005 (Μ. 1427˙ ΑΠ 131/2005 (Γ. 141˙ ΑΠ 776/2003 (Ε. Boré. La cassation en matière civile.Κομοτηνή 2009· Ι. Αναλογικότητα.Θεσσαλονίκη 2009 · Στ. O’ Hare/K. 595 επ. ΝοΒ 58 (2010). 1 ΚΠολΔ αναιρετικού λόγου υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Ζητήματα αναιρετικού δικαίου. Amrani-Mekki. La substitution de motifs par la Cour de cassation. 538 επ. Χλαμπουτάκης) ΕλλΔνη (2005). 804˙ ΟλΑΠ 3/1991 (Δ. Le Bars). 941 επ. Σταθόπουλος. Sirey 1988· J. Ferrand/C. Ρήγας.· P. Δαμάσκος) ΕΕΝ 2002. Παπαθανασίου) ΕλλΔνη 27 (1986). The role of the Supreme Courts at the national and the international level.· E.· N. 744˙ ΑΠ 589/2005 (Α. Καραγεώργης) ΕλλΔνη 40 (1999). σ. Dalloz 20032004· F. Μαραμαθά) Δ 36 (2005). Δέδες. Litec 2004. 1207˙ ΑΠ 83/2005 (Α. 397˙ ΑΠ 706/2003 (Ρ. 128˙ ΟλΑΠ 5/2003 (Στ. 615˙ ΑΠ 1229/2004 (Ι. 306 επ. Μαργαρίτης) ΝοΒ 53 (2005). Civil Litigation.-Α. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο δίκαιο της αναίρεσης. 70 επ. 731˙ ΟλΑΠ 2/2005 (Ε. ΝοΒ 57 (2009). 562 επ. Χλαμπουτάκης) ΕλλΔνη 46 (2005). Droit et pratique de la procédure civile. 160˙ ΑΠ 362/2004 (Ν. Ferrand. 14th edition.· Δ.Θεσσαλονίκη 2009· του ιδίου. Τσικρικάς. 469 επ. Cassation française et révision allemande.· Χ. Le manque de base légale du point de vue du droit comparé. PUF 2010. 1124˙ ΟλΑΠ 16/1990 (Ευαγ. Mitsopoulos.· Μ.· S. τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας ούτε εξετάζει κατά το ακυρωτικό στάδιο το πραγματικό μέρος της υποθέσεως. ΕΠολΔ 5/2009. με το οποίο προσβάλλεται ενώπιον του Αρείου Πάγου κάποια απόφαση και ζητείται η ακύρωση ή εξαφάνισή της για παράβαση κανόνα δικαίου. 1063˙ ΟλΑΠ 20/2009 (Γ. 1186˙ ΑΠ 848/2006 (Γ. 1062˙ ΑΠ 65/2006 (Γ.§ 290 – Αναίρεση 123 1031˙ ΑΠ 194/2005 (Αθ. Χριστόφιλος) ΝοΒ 55 (2006). είναι ότι με αυτήν αποδίδονται νομικά σφάλματα στην προσβαλλόμενη απόφαση και επαφίεται η από νομικής απόψεως ορθότητά της στην κρίση και τον έλεγχο του Αρείου Πάγου. το έκτακτο ένδικο μέσο. συγχρόνως όμως. κατά το σύστημα του προϊσχύοντος αλλά και του νυν ισχύοντος (πριν και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ) ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου. 1294˙ ΑΠ 329/2007 (Ρ. 212˙ ΑΠ 41/2008 (Ε. Μαρκάκης) Δ 37 (2006). 234˙ ΑΠ 128/2008 (Ε. Β) Η παραπάνω διαπίστωση δεν πρέπει ωστόσο να παρερμηνευθεί. Γεωργέλλης) ΝοΒ 58 (2010). Ζερβομπεάκος) ΕΠολΔ 2/2008. Νικόπουλος) ΕλλΔνη 46 (2005). Ναι μεν αποστολή του Ανώτατου Πολιτικού Δικαστηρίου – και αρχαιοτέρου ελληνικού Ανωτάτου Δικαστηρίου – είναι να εποπτεύει και να κατευθύνει τα άλλα πολιτικά δικαστήρια (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια. 593˙ ΑΠ 1737/2007 (Λ. Για το λόγο αυτό λέγεται παραστατικά ότι: «ο Άρειος Πάγος δεν δικάζει την υπόθεση. αλλά μόνο τη νομική ορθότητά της με σκοπό αφ' ενός την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την προστασία των συγκεκριμένων κάθε φορά εννόμων συμφερόντων και αφ' ετέρου την εξασφάλιση της ενότητας της νομολογίας στην ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου για χάρη της νομικής ασφάλειας των συναλλαγών. 812˙ ΑΠ 1241/2008 (Γ. αλλά και πρακτική σπουδαιότητα. Αθανασίου) Δ 39 (2008). Καλαμίδας) ΝοΒ 54 (2006). αλλά και όργανο παροχής έννομης προστασίας σε συγκεκριμένες κάθε φορά περιπτώσεις. Μαρκάκης) ΝοΒ 54 (2006). ο Άρειος Πάγος δεν αποτελεί. Δεν είναι μόνο ακαδημία απλής συζητήσεως και εξετάσεως θεωρητικών νομικών θεμάτων. αλλά την απόφαση». 933. 1071˙ ΑΠ 356/2006 (Α. 1301˙ ΑΠ 674/2006 (Α. Βασιλόπουλος) ΝοΒ 56 (2008). Ασημακοπούλου) ΝοΒ 56 (2008). 612˙ ΑΠ 536/2009 (Γ. Η παρατήρηση αυτή δεν έχει απλά θεωρητική σημασία άξια λόγου. σε περισσότερα από ένα σημεία σε σχέση με τις προϋποθέσεις του επιτρεπτού ή παραδεκτού της ασκήσεως . Έννοια. Α) Αναίρεση είναι. Ι) Ορισμός. Χρυσικός) Δ 39 (2008). 1839˙ ΑΠ 1393/2007 (Ζ. Όπως προαναφέρθηκε. το Δικαστήριο αυτό έχει επίσης σκοπό την απονομή της δικαιοσύνης στις συγκεκριμένες υποθέσεις. όπως θ' αναπτυχθεί στη συνέχεια. Μουγάκου-Μπρίλλη) ΕΠολΔ 2/2008. Γιωτάκος) ΕλλΔνη 47 (2006). Χρυσικός). Κύριο χαρακτηριστικό της αναιρέσεως. τα λεγόμενα δικαστήρια ουσίας) στην ορθή ερμηνεία και την προσήκουσα εφαρμογή των κανόνων δικαίου. όπως σημειώθηκε αμέσως παραπάνω. κατά το ισχύον ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο. 438˙ ΑΠ 676/2005 (Β. οι οποίες φέρονται ενώπιόν του από τους διαδίκους με την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. των εφετείων και άλλου πολιτικού δικαστηρίου. των μονομελών πρωτοδικείων.ΠολΔ Σ. 4. Γ) Η ύπαρξη λόγου αναιρέσεως και Δ) Η άσκησή της μέσα στην προθεσμία που ορίζει ο νόμος και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις1. 571 § 1. ΚΠολΔ 553 (571) § 1 Σχ. ΙΙ) Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναιρέσεως. κατ' αρχήν.λπ. ανωτ. 604 εδ. τόσο το προγενέστερο όσο και το ισχύον ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο. που έγιναν τελεσίδικες με νόμιμο τρόπο. Α. όπως και των εφετείων2. β) Αναίρεση επιτρέπεται ν' ασκηθεί. περιλαμβάνουν την αναίρεση μεταξύ των ενδίκων μέσων με την κύρια και στενή έννοια του όρου αυτού. Αντίθετα δεν επιτρέπεται αναίρεση κατά των αποφάσεων του Αρείου Πάγου και των προέδρων πρωτοδικών και εφετών. ΚΠολΔ 552 (570). μόνο κατά των οριστικών( ή τελειωτικών) και ανεκκλήτων αποφάσεων ή αυτών. Ι § 201. των εισηγητών. Πρβλ. με την άσκηση της αναιρέσεως. των πρωτοδικείων (μονομελών και πολυμελών). όπως παρατηρήθηκε και παραπάνω4. Β) Η άσκηση της αναιρέσεως από πρόσωπο. ΠολΔ Σ. Για το ζήτημα σε ποιο χρονικό σημείο πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναιρέσεως γίνεται λόγος παραπάνω στην § 286. όπως και της μη δημιουργίας τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας. α. πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη3. τ. στο οποίο έγινε η παραπομπή˙ ββ) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. η οποία να υπόκειται σε αναίρεση. των πολυμελών πρωτοδικείων. κατά κανόνα. ως προς την ύπαρξη ή μάλλον την ανάγκη υπάρξεως και την έκταση του ακυρωτικού ελέγχου κ.Ε.Ε. . Α) Αποφάσεις επιδεκτικές αναιρέσεως: α) Σε αναίρεση υπόκεινται οι αποφάσεις όλων. που δικαιούται να την ασκήσει και η απεύθυνσή της εναντίον προσώπου που νομιμοποιείται παθητικά γι' αυτό. των πολιτικών δικαστηρίων και ειδικότερα των ειρηνοδικείων. δεν επιτρέπεται να ασκηθεί αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων. το σύστημα της ενιαίας προσβολής της οριστικής (ή 1.124 § 290 – Αναίρεση αυτού του ενδίκου μέσου.Ε. Διαφορετικό είναι το παρακάτω εξεταζόμενο πρόβλημα της διακρίσεως μεταξύ αναιρέσεως και αναθεωρήσεως. ως προς διάφορες εκδηλώσεις της λειτουργίας του. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική (και κατά ένα μέρος μη οριστική). 3. 570 σε αναίρεση (θα) υπόκεινταν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων. δηλαδή αυτές που δεν υπόκεινται (πλέον) σε ανακοπή ερημοδικίας και σε έφεση και ειδικότερα: αα) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση λόγω καθ' ύλην αναρμοδιότητας στο αρμόδιο δικαστήριο και εκείνων που έχουν εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 46 ΚΠολΔ από το δικαστήριο. Ακριβώς για το λόγο αυτό. 603 Α.Ε. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι: Α) Η ύπαρξη αποφάσεως. Κατά το Σχ. Με τη ρύθμιση αυτή εισάγεται. 2. 1209-1238. ΝοΒ 53 (2005).π. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται να ασκηθεί αυτοτελής αναίρεση κατά της παρεμπίπτουσας απόφασης που διατάζει να γίνει η συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών8. όπως έχει λεχθεί. άκυρη ή ανυποστήρικτη και εε) αν η αναίρεση ασκείται επικουρικά με την αίρεση της απορρίψεως της ανακοπής ως εκπρόθεσμης ή απαράδεκτης. αν η απόφαση είναι οριστική (ή τελειωτική) ως προς έναν ή περισσότερους ομοδίκους και μη οριστική (ή μη τελειωτική) ως προς έναν ή περισσότερους από τους υπολοίπους. σελ. Το ίδιο ισχύει. σελ. ΠολΔ Σ. ΙΙ. ό. οπότε θεωρείται. 1025-1043 = Γενέθλιον Α. 6. γ) Αναίρεση μπορεί. 2006. Και σ' αυτές τις περιπτώσεις. δδ) αν ασκήθηκε ανακοπή και απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Κατ' εξαίρεση και οι τελευταίες αυτές μπορούν να προσβληθούν με αναίρεση: αα) Αν δεν υπόκεινται σε ανακοπή κατά την έκδοσή τους. β Α. Αν παρά ταύτα προσβληθεί με αναίρεση η οριστική απόφαση. παρά μόνο μαζί με την οριστική ή τελειωτική απόφαση6. ΚΠολΔ 553 (571) § 2 Σχ. απαράδεκτη. ΠολΔ Σ. ότι η αναίρεση απευθύνεται και κατά της ερήμην αποφάσεως. θεωρείται ότι έχουν προσβληθεί και οι μη οριστικές που έχουν εκδοθεί προηγουμένως. μόνο κατά των αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ' αντιμωλίαν και όχι κατ' εκείνων που εκδίδονται κατ' ερήμην. (σημ. στστ) αν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε. κατά της οποίας είχε ασκηθεί η ανακοπή. Γεωργιάδη. 604 εδ. και Ν. Οι μη οριστικές αποφάσεις δεν προσβάλλονται. ν' ασκηθεί.§ 290 – Αναίρεση 125 τελειωτικής) απόφασης που αποφαίνεται διαδοχικά σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερα κεφάλαια στην αγωγή ή στην ανταγωγή ή στην κύρια παρέμβαση ή σε περίπτωση αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών ή ασκήσεως κύριας παρεμβάσεως ή σε περίπτωση συνεκδικάσεως περισσότερων συναφών δικών ή υποθέσεων5.Ε. ΚΠολΔ 114 (115) § 4 Σχ. 115 § 4. ιδιαίτερα στη νομολογία. ακόμα και αν δεν απευθύνεται ρητά εναντίον τους η αναίρεση7. 8. Κλαμαρή. όπως γίνεται δεκτό. 124 § 4 Α. Βλ. αν περατώθηκε η δίκη για τη μία αγωγή. η αναίρεση (πρέπει να) απευθύνεται κατά της αποφάσεως που απέρριψε την ανακοπή.Ε. εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων στην ίδια υπόθεση ή διαφορά.Ε. κατ' αρχήν. γγ) αν (κατά κάποια γνώμη). όσο είναι δυνατό. ε5. ββ) αν πέρασε η προθεσμία της ανακοπής. και στην περίπτωση «υποκειμενικής» σωρεύσεως αγωγών ή άλλως ομοδικίας. Ο Άρειος Πάγος δέχτηκε εξαίρεση σε περίπτωση συνεκδικάσεως δύο αντίθετων αγωγών. κατ' αρχήν. 571 § 2. 7.Ε. Αφ' ενός δηλαδή εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση από το νόμο η αρχή της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας και αφ' ετέρου καταβάλλεται προσπάθεια για την αποφυγή. αυτοτελώς με αναίρεση. δεν υπόκειται σε αναίρεση ούτε ως προς τις οριστικές διατάξεις. . ο ενδιαφερόμενος παραιτήθηκε του δικαιώματος της ανακοπής. 25). και ανωτ. Εφόσον δεν υπάρχει ρητή διάταξη. αλλά και εκείνοι. παραπάνω § 286. §§ 286 και 289. . ε) Το γεγονός. Βλ. 606 Α. και ενδεχόμενα όσοι παρεμβαίνουν σ' αυτή.λπ.ΠολΔ Σ. α) Αναιρεσείων: αα) Δικαίωμα για άσκηση αναιρέσεως έχουν όσοι διατέλεσαν διάδικοι στη δίκη. Πάντως στην τελευταία περίπτωση είναι ορθό να αναστέλλεται. κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση12. θα μπορούσε να γίνει δεκτή η άποψη. μετά από ειδική άδεια του Αρείου Πάγου ή του δικαστηρίου που εξέδοσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κ. όσο κι εκείνες που απορρίπτουν την αγωγή για τυπικούς/δικονομικούς λόγους. οι οποίες αποφαίνονται για την ουσία. εάν το ίδιο ισχύει και όταν ασκήθηκε ήδη αναψηλάφηση. Ειδικότερα πρέπει να επαναληφθούν όσα έχουν εκτεθεί για την έφεση και την αναψηλάφηση13. αυτός που ζητά την αναψηλάφηση.Ε. Επίσης βλ. 10.χ.Ε.. η συζήτηση της αναιρέσεως μέχρι να περατωθεί η δίκη της αναψηλαφήσεως10. 13. §§ 288 και 289. ζ) Περιορισμός του παραδεκτού ή του επιτρεπτού της αναιρέσεως λόγω της αξίας του επίδικου αντικειμένου ή από άλλη αιτία. 11. ο εφεσίβλητος. οι καθολικοί (και οιονεί καθολικοί) διάδοχοι αυτών. 572. εκείνος. 12/13. ότι δεν θα πρέπει να αποκλείεται κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η άσκηση αναιρέσεως μια και διαφέρουν οι λόγοι. Αμφίβολο ήταν. 573. δ) Μπορούν ν' αναιρεσιβληθούν τόσο οι αποφάσεις. οι οποίοι έγιναν ειδικοί διάδοχοι μετά την άσκηση της αγωγής. ΚΠολΔ 556 (574) § 1 Σχ. Στους εισαγγελείς πρωτοδικών 9.Ε.Ε. εκείνοι που είχαν ασκήσει κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση. Συγκεκριμένα το δικαίωμα αυτό έχουν ο ενάγων. ο εκκαλών. ΚΠολΔ 554 (572).ΠολΔ Σ. 12. κατά το προϊσχύσαν δικονομικό δίκαιο. το ζήτημα. κατ' εφαρμογή του άρθρου 249 (258) ΚΠολΔ. 574 § 1. Β) Υποκείμενα της αναιρετικής δίκης είναι κατ' ανάγκην ο αναιρεσείων και ο αναιρεσίβλητος. στ) Δεύτερη αναίρεση του ίδιου διαδίκου κατά της ίδιας αποφάσεως ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται11.Ε. το οποίο ακολούθησε εν μέρει διαφορετικό σύστημα. ότι κάποια απόφαση (πιθανόν να) υπόκειται σε αναψηλάφηση δεν καθιστά απαράδεκτη την άσκηση αναιρέσεως κατ' αυτής.ΠολΔ Σ. σελ. 605. κατά του οποίου στρέφεται η αναψηλάφηση. Σχ. π. ανωτ. δεν προβλέπεται στο ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο. Α.126 § 290 – Αναίρεση φόσον δεν πέρασε η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής9. 607 § 1 Α.Ε. για τους οποίους επιτρέπεται η άσκηση καθενός από τα παραπάνω ένδικα μέσα. Βλ. ο εναγόμενος. ΚΠολΔ 555 (573) Σχ. όπως έχει παραπάνω εκτεθεί. Η αναίρεση (πρέπει να) απευθύνεται εναντίον εκείνων. ΠολΔ Σ. εκτός αν αυτός επιδιώκει την ακύρωση κλπ. 7.λπ. παραπομπές σε σημ. για το οποίο συστάθηκε η κληροδοσία: αα) Σε περίπτωση απλής ομοδικίας η αναίρεση δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται κατά όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντα που είναι ομόδικος. με την έννοια αυτού.. δεν είναι αναγκαίο ή μάλλον είναι περιττό. ότι τα πρόσωπα αυτά δεν αποδέχθηκαν την προσβαλλόμενη απόφαση. το ίδιο δικαίωμα αναιρέσεως έχουν και οι δανειστές αυτών. ββ) Εκτός από τους διαδίκους. διαφορετικά απορρίπτεται ως απαράδεκτη.ΠολΔ Σ. Περαιτέρω προϋπόθεση είναι. γγ) Εξάλλου. §§ 288 και 289.λπ. ββ) Σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας. δηλαδή εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει κατά τη δίκη. οι οποίοι ενεργούν σύμφωνα με το άρθρο 72 (73) ΚΠολΔ. ΚΠολΔ 557 (575) εδ. 574 § 2. 17. της αποφάσεως απέναντι σ' όλους. 575 εδ. Βλ. κατά των καθολικών και οιονεί καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. εκτός αν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει διάταξη υπέρ αυτών. από την απόρριψη της μιας βάσεως της αγωγής και την αποδοχή άλλης βάσεως. οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη. Βλ. δδ) Όλα τα παραπάνω πρόσωπα έχουν δικαίωμα ν' ασκήσουν αναίρεση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. παραπομπές σε σημ. και αντίδικοι του αναιρεσείοντα και απέναντι στους οποίους ο τελευταίος έχει έννομο συμφέρον να πετύχει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης κ. α. ή γιατί. η οποία βλάπτει τον αναιρεσείοντα. στην οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. γγ) Τρίτοι στερούνται πάντως το δικαίωμα της αναιρέσεως.§ 290 – Αναίρεση 127 και εφετών αναγνωρίζεται το ίδιο δικαίωμα.Ε. απορρίφθηκε καταχρηστική. α Α. 16. κατά τη γνώμη τους. Ακόμη. όπως επίσης σε δίκες δημόσιας τάξεως κ.Ε. Βλ. και ανωτ. σε περίπτωση αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών. ή νίκησαν αλλά έχουν έννομο συμφέρον να πετύχουν την εξαφάνιση ή την ακύρωση της παραπάνω αποφάσεως.λπ. ενώ κατά κάποια γνώμη που είχε υποστηριχθεί 14. σε περίπτωση δε θανάτου αυτών κ. 607 § 2.Ε. το οποίο προέρχεται. η αναίρεση πρέπει ν' απευθύνεται κατά όλων των αντιδίκων αναγκαίων ομοδίκων. αν ήταν διάδικοι στην παραπάνω δίκη14. β) Αναιρεσίβλητος. . με τους όρους που έχουν ήδη εκτεθεί στην έφεση και στην αναψηλάφηση16. ούτε παραιτήθηκαν από το δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως. Α. εφόσον έχουν έννομο συμφέρον17. §§ 286 επ. η αναίρεση να στρέφεται κατά των ιδίων ομοδίκων του αναιρεσείοντα. 608 εδ. π. 2 Σχ. 7 και ανωτ. ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση υπέρ του νόμου σε κάθε περίπτωση.χ. στην οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. κατά οποιασδήποτε αποφάσεως και για κάθε λόγο15. έπρεπε να νικήσουν με λιγότερες θυσίες. 15. ΚΠολΔ 556 (574) 8. εφόσον η δίκη αφορά το περιουσιακό στοιχείο.Ε. ενώ έγινε δεκτή γνήσια ένσταση. α Σχ. ή γιατί θέλουν ν' αποτρέψουν την παραγωγή της δυνάμεως του ουσιαστικού δεδικασμένου. σελ. και ανωτ. την προσεπίκληση και την ανακοίνωση21.Ε. 21. τηρείται μερικές φορές. Κύρια παρέμβαση. Βλ. σελ. γ) Παρέμβαση. 10. ως πρωτοβαθμίων δικαστηρίων και των εφετείων. 31˙ Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης). ΚΠολΔ 558 (576) Σχ. Βλ. 609 Α. σελ. Διαφέρουν ακόμη. η αναίρεση και κατά το προγενέστερο και κατά το ισχύον αστικό δικονομικό δίκαιο. 94/95˙ ΟλΑΠ 63/1981. αν μπορεί ν' ασκηθεί παρέμβαση και προσεπίκληση ή ανακοίνωση στην αναιρετική δίκη. όταν την αναίρεση ασκεί ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου. δημιουργούν λόγους αναιρέσεως. 20. Δ1981. § 1. όπως εκτίθεται παρακάτω. §§ 288 – 289). ΕλλΔνη 1996. ότι αποτελούν παραβάσεις κανόνων δικαίου. μπορεί όμως ν' ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση. Οι λόγοι αυτοί είναι δύο ειδών και ειδικότερα ή παραβάσεις κανόνων ουσιαστικού δικαίου ή ορισμένες δικονομικές παραβάσεις. ΑΠ 1030/1994. Την άποψη αυτή είχε υιοθετήσει η απόφαση της Ολομέλειας του Α.Ε. κατά το 18. ανωτ. Ανακοίνωση. 106). δηλαδή όσες δικονομικές παραβάσεις αναφέρονται ειδικά και ρητά στο νόμο. όπως ειπώθηκε. 19. Κατά τ' άλλα. είναι έκτακτο ένδικο μέσο. ανωτ. σελ. προσεπίκληση και ανακοίνωση δεν επιτρέπεται στην αναιρετική δίκη. Στη συνέχεια όμως έγινε ομοφώνως δεκτή η αντίθετη άποψη19. Τ.128 § 290 – Αναίρεση στο παρελθόν. 994/995˙ Κ. Προσεπίκληση. ΚΠολΔ Ι. έγινε λόγος στα κεφάλαια για την κύρια και πρόσθετη παρέμβαση. ενώ κάθε παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως. σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας η αναίρεση θα έπρεπε να στρέφεται πάντοτε (και) κατά όλων των (αναγκαίων) ομοδίκων του αναιρεσείοντα18. §§ 288 και 289. σε σχέση με το ζήτημα. οι οποίοι αναφέρονται περιοριστικά από το νόμο. εν μέρει διαφορετική παραπέρα διαδικασία. . Σε σχέση με το ζήτημα. §§ 129 . α) Λόγοι αναιρέσεως κατά οριστικών και τελεσίδικων ή ανεκκλήτων αποφάσεων των πρωτοδικείων. 1043/1976 (Δ8. διαφέρουν όμως μεταξύ τους γιατί. 576 (βλ. Επειδή. Οι λόγοι αυτοί διαφέρουν.ΠολΔ Σ. Γ) Λόγοι αναιρέσεως. ανάλογα με το είδος της προσβαλλόμενης αποφάσεως. κατά ποίου μπορεί και πρέπει ν' απευθύνεται η αναίρεση.Π.133. Πολιτική Δικονομία. ιδιαίτερα από τη νομολογία. επιτρέπεται μόνο για ορισμένους λόγους. μόνο ορισμένες δικονομικές παραβάσεις. αα) Οι επόμενες δικονομικές παραβάσεις συνιστούν λόγους αναιρέσεως. όπως εκτίθεται παρακάτω. Κοινό γνώρισμα και των δύο αυτών κατηγοριών λόγων αναιρέσεως / παραβάσεων είναι. 2118. Μπέης. Περιορισμός των λόγων αναιρέσεως δεν υπάρχει. ισχύουν mutatis mutandis όσα έχουν εκτεθεί20 στην έφεση και στην αναψηλάφηση αντίστοιχα. γιατί σε περίπτωση αποδοχής της μιας από αυτές τις κατηγορίες. Πρβλ. σελ. 25. Ο παραπάνω λόγος στηρίζεται απ' ευθείας σε παράβαση (εσφαλμένη ερμηνεία ή μη προσήκουσα εφαρμογή) των διατάξεων του νόμου που ισχύουν για την εξαίρεση δικαστών κ. Εννοείται. 3 Σχ. ο οποίος επεκτείνει την έννοια της μη νόμιμης συνθέσεως του δικαστηρίου. Ο δεύτερος λόγος. του οποίου ζητήθηκε και έγινε τυπικά δεκτή η εξαίρεση και διατάχθηκε ν' απέχει αυτός από την εκτέλεση των καθηκόντων του24 ή κατά του οποίου ασκήθηκε αγωγή κακοδικίας. 2-18 και 20 και 19.Ε.§ 290 – Αναίρεση 129 άρθρο 559 (577) αριθμ.Ε. Σε τούτο και μόνο περιορίζεται η εξέταση αυτού του λόγου αναιρέσεως. όχι μόνο όταν μετείχε πρόσωπο. αν δεν προσλήφθηκε για τη συμπλήρωση της συνθέσεως του δικαστηρίου ο νόμιμος αναπληρωτής του δικαστικού λειτουργού που εμποδίστηκε ν' ασκήσει τα καθήκοντά του. 610 αριθ. όταν η απόφαση δεν εκδόθηκε με ομοψηφία. από τότε που δημοσιεύθηκε η απόφαση για την εξαίρεση.Ε.Ε. Αν μετείχαν περισσότεροι δικαστές. ότι ο λόγος αναιρέσεως είναι ανεφάρμοστος. ο νόμος θεωρεί ότι είναι ενδεχόμενο να προκύψουν υπόνοιες.ΠολΔ Σ. το κώλυμα υπάρχει.ΠολΔ Σ. 20 και κατά κάποια γνώμη και αριθμ. αλλά δικαστής. Μη νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου. 2. 3 Α. 2-18. το οποίο δεν είχε την ιδιότητα του δικαστή ή δεν αποτελούσε μέλος του δικαστηρίου που δίκασε. 1) Αν το δικαστήριο δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση ή έλαβε μέρος στη σύνθεσή του δικαστής. 24.Ε. 1922. αν και ο δικαστής αυτός. 26. Μολονότι δεν αναγράφεται ειδικός (επώνυμος) λόγος εξαιρέσεως για την περίπτωση αυτή. Σχ. η οποία γεννά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως υπάρχει. 577 αριθ. στην οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και για ενέργειες που ανάγονται στην ίδια δίκη. του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση ή κατά του οποίου ασκήθηκε αγωγή κακοδικίας.λπ. χωρίς ν' αρκούν ωστόσο άλλες προπαρασκευαστικές διατυπώσεις25. . 2 Α. ή αν δεν μετείχε ως γραμματέας (ο) αρμόδιος υπάλληλος της γραμματείας. Επειδή στον ΚΠολΔ δεν υπάρχει ειδική διάταξη. 577 εδ. Από τη φύση των πραγμάτων προκύπτει. όχι απλώς εξαιρέσιμος κατά το νόμο. ότι η αγωγή κακοδικίας ασκήθηκε από κάποιον διάδικο της δίκης. 2 Σχ. εκτός αν κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η χωρίς γραμματέα δικαστική ενέργεια και διεξαγωγή της δίκης. 610 αριθ. 3. 610 εδ. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. 2) Αν το δικαστήριο απέρριψε αίτηση για εξαίρεση δικαστή. αν την αίτηση εξαιρέσεως δίκασε ο Άρειος Πάγος. 577 αρ.ΠολΔ Σ. 22. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ.Ε. όπως στο προγενέστερο δίκαιο. ότι ο συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργός δεν έκρινε ανεπηρέαστα. 23. ΠολΔ Σ. σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε η απόφαση. αλλά και όταν έλαβαν μέρος λιγότεροι23 δικαστές από όσους απαιτεί ο νόμος. 2-17 Α. 3 Σχ. υπάρχει λόγος αναιρέσεως.Ε. από όσους ο νόμος απαιτεί. 610 αριθ. συντρέχει όταν μετείχε δικαστής. έπρεπε κατά το νόμο να εξαιρεθεί26. γιατί και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για την ορθή ή μη εφαρμογή των όσων ορίζει το 27. όταν κάποιο πολιτικό δικαστήριο δικάζει υπόθεση που υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (ΣτΕ ή τακτικών πολιτικών δικαστηρίων). ότι το ίδιο είναι καθ’ ύλη αρμόδιο ή αναρμόδιο. 577 αριθ. όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (εφετείο ή πολυμελές πρωτοδικείο) δέχθηκε εσφαλμένα.Ε. ότι ο πρώτος από τους παραπάνω λόγους μπορεί να προβληθεί. ή κατά την εκδίκαση υποθέσεως. σύμφωνα με την άποψη αυτή. όπως καθορίζεται από το ισχύον Σύνταγμα και από τα άρθρα 1-4 ΚΠολΔ κ. 4. ΠολΔ Σ. 610 αριθ. Το γράμμα του νόμου μπορεί να θεωρηθεί. 4 Α. υπάρχει ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως. Ο πρώτος από τους δύο αυτούς λόγους αναγνωρίζεται μόνο σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων για την καθ' ύλην αρμοδιότητα. με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 47 (στις προβλεπόμενες περιπτώσεις του οποίου δεν επιτρέπεται ν' ασκηθεί αναίρεση) ή αν παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρ.χ. στις οποίες το άρθρο 47 αποκλείει για ορισμένες από τις παραβάσεις αυτές την προσβολή της αποφάσεως με ένδικο μέσο. 5. παραπέμφθηκε η υπόθεση28. όχι όμως όταν προβάλλεται και αποδεικνύεται.27. 5. που δεν περιλαμβάνονται στη δικαιοδοσία του. 4) Αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ' ύλην αρμοδιότητας εσφαλμένα δέχτηκε. ότι παρέχει επιχείρημα (και) υπέρ της απόψεως αυτής. ότι είναι αρμόδιο ή αναρμόδιο. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. 577 αριθ. που είχε εκδικάσει αρχικά την υπόθεση. 610 αριθ. Έτσι. ότι το δικαστήριο που έκρινε κατ' έφεση δέχτηκε εσφαλμένα. Α.§ 290 – Αναίρεση 130 3) Αν το δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. όμως αν αυτή ανταποκρίνεται στο πνεύμα και το αληθινό νόημα της σχετικής διατάξεως. από την απόφαση αυτή που παραπέμπει. ή προχωρά στην εξέταση και τη λύση ζητημάτων που κείνται έξω από αυτή. η οποία υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια. την παραπομπή και τη δέσμευση του δικαστηρίου.Ε. Είναι αμφίβολο. Ο δεύτερος από τους παραπάνω λόγους στηρίζεται στην παράβαση των διατάξεων του άρθρ. όταν το δικαστήριο που εξέδοσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέβη τις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου για την καθ' ύλην αρμοδιότητα όσον αφορά τη δική του αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα και όχι άλλου δικαστηρίου. Σχετικά με το λόγο αυτό αναιρέσεως έχει γίνει δεκτό. π. στο οποίο.Ε.ΠολΔ Σ. ότι είναι καθ' ύλην αρμόδιο ή αναρμόδιο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο). Σχ.λπ. 28. Σχ. 46 από το δικαστήριο. προβαίνει σε ενέργειες ή κρίσεις. Τέτοια περίπτωση συντρέχει. με εξαίρεση τις περιπτώσεις. στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση.Ε. 4. 46 ΚΠολΔ σε σχέση με τις συνέπειες της διαπιστώσεως της αναρμοδιότητας. 5. . ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. σύμφωνα με τ' άρθρα 159-161 (161-163) ΚΠολΔ. κατά παράβαση άλλων διατάξεων του νόμου. 5..Ε. των οποίων η παράβαση δημιουργεί. 6. χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες 29. Το ίδιο ισχύει.χ. 32. χωρίς να εκδοθεί απόφαση που να την επιτρέπει ή επετράπη μια τέτοια συζήτηση. ΠολΔ του 1834 άρθρ. Ο παραπάνω λόγος υπάρχει. π. Σχ. 159 (161) ΚΠολΔ. απαιτείται να έχει λάβει χώρα παράβαση του νόμου. όπως ρητά όριζε το προγενέστερο δίκαιο32. όχι όμως και στην αντίστροφη περίπτωση. 33. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. 577 αριθ. 3/1991 (ΕλλΔνη. σελ. δηλαδή σ' εκείνη. αλλά είναι απαραίτητο από την παράβαση αυτή να επήλθε ακυρότητα.λπ. Δεν αρκεί δηλαδή. αν πραγματοποιήθηκε συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών. Όλα αυτά πρέπει να προβάλλονται με το λόγο αναιρέσεως και ν' αποδεικνύονται με το αποδεικτικό υλικό που τίθεται στην κρίση του Αρείου Πάγου. 807 αριθ. τ. 30. Π. Α. κατά την οποία ένας από τους διαδίκους δικαστηκε κατ' αντιμωλίαν. Κατά την κρίση για το παραδεκτό και τη βασιμότητα του παραπάνω λόγου αναιρέσεως. λόγους για την απαγγελία δικονομικής ακυρότητας31. Βλ. ο λόγος αυτός αναιρέσεως συντρέχει μόνο όταν ανακύπτει αναρμοδιότητα του εφετείου και όχι του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (έστω και αν το εφετείο απέρριψε αντίστοιχο λόγο εφέσεως) βλ. Εννοούνται πάντως οι διατάξεις εκείνες. 6. . 6. πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψη και να εφαρμόζονται με τρόπο συνδυαστικό οι ρυθμίσεις που θεσπίζει το ισχύον δίκαιο για τις επιδόσεις και τις δικονομικές ακυρότητες. αν (παρά το νόμο) έλαβε χώρα δίκη ερήμην και σε βάρος ενός από τους διαδίκους. 577 αριθ. ενώ δεν είχε κλητευθεί καθόλου ή προσηκόντως ο διάδικος. και Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα (-Μαργαρίτη). η οποία απαγγέλθηκε ή μπορεί ν' απαγγελθεί.§ 290 – Αναίρεση 131 ισχύον δίκαιο σε σχέση με την καθ' ύλην αρμοδιότητα29. ανωτ. 5) Αν παρά το νόμο και ιδιαίτερα παρά τις σχετικές με την επίδοση διατάξεις εκδικάστηκε η υπόθεση ερήμην κάποιου διαδίκου30. 1012. Εξάλλου. ότι παραβιάστηκαν μία ή περισσότερες από τις διατάξεις για την επίδοση. ΚΠολΔ Ι.Π. ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται γι' αυτό και έπρεπε να γίνει η συζήτηση ερήμην του. Π. 7.χ.Ε. 7 Α. 610 αριθ. δικάστηκε παρά ταύτα ερήμην. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. αλλά πρέπει αυτή η παρατυπία να καθιστά σύμφωνα με το άρθρ. 748) σε περίπτωση που έχει προσβληθεί απόφαση δευτεροβαθμίου δικαστηρίου.χ. ΠολΔ Σ. αν το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση για την ερημοδικία. Ι § 159. άκυρη την επίδοση και συνεπώς και την ερημοδικία. 7 Σχ. 610 αριθ. 31. σελ. Ενδεικτικά αναφέρονται οι διατάξεις οι σχετικές με την επίδοση. 1991. Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του Α. Δεν αρκεί όμως μόνο παρατυπία σε σχέση με την επίδοση της κλήσεως κ. ΠολΔ Σ. 6) Αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας33. εκείνων για τις δικονομικές προθεσμίες.Ε.Ε. στο κύρος της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως κ. στο βαθμό που αποδεικνύονται αληθινοί να οδηγούν στην ολική ή μερική παραδοχή ή απόρριψη άλλου αυτοτελούς πραγματικού ισχυρισμού. Το ζήτημα. βασίζεται στην παράβαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και της προσβολής του δικαιώματος της υπερασπίσεως. Με τον όρο «πράγματα» εννοούνται πραγματικά γεγονότα και αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί. Με τον όρο «πράγματα» δεν εννοούνται αρνήσεις πραγματικών ισχυρισμών. όχι όμως αυτοτελείς. όπως επίσης πολύ περισσότερο δεν εννοούνται με τον ως άνω όρο «πράγματα» νομικά και πραγματικά επιχειρήματα. δεν πληροί τις προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτού του λόγου αναιρέσεως.λπ. βρίσκει δε περαιτέρω βασικότερο έρεισμα στο άρθρ. Εξάλλου είναι απαραίτητο να ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. αν οι κρίσιμοι για την εφαρμογή της διατάξεως αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί περιέχονται στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή στις προτάσεις των διαδίκων. στο παραδεκτό της ασκήσεως ενδίκου μέσου. ότι οι ως άνω αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί προβλήθηκαν εγκαίρως και προσηκόντως και είναι επαρκώς ορισμένοι από νομικής και ουσιαστικής πλευράς. . Ο δεύτερος λόγος. ή (της) αιτήσεως (κύριας ή παρεμπίπτουσας) για παροχή έννομης / δικαστικής προστασίας ή (της) αιτήσεως που να ανάγεται στην πορεία της διαδικασίας ή στην κατεύθυνση αυτής. Σύμφωνα με την παραπάνω άποψη. 8 Α. που το δικαστήριο έλαβε ή δεν έλαβε υπόψη.Ε. 14 του άρθρ. ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης35. οι οποίες αν δεν εξετασθούν. στην διεξαγωγή αποδείξεως ή στα μέσα αυτής. Βλ. οι οποίες είναι μεν πραγματικοί ισχυρισμοί. 559 (577) ΚΠολΔ 7) Αν το δικαστήριο. 577 αριθ. στις οποίες αυτή επιβαλλόταν. συντρέχει άλλος και μάλιστα ο επόμενος λόγος αναιρέσεως. δεν έχει σημασία. ο οποίος αναγνωρίζεται στην ανάθεση από την προηγούμενη περίπτωση. αν από την παράβαση αυτή δημιουργείται λόγος ακυρότητας της διαδικασίας και με το να μην απαγγελθεί αυτή μπορεί να υπάρχει λόγος αναιρέσεως με βάση τη διάταξη του άρθρ. 35. τ. με την έννοια που έχει εκτεθεί. έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν. ανωτ.§ 290 – Αναίρεση 132 προϋποθέσεις. 8 Σχ. Είναι διαφορετικό το ζήτημα. αν τα πραγματικά γεγονότα. όχι όμως και αιτήσεις για παροχή προστασίας ή διαδικαστικές αιτήσεις. Η μη τήρηση ή μη εφαρμογή της μυστικότητας της διαδικασίας σε περιπτώσεις. παρά το νόμο. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. σύμφωνα με το νόμο. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση του κατά βάση κρατούντος συστήματος της συζητήσεως. Αρκεί το γεγονός.Ε. 610 αριθ.ΠολΔ Σ. Ι § 141. 20 του ισχύοντος Συντάγματος. για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω34. 8. δηλαδή. έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. κρίνεται με βάση τον κανόνα δικαίου (κυρίως ουσιαστικού και μερικές φορές δικονομικού) που πρέ34. Και όταν «δεν διέταξε απόδειξη γι’ αυτά».000 ευρώ λόγω δανείου. όταν απορρίφθηκε κάποιος ουσιώδης ισχυρισμός ως αναληθής.Ε. 38.000 ευρώ. ο οποίος αναγνωρίζεται. γίνονται δεκτά ως αληθινά. ίσως ακόμη και διαδικαστικής φύσεως. που ασκήθηκαν κατ' αντικειμενική σώρρευση και έχουν διαφορετικά αιτήματα. 9) Αν το δικαστήριο δέχτηκε πράγματα. π. επιδικάστηκαν τελικά 150. 10. Οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως θεμελιώνονται. Ο πρώτος. εφόσον αποτελούν ουσιώδη προϋπόθεση για την ολική ή μερική παραδοχή της αιτήσεως για την παροχή έννομης προστασίας. Από τις παραβάσεις αυτές. όταν επιδικάστηκαν τόκοι ή καρποί. 10 Α. ενώ η τρίτη στην αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. 9 Σχ.χ.Ε. ή εχουν άμεση επίδραση στην παραδοχή ή απόρριψή της. 577 αριθ.§ 290 – Αναίρεση 133 πει κάθε φορά να εφαρμοστεί. χωρίς να ζητηθούν. όπως προαναφέρθηκε. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. σύμφωνα με το οποίο ο δικαστής αποφαίνεται με βάση τα όσα προτάθηκαν και αποδείχθηκαν. 9 Α. 610 αριθ. . ενώ ζητήθηκαν από τον ενάγοντα 100. στηρίζεται σε παράβαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και στην προσβολή του δικαιώματος της υπερα36. οι οποίες στο προϊσχύον δίκαιο παρήγαγαν λόγο αναψηλαφίσεως. 10 Σχ. 8) Αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα (από όσα ζητήθηκαν) ή άφησε αίτηση αδίκαστη36. 37.Ε. χωρίς απόδειξη. 610 αριθ. όταν ουσιώδη πραγματικά γεγονότα που συνιστούν ή θεμελιώνουν αυτοτελώς πραγματικούς ισχυρισμούς ή αιτήσεις με τις έννοιες που παραπάνω εκτέθηκαν. Ο δεύτερος λόγος. ή όταν. Η πριν από το νόμο 2915/2001 ρύθμιση θέσπιζε το λόγο αυτό αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο δέχτηκε πράγματα κλπ. χωρίς απόδειξη38. δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια για την επίτευξη έννομης προστασίας και υπερασπίσεως. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. οι δύο πρώτες ανάγονται στο σύστημα της συζητήσεως.ΠολΔ Σ. 577 αριθ. Απαιτείται εξάλλου ο σχετικός πραγματικός ισχυρισμός να έχει ληφθεί υπ' όψη και να επέδρασε στην πορεία της διαδικασίας και στη διάγνωση της υποθέσεως και η σχετική διάταξη να έχει περιληφθεί στην απόφαση ή αντίστροφα να μην εξετάστηκε με την έννοια και κατά την ένταση που προτεινόταν. όχι όμως και η άλλη. στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος της συζητήσεως. που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη37. 9. καθώς και στο συνταγματικά κατοχυρωμένο με την ισχύουσα σήμερα διάταξη του άρθρου 20 του Συντάγματος.ΠολΔ Σ. Στο προγενέστερο δίκαιο υπήρχε αμφισβήτηση σε σχέση με την έννοια της διατάξεως αυτής. ο οποίος θεμελιώνεται. Οι λόγοι αυτοί αποτελούν συμπλήρωμα των παραπάνω αναφερόμενων. Ο τρίτος από τους παραπάνω λόγους μπορεί να προταθεί. Με τον όρο «αιτήσεις» νοούνται δηλώσεις ή προτάσεις για παροχή έννομης προστασίας. ή κύριες ή παρεμπίπτουσες.Ε. όταν από τις δύο αγωγές. εξετάστηκε μόνο η μία. . στις οποίες προβλέπεται ειδικά στο νόμο να λαμβάνονται υπόψη ένορκες βεβαιώσεις. τις οποίες ο διάδικος νόμιμα επικαλέστηκε και προσκόμισε. 39. 577 αριθ. 11 Σχ. το οποίο δεν επιτρέπεται με κανένα τρόπο από το νόμο. αλλά ή δεν προσάγονται καθόλου ή προσάγονται κατά παράβαση των εκτεθέντων κανόνων για τη διεξαγωγή της αποδείξεως. 20 του Συντάγματος) αναγνωρισμένου δικαιώματος – στο οποίο και περιλαμβάνεται και το δικαίωμα αποδείξεως – της προσφυγής στα δικαστήρια για την επίτευξη έννομης δικαστικής προστασίας κ. Ο πρώτος από τους λόγους αυτούς θεμελιώνεται σε κάθε περίπτωση που χρησιμοποιείται αποδεικτικό μέσο. Ο δεύτερος από τους παραπάνω λόγους αναιρέσεως θεμελιώνεται.χ.Ε. παραπονείται ο αντίδικος εκείνου που πρότεινε τον πραγματικό ισχυρισμό ή εκείνου. Στη δεύτερη περίπτωση το παράπονο διατυπώνει ο διάδικος που πρότεινε τον πραγματικό ισχυρισμό. Ο τρίτος από τους παραπάνω λόγους θεμελιώνεται. όπως τροποποιήθηκε. όταν το δικαστήριο παραβαίνοντας την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσβάλλοντας το δικαίωμα της υπερασπίσεως δεν λαμβάνει υπόψη αποδείξεις για ουσιώδη γεγονότα. ενώ σε άλλες περιπτώσεις. στις οποίες κατά το νόμο επιτρέπεται ή επιβάλλεται προαπόδειξη. ή εκείνες των μαρτυρικών καταθέσεων που γίνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή του συμβολαιογράφου χωρίς δικαστική επιταγή. Α.Ε. Έτσι σε ορισμένες περιπτώσεις αρκείται στη μνεία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Σχετικά με την εκτίμηση της συνδρομής των προϋποθέσεων του παραδεκτού και της βασιμότητας του λόγου αυτού της αναιρέσεως η νομολογία του Αρείου Πάγου κυμαίνεται. Εξαιρούνται βέβαια εκείνες οι περιπτώσεις. ανώτατο όριο επετράπη η απόδειξη με μάρτυρες. Στην πρώτη περίπτωση. Ο πρώτος από τους παραπάνω λόγους θεμελιώνεται ακόμα. ότι έχουν ληφθεί υπόψη «όλες οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν».§ 290 – Αναίρεση 134 σπίσεως και τελικά του παραπάνω αναφερόμενου και συνταγματικά (στο άρθρ. π. προς όφελος του οποίου έχει ληφθεί υπ' όψη κάποιο πραγματικό γεγονός. όταν χρησιμοποιείται αποδεικτικό μέσο που επιτρέπεται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές. 10) Αν το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπ' όψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπ' όψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν39. εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις. 11.λπ. ενώ δεν επιτρέπονται μάρτυρες.χ. . ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. μολονότι η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερέβαινε το καθορισμένο από τον ΚΠολΔ.ΠολΔ Σ. π. Π. διεξάγονται αποδείξεις χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση που να τις διατάζει. δέχεται ότι. λαμβάνονται υπ' όψη δικαστικά τεκμήρια. όταν λαμβάνονται υπόψη αποδείξεις που επιτρέπονται μεν.χ. σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στο σχετικό παραπάνω κεφάλαιο41.ΠολΔ Σ.Ε. ότι αυτές θεωρούνται επαρκείς.Ε. για τα οποία ισχύει το σύστημα της θεωρίας των αποδείξεων. άρθρ. 12 Σχ. 12 Α. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. § 275. Ο ΚΠολΔ δεν περιέλαβε και υπό τη διατύπωσή του. Πρβλ. Ο λόγος αυτός έχει πρακτική σημασία.χ. 610 αριθ. 2915/2001 τη διάταξη αυτή ενόψει της μεταβολής του συστήματος της επαγωγής κ. όταν το βάρος της αποδείξεως επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα. αναγνώριζε ως λόγο αναιρέσεως και τη μη επιβολή νόμιμα επαχθέντος ή αντεπαχθέντος όρκου.§ 290 – Αναίρεση 135 παρά τη γενική αυτή έκφραση. 610 αριθ. ανεξάρτητα από ποιόν διάδικο προσκομίστηκαν. Στην πραγματικότητα. εφόσον μεταξύ των αποδεικτικών μέσων. 577 αριθ. ο αντίδικος απαλλάσσεται». 11) Αν το δικαστήριο της ουσίας παραβιάζει (ερμηνεύει εσφαλμένα και δεν εφαρμόζει προσηκόντως) τους ορισμούς του νόμου σχετικά με το βάρος της αποδείξεως42. αν έχει ληφθεί υπόψη και έχει εκτιμηθεί κάποιο συγκεκριμένο και ορισμένο αποδεικτικό μέσο. για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω40. υπάρχουν κάποια. στις οποίες. γιατί η παράλειψη αυτή αποτελεί ειδική εμφάνιση της μη λήψεως υπόψη νόμιμα επικληθέντος (και προσαχθέντος) αποδεικτικού μέσου. η τυχόν εσφαλμένη κατανομή του βάρους της αποδείξεως δεν έχει πρακτική σημασία (αφού λείπει το έννομο συμφέρον). κατ' εφαρμογή του κανόνα. αν έχουν προσαχθεί επαρκείς αποδείξεις. αν ο σχετικός ισχυρισμός απορρίφθηκε ή δεν έχει ληφθεί υπόψη λόγω ελλείψεως αποδείξεων. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. . ενώ κατά το νόμο δεν το έφερε αυτός.Ε. § 275. Βλ. 13 Α. 9 της ΠολΔ. 13 Α. και εκτιμήθηκε. 12. δικαστική ομολογία. 43. Ο λόγος αυτός συντρέχει. πριν από το Ν. 41. 13 Σχ.Ε. Η αντίστοιχη διάταξη του προγενέστερου δικαίου. του όρκου και της αποδεικτικής δυνάμεως του επακτού όρκου. 577 αριθ. τουλάχιστον στις περιπτώσεις εκείνες. ανωτ. και σε κάθε περίπτωση. 13.Ε. 610 αριθ. Η προσθήκη διαγράφηκε με το ν. 13.δ.ΠολΔ Σ. Σύμφωνα με το πνεύμα της διατάξεως αυτής43 η εσφαλμένη κατανομή του βάρους της αποδείξεως αποτελεί λόγο αναιρέσεως. σύμφωνα με τον οποίο «όταν δεν αποδεικνύει αυτός που φέρει το βάρος της αποδείξεως. π. ανωτ. είναι υποχρεωτική η επιβολή του παραπάνω όρκου. Ρητά όριζε αυτό ο ΚΠολΔ με την αρχική του διατύπωση και το Σχ. δημόσια ή 40. που χρησιμοποιήθηκαν. 42. Ήδη μετά την κατάργηση του επακτού όρκου (διαδίκου) ως αποδεικτικού μέσου τέτοιο ζήτημα δεν ανακύπτει. ή λόγω του ότι οι αποδείξεις δεν ήταν επαρκείς. 577 αριθ.Ε. 12) Αν το δικαστήριο παραβιάζει τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων44. 44.ΠολΔ Σ. «γεννιούνται σοβαρές αμφιβολίες» από το σύνολο των αιτιολογιών. 958/1971.λπ. 807 αριθ. ή απέρριψε κάποιον ισχυρισμό ως απαράδεκτο. παρά το νόμο. ο δε όρος «απαράδεκτο» αναφέρεται στο δικονομικό απαράδεκτο47. π. Παλαιότερα η νομολογία είχε δεχθεί την αντίθετη (την εκτιθέμενη στο κείμενο) άποψη.Ε. εμμέσως πλην σαφώς. κατά το προϊσχύσαν δίκαιο του όρκου – ή αντιθέτως δέχθηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εκπτώσεως από τις προθεσμίες διεξαγωγής ή προσαγωγής αποδείξεων κ. ότι προσδίδεται σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο ορισμένη αποδεικτική δύναμη.. όταν το δικαστήριο κήρυξε άκυρη επίδοση. Ο Άρειος Πάγος δεχόταν κατά το προγενέστερο δίκαιο – όχι ορθά κατά τη γνώμη που είχε διατυπώσει ο Γ. παραβιάζονται. 48. 577 αριθ.λπ. για κάποια από τα οποία ισχύει το σύστημα των νομικών αποδείξεων. 14 Α.161. Έτσι. ή ότι από την παράβαση επήλθε στον προτείνοντα διάδικο βλάβη. 45. Ι §§ 159 . σε πολλές περιπτώσεις οι ορισμοί του ισχύοντος δικαίου.χ. τ. τότε θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως για παράβαση κανόνων του ουσιαστικού δικαίου. 14 Σχ.λπ. Με τον όρο «ακυρότητα» εννοείται στην προκειμένη περίπτωση η δικονομική ακυρότητα.χ. ποια αποδεικτική δύναμη προσδόθηκε σε κάποιο αποδεικτικό μέσο. όταν π. 47. όταν δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. η οποία προβλέπεται στο νόμο. 610 αριθ. . Πρβλ.136 § 290 – Αναίρεση αναγνωρισμένα ιδιωτικά έγγραφα κ. 46.χ. την οποία προσδίδουν αυτοί στο κάθε επί μέρους αποδεικτικό μέσο. ότι ο επακτός όρκος που δόθηκε – πριν την κατάργησή του με το Ν. η οποία υποστηρίζεται και στην επιστήμη. Ι § 159. 14. και για τις δυο αυτές έννοιες ανωτ. 2915/2001 – ή η δικαστική ομολογία δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη κ. που προβλέπονται ειδικά στο άρθρ. 159 (161) ΚΠολΔ και που αναφέρονται παραπάνω48. Βλ. αναγράφεται στην απόφαση. Ράμμος – ότι ο λόγος αυτός της αναιρέσεως θεμελιώνεται μόνο. μολονότι ήταν από αυτούς που μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης ή κήρυξε κάποιον από τους διαδίκους έκπτωτο από το δικαίωμά του – της δόσεως λ. Αν το δικαστήριο απαγγείλει ή δεν κηρύξει ακυρότητα ή απαράδεκτο. επειδή προτάθηκε καθυστερημένα. χωρίς να δέχεται. αλλά σύμφωνα με όσα το ουσιαστικό δίκαιο ορίζει.χ. 13) Αν το δικαστήριο. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ.Ε. έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο46. ή εκτιμούνται συλλογικά περισσότερα αποδεικτικά μέσα. Αντίθετα. τ. σύμφωνα με την ίδια άποψη. Θ. ανωτ. ενώ τα υπόλοιπα υπάγονται στο σύστημα της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων. ΠολΔ Σ. ότι συντρέχει μια από τις περιπτώσεις. όμως. δημόσια έγγραφα και μάρτυρες ή δικαστικά τεκμήρια45. δεν υπάρχει αυτός ο λόγος αναιρέσεως. όταν ρητά αναφέρεται. η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο. για το οποίο ισχύει το σύστημα της θεωρίας των αποδείξεων. επειδή έγινε κατά παράβαση του νόμου.λπ. κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα. σχετικά με τη δύναμη. Ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως συντρέχει λ. . 55. ο οποίος έχει παραπάνω αναπτυχθεί. Βλ. χωρίς να έχει ασκηθεί και να έχει γίνει δεκτό κάποιο νόμιμα επιτρεπόμενο ένδικο μέσο. κατά παράβαση του νόμου. κατωτ. Η ισχύς του δεδικασμένου μπορεί να προέρχεται ή να προβάλλεται. 53. αυτεπάγγελτα ή με πρόταση ενός από τους διαδίκους. 15. 54. 610 αριθ. Για το ζήτημα του χαρακτηρισμού αποφάσεως ως οριστικής κ.§ 290 – Αναίρεση 137 14) Αν παρά το νόμο ανακλήθηκε οριστική απόφαση49. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. Αυτός ο λόγος αναιρέσεως γεννιέται κυρίως. όταν ανακλήθηκε οριστική (ή κατ’ άλλη διατύπωση τελειωτική) απόφαση παρά το νόμο. 16 Σχ. όμως.Ε. ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου. 51. και όταν το δεδικασμένο έχει ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. 17 Σχ. 16. στην οποία στηρίχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. 16) Αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις55. Βλ.Ε. στοιχ.ΠολΔ Σ. 19 του άρθρ. τ. μπορεί να θεμελιώνεται λόγος αναψηλαφήσεως54. 52. Ι § 201. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. αν επιτρέπεται και σε ποια έκταση ο ακυρωτικός έλεγχος. 17) Αν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική 49. § 289. 577 αριθ.Ε. ανωτ. § 289. Από τη διατύπωση της σχετικής διατάξεως προκύπτει σαφώς. 140. Η αντίφαση πρέπει να υπάρχει στο διατακτικό της αποφάσεως. VIII. είναι ενδιαφέρον το ζήτημα.λπ.Ε. Κατά κανόνα. σελ. 577 αριθ.ΠολΔ Σ. Η αντίφαση (των) αιτιολογιών μπορεί ενδεχομένως να στηρίζει άλλο λόγο αναιρέσεως και μάλιστα αυτόν που προβλέπεται στον αριθ. να συντρέξει περίπτωση δημιουργίας του ίδιου λόγου. 17 Α.Ε. 56. προϋπόθεση της εφαρμογής αυτού του λόγου είναι ότι προτάθηκε η ένσταση του δεδικασμένου και ότι έγινε δεκτή ή ότι απορρίφθηκε. 15) Αν το δικαστήριο. Ο λόγος αυτός θεσπίζεται. ζήτημα το οποίο αποτελεί ειδική μορφή του παρακάτω εξεταζόμενου γενικότερου προβλήματος σχετικά με τον παραπάνω έλεγχο53. Αν δεν εξετασθεί. 50. Δεν αποκλείεται. ανωτ. 16 Α.ΠολΔ Σ.Ε. γίνεται λόγος παραπάνω50. ότι νοείται η ανάκληση από το ίδιο ή άλλο δικαστήριο. 577 αριθ. ότι πηγάζει από απόφαση του ίδιου ή άλλου πολιτικού. επειδή από την ύπαρξη αντιφατικών διατάξεων εμποδίζεται η παραγωγή και η ανάπτυξη των συνεπειών της αποφάσεως (του ουσιαστικού δεδικασμένου. 610 αριθ. 559 (577) ΚΠολΔ56. το ζήτημα της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου και ανατραπεί η αρχική απόφαση. Βλ. της εκτελεστότητας κ.). Σχετικά με την εξέταση και την παραδοχή του λόγου αυτού. Βλ. ανωτ. δέχτηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίστηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε ως ανύπαρκτη51. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ.λπ. κατωτ. Είναι ενδεχόμενο όμως να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αντίστοιχου και συναφούς λόγου αναψηλαφήσεως52. 15 Α. Πρβλ. 610 αριθ. 17. 15 Σχ. το άρθρ. . όπως οριζόταν αρχικά στον ΚΠολΔ. ανεξάρτητα αν το έγγραφο αυτό είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση το μοναδικό αποδεικτικό μέσο που τέθηκε υπόψη του δικαστή και χρησιμοποιήθηκε 57. 580 (598) ΚΠολΔ. ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Από τη διατύπωση της σχετικής διατάξεως προκύπτει. καταθέσεις μαρτύρων. μπορεί να προβληθεί με την παραπάνω διεύρυνση και σ' όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο πιο πάνω αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως.Ε. 577 αριθ. 577 αριθ. και να έχει συνταχθεί από ημεδαπό ή αλλοδαπό υπάλληλο ή από ημεδαπή ή αλλοδαπή αρχή. ότι σε περίπτωση αναιρέσεως για δικονομικούς λόγους μπορεί να παραπεμφθεί η υπόθεση σε δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές με εκείνο που εξέδοσε την απόφαση που αναιρέθηκε. όταν κάποιο διαδικαστικό έγγραφο χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό μέσο κάποιου ισχυρισμού κ. αν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο.ΠολΔ Α. 18) Αν το δικαστήριο (της ουσίας) παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό58. όπως αναπτύσσεται παρακάτω. όταν πρόκειται για έγγραφο που λαμβάνεται υπόψη και συνάγεται από αυτό αποδεικτικό υλικό και όχι για οποιοδήποτε από τα κάθε φορά επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα. γνώμη πραγματογνωμόνων κ. 20. αν (δικαστήριο) παραμόρφωσε το περιεχόμενο αποδεικτικού μέσου με το να δεχθεί πόρισμα προφανώς διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει από αυτό σε σχέση με την ύπαρξη ή ανυπαρξία πραγματικών γεγονότων. όταν γίνεται χρήση του εγγράφου για τη συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου. Αν το δικαστήριο αυτό της παραπομπής δεν συμμορφωθεί με την αναιρετική απόφαση. Με το ν. στην προκειμένη περίπτωση το αποδεικτικό έγγραφο. μόνο όταν το δικαστήριο. 610 Α. ότι υπάρχει λόγος αναιρέσεως. π. 18 Σχ. Οι προϋποθέσεις του παραπάνω λόγου υφίστανται. Συνεπώς δεν περιλαμβάνονται κατ' αρχήν τα διαδικαστικά έγγραφα. Ο λόγος αυτός συντρέχει. όταν το γραπτό κείμενο αποδίδει απλά το περιεχόμενο άλλου αποδεικτικού μέσου. 58.λπ. Ο λόγος αυτός συνέτρεχε αρχικά. 490/1974 τροποποιήθηκε. Αλλιώς όμως έχει το πράγμα. ως αρμόδιο για να τη δικάσει. όταν το έγγραφο χρησιμοποιείται για άμεση απόδειξη.Ε.Ε.λπ. δεν δεχόταν την άποψη που υιοθέτησε η αναιρετική απόφαση σχετικά με την αρμοδιότητα και την παραπομπή. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. Εννοείται.δ. Με τον όρο «έγγραφο» νοείται. 18. ότι η παραμόρφωση του περιεχομένου κάποιου εγγράφου δημιουργεί τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως. επομένως. 20 Σχ. Είναι αμφίβολο το ζήτημα. Το έγγραφο μπορεί να είναι δημόσιο ή ιδιωτικό μιας και ο νόμος δεν αναφέρει κάποιο περιορισμό. στο οποίο παραπεμπόταν η υπόθεση μετά την αναίρεση.ΠολΔ Σ. ΚΠολΔ 59 (557) αριθ. δηλαδή δεν υιοθετήσει ή δεν ακολουθήσει τη λύση που έδωσε το αναιρετικό τμήμα του Αρείου Πάγου για το συγκεκριμένο δικονομικό θέμα.138 § 290 – Αναίρεση απόφαση57. Ο ΚΠολΔ με την αρχική του διατύπωση όριζε. και προβλέπεται.χ. αλλά απαιτείται. κατά την αναφερθείσα διάταξη. κι αφ' ετέρου δεν ανταποκρίνεται στη λογική ερμηνεία της σχετικής διατάξεως. την οποία υιοθετεί σχεδόν πάγια η νομολογία του Αρείου Πάγου. ενώ καμία τέτοια προσθήκη δεν υπάρχει ή ότι το τίμημα που συμφωνήθηκε για την πώληση κάποιου πράγματος ή το μίσθωμα που ορίστηκε ανέρχεται σε ευρώ 10. αν συντρέχει πράγματι περίπτωση έκδηλης πλάνης ή παραδρομής ή αν πρόκειται για γραφικό λάθος. Όπως συνάγεται από το γράμμα του νόμου και από όσα ήδη εκτέθηκαν. Εξ άλλου ο ειδικότερος προσδιορισμός και καθορισμός των προϋποθέσεων και των ορίων της εκτάσεως και της εφαρμογής του προαναφερόμενου λόγου συνδέεται σε πολλά σημεία με το πρόβλημα αφ' ενός της διαγραφής των πλαισίων του ελέγχου του Άρειου Πάγου για την κρίση των διαφόρων θεμάτων και ζητημάτων από τα δικαστήρια της ουσίας και αφ' ετέρου με τη . η παραμόρφωση του περιεχομένου του εγγράφου να επηρέασε την εκτίμηση αυτών και να οδήγησε τελικά σε πρόδηλα εσφαλμένο πόρισμα. παραμόρφωση αυτού. ότι με τον εξεταζόμενο λόγο διασπάται εν μέρει ο κανόνας του «ανέλεγκτου της εκτιμήσεως των πραγματικών γεγονότων και των αποδείξεων». Η πρώτη εκδοχή. εξέταση του θέματος οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. ή αν υπάρχουν και άλλα αποδεικτικά μέσα. αν τα δικαστήρια της ουσίας πραγματικά λαμβάνουν ή δεν λαμβάνουν υπόψη αποδείξεις που έχουν τεθεί στην εκτίμηση του δικαστή. όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε. Υποστηρίζεται περαιτέρω. ενώ το έγγραφο αναφέρει ευρώ 50. Π.λπ. Εκτός των άλλων περιορίζει αυτή (η εκδοχή) σημαντικά το πλαίσιο της εφαρμογής του παραπάνω λόγου και ματαιώνει ουσιαστικά το σκοπό που επιδιώκεται με την αναγραφή του στο νόμο. για τον οποίο γίνεται λόγος παρακάτω. Εξάλλου. χωρίς να εκτίθεται και να αιτιολογείται επαρκώς. έρεισμα στο νόμο. περιστατικά. όπως λ. το δικαστήριο της ουσίας δέχεται. γιατί δεν αποκλείεται. Η κατά βάθος. στα σχετικά με την παραπομπή μετά την αναίρεση. σαν να επρόκειτο για σφάλμα σχετικό με την ερμηνεία και την εφαρμογή κανόνα (του) ουσιαστικού δικαίου. Παρ' όλα αυτά ο ΚΠολΔ σε ορισμένα σημεία. παρά την ύπαρξη και άλλων αποδείξεων. δεν αρκεί απλά η συνήθως εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου. το περιεχόμενο ή το υλικό των οποίων συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο της ουσίας.χ. αφ' ενός δεν βρίσκει.. η οποία υπάρχει.000. τα οποία είναι προφανώς διαφορετικά από εκείνα που περιέχονται στο έγγραφο. όμως. τουλάχιστον άμεσα. οι οποίοι καθορίζουν τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ελέγχεται με ακρίβεια. Μπορεί μερικές φορές να συντρέχει παράβαση των κανόνων. προβαίνει σε ρυθμίσεις.000 ή αντίστροφα. ότι στο έγγραφο γίνεται λόγος για δήλωση υπό προθεσμία ή αίρεση. ως μνημονευόμενα στο περιεχόμενο του εγγράφου.§ 290 – Αναίρεση 139 από αυτόν για τη διαπίστωση της αλήθειας κάποιου πραγματικού ισχυρισμού κ. αλλ' αυτό δεν είναι απαραίτητο για τον εξεταζόμενο λόγο.χ. ο παραπάνω λόγος στηρίζεται σε δικονομική παράβαση. 140 § 290 – Αναίρεση διάκριση μεταξύ νομικού και πραγματικού ζητήματος. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. και αφ' ετέρου οι δικονομικοί κανόνες. ανεξάρτητα από τον τύπο.χ. Σε συμβάσεις του Κράτους. οι οποίες αφορούν τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών. των οποίων η εξέταση γίνεται παρακάτω59. λόγο αναιρέσεως. πριν από κάποιο διάστημα το αντίθετο. 1 του άρθρ. 1 Α. δεν ήταν να περιλάβει και αυτούς τους κανόνες. 2) Με τον όρο «κανόνας ουσιαστικού δικαίου» νοείται πρώτα από όλα «ουσιαστικός νόμος». 577 αριθ. αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. ωστόσο. Ανεξάρτητα από την ορθότητα της απόψεως αυτής γενικά. Επομένως. αδιάφορα αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο. 1 Σχ. 60. Η παράβαση διατάξεων διεθνών συνθηκών υπάγεται στην προαναφερθείσα διάταξη. . λόγο αναιρέσεως αποτελεί η μη ορθή εφαρμογή των διατάξεων εκείνων. εφόσον αυτές περιέχουν κανόνες δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς60. 1. η πρόθεση του συντάκτη της διατάξεως του αριθ. ή απλού εκτελεστικού διατάγματος. εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. 1) Κατά τον ΚΠολΔ υπάρχει λόγος αναιρέσεως. π. Αμφισβητούνταν από το προγενέστερο δίκαιο το ζήτημα ως προς την παράβαση του νόμου περί του προϋπολογισμού του Κράτους. σύμφωνα με τη διάταξη που παρατέθηκε. που περιβλήθηκαν τη μορφή νόμου. Υποστηρίχθηκε. που κυρώνονται με νόμο. οι οποίοι δεν περιέχουν κανόνες δικαίου. Αποκλείονται αφ' ενός οι απλοί τυπικοί νόμοι. Βλ. όχι όμως και σε άλλες συμβάσεις. με τον οποίο θεσπίστηκε αυτός. οι οποίες δεν είναι κυρωμένες με νόμο61. ελληνικό ή ξένο. με τις οποίες τίθεται κανόνας δικαίου όχι όμως και με εκείνες. 610 αριθ.Ε. πιο κάτω. ββ) Λόγοι αναιρέσεως από παραβάσεις ουσιαστικού δικαίου. που προμνημονεύτηκε. δηλαδή κανόνας γραπτού ουσιαστικού δικαίου. αποτελεί η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα δεν αρκεί η παράβαση απλού τυπικού νόμου. 559 (577) ΚΠολΔ. 61. αλλά και σε διάταγμα που εκδόθηκε με νομοθετική εξουσιοδότηση ή σε κανονισμό που εκδίδεται από διοικητική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με νομοθετική εξουσιοδότηση ή σε συλλογική σύμβαση εργασίας και μάλιστα στο καλούμενο κανονιστικό (όχι όμως και στο ρυθμίζον τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων) μέρος αυτής ή στην απόφαση επιτροπής διαιτησίας ή στην υπουργική απόφαση που την αναπληρώνει. ο οποίος περιέχεται όχι μόνο σε τυπικό νόμο. στους οποίους η ισχύς δόθηκε με νόμο που κυρώνει τη σύμβαση ή και με νόμο που 59. νόμου που παρέχει αμοιβή ή σύνταξη σε ορισμένο πρόσωπο.Ε. αλλά είναι διοικητικές πράξεις. ο οποίος τίθεται από την πολιτεία. ΠολΔ Σ. Η παραπάνω διάταξη λύνει ρητά και καταφατικά το ζήτημα αυτό προλαμβάνοντας ή αίροντας τις υφιστάμενες αμφισβητήσεις του δικαίου που ίσχυε πριν τον ΚΠολΔ Εξάλλου δεν γεννάται κανένα ζήτημα προκειμένου περί παραβάσεως αλλοδαπού δικαίου. όπως ρητά ορίζει η ανωτέρω διάταξη. εάν συνδέεται και με άλλα δικονομικά ελαττώματα. Παρά (όμως) την περιοριστική διατύπωση της παραπάνω διατάξεως δεν αποκλείεται η ίδια παράβαση να δημιουργεί και σε άλλες περιπτώσεις και δικονομικό λόγο αναιρέσεως. όπως προαναφέρθηκε. αποτελεί λόγο αναιρέσεως. ότι υφίσταται δίδαγμα της κοινής πείρας χαρακτηρίζοντας κάποιον επιστημονικό. και η παράβαση των ερμηνευτικών των δικαιοπραξιών και γενικότερα των δηλώσεων βουλήσεως κανόνων. προ του Ν. Εξάλλου. βάσει κανόνα δικαίου. η εσφαλμένη ερμηνεία ή η μη εφαρμογή ή η μη ορθή εφαρμογή κ. όπως ειδικότερα αναπτύσσεται παρακάτω. . Έτσι π. η οποία δεν ανάγεται στην ερμηνεία και εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου.λπ. επειδή κατ’ αποτέλεσμα χωρίς αποδείξεις ένα πραγματικό γεγονός θεωρήθηκε αληθινό. όχι μόνο του γραπτού δικαίου αλλά και των εθίμων. πιο πάνω § 263. αμφισβητούνταν υπό το προγενέστερο δίκαιο. η παράβαση κανόνα ουσιαστικού 62. η οποία (διάταξη) προβλεπόταν και από το προηγούμενο δίκαιο. εφόσον αυτά χρησιμεύουν για την εφαρμογή των κανόνων δικαίου ή με την σ' αυτούς υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων. εάν λόγο αναιρέσεως δημιουργεί η παράβαση του αλλοδαπού δικαίου. κανόνα ως δίδαγμα.χ. έχει ήδη γίνει δεκτό και από το προγενέστερο δίκαιο ότι η μη συμμόρφωση προς τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου δικαιολογεί την αναίρεση. δικονομικό δίκαιο) ή την παραδοχή πραγμάτων ως αληθινών χωρίς την διεξαγωγή αποδείξεων. όπως αναφέρθηκε. η παραπάνω διάταξη. ημεδαπό δίκαιο62. Η κατευθείαν παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας.λπ. Λόγο αναιρέσεως συνιστά. όπως ρητά ορίζει προλαμβάνοντας αμφισβήτηση. γιατί αυτό θεωρείται. τεχνικό κ. εάν το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε εσφαλμένα. Το αντίθετο ισχύει ως προς την εφαρμογή των συνηθειών. δημιουργεί όμως λόγο αναιρέσεως.χ.§ 290 – Αναίρεση 141 διατυπώνει (τους κανόνες δικαίου) αυτοτελώς. εκτός άν. επιβάλλεται η εφαρμογή αυτών ή άν αυτές αποτελούν διδάγματα της κοινής πείρας. π. τη διαταγή ή μη αποδείξεων (με βάση το προϊσχύσαν. των κανόνων. υπάρχει παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. 2915/2001. Εξάλλου. που ίσχυε σε τμήμα που προσαρτήθηκε στο Ελληνικό Κράτος. Πρβλ. ενώ πράγματι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτό και με βάση τον εσφαλμένο αυτό χαρακτηρισμό δέχθηκε χωρίς αποδείξεις κάποιο πραγματικό γεγονός ως αληθινό.. Λόγο αναιρέσεως συνιστά. Λόγο αναιρέσεως αποτελεί. 1 της οποίας όριζε. ότι δεν δικαιολογείται αναίρεση. Με το άρθρο 5 του ν. Εσφαλμένη ή μη ορθή εφαρμογή είναι η εφαρμογή κάποιου κανόνα δικαίου ακόμα και όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτού (όπως λ. ο οποίος όπως αναφέρεται παρακάτω αντιμετωπίζει ορθά το ζήτημα κατά τις περιπτώσεις της υπάρξεως εσφαλμένων αιτιολογιών63. αυτού. 3810/1957 ο λόγος αυτός αναγνωρίστηκε ρητά με 63. από το προϊσχύσαν δίκαιο γινόταν μερικές φορές δεκτό. χωρίς να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. 166. ΧΔ σελ. Σύμφωνα με τον ισχύοντα ΚΠολΔ δεν μπορεί να υποστηριχθεί παρόμοια άποψη. Αυτό ισχύει πρόδηλα και στον ισχύοντα ΚΠολΔ. παρά τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την εφαρμογή αυτού του κανόνα). όπως ελέχθη. ερμηνεύθηκε περιορισμένα ή δεν εφαρμόσθηκε κατ' αναλογία. Ψευδής ερμηνεία: είναι η απόδοση στον υπό εξέταση κανόνα μη αληθινής ή μη προσήκουσας έννοιας. όταν η παράβαση υπάρχει στο διατακτικό της αποφάσεως.λπ. ότι λόγο αναιρέσεως αποτελεί η έλλειψη νομίμου βάσεως ή ερείσματος. Το προϊσχύσαν άρθρο 809 ΠολΔ όριζε (ρητά). Σε αντίθεση με την προϊσχύσασα Πολιτική Δικονομία. ότι δεν χωρούσε αναίρεση. Ψευδής ερμηνεία κανόνος δικαίου υπάρχει και όταν εσφαλμένως αποδόθηκε σε αυτόν τον κανόνα δικαίου από τον Δικαστή περιορισμένη ή στενή έννοια. η οποία υπάρχει κατά την παραδεδεγμένη από το προγενέστερο δίκαιο διατύπωση. Με βάση το άρθρου 809 της προϊσχύσασας Πολιτικής Δικονομίας που μίλαγε από τη μια για παράβαση κανόνα δικαίου όχι μόνο απευθείας αλλά και πλαγίως και από την άλλη (σύμφωνα) με αυτά που διδάσκονται στη Γαλλία. γινόταν και σε εμάς από χρόνια πάγια δεκτό. από τον ΚΠολΔ και στις δύο περιπτώσεις υφίσταται παράβαση κανόνα δικαίου υπό την εξεταζόμενη έννοια. όταν εσφαλμένως υπήχθησαν στο πραγματικό του συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου κάποια γεγονότα). . πιο κάτω στοιχ.§ 290 – Αναίρεση 142 δικαίου. όταν έχει λάβει χώρα ψευδής ερμηνεία ή μη εφαρμογή ή εσφαλμένη εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ακριβώς στην ορθή ερμηνεία και την προσήκουσα εφαρμογή του κανόνα δικαίου αποβλέπει. Με αυτήν εξομοιώνεται η μη εφαρμογή όμοιου κανόνα. Βλ. Η περιορισμένη ερμηνεία και εφαρμογή κανόνα δικαίου είναι εσφαλμένη ερμηνεία κ. όταν η σχετική διάταξη ήταν ασαφής. κατά τη μία κατεύθυνση η λειτουργία της αναιρέσεως. Δεν γεννάται κανένα ζήτημα για το ότι επιτρέπεται αναίρεση κατά τις περιπτώσεις της ευρύτερης ερμηνείας ή της κατ' αναλογία εφαρμογής ή της συμπληρώσεως κενού. όταν ο νόμος κλπ. ότι η ψευδής ερμηνεία ή η εσφαλμένη εφαρμογή σαφούς κανόνα δικαίου δημιουργεί λόγο αναιρέσεως. Σημειωτέον ότι υπό την ισχύ του άρθρου 809 της προϊσχύσασας ΠολΔ που έκανε λόγο περί παραβάσεως σαφούς κανόνα δικαίου. το άρθρο 810 εδ.χ. αφού δεν παρατίθεται με σαφήνεια και αιτιολογημένα. εάν εφαρμόστηκε καλά ή όχι ένας κανόνας δικαίου. 19 στο άρθρο 807 της προϊσχύσασας Πολιτικής Δικονομίας. οπότε και δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση. 19. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. . Πάντως ο προκείμενος λόγος αναιρέσεως υφίσταται και όταν η έμμεση ή η εκ πλαγίου παράβαση λαμβάνει χώρα ως προς την χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της λογικής κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την σε αυτούς υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων. όταν συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που έχουν αναφερθεί πιο πάνω. 19 καθοριστική είναι η θεωρία του Γεωργίου Μητσοπούλου (βλ.Ε. Σχ. όταν η χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της λογικής λαμβάνει χώρα για την ερμηνεία κ. Μητσοπούλου.§ 290 – Αναίρεση 143 την προσθήκη της διατάξεως του εδ. κατά τις οποίες η ευθεία ή άμεση παράβαση δικονομικών κανόνων. «έμμεση ή εκ πλαγίου». μέσω της οποίας επιχειρήθηκε η αναγνώριση εξουσίας στο Ακυρωτικό. 577 αριθ.Ε. κανόνων του δικονομικού δικαίου. Όπως έχει η προαναφερόμενη διάταξη είναι δυνατόν να υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως και κατά την εφαρμογή διατάξεως δικονομικού δικαίου. Η νομολογία του Αρείου Πάγου όμως υιοθετεί πάγια σχεδόν την αντίθετη άποψη. Η παράβαση αυτή των κανόνων του δικαίου καλείται. όπου αυτό επιβάλλεται ή δικαιολογείται. προκειμένου να διακριθεί από την άλλη τη λεγόμενη άμεση ή κατ' ευθείαν. Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή. θεμελιώνει σύμφωνα με τα πιο πάνω αναπτυσσόμενα λόγο αναιρέσεως. η οποία περιορίζει χωρίς επαρκή αιτιολογία την έκταση της εφαρμογής της πιο πάνω διατάξεως. 19. ιδιαίτερα αν στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης64. τουλάχιστον κατά τις περιπτώσεις εκείνες. ΠολΔ Σ. πρέπει να γίνεται δεκτό κατά πρώτον.λπ. άν η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. ιδίως από τις πρόσφατες μελέτες του: Γ. κατά τον οποίον υπάρχει λόγος αναιρέσεως. Ο ΚΠολΔ στο σημείο αυτό δεν μιλά μεν ρητά και για εκ 64. Τον λόγο αυτό αναγνωρίζει ρητά πλέον ο ισχύων ΚΠολΔ. 610 αριθ. Για την έννοια της ελλείψεως νομίμου βάσεως κατ’ άρθρο 559 αριθμ. κανόνων του ουσιαστικού δικαίου. 18 Α. εάν συντρέχουν εν όλω ή εν μέρει οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κ. όταν η διατύπωση της αποφάσεως είναι τέτοια. έλλειψη νομίμου βάσεως υπάρχει. Η έλλειψις νομίμου βάσεως ως λόγος αναιρέσεως2. Αλλά και κατά την ορθότερη γνώμη. συμβαίνει το ίδιο και όταν οι παραπάνω αρχές είναι χρήσιμες ή και απαραίτητες για την εφαρμογή κ. 1 (19 ΚΠολΔ). ώστε δεν παρέχεται η δυνατότητα του ελέγχου στο Ακυρωτικό και ιδιαίτερα δεν μπορεί από τις αιτιολογίες και γενικά από την απόφαση ως σύνολο να διαπιστώσει. 2006). Αυτό όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 559 (577) αρ.λπ. για να μπορεί να ελέγχει την ορθή εφαρμογή κάθε κανόνα δικαίου. Αθήναι.λπ. επιτρέπεται σε περιορισμένες περιπτώσεις αναίρεση και ειδικότερα μόνο: 1) Εάν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Αυτός ο λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές. ΠολΔ Σ. Εναντίον των αποφάσεων των ειρηνοδικείων όπως και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται μετά από έφεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων. συνήθης υπό την δεύτερη μορφή. 3) Εάν το δικαστήριο υπερέβη την δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν ήταν καθ' ύλην αρμόδιο. α.Ε. Για τις περιπτώσεις.ΠολΔ Σ. α΄ ΚΠολΔ67 ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση υπέρ του νόμου κάθε αποφάσεως για κάθε λόγο ακόμα και αν δεν υπόκειται σε αναίρεση από τους διαδίκους. 608 εδ. 578. κατά τις οποίες 65. του οποίου έγινε δεκτή η εξαίρεση. Από αυτή την διάταξη προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει την εξουσία να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως για οποιαδήποτε παράβαση κανόνα δικαίου (ουσιαστικού ή δικονομικού). Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως μόνο αν αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτούς των πραγματικών γεγονότων. 2) Εάν η σύνθεση του δικαστηρίου δεν ήταν σωστή ή μετείχε στη σύνθεσή του δικαστής. α Α. η οποία είναι δυνατόν να εμφανίζεται τόσο υπό τη μια όσο και υπό την άλλη μορφή και η οποία δεν αποκλείεται να είναι εξίσου έντονη. 66. περιλαμβανομένων και των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών αδιάφορα αν πρόκειται περί νόμου ή εθίμου. υπέρ του νόμου. Κατά το άρθρο 557 (575) εδ. Μόνο ο λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε παράβαση κανόνων δικαίου δεν μπορεί να προβληθεί αναφορικά με αποφάσεις μικροδιαφορών66. 67. γ) Λόγοι αναιρέσεων που μπορεί να προβληθούν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ως προς αυτούς τους λόγους ισχύουν τα προαναφερόμενα για τους αντίστοιχους λόγους αναιρέσεως εναντίον αποφάσεων των εφετείων ή πρωτοδικείων. καθώς και κατά των αποφάσεων πρωτοδικείων που εκδίδονται μετά από έφεση κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων. ΚΠολΔ 560 (578) Σχ. αν όχι καμμιά φορά και εντονότερη και περισσότερο. Βλ. . Σχ. 575 εδ.Ε.Ε.§ 290 – Αναίρεση 144 πλαγίου παραβάσεις. που δικάζουν σε πρώτο βαθμό και οι οποίες είναι κατά νόμο ανέκκλητες ή έγιναν τελεσίδικες με έναν από τους προβλεπόμενους νόμιμους τρόπους. β) Λόγοι αναιρέσεως κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων. 4) Εάν αποκλείσθηκε παράνομα η δημοσιότητα της διαδικασίας65. πιο πάνω § 279. ημεδαπού ή αλλοδαπού εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. 611 Α.Ε. αλλά εξάλλου δεν κάνει διάκριση ως προς τον τρόπο της παραβάσεως των δικονομικών κανόνων. ύπαρξη αντιφατικών διατάξεων ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνων δικαίου). Βλ. δ) Λόγοι αναιρέσεως που μπορούν να προταθούν από τον εισηγητή Αρεοπαγίτη. 4. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να είναι από αυτούς που αναγράφονται στους αριθμούς 1. Εκτός των λόγων που προβάλλονται από τον αναιρεσείοντα και από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ορισμένους λόγους αναιρέσεως μπορεί να προτείνει αυτεπαγγέλτως και ο εισηγητής Αρεοπαγίτης. 16. 70. εκπτώσεις από δικαιώματα ή απαράδεκτο και δεδικασμένο ισχυόντων κανόνων. και πιο κάτω υπό στοιχ.Ε. ενόψει και των συνεπειών της παραδοχής αυτών των λόγων θα πρέπει να θεωρείται ορθότερη η καταφατική απάντηση. ββ) Είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως εναντίον της αποφάσεως του δικαστηρίου της παραπομπής εφόσον έτσι πλήττεται η απόφαση κατά το μέρος που συμμορφώθηκε προς την αναιρετική70. υιοθετήσει την λύση – όπως άλλωστε υποχρεούται – που έχει δοθεί από τον Άρειο Πάγο στο νομικό ζήτημα δεν επιτρέπεται κατ' εφαρμογή του παραπάνω κανόνα η προσβολή της αποφάσεως του δικαστηρίου της παραπομπής ως προς το σημείο αυτό με τέτοιο αναιρετικό λόγο. αα) Όλοι οι λόγοι αναιρέσεως που αφορούν τις διαφορες κατηγορίες αποφάσεων. . ε) Κανόνες που ισχύουν για όλους τους λόγους αναιρέσεως. γίνεται λόγος πιο κάτω68. Κάθε άλλος λόγος αναιρέσεως πέραν των προβλεπομένων από το άρθρο 559 (557) ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος και απορρίπτεται από τον Άρειο Πάγο. παράβαση κανόνων περί δικαιοδοσίας. 580 § 1. οπότε είναι δυνατόν να παραπεμφθεί η υπόθεση σε δικαστήριο του ιδίου βαθμού και ομοειδές με εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. 150. Βλέπε πιο κάτω στοιχ. ΧΣΤ σελ. Εάν κατά τις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο στο οποίο έχει παραπεμφθεί η υπόθεση. Αναφύεται το ζήτημα. ΠολΔ Α. 14. η οποία κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου69. οι οποίες έχουν ήδη εκτεθεί αναφέρονται περιοριστικά από το νόμο. ΚΠολΔ 562(580) § 4. Εκτός των άλλων. αν ως προς αυτούς τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως ισχύουν οι κανόνες και οι περιορισμοί που εκτίθενται στη συνέχεια. 166. περί δικονομικής ακυρότητας. 69. Ο κανόνας αυτός μπορεί να έχει εφαρμογή εφόσον σύμφωνα με τα παρακάτω με την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως για παράβαση των διατάξεων περί αρμοδιότητας η υπόθεση παραπέμπεται από τον Άρειο Πάγο στο ορισμένο αρμόδιο Δικαστήριο ή για άλλους λόγους δικονομικής φύσεως. γγ) Κανένας δεν μπορεί να δημιουργήσει 68. ΚΠολΔ 562 (580) § 1 Σχ. VB σελ. 17 και 19 του άρθρου 559 (577) ΚΠολΔ (παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου.§ 290 – Αναίρεση 145 η αναίρεση αυτή παράγει κατ' εξαίρεση αποτελέσματα έναντι των διαδίκων. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να αναγράφονται στην έκθεση που συντάσσει ο εισηγητής. λπ. η οποία δεν είναι δυνατόν να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας. . ο οποίος αφορά την δημόσια τάξη. ΚΠολΔ 562 (580) § 2 εδ. ή κάποιο αποδεικτικό μέσο. ΠολΔ Σ. Κατ' εξαίρεση ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει73: 1) Για παράβαση. ότι από τους πραγματικούς και ενδεχομένως νομικούς ισχυρισμούς πρέπει να διακρίνονται τα απλά πραγματικά και νομικά επιχειρήματα. να έχουν προβληθεί έγκαιρα στα δικαστήρια της ουσίας. με άλλα λόγια το ζήτημα για το οποίο προβάλλεται ο λόγος αναιρέσεως δεν έχει εξεταστεί από το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. 613 εδ. στην οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. α Σχ. το οποίο είτε δεν προσκομίστηκε νόμιμα είτε αποτελεί μη επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο. Ι § 159. και πιο πάνω τ. εφόσον δεν εξαρτάται από άλλο όρο ή στοιχείο πραγματικής ή ουσιαστικής φύσεως και δεν προκύπτει ότι παραιτήθηκε ο ενδιαφερόμενος. δεν ήταν δυνατόν να προταθεί κατά τη συζήτηση. α και β Σχ. στα οποία στηρίζεται ο λόγος αναιρέσεως. ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν κ. α. Α. όταν δηλαδή από τη φύση των πραγμάτων ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται ο λόγος αναιρέσεως κ. 2) Για σφάλμα.Ε. Σύμφωνα με το προϊσχύσαν αστικό δικονομικό δίκαιο και κατά τις περιπτώσεις αυτές ήταν απαραίτητο τα πραγματικά περιστατικά. οι οποίες προσήχθησαν νόμιμα και των οποίων έγινε επίκληση σύμφωνα με το νόμο. όπως και παραπάνω παρατηρήθηκε κατ' επανάληψη. ότι επιβαλλόταν η εξ επαγγέλματος απόρριψη της αγωγής. προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο δεν εκτίμησε αποδείξεις. 580 § 2 εδ. 614 Α.Πολ.Ε.146 § 290 – Αναίρεση λόγο αναιρέσεως από δικές του πράξεις ή από πράξεις προσώπων που ενεργούν στο όνομά του.Δ Σ. εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη71. π. κατάχρηση δικαιώματος. όπως για παράδειγμα υπέρβαση καθηκόντων ή έλλειψη δικαιοδοσίας. 580 § 2 εδ. α και β. ΚΠολΔ 562 (580) § 2 εδ. 4) Όσον αφορά το ζήτη71. α Α. καθ' ύλην αναρμοδιότητα. έλλειψη νομιμοποιήσεως διαδίκου και εννόμου συμφέροντος κ. 613 εδ. είναι δυνατόν να προταθεί ως λόγος αναιρέσεως δεδομένου.χ. Πρβλ. το οποίο προκύπτει απο την ίδια απόφαση.Ε. 580 § 3. των οποίων η επίκληση – αδιάφορα αν αυτά συντελούν στη στήριξη ή απόκρουση των λόγων αναιρέσεως – δεν υπόκεινται στους πιο πάνω περιορισμούς. ΚΠολΔ 562 (580) § 3 Σχ. Με την προϋπόθεση. Και γενικότερα κατ’ αρχήν δεν επιτρέπεται η προβολή νέων ισχυρισμών ενώπιον του ΑΠ. Αν πρόκειται για ισχυρισμό. ο οποίος στηρίζεται σε ισχυρισμό που δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο ουσίας72.Ε. ότι συντρέχει ο τελευταίος περιορισμός. πράγμα που συμβαίνει π. 72.Ε. εάν παράνομα το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έλαβε αυτεπάγγελτα υπόψη του κάποιο γεγονός. δδ) Είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως. εννοείται.λπ.Ε.χ. ΠολΔ Σ.λπ. 73. Πρβλ. ακόμη και το νόμω αβάσιμο της αγωγής. Η άποψη αυτή είναι σύμφωνη και με τον ισχύοντα ΚΠολΔ. και ΠολΔ 100 (162) § 2. Ε. Ε) Τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της αναιρέσεως εξετάζει και αυτεπάγγελτα ακόμη και ο Άρειος Πάγος. α) Η προθεσμία της ασκήσεως αναιρέσεως είναι τριάντα ημέρες.λπ) όπως και τις δίκες περί εξαλείψεως υποθήκης. ε) Όσον αφορά τα αποτελέσματα της αναιρέσεως παρατηρούμε τα ακόλουθα: αα) Η προθεσμία της αναιρέσεως δεν έχει κατά κανόνα ανασταλτικό αποτέλεσμα. η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως αρχίζει μετά την παρέλευση της κατά το άρθρο 1847 ΑΚ προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομιάς. 617 Α. 74.ε. 582 § 4.ΠολΔ Σ. Εάν δεν επιδόθηκε η απόφαση. εάν ο πιο πάνω περιορισμός δεν ισχύει και αναφορικά με την πρόταση λόγων αναιρέσεως από τον εισηγητή Αρεοπαγίτη έγινε λόγος παραπάνω74. 82. 76. 616 § 3 Α. 575. Εάν ο διάδικος που δικαιούται να ασκήσει αναίρεση πέθανε. Βλ.ΠολΔ Σ. Ι § 157.81.Ε. 608 Α.ΠολΔ Σ.§ 290 – Αναίρεση 147 μα. ΚΠολΔ 564 (582) §§ 1-2 Σχ. εάν εκείνος που ασκεί αναίρεση διαμένει στο εσωτερικό και ενενήντα ημέρες εάν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής75. 75. η οποία αντικατέστησε την κατά το προϊσχύον δίκαιο προθεσμία διασκέψεως και την προς τους κληρονόμους ή τους κληροδόχους επίδοση της αποφάσεως που περατώνει την δίκη76.Ε. ΚΠολΔ 564 (582) § 3 Σχ. 80. β. ΚΠολΔ 557 (575) Σχ.ΠολΔ Σ. Η προθεσμία αυτή αρχίζει σύμφωνα με τις γενικές αρχές από την επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και μάλιστα από την επομένη της επιδόσεως. δ) Καμμιά προθεσμία δεν ισχύει για την άσκηση αναιρέσεως υπέρ του νόμου από τον εισαγγελέα του Α.Ε. 616 §§ 1-2 Α. Δ) Προθεσμία της αναιρέσεως.ε.Ε. 583 § 1. Βλέπε πιο πάνω τ. 571 § 1. η δε προθεσμία της αναιρέσεως είναι τριετής και αρχίζει από τη δημοσίευση της προαναφερθείσας αποφάσεως78. 78. είναι δυνατόν να ασκηθεί αναίρεση από τη δημοσίευση της αποφάσεως77. Βλ.Ε. 582 §§ 1-2. 604 Α. 79. 616 § 4 Α.Ε. ΚΠολΔ 564 (582) § 4 Σχ. προσημειώσεως ή κατασχέσεως και προκειμένου περί αποφάσεων που κηρύττουν κάποιο έγγραφο πλαστό82.ΠολΔ Σ. γ) Η προθεσμία της αναιρέσεως αναστέλλεται εκτός των γενικών λόγων79 κατά κανόνα κατά τη διάρκεια των προθεσμιών (της ανακοπής και) της εφέσεως. ΚΠολΔ 565 (583) § 1 Σχ.ΠολΔ Σ.Ε. ΚΠολΔ 553 (571) § 1 Σχ. ββ) Εξαίρεση ισχύει για τις δίκες που αφορούν γαμικές διαφορές ή σχέσεις γονέων και τέκνων (αποκήρυξη τέκνου κ. 582 § 3.Ε. 81. γιατί πριν από την παρέλευση αυτών η απόφαση δεν έχει καταστεί τελεσίδικη και δεν χωρεί όπως ειπώθηκε αναίρεση κατ' αυτής80. 77. πιο πάνω § 286. .Ε.Π. πιο πάνω. Πρβλ. το δικόγραφο της αναιρέσεως άκυρο. πλην όμως είναι επιτρεπτοί μόνο εφόσον ανάγονται στα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης αποφάσεως. όπως πάγια δεχόταν η νομολογία. Δ) Πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. β) Η προβολή πρόσθετων λόγων αναιρέσεως επιτρέπεται μεν ακόμα και αν η αίτηση αναιρέσεως δεν περιέχει λόγο τυπικά παραδεκτό και ορισμένο.Ε. 85. όπως αναφέρθηκε. όπως σημειώνεται και αλλού. 584 § 2. 146. οι οποίοι. ο αναιρεσείων δικαιούται να προβάλει και άλλους λόγους αναιρέσεως μέσα σε ορισμένη προθεσμία και με ορισμένες διατυπώσεις. οπότε αυτό καθίσταται υποχρεωτικό85. Διαφορετικά ρυθμίζεται το ζήτημα με βάση το ισχύον δίκαιο του ΚΠολΔ. Γ) Η αναίρεση που ασκείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου διαβιβάζεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου87. ΚΠολΔ 566 (584) § 2 Σχ. το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου 83. με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατυπώσεις83. Β) Αν με το ίδιο αναιρετήριο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες αποφάσεις πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η έλλειψη ενός τουλάχιστον τέτοιου λόγου καθιστά κατά το προϊσχύον δίκαιο. Άσκηση αναιρέσεως και αποτελέσματα αυτής. στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. 86. 618 § 2 Α. α Σχ. ότι μπορούν να υποστηριχθούν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. α) Εκτός από τους παραπάνω λόγους αναιρέσεως. ανωτ. ΚΠολΔ 567 (585) § 2 εδ. που να έχει ειδική πληρεξουσιότητα προς αυτό ή και του ιδίου του διαδίκου. στοιχ.Ε. Το δικόγραφο αυτό (αναιρετήριο) πρέπει. 87. ΚΠολΔ 566 (584) § 1 ΠολΔ Σ.ΠολΔ Σ. Βλ. εφόσον θεωρούνται από τον αναιρεσείοντα. 618 § 1 Α. 584 § 1. β) τους λόγους της αναιρέσεως. καθώς και σε εκείνα που αναγκαστικά συνδέονται με αυτά. εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118-120 ΚΠολΔ για κάθε δικόγραφο.Ε. . πρέπει να αναφέρονται. οι οποίοι καλούνται πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. Δβ σελ. αμέσως κατωτ. § 286.148 § 290 – Αναίρεση ΙΙΙ. για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω84 γ) αίτηση για αναίρεση ή ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και αίτηση επί της ουσίας της υποθέσεως δ) την υπογραφή του διαδίκου. γ) Οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως ασκούνται μόνο με δικόγραφο. 619 § 2 εδ. 585 § 2 ορθότερο θα ήταν και σε αυτή την περίπτωση να γίνεται κατάθεση της συντασσόμενης εκθέσεως στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Α) Η άσκηση της αναιρέσεως γίνεται. Βλ. πληρεξουσίου.ΠολΔΣ. η κάθε κατάθεση πρέπει να γίνεται σε καθένα από τα δικαστήρια αυτά86. α Α. 84. να περιέχει α) μνεία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και μάλιστα του αριθμού ή της χρονολογίας της. οι οποίοι πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια και ορισμένα.Ε.Ε.Ε. . 662 Α. ΠολΔ Σ. Βλέπε πιο πάνω στοιχ.§ 290 – Αναίρεση 149 Πάγου τριάντα τουλαχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως. Δ. εάν από την εκτέλεση της αποφάσεως πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης η αποκατάσταση της οποίας δε θα είναι εύκολη. παραδίδονται από τον γραμματέα του Αρείου Πάγου. είναι δυνατόν παρά ταύτα να διαταχθεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις η αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως. Η επίδοση είναι δυνατό να γίνει στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσιβλήτου. ένα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και ένα στον εισηγητή Αρεοπαγίτη της υποθέσεως. πρόσθετους λόγους (αναιρέσεως) μπορεί να ασκήσει και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Εξαίρεση ισχύει μόνο για τις περιπτώσεις. 123. δηλαδή διαβιβάζονται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου89. 585. 587. δ) Όταν ασκούν αναίρεση οι Εισαγγελείς (πρωτοδικών ή εφετών). καθένα από τα οποία σε μερικά σημεία ακολουθούσε διαφορετικό σύστημα. Ε) Όσον αφορά τα αποτελέσματα της εμπρόθεσμης και νόμιμης ασκήσεως αναιρέσεως ισχύουν και μπορούν να παρατηρηθούν τα παρακάτω: α) Η άσκηση της αναιρέσεως. μπορεί να διαταχθεί έπειτα από αίτηση κάποιου διαδίκου η αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. εάν η συζήτηση επισπεύδεται από αυτόν. αφού κατατεθούν από τον αναιρεσείοντα.Ε. ΠολΔ Σ. Τα παραπάνω εφαρμόζονται και στην περίπτωση που τη συζήτηση επισπεύδει ο αναιρεσίβλητος ή άλλος διάδικος. με τον όρο παροχής ανάλογης εγγυήσεως ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της αποφάσεως από την παροχή εγγυήσεως από το διάδικο που νίκησε. Αντίγραφα (εφ' απλού) των προσθέτων λόγων. σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο δεν αποτελεί τακτικό ένδικο μέσο. κατά τις οποίες έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και η προθεσμία της αναιρέσεως90. 90. ΚΠολΔ 569 (587) Σχ. Στις περιπτώσεις που η άσκηση της αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. ε) Οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ασκούνται. 619 Α. 89. ε. όπως η αίτηση αναιρέσεως. Πράγματι. η οποία όπως σημειώθηκε ήδη. το αρμόδιο πολιτικό τμήμα του Αρείου Πάγου. Για την αίτηση αυτή αποφαίνεται σε συμβούλιο χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων. δεν έχει κατά κανόνα ανασταλτικό αποτέλεσμα. εκτός από τον αναιρεσείοντα88.Ε. το οποίο αποτελείται από τρία μέλη. Αντίγραφο του δικογράφου των προσθέτων λόγων πρέπει να επιδίδεται από τον αναιρεσείοντα πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους.Ε. σελ. στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά και ο εισηγητής της υποθέσεως. Κάτω από το δικόγραφο συντάσσεται έκθεση. Η απόφαση για την αναστολή είναι δυνατόν να ανακληθεί κατά τον ίδιο τρόπο έπειτα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους μέχρι την πρώτη συζήτηση 88. ΙΙ.Ε. ΚΠολΔ 567 (585) Σχ. Όπως προκύπτει από την παράθεση της παραπάνω διατάξεως. β) Όμοια. δεν επιτρέπεται η άσκηση ανταναιρέσεως από τον αναιρεσίβλητο. Επιχείρημα υπέρ της καταφατικής λύσεως παρέχει η σκέψη. γ) Τέλος. Δηλαδή. Η συζήτηση. έπειτα δε μόνο κατά τη συζήτησή της91.Ε. σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο (όπως και με το προγενέστερο) τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας. αλλά και των υπόλοιπων διαδίκων. ότι μόνο με την επικύρωση αυτή η πρωτόδικη απόφαση καθίσταται τελεσίδικη και εκτελεστή. στα περί διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας. η οποία σύμφωνα με το προϊσχύσαν αστικό δικονομικό δίκαιο ακολουθούσε – και με βάση την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου μπορεί ενίοτε να ακολουθεί και υπό το ισχύον δικονομικό καθεστώς – ακολουθεί μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου επί της ουσίας της υποθέσεως δεν είναι συνέπεια κάποιου. των προσβαλλομένων αποφάσεων.Ε. 92. μεταβιβαστικού αποτελέσματος της αναιρέσεως αλλά της παραδοχής της αναιρέσεως και της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αμφισβητείται αν αναστολή χωρεί.150 § 290 – Αναίρεση της αναιρέσεως. δεν παράγει η αίτηση αναιρέσεως επικοινωτικό αποτέλεσμα. εφόσον 91. Άλλα προσωρινά και γενικώς ασφαλιστικά μέτρα δεν είναι δυνατόν να διαταχθούν ή να επιτραπούν βάσει της παραπάνω διατάξεως. Αρμοδιότητα. η οποία αφορά μόνο την προδικασία και την κύρια διαδικασία επί της αναιρέσεως. των προτάσεών του. Α) Με τον προσδιορισμό δικασίμου εκείνος ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση προσκομίζει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τρία επικυρωμένα αντίγραφα (δύο εκ των οποίων κατατίθενται εφ' απλού) της αιτήσεως αναιρέσεως. Προδικασία. ο οποίος μπορεί να ασκήσει μόνο αυτοτελή αναίρεση σύμφωνα με τις νόμιμες προθεσμίες και διατυπώσεις. IV) Εισαγωγή της υποθέσεως προς συζήτηση. όταν η καταψήφιση έχει διαταχθεί όχι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. εάν η πρωτόδικη απόφαση είχε κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή. διότι ο Άρειος Πάγος δεν αποτελεί. 620 § 1 Α. Βλέπε πιο κάτω (Τόμος IV. ΚΠολΔ 565 § 2 Σχ. ή του. η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Ημίτομος Β΄. Εξαίρεση ισχύει προκειμένου για αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας92. 2010). Περισσότερες αμφιβολίες γεννούνται. η αναστολή είναι δυνατό να διαταχθεί μόνο για καταψηφιστικές αποφάσεις. 583 § 2. διότι εκτέλεση μόνο σε αυτές μπορεί να νοηθεί. αλλά από την ίδια στο σημείο τούτο τουλάχιστον επικυρωθείσα πρωτόδικη απόφαση. Αναστολή άλλων συνεπειών της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προβλέπεται. όπως έχει τονισθεί.ΠολΔ Σ. . των εισαγωγικών εγγράφων της κύριας δίκης ή των παρεμπιπτουσών δικών. σύμφωνα με όσα ορίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό: α) Στην αρμοδιότητα της ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπάγονται: αα) οι αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υπέρ του νόμου. προς τον οποίο διαβιβάζεται ο φάκελος της δικογραφίας.λπ. β) την προθεσμία. η κλήση (κάτω από το αντίγραφο της αναιρέσεως ή και αυτοτελώς) επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία με επιμέλεια αυτού που επισπεύδει. . ο οποίος καθορίζει το αρμόδιο Τμήμα. ε) Μετά τον προσδιορισμό της δικασίμου κ.ΠολΔ Σ. τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν τη δικάσιμο. αλλά και σε όλους τους διαδίκους για την προπαρασκευή της συζητήσεως της υποθέσεως. η γραμματεία προβαίνει στην εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο. η) Εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο αναιρεσίβλητος ή άλλος διάδικος εκτός από τον αναιρεσείοντα.§ 290 – Αναίρεση 151 αυτές είναι αναγκαίες για τη διάγνωση της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως. εφόσον τούτο επιτρέπεται σύμφωνα με όσα εκτίθενται στον οικείο τόπο93 και γ) εισηγητή Αρεοπαγίτη. από τον πρόεδρο του αρμοδίου Τμήματος του Αρείου Πάγου. που έχουν κατατεθεί στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου.λπ. ενώ ο φάκελος της υποθέσεως διαβιβάζεται στον εισηγητή Αρεοπαγίτη (που ορίστηκε). που έχουν ήδη κατατεθεί σε αυτή. μέσα στην οποία πρέπει να γίνει η επίδοση της κλήσεως προς συζήτηση σε όλους τους διαδίκους (αντιδίκους) του επισπεύδοντος. Η γραμματεία του Αρείου Πάγου υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση τα έγγραφα. δ) Η δικάσιμος πρέπει να ορίζεται σε χρόνο που παρέχει επαρκή προθεσμία στον επισπεύδοντα για την επίδοση της κλήσεως προς συζήτηση. 586. η κλήση συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί και επιδίδεται με δική του επιμέλεια προς τους αντιδίκους κ. ζ) Αν τη συζήτηση επισπεύδει ο αναιρεσείων. στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. στ) Μετά τον καθορισμό δικασίμου και εισηγητή η γραμματεία υποβάλλει αντίγραφα των εγγράφων. ΚΠολΔ 568 (586) Σχ.λπ. Β) Η αίτηση αναιρέσεως υπάγεται από πλευράς λειτουργικής αρμοδιότητας στον Άρειο Πάγο. 1 §§ 128-130. 621 Α. ανωτ. προς τον αναιρεσείοντα και τους άλλους διαδίκους94. ο οποίος δικάζει σε ολομέλεια ή σε τμήμα. ομοδίκους κυρίως και προσθέτως παρεμβάντες στα δικαστήρια της ουσίας και στον Άρειο Πάγο μέχρι την επίδοση της κλήσεως προς συζήτηση. τουλάχιστον όμως ενενήντα ημέρες αν κάποιος από αυτούς διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής. Πρβλ. οι οποίοι περιλαμβάνονται στο κύριο δικόγραφο και στο πρόσθετο αναιρετήριο. τ. εφόσον όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στο εσωτερικό.Ε. σύμφωνα με τα παραπάνω κ. 94.Ε. 93. Ο Πρόεδρος του Τμήματος αυτού ορίζει στη συνέχεια με απλή σημείωση στο αντίγραφο της αναιρέσεως που έχει κανονισθεί: α) δικάσιμο της υποθέσεως. όταν προτείνει ενστάσεις κατά του παραδεκτού και του εμπρόθεσμου της αναιρέσεως και των πρόσθετων λόγων.Ε. Η παραπομπή από τον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα στην Ολομέλεια μπορεί να γίνει για όλους ή για μερικούς μόνο από τους λόγους αναιρέσεως. Η κατάθεση και η ημερομηνία αυτής βεβαιώνεται με σχετική σημείωση της γραμματείας πάνω στο φάκελο της δικογραφίας. ο οποίος υποχρεούται να καταθέσει (εγγράφως) προτάσεις. ότι προκύπτουν ζητήματα ειδικότερου ενδιαφέροντος ή ότι αυτό είναι αναγκαίο για την ενότητα της νομολογίας. με τα οποία θα στηρίξουν ή θα αποκρούουν την αναίρεση και τους πρόσθετους λόγους καθώς και τα έγγραφα που παραδεκτά υποβάλλονται για τη συζήτηση της αναιρέσεως.Ε. 568 (586)95 ΚΠολΔ. Τα αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων97 που προσά95. ΚΠολΔ 563 (581) Πρβλ.152 § 290 – Αναίρεση ββ) οι αιτήσεις αναιρέσεως κατά αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων. για την οποία ισχύει η προαναφερθείσα ειδική διάταξη).Ε. ΠολΔ Α. ΚΠολΔ 580 (598) § 4 Σχ. Α) Η συζήτηση της αναιρέσεως διεξάγεται δημόσια και προφορικά χωρίς να είναι κατά κανόνα υποχρεωτική υποβολή (εγγράφων) προτάσεων.ΠολΔ Σ. Εξαίρεση ισχύει για τον αναιρεσίβλητο. ο Πρόεδρος ορίζει συγχρόνως δικάσιμο Ολομέλειας. αν η απόφασή του για την αίτηση αναιρέσεως (αναιρετική ή απορριπτική) λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου ή αν αρνείται την εφαρμογή ενός νόμου ως αντισυνταγματικού. ενώ τηρούνται οι διατάξεις των §§ 3 και 4 αρθρ. 621 Α. 588. 97. . δδ) Εάν η παραπομπή στην Ολομέλεια γίνεται με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. και αμέσως ανωτ. αν σε κάθε μια από τις περιπτώσεις κριθεί. ΚΠολΔ 570 (588) Σχ. οι οποίες παραπέμπονται για εκδίκαση στην ολομέλεια είτε με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είτε με απόφαση του τμήματος που δικάζει την απόφαση. 598 § 4. V. Προπαρασκευή της συζητήσεως στο ακροατήριο. IV Β (στην ίδια αυτή σελίδα). Οι προτάσεις των διαδίκων πρέπει να κατατίθενται είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν τη δικάσιμο. γγ) Εξάλλου το τμήμα που δικάζει έχει υποχρέωση να παραπέμψει την εκδίκαση της υποθέσεως στην Ολομέλεια. 96. Μέσα στην προθεσμία που αναφέρθηκε οφείλουν όλοι οι διάδικοι να καταθέσουν στην γραμματεία του Αρείου Πάγου τα έγγραφα. στοιχ. Νέοι ισχυρισμοί των διαδίκων καθώς και νέα αποδεικτικά μέσα για την μετ' αναίρεση κατ' ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως από τον Άρειο Πάγο υποβάλλονται με βάση όσα ισχύουν για τα δικαστήρια ουσίας (εκτός βέβαια από την προθεσμία καταθέσεως. εε) Στην αρμοδιότητα της ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπαγόταν υπό το προϊσχύσαν δικονομικό καθεστώς και η άρση της διαφωνίας σχετικά με νομικό ζήτημα που τυχόν αναφυόταν μεταξύ του αναιρετικού Τμήματος του Αρείου Πάγου και του Τμήματος παραπομπής96 του Αρείου Πάγου. Ε. Δεδομένου ότι επρόκειτο για διαδικασία σε Συμβούλιο δεν προβλεπόταν η κλήτευση των διαδίκων στη διαδικασία συζητήσεως της εισηγήσεως του εισηγητού Αρεοπαγίτου για την απόρριψη της εκκρεμούς αναιρέσεως. Ο αριθμός της Διατάξεως του τριμελούς συμβουλίου ως προς την αναίρεση σημειωνόταν με επιμέλεια του γραμματέα στο πινάκιο και στο φάκελο της υποθέσεως και επιδιδόταν κυρωμένο αντίγραφό της στον αναιρε98. Τα ποσά αυτά μπορούσαν να αυξομειώνονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Επί εργατικών υποθέσεων το παράβολο μπορούσε να μειώνεται έως το ποσό περίπου των 150 ευρώ. καθώς και επί του παραδεκτού και του βασίμου των λόγων (αρχικών ή προσθέτων) αναιρέσεως. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (καθώς) και οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση του περιεχομένου της εκθέσεως του Εισηγητή98. 46).Ε. τότε εκδιδόταν διάταξη με την οποία ματαιωνόταν η συζήτηση επί του παραδεκτού της αναιρέσεως. Βλ. Με την επίκληση λόγων ταχύτερης απονομής δικαιοσύνης και απαλλαγής του Αρείου Πάγου από απαράδεκτες ή προδήλως αβάσιμες αναιρέσεις είχε προβλεφθεί στο παρελθόν (άρθρο 571 ΚΠολΔ. αν ο αναιρεσίβλητος είχε καταθέσει προτάσεις και ταυτόχρονα οριζόταν παράβολο τριακοσίων έως οκτακοσίων ευρώ.ΠολΔ Σ. 625 Α. (των αντιδίκων αυτών ή άλλων διαδίκων) υποβάλλονται ατελώς (εφ' απλού) νόμιμα επικυρωμένα. . 3994/2011 (αριθμ. Αν το τριμελές αυτό Συμβούλιο αποδεχόταν ομόφωνα την πρόταση του εισηγητού Αρεοπαγίτου. Με την ίδια ως άνω διάταξη του Τριμελούς Συμβουλίου επιδικαζόταν στον αναιρεσίβλητο δικαστική δαπάνη. Στην περίπτωση της κατά τα άνω επιδικάσεως στον αναιρεσίβλητο δικαστικής δαπάνης η αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου υπολογιζόταν στο μισό του αντιστοίχου ελαχίστου ορίου. ότι η αναίρεση που του ανατέθηκε προς εισήγηση ήταν απαράδεκτη ή ότι όλοι οι λόγοι της συγκεκριμένης αναιρέσεως – τόσον οι αρχικοί όσο και οι πρόσθετοι – ήταν απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι. όπως είχε αντικατασταθεί με το Ν. Β) Ο Αρεοπαγίτης εισηγητής της υποθέσεως οφείλει να συντάξει συνοπτική έκθεση για το παραδεκτό της αναιρέσεως. 589. αρθρ. 10). τότε εισηγείτο προφορικώς σε τριμελές Συμβούλιο την απόρριψη της εκκρεμούς αναιρέσεως αντίστοιχα ως απαράδεκτης ή ως αβάσιμης. Το ως άνω τριμελές Συμβούλιο απαρτιζόταν από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου (ή το νόμιμο αναπληρωτή του) και δύο Αρεοπαγίτες. ΚΠολΔ 571 (589). όπως ισχύει μετά το Ν.§ 290 – Αναίρεση 153 γουν οι διάδικοι. και Σχ. 3043/2002. καθώς και για το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αναιρέσεως και να την καταθέσει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τουλάχιστον οκτώ ημέρες πριν τη δικάσιμο. ότι ο εισηγητής Αρεοπαγίτης σε περίπτωση κατά την οποία έκρινε. Ειδικότερα στην αίτηση του αναιρεσείοντα έπρεπε να επισυνάπτεται με ποινή απαραδέκτου το διπλότυπο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Σε περίπτωση κατά την οποία είχε εκδοθεί διάταξη με την οποία σύμφωνα με τα ανωτέρω ματαιωνόταν η συζήτηση της υποθέσεως – δηλαδή η συζήτηση επί της συγκεκριμένης αναιρέσεως – δεν επρόκειτο για οριστική και αμετάκλητη ματαίωση. όταν εκδόθηκε η προηγούμενη Διάταξή του για τη ματαίωση της συζητήσεως της υποθέσεως. τότε το Τμήμα του Αρείου Πάγου διέτασσε συγχρόνως την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Σε μία τέτοια περίπτωση υποβολής από τον αναιρεσείοντα αιτήσεως για συζήτηση της υποθέσεως έπρεπε η υπόθεση να προσδιορίζεται για να συζητηθεί στο ακροατήριο όσο το δυνατόν ταχύτερα. τότε ακύρωνε την προηγούμενη διάταξη του τριμελούς Συμβουλίου για τη ματαίωση της υποθέσεως και εκδίκαζε την αναίρεση. από το οποίο προέκυπτε η κατάθεση του παραβόλου που είχε ορισθεί με τη διάταξη αυτή του τριμελούς Συμβουλίου. τότε η . Σε περίπτωση κατά την οποία δεν είχε υποβληθεί από τον αναιρεσείοντα εμπρόθεσμα αίτηση για συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ή η αίτηση που είχε υποβληθεί απορριπτόταν ως απαράδεκτη. Ειδικότερα παρείχετο. η δυνατότητα στον αναιρεσείοντα να ζητήσει με ειδική προς τούτο αίτησή του να συζητηθεί παρά ταύτα η υπόθεση στο ακροατήριο του αντιστοίχου αρμοδίου κατά τον κανονισμό Τμήματος του Αρείου Πάγου.154 § 290 – Αναίρεση σείοντα ή στο δικηγόρο που είχε υπογράψει το δικόγραφο της αναιρέσεως ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αναιρέσεως μέσα σε τριάντα ημέρες από την έκδοσή της. παρά τη ματαίωση αυτή. Αν το δικαστήριο απέρριπτε την αίτηση για συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ως απαράδεκτη ή αντιθέτως έκρινε μεν παραδεκτή την αίτηση για συζήτηση της υποθέσεως. πλην όμως απέρριπτε στο σύνολό της την αναίρεση. Στη σύνθεση του αναιρετικού Τμήματος του Αρείου Πάγου που θα εκδίκαζε την αίτηση του αναιρεσείοντα δεν μετείχαν τα μέλη του τριμελούς Συμβουλίου που είχαν μετάσχει στη σύνθεση αυτού. στην αρμοδιότητα της οποίας ανήκε και η σύνταξη σχετικής εκθέσεως στο οικείο ειδικό βιβλίο που τηρείτο προς τούτο στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου. Η αίτηση αυτή του αναιρεσείοντα έπρεπε να υποβληθεί μέσα σε προθεσμία ενεργείας εξήντα ημερών από την επίδοση της διατάξεως και κατατίθετο στη γραμματεία του Αρείου Πάγου. Η αίτηση αυτή συνδέετο με την πρόβλεψη ενός συγκεκριμένου όρου του παραδεκτού. Διαφορετικά – δηλαδή αν γινόταν δεκτή η αναίρεση – το παράβολο επιστρεφόταν στον καταθέσαντα. Ο αριθμός και η χρονολογία της εκθέσεως που συντασσόταν από τη γραμματεία του Αρείου Πάγου σημειωνόταν στο πρωτότυπο της αιτήσεως από το συντάσσοντα την έκθεση και ο οποίος υπέγραφε τη σχετική αίτηση. Σε περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την αίτηση του αναιρεσείοντα για τη συζήτηση της υποθέσεως. Γ) Οι διατάξεις των άρθρ. Οι διάδικοι είχαν το δικαίωμα να πληροφορηθούν το περιεχόμενο της εκθέσεως του εισηγητού Αρεοπαγίτου. καθώς και οι αιτήσεις που υποβάλλονταν στο πλαίσιο αυτής της δικονομικής ρυθμίσεως και αυτής της διαδικασίας με αίτημα τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του κατά τον κανονισμό αρμοδίου Τμήματος του Αρείου Πάγου καταχωρίζονταν σε ειδικά προς τούτο βιβλία που τηρούνταν στη γραμματεία του Αρείου Πάγου. Αθήνα. Οι τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τους νόμους 2915/2001 και 3043/2002. IV A σελ. 3043/2002). 1065 επ. 203 επ. αποδείχθηκε κατ’ αποτέλεσμα ανεπιτυχής (με την έννοια ότι ο Άρειος Πάγος δεν την εφάρμοζε). Κ. καθώς και για το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της και να την καταθέσει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. 2915/2001 και στη συνέχεια με το άρθρο 10 Ν. πέραν του ότι δημιουργούσε πολλά ερωτήματα δογματικής φύσεως99. Για το λόγο αυτό ορθώς καταργήθηκε με το Ν. 3994/2011. Αν ο εισηγητής Αρεοπαγίτης δεν εισηγείτο την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης ή επειδή κατά τη γνώμη του όλοι οι λόγοι της ήταν απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι ή δεν εκδιδόταν απορριπτική διάταξη του τριμελούς Συμβουλίου καθ’ υιοθέτηση της αντίστοιχης προτάσεως του εισηγητού Αρεοπαγίτη ή αν ο αναιρεσείων υπόβαλε τελικά αίτηση για να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο του κατά τον κανονισμό αρμοδίου Τμήματος του Αρείου Πάγου. Τιμητικός Τόμος για τα 150 χρόνια του Αρείου Πάγου.. Κλαμαρή. 187 επ. Τόμος VI.. Σε περίπτωση αναιρέσεως που ασκείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η έλλειψη κλητεύσεως (και η μη προσήκουσα κλήτευση) των διαδίκων δεν καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση. Βλ. τότε ο εισηγητής Αρεοπαγίτης που είχε ορισθεί για την υπόθεση όφειλε να συντάξει συνοπτική έκθεση για το παραδεκτό της εκκρεμούς αιτήσεως αναιρέσεως.). Άλλωστε επρόκειτο προφανώς για μία «παρορμητική» ρύθμιση και όχι για μία ρύθμιση που ήταν αποτέλεσμα μιας προηγούμενης ενδελεχούς μελέτης. για τις οποίες γίνεται λόγος παραπάνω (στοιχ. 3043/2002). Η διάταξη αυτή του άρθρου 571 ΚΠολΔ (όπως είχε αντικατασταθεί αρχικά με το άρθρο 17 § 3 Ν. . Όλες οι διατάξεις του τριμελούς Συμβουλίου του Αρείου Πάγου που εκδίδονταν σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή που θέσπιζε το άρθρο 571 ΚΠολΔ (όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 10 Ν.§ 290 – Αναίρεση 155 αίτηση αναιρέσεως θεωρείτο πως δεν ασκήθηκε. 207 επ.λπ. σελ. 568-571 (586-589) ΚΠολΔ σχετικά με την προδικασία κ. εφαρμόζονται και όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου των πρωτοδικών ή εφετών. 2007. Εξαίρεση ισχύει μόνο για τις περιπτώ- 99. κριτική και από πλευράς δόγματος του αστικού δικονομικού δικαίου στο Ν. ο οποίος έχει ασκήσει αναίρεση (οπότε ακολουθεί την σειρά του διαδίκου. Α) Στη διαδικασία της δίκης της αναιρέσεως εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρακάτω άρθρων του ΚΠολΔ: 1) 233-236 (για την έναρξη και διεξαγωγή της συζητήσεως στο ακροατήριο. VI) Κύρια διαδικασία και συζήτηση στο ακροατήριο. ΠολΔ Σ. 593. 226 (229) ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή102. Δ) Μετά την εκφώνηση της υποθέσεως και εφόσον παρίστανται όλοι οι διάδικοι (με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος) αρχίζει η συζήτηση στο ακροατήριο με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή. 628 Α. ΣΤ) Εάν ο αντίδικος του διαδίκου που επιμελήθηκε την επίσπευση της συζητήσεως δεν εμφανισθεί σε αυτή (ή αφού εμφανισθεί δε μετέχει σε αυτή σύμφωνα με το νόμο).Ε. οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του διαδίκου. 101.Ε. 3994/2011 (άρθρο 46 § 2). 626 Α. 632 § 1 Α. 102.Ε. 166 επ.156 § 290 – Αναίρεση σεις. 104. ΚΠολΔ 573 (591) Σχ.Ε. εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η αναίρεση (του αναιρεσιβλήτου) καθώς και των τυχόν άλλων διαδίκων. δεδικασμένο).Ε.Ε. ΠολΔ Σ.Ε. ο Άρειος Πάγος προβαίνει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι104. Β) Τους εισαγγελείς. και Σχ. Στη συνέχεια αγορεύουν οι πληρεξούσιοι εκείνου που ασκεί την αναίρεση (αναιρεσείοντα). αν έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα.Ε. επανάληψη και περάτωση της δίκης κ. και κατωτ. αφού εμφανισθεί. δεν εμφανισθεί σε αυτή ή. ΚΠολΔ 576 (594) § 1 Σχ. ΠολΔ Σ. 630 Α. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αγορεύει τελευταίος.Ε. 590 Πρβλ.Ε. στις οποίες η αναίρεση παράγει αποτελέσματα και ως προς τους διαδίκους100.λπ)˙ 5) 286-308 (για διακοπή. 103. Δεύτερη αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνο με αίτηση του εισηγητού. ΠολΔ Σ.λπ)˙ 3) 246 (για συνεκδίκαση ή χωρισμός περισσότερων δικών)˙ 4) 252-261 (για πρόσληψη διερμηνέα κ. Ε) Εάν ο διάδικος. Γ) Η συζήτηση στο ακροατήριο μπορεί να αναβληθεί για μεταγενέστερη δικάσιμο με αίτηση του Εισαγγελέα. του οποίου έχει τη θέση)103. στοιχ. 591. Χ. δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος. ΚΠολΔ 574 (592) Σχ. 631 Α. ΠολΔ Σ. του εισηγητού. την εξουσία και το καθήκον επιβολής ερωτήσεων κλπ. 594 § 1.λπ. Οι διατάξεις των εδαφίων γ΄ και δ΄ της τετάρτης παραγράφου του άρθρ.˙ 2) 245 (για την εξουσία του δικαστηρίου να διατάσσει αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων κ. εκτός αν είναι διάδικος ή εκπροσωπεί Εισαγγελέα. 592. ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπάγγελτα. διόρθωση και ερμηνεία των δικαστικών αποφάσεων. ΣΤ σελ. . ΚΠολΔ 572 (590) Σχ. εκπροσωπεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου101. Εάν 100. περιεχόμενο.)˙ 6) 310 (για γνωστοποίηση δικαστικών αποφάσεων)˙ 7) 312-334 (σύνταξη. ΚΠολΔ 575 (593). με επιμέλεια του οποίου γίνεται η συζήτηση. ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. όπως ισχύει μετά το Ν. Βλ. ΠολΔ Σ. Στη συνέχεια. την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση κ. ενώ η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Ζ) Αν στη δίκη της αναιρέσεως μετέχουν περισσότεροι διάδικοι και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς. τα οποία ανάγονται στις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναιρέσεως ή σε γεγονότα παρεμπίπτοντα. 107. 632 § 2 εδ. 594 § 2. Εξετάζει δηλαδή.Ε. Βλέπε και ιδιαίτερα αμέσως πιο κάτω υπό VII και VIII πιο κάτω σελ. Σε αντίθετη περίπτωση (δηλαδή αν υπήρξε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση). εφόσον συντρέχει περίπτωση. Εξαίρεση μπορεί να ισχύει μόνο για γεγονότα. προχωρεί στην εξέταση του παραδεκτού και του βασίμου των λόγων αυτής με βάση όσα εκτίθενται παρακάτω108.Ε.ΠολΔ Σ. καθώς αυτή θεωρείται ασυμβίβαστη με την αναιρετική διαδικασία. . Βο. ΚΠολΔ 577 (595) Σχ. Τμήμα ή η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κρίνει με βάση τα πραγματικά γεγονότα.Ε. οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τις δύο τελευταίες περιπτώσεις (Ε και ΣΤ). του πραγματικού υλικού που αποτελεί τη βάση της δι105. VIII) Η έκταση του ελέγχου του Αρείου Πάγου. α Α. ΠολΔ Σ.§ 290 – Αναίρεση 157 η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα και εκπρόθεσμα. 594 § 3. 108. 632 § 2 εδ. 632 § 4 Α. κατόπιν εκτιμήσεως. Το Ακυρωτικό (Αο. όπως π. δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας107. η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους106. ΠολΔ Σ.χ. β και § 3Α. και τα προαποδεικτικά έγγραφα και λοιπά στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι. Γο. Α) Κατά βασική και θεμελιώδη αρχή.).Ε.κ. που αφορούν το κύρος της επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά απαράβατο κανόνα ο Άρειος Πάγος δεν διατάσσει τη διεξαγωγή αποδείξεων. 594 § 4.Ε. χωρίς να εκτείνεται και στην ορθότητα της διαπιστώσεως. καθώς δεν γίνεται (κατ' ουσία) συζήτηση εναντίον του απόντος ή των απόντων. που προέκυψαν κατά τη διαδικασία στον Άρειο Πάγο. 595. τη διακοπή και επανάληψη της δίκης στον Άρειο Πάγο.λπ.Ε. θ) Το δικαστήριο του Αρείου Πάγου συζητά πρώτα για το παραδεκτό της αναιρέσεως.Ε. Η) Κατά των αποφάσεων.Ε. που έγιναν δεκτά από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. 633-634 Α.ο. Δο κ. VII) Εξουσία του Αρείου Πάγου. 106. ΚΠολΔ 576 (594) § 8 Σχ. Ο λόγος αποκλεισμού της ανακοπής ερημοδικίας είναι προφανής. ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται μόνο στη νομική ορθότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως. ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και ενδεχόμενα προβαίνει στον καταλογισμό των εξόδων. ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία των διαδίκων105. ΚΠολΔ 576 (594) § 2 Σχ. 129-138 επ. ΚΠολΔ 576 (594) § 4 Σχ. για γεγονότα. εάν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναιρέσεως και αν η τελευταία ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις και προθεσμίες. § 290 – Αναίρεση 158 καστικής κρίσεως. ή αν συντρέχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αριθμ. α) Η εκτίμηση του περιεχομένου και της ουσιαστικής βαρύτητας ή δυνάμεως των πρώτων (αποδεικτικών μέσων ή εγγράφων που αποτελούν μέσα αποδείξεως) γίνεται κατά βάση ανέλεγκτα από τα δικαστήρια της ουσίας. ενόψει του αναιρετικού ελέγχου. η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών γεγονότων και κυρίως του περιεχομένου εγγράφων. Δεν δικάζει δηλαδή. 561 (579) ΚΠολΔ109.Ε. αν τηρήθηκαν και σωστά εφαρμόσθηκαν οι κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο της ενάρξεως και της διεξαγωγής της δίκης. παρά μόνο στην περίπτωση που παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου συμπεριλαμβανομένων και των ερμηνευτικών κανόνων. όπως το εκλαμβάνει και το δέχεται το δικαστήριο που εκδίδει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. δεν υπόκειται στον έλεγχο του ΑΠ. την πορεία της διαδικασίας. τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του δικαστή. σύμφωνα μ' αυτά που θα εκτεθούν παρακάτω. ενδίκων μέσων. ελέγχεται. αλλά μόνον τα τυχόν νομικά σφάλματά της. Η εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας ή άλλης δίκης.λπ. της εκδόσεως και των συνεπειών της αποφάσεως κλπ. όπως συχνά λέγεται. σύμφωνα με το σύστημα. τα οποία είναι τα δικόγραφα της αγωγής. δ) Ο ΚΠολΔ. τις ευχέρειες. τα αποδεικτικά ή τα έγγραφα τα οποία αποτελούν μέσα αποδείξεως (δημόσια ή ιδιωτικά) από τα διαδικαστικά έγγραφα. β) Κατ' εξαίρεση. γ) Περαιτέρω ελέγχεται. Γ) Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρ. την υπόθεση αλλά την απόφαση. τα δικαιώματα. 19 και 20. των ενδίκων μέσων κ. επώνυμοι δικονομικοί λόγοι αναιρέσεως. Σχ. Αλλά συχνά εμφανίζονται άμεσα ή έμμεσα ορισμένες εξαιρέσεις ή διαφοροποιήσεις από τον κανόνα αυτό. αίροντας την αμφισβήτηση που υπήρχε σύμφωνα με το προγενέ109.Ε. αυτή διακρίνει. του βάρους και των μέσων αποδείξεως καθώς και τα ζητήματα της διεξαγωγής της αποδείξεως. Αυτά ισχύουν κατ' αρχήν. στο μέτρο που υπάρχουν οι παραπάνω διατυπωμένοι. ο Άρειος Πάγος δεν αποτελεί τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας. προτάσεων ή δικαστικών αποφάσεων υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. παρεμβάσεων. 579. . Β) Όπως κατ' επανάληψη έχει σημειωθεί παραπάνω. η ορθή και προσήκουσα εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών. Κατά το ακυρωτικό στάδιο δεν εξετάζει την ουσία της υποθέσεως. κυρίως δε των αγωγών.ΠολΔ Σ. και περαιτέρω οι κανόνες που ρυθμίζουν τα ουσιαστικά ή βασικά ζητήματα της αποδείξεως και κυρίως τα θέματα του αντικειμένου. Όπως προκύπτει λοιπόν από την παρατιθέμενη διάταξη. την εξουσία του δικαστή. το οποίο καθιέρωνε το προγενέστερο δίκαιο και υιοθετεί κατά βάση και ο ΚΠολΔ. 612 Α. ο οποίος εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. σύμφωνα με την οποία σε ακυρωτικό έλεγχο υπόκειται η κρίση των δικαστηρίων της ουσίας σχετικά με το περιεχόμενο οποιασδήποτε δικαστικής αποφάσεως.χ. της εκτάσεως και των υποκειμενικών και αντικειμενικών ορίων του ουσιαστικού δεδικασμένου κ. Μερικές φορές τα διαδικαστικά έγγραφα χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά έγγραφα. Έτσι ελέγχεται από το Ακυρωτικό. και κυρίως σχετικά με το αν θεωρείται. Ενόψει της αντιμετωπίσεως του προβλήματος και των απόψεων. Αναφορικά δε με το ζήτημα του ελέγχου της εκτιμήσεως του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων γεννώνται επίσης διάφορες άλλες θεωρητικής πάντως κατά κύριο λόγο φύσεως.λπ. όπως λ. σχετικά με το αν το δικόγραφο της αγωγής ή της παρεμβάσεως περιέχει ένα ή περισσότερους πραγματικούς ισχυρισμούς. οι οποίες υποστηρίχθηκαν και έγιναν δεκτές καθώς και των προπαρασκευαστικών εργασιών (πριν από την σύνταξη και την εισαγωγή του ΚΠολΔ). Σύμφωνα με τα παραπάνω έτσι έχει το ζήτημα π. αλλά κυρίως περί διαδικαστικών γεγονότων. αμφισβητήσεις. στον οποίο προβαίνει ο δικαστής προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του. επιτρέπει ρητά και. ο Άρειος Πάγος ελέγχει: α) εάν σωστά θεωρήθηκε ως εφαρμοστέος ο κανόνας δικαίου. επιβάλλει τον έλεγχο του ΑΠ επί της εκτιμήσεως του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων. ότι υπόκεινται σε έλεγχο οι αποφάσεις του ίδιου ή και άλλου δικαστηρίου. στον οποίο προβαίνουν τα δικαστήρια της ουσίας. ορθότερη θα πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο κατά βάση η ευρύτερη ερμηνεία. αν αποδόθηκε σ' αυτόν η προσήκουσα αληθής ερμηνεία ή έννοια. όταν προσάγονται και αναφέρονται για την εκτίμηση της αποδεικτικής δυνάμεως των δικαστικών αποφάσεων ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. οι οποίες ανάγονται σε ειδικότερα ζητήματα. αν κατ' επέκταση έγινε η ορθή εφαρμογή του. αν αυτά έλαβαν ή όχι υπόψη ολόκληρο το περιεχόμενό τους ή των προτάσεων των διαδίκων ή δικαστικών αποφάσεων κ. Δ) Λαμβάνοντας υπόψη τον ανωτέρω αναφερόμενο νομικό ή δικανικό συλλογισμό (διάμεσο ή τελικό). την ίδια ή και άλλη δικαιοδοσία. εάν σωστά ή όχι έκριναν τα δικαστήρια της ουσίας. που αφορούν την ίδια ή άλλη δίκη. δηλαδή αν διατυπώθηκε σωστά η μείζονα πρόταση του .§ 290 – Αναίρεση 159 στερο αστικό δικονομικό δίκαιο. ως προς την εκτίμηση δικαστικών αποφάσεων για την κρίση περί συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων της εκκρεμοδικίας και του ουσιαστικού δεδικασμένου.λπ. Αλλά και τότε δεν πρόκειται για εκτίμηση του περιεχομένου δικαιοπρακτικών και άλλων παρεμφερών δηλώσεων και συμφωνιών και εν γένει κλασσικής μορφής πραγματικών γεγονότων. θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί.χ. Σε αυτόν τον έλεγχο απέβλεπε άλλωστε η ρητά διατυπωμένη από τον ΚΠολΔ διάκριση μεταξύ αποδεικτικών και διαδικαστικών εγγράφων. Ράμμο αμφίβολη και κυρίως μετά τη διάταξη του αριθμ. 133 κείμενο και σημ. δεν ελέγχεται από τον ΑΠ. οι οποίοι έχουν ορισμένη έννοια. και ανωτ. ήταν κατά το Γ. εάν τα πραγματικά περιστατικά που έχουν διαπιστωθεί έχουν σωστά υπαχθεί στις έννοιες αυτές.χ. Ε) Αντιθέτως. 19 του άρθρ.160 § 290 – Αναίρεση συλλογισμού˙ β) εάν κατά τη συλλογή και τη διαπίστωση της αλήθειας του πραγματικού υλικού. στην περίπτωση που νόμιμα – πριν καταργηθεί αυτό το αποδεικτικό μέσο με το Ν. κατά τη διαπίστωση της αληθείας του πραγματικού υλικού από το δικαστήριο της ουσίας. των ορισμών του νόμου ως προς την δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Η νομολογία του ΑΠ ήδη. η εκτιμηση των αποδείξεων (αποδεικτικών μέσων) και των πραγματικών γεγονότων. ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου. 140 κείμενο και σημ. 2915/2001 – είχε επιβληθεί ως αποδεικτικό μέσο σε διάδικο επακτός όρκος και είχε δοθεί στο επακτό όρκο η πλήρης αποδεικτική δύναμη που προβλεπόταν πριν από το Ν. που να συνιστά λόγο αναιρέσεως.χ. 45.˙ γ) εάν σωστά έγινε υπαγωγή του πραγματικού υλικού σύμφωνα με τον κανόνα δικαίου. χωρεί έλεγχος. ΣΤ) Όσον αφορά δε τη χρησιμοποίηση ή την εφαρμογή νομικών όρων. σ. ο οποίος στηρίζεται στην παράβαση. που δεν επιτρέπονται από το νόμο κ. Θ . χώρησε παράβαση κανόνα δικαίου από αυτούς που καθορίζουν τα σχετικά ζητήματα αναφορικά με τον τρόπο συλλογής και διαπιστώσεως της αλήθειας του υλικού αυτού. Η ορθότητα της παραπάνω απόψεως. . δηλαδή αν υφίσταται λογική ακολουθία μεταξύ μείζονος προτάσεως και ελάσσονος προτάσεως και συμπεράσματος του παραπάνω συλλογισμού. Βλ.τι ισχύει και στην περίπτωση της ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων δικαίου. ως προς το αν αποδόθηκε στα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα η σύμφωνα με το νόμο προσήκουσα αποδεικτική δύναμη. π. 110. 2915/2001 η ισχύς του αμάχητου τεκμηρίου110 ή στην περίπτωση που δεν δίδεται στη δικαστική ομολογία η από το νόμο προβλεπόμενη πλήρης αποδεικτική δύναμη ή αντίστροφα θεωρήθηκε ότι ισχύει ως προς ορισμένο αποδεικτικό μέσο το σύστημα των νομικών αποδείξεων.λπ. εγκατέλειψε την παλαιότερα κρατούσα άποψη. Ράμμος – εξακολουθούσε να δέχεται το Ακυρωτικό και υπό την ισχύ του ΚΠολΔ. την οποία – κατά την άποψη που είχε διατυπώσει ο Γ. 64. π. Σε όσες όμως περιπτώσεις ισχύει το σύστημα των νομικών αποδείξεων. επίσης σελ. από το δικαστήριο της ουσίας. εάν δεν ελήφθησαν υπόψη οι προσαγόμενες αποδείξεις ή αν έγινε χρήση αποδεικτικών μέσων. σύμφωνα με το προγενέστερο δίκαιο. 559 (577) ΚΠολΔ. που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του ανωτέρω συλλογισμού. σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να καθορίζει την αποδεικτική δύναμη του κάθε αποδεικτικού μέσου προκειμένου να είναι δυνατός ο έλεγχος του ΑΠ που αναφέρεται στο κείμενο και θεωρεί ότι ο παραπάνω καθορισμός δεν είναι απαραίτητος. Δηλαδή ο ΑΠ εξετάζει. δημιουργουμένων διαφορετικά των προϋποθέσεων της εφαρμογής του παραπάνω αναφερόμενου λόγου αναιρέσεως. ισχύει κατά βάση ό. Κ. προκειμένου να κρίνει μήπως ο δικαστής συμπεριέλαβε περιπτώσεις. που αντίκεινται στη νομική και συγχρόνως και στην ηθική σχέση του γάμου και μπορούν να επιφέρουν τον κλονισμό σ' αυτήν. 1970. Σύμφωνα με μία άποψη. Ράμμο. μπορεί να συμπληρώνει την αόριστη κ. Αθήναι. συνιστούν πράξεις ή παραλείψεις.111 – ότι υπόκειται στον έλεγχο του ΑΠ η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. τ. των χρηστών ηθών. η τότε πρόσφατη νομολογία του ΑΠ π. ενώ αντιθετα είναι ανέλεγκτη 111. ενώ είναι ανεξέλεγκτη η κρίση. διατυπώνοντας ειδικότερο κανόνα. 5 του ν. σελ. εάν από τα παραπάνω περιστατικά επήλθε πραγματικά τέτοιος κλονιμός κ. Γαζή. στη συγκεκριμένη περίπτωση.Κ. Α.§ 290 – Αναίρεση 161 π. 1442 του Α. Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου. η οποία συμπληρώνει κατά κάποιο τρόπο το έργο του νομοθέτη. που πρόκειται για νόμο με τον οποίο είχε εκσυγχρονισθεί το ελληνικό δίκαιο κατ’ επίδραση κυρίας του γερμανικού Α. ή απέκλεισε περιπτώσεις. σωστά είχε δεχθεί. υπόκειται στον έλεγχο του ΑΠ. Βλ. ελέγχει το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Άρειος Πάγος). Την ενέργεια και την κρίση του δικαστή της ουσίας.λπ. της καλής πίστεως. 15. δηλαδή ουσιαστικά θέτει ειδικό κανόνα δικαίου. σύμφωνα με την οποία ο δικαστής. Ζ) Προκειμένου εξάλλου για αόριστους νομικούς όρους ή σύμφωνα με την άποψη άλλων. σύμφωνα με τη διατύπωση του κανόνα αυτού. που υπάγονταν σ' αυτήν. εάν συνιστούν (τα πραγματικά περιστατικά) την εννοια του δόλου. Κατ' εφαρμογή της απόψεως αυτής. 20 του άρθρ. – του οποίου είχε προηγηθεί η διάταξη του άρθρ. για ελαστικές ή αξιολογικές ή μετανομικές έννοιες. κατά το Γ. . εάν οι καθημερινές ύβρεις του ενός από τους συζύγους κατά του άλλου ή ο μεταξύ τους ξυλοδαρμός μπορούν γενικά και αφηρημένα να επιφέρουν ισχυρό κλονισμό στη σχέση του γάμου. αν ορισμένα περιστατικά που έχουν διαπιστωθεί (από την αντικειμενική τους πλευρά).χ. ο οποίος δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη περίπτωση. 2228/1920 «περί διαζυγίου».λπ. 559 (577) ΚΠολΔ. Α΄. αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρ. το ζήτημα της εκτάσεως του ελέγχου του Ακυρωτικού συζητείται επισταμένα και αμφισβητείται πολύ τόσο από τη δική μας θεωρία όσο και από την αλλοδαπή. που δεν υπάγονταν στην εν λόγω έννοια. ο έλεγχος του Ακυρωτικού χωρεί σε κάθε περίπτωση. Εισαγωγή. Έτσι η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. έννοια. υπό την προϋπόθεση ότι θα συντρέχουν οι όροι που θεωρούνται απαραίτητοι για να υπάρχει λόγος αναιρέσεως σύμφωνα με τον αριθμ.χ. εάν από ορισμένες πράξεις ή παραλείψεις των διαδίκων είναι δυνατό να συναχθεί αποδοχή δικαστικής αποφάσεως κλπ. και πάντα στα πλαίσια της εξουσίας που του παραχωρεί ο νόμος. Θ. αλλά και κάθε άλλη όμοια – και δεν γίνεται επί την βάση των πραγματικών δεδομένων αλλά γενικά και αφηρημένα – και ο οποίος θα εφαρμοσθεί επί των πραγματικών περιστατικών που έχουν διαπιστωθεί. εάν δηλ. δέχθηκε ο ΑΠ. η οποία δεν επιτρεπόταν σύμφωνα με το νόμο. ότι ελέγχεται η κρίση του δικαστή της ουσίας. ότι υπάγεται κατ' ευθείαν στον αναιρετικό έλεγχο ο νομικός χαρακτηρισμός των δηλώσεων δικαιοπρακτικού χαρακτήρα που περιέχονται στο έγγραφο. στη συγκεκριμένη περίπτωση επήλθε ή όχι πράγματι ο κλονισμός.)112. 579 § 1 Α. από τις προσαγόμενες αποδείξεις και από τις περιστάσεις. ότι δεν ελέγχεται ακυρωτικά η εφαρμογή της αόριστης νομικής έννοιας «ανάλογη διατροφή».λπ. μίσθωση. Περαιτέρω ελέγχεται ακυρωτικά η κρίση των δικαστηρίων της ουσίας. η νομολογία του ΑΠ δεν ακολουθεί πάντα την ίδια γραμμή. .λπ. Θ) Όσον αφορά εξάλλου την εκτίμηση του περιεχομένου των δικαιοπραξιών ή άλλων δηλώσεων βουλήσεως ή εκδηλώσεων σκέψεων και αντιλήψεων και εν γένει του περιεχομένου αποδεικτικών εγγράφων μπορούν (είναι δυνατόν) να παρατηρηθούν τα επόμενα: α) Σύμφωνα με το προγενέστερο δίκαιο αμφισβητούνταν το ζήτημα. ενώ δεν υπόκειται στον έλεγχο αυτό η εκτίμηση.ΠολΔ Σ. 612 § 1 του Σχ. εάν ορισμένο έγγραφο μπορεί να ληφθεί υπόψη και να χρησιμεύσει ως αρχή της εγγράφου αποδείξεως. Πάντως ελέγχεται ακυρωτικά η κρίση των δικαστηρίων της ουσίας. εάν ορισμένη δήλωση ή συμπεριφορά συνιστά βαρειά κατηγορία κ. ανταλλαγή. ενώ αντίθετα θεώρησε. όπως προαναφέρθηκε. η οποία συνάγεται από τα γεγονότα αυτά. Η) Η εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας ελέγχεται.§ 290 – Αναίρεση 162 ακυρωτικά η κρίση. οι οποίες γίνονται από το δικαστή της ουσίας. όταν αυτά λήφθηκαν υπόψη νόμιμα προκειμένου να εκτιμηθεί η αλήθεια των πραγματικών γεγονότων ή για να εκτιμηθούν σωστά οι αποδείξεις.λπ. παρακαταθήκη κ. αλλά και ως προς την ορθή ή μη υπαγωγή των συγκεκριμένων πραγματικών γεγονότων στο πλαίσιο της εκτάσεως της έννοιάς του. και τα άρθρ. εάν συνιστά λόγο αναιρέσεως η παράβαση των κανόνων δικαίου που ερμηνεύουν τις δικαιοπραξίες και εν γένει τις δηλώσεις βουλήσεως. από τον ΑΠ στο ποσοστό που αυτά χρησιμοποιήθηκαν για την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή για την υπαγωγή σε αυτούς των πραγματικών γεγονότων. αν από το περιεχόμενο του εγγράφου πιθανολογείται η αλήθεια ορισμένου πραγματικού ισχυρισμού κ. ότι η παράβαση των προαναφερθέντων ερμηνευτικών κανόνων δεν 112. καθώς και η υπαγωγή στις νομικές έννοιες των γνωστών τύπων της δικαιοπραξίας (πώληση. ή όταν προβάλλεται ότι κακώς γινόταν η χρήση τους προκειμένου να διαπιστωθεί η αλήθεια κάποιου γεγονότος. Είναι πασιφανές εξάλλου.χ.Ε. Π. Δεν ελέγχεται όμως η εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Στην κατά περίπτωση όμως αντιμετώπιση. όχι μόνο ως προς την αποδιδόμενη σε αόριστο νομικό ή μετανομικό όρο έννοια. Πρβλ. Η νομολογία τότε συνήθως δεχόταν.Ε. δωρεά. έμμεσα δε ο έλεγχος της ορθής ερμηνείας του περιεχομένου των δικαιοπρακτικών κ. 173 και 200 ΑΚ. Ο ΚΠολΔ. Δημιουργείται εξάλλου και αδικαιολόγητη. εάν ανταποκρίνεται προς την ορθή και προσήκουσα θέση του όλου προβλήματος. Έτσι περαιτέρω καταλήγει λανθασμένα στις περισσότερες περιπτώσεις να αποφεύγεται άμεσα μεν η εφαρμογή των προαναφερθεισώνν μνημονευθεισών διατάξεων του νόμου. ενδεχομένως δε και 288 του ΑΚ κ. Κατά το σημείο αυτό χωρεί έλεγχος του ΑΠ και. Ράμμου το τελευταίο αυτό και το τελικό συμπέρασμα είναι ορθό. αλλά και (θα) πρέπει να διαπιστώνεται. στις οποίες είναι ίσως περισσότερο αναγκαίος. άνιση και διαφορετική μεταχείριση ομοίων περιπτώσεων. ότι δεν υπάρχει ασάφεια του περιεχομένου της δικαιοπραξίας κ. Είναι απαραίτητο να επιτρέπεται ο αναιρετικός έλεγχος στις περιπτώσεις αυτές. Εν όψει της εφαρμογής των διατάξεων αυτών σε σχέση με τις προϋποθέσεις του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως και ως προς τα όρια και την έκταση του ελέγχου της κρίσεως των δικαστηρίων της ουσίας από τον ΑΠ πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Η νομολογία του ΑΠ σχεδόν πάγια δέχεται. και παρίσταται ανάγκη ερμηνείας. Σχετικά ορίζεται. Η αφετηρία όμως της παραπάνω απόψεως είναι αμφίβολο. εγ- . Κατά τη διδασκαλία του Γ. σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.§ 290 – Αναίρεση 163 δημιουργεί λόγο αναιρέσεως. όσον αφορά τις διατάξεις των άρθρ. Δεν αρκεί πράγματι – αυτή ήταν η άποψη του Γ. αν διαπιστωθεί τέτοια παράλειψη ή μη προσήκουσα εφαρμογή των παραπάνω κανόνων. Διαφορετικά η κατάληξη θα είναι να ματαιώνεται στις περισσότερες περιπτώσεις. ότι είναι ανέλεγκτη αναιρετικά η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του περιεχομένου των δικαιοπραξιών που κυρίως αποδεικνύονται εγγράφως και των άλλων δηλώσεων βουλήσεως. 288 ΑΚ. ότι η παράβαση των κανόνων αυτών από την άποψη του παραδεκτού της αναιρέσεως ισοδυναμεί με ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή των υπολοίπων κανόνων δικαίου. λύνει το ζήτημα αυτό και αποσαφηνίζει τη σχετική αμφισβήτηση. Εφόσον όμως τίθεται ζήτημα και αμφιβολία σχετικά με την έννοια της δηλώσεως κλπ. αλλά για οδηγίες προς το δικαστή. διότι δεν πρόκειται για κανόνες δικαίου. Ιδιαίτερη πρακτική και θεωρητική σημασία παρουσιάζει το ζήτημα αυτό. 173 και 200 του ΑΚ κ. γίνεται δεκτός ως βασίμως προβαλλόμενος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως.λπ.λπ. και υπό κάποια έποψη του άρθρ. τότε επιβάλλεται η χρησιμοποίηση και εφαρμογή σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή των ερμηνευτικών κανόνων των ανωτέρω αναφερομένων διατάξεων και κυρίως των άρθρ. ότι το περιεχόμενο αυτό είναι σαφές και δεν έχει ανάγκη ερμηνείας. όπως ήδη ειπώθηκε. ο έλεγχος αυτός.λπ.λπ. εφ' όσον το δικαστήριο αυτό δέχεται. ότι πράγματι αυτό συμβαίνει. που απασχολεί την επιστήμη και την νομολογία πολύ για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ράμμου στην πρώτη έκδοση αυτού του έργου – να βεβαιώνει το δικαστήριο της ουσίας. λπ. σύμφωνα με τον οποίο. ο οποίος εξετάζει. 20 ΚΠολΔ. για να κρίνει. Στο σημείο αυτό η τελευταία άποψη της νομολογίας δεν ανταποκρίνεται . οπωσδήποτε αποδεικνυομένου. όπως και κάθε άλλου πραγματικού γεγονότος. εάν και σε ποια έκταση παράγει δεδικασμένο κ.λπ. ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. από κανόνες δικαίου ή νομικές έννοιες και νομικούς όρους και η συναγωγή συμπερασμάτων είναι εκτός του κυρίου πλαισίου του ελέγχου. 559 (577) αριθμ. εάν εν προκειμένω παραβιάσθηκαν ερμηνευτικοί κανόνες. της παρεμβάσεως (κυρίας ή απλής) κ. στην περίπτωση ασάφειας. 288 ΑΚ κ.λπ.κατά την άποψη που είχε διατυπώσει ο Γ. όπως επισημάνθηκε.164 § 290 – Αναίρεση γράφων. ΙΑ) Η παραμόρφωση του περιεχομένου δηλώσεως βουλήσεως. θεωρείται ότι ενεργεί στο όνομά του (ή μήπως παραβιάσθηκαν και άλλοι κανόνες δικαίου). του περιεχομένου του εγγράφου. αν λήφθηκε υπόψη κάποιος ισχυρισμός κ. της εφέσεως. το πιθανότερο είναι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να εμφιλοχωρήσει εσφαλμένη κρίση στο πρώτο στάδιο ή στο δεύτερο. να εξετασθεί από το Ακυρωτικό και να οδηγήσει στην αναίρεση της αποφάσεως. της ανακοπής.λπ. εφόσον προτείνεται ο παραπάνω εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως του άρθρ. όπως είναι εκτός από τους αναφερόμενους γενικούς κανόνες των άρθρ. όπως ήδη τονίσθηκε.λπ. Ι) Τα παραπάνω εκτεθέντα δεν έχουν κατ' αρχήν. ο Άρειος Πάγος μπορεί και οφείλει. αν κάποιος ενεργεί στο όνομα κάποιου άλλου. δ) Η υπαγωγή του περιεχομένου που διαπιστώνεται και. 173. εφαρμογή στα διαδικαστικά έγγραφα. που δεν περιέχονταν και ήταν προδήλως διαφορετικά από αυτά που περιλαμβάνονταν στο έγγραφο της δηλώσεως βουλήσεως και επομένως δεν είχαν προταθεί ούτε αποδειχθεί ή αντιθέτως δεν ελήφ- . ότι αυτή εξέρχεται του κύκλου της απλής εκτιμήσεως των πραγματικών γεγονότων και αποδείξεων.. τελεσίδικη κ. ή το έγγραφο της δικαστικής αποφάσεως προκειμένου να κρίνει. ερμηνεύεται κ. να εκτιμήσει και να αξιολογήσει το δικόγραφο της αγωγής. Ράμμος – προς το πνεύμα και το σκοπό των νέων ρητών ορισμών του ΚΠολΔ β) Η διαπίστωση της αλήθειας του περιεχομένου των παραπάνω δικαιοπρακτικών και άλλων δηλώσεων κ. αν σωστά χαρακτηρίστηκε αυτή οριστική. 200. ο κανόνας του άρθρου 212 ΑΚ. των οποίων η εκτίμηση υπόκειται δυνάμει της μνημονευομένης παραπάνω ρητής διατάξεως του ΚΠολΔ στον έλεγχο του Αρείου Πάγου χωρίς κανένα περιορισμό.λπ. μπορεί. είναι.. που αποδεικνύεται εγγράφως. γ) Η ερμηνεία αυτού του περιεχομένου υπόκειται στον έλεγχο του ΑΠ. εφόσον προβάλλεται και αποδεικνύεται. διότι ελήφθησαν υπόψη γεγονότα. αν δεν μπορεί να διαπιστωθεί.λπ. όπως ήδη επισημάνθηκε. Επομένως. Άλλωστε. όπως επισημάνθηκε. κατά το οποίο είναι δεδομένο ότι υπάρχει ασάφεια στη διατύπωση κ. οι οποίοι καθορίζουν ή τον τρόπο αυτής ή την αποδοτέα στην περίπτωση σιωπής των ενδιαφερομένων ή αμφιβολίας έννοια.λπ. Π. περισσότερο από φιλοσοφική σκοπιά. το δικαστήριο αποφαίνεται. ότι πρόκειται για πραγματικό γεγονός. καταλήγουν όμως σε παρεμφερείς διακρίσεις και κυρίως μεταξύ ιστορικού συμβάντος ή υφιστάμενης φυσικής καταστάσεως και δεοντολογικού ή επιβαλλόμενου μέσα από τη ρύθμιση ή εφαρμογή γενικότερου κανόνα στοιχείου και συνήθως σε διάκριση μεταξύ οντολογικών και δεοντολογικών κρίσεων. εξαιτίας άγνοιας ή εξαιτίας άλλης εύλογης αιτίας χρησιμοποιήθηκε ο όρος «μίσθωση» και ότι από τους όρους της συμφωνίας ή από άλλα στοιχεία πείσθηκε σχετικά μ' αυτό.§ 290 – Αναίρεση 165 θησαν υπόψη γεγονότα εμφανώς και αναμφισβήτητα περιλαμβανόμενα σ' αυτήν. οι οποίες αποβλέπουν στη θεώρηση του προβλήματος μέσα από την παραδοχή και χάραξη γενικών κατευθύνσεων σε γενικότερη φιλοσοφική βάση.χ. Η μεν. διότι κακώς δικάσθηκε ερήμην ο διάδικος. αν στην περίπτωση που προβάλλεται λόγος αναιρέσεως. Σύμφωνα με τον ΚΠολΔ σωστότερη φαίνεται η καταφατική απάντηση με την έννοια. Δέχονται όμως. εάν η κρίση που εκφέρεται χαρακτηρίζεται οντολογική ή ότι το ζήτημα είναι νομικό. ότι παρατηρούνται δύο νεώτερες αξιόλογες συστηματικές τάσεις. ότι πρόκειται για κατάρτιση συμβάσεως δόσεως κατά παράκληση. η οποία μπορεί να ονομαστεί υποκειμενική θεωρία. ότι ο Άρειος Πάγος εξετάζει και τα τελευταία στοιχεία ενόψει των όσων δέχονται σε κάθε περίπτωση τα δικαστήρια της ουσίας ή εφ' όσον αμφισβητείται η συνδρομή των πραγματικών προϋποθέσεων για την εγκυρότητα της επιδόσεως. Για το λόγο αυτό η μέθοδος αυτή λέγεται αντικειμενική. Σύμφωνα με την άλλη κατεύθυνση η εξέταση και ο χαρακτηρισμός γίνονται με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Στο σημείο αυτό είναι δυνατό να λεχθεί. Ανάλογα δε με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται κάθε φορά προστίθενται ή αφαιρούνται από την έννοια του πραγματικού ή του νομικού γεγονότος ένα ή και περισ- . ενώ το έγγραφο που προσάγεται μιλά για μίσθωση. εάν γίνεται δεοντολογική κρίση. μεταξύ πραγματικού γεγονότος και νομικού ζητήματος ή θέματος. και επομένως που είχαν προταθεί και ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. ΙΓ) Στα παραπάνω εκτιθέμενα συμπεράσματα της αντιμετωπίσεως του προβλήματος που γίνονταν παλαιότερα θεωρητικά και πρακτικά στα περισσότερα θέματα και σημεία καταλήγουν οι νεώτερες θεωρητικές και συστηματικές μελέτες. Κυρίως επιδιώχθηκε και επιδιώκεται η διάκριση. προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και να προσδιορίσει ασφαλές κριτήριο διακρίσεως μεταξύ πραγματικού και νομικού ζητήματος με βάση υποκειμενικά κριτήρια. ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο αν συντρέχουν οι νομικές προϋποθέσεις της ερημοδικίας ή προβαίνει και στην έρευνα της συνδρομής των πραγματικών προϋποθέσεων. χωρίς να δέχεται ότι κατά παραδρομή. οι οποίες διαφέρουν η μία από την άλλη ως προς την αφετηρία και τη μέθοδο. και προσαχθείσες αποδείξεις. ΙΒ) Από το προγενέστερο δίκαιο αμφισβητούνταν το ζήτημα. οι περιπτώσεις –όπως συνάγεται από την καθημερινή πείρα– στις οποίες τα διάφορα ζητήματα εμφανίζονται και γίνονται γνωστά υπό τη σύνθετη και θεωρητική ή γενική μορφή τους. Επίσης ασκεί ορισμένη επίδραση στη θεωρία και στην πράξη η κρατούσα κάθε φορά τάση του περιορισμού ή της επεκτάσεως του ακυρωτικού ελέγχου. εν μέρει τουλάχιστον. στις οποίες τώρα περιλαμβάνονται στοιχεία που άλλοτε αποτελούσαν περιεχόμενο ειδικών επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεων. Ακόμη δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις. ότι τα περισσότερα από τα καθημερινά συμβάντα και τα κοινωνικά φαινόμενα εμπίπτουν στο πλαίσιο της εφαρμογής κάποιου κανόνα δικαίου. η οποία σχεδόν πάντα βασίζεται σε ορισμένες φιλοσοφικές αντιλήψεις. Το γεγονός αυτό έχει συντελέσει σε συνδυασμό με άλλους λόγους στην προσέγγιση των διαχωριστικών ορίων και γραμμών μεταξύ πραγματικού και νομικού ζητήματος. κατά τα οποία τα περιστατικά είτε εμφανίζονται απλά είτε εισέρχονται στο πεδίο ειδικών χαρακτηρισμών. σχετικά με το αντίστοιχο θέμα του καθορισμού του αντικειμένου της δικονομικής αποδείξεως113. Περαιτέρω και οι αφετηρίες των διαφόρων θεωριών. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ολοένα σημειουμένης εξελίξεως του πολιτισμού και της επεκτάσεως των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων.§ 290 – Αναίρεση 166 σότερα στοιχεία. κατά τις οποίες διακρίνεται ή διαφαίνεται από το κείμενο των 113. ώστε να καθίσταται ολοένα δυσχερέστερη η ως άνω διάκριση. Δεν είναι σπάνιες. και έχουν τη σφραγίδα αυτής της εφαρμογής ως προς το περιεχόμενο και μερικές φορές ως προς τη διατύπωση. στηρίζονται σε υποθέσεις και όχι σε γενικά αναγνωρισμένες αρχές ή σταθερά θετικά δεδομένα. Κατ' αυτό τον τρόπο επεκτείνονται ή περιορίζονται τα όρια του ελέγχου του Ακυρωτικού. Βλ. Όλες οι σχετικές προσπάθειες ξεκινούν από ορισμένη αφετηρία σκέψεων. αλλά κυρίως μάλλον θεωρητική. εμφανούς ή αφανούς. άμεσα ή έμμεσα. πιο πάνω § 261. ώστε (να) μπορεί να λεχθεί χωρίς υπερβολή. τα διάφορα πραγματικά γεγονότα δεν εμφανίζονται αμιγώς φυσικά ή ιστορικά. ΙΔ) Όπως και παραπάνω σημειώθηκε. Κατ' ανάγκη λοιπόν τα συμπεράσματά τους τελούν σε συνάρτηση με αυτές τις αντιλήψεις και έχουν βεβαίως αξία. αλλά περιβεβλημένα περισσότερο ή λιγότερο με κρίσεις αναλόγως των προσώπων και των πραγμάτων. Αλλά και οι άλλοι τρόποι καθορισμού και διακρίσεως του πραγματικού από το νομικό στοιχείο με περισσότερες ή λιγότερες παραλλαγές καταλήγουν σε ανάλογα και αντίστοιχα συμπεράσματα. . Είναι λοιπόν επόμενο η επισκόπηση αυτών των περιστατικών να παρουσιάζει ποικίλα φαινόμενα. Κατά συνέπεια. τα διάφορα περιστατικά παρουσιάζονται ενδεδυμένα με χαρακτηρισμούς που περιέχουν πολλές ή λίγες κρίσεις. εξάλλου. Εξάλλου η ρυθμιστική επίδραση του δικαίου έχει σε τέτοιο βαθμό διαποτίσει τη ζωή. 533(551)§ 2 ΚΠολΔ που αναφέρθηκε παραπάνω για την έφεση. Γεννάται. επομένως. ο Άρειος Πάγος αποφαίνεται με την ίδια απόφαση και για τις δύο κατηγορίες παραδεκτού. ο Άρειος Πάγος εξετάζει πρώτα το νομότυπο της εισαγωγής της υποθέσεως προς συζήτηση και στη συνέχεια το παραδεκτό της αναιρέσεως γενικά. ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν πρέπει. Τέλος. Υποστηρίζεται όμως και γίνονται δεκτές διάφορες εξαιρέσεις από την αρχή αυτή. ανάλογες με εκείνες που εκτέθηκαν σχετικά με την έφεση. δυνάμει ρητής διατάξεως ή από τη φύση του. Είναι πρόδηλο ότι. ότι πρόκειται για αναίρεση ή ακύρωση ή αναθεώρηση. ότι η παρατηρούμενη διαφορά αντιλήψεων και απόψεων μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών συγγραφέων και Ανωτάτων Δικαστηρίων δικαιολογείται εν μέρει και από το γεγονός. Χ) Απόφαση επί της αναιρέσεως. Ο ΚΠολΔ δεν περιέχει σχετικά με την αναίρεση και την αναιρετική διαδικασία διάταξη ανάλογη με αυτή του άρθρ. η οποία οδήγησε στην παραδοχή του σχετικού λόγου της παραμορφώσεως. ή με τη δημοσίευση ερμηνευτικού νόμου κ. για τα οποία κρατεί ζωηρή αμφισβήτηση. Όσον αφορά τα σχετικά ζητήματα. αν λείπει μία από τις προϋποθέσεις του . δηλαδή αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής. Εξετάζονται πρώτα οι λόγοι που ανάγονται σε δικονομικές παραβάσεις και έπειτα οι λόγοι που αφορούν τη μη ορθή ερμηνεία ή εφαρμογή των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου. να παραβλέπεται. στην Ιταλία και στη συνέχεια και στη χώρα μας σχετικά με τη διάκριση μεταξύ παραμορφώσεως και απλής εσφαλμένης εκτιμήσεως του περιεχομένου των αποδεικτικών μέσων. όπως προβάλλεται με τους λόγους της αναιρέσεως. Καταρχήν εφαρμοστέος είναι ο κανόνας που ισχύει κατά το χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως και του οποίου σημειώθηκε παράβαση. το ζήτημα με βάση ποίο δίκαιο θα κριθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της αναιρέσεως σε περίπτωση μεταβολής της νομοθεσίας με τη δημοσίευση νομοθετήματος που θα έχει αναδρομική ισχύ. ότι η αντιμετώπιση του γενικότερου προβλήματος ή και των ειδικότερων ζητημάτων γίνεται με την εν γνώσει ή εν αγνοία υφιστάμενη επίδραση. η οποία ακούσια συνήθως επηρεάζει την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και της οποίας η διαπίστωση δεν είναι πάντα βέβαιο. γίνεται ειδικότερα λόγος στα περί διαχρονικού δικονομικού δικαίου. Α) Όπως και παραπάνω σημειώθηκε. Με αυτή την αντίληψη συνδέεται εν μέρει η σκέψη που επικράτησε στη Γαλλία. και έπειτα το παραδεκτό και τη βασιμότητα κάθε λόγου αναιρέσεως (περιλαμβανομένων και των πρόσθετων λόγων).§ 290 – Αναίρεση 167 αποφάσεων του Ακυρωτικού Δικαστηρίου η αντίληψή του για τη λεγόμενη «ουσία της υποθέσεως». εξάλλου.λπ. εφόσον αυτή δεν προκύπτει με σαφήνεια από το φάκελλο της υποθέσεως. ΙΧ) Εφαρμοστέο Δίκαιο. με σκοπό ακριβώς την αποτροπή αυτής της συνέπειας.ΠολΔ Σ. Αν η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως προς ένα ή περισσότερα ζητήματα ή κεφάλαια περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες και μία από αυτές κρίνεται ορθή. δεν απαγγέλλεται τέτοια καταδίκη αυτού.Ε. μπορώντας να στηρίξει κατά την κρίση του Ακυρωτικού την ορθότητα του αντίστοιχου διατακτικού. Β) Αν η αναίρεση κριθεί απαράδεκτη ή όλοι οι λόγοι της είναι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι. Σχ. αν από την απόρριψη κάποιου ισχυρισμού ή αιτήσεως παράγεται δεδικασμένο. Π. ο Άρειος Πάγος αναιρεί όπως λέχθηκε. ο αντίστοιχος λόγος ή γενικά η αναίρεση απορρίπτεται. 115. Ε) Αν η αναίρεση θεωρηθεί παραδεκτή και ένας τουλάχιστον από τους λόγους είναι βάσιμος. που παράγεται από την τελεσίδικη απόρριψη της πρώτης βάσεως – να ασκήσει αναίρεση. απορρίπτεται η αναίρεση.§ 290 – Αναίρεση 168 παραδεκτού της αναιρέσεως. κι αν ακόμη το διατακτικό είναι ορθό. απορρίπτεται η αναίρεση. ΚΠολΔ 578 (596). 635 Α. Γιατί και αν ακόμη αυτές είναι εσφαλμένες δεν δικαιολογείται η αποδοχή του σχετικού λόγου ή της αναιρέσεως στο σύνολό της. αν απορρίφθηκε η μία βάση και έγινε τελεσίδικα δεκτή η άλλη. αν είναι αναιρεσίβλητος. πλειστηριασμού κ. Αυτή γίνεται δεκτή. ούτε. Γ) Αν έχει επιληφθεί ένα από τα ακυρωτικά Τμήματα του Αρείου Πάγου και κρίνει ότι συντρέχει. έστω και αν οι αιτιολογίες είναι εσφαλμένες. που έχουν το ίδιο αίτημα (την ακύρωση διαθήκης. . σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν. απορρίπτεται αυτή χωρίς άλλη εξέταση. σε περίπτωση αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών. περίπτωση παραπομπής στην Ολομέλεια. την προσβαλλόμενη απόφαση 114.Ε.χ. Βλέπε παραπάνω παραπομπές. Αν αναιρεσείων είναι ο εισαγγελέας.). λαμβάνεται υπόψη και εν προκειμένω το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. όταν η προσβαλλόμενη απόφαση έχει περισσότερα κεφάλαια ή υπάρχει έννομο συμφέρον για την εξέταση και την αποδοχή ή την απόρριψη ενός ή και όλων των άλλων λόγων της αναιρέσεως. Κατ' εξαίρεση. 596. Δ) Όταν κρίνεται η βασιμότητα των λόγων της αναιρέσεως. τότε παραπέμπει την υπόθεση σ' αυτή. Αν αυτό είναι ορθό. αν ο σχετικός λόγος κριθεί βάσιμος. χωρίς να θίγεται το τελικό διατακτικό της αποφάσεως115. ο ενάγων δικαιούται – για να αποτρέψει ακριβώς το δεδικασμένο.λπ. ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα114. χωρίς να εξετασθεί η ορθότητα των υπόλοιπων αιτιολογιών. Διαφορετική είναι η περίπτωση. επιδικάζονται υπέρ του τα έξοδα και η αποζημίωση. μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία. η αναίρεση γίνεται δεκτή και δεν εξετάζονται οι υπόλοιποι λόγοι. Αν περαιτέρω ένας από τους λόγους της αναιρέσεως κριθεί όχι μόνο παραδεκτός αλλά και βάσιμος. αν εννοείται η κατάσταση η πριν από την έκδοση της αναιρεθείσας αποφάσεως ή.§ 290 – Αναίρεση 169 και καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα έξοδα. οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε. όπως λέχθηκε. β) ανατρέπονται οι πράξεις που ενεργήθηκαν δυνάμει αυτής της αποφάσεως και κάθε διαδικασία που επακολούθησε. που υποβλήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση και κατά τη συζήτηση αυτής.Ε.Ε.λπ. και τα πρακτικά της δίκης αυτής. 117.Πολ.) εκμηδενίζονται. Η αμφισβήτηση αυτή είχε και έχει πρακτική σημασία κυρίως για τη λύση του ζητήματος. κατά την οποία εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση. ενώ η πριν από αυτή διαδικασία ακυρώνεται μόνο. . Την αποκατάσταση αυτή μπορεί να διατάξει ο Άρειος Πάγος με την αναιρετική απόφαση. ενώ αυτές που διαγράφτηκαν εγγράφονται εκ νέου. εφόσον τηρείται ορισμένη προδικασία και μάλιστα υποβάλλεται σχετική αίτηση με το αρχικό ή το πρόσθετο αναιρετήριο ή με το ίδιο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία μέχρι την προηγουμένη της συζητήσεως. η αναίρεση περιορίζεται σε ένα ή κάποια μόνο ή εκτείνεται σε περισσότερα ή όλα. ανάλογα με το αν η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά ενός ή περισσοτέρων ή όλων των κεφαλαίων της και ο λόγος που έγινε δεκτός πλήττει και ανατρέπει το έρεισμα του ενός. Τα χρήματα και τα πράγματα που ελήφθησαν σε εκτέλεση της αναιρεθείσας αποφάσεως αποδίδονται με τους τόκους και καρπούς117. αίρονται και διαγράφονται. Αν αναιρεθεί κάποια απόφαση. Συνεπάγεται λοιπόν ότι: α) η αναιρεθείσα απόφαση αποβάλλει όλη την ισχύ της και τα αποτελέσματά της (δεδικασμένο κ. μόνο εφόσον στηρίζεται σε παράβαση. κάποιων ή όλων αυτών των κεφαλαίων. αν διατηρούν την ισχύ τους οι (έγγραφες) προτάσεις. Κατά τον ΚΠολΔ εφαρμοστέο είναι το κοινό δίκαιο. εφόσον η αναίρεση και οι λόγοι της αναιρέσεως στρέφονται και εναντίον αυτών των αποφάσεων. Σχετικά με το ζήτημα της αφετηρίας της οφειλής τόκων και καρπών επικρατούσε στο προϊσχύσαν αστικό δικονομικό δίκαιο αμφισβήτηση. Κατά το προϊσχύσαν δίκαιο αμφισβητήθηκε το ζήτημα. ΣΤ) Μετά την αναίρεση κάποιας αποφάσεως. 637 § 1 Α. β) Η αναίρεση κάποιας διατάξεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως συνεπάγεται την αναίρεση και των διατάξεων που στηρίζονται σε αυτή.χ. ή και με τις προτάσεις και ε- 116. η σχετική με τα έξοδα. διότι ορίζει. Σ. αναιρούνται επίσης όλες οι σε αυτή στηριζόμενες αποφάσεις. καθώς και των διατάξεων που αφορούν κεφάλαια που συνέχονται αναπόσπαστα με αυτή. Ο ΚΠολΔ λύνει το ζήτημα που εκτέθηκε. α) Αν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει περισσότερα κεφάλαια. όπως π. εφόσον στηρίζεται σε παράβαση. ότι η πριν από την αναιρεθείσα απόφαση διαδικασία ακυρώνεται. δηλαδή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της επιδόσεως της αποφάσεως που διατάσσει την απόδοση. όπως δεχόταν η κρατούσα γνώμη. για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. ΚΠολΔ 579 (597) § 1 Σχ. η πριν από τη συζήτηση. οι υποθήκες και οι κατασχέσεις που εγγράφτηκαν αποσβήνονται. για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση116. 597 § 1. β 123. δηλαδή αν η υπόθεση δεν είχε διευκρινισθεί κατ' ουσία. ΚΠολΔ 579(597) § 2 Σχ. παραπέμπει την υπόθεση στο κατά την κρίση του αρμόδιο δικαστήριο. Ειδικότερα: α) Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόδοση λόγω υπερβάσεως δικαιοδοσίας. γ) Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Εξάλλου.Ε. η εκτέλεση κ. Ειδικώτερα για τα ζητήματα αυτά γίνεται λόγος στο τμήμα για την αναγκαστική εκτέλεση. όπως λέχθηκε. § 1 Σχ. εκτός από αυτούς που αναφέρονται παραπάνω. 638 § 1 Α. ΚΠολΔ 581 (599) § 3 Σχ. Σε αντίθετη περίπτωση. 121. 638 § 2 Α. 598 § 1. Σχετικά με το ζήτημα. τα πολιτικά δικαστήρια δεν μπορούν να επιληφθούν περαιτέρω της υποθέσεως.Ε. 124.Ε. Ζ) Η αναίρεση απαγγέλλεται. Περαιτέρω. Διαφορετικά η αποκατάσταση αυτή διατάσσεται από το Τμήμα ή το δικαστήριο της παραπομπής119 ή εφαρμόζεται το κοινό δίκαιο. όπως εκτίθε- . ΚΠολΔ 580 (598).ΠολΔ Σ.Ε. σύμφωνα με τις γενικές αρχές.λπ. 575 εδ. αποδεικνύεται προαποδεικτικά118.λπ. 599 § 3.ΠολΔ Σ. κατά την ορθότερη γνώμη. 639 § 3 Α. για παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου γενικά ή ορισμένων κανόνων δικονομικού δικαίου. 597 § 2. εκτός των περιπτώσεων των αδιαιρέτων δικαίων121. εφόσον αυτή ενέχει υπέρβαση καθηκόντων ή υπέρβαση δικαιοδοσίας123. ΚΠολΔ 580 (598) § 2 Σχ. βλέπε κατωτέρω στα περί των συνεπειών της ακυρώσεως κλπ. β) Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για παράβαση των διατάξεων περί αρμοδιότητας. Τα παραπάνω αποτελέσματα. Επομένως. 637 § 2 Α. δηλαδή ανατρέχουν στον πριν από την έκδοση της αναιρετικής αποφάσεως χρόνο. Εξαίρεση ισχύει.ΠολΔ Σ.Ε.ΠολΔ Σ. 119. στους διαδίκους και τους καθολικούς ή οιονεί καθολικούς διαδόχους τους.170 § 290 – Αναίρεση φόσον η καταβολή. 120. επέρχονται αναδρομικά. β Σχ. όσα έγιναν κατά το ενδιάμεσο διάστημα ανατρέπονται. το δικάζον Αναιρετικό Τμήμα του Αρείου Πάγου μπορούσε με βάση το προϊσχύσαν αστικό δικονομικό δίκαιο να κρατήσει την υπόθεση και να επιληφθεί της εκδικάσεώς της κατ' ουσία. ενώ αναιρείται επίσης η πρωτόδικη απόφαση που τυχόν επικυρώθηκε απο την αναιρεθείσα απόφαση. αν γεννάται αξίωση για αποζημίωση που προέρχεται από την εκτέλεση της αναιρεθείσας αποφάσεως. παραπεμπόταν124 στο τότε από τον κανονισμό οριζόμενο Τμήμα παραπομπής του Αρείου 118.Ε.Ε. 608 εδ.Ε.ΠολΔ Σ.Ε. 122. 598 § 2. χωρίς να επεκτείνονται σε τρίτους. εκτός των περιπτώσεων υπερβάσεως καθηκόντων ή ελλείψεως καθ' ύλην αρμοδιότητας122. ιδίως αν κατά την κρίση του δεν χρειαζόντουσαν περαιτέρω διευκρινίσεις (με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι διάδικοι ή τουλάχιστον ένας από αυτούς είχαν υποβάλει προτάσεις επί της ουσίας).120. τα αποτελέσματα αυτά περιορίζονται. η αποδοχή της αναιρέσεως που ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν έχει αποτελέσματα απέναντι στους διαδίκους. της αναγκαστικής εκτελέσεως. ΚΠολΔ 557 (575) εδ. αφού εγερθεί ξεχωριστή αγωγή κ.Ε. β Α. στοιχ. Α) Η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής με εγγραφή στο πινάκιο και επίδοση της κλήσεως για συζήτηση κατά το κοινό δίκαιο. Όσον αφορά τους με αριθ. αλλά ο Άρειος Πάγος δίκαζε ο ίδιος την ουσία της υποθέσεως125. Για το λόγο αυτό η γραμματεία του Αρείου Πάγου οφείλει να ειδοποιεί αμελλητί τη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση. Πριν από το Ν. 127. παραπομπή κ. 2. ΧΙ) Η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής. η οποία υποχρεούται να προβεί χωρίς αναβολή στη σημείωση αυτή127. ο διάδικος που ηττήθηκε καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της δίκης ενώπιον του Αρείου Πάγου. ισχύουν κατά βάση mutatis mutandis και όταν δικάζει την αναίρεση στις ανωτέρω αναφερθείσες περιπτώσεις αντί των αναιρετικών Τμημάτων η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου126. κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρείται. ΚΠολΔ 582 (600) Σχ. δεν επιτρέποντα –κατά κανόνα τουλάχιστον– ένδικα μέσα και μάλιστα σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται δεύτερη αναίρεση. 125. Α-Ζ).Ε. 126. όπως ίσχυε πριν από το Ν.Ε. 638 § 3 Α.ο. Για τα υπόλοιπα θέματα και ζητήματα της αρμοδιότητας της Ολομελείας του Αρείου Πάγου βλέπε κατωτ. ή στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. ΙΑ) Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της αιτήσεως αναιρέσεως.ΠολΔ Σ. ως προς τη διαδικασία εκδικάσεως διαφορών παραδόσεως ή αποδόσεως μισθίου κ.§ 290 – Αναίρεση 171 Πάγου. 2172/1993 (άρθρο 31 § 1) ίσχυε η αρχική ρύθμιση. η οποία τη δέχεται ή την απορρίπτει. πλην όμως με βάση το ισχύον δίκαιο ο Άρειος Πάγος υποχρεούται να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς αυτό που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση. Η) Όσα εκτέθηκαν παραπάνω (υπό στοιχ. 2172/1993. .Ε. σύμφωνα με την οποία αν αναιρείτο πάλι η απόφαση του δικαστηρίου της παραπομπής.λπ. Θ) Η αναιρετική απόφαση σημειώνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της αναιρεθείσας απoφάσεως. 598 § 3). 3 και 6-17 του άρθρ. ενώ σε περίπτωση αναιρετικής αποφάσεως στα έξοδα και της δίκης. 171 επ. 600. ο Άρειος Πάγος με βάση μεν το προϊσχύσαν δίκαιο απλώς μπορούσε. όπως συνήθως. 559 (577) ΚΠολΔ προβλεπόμενους λόγους.ΠολΔ Σ. ΚΠολΔ 580 (598) § 3 (Σχ. Ι) Σε κάθε περίπτωση. 640 Α. τότε δεν γινόταν εκ νέου δεύτερη παραπομπή. 2172/1993 με συνέπεια με βάση το ισχύον δίκαιο να είναι επιτρεπτή και πιθανή και η δεύτερη. Αυτό ίσχυε τότε αδιάφορα αν η αίτηση αναιρέσεως είχε εισαχθεί σε ένα από τα αναιρετικά Τμήματα. Αυτή η ορθή ρύθμιση καταργήθηκε με το Ν. ΧΙΙΙ σελ. ή ακόμη και τρίτη.κ. Επίδοση της ται στον οικείο τόπο.Ε. ΚΠολΔ 581 (599) § 1 Σχ. αν το δικαστήριο της παραπομπής δεν ακολούθησε τη λύση που δόθηκε επί του νομικού ζητήματος από την αναιρετική απόφαση. Ράμμου να περιληφθεί και στον ΚΠολΔ. 490/1974. 598 § 5. 18. 133. αν είχε ασκηθεί αναίρεση κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου της παραπομπής για τον ίδιο λόγο. β και γ) όριζε ότι. Βλέπε σχετικά με την περαιτέρω διαδικασία σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου της παραπομπής από τον Άρειο Πάγο. 639 § 2 Α. κατά το οποίο υπάρχει λόγος αναιρέσεως. 18 ΚΠολΔ. Σχ.Ε. 639 § 1 Α. 2 και 4 εδ. Β) Ως προς τη συζήτηση στο ακροατήριο και γενικά τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής. σύμφωνα με όσα κατωτέρω εκτίθενται. με βάση την ισχύουσα ρύθμιση. ΧΖ. Η συζήτηση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής περιορίζονται μέσα στα πλαίσια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση.ΠολΔ Σ. 599 § 1. 237(245) ΚΠολΔ (όπως στη συζήτηση ενώπιον πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων)129. Παρόμοια διάταξη έπρεπε κατά την άποψη του Γ. 599 § 2. στοιχ. 641 § 1 Α.ΠολΔ Σ. . όπως είχε μέχρι το ν. πιο πάνω και στοιχ. χωρίς να μπορεί να αποφανθεί αντίθετα με αυτή και ιδιαίτερα δεν μπορεί να αποφανθεί σύμφωνα με την απόφαση που αναιρέθηκε (και ειδικότερα ως προς τα σημεία που αναιρέθηκε). Αυτή η υποχρέωση και η αντίστοιχη ενδοδιαδικαστική δέσμευση του δικαστηρίου παραπομπής προκύπτει από τις ακόλουθες διατάξεις: α) από το άρθρ. εφόσον συντρέχουν οι 128. ΚΠολΔ 559 (577) αριθ. αν δεν δεσμευόταν το Τμήμα της παραπομπής από την (πρώτη) αναιρετική απόφαση κατά το σύστημά του. Το άρθρο αυτό δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη διάκριση και η ρύθμιση αυτή δεν μεταβλήθηκε μετά την τροποποίηση του άρθρου 580 (598) ΚΠολΔ με το ν. ενώ οι προτάσεις κατατίθενται από τους διαδίκους κατά το άρθρ. 3810/1957 (ν.Ε. Δ) Κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου της παραπομπής επιτρέπονται όλα τα ένδικα μέσα. 132. 130. 134. Το προγενέστερο δίκαιο. κατά την οποία μπορούσε να χωρήσει παραπομπή σε περίπτωση αποδοχής της αναιρέσεως και σε δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές με το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση132. που διέπουν τη συζήτηση και τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση. περιλαμβανομένης και της αναιρέσεως133. Βλ. ΚΠολΔ 581 (599) § 2 Σχ.ΠολΔ Σ. αρμόδια να αποφανθεί για τη νέα αναίρεση ήταν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. υποχρεωτική την παραπομπή σε κατώτερο δικαστήριο ουσίας. ανωτ.134. Το άρθρο 580 ΚΠολΔ καθιστά πλέον. Γ) Το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την αναιρετική απόφαση. 131.Ε. για το οποίο γίνεται λόγος και κατωτέρω131 και β) από το άρθρ.172 § 290 – Αναίρεση παραπεμπτικής αναιρετικής αποφάσεως του Αρείου Πάγου δεν είναι απαραίτητη128. ΧΖ.Ε. ΧΜΖ/1877 αρθρ.Ε. 580 (598) ΚΠολΔ130. για τον οποίο αναιρέθηκε η πρώτη απόφαση. 129.Ε. 559 (577) αριθ. εφαρμόζονται οι κανόνες. και ανακοπή ερημοδικίας. η υπόθεση αναπέμπεται στο Τμήμα που ορίζεται από τον κανονισμό. ή άλλως είχε την εξουσία. Κατά των αποφάσεων του Τμήματος της παραπομπής. να εκφράσει αντίθετη γνώμη προς αυτή που δόθηκε από το ακυρωτικό Τμήμα. αναψηλάφηση και. 19 και 20 του άρθρ. ΧΣΤ. 136. Μόνο σε περίπτωση αναιρέσεως για παράβαση κανόνω ουσιαστικού δικαίου ή για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις διατάξεις των αριθ. ΚΠολΔ 580 (598) §§ 1 και 5. Ενώπιον αυτού το Τμήματος η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση μετά από προσδιορισμό δικασίμου και επίδοση κλήσεως. δεσμευόταν επίσης καταρχήν από τη λύση του νομικού ζητήματος που δόθηκε από την αναιρετική απόφαση και όφειλε να θέσει αυτή ως βάση της αποφάσεώς του. 16. επιτρέπονταν. εφόσον συνέτρεχαν οι υπόλοιπες νόμιμες προϋποθέσεις. σύμφωνα με όσα ανωτέρω (υπό στοιχ. Σε τέτοιες περιπτώσεις η υπόθεση παραπεμπόταν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με σκοπό την άρση της διαφωνίας135. Το Τμήμα αυτό. εφόσον υπάρχουν και άλλοι λόγοι αναιρέσεως που παραπέμφθηκαν (στην Ολομέλεια). ΚΠολΔ 581 (599) § 3. στοιχ. κατά μία γνώμη. την εξουσία να διατάξει την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση της αναιρεθείσας αποφάσεως κατάσταση με τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω136. το Τμήμα της παραπομπής δικαιούτο. 568 ΚΠολΔ. και ανωτ. προβαίνει στην εκδίκαση 135. Βλ. εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία με εκείνη που εφαρμόζεται ενώπιον του Τμήματος αυτού. . και πιο πάνω. σύμφωνα με τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις του άρθρ. XIII) Η διαδικασία ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Το τελευταίο είχε. χωρίς να επιτρέπεται η προσθήκη νέων πρόσθετων λόγων. αφού αποφανθεί – αν συντρέχει τέτοια περίπτωση– για τους υπόλοιπους λόγους αναιρέσεως.λπ. Αυτή η απόφαση της Ολομέλειας δέσμευε και το Τμήμα της παραπομπής. Βλ.). Το καταργηθέν Τμήμα της παραπομπής του Αρείου Πάγου. ενώπιον του οποίου φερόταν κατά το προϊσχύσαν δίκαιο προς συζήτηση η υπόθεση. καθώς και διότι το δικαστήριο παράνομα κήρυξε ή δεν κήρυξε έκπτωση από δικαίωμα (δηλαδή σχετικά με τους κανόνες για το βάρος αποδείξεως κ. 559 (577) ΚΠολΔ. ΧΙΑ) εκτίθενται. όπως λέχθηκε παραπάνω. α) Όσες φορές η Ολομέλεια δικάζει αντί του αναιρετικού Τμήματος. ΧΙΙ) Η διαδικασία ενώπιον του καταργηθέντος Τμήματος της παραπομπής του Αρείου Πάγου. Αν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αναιρέσει την απόφαση ή απορρίψει τους λόγους αναιρέσεως που παραπέμφθηκαν σε αυτή.§ 290 – Αναίρεση 173 νόμιμες προϋποθέσεις (κατά το κοινό δίκαιο). 13. 137. δεν περιλήφθηκαν ούτε στο σχέδιο Α. 139. Η συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας γινόταν κατά τις διατάξεις της συζητήσεως στο ακροατήριο ενώπιον του Αρείου Πάγου. Σ. έτσι ώστε μόνο μετά από νέα μελέτη να μεταβάλλονται οι απόψεις που υιοθετήθηκαν. Κατά τον ΚΠολΔ δεν απαιτείτο επίδοση της αποφάσεως εκείνου του Τμήματος που διαπίστωνε τη διαφωνία.174 § 290 – Αναίρεση της υποθέσεως137.Ε. όσες φορές αυτή έλυνε διαφωνία μεταξύ των δύο Τμημάτων. για τα νομικά ζητήματα τα Τμήματα του Αρείου Πάγου δεσμεύονταν από τις αποφάσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων. στοιχ. ΚΠολΔ 580(598) § 5 Βλ. τον οποίο. 641 του Σχ. δεν επιτρέποντο ένδικα μέσα. Η Ολομέλεια περιορίζετο στις περιπτώσεις αυτές στη λύση του νομικού ζητήματος και στην άρση της διαφωνίας που αναφύετο μεταξύ των δύο Τμημάτων. ΧΙΙ. Στη συνέχεια παρέπεμπε την υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο Τμήμα του Αρείου Πάγου που ορίζετο από τον κανονισμό. η υπόθεση εισαγόταν για συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας κατόπιν εγγραφής στο πινάκιο και επιδόσεως της κλήσεως για συζήτηση κατά τη δικάσιμο που οριζόταν από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. 138. παρέπεμπε με απόφαση το νομικό ζήτημα στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου όριζε εισηγητή μετά τη συζήτηση. ότι η προγενέστερη απόφαση δεν ήταν ορθή. ενώπιον του οποίου είχε συζητηθεί η αναίρεση. ΠολΔ. . Βλέπε ανωτ.Ε. ως προς το νομικό ζήτημα που επιλύθηκε από αυτή138. γ) Κατά των αποφάσεων της Ολομέλειας. Αν δίκαζε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου μπορούσε να μεταβάλει την άποψη επί του νομικού ζητήματος χωρίς να τηρηθούν οι αναφερθείσες διατάξεις. ούτε στον ΚΠολΔ για διάφορους λόγους. οι οποίες σκοπό είχαν την αποφυγή διχογνωμιών και διακυμάνσεων στη νομολογία του Αρείου Πάγου χωρίς σοβαρό λόγο. είχε κατά πλειοψηφία τη γνώμη. Όταν για κάποιο νομικό ζήτημα είχε αποφανθεί η Ολομέλεια ή Τμήμα του Αρείου Πάγου και το Τμήμα αυτό. όπως λέχθηκε. ΧΙΙ. το οποίο αποφαινόταν χωρίς νέα συζήτηση στο ακροατήριο.τι και στις αποφάσεις των αναιρετικών Τμημάτων139. Μετά την απόφαση της Ολομέλειας η υπόθεση επαναφερόταν με επιμέλεια της γραμματείας στο Τμήμα. δεσμευόταν από την απόφαση αυτή. και ανωτ. στοιχ. β) Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αφενός του Αναιρετικού Τμήματος και αφετέρου του τότε προβλεπόμενου από το προϊσχύσαν δίκαιο (και ήδη καταργηθέντος) Τμήματος παραπομπής. Η υπόθεση εισαγόταν για συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας με κλήση που επιδιδόταν οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Κατά το άρθρ. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις ίσχυε ό. Οι διατάξεις αυτές. της αναψηλαφήσεως και της αναιρέσεως.χ.λπ. ΠολΔ (άρθρ. τ. επιτρέπεται αποκλειστικά για ορισμένους λόγους (όπως προκύπτει από τη χρησιμοποίηση της λέξεως «μόνο»). ανωτ. 161. Ι) Γενικά.Α. Το Σχ. ο ΚΠολΔ2 επιτρέπει την έγερση ή άσκηση αγωγής ή την προβολή ενστάσεως. Οι λόγοι αυτοί είναι οι επόμενοι: Α) Εάν η «δικαστική απόφαση» εκδόθηκε από πρόσωπα. 329-330. οι οποίοι αναγράφονται στον ΚΠολΔ.Ε.Ε. § 289. 593 . όπως τα παραπάνω εξεταζόμενα και αναπτυσσόμενα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας.602) προέβλεπε το θεσμό της αγωγής ακυρώσεως των δικαστικών αποφάσεων.: Η ακύρωση των δικαστικών αποφάσεων. αλλά απλό ένδικο βοήθημα. . – Ζήσης Π. Σ. Αυτό συμβαίνει π. όπου και ειδική βιβλιογραφία. και ο ΚΠολΔ. εάν η απόφαση εκδόθηκε από πρόσωπο που δεν 1. ΕΕΝ 9 (1942). εφόσον συντρέχουν και οι συνήθεις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναγνωριστικής αγωγής και ιδιαίτερα η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κ. κάποιοι από τους οποίους αφορούσαν ανυπόστατες ή ανύπαρκτες «δικαστικές αποφάσεις». – Μπέης Κ.: Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις. Βλ. Όπως έχει λεχθεί και παραπάνω1. ΚΠολΔ 313-314 (329 . που στερούνταν δικαστικής ιδιότητας. ενώ άλλους λόγους ακυρώσεως δικαστικών αποφάσεων περιέλαβαν στους λόγους αναψηλαφήσεως. Δ9 (1978).: Οι ανυπόστατες αποφάσεις που εκδίδει ο δικαστής μετά την αποδοχή της παραίτησής του (επιστολή). η οποία ήταν δυνατό να ασκηθεί για ορισμένους λόγους. η οποία δεν αποτελεί ένδικο μέσο κατά τη στενή και κυριολεκτική έννοια του όρου. Το Σχ. της εφέσεως. Α.Ε.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΥ Η ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑΣ «ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ»* § 291 *Ειδική Βιβλιογραφία: Αρβανίτης Γ. αντί για την αγωγή αυτή ανέγραψαν διατάξεις που αφορούσαν την αγωγή για αναγνώριση του ανυπόστατου ή της ανυπαρξίας ορισμένων «δικαστικών αποφάσεων». Βλ. 1968. Η αγωγή ή η ένσταση για αναγνώριση του ανυπόστατου ή της ανυπαρξίας «δικαστικών αποφάσεων». ανωτ. 2. 397. Ι § 200. η οποία έχει ως αίτημα την αναγνώριση του ανυπόστατου ή της ανυπαρξίας «δικαστικών αποφάσεων». ΙΙ) Νομική φύση της αγωγής κλπ.330) Σχ. δεν συντρέχει ο εξεταζόμενος λόγος. Εφόσον. Γ) Εάν η «δικαστική απόφαση» δεν δημοσιεύθηκε. δεν νοείται δίκη. το οποίο δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. εκτός από αυτές που προβλέπει το άρθρο 313 ΚΠολΔ δεν συνιστούν λόγο (για την αναγνώριση) ανυπαρξίας της σχετικής δικαστικής αποφάσεως. Ι §§ 196 και 198. λ. ή το νομικό πρόσωπο.χ. Η ανακοίνωση ή γνωστοποίηση με άλλο τρόπο. ΙΙΙ) Φύση απαριθμήσεως. εάν δεν ανακλήθηκε νόμιμα αυτός ή δεν απαγγέλθηκε η ακυρότητα από το αρμόδιο όργανο και σύμφωνα με τις κανονισμένες διατυπώσεις. όπως έχει λεχθεί. Βλ. Το συμπέρασμα που συνάγεται από τη διατύπωση της σχετικής διατάξεως. Εφόσον σύμφωνα με όσα παραπάνω έχουν αναφερθεί3. το οποίο απολαμβάνει ετεροδικίας4. Βλ. Αποκλειστική ή ενδεικτική. που είχε παραιτηθεί ή απολυθεί κ.κ. Ε) Εάν η «απόφαση» εκδόθηκε εναντίον προσώπου. Ι § 108. η οποία δεν είχε ανακληθεί νόμιμα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Δ) Εάν η «απόφαση» εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί εναντίον ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου. έστω και επίσημο.ο. Σε περίπτωση άκυρου διορισμού. Αυτό συμβαίνει. με έγερση αγωγής ή με προβολή ενστάσεως.λπ. για τους οποίους είναι δυνατό να ζητηθεί. η απόφαση αποκτά νομική ύπαρξη με τη δημοσίευσή της. Ανύπαρκτο θεωρείται το φυσικό πρόσωπο. σύμφωνα με το νόμο. σχετικά και ανωτ. το οποίο δεν είχε συσταθεί ποτέ ή η σύστασή του έγινε κατά τέτοιο τρόπο. δεν συνεπάγονται την ανυπαρξία της σχετικής δικαστικής αποφάσεως. είναι συνεπές να θεωρείται ανύπαρκτη η μη δημοσιευθείσα απόφαση. είχε πεθάνει κατά το χρόνο διεξαγωγής της δίκης ή είχε κηρυχθεί σε αφάνεια. είναι ότι η απαρίθμηση των αναφερθέντων λόγων. Στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων.λπ. ώστε να το καθιστά νομικά ανύπαρκτο ή είχε νόμιμα διαλυθεί κατά την ίδια ως ανωτέρω εποχή κ. . Β) Εάν πολιτικό δικαστήριο αποφάνθηκε για αντικείμενο. δεν αίρει αυτόν το λόγο του ανυπόστατου. Επομένως και παραβάσεις του άρθρου 301 ΚΠολΔ κ. το οποίο δεν υπήρξε ποτέ (στο παρελθόν μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης).176 § 291 – Αναγνώριση του ανυπόστατου ή της ανυπαρξίας των δικαστικών αποφάσεων είχε αποκτήσει ποτέ τη δικαστική ιδιότητα ή από δικαστή. ΣΤ) Άλλες παραβάσεις. που υπαγόταν στη δικαιοδοσία των διοικητικών ή των ποινικών δικαστηρίων κ. τ. είναι επόμενο και η απόφαση που εκδίδεται για τη δίκη αυτή να θεωρείται ανύπαρκτη. η αναγνώριση της ανυπαρξίας «δικαστι3.λπ. 4. ανωτ. τ. εάν πολιτικό δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για υπόθεση. η οποία διεξάγεται εναντίον ανύπαρκτου προσώπου. ως δικαστική απόφαση και δεν θα αναγνωρισθούν ότι προέρχονται από την πράξη ή δήλωση. αφενός από την πλευρά των προϋποθέσεων. μολονότι τα ελαττώματά της δεν είναι δυνατό να υπαχθούν ακριβώς σε μία από τις παραπάνω αναφερόμενες κατηγορίες. 329 § 2.ο. και ανωτ.Ε. Από το δικαιολογητικό λόγο του προαναφερθέντος περιορισμού που βασίζεται στην αρχή της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας και της αποφυγής του πολλαπλασιασμού των δικών. Βλ. και αφετέρου από την άποψη των συνεπειών της αυθεντικής ή με τελεσίδικη απόφαση κηρύξεως ή αναγνωρίσεως της ανυπαρξίας συγκεκριμένης πράξεως ή δηλώσεως που εμφανίζεται ή προσβάλλεται ως «δικαστική απόφαση». που καθιστούν μια «δικαστική απόφαση» ανύπαρκτη.Α. σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου5. αλλά ταυτόχρονα δεν θα μπορεί να κηρυχθεί ή αναγνωρισθεί δικαστικώς ότι η ανωτέρω απόφαση είναι νομικά ανύπαρκτη. σημ. αποκλείεται. V) Αρμοδιότητα. του οποίου γίνεται επίκληση. με τη συνδρομή των οποίων είναι δυνατό να ασκηθεί η παραπάνω αγωγή ή να προταθεί η αντίστοιχη ένσταση.Α. αυτή που στερείται τα ουσιώδη κλασικά διακριτικά γνωρίσματα του γενικώς παραδεδεγμένου τύπου αυτής. 6. για την οποία γίνεται λόγος. VI) Άσκηση της αγωγής. σημαίνει απλά ότι δεν είναι δυνατό να υποβληθεί με αγωγή ή ένσταση το παραπάνω αίτημα. και ανωτ. IV) Αποκλεισμός ή απαράδεκτο της αγωγής. είναι αποκλειστική. Πρβλ.Ε. Αυτό. Η παρατήρηση αυτή δε στερείται θεωρητικής και πρακτικής σημασίας. με βάση άλλο λόγο. που αποδεικνύονται με αυτό. εισάγεται για συζήτηση και δικά5.κ. Πάντως παραβάσεις του άρθρου 301 ΚΠολΔ κ. – καθώς και της ιδίας φύσεως και μορφής παραβάσεις – δεν συνεπάγονται οποιαδήποτε ανυπαρξία της σχετικής δικαστικής αποφάσεως. όμως. οι οποίες περιλαμβάνουν βεβαίως τα κυριότερα και συνηθέστερα εμφανιζόμενα ελαττώματα. 2. Εάν τυχόν διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών.§ 291 – Αναγνώριση του ανυπόστατου ή της ανυπαρξίας των δικαστικών αποφάσεων 177 κής αποφάσεως». ΚΠολΔ 313 (329) § 2 Σχ. σημ. δεν θα μπορεί ίσως να θεωρηθεί το έγγραφο που προσάγεται. 329 § 3. δε σημαίνει – κατά την άποψη του Γ. είναι δυνατό να συναγάγει κανένας επιχείρημα υπέρ της τελευταίας λύσεως. Η αγωγή. 2β και 3. εάν εναντίον της «αποφάσεως» ασκήθηκαν ένδικα μέσα. . Η διάταξη αυτή δε διακρίνει. οι γνωστές συνέπειες «δικαστικής αποφάσεως». Αρμόδιο για την εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής είναι το πολυμελές πρωτοδικείο της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου6. ΚΠολΔ 313 (329) § 3 Σχ. Η αγωγή ασκείται. Ράμμου – ότι αποκλείεται θεωρητικά σε πολύ ακραίες περιπτώσεις να χαρακτηρισθεί «δικαστική απόφαση» ανύπαρκτη. εάν ο αποκλεισμός αυτός ισχύει μόνο εφόσον ασκήθηκαν όλα τα επιτρεπόμενα ένδικα μέσα ή μόνο κάποια ή ακόμα και ένα από αυτά. Ι § 205. 8. ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους. Θεωρούσε τις αποφάσεις αυτές οιονεί ανίσχυρες. 9. ΠολΔ και 564 επ. εφόσον το ζήτημα της ανυπαρξίας της «αποφάσεως» προβλήθηκε ύστερα από ένσταση όπως προβλέπεται από την περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 322 (338) § 1 ΚΠολΔ8. Ο νόμος δεν αναγράφει προϋποθέσεις. οι οποίες εκδίδονταν πέρα από τις προβλεπόμενες περιπτώσεις των άρθρ. ο οποίος εκτιμά τις συντρέχουσες περιστάσεις. Η ανασταλτική απόφαση είναι δυνατό να ανακληθεί από το δικαστήριο μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως. που διέπει τα αντίστοιχα θέματα για υποθέσεις. όπως π. Συνήθως περίπτωση εφαρμογής παρουσιαζόταν. Όσα έχουν παραπάνω εκτεθεί δεν έχουν εφαρμογή προκειμένου για απλά άκυρες από οποιοδήποτε λόγο αποφάσεις.Ε. καθώς και της ανακλήσεώς του. τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα9. Το αποτέλεσμα αυτό δεν επέρχεται. τις γνωστές κύριες και δευτερεύουσες ή ενδεχόμενες συνέπειες και δη ουσιαστικό δεδικασμένο. VIII) Συνέπειες της παραδοχής της αγωγής. Η ακυρότητα αυτή προβάλλεται μόνο με τα επιτρεπόμενα. την πιθανολόγηση της ανυπαρξίαςς της «αποφάσεως» κ. 330. αναγνωρίζεται ή κηρύσσεται η ανυπαρξία ή το ανυπόστατο της «αποφάσεως».λπ. παράγει. το ζήτημα απόκειται στην κρίση του δικαστή. ΚΠολΔ 314 (330) Σχ. σχετικά ανωτ.178 § 291 – Αναγνώριση του ανυπόστατου ή της ανυπαρξίας των δικαστικών αποφάσεων ζεται σύμφωνα με όσα ορίζει το κοινό (Αστικό Δικονομικό) Δίκαιο. Η απόφαση που αναγνωρίζει ή κηρύσσει την ανυπαρξία. εφόσον εκδόθηκε μετά από άσκηση αγωγής. ΠολΔ . Βλ.ΠολΔ Α. τ. με τη συνδρομή των οποίων επιτρέπεται να γίνει χρήση του παραπάνω μέτρου. η οποία είναι δυνατό να υποβληθεί ή με αυτοτελές δικόγραφο ή και με τις προτάσεις. Αφού γίνει δεκτή η αγωγή ή η ένσταση. 634 επ. Μέχρι την τελεσίδικη απαγγελία ή την αναγνώριση της ακυρότητας οι εδώ εξεταζόμενες αποφάσεις παράγουν όλες τις 7. που υπάγονται στη γενική ή τακτική διαδικασία. αφού καταστεί τελεσίδικη. Το δικαστήριο που δικάζει την ανωτέρω αγωγή έχει την εξουσία να διατάξει αναστολή της εκτελέσεως της «αποφάσεως» στο συνολό της ή εν μέρει. η οποία υποβάλλεται κατά τον ίδιο τρόπο7. Κρητ. VII) Αναστολή εκτελέσεως της «αποφάσεως».χ. η οποία είχε εκδοθεί καθ' υπέρβαση της καθ' ύλην ή κατά λειτουργία αρμοδιότητας ή χωρίς αυτή. Επομένως. προκειμένου για αποφασεις του προέδρου πρωτοδικών. Κατά το προγενέστερο δίκαιο η νομολογία δεχόταν συνήθως την έγερση αγωγής για κήρυξη της ακυρότητας δικαστικής αποφάσεως. για κάθε μία χωριστά άκυρη απόφαση. Η απόφαση που εκδίδεται επί της αγωγής αυτής υπόκειται σε ένδικα μέσα σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου. ΙΧ) Τα ισχύοντα σε άκυρες αποφάσεις. ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους. Κατά τα σημεία αυτά διαφέρουν και πρέπει να διακρίνονται οι απλά άκυρες από τις ανύπαρκτες ή ανυπόστατες «δικαστικές αποφάσεις». .λπ.).§ 291 – Αναγνώριση του ανυπόστατου ή της ανυπαρξίας των δικαστικών αποφάσεων 179 έννομες συνέπειές τους (ουσιαστικό δεδικασμένο κ. Το σύστημα αυτό υιοθετεί κατά βάση και ο ΚΠολΔ (άρθρ. με το οποίο τρίτοι. – Χατζηιωάννου Β. ένδικα βοηθήματα είναι δημιούργημα και θεσμός του παλαιότερου Γαλλικού Δικαίου της εποχής μετά την αναγέννηση (της Ordonnance του 1667). που καλείται ανακοπή και προκειμένου για αποφάσεις. 1995. 4 «a sententia inter alios dicta appelare non potest nisi ex justa causa» Πανδ 49. 294 επ. κατά την οποία εκδόθηκε κάποια απόφαση και βλάπτονται από αυτή. και ιδίως πρώτιστα της εφέσεως.: Η αντικειμενική σώρευση των ανακοπών των άρθρων 632 § 1 και 933 ΚΠολΔ. 5. το Κανονικό Δίκαιο.Δ. η Κοινή Γερμανική Δικονομία. διαδικαστικής ή εξώδικης πράξεως ή κατά τη δίκη. (Το ίδιο σύστημα υιοθετούσαν υπό την επίδραση του Ρ. συνήθως για διάκριση από τα ένδικα μέσα. Τα ένδικα βοηθήματα1 που αναφέρθηκαν. 5 Βασιλ.: Η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής. για τα οποία γίνεται λόγος ανωτέρω. από όπου τις παρέλαβε και ανέγραψε στη δική μας ΠολΔ το 1834 ο Maurer. Βασιλ. Η προϊσχύουσα ΠολΔ (άρθρ. 235 επ. Αυτά που ανωτέρω μπορούν να ονομασθούν και ονομάζονται. ΠολΔ (άρθρ. 236 επ.) και η Κρητ. 49. τα 1. τα Βαυαρικά Νομοσχέδια της ΠολΔ των ετών 1825. 1863 και η Βαυαρική Δικονομία του 1865). 1831.). Βλέπε σύντομη ανάλυση της ιστορικής εξελίξεως του θεσμού .ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟ ΑΝΑΚΟΠΕΣ ΚΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΩΔΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ* ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ § 292 *Ειδική Βιβλιογραφία: Πανταζόπουλος Στ. 4 § 2 προοιμ. τριτανακοπή. της οποίας το δικαίωμα της ασκήσεως αναγνωριζόταν και παρεχόταν υπό ορισμένες προϋποθέσεις και ιδιαίτερα της υπάρξεως έννομου συμφέροντος λόγω ήττας ή βλάβης τόσο στους διαδίκους όσο και στους τρίτους «alio condemmato is cujus interest. appellare potest» Πανδ. 1. 1827. που δεν κλήθηκαν ούτε παραστάθηκαν κατά την ενέργεια δικαστικής.Ρ.) αναγνώριζαν και ρύθμιζαν παράλληλα με τα στην κυριολεξία ένδικα μέσα. 9. ειδικό ένδικο βοήθημα με δύο μορφές. ΙΙ) Διαφορές από ένδικα μέσα. ΧρΙΔ 2006. αλλά μόνο των ένδικων μέσων.Δ. 1. 1. οι διατάξεις της οποίας με κάποιες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις περιλήφθηκαν στον ΚΠολΔ Το Β. 583 επ. Οι διατάξεις του νομοθετήματος αυτού περιλήφθηκαν και συμπληρώθηκαν στη Γαλλική ΠολΔ του 1806. 9. δεν πρόβλεπε το θεσμό της τριτανακοπής. 1. δικαιούνταν να εναντιωθούν σε αυτή και να ζητήσουν την ακύρωσή της. Ι) Γενικά. η κατά της σφραγίσεως κ. ενώ τα ένδικα μέσα αναγνωρίζονται στους διαδίκους και στους ταυτιζομένους νομικά με αυτούς.λπ. 35. η κατά της δηλώσεως τρίτου.§ 292 – Ανακοπές. ΙΙΙ) Ενδεικτική απαρίθμηση. η κατά της εκτελέσεως. η κατά της επιταγής. Γενικές παρατηρήσεις 181 οποία αποτελούν μέσα άμυνας του βλαπτομένου τρίτου. γιατι παρέχονται σε τρίτους. αυτού σε Γ. Τέτοιες ανακοπές είναι π.χ.Θ. διαφέρουν από τα κυρίως ένδικα μέσα και ιδιαίτερα από την ανακοπή ερημοδικίας. Ράμμου: Κυρία Παρέμβασις (1931) § 16 σημ. . 601.ΠολΔ Σ. Σχ. προξενεί βλάβη σ' αυτόν και δημιουργεί και προφανή κίνδυνο για τα έννομα συμφέροντά του κ. ως προς αυτόν ή έναντί του. προσβάλλει αυτή και ζητεί την ακύρωσή της κ. Έννοια. η οποία επηρεάζει τα έννομα συμφέροντα του τρίτου. Για αυτό ασκείται. Α) Η εξεταζόμενη ανακοπή δεν είναι ουσιαστικά τίποτε άλλο παρά αγωγή. η οποία προκαλεί βλάβη σε αυτόν ή εκθέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του. αλλά σε τρίτο άσχετο προς αυτόν και το χρέος. 583 (601) ΚΠολΔ1. ΙΙΙ) Νομική φύση. Άσκηση. Κατά το άρθρ.λπ.λπ. εάν κάποιος δε συνέργησε ή δεν προσκλήθηκε σε κάποια δικαστική ή εξώδικη πράξη που προκαλεί βλάβη σε αυτόν ή που θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του.Ε. όπως είναι η επίδοση επιταγής. η επιβολή κατασχέσεως κ. Α) Ενέργεια δικαστικής ή διαδικαστικής ή εξώδικης πράξεως. μπορεί να ασκήσει ανακοπή εναντίον της.Ε.λπ. η πράξη που ανακόπτεται. με την οποία προσβάλλεται ως άκυρη κ. . 642 Α. Β) Επέλευση βλάβης από αυτή στον ανακόπτοντα ή δημιουργία κινδύνου για τα έννομα συμφέροντά του. η επιβολή αναγκαστικής ή συντηρητικής κατασχέσεως σε πράγμα που ανήκει όχι στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη ή τρίτο (κύριο ή διακάτοχο). Εισαγωγή για συζήτηση και εκδίκαση. στην § 294 μνημονευόμενη βιβλιογραφία. με το οποίο τρίτος. την ανωτ.λπ. που δεν προσκλήθηκε ούτε μετέσχε στη δικαστική ή εξώδικη πράξη.χ. και κατωτ. Ι) Ορισμός. Π. εισάγε- 1. Από την ανωτέρω παρατιθέμενη διάταξη προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προκειμένης ανακοπής είναι οι επόμενες: ΙΙ) Προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής. Ανακοπή είναι το ένδικο μέσο (με την ευρεία του όρου έννοια) ή βοήθημα.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΚΟΠΗ* § 293 *Ειδική βιβλιογραφία: Βλ. στον τ. Γ) Μη συμμετοχή του ανακόπτοντος ούτε πρόσκλησή του για σύμπραξη στην ενέργεια της προσβαλλόμενης πράξεως. Ι §§ 126 επ. ΠολΔ Σ.δ.Ε. γίνεται λόγος στα ειδικά μέρη6. 644 § 2 Α. 644 §§ 1-2 Α. ΠολΔ 584 (602) Σχ. 603 § 3). ΠολΔ Σ. γ) Ο ανακόπτων. 603 § 2 εδ. 603 § 3. 2. 603 § 1-2. με την επιφύλαξη της εφαρμογήςς των διατάξεων περί ειδικών δωσιδικιών3.Ε. κύρια ή παρεμπίπτουσα. Η διάταξη που αρχικά περιείχε ο ΚΠολΔ (άρθρ. και Σχ. καταργήθηκε με το ν. οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση5. Βλ. που περιέχει τα γενικά στοιχεία κάθε δικογράφου και τα ειδικά στοιχεία της ανακοπής και το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος. 644 § 3 Α. που επέχει θέση εναγομένου και όχι του καθού η ανακοπή. VI) Ειδικοί κανόνες.λπ.Ε. 3. εκτός εάν ρητά ορίζεται αυτό από το νόμο για ορισμένη περίπτωση ή διαταχθεί η αναστολή από τον πρόεδρο ή το δικαστήριο κύριας δίκης. ΠολΔ Σ. 958/1971. ΚΠολΔ 585 (603) Σχ. V) Συνέπειες της ασκήσεως ανακοπής. IV) Πρόσθετοι λόγοι. του ανακόπτοντα. με σύνταξη και επίδοση δικογράφου. μολονότι συντρέχουν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις. β~ Σχ. κατά την οποία ο ανακόπτων επέχει θέση εναγομένου. . εγγραφή στο πινάκιο2. Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της πράξεως που ανακόπτεται. β) Η προκειμένη ανακοπή δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου. κλήση και συζήτηση κ. ΚΠολΔ 585 (603) § 2 εδ.§ 293 – Ανακοπή 183 ται για συζήτηση και συζητείται και η αγωγή. Κ. εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων.4. δεν υποχρεούται σε παροχή εγγυήσεως. 5. Για τους ειδικούς κανόνες. με κατάθεση και επίδοση.Ε. 643 Α. λόγω του χαρακτήρα της σαν μέσο εναντιώσεως και άμυνας υπόκειται στους επόμενους ειδικούς κανόνες. Νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προστεθούν με πρόσθετο δικόγραφο. Β) Από την ανωτέρω διατύπωση του ΚΠολΔ συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η προσθήκη νέων λόγων ανακοπής με τις προτάσεις.Ε. με τις προϋποθέσεις που ισχύουν και για την αγωγή.λπ. οι οποίοι ισχύουν στις κατ' ιδίαν ανακοπές. Βλέπε κατωτ.Ε. που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και κοινοποιείται στον αντίδικο κατά το κοινό δίκαιο. ΠολΔ Σ. 4. Β) Ωστόσο. § 294.Ε.Ε. 6. 602. στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από το νόμο. β. αποκλίνοντας από τα ισχύοντα γενικά: α) Η γενική δωσιδικία καθορίζεται με βάση την κατοικία κ. La tierce opposition et ses substituts σε Εισηγ. γιατί δεν ελήφθησαν υπόψη οι ισχυρισμοί του ή εσφαλμένα κρίθηκαν τα δικαιώματά του κ. ΙΙ) Τριτανακοπή και παράλληλα ή υποκατάστατά αυτής ένδικα βοηθήματα. Proto-Pisani: Opposizione di terzo ordinaria 1965. με το οποίο ο τρίτος. Ο ίδιος: Το ένδικο βοήθημα της τριτανακοπής στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. ό. ούτε στερήθηκε το σχετικό δικαίωμα.˙ Πανταζόπουλος Σ. Α) Η τριτανακοπή δεν είναι το αποκλειστικό βοήθημα. Ι) Ορισμός. Βλ. επειδή βλάπτει ή εκθέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του και ζητεί την ακύρωση ή εξαφάνισή της ως προς αυτόν. δηλαδή η απόδοση σφάλματος στην προσβαλλόμενη απόφαση. Α) Τριτανακοπή ή ανακοπή τρίτου είναι το ένδικο μέσο (με την ευρεία έννοια του όρου) ή βοήθημα. σ. που δε διατέλεσε διάδικος. κατά την οποία εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση και ως εκ τούτου δε μπορεί να παραπονεθεί. σελ. και 204 αναφερομένη βιβλιογραφία.: L' opposizone ordinaria del tero nel sistema dei mezzi di impugnatione 1968. Αθήνα 1968. λόγω έγκαιρης προσεπικλήσεως ή ανακοινώσεως. 451 επ. Kralik: Die Verteidigung Dritter gegen rechtskräftige Urteile. γιατί ελλείπει από αυτή το κύριο χαρακτηριστικό του ένδικου μέσου. 1989.π. 630 επ. Die Opposition eines Dritten (tierce opposition. 25-37.. 1-17. που έγινε με τον προσήκοντα τρόπο.λπ. σ. γιατί ο τρίτος δεν ήταν διάδικος κατά τη δίκη. Wellamson: «Défense des tiers contre la chose jugée.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗ* § 294 *Ειδική βιβλιογραφία: Εισηγήσεις – Πρακτικά του τετάρτου Διεθνούς Συνεδρίου Δικονομολόγων στην Αθήνα (Σεπτέμβριος 1967). Ι §§ 126 επ.. 19-23˙ L. ο οποίος δε μετέσχε κ. που έχει αυτός. τ.α. όταν πρόκειται για τριτανακοπή. Β) Από θεωρητική και συστηματική άποψη δεν είναι ορθή η κατάταξη της τριτανακοπής στα ένδικα μέσα. Tissier: Tierce opposition. σ. ό. La tierce opposition et ses subtitus». Δικονομολόγων Αθήναι 1967. προσβάλλει την απόφαση.: Η τριτανακοπή κατά τον ΚΠολΔ. Βλέπε και των ανωτ. Έννοια. opposizione del terzo und ihre Surrogate. και σελ. Perrot: La défense des tiers contre la chose jugée. με τη στενή σημασία του όρου. Δ 1984. 1 – 447˙ Fabrini G. R. στη δίκη που έγινε ανάμεσα σε άλλους για προστασία των έννομων .λπ. και Πρακτικά Δου Συνεδρ. που εκδόθηκε ανάμεσα σε άλλους. Αυτό δεν είναι δυνατό να λεχθεί. εάν ο τρίτος έχει στη νομή του πράγμα. εάν λόγω των συνθηκών που συντρέχουν ενδείκνυται ή και μερικές φορές επιβάλλεται η άσκησή της.§ 294 – Τριτανακοπή 185 συμφερόντων του. Αντίθετα.λπ. ότι η τριτανακοπή είναι περιττή και ότι επαρκούν πλήρως και κατά τον ίδιο τρόπο για προστασία των συμφερόντων του τρίτου τα υπόλοιπα ένδικα βοηθήματα. δικαιούται να εγείρει αυτοτελή και κύρια αγωγή ή εναντίον όλων των αρχικών διαδίκων του ή εναντίον αυτών που ταυτίζονται νομικά μαζί τους ή και μόνο εναντίον αυτού που νίκησε ή εναντίον των διαδόχων του κ. το βοήθημα που αναφέρθηκε δεν είναι επαρκές και πρέπει να γίνει χρήση της τριτανακοπής ή της τακτικής αγωγής. το οποίο αφορά η ανάμεσα σε άλλους δίκη και δεν είναι από τα πρόσωπα. εάν προβληθεί εναντίον του η ισχύς του δεδικασμένου ή άλλη συνέπεια της αποφάσεως που εκδόθηκε σε δίκη μεταξύ δύο ή περισσοτέρων άλλων προσώπων. εναντίον των οποίων μπορεί να εκτελεσθεί η απόφαση που εκδόθηκε στη δίκη αυτή ο ισχυρισμός για μη ισχύ του δεδικασμένου φαίνεται ότι επαρκώς προστατεύει αυτόν. δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί. παράλληλα με αυτά είναι χρήσιμη και η τριτανακοπή. όπως εκτέθηκε. Γ) Εξάλλου.λπ. η χρησιμοποίηση της τριτανακοπής είναι δυνατό να είναι αναγκαία ή προσφορότερη. Εάν. να είναι ή να μην είναι αρκετή η προβολή του ισχυρισμού για μη ισχύ το δεδικασμένου έναντι του τρίτου ή η έγερση ή άσκηση αυτοτελούς αγωγής εναντίον αυτού που νίκησε στην αρχική δίκη ή εναντίον του νομέα ή κατόχου του συγκεκριμένου πράγματος. Δ) Για τους λόγους αυτούς αμφισβητήθηκε από μερικούς η από νομοθετική άποψη σκοπιμότητα και χρησιμότητα της τριτανακοπής. να αντιτάξει την ένσταση ή αντένσταση της μη ισχύος του δεδικασμένου κ. III) Χρησιμοποίηση και λειτουργία της τριτανακοπής. όσο και κατά τον ΚΠολΔ. Κατ' αυτόν τον τρόπο. απέναντί του (res inter alios judicata aliis non nocet). όπως εκτίθεται παρακάτω. τόσο κατά το προγενέστερο δίκαιο. ο τρίτος μπορεί να αναμείνει και. Ανάλογα με τις συντρέχουσες κάθε φορά περιστάσεις. επειδή τελικό σκοπό έχει. τα οποία βλάπτονται ή εκθέτονται σε κίνδυνο με την απόφαση που εκδόθηκε κατά τη δίκη αυτή. Άλλο βέβαια είναι το ζήτημα. η τριτανακοπή.λπ. η άσκηση τριτανακοπής είναι de jure προαιρετική. γιατί και αναστολή εκτελέσεως της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως μπορεί να επιτευχθεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις. όμως. Β) Πράγματι. χωρίς ενδοιασμούς. Αν και η έρευνα του προκειμένου ζητήματος δεν έχει εξαντληθεί. Μεταξύ των δύο η πρώτη είναι προτιμότερη. και η ισχύς του δεδικασμένου της αποφάσεως που εκδίδεται επί της τριτανακοπής είναι δυνατό να εκτείνεται περισσότερο από εκείνη της αποφάσεως που αποφαίνεται επί τακτικής αγωγής κ. είτε δεν το έχει στη νομή του είτε υπόκειται στην εκτέλεση. Β) Εξάλλου. δηλαδή η άσκηση τριτανακοπής. Α) Σε κάθε περίπτωση. την αποτροπή βλάβης ή κινδύνου βλάβης των εννόμων συμφερόντων του τριτανακόπτοντος από . Αντίθετα. όπως αναπτύσσεται παρακάτω στην οικεία θέση για την άσκηση τριτανακοπής εναντίον διαιτητικών αποφάσεων χωρίς ειδική γι' αυτό συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος. Αυτές είναι: Α) Ύπαρξη αποφάσεως. κατά την οποία προβάλλεται η τριτανακοπτόμενη απόφαση. β) Αμφισβητούνταν υπό το προγενέστερο δίκαιο το ζήτημα. Αντίθετα. όσο και εναντίον εκείνων που εκδίδονται σύμφωνα με τις ειδικές διαδικασίες1. μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη του ανωτέρω σκοπού με διάφορους τρόπους. . IV) Διακρίσεις της τριτανακοπής. Α) Αποφάσεις που υπόκεινται σε τριτανακοπή: α) Σε τριτανακοπή.186 § 294 – Τριτανακοπή την απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη μεταξύ άλλων. Υπό τον ΚΠολΔ. ανάλογα εάν ασκείται αυτοτελώς και ανεξάρτητα από άλλη δίκη ή κατά τη διάρκεια άλλης δίκης. 2. υπόκεινται οι αποφάσεις κάθε δικαστηρίου. δ) Με τριτανακοπή μπορούν να προσβληθούν οι οριστικές ή τελειωτικές αποφάσεις.Ε. οι οποίες αποφαίνονται ύστερα από αναίρεση αμέσως ή κατόπιν παραπομπής σχετικά με την ουσία της υποθέσεως. σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται ειδικότερα στη συνέχεια. ΚΠολΔ 586 (604) § 1 Σχ. που υπόκειται σε τριτανακοπή. εφόσον αυτό καθίσταται δυνατό ενόψει του ισχύοντος δικαίου. Η τριτανακοπή είναι κυρία ή παρεμπίπτουσα. Γ) Αν η τριτανακοπή εξεταστεί από την πλευρα αυτή. Γ) Σπανιότατα η άσκησή της κατά τον προσήκοντα χρόνο. ΚΠολΔ˙ βλ. Εξαίρεση ισχύει προκειμένου για τις αποφάσεις των ακυρωτικών ή αναιρετικών τμημάτων και της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που αποφαίνονται για αναιρέσεις. εάν επιτρέπεται τριτανακοπή κατά των διαιτητικών αποφάσεων. 604 § 1. αδιάφορο εάν είναι ανέκκλητες ή κατέστησαν τελεσίδικες ή εάν εκδόθηκαν κατ' αντιμωλία ή ερήμην κάποιου από τους διαδίκους2. όμως και τις ειδικές ρυθμίσεις της § 1 του άρθρου 824 ΚΠολΔ (που απαγορεύει την τριτανακοπή) και της § 2 του άρθρου 824 ΚΠολΔ (που επιτρέπει την τριτανακοπή). μπορεί στο πλαίσιο των νόμιμων διατυπώσεων να επιτελέσει περισσότερες λειτουργίες διαφορετικής φύσεως. 773 (819) επ. δεν αποκλείεται η άσκηση τριτανακοπής κατά των αποφάσεων των Τμημάτων του Αρείου Πάγου. Β) Η άσκησή της από πρόσωπο που δικαιούται και η απεύθυνσή της εναντίον προσώπου που νομιμοποιείται γι' αυτό. δεν μπορεί να νοηθεί ή μάλλον δεν έχει λόγο η τριτανακοπή 1. που εκδίδονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Δ) Η μη αποδοχή της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως.ΠολΔ Σ. κατά το σύστημα της διαιτησίας που υιοθετείται από αυτόν. α Α. τόσο εναντίον των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τη γενική διαδικασία. 645 εδ. κατά κανόνα. Ρητά επιτρέπουν την τριτανακοπή κατά των αποφάσεων. V) Προϋποθέσεις του παραδεκτού της τριτανακοπής. γ) Τριτανακοπή χωρεί κατά κανόνα τουλάχιστον. τα άρθρ.Ε. 5) Αυτοί που ταυτίζονται νομικά με τους διαδίκους (αρχικούς ή παρεμβαίνοντες).λπ. Βλ.§ 294 – Τριτανακοπή 187 κατά μη οριστικών αποφάσεων. 5. κατά την οποία εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση. 4. τ.λπ. είτε ως αρχικοί διάδικοι (ενάγοντες. αα) Σύμφωνα με τους ορισμούς του ΚΠολΔ3 δικαίωμα για άσκηση τριτανακοπής έχει κάθε τρίτος. συνεπάγεται ότι αυτοί που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «τρίτοι» στερούνται αυτού. Σε αυτούς τους τελευταίους περιλαμβάνονται πρώτα οι καθολικοί και οιονεί καθολικοί διάδοχοι των διαδίκων. τ. και ανωτ. που δε μετέσχε ούτε κλήθηκε κ. 3) Οι αρχικοί διάδικοι. καθώς και αυτοί που έγιναν ειδικοί διάδοχοί τους μετά την άσκηση της αγωγής. αδιάφορο εάν παρέστησαν ή όχι στη δίκη. εναγόμενοι. 4) Αυτοί προς τους οποίους έγινε ανακοίνωση της δίκης μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο και δεν έκαναν παρέμβαση και γενικά δεν έλαβαν μέρος σε αυτήν5. α) Πρόσωπα δικαιούμενα να ασκήσουν τριτανακοπή. . σύμφωνα με όσα εκτίθενται στα οικεία χωρία4. εναντίον του οποίου στρέφεται αυτή. π.Ι § 133. Υπό τον ΚΠολΔ ορθότερο είναι το ζήτημα αυτό να λύεται αποφατικά. ενδεχόμενα και οι παρεμβαίνοντες κατά αυτής. ΚΠολΔ 583 (601) 586 (604). εκτός εάν παρίστανται και ενεργούν όχι ως διάδοχοι αλλά προσωπικά και με το δικό τους όνομα. Αμφισβητούνταν από το προγενέστερο δίκαιο το ζήτημα. Αλλιώς έχει το πράγμα. γιατί αυτή κρίθηκε ως απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη ή πράγματι ανυπόστατη. Εφόσον το δικαίωμα της τριτανακοπής έχει τρίτος. εάν η παρέμβαση απορρίφθηκε. εάν το ίδιο ισχύει και όταν η παρέμβαση απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. γιατί τότε εφαρμόζονται οι κανόνες περί δεδικασμένου. Ι § 193. 2) Αυτοί που προσεπικλήθηκαν έγκαιρα και με τον προσήκοντα τρόπο και δεν άσκησαν κυρία ή πρόσθετη παρέμβαση. είτε ως παρεμβαίνοντες με κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση. γιατί ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση. ΚΠολΔ 92 (93). Αντίθετα δεν παύουν να θεωρούνται τρίτοι αυτοί που απλώς θίγονται απο τη μεταξύ άλλων εκδοθείσα απόφαση. εκκαλούντες. Β) Υποκείμενα της δίκης επί τριτανακοπής είναι αυτός που ασκεί την τριτανακοπή και εκείνος. εφόσον. παρεμβάντες ή προσεπικληθέντες που τέθηκαν εκτός δίκης. εφεσίβλητοι κ. Βλέπε ανωτ.λπ. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν: 1) Αυτοί που διατέλεσαν διάδικοι στην ανωτέρω δίκη.χ. να μετάσχει στη μεταξύ άλλων προσώπων διεξαχθείσα δίκη. εφόσον η δίκη εξακολουθεί να είναι εκκρεμής.). ως προσβάλλοντες τις πράξεις του δικαιοπαρόχου τους κ. οι οποίοι δεν απέκτησαν νόμιμα την ιδιότητα του διαδίκου με υποβολή 3. η απόφαση που εκδίδεται κατά τη δίκη αυτή έχει ισχύ και εναντίον τους. όταν η τριτανακοπτόμενη απόφαση προκαλεί βλάβη στον τρίτο κ. εφόσον έχει. όταν στο πρόσωπο του τριτανακόπτοντος συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκείνες. και τα υπόλοιπα πρόσωπα που δεσμεύονται από το δεδικασμένο. υπό τις οποίες θα ήταν δυνατό να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση. σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται ανωτέρω. και ανωτέρω σημ. Όπως 6. ββ) Καταρχήν6. οι τελευταίοι αυτοί δικαιούνται να ασκήσουν τριτανακοπή. 645 εδ. 586 (604). Από το ίδιο το δίκαιο είναι δυνατό να νομιμοποιούνται για άσκηση τριτανακοπής. αδιάφορα από τη θέση διαδίκου. Το τελευταίο αυτό συμβαίνει. αλλά μόνο όταν ασκείται από αυτόν. 72 (73) ΚΠολΔ να ασκήσουν το δικαίωμα της τριτανακοπής του οφειλέτη τους. εάν απαιτείται να είναι το δικαίωμα. την οποία είχε σε αυτή. ή δημιουργεί κίνδυνο για τα έννομα συμφέροντά του. κεκτημένο και απαιτητό. ΚΠολΔ 583 (601). Κατ' εξαίρεση. από την οποία προέρχεται το δεδικασμένο. υπό τις προϋποθέσεις που εκτίθενται αμέσως ανωτέρω. δηλαδή εάν επικαλούνται (και αποδεικνύουν) δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων. κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.Ε. Ορθότερη ήταν καταρχήν η γνώμη που έλυνε αποφατικά το ζήτημα αυτό. δε δικαιούνται να ασκήσουν τριτανακοπή εκείνοι. Υπό το προγενέστερο δίκαιο αμφισβητούνταν το ζήτημα. 604 § 2. Βλ. εφόσον ενεργούν και παρίστανται με την ίδια ιδιότητα.§ 294 – Τριτανακοπή 188 της αιτήσεως για παροχή έννομης προστασίας ή με την απεύθυνση της αιτήσεως εναντίον τους ούτε προσεπικλήθηκαν. δδ) Δικαίωμα για άσκηση τριτανακοπής έχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αυτός που θεωρείται τρίτος κ. 6. εφόσον επικαλούνται (και αποδεικνύουν. για προστασία του οποίου ασκείται η τριτανακοπή. που εκδόθηκε στην αρχική δίκη είτε ταυτίζονται με τους διαδίκους είτε όχι. κατά την κρίση του δικαστή. Η έννοια του έννομου συμφέροντος κρίνεται με βάση αφενός τις γενικές αρχές και αφετέρου τις συντρέχουσες περιστάσεις. 7. ΚΠολΔ 586 (604) § 2 § 2. Α. κατά τις ανωτέρω ειδικές διατάξεις. Βλέπε και ανωτ. β. με την οποία και παρέστησαν στη δίκη.λπ.Ε. υπό τις προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρ. οι οποίοι δεσμεύονται από το δεδικασμένο της αποφάσεως. . δικαστικής προστασίας. όταν παρίσταται ανάγκη) δόλο ή συμπαιγνία διαδίκων7. Αυτό συμβαίνει. 2-5. Πάντως απαιτείται συμφέρον. διότι η τριτανακοπή δεν αποτελεί πάντοτε ουσιαστική αγωγή. κατά τις ανωτέρω μνημονευόμενες ειδικές διατάξεις8 και σύμφωνα με τις γενικές αρχές. ΠολΔ Σ. που έχει την εξουσία να παρέμβει στην εκκρεμή δίκη με κύρια παρέμβαση και συνήθως με αυτή δεν ασκείται το δικαίωμα του τρίτου. γγ) Οι δανειστές ενός από τα πρόσωπα που αναφέρονται ανωτέρω δικαιούνται. έννομο συμφέρον γι' αυτό. Με τους περιορισμούς αυτούς μπορεί να θεωρηθεί αρκετό και απλά ηθικό συμφέρον. Αυτό συμβαίνει και σε υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.λπ. 8. ΚΠολΔ 586 (604) § 2 Σχ. άξιο. κείμενο και σημ. δεν ήταν και δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει κεκτημένο και απαιτητό δικαίωμα. ο τριτανακόπτων μπορεί να στρέφεται εναντίον μόνο ορισμένων από τους διαδίκους της προηγούμενης δίκης. και σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής υιοθετεί σύστημα ευρύτερο και ελαστικότερο από το προγενέστερο δίκαιο. στην οποία η τριτανακοπή δεν μπορεί να έχει αποτελέσματα. Βλ. τ. ώστε από την κοινοποίησή της να αρχίζει η προθεσμία. η ανακοπή που ασκείτο από τρίτο κατά της αποφάσεως. κατά την οποία εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση. υπόκειται στην προβλεπόμενη από το ουσιαστικό δίκαιο για την άσκηση αυτού (δηλαδή του ουσιαστικού δικαιώματος) παραγραφή κ. αλλά σύμφωνα με κάποια γνώμη και από κάποιον από τους ομοδίκους. αα) Η τριτανακοπή πρέπει να απευθύνεται. γ) Αναφορικά με το επιτρεπτό της ασκήσεως κυρίας ή πρόσθετης παρεμβάσεως και προσεπικλήσεως κατά τη δίκη επί τριτανακοπής.Ε. την οποία θα όριζε ο νόμος. πρέπει να γινόταν μέσα σε 9.§ 294 – Τριτανακοπή 189 είναι γνωστό κατά την άσκηση πρόσθετης παρεμβάσεως. 606 § 1. Δεν είναι ούτε ήταν δυνατό να κοινοποιείται η απόφαση σε κάθε τρίτο. . ΚΠολΔ 538 (606) § 1 Σχ. κατ' εξαίρεση. 12. Πρβλ. ο οποίος. Ι §§ 128 επ. δεν είναι δυνατό να γεννηθεί ζήτημα συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής. Βλέπε ανωτ. κατά τα αναπτυσσόμενα στο οικείο ανωτέρω χωρίο10. μόνο το ουσιαστικό δικαίωμα. σύμφωνα με τον ΚΠολΔ.λπ. γιατί με αυτή δεν ασκείται δικαστικά το δικαίωμα. εάν η απόφαση εκτελέσθηκε. Διαφορετικά συμβαίνει σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας. Κατά μείζονα λόγο. 13. Κατά τον τρόπο αυτόν και σε περίπτωση τριτανακοπής. εάν δεν απευθύνεται εναντίον όλων των ομοδίκων. σε περίπτωση δε της πτωχεύσεως και εναντίον του συνδίκου. εναντίον όλων των διαδίκων (αρχικών και παρεμβάντων) της δίκης. όταν ασκείται όχι μόνο από τον αντίδικο. β) Πρόσωπα κατά των οποίων απευθύνεται η τριτανακοπή. η τριτανακοπή μπορεί να απευθυνθεί μόνο εναντίον του διαδίκου που νίκησε11. 11. τ. ανωτ. Εξάλλου. Ι § 130. α) Η άσκηση της τριτανακοπής δεν υπόκειται. τ. σχετικά ανωτ. Με βάση το προϊσχύσαν πτωχευτικό δίκαιο. στο οποίο στηρίζεται η άσκηση τριτανακοπής. Σε περίπτωση απλής ομοδικίας. 10.Ε. σε προθεσμία13. που κήρυσσε την πτώχευση ή που όριζε προγενέστερο χρόνο παύσεως πληρωμών. εφόσον μόνο απέναντί τους έχει συμφέρον και θέλει να επιτύχει την ακύρωση της αποφάσεως. κατά κανόνα.ΠολΔ Σ. έγινε λόγος στα οικεία μέρη12. αλλά λαμβάνεται απλά οιονεί ασφαλιστικό ή μάλλον μέτρο πρόνοιας9. Ι § 121. 647 Α. δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή της ανωτέρω προϋποθέσεως. Γ) Χρόνος ασκήσεως της τριτανακοπής. κατά κανόνα τουλάχιστον. Συνεπώς. της οποίας η άσκηση αποτελεί παρόμοιο μέτρο και επιτελεί παρεμφερή λειργουργία. 648 Α. 16. τ. Τα σχετικά θέματα με την προσβολή της αποφάσεως που κηρύσσει την πτώχευση και τη μεταβολή του χρόνου παύσεως των πληρωμών ρυθμίζονται από το Ν. αποτελέσματά της και εισαγωγή της προς συζήτηση. μετά από αίτηση που υποβάλλεται κατά την εκδίκαση της τριτανακοπής.ν. που αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 17. 3588/2007. εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής μπορούσε να επέλθει ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του τριτανακόπτοντος. με κατάθεση δικογράφου κ.. 18. Α) Η τριτανακοπή (κύρια ή παρεμπίπτουσα) ασκείται όχι. 607. 606 § 2. α. Βλέπε ανωτ. 674 (586). 3588/2007.ΠολΔ Σ. ΚΠολΔ 588 (606) § 2 Σχ. Β) Η άσκηση της τριτανακοπής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα17. ενώπιον του οποίου απευθύνεται με επίδοση αντιγράφου της σε αυτούς.Ε. της οποίας (τριτανακοπής) η εγγραφή στο πινάκιο επιβάλλεται για τη συζήτησή της. α) Η τριτανακοπή είναι απαράδεκτη. Γ) Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έχει η τριτανακοπή μόνο όταν ασκείται ως παρε14. εναντίον των οποίων απευθύνεται. κατά κανόνα τουλάχιστον. . Βλ. Οι διατάξεις αυτές καταργήθηκαν με το άρθρο 181 του Ν. β) Η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως χωρίς τη θέληση του τριτανακόπτοντος δεν καθιστά απαράδεκτη την τριτανακοπή. των λόγων της και του έννομου συμφέροντος16 που δικαιολογεί την άσκησή της. αλλά όπως η αγωγή με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου. Το δικαστήριο της τριτανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του εγγράφου της αγωγής και εκτός αυτού να γίνεται μνεία της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως.ν. β) Η απόφαση για αναστολή μπορεί να ανακληθεί με τον ίδιο τρόπο μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως για την τριτανακοπή18.Ε. 15. 2 του α. Εμπ. 588(606) § 1 ΚΠολΔ Ε) Τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της τριτανακοπής εξετάζει. στο οποίο είχε δημοσιευθεί η απόφαση αυτή14. Ι § 175. § 286. αυτεπάγγελτα το δικαστήριο. 17.λπ. σε σημ.Ε. Βλ. όπως τα ένδικα μέσα. να διατάξει με απόφασή του την αναστολή της εκτελέσεως της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως με τον όρο εγγυοδοσίας ή και χωρίς αυτή. όταν ο τρίτος αποδέχθηκε ή αναγνώρισε την προσβαλλόμενη απόφαση ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της ασκήσεώς της σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο κεφάλαιο των ενδίκων μέσων15. ΚΠολΔ 589 (607) Σχ. όπως προκύπτει από την ανωτέρω αναφερόμενη διάταξη του άρθρ. Δ) Απαράδεκτο της τριτανακοπής. εκτός εάν το δικαστήριο διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως.Ν. παραπομπές ανωτ. VI) Άσκηση της τριτανακοπής. 10.Ε. 1189/1938. 617 § 2 Α. α) Πράγματι ορίζεται σχετικά ότι το δικαστήριο που δικάζει την τριτανακοπή μπορεί.ΠολΔ Σ. ανωτ.190 § 294 – Τριτανακοπή τριάντα ημέρες από την ημέρα (τη χρονολογία) το φύλλου του Δελτίου του Ταμείου νομικών. 635/1937 αρθρ. σύμφωνα με τις γενικές αρχές οφείλει να αποδείξει και τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τους όρους αυτούς.ΠολΔ Σ. Πάντως. κατά την έκταση που επιβάλλει αυτό το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος και μόνο απέναντί 19. ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η κύρια δίκη.χ. όχι όμως και εάν είναι κατώτερο από το δικαστήριο αυτό. εάν η κύρια δίκη εκκρεμεί ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου.λπ.. . σχετικά με την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση της τριτανακοπής και την ύπαρξη έννομου συμφέροντος. Βλέπε ανωτ. σε εκείνες τις περιπτώσεις που. που απευθύνεται εναντίον αποφάσεως πρωτοδικείου. Ι § 176. 608. ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η κύρια δίκη. μόνο. β) Εάν η τριτανακοπή ασκείται ως παρεμπίπτουσα. Π.λπ. 21. α) Η τριτανακοπή που ασκείται ως κύρια αγωγή εισάγεται στο δικαστήριο που εξέδωσε την τριτανακοπτόμενη απόφαση.§ 294 – Τριτανακοπή 191 μπίπτουσα και το δικαστήριο. αποφασίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανενεργή για τον τριτανακόπτοντα.Ε. της κύριας ή παρεμπίπτουσας αγωγής.Ε. ειρηνοδικείου κ. προϋπόθεση του παραδεκτού της τριτανακοπής είναι η προβολή του ισχυρισμού για ύπαρξη δόλου ή συμπαιγνίας των διαδίκων.. προϋποτίθεται ότι το δικαστήριο της κύριας δίκης είναι καθ' ύλην αρμόδιο και έχει δικαιοδοσία για την τριτανακοπή. 605.λπ. ΚΠολΔ 587 (605) Σχ. Ακόμη. 20. Δ) Η τριτανακοπή εισάγεται προς συζήτηση σύμφωνα με τις διατάξεις για την αγωγή19. 649 Α.Ε. Α) Η συζήτηση κ. σύμφωνα με τους κανόνες που εκτέθηκαν για η συζήτηση κ. ΚΠολΔ 590 (608) Σχ.Ε. Γ) Το δικαστήριο εξετάζει πρώτα το παραδεκτό της τριτανακοπής και έπειτα τη βασιμότητα των λόγων της. για παρεμπίπτουςσα τριτανακοπή. εισάγεται στο δικαστήριο.ΠολΔ Σ. Αυτή διατηρεί την ισχύ της μεταξύ των αρχικών διαδίκων. εκτός αν πρόκειται για αδιαίρετα δίκαια21. σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί. ενδεχόμενα δε και άλλα περιστατικά. Εάν κρίνει την τριτανακοπή παραδεκτή και βάσιμη. τ. από τα οποία συνάγεται ότι είναι τρίτος και ότι έχει δικαίωμα στο οποίο επιφέρει βλάβη ή για το οποίο προξενεί κίνδυνο η τριτανακοπτόμενη απόφαση. οπότε μόνο κύρια τριτανακοπή είναι δυνατό να ασκηθεί20. είναι ανώτερο του δικαστηρίου που εκδίδει την τριτανακοπτόμενη απόφαση. 646 Α. δεν μπορεί να εισαχθεί σε αυτό παρεμπίπτουσα τριτανακοπή.λπ. εφόσον αυτό είναι ισόβαθμο ή ανώτερο από το δικαστήριο που εξέδωσε την τριτανακοπτόμενη απόφαση. VII) Συζήτηση και απόφαση για την τριτανακοπή. Β) Αυτός που ασκεί τριτανακοπή οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά. Ε) Αρμοδιότητα. για την τριτανακοπή γίνεται κατ' αντιμωλία ή ερήμην. Η πρώτη απόφαση καταργείται κ. νομίζομε.λπ. υπόκειται σε ένδικα μέσα. είναι δυνατό να προσβληθεί με τριτανακοπή από άλλο τρίτο. κύριος ακινήτου έγειρε αγωγή εναντίον ενός από τους δύο συγκύριους γειτονικού ακίνητου για αναγνώριση δουλείας υπέρ του πρώτου και σε βάρος του πράγματος και η αγωγή αυτή έγινε δεκτή. Ο άλλος συγκύριος.χ. ασκεί τριτανακοπή που γίνεται δεκτή. εάν πρόκειται για αδιαίρετα δίκαια. Ε) Η απόφαση. καταδικάζεται ο ανακόπτων στα έξοδα. στην οποία βρισκόταν πριν από την έκδοση της αποφάσεως που ακυρώθηκε απέναντί του. Δ) Εάν η τριτανακοπή απορριφθεί ως άκυρη ή απαράδεκτη. Π. που δεν ενήχθη και δεν προσεπικλήθηκε κ. σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση που εκδόθηκε στην πρώτη δίκη πρέπει αναγκαστικά να μεταρρυθμιστεί και ως προς το συγκύριο που παραστάθηκε στη δίκη εκείνη. ενώ ως προς τους αρχικούς διάδικους η απόφαση αυτή διαφυλάσσει το κύρος της. που εκδίδεται για την τριτανακοπή. ορθά υποστηρίζεται. Το τελευταίο αυτό συμβαίνει. ότι η τριτανακοπή. οπότε αναγκαστικά η κατάργηση είναι γενική. εκτός. με τις προϋποθέσεις που θα υπόκεινταν και η τριτανακοπείσα απόφαση. στη δίκη. αλλά μόνο να επαναφέρει αυτόν στη θέση και την κατάσταση.192 § 294 – Τριτανακοπή του. εφόσον γίνει δεκτή. Επίσης. Σχετικά. όπως λέχθηκε. δεν μπορεί να έχει συνέπεια τη βελτίωση της θέσεως του τριτανακόπτοντος. . όταν από τη φύση της επίδικης έννομης σχέσεως και των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου δεν είναι δυνατό να προστατευθεί το δικαίωμα του τριτανακόπτοντος και γενικά το έννομο συμφέρον του χωρίς τη μεταρρύθμιση της τριτανακοπείσας αποφάσεως και απέναντι στους αρχικούς διάδικους. ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (σελ. 193-668) . . …...……………… 222 224 ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 336 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις …………..... Ασφαλιστικά ή επειγούσης φύσεως μέτρα και αναγκαστική εκτέλεση …………...…….................…… § 330 Τίτλος Δεύτερος : Αναγκαστική εκτέλεση και αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως ………………..………….Γενικές Παρατηρήσεις …................……………………......Έννοια και σημασία της αναγκαστικής εκτελέσεως .… § 331 Τίτλος Τρίτος : Διαγνωστική διαδικασία και αναγκαστική εκτέλεση.......…… 225 § 337 Τίτλος Δεύτερος : Όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως …..... κατεύθυνση και σκοπός της αναγκαστικής εκτελέσεως ………………...…………......………………………………......………............... § 333 Τίτλος Πέμπτος : Περιεχόμενο.......……………..………………....………… ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΔΙΚΑΙΟ § 335 ………………….. § 332 Τίτλος Τέταρτος : Ουσιαστικό δεδικασμένο και εκτελεστότητα ........………………………….................…………………………………….....ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΡΟΘΕΩΡΙΑ ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 329 Τίτλος Πρώτος : Ορισμός ......…………….....…........ 225 ..….. 211 216 218 219 221 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ Ή ΠΤΩΧΕΥΣΗ § 334 ………………………………………………………......... ....…… 261 262 266 274 284 286 .…………...Ι. ΙΙΙ.………………………… ΙΙ.…………………….……….....………… Τίτλος Τρίτος : Προϋποθέσεις της παροχής της εννόμου προστασίας διά αναγκαστικής Εκτελέσεως ......………… 231 232 233 235 240 241 242 243 246 259 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΤΟΥ Ή ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 349 § 350 § 351 § 352 § 353 § 353A Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις ………………………..… Τίτλος Τέταρτος : Αλλοδαποί τίτλοι …………….. Ικανότητα να παρίσταται και να ενεργεί αυτοπρόσωπα ή μετά ή διά δικαστικού πληρεξουσίου κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως …………………………………….....………………… Τίτλος Έκτος : Εκτελεστοί τίτλοι από συμφωνία ……………..…..…… Τίτλος Τρίτος : Προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις …………........ Ύπαρξη δικαιώματος επιδεκτικού κοινοποίησης με αναγκαστική εκτέλεση ………………………. Δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των οργάνων της εκτελέσεως και των δικαστηρίων ………………………. Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως …………………………………….... 227 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 339 § 340 § 341 § 342 § 343 § 344 § 345 § 346 § 347 § 348 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ………. Ύπαρξη έννομου συμφέροντος στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ………………….....……………………………… VI.……...……… Τίτλος Πέμπτος : Αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις ως εκτελεστοί τίτλοι ………………………………………...196 Πίνακας Περιεχομένων § 338 Τίτλος Τρίτος : Νομική φύση των σχέσεων των οργάνων της αναγκαστικής Εκτελέσεως προς τα λοιπά πρόσωπα αυτής ….......... Ικανότητα του να είναι κάποιος διάδικος στη διαδικασία της εκτελέσεως …………………………………………………………………… VII. IV.……………………………………………………… V.………………………........…… Τίτλος Δεύτερος : Ύπαρξη τίτλου εκτελεστού ………………….……………………… Τίτλος Δεύτερος : Διαδικαστικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως ……. Γενικές παρατηρήσεις ……………………………………………………... Ικανότητα να διεξάγει κάποιος ή να μετέχει στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ιδίω ονόματι …………………… VIII.……………………………………..... ..……..……………………… Τίτλος Όγδοος : Διαφορές και δίκες σχετικές με την εκτέλεση.………………………………… Τίτλος Ένατος : Αντιρρήσεις............…….......……………......…...... Τίτλος Ενδέκατος : Το σύστημα ή αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως …. Έννοια.. Τίτλος Πέμπτος : Δημοσιότητα στην αναγκαστική εκτέλεση ...…………..... Σταδιακή προβολή των ελαττωμάτων της διαδικασίας της εκτελέσεως …………………………...……… Τίτλος Δεύτερος : Εντολή ή αίτηση προς εκτέλεση ………...........…… Τίτλος Δεύτερος : Συνέπειες της επιδόσεως της επιταγής προς εκτέλεση …………………………………………………………....... Τίτλος Τρίτος : Προθεσμία συνεχίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως ………………………………………………………………... Κίνηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως …………………………….. Τίτλος Τρίτος : Δαπάνες της αναγκαστικής εκτελέσεως …..... Εφαρμοστέοι κανόνες …………..................…………………… Τίτλος Δέκατος: Χρόνος ασκήσεως της ανακοπής κατά της εκτελέσεως. Τίτλος Έκτος : Κατάργηση ή περιορισμός των γενικών διατυπώσεων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ……………………………………………………….......………… Τίτλος Τέταρτος : Πρόσθετες διατυπώσεις της προδικασίας και της συνεχίσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως 292 293 295 298 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 359 § 360 § 361 § 362 § 363 § 364 § 365 § 366 § 367 § 368 § 369 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις.. Γενικές διατυπώσεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ………………………………………................... ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως.....…... Περιεχόμενο ………………………........Πίνακας Περιεχομένων § 354 197 Τίτλος Έβδομος : Περιαφή του εκτελεστήριου τύπου στους εκτελεστούς τίτλους...……………… 287 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 355 § 356 § 357 § 358 Τίτλος Πρώτος : Επιταγή προς εκτέλεση ………………..... Τίτλος Τέταρτος : Χρόνος και τρόπος ενεργείας των οργάνων της εκτελέσεως.................………………………….………………………. 302 304 306 307 309 310 312 313 314 316 318 .. Τίτλος Έβδομος : Έναρξη και λήξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ………………………………...... Έκδοση απογράφου ………….. ..………………...……………………..... 319 321 324 327 ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 374 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ.…....……………………………… Τίτλος Τέταρτος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση ακινήτων πραγμάτων ………………………………….....…………….………………………………...... Τίτλος Δέκατος Τέταρτος : Κανόνες που ισχύουν στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση ……………….…………………………………….. ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ……………………. Τίτλος Δέκατος Πέμπτος : Αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως ………………………………………. ορισμένου ή ποσότητας από ορισμένα κινητά πράγματα ………......Πίνακας Περιεχομένων 198 § 370 § 371 § 372 § 373 Τίτλος Δωδέκατος : Άσκηση της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως και συνέπειες αυτής ……………...……………………………………………………………………… 331 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ Ή ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ § 375 § 376 § 377 § 378 § 379 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις ……….... Τίτλος Πέμπτος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση πλοίων ή αεροσκαφών …………………………………………...….... Τίτλος Δεύτερος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση κινητού πράγματος κατ' είδος.......………………... Τίτλος Δέκατος Τρίτος : Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως ……………………………...... Τίτλος Τρίτος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την παροχή αντικαταστατών πραγμάτων ή ανώνυμων χρεωγράφων ……………...……………………….....……………………………...........………………………...…………………………………….... 333 334 336 337 342 ....………. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ Ή ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ……………………………………………….…………………………………………… 343 343 344 347 351 355 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ § 386 § 387 § 388 § 389 Τίτλος Πρώτος ………………………………………………………..………….……………...λπ............…………… 356 357 359 360 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ § 390 § 391 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις …………...…………………….. Τίτλος Δεύτερος : Απόδοση ή παράδοση τέκνου ……….... Τίτλος Πέμπτος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την παράλειψη ή ανοχή πράξεων ………..…………… Τίτλος Τέταρτος : Αναγκαστική εκτέλεση (αποφάσεων κ.……………………… Τίτλος Τρίτος : Αναγκαστική εκτέλεση σχετικά με υλικές πράξεις ανεπίδεκτες εκτελέσεως από τρίτο …………. Τίτλος Δεύτερος : Αναγκαστική εκτέλεση σχετικά με υλικές πράξεις επιδεκτικές ενέργειας και από άλλον εκτός από τον υπόχρεο …………………………………………………….λπ..…………………… Τίτλος Τέταρτος : Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την επιχείρηση νομικών πράξεων...Πίνακας Περιεχομένων 199 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ § 380 § 381 § 382 § 383 § 384 § 385 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ……………………..... Τίτλος Δεύτερος : Διακρίσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων …………......... 362 362 . σχετικά με την επικοινωνία γονέων και τέκνων ………………......………………...) για την αποκατάσταση της έγγαμης συμβιώσεως …….... Καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως ………………………………………………..…………… Τίτλος Τρίτος : Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων κ. 409 ..…………. Τίτλος Δεύτερος : Συνέπειες της επιβολής (της) αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών στα χέρια του οφειλέτη ………………. Τίτλος Δεύτερος : Προϋποθέσεις..…………………… Τίτλος Τρίτος : Κανόνες που ισχύουν ως προς τη σειρά της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως ………. Περιορισμοί και ακατάσχετα ……………......………………………...λπ.. Τίτλος Πέμπτος : Οι έννομες συνέπειες της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως ………………….... 385 390 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ § 398 § 399 § 400 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις.......….…….... Επιβολή της κατασχέσεως ……………………………………………………....………………………… 406 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΩΣ § 402 ………………………………………………………………………………………………......…………. Τίτλος Τέταρτος : Η ύπαρξη και η σημασία της αναγκαστικής κατασχέσεως καθ' εαυτή και ως προϋπόθεση της περαιτέρω διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ………………..…………………………... Υποκειμενικά.... 401 Τίτλος Τρίτος : Αναγκαστική κατάσχεση ασυγκόμιστων (ηρτημένων κ....…………………………......Πίνακας Περιεχομένων 200 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ § 392 § 393 § 393Α § 394 § 395 Τίτλος Πρώτος : Έννοια και είδη κατασχέσεως ………….. αντικειμενικά όρια και όρια της δυνατότητας επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως...) καρπών ………………………………………………………… 404 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ § 401 Παραίτηση απ' την Αναγκαστική κατάσχεση και οι συνέπειες αυτής ……………………………………………………. 395 Τίτλος Δεύτερος : Συνέπειες της αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτων ……………………………………………….……………………………… 364 365 373 377 379 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΙΝΗΤΩΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ § 396 § 397 Τίτλος Πρώτος : Διαδικασία επιβολής κατασχέσεως …………. .. Τίτλος Τρίτος : Ικανότητα και εξουσία για πλειοδοσία …………….. Τίτλος Έβδομος : Υποκατάσταση άλλου δανειστή στη θέση του επισπεύδοντος και εξακολούθηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως …………………………………………………………………..……….. Δημοσιεύσεις..…………..... Κηρύξεις ……... που ανεστάλη ή ματαιώθηκε ……. Τίτλος Όγδοος : Εξακολούθηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως εν γένει κατά των κληρονόμων και άλλων διαδόχων του οφειλέτη ή υπόχρεου ………………... Συνέπειες.. 411 412 415 421 423 424 425 428 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ..... Τίτλος Όγδοoς : Έκθεση διεξαγωγής του πλειστηριασμού ………..……………………. Τίτλος Τρίτος : Προπαρασκευαστικές διατυπώσεις του αναγκαστικού πλειστηριασμού... Πλειστηριασμός περισσοτέρων πραγμάτων …………….………………………………… Τίτλος Έκτος : Διεξαγωγή αναστέλλοντος ή ματαιωθέντος αναγκαστικού πλειστηριασμού. Κατακύρωση ……….… Τίτλος Έκτος: Μη προσέλευση πλειοδοτών....…..……….. Τίτλος Τέταρτος : Βάση του πλειστηριασμού. Τίτλος Τέταρτος : Αναστολή ή αναβολή του αναγκαστικού πλειστηριασμού..…………… Τίτλος Δεύτερος : Σειρά και τρόπος διεξαγωγής της πλειοδοσίας. Διεξαγωγή της πλειοδοσίας ………………………………………….…………………… Τίτλος Έβδομος : Επανάληψη του πλειστηριασμού.Πίνακας Περιεχομένων 201 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ § 403 § 404 § 405 § 406 § 407 § 408 § 409 § 410 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις ………………………. Τίτλος Πέμπτος : Ματαίωση της διενέργειας του αναγκαστικού πλειστηριασμού ………………………………….………... ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΥΤΟΥ § 411 § 412 § 413 § 414 § 415 § 416 § 417 § 418 § 419 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις …………….…………………………….. Κατάκύρωση στον υπέρ ου η εκτέλεση.. Τίτλος Δεύτερος : Προδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων …………………….... Διεξαγωγή νέου πλειστηριασμού ………………………………………………………………..………….……………………………......……………. Εξώδικη εκποίηση του πράγματος ……………………………………………………….……….. Επιβολή διατυπώσεων και πρόσθετων όρων για τη διεξαγωγή του …………………………. Τίτλος Ένατος : Αναγκαστική εκποίηση χρηματιστηριακών 429 430 431 432 433 434 435 436 . Τίτλος Πέμπτος : Τέλος της πλειοδοσίας.... Τίτλος Δωδέκατος : Χωριστός πλειστηριασμός παραρτημάτων ακινήτων ………………………………………………………………………………..……………………………… Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού …………………………………………………………. Όροι και συνέπειες της ασκήσεως αυτού ……………………………………………………………… 437 437 437 438 438 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΑ § 424 § 425 § 426 § 427 § 428 § 429 § 429Α Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις …………………….…………………… Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες μη εκπληρώσεως κ..……….………………………………. Τίτλος Δέκατος Τρίτος : Δικαίωμα εξαγοράς..…………………………………………. Τίτλος Τρίτος : Οι θεωρητικές και πρακτικές πλευρές του προβλήματος ……………………………………………. Τίτλος Δεύτερος : Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός ως νομική πράξη …………………………………………………………………………………….. Τίτλος Έκτος : Εξάλειψη υποθηκών...………… Τίτλος Δεύτερος : Τα ιδιαίτερα αποτελέσματα της κατακυρώσεως ………………………………………………………………........ Τίτλος Πέμπτος : Τα δικαιώματα του υπερθεματιστή από την κατακύρωση …………………………......... των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή …………...Πίνακας Περιεχομένων 202 § 420 § 421 § 422 § 423 πραγμάτων αναγκαστικώς κατεσχημένων ……………………………… Τίτλος Δέκατος : Πλειστηριασμός και εκποίηση νομισμάτων ή άλλων χρυσών ή αργυρών αντικειμένων ………………………………… Τίτλος Ενδέκατος : Πλειστηριασμός ασυγκόμιστων καρπών ........………………… Τίτλος Τρίτος : Υποχρεώσεις του υπερθεματιστή από την κατακύρωση ………………... προσημειώσεων και κατασχέσεων …………………………………………………………………………… Τίτλος Έβδομος : Διαδοχή στα δικαιώματα από την κατακύρωση και στις υποχρεώσεις απ' αυτήν από τον υπερθεματιστή 441 441 446 448 450 453 454 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ § 430 § 431 § 432 § 433 § 434 § 434Α Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ………………………………….λπ..……………………….. Τίτλος Πέμπτος : Συνέπειες του αναγκαστικού πλειστηριασμού έναντι τρίτων ………………………………………………………………………… Τίτλος Έκτος : Νομική φύση της λειτουργίας και των έννομων 456 456 457 462 475 ... .. Τίτλος Τέταρτος : Διανομή του πλειστηριάσματος ……….. Τίτλος Τρίτος : Υπολογισμός των απαιτήσεων των δανειστών ....... 485 485 486 486 487 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΣΥΡΡΟΗ (ΤΩΝ) ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ § 440 § 441 § 442 § 443 § 444 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις …………………......…….…………………………………………..........…………… 479 480 484 484 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑΤΟΣ (ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ ΚΛΠ) § 439 § 439Α § 439Β § 439Γ § 439Δ Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις …….………………….………..……………………….. μετά τη διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού (παραλείπεται) ... Διαφορά από την τελεσίδικη δικαστική απόφαση....………… Τίτλος Πέμπτος : Διαπίστωση της ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος …………………….……..………………. Τίτλος Πέμπτος : Καταβολή στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη κ.……….. Τίτλος Τρίτος : Αναγκαστική εκτέλεση κατά του υπερθεματιστή πριν την διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού (παραλείπεται) Τίτλος Τέταρτος : Αναγκαστική εκτέλεση κατά του υπερθεματιστή που αναδείχθηκε στον αρχικό πλειστηριασμό....... Τίτλος Δεύτερος : Εκκαθάριση και προσδιορισμός των εξόδων της εκτελέσεως ……………………………………………………………………..……….... Τίτλος Δεύτερος : Αναπλειστηριασμός ………………………………….. Τίτλος Δεύτερος : Αναγγελία των δανειστών ……………. 488 489 492 494 495 ....... 477 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΑΝΩΜΑΛΗ ΕΞΕΛΙΞΗ (ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ) ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΥΡΩΣΗ § 435 § 436 § 437 § 438 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις …....Πίνακας Περιεχομένων 203 συνεπειών του αναγκαστικού πλειστηριασμού. ……………………………………………………………………..λπ... Τίτλος Τρίτος : Επαλήθευση των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν ………………………………………………………. Διανομή και ικανοποίηση των δανειστών …….………………………….. Τίτλος Τέταρτος : Διαπίστωση της επάρκειας του πλειστηριάσματος... Αναγκαστικός πλειστηριασμός και ουσιαστικό δεδικασμένο ………………………………………….. ..……………………….. Τίτλος Τέταρτο : Ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως …….... Τίτλος Έκτος : Η απόφαση που εκδίδεται στην ανακοπή ή στις ανακοπές κατά του πίνακα κατατάξεως.. Ένδικα μέσα...... Τίτλος Πέμπτος : Συνέπειες της ασκήσεως (της) ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως ………………………………….... Τίτλος Έβδομος : Συνέπειες της μη ασκήσεως ή της μη νόμιμης ασκήσεως ανακοπής κατά του πίνακα (της) κατατάξεως ……..Πίνακας Περιεχομένων 204 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ ΚΑΤΑΤΑΞΕΩΣ § 445 § 446 § 447 § 448 § 449 § 450 § 451 § 452 § 453 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις………………………………… Τίτλος Δεύτερος : Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως ………. Συνέπειές της …………………………………………………. Τίτλος Όγδοος : Εκτέλεση του πίνακα (της) κατατάξεως ….....……………. Τίτλος Τρίτος : Γνωστοποίηση του πίνακα (της) κατατάξεως .…… Τίτλος Ένατος : Σύνταξη συμπληρωματικού πίνακα κατατάξεως 496 497 507 507 509 510 513 514 515 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΥΛΛΕΓΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ § 454 ……………………………………………………………………………………………… 518 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΕ ΠΛΟΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ § 455 ……………………………………………………………………………………………… 519 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΕ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ ΓΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ § 456 ……………………………………………………………………………………………… 522 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΕΝΥΠΟΘΗΚΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΕΠΙ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΟΦΕΙΛΕΤΗ (Ή ΤΡΙΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ) § 457 ……………………………………………………………………………………………… 525 . εκδιδόμενη απόφαση και οι συνέπειες αυτής ……. Τίτλος Έκτος : Συνέπειες της παραλείψεως της δηλώσεως του τρίτου ………………………………………………………………. Τίτλος Πέμπτος : Καθήκον ή υποχρέωση του τρίτου στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση για δήλωση ………………………….... Τίτλος Δεύτερος : Διαδικασία..……….……………… Τίτλος Δεύτερος : Προϋποθέσεις του επιτρεπτού της επιβολής (της) κατασχέσεως στα χέρια τρίτου ………………….…………… Τίτλος Έβδομος : Ανακοπή κατά της δηλώσεως (του) τρίτου …. Τίτλος Όγδοος : Η επί της ανακοπής κατά της δηλώσεως (του) τρίτου κ.......... Απόφαση και συνέπειες της ανατροπής της αναγκαστικής κατασχέσεως ………………...Πίνακας Περιεχομένων 205 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΣ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗ ΡΕΥΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ § 458 ……………………………………………………………………………………………… 527 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΟΙΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΣΤΟΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ § 459 ……………………………………………………………………………………………… 528 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ § 460 ………………………………………………………………………………………………... Τίτλος Ένατος : Η συνέχεια της διαδικασίας επί καταφατικής 537 539 543 546 549 550 551 553 .………………… Τίτλος Τρίτος : Διαδικασία επιβολής (της) αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου ………………………………………………… Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου …………………………………………….λπ...………… 531 532 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΡΙΤΟΥ § 463 § 464 § 465 § 466 § 467 § 468 § 469 § 470 § 471 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις …………………. 530 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΩΣ § 461 § 462 Τίτλος Πρώτος : Γενικές Παρατηρήσεις …………………….. ...... Τίτλος Δεύτερος : Αντικείμενο εφαρμογής και διαδικασία επιβολής της αναγκαστικής διαχειρίσεως...… Τίτλος Ένατος: Λογοδοσία του διαχειριστού...… Πέμπτος τίτλος : Η διαδικασία που ακολουθεί μετά την κατάσχεση των ειδικών περιουσιακών στοιχείων ………………………....... Τίτλος Έκτος: Συνέπειες της διεξαγωγής του πλειστηριασμού του κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου και διανομή του πλειστηριάσματος ………………………………………………………………. Συνέπειες αυτής …………………………………………….... όταν διορισθεί διαχειριστής ………………………………………… Τίτλος Όγδοος: Παύση της διαχειρίσεως του δικαιώματος …...……………………………….. Συνέπειες ………………… Τίτλος Τρίτος : Διεξαγωγή και πορεία της αναγκαστικής διαχειρίσεως ……………………………………………………………………………… Τίτλος Τέταρτος : Διάθεση των εισπραττομένων από τους καρπούς και τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχειρήσεως Τίτλος Πέμπτος : Λήξη και παύση της αναγκαστικής διαχειρίσεως.…………………………….Πίνακας Περιεχομένων 206 § 472 δηλώσεως του τρίτου …………………………………………………………. Τίτλος Δεύτερος : Προϋποθέσεις του επιτρεπτού της επιβολής κατασχέσεως ορισμένων ειδικών περιουσιακών στοιχείων …… Τίτλος Τρίτος : Απόφαση επί της αιτήσεως για την παροχή αδείας επιβολής κατασχέσεως ειδικών περιουσιακών στοιχείων Ένδικα μέσα. Τίτλος Τέταρτος : Η διαδικασία της επιβολής της κατασχέσεως ορισμένων ειδικών περιουσιακών στοιχείων …………….... 555 557 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ § 473 § 474 § 475 § 476 § 477 § 478 § 479 § 480 § 481 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ………………………………. Λογοδοσία του διαχειριστή ………………………………………… 570 571 574 576 578 . Ευθύνη του από τη διαχείριση ……………………………………. Τίτλος Έβδομος: Διαδικασία ικανοποιήσεως των δανειστών κ.λπ.. 558 559 561 562 563 565 567 568 569 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ § 482 § 483 § 484 § 485 § 486 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ………………………………. Τίτλος Δέκατος : Κατάσχεση απαιτήσεως ασφαλισμένης με ενέχυρο ή υποθήκη ……………………………….. ....................................................... Τίτλος Δεύτερος : Περιπτώσεις και προϋποθέσεις της απαγγελίας και της επιβολής (της) προσωπικής κρατήσεως …………….............. Τίτλος Όγδοος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας στην εκτέλεση προς ικανοποίηση απαιτήσεων για την απόδοση ή παράδοση πραγμάτων ................................. Τίτλος Έκτος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ................ 581 583 585 586 588 588 589 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ.................................... Τίτλος Έβδομος: Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας για όλα τα είδη της αναγκαστικής εκτελέσεως ................................................... Τίτλος Τρίτος : Συνέπειες της ελλείψεως των προϋποθέσεων παροχής εννόμου προστασίας ...................................................... Τίτλος Πέμπτος : Επίσχεση του κρατουμένου ………………………......... Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες της ελλείψεως των (ειδικών) προϋποθέσεων του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως .........Πίνακας Περιεχομένων 207 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΡΑΤΗΣΗ § 487 § 488 § 489 § 490 § 491 § 492 § 493 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ……………………………….................... Τίτλος Ένατος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κυ- 590 593 594 596 597 599 599 600 .......……………....................................... των προσθέτων προπαρασκευαστικών διατυπώσεων και της προθεσμίας συνεχίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως .. ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ) § 494 § 495 § 496 § 497 § 498 § 499 § 500 § 501 § 502 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις . ΑΝΙΣΧΥΡΟ........ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ.. Τίτλος Πέμπτος: Συνέπειες της μη τηρήσεως της προδικασίας......... Τίτλος Τρίτος : Τρόπος απαγγελίας ή διατάξεως της προσωπικής κρατήσεως …………………………………………………………………….......................................... Τίτλος Έκτος : Απόλυση του κρατουμένου …………………………… Τίτλος Έβδομος : Διαφορές ή έριδες για την προσωπική κράτηση ……………………………………………………………………………………...................... ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ (ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ..... Τίτλος Τέταρτος : Εκτέλεση της αποφάσεως για την προσωπική κράτηση …………………………………………………………... Τίτλος Δεύτερος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων που ανάγονται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως ............. .................................... Τίτλος Τρίτος : Νομική φύση της αποφάσεως που αποφαίνεται επί της ανακοπής κ...................................................... Απόφαση............................................................................... Τίτλος Πέμπτος : Οι επιμέρους συνέπειες της ακυρώσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ή τμήματός της ή συγκεκριμένων πράξεών της ..................λπ..... 604 604 605 610 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ............... Τίτλος Δεύτερος : Ελαττώματα που ανάγονται στην προδικασία και τις πρόσθετες διατυπώσεις της εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων...................................................... 601 Τίτλος Δέκατος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας στην εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων για την παράδοση ή απόδοση τέκνων........................................................................................... Νομικός χαρακτήρας της αποφάσεως που κηρύσσει την ακυρότητα ή που ακυρώνει τη διαδικασία της εκτελέσεως ή κάποια πράξη της ................................... Τίτλος Δεύτερος : Ανακοπή (ή αγωγή) ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως... Τίτλος Tρίτος: Ελαττώματα που ανάγονται στην κύρια διαδικασία της εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων..............................................................................208 § 503 Πίνακας Περιεχομένων ρίας διαδικασίας στην εκτέλεση προς ικανοποίηση απαιτήσεων που ανάγονται στην επιχείρηση ή παράλειψη ή ανοχή πράξεων ....... για την επικοινωνία γονέων και τέκνων και για την αποκατάσταση της εγγάμου συμβιώσεως ......... ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ § 507 § 508 § 509 § 510 § 511 § 512 Τίτλος Πρώτος: Γενικές παρατηρήσεις ......... κατά της εκτελέσεως.................................. 603 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ § 504 § 505 § 506 § 506 Α Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις..................... Τίτλος Έκτος : Παραίτηση από τις συνέπειες των ελαττωμάτων 615 616 620 622 623 ............................. Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων στην εκτέλεση για χρηματικές απαιτήσεις.............................. Τίτλος Τέταρτος : Συνέπειες της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής κατά της εκτελέσεως ...... Ένδικα μέσα .................... .................................................................................... 641 642 KΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΩΣ ΕΝΙΑΙΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ § 516 § 517 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις .... Τίτλος Δεύτερος : Διεξαγωγή εκουσίου ή δικαστικού πλειστηριασμού... Τίτλος Δεύτερος : Οι αντανακλαστικές εκδηλώσεις της ενότητας της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ......................................... 648 649 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ ΑΤΟΝΙΑ (ΚΑΙ) Η΄ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ § 520 § 521 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις .................................. 652 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ENATO ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 522 § 523 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ...................... 209 629 630 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΕΚΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ § 514 § 515 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις . Τίτλος Δεύτερος : Προϋποθέσεις της αξιώσεως προς αποκατά- 654 .......................................λπ......................................................................................... Εφαρμοστέοι κανόνες .............................................................................................................................................. Τίτλος Έβδομος : Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως ........................................................) της αναγκαστικής εκτελέσεως ..................................ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΦ' ΑΠΑΞ ...... Τίτλος Δεύτερος : Επανάληψη ή ουσιαστική περάτωση της αναγκαστικής εκτελέσεως ..............Πίνακας Περιεχομένων § 513 (ακυρότητα κ..................ΚΑΤ' ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 518 § 519 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ................ 645 646 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΤΥΠΙΚΗ ........... 651 Τίτλος Δεύτερος : Προϋποθέσεις και περιορισμοί (της) ατονίας ή αποδυναμώσεως της εκτελεστότητας .................... ....................... Τίτλος Δεύτερος : Διακριτικά στοιχεία και γνωρίσματα της καταχρήσεως δικαιώματος στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ..................................................................... 665 Τίτλος Τρίτος : Ειδικά θέματα επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως ...................................... 665 ............................................................................................................................................................................................... 655 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 524 § 525 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ....... 660 661 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 526 § 527 § 528 Τίτλος Πρώτος : Γενικές παρατηρήσεις ...........................210 Πίνακας Περιεχομένων σταση ζημιών από την αναγκαστική εκτέλεση....... 664 Τίτλος Δεύτερος : Αρμοδιότητα και διαδικασία σε περίπτωση επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση ....... Έννοια και σημασία της αναγκαστικής εκτελέσεως Γενικές Παρατηρήσεις § 329 *Ειδική Βιβλιογραφία: Βλ. Aufl.: Die Zwangszahlung aus fremden Mitteln (1910)· Armstroff Ernst: Die Zwangsvollstreckung 3.· Mohrbutter: Handbuch des gesamten Vollstreckungs-und Insolvenzrechts 2 Aufl.-Schröder Kay H.und Insolvenrecht. 1933· Ανωνύμου: Die Zwangsvollstreckung im Entwurf einer ZPO. 1962· Hoche U.. : Zwangsvollstreckung. Konkurs und Vergleich. 13. τ. Schriften des Bundes Deutscher Rechtsverleger (1933)· Kisch W.ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ* ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΡΟΘΕΩΡΙΑ ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ Τίτλος πρώτος Ορισμός . 2006· Blomeyer K.: Zwangsvollstrekkung. Praxis 80. ΙΙΙ. Παπαδοπούλου: Περί εκτελέσεως (1925)· Ιω. Aufl. 1956· De Boor H. Aufl. Zwangsvollstreckungsrecht. 50 επ. Aufl..: Die Zwangsvollstrekkung im allgemeinen (1939)· Schönke Ad. Fallkmann· Erdel Anton: Zwangsvollstreckung und Konkurs (1914)· Hein Otto: Handbuch der Zwangsvollstreckung (1914)· Reichmayr H. 1987· Hans-Martin Pawlowski: Die Wirtschaftlichkeit der Zwangsvollstreckung ZZP τ. την ανωτ. S. 1 § 24. και σε Ανάτυπο.Konkurs und Vergleichsrecht 1936· Bauer H. Γ. 90 (1977) σ. 345 επ. Aufl. 1974· Jauernig/Berger. Γιδοπούλου: Το δίκαιον της αναγκαστικής εκτελέσεως (1929)· Κ. 141 επ. Zwangsvollstreckungsrecht. σ. 2. 2010· Baur/Stürner/ Brus. Kohler Josef: Ungehorsam und Vollstreckung im Civilprozess εν Archiv für die Civil. 23. 1. 1983· Lancelle Georg: Zwangsvollstreckung 1972.-Baur Fritz: Zwangsvollstreckung (1954)· Bau- . Zwangsvollstreckungs.: Zwangsvollstreckung 2./Wiener. Μπρίνια: Αναγκαστική εκτέλεσις τ. ΙΙ. ΙV· Tου αυτού: Διαδικαστικά προβλήματα αναγκαστικής εκτελέσεως ΔΧΙΙ 426· Π. Aufl. αναφερομένη βιβλιογραφία και επίσης Λ. Λαμνίδου: Παρατηρήσεις Δ ΧΙΙ 483· Bruns-Peters: Zwangsvollstreckungsrecht 3 Aufl./Erkel. 4. : Insolvenz und Zwangsvollstreckungsrecht (1976)· Wolff Eb. 2008· Lippross O.· Lappe Fr. Γενικό Μέρος και Ειδικό Μέρος (1998. Aufl. Aufl. τόμος Ε'. 3. Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης.π.λ. 1967-1977· Feil Erich: Exekutionsordnung nach dem Stande von 1/4/1973· Feil/Mourent.: Die Säummis des Zahlungspflichtligen im deutschen und österreichischen Imobiliarzwangsvollstreckungsrecht (1931)· Bunge J. Aufl. 1993· Luther Gerhard: Das deutsch-italienische Vollstreckungsabkommen κ.λ.: Die Bestreitung der materiell-rechtlichen Grundlage der Schuldbetreibung nach schweiz.· A.λ.R. (1954-1955)· Favre Ant Steiner. Aufl.: Die Zwangsvollstreckung κ.4. 356 επ. 4. Brill W.D.: Vollstreckungsrecht 2. Rechtspleger 1979. Ο έλεγχος της διαδικασίας και των απαιτήσεων κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος.: L' esecuzione forzata (1950)· Denti V. Stein/Jonas.212 § 329 – Ορισμός. V.: Grundzüge des Zwangsvollstreckungs..: Vollstreckungsrecht 10. IIe édit. Aufl. 2011· Jähne Volker: Zwangsvollstreckung in der Betriebsverfassung (1977)· Grunsky W. 71 Aufl.. ΚΠολΔ Ερμηνευτική. Stand 15. 795 επ. und franz. Voies et moyens d'exécution (1964)· Hildbrand: Führer durch das Schweiz. (2011).: Die Exekutionsordnung.: Zivilgerichtsbarkeit und Zwangsvollstreckung in der Schweiz (1978)· Wandreschek Art. Έννοια και σημασία της αναγκαστικής εκτελέσεως mann J.: Zivilprozessrecht: Vollstreckungsverfahren (nebst-Nachtrag) (1975)· Henze/Hagemann: Zwangsvollstreckungsrecht (1975). Zivilprozess und Zwangsvollstreckung in England und Schottland 2005· Bunge J.. (1969)· Fritsche H. deutschen.. Kommentar zur Zivilprozessordnung..π..: Das Österreichische Zwangsvollstreckungsrecht (1968)· Heller/Neumann Lichtblau: Kommentar zur Exekutionsordnung. 1982· Blomeyer Arw. 20 Aufl. (1979)· Heller-Trenkwalder: Die österreichische Exekutionsordnung. Band 8 (2004)· Schusche/Walker. 5. Jauffret: Manuel de procédure civile et voies d'exécution. 1949· Vincent Jean: Voies d'exécution et procédures de distribution. Österr.: Leitfaden zum SchKG 2.· Reinecker H. Zivilprozess-und Zwangsvollstreckungsrecht. 1982· Walchshöfer Alfr.-Vincent Jean: Précis des voies d'exécution et des procédure de distribution 6e édit. Auflage (1954)· Jäger Karl: Schuldbetreibung und Konkurspraxis (1947)· Hindermann W. Vollstreckung und Vorläufiger Rechtsschutz.. 11 Aufl.und Insolvenrechts. Betreibungs. L. (1953)· Graushaar Götz: Zivilprozess und Zwangsvollstreckung (1979)· Hermann Anton: Die Zwangvollstreckungsnovelle. Schuldbetreibung und Konkursrecht (1956)· Büchi Alfr. 5.Νομολογιακή Ανάλυση κατ' άρθρο.: Commento al codice de procedura civile (1954)· Parisot et Jauffret: Manuel de procédure civile et voies d'exécution (1964)· Blanc Em. (1934)· Petschek Georg./Brehm W.: Schuldbetreibung κ.: Neuregelung des Zwangsvollstreckungsrechts (1979)· Heller L.und Gerichtswesen 3. 1997· Γέσιου-Φαλτσή Π.: Das englische Zwangsvollstreckungsrecht (1979)· Bunge J. 1974· Barbier I.: Ist die Kosten -Vollstreckung mit dem Grundgesetz vereinbar? M.π. Band 7 (2002).: Gründzüge des schweizerichen Schuldbetreibunggrechts (1975 -1977)· Grob Jist. Recht (1954)· Berge H.. Aufl. Exekutionsordnung. 1996· Gerhardt W. 2004· Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων. §§ 704 επ. 2008· Holzhammer Richard: Österreichisches Zwangsvollstreckungsrecht. 2008· Satta S. Zivilprozess und Zwangsvollstreckung in Frankreich und Italien. Aufl.: L'esccuzione forzata in forma specifica (1953)· Stein-Jonas-(Münzberg): ZPO.: Zwangsvollstreckung und Konkurs (1957)· Schumann Alfr. 22. Το νέο δίκαιο της αναγκα- . 2. 4 Aufl. Βαθρακοκοίλης Β. 2001)· Δημητρίου Δ.. Aufl.2008... 1979 σ./ Macha Ch. 11 édition (1973). Aufl.: Nouveau code de procédure civile (1973)· Cuche P.: Zwangsvollstreckung: ein Lehrbuch. 1966· Onofrio P. · Σ. 2010˙ Κατηφόρης Ν. Ζητήματα από την επίδοση πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως. στον τιμητικό τόμο «Προσφορά στον Γεώργιο Μιχαηλίδη-Νουάρο». S. Einzelvollstreckung12. Αναγκαστική Εκτέλεση. Ι. Β. Ζητήματα δικών περί την εκτέλεση. σελ. 2001· S. Καλαβρός (επιμ. Bottger. 1982· C.Νικολόπουλος Γ.· N. 1993· του ίδιου. Neuere Entwicklungen im nationalen und europäischen Zivilprozessrecht in Griechenland.. 2004˙ N. Zwangsvollstreckungs. Tsikrikas . Το ανίσχυρο των διαδικαστικών πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Έννοια και σημασία της αναγκαστικής εκτελέσεως 213 στικής εκτέλεσης μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με τον ν.. 1295 επ. Stürner.. Orfanidis. K. Υποθήκη και προσημείωση στην αναγκαστική εκτέλεση. Αναγκαστική Εκτέλεση. Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας. Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση (Συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 958 και 997 ΚΠολΔ). επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως από τον ενυπόθηκο δανειστή και κατάχρηση δικαιώματος. Πίψου. 151 επ. in G. Τ. Τιμητικός Τόμος Γ. 1993. Σταματόπουλος. Recognition and Enforcement of Foreign Judgements outside the scope of the Brussels and .· Ορφανίδης Γ. 1998· Χαμηλοθώρης Ι.G.§ 329 – Ορισμός.Μπρακατσούλας Β. άρθρα 904 επ.· Μπέης Κ. Ερμηνεία ΚΠολΔ. 2004· Λ. 2002· του ίδιου. άρθρα 904 επ. Klamaris .. 38/39 (1985-1986). FS für H.). σελ. 1996· Κ. Αναγκαστική Εκτέλεση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.)· G. 2002· του ίδιου. S..553 επ. Η αναγγελία δανειστή στην αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ. Ποδηματά.K.D.. Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ. F. Καθορισμός αξίας απαλλοτριωθέντος τμήματος κατασχημένου ακινήτου ανώτερης της εκτιμήσεως για τις ανάγκες της εκτελέσεως. Moussa. Berlin. Klamarís .. Voies d' exécution.661· ο ίδιος. Orfanidis . Θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως. 2010. Ζητήματα του Δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως. τόμοι 21. Das schottische Zivilprozeß. 1993. Μητσόπουλου. 1996. 1983. 2006˙ 34ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων.645. 2000.2298/1995. Brenner. Η διαλεκτική του δικονομικού δικαίου-Συμβολές στην Ερμηνεία του ΚΠολΔ. 3 (1998).G. Οι προνομιούχες απαιτήσεις κατά τον ΚΠολΔ... στη Revue Hellénique de Droit International.. 1987. Ιστορικές και συγκριτικές αναφορές στη διαδικασία για την ικανoποίηση ενυπόθηκων απαιτήσεων. σελ. Klamaris. Αναγκαστική Εκτέλεση. Baur/R. Αθήνα. Εγχειρίδιο Αστικού Δικονομικού Δικαίου. 2003· ο ίδιος. VII· Μπρίνιας Ι. Π. Koussoulis . 1979· του ίδιου. Εκτέλεση I-IV. Katiforis. ZZP Int.. Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεση˙ 30ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων. σελ.Walter-S. Μελέτες. 253 επ. 1989. Άρνηση του ενυπόθηκου δανειστή για αντικατάσταση του ενυπόθηκου αντικειμένου. Droit et Pratique des voies d' exécution. Enforcement of Court Orders and Jugements: Greece. K. S. Καλαβρός.. Τόμος Α'. Nakamura. 1977 επ. 335-358· N.· N. 2004· Κ. Heidelberg. 2003.. Δικαστική αναστολή της εκτελέσεως (Μετά την άσκηση ενδίκων μέσων ή ενδίκων βοηθημάτων)..· Σταθέας Γ.. Ι. Πολιτική Δικονομία κατ' άρθρον Ερμηνεία. K. 22 και 23· του ίδιου. 1995 (σελ. Αθήνα..S. 1994· ΚεραμεύςΚονδύλης-Νίκας. Ο Αναπλειστηριασμός.und Vergleichsrecht.und Konkursrecht. Κλαμαρής Ν. Το Δημόσιο και η Πολιτική Δίκη. 2000· Τσικρικάς Δ.Ράμμος Γ. Klamaris.3. Die Grundstruktur des griechischen Zwangsvollstreckungsrechts als des effektiven Teils des prozessualen Grundrechts auf Justizgewährung. Καλαβρός. Αναγκαστική Εκτέλεση. Die Zwangsvollstreckung der gerichtlichen Entscheidungen und die Vollstreckungsmittel der Gerichte nach dem griechischen Zivilprozessrecht. Zwangsvollstreckungs. 161 ff.N. 2001· Ε. 573 επ.Konkurs. 2009˙ Κ.Baumgartner. Guinchard / T. Αθήνα. Αθήνα. 1982. Exekutionsverfahren. 2000· W. Auf.. 2002· Gaul/Schilken/Becker-Eberhard. τ. Simotta.§ 329 – Ορισμός. όπως εκτέθηκε παραπάνω1. Έννοια και σημασία της αναγκαστικής εκτελέσεως 214 Lugano Conventions. Ερμηνείες κατ’ άρθρον: Baumbach/Lauterbach/Albers/Hartmann. Auf. ή δεν έχει προηγηθεί εκουσία εκτέλεση. Tekidou. 8. Vincent / J. Prêvault. 2011· Wieczorek/Schütze.. 1. Zivilprozessordnung. 2011· Prütting/Gehrlein. 9. 28. Ι § 4. Ι) Αναγκαστική εκτέλεση ονομάζεται ή είναι η μεταβολή που επέρχεται με την ενέργεια και συνδρομή των αρμόδιων οργάνων της δημόσιας αρχής στο όνομα του Κράτους και κατ' επιταγή των ορισμών του ισχύοντος δικαίου που επέρχεται στον εξωτερικό κόσμο. 2011· Dierck/Morilius/Vollkommer.und Zwangsverwaltungsrecht. 199 επ. §§ 704 επ. αποτελεί την κυρίως και εξωτερικώς αντιληπτή μορφή της παρεχομένης εννόμου δικαστικής προστασίας.. Auf. Auf.· Musielak. Zwangsversteigerung und Zwangsverwaltung..)· R. 3. 2. 1999· /. παραπ. 70. Rechberger / P... Zwangsvollstreckung. Wien. Voies d' exécution11. Zwangsvollstreckungsrecht11. η οποία διεξάγεται εφόσον δεν χωρεί. 2012· Gottwald.und Klagemustern für die Rechtspraxis. 2010. 2005· J. Prévault. 2006· Münchener Kommentar zur ZPO. Paulus. 2010· Prütting/Stickelbrock. . που ανταποκρίνεται προς το περιεχόμενο του προστατευτέου δικαιώματος ή προς ικανοποίηση του οποίου χωρεί αυτή ή που πραγματοποιεί αμέσως ή εμμέσως το περιεχόμενο αυτού. 275 επ. Zwangsvollstreckung: Kommentar zu den §§ 704-915h ZPO mit Antrags. 4. 2009· Eickmann. 1997· D. Auf. München. Civil Procedure in Europe 3. Zivilprozeßordnung und Nebengesetze. 2001. Perrot / P. 1999· Zöller. Auf. 12. Vincent / J. Théry. 6. Auf. Aufl. Auf. S. Handbuch des Zwangsvollstreckungsrechts. ZPO-Kommentar.. 2004· Heiderhoff/Skamel. της αυτοδικίας. 2010. 1996 (σελ. 1989· Rosenberg / Gaul / Schilken. Zwangsvollstreckungsrecht. 2010· Hintzen/Wolf. Zwangsversteigerungs. Zwangsvollstreckungsrecht. Zwangsvollstreckungsrecht. ενεργείται δε αποκλειστικά από την Πολιτεία. Der Vollstreckungszugriff auf Bankkonten. Α) Η έννομη προστασία που αναγνωρίζεται και παρέχεται από το ισχύον ουσιαστικό και δικονομικό ενίοτε δίκαιο συνήθως πραγματοποιείται και ολοκληρώνεται διά της αναγκαστικής εκτελέσεως. Zivilprozessordnung. Βλ. 2007. Διδακτικά εγχειρίδια: Brox/Walker. Auf.. 3. 3.. η οποία λαμβάνει χώρα ή σε συνέχεια (της) προηγηθείσας διαγνωστικής διαδικασίας ή και αυτοτελώς και κατευθείαν υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Procédures civiles d' exécution. Band 2. Band (2 Teilbände). αποκλειομένης κατά κανόνα (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων). Β) Η αναγκαστική εκτέλεση. ΙΙ) Λειτουργία και φύση της αναγκαστικής εκτελέσεως. Zivilprozessrecht (Erkenntnisverfahren und Zwangsvollstreckung). δημιουργεί ή αποκαθιστά κατάσταση. Kommentar zur Zivilprozessordnung. Voies d' exécution et procédures de distribution .˙ Chr.. Zwangsvollstreckungsrecht. Η διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά την φύση και τον σκοπό αυτής. Α) Η αναγκαστική εκτέλεση αφορά τομέα της κοινωνικής ζωής και της εννόμου τάξεως. Β) Η χρησιμοποίηση όμως τέτοιων μέτρων συγχωρείται και πρέπει να λαμβάνει 2. η δραστηριότητα και η ταχεία πραγματοποίηση κατά το δυνατό αυτής κάνει φανερή και ουσιαστική την κοινωνική και οικονομική αποστολή της Πολιτικής Δικονομίας ή του Αστικού Δικονομικού Δικαίου και του ισχύοντος δικαίου γενικά3. Έννοια και σημασία της αναγκαστικής εκτελέσεως 215 Χωρίς αυτήν η έννομη προστασία που παρέχεται κατά τους άλλους τρόπους φαίνεται ατελής και συνήθως δεν ικανοποιεί τις προσδοκίες των ενδιαφερομένων. περιλαμβάνει όπως παρακάτω εκτίθεται ειδικότερα. επειδή αποτελεί εκδήλωση της ασκήσεως της πολιτικής ή κρατικής εξουσίας (του imperium). η διά της εκδόσεως ευνοϊκής αποφάσεως και η διά της λήψεως ή παροχής αδείας προς λήψη επειγούσης φύσεως ή ασφαλιστικών ονομαζομένων μέτρων (προσωρινών. Οι δύο άλλες εκδηλώσεις είναι. ηθικού και υλικού. Ι § 46. που προβλέπεται και αναγνωρίζεται από το (εκάστοτε) ισχύον ουσιαστικό κυρίως (ενίοτε όμως και δικονομικό) δίκαιο. Β) Η εξισορρόπηση και η θέση σε αρμονία των αντίθετων αυτών τάσεων και ροπών αποτελεί δυσχερή και εργώδη προσπάθεια του νομοθέτη αφενός και των παραγόντων της εκτελέσεως σε κάποιο δε μέτρο θα μπορούσε να ειπωθεί και αφετέρου γενικά της κοινωνίας. οικονομικής και κοινωνικής φύσεως συμφερόντων και τάσεων εκδηλώνεται εντονότερα και ζωηρότερα παρά σε άλλες σφαίρες εφαρμογής του ισχύοντος ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου. . αμέσου ή εμμέσου. V) Οι θεωρητικές και πρακτικές δυσχέρειες και τα προβλήματα της εκτελέσεως. Βλ. διότι ικανοποιεί την αξίωση του ενδιαφερομένου. VI) Η φύση της εκτελέσεως ως εξαιρετικού μέτρου. και πράξεις ή ενέργειες εξαναγκασμού. υπό τις οποίες παρέχεται και πραγματοποιείται κατά συνταγματική επιταγή από την Πολιτεία η έννομη και μάλιστα δικαστική προστασία υπό την ευρύτερη έννοια. IV) Η κοινωνική και οικονομική σημασία της εκτελέσεως. Η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί μία από τις εκδηλώσεις ή μορφές. αν και είναι ουσιώδης και σημαντική. ηθικής. Α) Η αναγκαστική εκτέλεση. παραπ. τ.§ 329 – Ορισμός. όπως εκτέθηκε παραπάνω. στον οποίο η συνάντηση. ΙΙΙ) Περιεχόμενο της αναγκαστικής εκτελέσεως και διάκριση από τις λοιπές μορφές εννόμου προστασίας. συντηρητικών ή προφυλακτικών και εξασφαλιστικών)2. ή άλλως νομίμου βίας και επιβολής και πραγματοποιήσεως των κάθε φορά οριζομένων αμέσως ή εμμέσως διά των εκτελεστών δικαστικών αποφάσεων ή άλλων (εκτελεστών τίτλων). η διασταύρωση και η σύγκρουση αντιθέτων. Είναι η εγχείρηση εκείνου του τομέα ή του σημείου της κοινωνικής λειτουργίας που ασθενεί.· Burghat H. Σπηλιοπούλου. Δηλαδή. ώστε η διενέργεια αυτής να πραγματοποιείται όσο το δυνατόν ταχύτερα.λπ. Βλ. όσο ευχερέστερα και ταχύτερα μπορεί να διενεργηθεί κάθε φορά η αναγκαστική εκτέλεση. επί διδακτ. προσέτι και την εν τ. H: Vollstreckungsausschließende Verträge (Διατρ. πανεπ. Η παράταση και η εκκρεμότητα της σχετικής διαδικασίας βλάπτει και αυτή την ίδια την ουσία και το περιεχόμενο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Δικονομία … 1965· Γνωμοδ.216 § 330 – Αναγκαστική εκτέλεση και αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως χώρα. Ράμμου-Κυρ. ΜΔ 88 επ. ακριβώς γιατί είναι δυνατόν ευχερώς και συννόμως να λάβει χώρα αυτή. διαβλέπει. Θεμ. μόνο εφόσον ειδικώς και σαφώς κάθε φορά προβλέπεται. Γ. Vollstreckungsverträge (Διατρ. επί διδακτ. G. Ι §§ 17. VIII) Η δραστικότητα της εκτελέσεως Α) Η αναγκαστική εκτέλεση είναι η δραστική και έντονη και κατά τις περιστάσεις ταχεία επέμβαση των οργάνων της απονομής της δικαιοσύνης.: Zur Dogmatik des vollstreckungsrechtlichen Vertrages (Διατρ. επί διδακτ. Β. Φραγκ. τόσο συχνότερα προλαμβάνεται ή δεν πραγματοποιείται αυτή ακριβώς γι' αυτό το λόγο. όπως ειπώθηκε παραπάνω. Είναι δυνατόν να παρομοιασθεί προς την χειρουργική επέμβαση στο πεδίο της ιατρικής δραστηριότητας. § 330 *Ειδική βιβλιογραφία: Στεφάνου Δεληκωστοπούλου: Η αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως εν τη Πολ. . Πανεπ. ότι είναι ευχερής σε κάθε στιγμή η επίσπευση εναντίον του της αναγκαστικής εκτελέσεως. Vollstreckungsverträge (1935)· Eder K.: Vertrag und Vereinbarung in der Zwangsvollstreckung (1937)· Schug Chr. Η αναγκαστική εκτέλεση αποφεύγεται ή κάποτε ματαιώνεται. προσφέρεται εκουσίως ή αλλιώς αυθορμήτως – και σε κάθε περίπτωση παρακινείται – σε εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του προς αποφυγή της αναγκαστικής εκτελέσεως που μπορεί συνήθως να χωρήσει όχι χωρίς θυσίες και επιβαρύνσεις του και χωρίς βάσιμες ελπίδες αποκρούσεως αυτής.: Gläubigerrecht und Schuldnerschutz (1935)· Raatz J. Πανεπ. Κολωνίας 1971)· Bohn K. Τίτλος δεύτερος Αναγκαστική εκτέλεση και αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως*. 143 και 150 σημειουμένην βιβλιογραφίαν. 1955. Με άλλες λέξεις. VII) Η ευχέρεια της διενέργειας της εκτελέσεως ως μέσου αποφυγής αυτής. εφόσον ο οφειλέτης κ. Βόννης 1969)· Scherf Dieter. Β) Και από αυτή τη φύση της αναγκαστικής εκτελέσεως όχι μόνον δικαιολογείται. αλλά και επιβάλλεται όπως η διοργάνωση γίνεται κατά τέτοιο τρόπο. και μόνο εφόσον και σε όποιο μέτρο είναι αυτή αναγκαία κάθε φορά. Θ. η αυτοδικία. επειδή αντίκεινται σε βασικούς κανόνες και σε θεμελιώδεις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα κλπ. Στην κατηγορία αυτή υπάγεται π. να συμφωνηθεί. Ι § 150. παραπ. παραπ. Ιταλία και Ελβετία. 5. αλλά και δημοσίας τάξεως εσωτερικής και διεθνούς (ordre public)4. τ.§ 330 – Αναγκαστική εκτέλεση και αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως 217 Ι) Εισαγωγή. Β) Αποκλεισμός της αναγκαστικής εκτελέσεως απλώς χωρίς ρήτρα περί αυτοδικίας ή περί επελεύσεως συνεπειών υπερβολικής εντάσεως μπορεί. Βλ. Τέτοιες συμφωνίες είναι κατά βάση ανίσχυρες αφενός για τους λόγους που αμέσως παραπάνω εκτέθηκαν και αφετέρου γιατί συνήθως συντρέχουν τουλάχιστον οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του άρθρ. η συμφωνία. Βλ. κατ’ αρχήν. Συνέπεια της παραδοχής της αρχής αυτής είναι.. το ισχύον δίκαιο αποκλείει και μάλιστα απαγορεύει με απειλή ποινής την ικανοποίηση των απαιτήσεων ή αξιώσεων απ' αυτόν που θεωρεί τον εαυτό του δικαιούχο με αυτοδύναμη ενέργεια. ΙΙ) Ουσιώδεις περιορισμοί της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως. ιδίως στη Γερμανία. . που αφορά την συμφωνία. αλλά σαφώς. όταν δεν εξοφληθεί το χρέος εμπροθέσμως και πλήρως. Β) Οι διατάξεις περί εφαρμογής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και αυτές που καθορίζουν τα των βασικών προϋποθέσεων και διατυπώσεων αυτής δεν είναι απλώς δημοσίου και ειδικά αναγκαστικού δικαίου (jus cogens). κατά την οποία επιτρέπεται στο δανειστή. συμφωνίες μεταξύ των ενδιαφερομένων. Α) Όπως παραπάνω3 σημειώθηκε. τ. με τις οποίες καταργούνται ή μάλλον κηρύσσονται ανεφάρμοστες ολοσχερώς και στο σύνολό τους ή κατά το ουσιώδες περιεχόμενο αυτών η διαδικασία και οι θεμελιώδεις διατυπώσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως και καθιερώνεται αντ' αυτών αμέσως ή εμμέσως. ότι γενικά ανταποκρίνεται και πλήρως στο γράμμα και το πνεύμα του ισχύοντος δικαίου (ουσιαστικού και δικονομικού).χ. Ανάλογη άποψη γίνεται δεκτή και στην αλλοδαπή επιστήμη και νομολογία. αυτοπροσώπως ή διά τρίτου προσώπου να αφαιρέσει ορισμένο πράγμα του οφειλέτου χωρίς οποιαδήποτε σύμπραξη αρμοδίου κατά νόμο δημοσίου οργάνου. Αυτό το οποίο βεβαίως δεχόταν η άρχουσα γνώμη στην επιστήμη και νομολογία υπό το προγενέστερο δίκαιο5. Γαλλία. μπορεί να θεωρηθεί. ότι δεν έχουν ισχύ. 178 και 179 ΑΚ. Γ) Συμφωνία όμως περί πλήρους άνευ χρονικού περι3. Α) Ένας από τους βασικούς περιορισμούς της αυτονομίας που αναφέρθηκε μπορεί να θεωρηθεί αυτός. 4. διά της οποίας εκ των προτέρων και μάλιστα κατά τη σύναψη του χρέους ή γενικότερα κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας περί της δημιουργίας της βασικής εννόμου σχέσεως αποκλείονται η αναγκαστική εκτέλεση ή ουσιώδεις πράξεις και διατυπώσεις αυτής και προβλέπονται κυρώσεις άμεσες χωρίς παρέμβαση δικαστηρίου ή των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως. αλλά μόνον για ορισμένο και όχι για απεριόριστο χρονικό διάστημα. Ι § 4. εμφανιζόμενη ως παραίτηση από το ουσιαστικό δικαίωμα και ως μετατροπή τούτου σε φυσική ενοχή. Α) Η αναγκαστική εκτέλεση επακολουθεί συνήθως την διαγνωστική διαδικασία.218 § 331 – Διαγνωστική διαδικασία και αναγκαστική εκτέλεση. για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω. Ασφαλιστικά ή επειγούσης φύσεως μέτρα και αναγκαστική εκτέλεση. σύμφωνα με μ' αυτά που ειδικότερα εκτίθενται παρακάτω. Από μόνη της πάντως δεν μπορεί ν' αποτελέσει λόγο απαραδέκτου ή ανεπιτρέπτου της αναγκαστικής εκτελέσεως που θα διενεργηθεί. ορισμού αποκλεισμού της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχυρά. π.χ. Δεν αποκλείεται όμως να διεξάγεται διαγνωστική διαδικασία. Τα ειδικότερα ζητήματα. παρακάτω στους οικείους τόπους6.χ. έριδες. την ανωτέρω (τ.. συναφώς προς την διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή παράλληλα προς αυτή. όπως π. σε συνδυασμό προς την υπόλοιπη ανάπτυξη. ή αυτές αντικαθίστανται με άλλα στοιχεία. Ι §§ 203 επ. Ε) Αυτά που εκτίθενται αμέσως παραπάνω ισχύουν καταρχήν. ουσιώδεις προϋποθέσεις του επιτρεπτού της διενεργείας της αναγκαστικής εκτελέσεως. και οι 6. η ύπαρξη τίτλου εκτελεστού κ. Διαφορετικό είναι το ζήτημα του επιτρεπτού της δημιουργίας τίτλου εκτελεστού με ιδιωτική συμφωνία. γεννώνται σοβαρές αμφιβολίες για το κύρος και την ισχύ εκείνων των συμφωνιών.) παρατιθεμένην βιβλιογραφίαν. Ασφαλιστικά μέτρα. εφόσον πρόκειται περί απαλλοτριωτού δικαιώματος. ή στην ουσία εκμηδενίζονται και κατ' αποτέλεσμα. εξετάζονται. με τις οποίεςκαταργούνται. εφόσον προσβάλλεται το κύρος και η ισχύς της αναγκαστικής εκτελέσεως που ενεργήθηκαν. οι οποίες ανάγονται σε μεμονωμένα και συγκεκριμένα θέματα της αναγκαστικής εκτελέσεως. ή μετά το πέρας αυτής. απόρροια της οποίας είναι και ο εκτελεστός τίτλος και μάλιστα η δικαστική απόφαση – που αναγνωρίζει το δικαίωμα κ. αμφισβητήσεις και γενικά διαφορές περί την εκτέλεση. και επιβάλλει την πραγματοποίηση αυτού διά δημιουργίας ή αποκαταστάσεως στον εξωτερικό κόσμο της καταστάσεως που αντιστοιχεί προς το περιεχόμενο αυτού – με βάση την οποία χωρεί η αναγκαστική εκτέλεση.λπ. εφόσον γεννώνται. εφόσον υπάρχει ανάγκη και κρίνεται σκόπιμο. Σε κάθε περίπτωση. που αφορούν το κύρος και την ισχύ συμφωνιών. § 331 *Ειδική βιβλιογραφία: Πρβλ. Βλ. Ι) Διαγνωστική διαδικασία και αναγκαστική εκτέλεση. παρά μόνο υπό τους όρους και περιορισμούς του κοινού δικαίου. παρακάτω §§ 349 επ.λπ. . Δ) Ενόψει αυτών που εκτέθηκαν αμέσως παραπάνω. Τίτλος τρίτος Διαγνωστική διαδικασία και αναγκαστική εκτέλεση. όπως αναπτύσσεται παρακάτω7 στον οικείο τόπο. Ζητήματα αναγκαστικής εκτελέσεως καμιά φορά δυσεπίλυτα εμφανίζονται και κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Τίτλος τέταρτος Ουσιαστικό δεδικασμένο και εκτελεστότητα* § 332 * Ειδική βιβλιογραφία: Βλ. 9. Η αλληλεπίδραση συνεπώς των δύο παραπάνω συνεπειών είναι συχνή και γνωστή γενικώς.§ 332 – Ουσιαστικό δεδικασμένο και εκτελεστότητα 219 δύο παραπάνω διαδικασίες τελούν σε ευρύ σύνδεσμο περισσότερο ή λιγότερο και υφίστανται σε πολλές περιπτώσεις αμοιβαία επίδραση. Δ) Εφόσον έχει προηγηθεί η λήψη επείγουσας φύσεως μέτρων. Ι §§ 203 επ. σε ευρεία έκταση από την εκτελεστή δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατά τη διαγνωστική διαδικασία. όπως εκτίθεται στον οικείο τόπο. Β) Κατά πρώτον. ΙΙ) Αναγκαστική εκτέλεση και ασφαλιστικά μέτρα. η αναγκαστική εκτέλεση αποβαίνει σε μερικές περιπτώσεις στην ουσία ή από νομικής πλευράς άσκοπη. αυτή που παρακάτω εκτίθεται (τ. Αυτό συμβαίνει κυρίως προκειμένου περί εκδικάσεως των αναφυομένων διαφορών κατά την αναγκαστική εκτέλεση8 καθώς και επί προπαρασκευαστικών διαδικασιών της αναγκαστικής εκτελέσεως9. παρακ. . παρακάτω §§ 347 επ. § 355 επ. Ειδικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένοι κανόνες της διαγνωστικής διαδικασίας εφαρμόζονται και στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως. παρακ.). 8. η οποία είναι επί του παρόντος (στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο) για διάφορες αιτίες αδύνατη ή απραγματοποίητη ή δυσχερής ή δεν ενδείκνυται. Ε) Κάποια σχέση με τα επείγουσας φύσεως μέτρα εμφανίζει σε ορισμένες περιπτώσεις και η αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως. εξάλλου. Α) Στενός εξάλλου σύνδεσμος υφίσταται μεταξύ της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και της διαδικασίας των επειγούσης φύσεως (ασφαλιστικών) μέτρων. Βλ. Γ) Καμιά φορά. τα ασφαλιστικά μέτρα δικαιολογούνται από τον επείγοντα χαρακτήρα της υποθέσεως και της βραδύτητας της περατώσεως της διαγνωστικής διαδικασίας. όπως αναπτύχθηκε και παραπά- 7. Βλ. Βλ. σε πολλές περιπτώσεις η λήψη των εν λόγω μέτρων αποβλέπει και χωρεί με το σκοπό εξασφαλίσεως της μέλλουσας αναγκαστικής εκτελέσεως. Β) Τα υποκειμενικά εξάλλου και τα αντικειμενικά όρια της αναγκαστικής εκτελέσεως καθορίζονται. Ι) Γενικές παρατηρήσεις: Α) Η εκτελεστότητα. § 366 επ. λπ. 16.λπ. § 203. όχι μόνο συνήθως προς την προέλευση. μόνο από τελεσίδικες (ή αμετάκλητες) αποφάσεις. σχέση και σύνδεσμος μεταξύ ουσιαστικού δεδικασμένου και εκτελεστότητας. §§ 350 επ. τ. 11. του οποίου έγινε ήδη λόγος11. εξαιτίας της οποίας αποκλείεται η διαφορετική λύση απότο ίδιο ή άλλο δικαστήριο αυτών που κρίθηκαν διά της αποφάσεως. Υπάρχουν όμως ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο τούτων συνεπειών. ΙΙ) Σχέση και συνάφεια ουσιαστικού δεδικασμένου και εκτελεστότητας. Παρά και τις άλλες διαφορές που ενδεχομένως σημειώθηκαν. υπάρχει σε πολλά σημεία συνάφεια. τ. παραπ. Γ) Ουσιαστικό δεδικασμένο αποτελούν. όπως σημειώθηκε παραπάνω13. 14. . Ι. Βλ. όλες οι τελεσίδικες και αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.§ 332 – Ουσιαστικό δεδικασμένο και εκτελεστότητα 220 νω10. ενώ η αναγκαστική εκτέλεση μπορεί.λπ. όχι δε και άλλα έγγραφα ή άλλες πράξεις δικαστικών. Β) Το ουσιαστικό δεδικασμένο προέρχεται. § 351. διοικητικών ή άλλων δημοσίων αρχών. 13. ενώ η εκτελεστότητα (μπορεί να) προσδίδεται. παραπ. Πρβλ. αποτελεί μία απ' τις κύριες και ουσιώδεις συνέπειες των (καταδικαστικών ή καταψηφιστικών) δικαστικών αποφάσεων. Α) Τόσο το ουσιαστικό δεδικασμένο όσο και η εκτελεστότητα ως εκφάνσεις της θέσεως του Κρά10. αλλά κάνει δυνατή μόνο την μεταβολή της υπάρχουσας καταστάσεως στον εξωτερικό κόσμο. Πρβλ. σύμφωνα με όσα στη συνέχεια παρακάτω εκτίθενται14 να ενεργηθεί και με τη δύναμη προσωρινώς εκτελεστών αποφάσεων και άλλων εκτελεστών τίτλων. ΙΙΙ) Φύση του ουσιαστικού δεδικασμένου και της εκτελεστότητας. Βλ. ενώ η εκτελεστότητα. αλλά και ως προς τα υποκειμενικά όρια και ως προς την έκταση αυτών κ. δεν έχει αυτή την αρνητική ισχύ. όπως ειδικότερα αναπτύσσεται στον οικείο τόπο15. § 366 επ. παραπ. τ. δύναμη νομίμου αμαχήτου τεκμηρίου. 15. ενώ εκτελεστούς τίτλους αποτελούν μόνο οι αποφάσεις που περιέχουν καταδίκη ή καταψήφιση. όπως αναλύεται παρακάτω12 και σε άλλα έγγραφα ή πράξεις. Δ) Το ουσιαστικό δεδικασμένο έχει. της φύσεως κ. Ι § 202. παρακ. 12. προς πραγματοποίηση του περιεχομένου του (προστατευτέου) δικαιώματος κ. παρακ. όπως ειπώθηκε16. Βλ. για τις προϋποθέσεις της δυνάμεως της εκτάσεως. παρακ. § 350. Πρβλ. Ι § 204. οι σπουδαιότερες των οποίων είναι οι επόμενες: Α) Ουσιαστικό δεδικασμένο παράγουν μόνον (οι) αποφάσεις των δικαστηρίων πουσυγκροτούνται και λειτουργούν σύμφωνα με το Σύνταγμα και την νομοθεσία που ισχύει κάθε φορά και συνάδει προς αυτό. κατά κανόνα τουλάχιστον. Βλ. παρακ. η άλλη συνέπεια των οποίων είναι το ουσιαστικό δεδικασμένο. που επισημαίνεται διά του περιεχομένου του εκτελεστού τίτλου. προβλέπει εφαρμογή της διαδικασίας των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας18.§ 333 – Περιεχόμενο. παράλληλα προς άλλους λόγους. τ. IV στα περί διαδικασίας της Εκουσίας Δικαιοδοσίας. Από άλλης πλευράς για παρεμφερείς λόγους δεν μπορεί να ενεργηθεί αναγκαστική εκτέλεση υπό την κυριολεξία του όρου. σχετικά παρακ. κατεύθυνση και σκοπός της αναγκαστικής εκτελέσεως § 333 Ι) Εισαγωγή. Από το περιεχόμενο αυτού κρίνεται κάθε φορά. παραπ. μπορεί να λαμβάνει χώρα. Πρβλ. όπως τονίζεται κατ' επανάληψη εξ αφορμής διαφόρων θεμάτων17. ο ΚΠολΔ. Τίτλος πέμπτος Περιεχόμενο. που συνίσταται. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να χωρήσει κατά τις περιπτώσεις εκείνες. κατεύθυνση & σκοπός της αναγκαστικής εκτελέσεως 221 τους που υπερέχει και της ασκήσεως πολιτικής εξουσίας (imperium) αυτού. προκειμένου περί εξαναγκασμού δημοσίας αρχής ή δημοσίου οργάνου για να επιχειρήσει πράξη ή να προβεί σε συμπεριφορά.χ. π. Η αναγκαστική εκτέλεση. Β) Από το χαρακτήρα αυτό εξηγείται. Ι § 201. κατά τις οποίες δεν αναγνωρίζεται και δεν επιδικάζεται παρόμοια αξίωση. 17. ΙΙΙ) Αποτελέσματα της αναγκαστικής εκτελέσεως. ΙΙΙ §§ 329 επ. Πρβλ. που ανάγεται στον κύκλο των καθηκόντων του. Η αναγκαστική εκτέλεση κατευθύνεται προς επίτευξη ορισμένου σκοπού. ΚΠολΔ 791 (852). Για ορισμένες από τις περιπτώσεις αυτές. στη μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο. που αντιστοιχεί στο περιεχόμενο δικαιώματος κατά το ισχύον δίκαιο. τα οποία περιλαμβάνουν εν σπέρματι ή μπορούν να εξελιχθούν σε αξιώσεις προς επιχείρηση ή παράλειψη ή ανοχή πράξεων. κατά βάση τουλάχιστο δημόσιας τάξεως. 18. αν πραγματοποιήθηκε η εκτέλεση που σκοπεύεται. είναι. διά της οποίας δημιουργείται ή αποκαθίσταται κατάσταση. τ. μόνον εφόσον πρόκειται περί δικαιωμάτων. ΙΙ) Αναγκαστική εκτέλεση και εξαναγκασμός δημοσίων αρχών και οργάνων. τ. IV) Η αυθεντικότητα από τη μια πλευρά και ο κατά κανόνα απόλυτος σεβασμός που τουλάχιστον επιβάλλεται αποτελούν εκδηλώσεις που συμπίπτουν και είναι όμοια περίπου κοινά χαρακτηριστικά τόσο του ουσιαστικού δεδικασμένου όσο και της εκτελεστότητας. όπως ειπώθηκε. . και το ανεπίτρεπτο καταρχήν της εφαρμογής της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως. αυτή μπορεί να λάβει χώρα κατά κανόνα γενικά και χωρίς διάκριση επί ολοκλήρου της περιουσίας κάθε οφειλέτου ή υποχρέου. Είναι αυτονόητο. δύο κυρίως ειδών και μάλιστα αφενός ειδική και αφετέρου καθολική.χ. και ονομάζεται μάλιστα συνήθως πτώχευση. λέγεται η αναγκαστική εκτέλεση που λαμβάνει χώρα προς ικανοποίηση συγκεκριμένης απαιτήσεως ή περισσότερων συγκεκριμένων απαιτήσεων του ίδιου δανειστού και επί ορισμένου ή ορισμένων περιουσιακών αντικειμένων ή στοιχείων του οφειλέτου ή υποχρέου ή τρίτου κυρίου ή διακατόχου. που εκτείνεται κατά κανόνα σε ολόκληρη την περιουσία αυτού. Η ειδική εκτέλεση συγχωρείται καταρχήν.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ Ή ΠΤΩΧΕΥΣΗ § 334 Ι) Γενικές παρατηρήσεις. την Αυστριακή κ. στη Γαλλική.). Στα πλαίσια της προκειμένης έρευνας και προσπάθειας εξετάζονται και αναπτύσσονται εντός ορισμένων ορίων τα της ειδικής εκτελέσεως. Β) Ειδική. ΙΙΙ) Αντικείμενο εξετάσεως και αναπτύξεως.χ. Στην Ελλάδα και σε μερικές απ' τις αλλοδαπές νομοθεσίες (π. ότι περιλαμβάνονται στη μελέτη και τα θέματα της εκτελέσεως. Α) Η αναγκαστική εκτέλεση – και μάλιστα πιο συγκεκριμένα αυτή που αποσκοπεί στην ικανοποίηση χρηματικών και γενικότερα περιουσιακής φύσεως απαιτήσεων – είναι. γίνεται λόγος κάποτε περί κάποιων γενικών θεμάτων της καθολικής εκτελέσεως ή πτωχεύσεως. επιφυλασσομένων ορισμένων εξαιρέσεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στην αλλοδαπή γενικά εναντίον κάθε οφειλέτου.λπ. Παρεμπιπτόντως δε μόνον και εφόσον συνέχονται μ' αυτά. ενώ κατ' άλλες νομοθεσίες (π. που περιλαμβάνει την εκκαθάριση και ικανοποίηση ολικά ή μερικά κατά ποσοστό ή μέρισμα πτωχεύσεως των απαιτήσεων των δανειστών που αναγγέλλονται ή γνωστοποιούνται και αναγνωρίζονται κατά του οφειλέτου. αλλά και κατά τα διεθνώς καθιερωμένα και παραδεδεγμένα. ή άλλως ατομική. την Ιταλική κ.) η καθολική εκτέλεση ή πτώχευση μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο επί εμπόρων.λπ. ΙΙ) Πεδίο και έκταση εφαρμογής ειδικής (ατομικής) και καθολικής (συλλογικής) εκτελέσεως. κατά τα καθιερωμένα στην Ελλάδα. χαρακτηρίζεται η εκτέλεση. που σχετίζονται προς την ειδική αναγκαστική εκτέλεση με επίσπευση του συνδίκου και των οργάνων γενικά της πτωχεύσεως που λαμβάνει χώρα επί αντικειμένων ή περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιου- . την Γερμανική. Γ) Καθολική ή συλλογική. IV) Αυτοτέλεια ειδικής και καθολικής εκτελέσεως. Καθένα από τα αναφερόμενα είδη της αναγκαστικής εκτελέσεως έχει αυτοτέλεια και τα δύο θα μπορούσαν να χωρούν παράλληλα. . Όπως όμως σημειώνεται κάθε φορά στους οικείους τόπους. η εφαρμογή του ενός επηρεάζεται σε ορισμένο μέτρο από τη λειτουργία του άλλου.§ 334 – Ειδική και καθολική αναγκαστική εκτέλεση ή πτώχευση 223 σία. Η ανάπτυξη που ακολουθεί περιλαμβάνει και αφορά το ενιαίο και γενικά ισχύον δίκαιο της ειδικής / ατομικής αναγκαστικής εκτελέσεως. Η έκθεση που επακολουθεί και η ανάπτυξη περιλαμβάνει το κοινό ή γενικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτελέσεως. ΙΙΙ) Αντικείμενο αναπτύξεως. περί πολιτικής αεροπορίας κ. Α) Τα της ειδικής αναγκαστικής εκτελέσεως ως μορφής παροχής έννομης και μάλιστα δικαστικής προστασίας ρυθμίζει βασικά ο ΚΠολΔ στα άρθρα 904 (965) επ. που μπορεί να ονομαστεί.δ. Το ειδικό σύστημα του ΚΠολΔ. οι διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΝΔ 2687/1933 περί προτιμώμενης υποθήκης και προστασίας εισαγομένων κεφαλαίων. . οι διατάξεις των οποίων ερμηνεύονται μέσα στα κανονισμένα όρια. Για τις διατάξεις των λοιπών παραπάνω ειδικών νομοθετημάτων γίνεται λόγος μόνον παρεμπιπτόντως. 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών». 356/1974 = Κώδικας εισπράξεως δημοσίων εσόδων. της 17 Ιουλ.δ. ειδικές διατάξεις όπως ο ΚΕΔΕ – (ν. . Παράλληλα προς το παραπάνω κοινό ή γενικό. αυτό που ισχύει για κάθε θέμα εκτίθεται και αναπτύσσεται στη συνέχεια στον οικείο τόπο. και επ' αυτού. δηλαδή το δίκαιο του ΚΠολΔ.13 Αυγ. εφόσον υπάρχει ανάγκη για σύγκριση ή προς μνεία ενδιαφερουσών εξαιρέσεων και αποκλίσεων. ο ν.λπ. όπως ισχύει σήμερα. δίκαιο της αναγκαστικής εκτελέσεως ισχύουν για ορισμένα θέματα. διά του οποίου αντικαταστάθηκε ο ΝΕΔΕ) – ορισμένες διατάξεις του ν. ΙΙ) Κοινό δίκαιο και ειδικές διαδικασίες εκτελέσεως.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ § 335 Ι) Γενικές παρατηρήσεις. DGVZ 1993. Τίτλος Δεύτερος Όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως* § 337 *Ειδική βιβλιογραφία: Fr. G. τ. τα ονομαζόμενα πρόσωπα της αναγκαστικής εκτελέσεως.). 1954.: Die rechtliche Stellung des Gerichtsvollziehers (1900)· Vogler E. Mehr . ΙΙ) Δραστηριότητα και αρμοδιότητα των προσώπων της εκτελέσεως. Staatsorgan oder Vertreter des Gläubigers.: Der Gerichtsvollzieher als selbständiges Organ der Zwangsvollstreckung (1973)· Loebenberger Al.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 336 Ι) Εισαγωγή. Vollstreckungspersonen – Ursprünge und Entwicklungen bis zum Gerichtsvollzieher des heutigen Rechts. DGVZ 1985. 1954 σελ. Plenum. 1796 επ. Για καθεμία απ' αυτές τις κατηγορίες γίνεται λόγος στη συνέχεια. 85 επ.G.: Vollstreckungsgewalt und Amtsbetrieb (1935)· Hoffmann R.: Die Aufgabenverteilung zwischen Vollstreckungsorgan und erkennendem Gericht 1972· Rottmann H. 1993· Eich.J. v. σ. Bach.· Dütz W. Γοττίγγης 1930)· Baumgart G. Α) Όπως στη διαγνωστική διαδικασία έτσι και στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως μετέχουν ή δρουν διάφορα πρόσωπα.: Der Gerichtsvollzieher (1964)· Ziegler H.J.G. 51· Dumke.· Βernhardt W. όπως αναπτύσσεται παρακάτω. 190 Jahre Gerichtsvollzieher in Deutschland. 13· Eich. Richthofen: Gerichtsvollzieher. 82 σελ. Β) Στη διαδικασία της εκτελέσεως μπορούν να μετέχουν ή τουλάχιστον να εμφανίζονται και τρίτα πρόσωπα. Καθένα από τα παραπάνω πρόσωπα έχει και ασκεί ιδίαν δραστηριότητα και αρμοδιότητα στην παραπάνω διαδικασία και έχει ιδία νομική / δικονομική θέση. Πανεπιστ. : Gerichtsvollzieher und Staatshaftung (1976)· Mayer Heinz: Die Zuständigkeit der Verwaltungsbehörden im Vollstreckungsverfahren (1974). Vom Gerichtsschreiber zum Rechtspfleger.W. N. N.W. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται αφενός τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως και αφετέρου τα υποκείμενα ή οι διάδικοι αυτής.· Kleybotte: Gerichtsvollzieher. Staatsorgan oder Vertreter des Gläubigers. 1469 επ.: Wieweit gilt der Gerichtsvollzieher als Vertreter des Gläubigers (Διατρ. A.Z. επί διδακτ.: Die Stellung des Gerichtsvollziehers (1936)· Απόφαση του Reichsgericht (ολομ. R. Der Gerichtsvollzieher als gesetzlicher Vertreter des Landes. Die Ermessens. DGVZ 2001. Grundgesetzes. Ονομάζονται έτσι τα αναφερόμενα πρόσωπα. Der Gerichtsvollzieher zwischen Selbstständigkeit und Weisungsgebundenheit. FS Lindacher. Die besondere Haftung des Gerichtsvollziehers. 29· Hager. DGVZ 2008. 133· Schneider.R. 145· Α) Κύρια και άμεσα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά το δίκαιο που τώρα ισχύει είναι (σχεδόν) πάντοτε ο δικαστικός επιμελητής (κλητήρας).d. DGVZ 2009. 581· Uhlenbruck. 1983· Zeiss. DGVZ 1989. Gerichtsvollzieher und Parteiherrschaft: zivilprozessuale Verfahrensgrundsätze aus vollstreckungsrechtlicher Sicht. 742· Seip. DGVZ 1994. Die Prüfungskompetenz des Vollstreckungsgerichts i. να ζητήσουν τη συνδρομή των σωμάτων ασφαλείας (Ελληνικής Αστυνομίας. Das neue französische Zwangsvollstreckungsrecht. Der Rechtspfleger und sein Richter. DGVZ 1995. Jahrhundert.S. 1· Hanke. DGVZ 1993. Rpfleger 2007. 662· Kühn. 130· Schneider. Erfolg oder Rückschläge? Zur Entwicklung des Zwangsvollstreckungsrechts seit 1974 und zur Rechtsstellung des Gerichtsvollziehers.λπ. Vollstreckungsautomat oder Entscheidungsträger? – Ein Beitrag zum Beurteilungsspielraum des Gerichtsvollziehers. 1991· Recq/Wilske. 49· Fischer. εφόσον πρόκειται περί πράξεων. 2007. Forderungsmanagement oder „Gerichtsvollzug“? – Zur Notwendigkeit einer Reform der Berufsausbildung der Gerichtsvollzieher. des § 850f II ZPO. 352· Strehlau-Weise. Der Gerichtsvollzieher auf dem Weg in das 21. όπως δε σε έσχατη ανάγκη και του κοινού. που ανάγονται στα υπηρεσιακά καθήκοντα των τελευταίων. Formstrenge und Wertung in der Vollstreckungstätigkeit des Gerichtsvollziehers. JZ 2009. 17· Hess. 1996· Tams. Λιμενικού Σώματος κ.226 § 337 – Όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως als eine Notwendigkeit: Die Reform der Gerichtsvollzieherzwangsvollstreckung. Zuständigkeitskonzentration im Zwangsversteigerungsverfahren. 1· Habscheid. Der Rechtspfleger in der Gerichtsorganisation – eine Wiederbesinnung.λπ. 97· Ule. Β) Αν προβάλλεται ή απειλείται αντίσταση κατά την ενέργεια της εκτελέσεως γενικά ή κατ' ιδίαν πράξεων αυτής. KTS 1991. Der Rechtspfleger als Richter i. Das Bild des Gerichtsvollziehers – Der Versuch einer Orientierung. DGVZ 1987. Rpfleger 1995. 1989· Schreiber. DGVZ 1993. NJW 1994. 87· Oerke. σε πολλές δε περιπτώσεις ο συμβολαιογράφος ή ο ειρηνοδίκης που τον αναπληρώνει.und Wertungsbefugnis des Gerichtsvollziehers. Rechtsstellung und Aufgabenbereich des Gerichtsvollziehers unter besonderer Berücksichtigung seiner Befugnisse bei Vollstreckungen nach § 756 ZPO. Gerichtsvollzieher in Vergangenheit und Zukunft. 492· Schilken. ZZP 2006. κατά τον ΚΠολΔ κ. 49· Gilleßen/Polzius. Γ) Τα δικαστήρια δεν . Jura 2006. Die Zwangsvollstreckung durch den Gerichtsvollzieher. Rechtspolitische Perspektiven der Zwangsvollstreckung. Τα πρόσωπα που μετέχουν ή συμπράττουν στην ενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως γίνονται (στις περιπτώσεις αυτές) έμμεσα όργανα της εκτελέσεως. 71· Nesemann. 81· Rellermeyer. Die Zwangsvollstreckung durch den Gerichtsvollzieher.) και ενδεχομένως και άλλων δημοσίων οργάνων. το οποίο υπό ορισμένες προϋποθέσεις και συνθήκες οφείλει να παρέχει την συνδρομή του στα δημόσια όργανα. γιατί μέσω αυτών αμέσως και απαραιτήτως επιχειρούνται και ενεργούνται οι διαδικαστικές κυρίως πράξεις που συνιστούν την αναγκαστική εκτέλεση και αυτά κατευθύνουν γενικά αυτή την διαδικασία. DGVZ 1986. DGVZ 1986. 5· Götze/Schröder. τα παραπάνω (κύρια) όργανα μπορούν. εκδίδουν τις αποφάσεις που αποτελούν τίτλους εκτελεστούς. σύμφωνα με το κοινό δίκαιο.§ 338 – Νομική φύση των σχέσεων των οργάνων της εκτελέσεως προς τα πρόσωπα αυτής 227 είναι. περιάπτουν σ' αυτές ή σε άλλους τίτλους τον τύπο της εκτελέσεως. όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως. ο δικαστικός επιμελητής (κλητήρας). π. σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα παρακάτω στον οικείο τόπο. Α) Μεγάλη σημασία από θεωρητικής και πρακτικής πλευράςπαρουσιάζει και από μακρού συζητείται στην επιστήμη και απασχολεί κατ' επανάληψη τη νομολογία το ζήτημα της νομικής φύσεως των εννόμων σχέσεων. περί της οποίας η εκτέλεση και επιλύουν τις διαφορές. Β) Συζητείται δηλαδή και εξετάζεται κατά πρώτον με ποία (νομική) ιδιότητα εμφανίζονται και ενεργούν τα όργανα της εκτελέσεως έναντι του καθού η εκτέλεση και των προσώπων που αναμιγνύονται ή έρχονται σ' επαφή οπωσδήποτε με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή κατ' άλλη διατύπωση ποιός ο νομικός χαρακτηρισμός της ονομαζόμενης όπως παραπάνω εξωτερικής σχέσεως και δεύτερον ποία η νομική φύση της σχέσεως. Δ) Κατά τόπον αρμόδιοι είναι.χ. σε προσδιορισμό σε χρήματα της αξίας του αντικειμένου της απαιτήσεως κ. Ε) Τα παραπάνω κύρια όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως επιλαμβάνονται της ενάρξεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως (μόνον) κατόπιν εντολής ή εξουσιοδοτήσεως. όπως εκτίθεται σε άλλο σημείο. που συνδέουν τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως αφενός με τον καθού η εκτέλεση και με τους τρίτους και αφετέρου με τον επισπεύδοντα. προχωρούν σε προπαρασκευαστικές διαδικασίες της εκτελέσεως. κατά το Ελληνικό Δίκαιο. Μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να θεωρηθεί ότι τα δικαστήρια είναι όργανα εκτελέσεως (με βάση το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο) και ειδικότερα στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Στην κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων κατ’ άρθρο 1022 – 1033 ΚΠολΔ˙ β) στην αναγκαστική διαχείριση κατ’ άρθρα 1034 – 1046 ΚΠολΔ˙ και γ) στην προσωπική κράτηση κατ’ άρθρα 1047-1054 ΚΠολΔ. αλλά μόνο. ούτε ενεργούν μεμονωμένες πράξεις αυτής. ο συμβολαιογράφος ή ο ειρηνοδίκης που τον αναπληρώνει.λπ. στην περιφέρεια των οποίων λαμβάνει ή πρόκειται να λάβει χώρα η εκτέλεση. η οποία συνδέει τα όργανα για τα οποία πρόκειται μαζί με τον . που δίνεται από τον επισπεύδοντα ή τον πληρεξούσιό του. οι οποίες αναφύονται κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. δηλαδή με αυτόν που ζητάει τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως και δίδει την εντολή γι' αυτό.. όπως σε μερικές αλλοδαπές νομοθεσίες. Τίτλος τρίτος Νομική φύση των σχέσεων των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως προς τα λοιπά πρόσωπα αυτής § 338 Ι) Εισαγωγή. αα) Μερικοί φρονούν. αλλά οφείλει να εκλέξει γι' αυτή την εκτέλεση τα πρόσωπα. ότι είναι η δεύτερη άποψη. επιληφθούν νόμιμα. πραγματοποιούν την εκτέλεση όχι κατά τις αποδείξεις αυτού. που ασκούν ορισμένο λειτούργημα. Υπάρχει όμως διαφωνία μεταξύ αυτών που δέχονται την άποψη που εκτίθεται ως προς το θέμα περί ποίου είδους αντιπροσωπείας πρόκειται. ΙΙ) Νομική φύση της εξωτερικής και της εσωτερικής σχέσεως των οργάνων της εκτελέσεως. τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως ενεργούν έναντι του καθού η εκτέλεση και των τρίτων όχι ως αντιπρόσωποι του επισπεύδοντος αλλά ως δημόσια όργανα. Α) Όσο αφορά το πρώτο ζήτημα ή ερώτημα οι επόμενες δύο θεωρίες ή απόψεις υποστηρίζονται και γίνονται δεκτές: α) Η θεωρία της αντιπροσωπείας. εκτός των άλλων. Υπέρ αυτής μπορεί να σημειωθεί. πρόκειται περί αναγκαίων αντιπροσωπειών του επισπεύδοντα. εξαιρέσεων και αποκλίσεων που κάθε φορά αναφέρονται ειδικά. η οποία ξεκινά από την αντίληψη. οι οποίοι στηρίζονται. γ) Ορθότερη θα πρέπει να θεωρηθεί. προς τα οποία θα δοθεί η εντολή. γιατί αυτός εκλέγει και παρέχει προς αυτά τα όργανα την εξουσιοδότηση και την εντολή προς εκτέλεση. επί της σκέψεως ότι το αστικό δικονομικό δίκαιο είναι κλάδος του δημοσίου δικαίου. αλλά κατά τις επιτακτικές περί αυτού διατάξεις του ισχύοντος δικαίου. Κατ' εφαρμογή των κανόνων αυτών. η παραπάνω σχέση χαρακτηρίζεται όπως αυτή της αντιπροσωπείας. μόνο εφόσον ζητηθεί η επέμβασή τους από τον ενδιαφερόμενο (επισπεύδοντα) και εξουσιοδοτηθούν απ' αυτόν γι' αυτό. σύμφωνα προς τους ορισμούς του ουσιαστικού δικαίου. Σύμφωνα μ' αυτούς που ασπάζονται αυτή την άποψη.228 § 338 – Νομική φύση των σχέσεων των οργάνων της εκτελέσεως προς τα πρόσωπα αυτής επισπεύδοντα ή αυτόν που ζητάει την επιχείρηση της εκτελέσεως ή αλλιώς ποιός ο νομικός χαρακτηρισμός της χαρακτηριζόμενης εσωτερικής εννόμου σχέσεως. το οποίο έχει ανατεθεί σ' αυτά από το Κράτος. Για τα ζητήματα αυτά μπορούν να παρατηρηθούν τα επόμενα. μεταξύ των αρμοδίων οργάνων σύμφωνα με τον νόμο. Σύμφωνα μ' αυτή. Εφόσον. και οι ακόλουθες σκέψεις: αα) Είναι βεβαίως αλήθεια ότι. καθώς τα όργανα της εκτελέσεως πρέπει να θεωρηθούν ως αντιπρόσωποι του επισπεύδοντος ή υπερού η εκτέλεση. ότι τα όργανα της εκτελέσεως είναι εκούσιοι αντιπρόσωποι του επισπεύδοντα. κατά κανόνα και εκτός ορισμένων κάθε φορά. θα έπρεπε καταρχήν . όπως παρακάτω εκτίθεται στον οικείο τόπο. όμως. Αν υπήρχε σχέση εκούσιας αντιπροσωπείας (που στηρίζεται σε εντολή). β) Η θεωρία του αξιώματος ή του λειτουργήματος. γιατί αυτός δεν έχει ελευθερία εκλογής. ββ) Κατ' άλλους. η νομική φύση της (εξωτερικής εννόμου) σχέσεως έναντι του καθού η εκτέλεση και κατά των τρίτων θα πρέπει να καθορίζεται με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. ότι συνηγορούν εκτός από το λόγο που εκτέθηκε. τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως επιλαμβάνονται και προβαίνουν στις πράξεις που την αποτελούν. ότι το αστικό δικονομικό δίκαιο συστηματικά υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο. 922 και 334 του ΑΚ και γενικά του κοινού δικαίου – των ζημιών που προκαλούνται στον καθού η εκτέλεση ή στους τρίτους.§ 338 – Νομική φύση των σχέσεων των οργάνων της εκτελέσεως προς τα πρόσωπα αυτής 229 να είναι υποχρεωτικές και δεσμευτικές για τα όργανα της εκτελέσεως οι οδηγίες και υποδείξεις του επισπεύδοντος (του αντιπροσωπευόμενου) του εντολέως κ. κατά κανόνα τουλάχιστον. σύμφωνα μ' όσα έχουν κανονισθεί. Καταφατική καταρχήν θα πρέπει να είναι η λύση του ζητήματος. (μεταξύ του επισπεύδοντος και των οργάνων της εκτελέσεως) δύο βασικές θεωρίες υποστηρίζονται και γίνονται δεκτές και μάλιστα οι επόμενες: α) Η θεωρία του ιδιωτικού δικαίου. σύμφωνα μ' αυτά που κάθε φορά ισχύουν στην εσωτερική έννομη σχέση. να παρέχουν την συνδρομή τους. 914 και 913.λπ. ν' αποποιηθεί την αντιπροσωπεία ή και να παραιτηθεί από την ιδιότητα του αντιπροσώπου.λπ. ββ) Επί εκουσίας αντιπροσωπείας ο αντιπρόσωπος δικαιούται. εφόσον κρατεί η θεωρία του αξιώματος ή λειτουργήματος. ότι η παραπάνω . όσες φορές δεν υπάρχει σχετική διάταξη περί αυτού κ. Αλλιώς έχουν κατά τις περιπτώσεις και ανάλογα με τις συνθήκες που συντρέχουν πολλαπλή ευθύνη. δ) Όπως και στην αρχή σημειώθηκε. η έννομη σχέση που δημιουργείται και υφίσταται μεταξύ του επισπεύδοντος και των οργάνων της εκτελέσεως είναι συμβατικής φύσεως και ειδικότερα με τις ακόλουθες διαφοροποιήσεις: αα) Υποστηρίζεται εν προκειμένω. Τέτοια ζητήματα π.). Β) Σε σχέση με άλλο θέμα. που ανάγεται στο νομικό χαρακτήρα της εσωτερικής έννομης σχέσεως. οι οποίες απαρτίζουν την διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως.χ. κ. τα όργανα της εκτελέσεως δεν έχουν συνήθως και εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων. τέτοια ευχέρεια. κατά μία άποψη. γίνεται δεκτή και η σχετική πράξη εκτελείται ενόψει της πληρωμής και λήψεως της αμοιβής που έχει κανονιστεί. εκτός αν συντρέχει και προσωπικό πταίσμα του επισπεύδοντος. Αντίθετα. ββ) Στην κατηγορία αυτή μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να υπαχθεί το ζήτημα της εκτάσεως κάθε φορά των ειδικότερων εξουσιών των οργάνων της εκτελέσεως. αναθέτει στα όργανα αυτής ο επισπεύδων. Σύμφωνα με αυτούς που την δέχονται. που συνδέει αυτόν με τον αντιπροσωπευόμενο. γιατί για την εκτέλεση ορισμένων πράξεων. ββ) Κατ’ άλλη άποψη γίνεται δεκτό. όπως από τη φύση αυτής και όπως απ' τους ορισμούς του ισχύοντος δικαίου προκύπτει. αλλά οφείλουν εφόσον νόμιμα καλούνται και συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την επέμβαση και δράση τους. η οποία δεν είναι ασυμβίβαστη προς τη σύγχρονη έννοια της εντολής. η ανάθεση δε αυτή. αξιόλογες από θεωρητική και πρακτική πλευρά είναι ή και μπορούν να είναι οι συνέπειες της επικρατήσεως της μιας ή της άλλης από τις απόψεις που εκτέθηκαν σε περισσότερα από ένα επί μέρους ζητήματα. είναι αα) το ζήτημα της ευθύνης του επισπεύδοντος προς αποκατάσταση – από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της εκτελέσεως κατά την διενέργεια των διαφόρων πράξεων της διαδικασίας της εκτελέσεως παρά το νόμο και από υπαιτιότητα προς το άρθρ. ότι η σύμβαση περί της οποίας ο λόγος είναι αυτή της εντολής.λπ. όπως παρατηρείται και στους οικείους τόπους. εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται σύμφωνα με το νόμο. λαμβάνει χώρα σε σημαντικό βαθμό ενόψει του νομικού χαρακτηρισμού που αναφέρεται παραπάνω. β) Η θεωρία του δημοσίου δικαίου. γγ) Η όλη διάρθρωση άλλωστε του συστήματος της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως δυσχεραίνει την παραδοχή της αντιλήψεως περί συμβατικής σχέσεως του ιδιωτικού δικαίου. γ) Η θεωρητική και πρακτική σημασία του ενός ή του άλλου νομικού χαρακτηρισμού της έννομης σχέσεως για την οποία πρόκειται είναι άξια λόγου. Αλλιώς θα είχε το πράγμα. όταν προκληθούν προσηκόντως. Η τελευταία άποψη εμφανίζεται ως ορθότερη για τους επόμενους λόγους: αα) όπως και παραπάνω σημειώθηκε. ότι παροχή υπηρεσιών ή εργασίας και μάλιστα ανεξαρτήτου συμφωνείται και λαμβάνει χώρα. η ευθύνη του δικαστικού επιμελητού ή του συμβολαιογράφου έναντι του επισπεύδοντος ή αντίστοιχα η ευθύνη του επισπεύδοντος έναντι των οργάνων της εκτελέσεως προς αποζημίωση για ζημίες. ββ) Η αντιμετώπιση άλλων προβλημάτων. τα όργανα της εκτελέσεως δεν υποχρεώνονται. χωρίς να έχουν την εξουσία ν' αρνηθούν αυτήν.χ. . αα) Η εξέλιξη των εννόμων σχέσεων μεταξύ του επισπεύδοντος και των οργάνων της εκτελέσεως και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και από τις δύο πλευρές. να λαμβάνουν υπόψη τους και να ακολουθούν τις υποδείξεις του επισπεύδοντος. γγ) Κατά tρίτη άποψη τέλος χαρακτηρίζεται η παραπάνω σχέση ως μίσθωση έργου.230 § 338 – Νομική φύση των σχέσεων των οργάνων της εκτελέσεως προς τα πρόσωπα αυτής σύμβαση είναι σύμβαση εργασίας με τη σκέψη. Με βάση αυτή τη θεωρία υποστηρίζεται.. να δεχθούν την εντολή και να προβούν στην εκτέλεση. αν επρόκειτο για σχέση συμβατική και μάλιστα περί συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου.λπ. τα οποία ενδεχομένως εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της σχετικής δράσεως των οργάνων της εκτελέσεως και έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη συνάφεια προς τις παραπάνω έννομες σχέσεις. αλλά και δεν μπορούν. γιατί ο επισπεύδων και τα όργανα εκτελέσεως αποβλέπουν στο αποτέλεσμα των υπηρεσιών που ανατίθενται και αναλαμβάνονται. κατά κανόνα τουλάχιστον. τις οποίες αυτά υπέστησαν κατά την διαδικασία εκτελέσεως καθορίζονται και κρίνονται ανάλογα με βάση το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο. που ανάγονται στον κύκλο της αρμοδιότητας και των καθηκόντων τους. δηλαδή πράξεις. αλλά οφείλουν να προβαίνουν στην ενέργεια των διαφόρων πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως σύμφωνα προς τις ισχύουσες διατάξεις. ββ) Εξάλλου. όπως π. ότι η έννομη σχέση που παράγεται μεταξύ του επισπεύδοντος και των οργάνων της εκτελέσεως από τη δόση και την αποδοχή της εντολής προς εκτέλεση είναι δημοσίου δικαίου και μάλιστα σχέση φυσικού ή νομικού προσώπου. όπως το του επιτρεπτού και των όρων της ανακλήσεως εκ μέρους του επισπεύδοντος δανειστού της εντολής προς εκτέλεση από τα όργανα της εκτελέσεως κ. τα όργανα που μνημονεύτηκαν οφείλουν. που απευθύνεται προς τα δημόσια όργανα και ζητεί όπως αυτά ενεργήσουν τις πράξεις που συνιστούν την διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. δηλαδή η παραδοχή έννομης προστασίας για τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως. Οι προϋποθέσεις αυτές. ΙΙ) Διακρίσεις και διαφορές των προϋποθέσεων της αναγκαστικής εκτελέσεως. απαιτείται η συνδρομή. Για το επιτρεπτό και το παραδεκτό. προκειμένου να τεθεί σ' εφαρμογή και να πραγματοποιηθεί η αναγκαστική εκτέλεση υπό την αληθινή και επιβαλλόμενη μορφή και λειτουργία αυτής. δηλαδή η συνύπαρξη των προϋποθέσεων και των δύο παραπάνω κατηγοριών. Όπως ειπώθηκε. Β) Οι προϋποθέσεις της πρώτης κατηγορίας είναι απαραίτητες για το τυπικό κύρος των κατ' ιδίαν πράξεων και γενικά όλης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. . και την κατά τον προορισμό περάτωση και κατά το δυνατό επίτευξη των σκοπών της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι κατά το ισχύον δίκαιο απαραίτητη η συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων. την πρόοδο. τυπικής ή δικονομικής και ουσιαστικής φύσεως. IV) Στη συνέχεια γίνεται λόγος για τις προϋποθέσεις και των δύο παραπάνω κατηγοριών. οι οποίες πρέπει να υπάρχουν και να συντρέχουν από την αρχή ως το τέλος της εν λόγω διαδικασίας. την κανονική έναρξη. Α) Οι παραπάνω προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως διακρίνονται στις τυπικές ή διαδικαστικές ονομαζόμενες προϋποθέσεις και στις προϋποθέσεις του επιτρεπτού ή του παραδεκτού της αναγκαστικής εκτελέσεως. ΙΙΙ) Συνέπειες της ελλείψεως των προϋποθέσεων της αναγκαστικής εκτελέσεως. έχουν κριθεί απαραίτητες. Συνεπώς η έλλειψη και μιας μόνο από αυτές κάνει ή μπορεί να κάνει ελαττωματική την εκτέλεση (σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται ειδικότερα για καθεμιά από αυτές τις προϋποθέσεις στους οικείους τόπους).ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ Τίτλος πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 339 Ι) Εισαγωγή. Οι προϋποθέσεις της δεύτερης κατηγορίας πρέπει να υπάρχουν για να είναι επιτρεπτή και παραδεκτή η εφαρμογή αυτής της διαδικασίας. . Ε) Η υποβολή της αιτήσεως και η δόση της εντολής για εκτέλεση και η τήρηση των νομίμων κάθε φορά προϋποθέσεων κατά την επιχείρηση των πράξεων. Α) Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι οι επόμενες: Β) Η ικανότητα του να είναι διάδικος ή υποκείμενο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Α) Η έλλειψη μιας τουλάχιστον απ' τις διαδικαστικές προϋποθέσεις έχει ως συνέπεια. 1. σχετ. process. παραπάνω τ. ΙΙ) Οι κατ' ιδίαν διαδικαστικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ι) Γενικές παρατηρήσεις: Α) Διαδικαστικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως ονομάζονται οι προϋποθέσεις εκείνες. IV) Παρακάτω αναλύονται ειδικότερα και αναπτύσσονται όσα ισχύουν για κάθε μία απ' αυτές τις προϋποθέσεις. XXIII (1962) 677 επ. την ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων που επιχειρούνται κατ' ιδίαν.163) ΚΠολΔ. οι οποίες πρέπει να υπάρχουν για την (έγκαιρη) έναρξη και διεξαγωγή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. για τις οποίες γίνεται λόγος παρακάτω στα περί των γενικών αρχών της διαγνωστικής διαδικασίας1. όπως αναπτύσσεται παρακάτω στον οικείο τόπο. απαραίτητη. Ι § 159 και παρακάτω § 492. Β) Η ακυρότητα αυτή είναι δικονομική ακυρότητα. την κήρυξη ή την απαγγελία από τις γενικές διατάξεις περί δικονομικών ακυροτήτων των άρθρ. Montezano: Condanna ed esecuzione nei confronti delle publice administrazioni Riv. ΙΙΙ) Συνέπειες της ελλείψεως των διαδικαστικών προϋποθέσεων της αναγκαστικής εκτελέσεως. τις προϋποθέσεις. όπως και των αντιστοίχων διαδικαστικών προϋποθέσεων της διαγνωστικής διαδικασίας. που διέπεται ως προς τη φύση. Βλ. τ. 159-161 (161. Γ) Η ικανότητα της διεξαγωγής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ή της συμμετοχής στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ιδίω ονόματι Δ) Η ικανότητα προς το δικολογείν.232 § 340 – Διαδικαστικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως Τίτλος Δεύτερος Διαδικαστικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως* § 340 *Ειδική βιβλιογραφία: Forsthoff Ernst und Simons: Die Zwangsvollstreckung gegen Rechtssubjekte des öffentlichen Rechts (1936). Η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών είναι. από τυπική πλευρά για το εύρος των κατ' ιδίαν διαδικαστικών πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως και του συνόλου αυτής. di dir. ότι δεν υπάρχει δικαιοδοσία των ημεδαπών οργάνων και αρχών προς ενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον προσώπου. παραπάνω τ. Πρβλ. τ. σύμφωνα μ' αυτά που εκτίθενται στη διαγνωστική διαδικασία για τον κανόνα αυτόν και τις εξαιρέσεις που καθιερώνονται παραπάνω4. τ. Περιλαμβάνει δηλαδή τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική / διεθνή ονομαζόμενη δικαιοδοσία2. παραπ. Είναι αυτονόητο. Τarzia: Limiti della giurisdizione Italiana nella esecuzione forzata εν Riv. προσδιορισμό διά της αποτιμήσεως σε χρήμα της αξίας του αντικειμένου της απαιτήσεως. κατά τόπον και κατά λειτουργία με τις παραπάνω αναλυόμενες εικόνες5. Δηλαδή δηλώνει την εξουσία των οργάνων της εκτελέσεως και του Κράτους γενικά προς διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως κατ' αποκλεισμό άλλων οργάνων του Κράτους αφενός και των οργάνων άλλων Κρατών.Ι §§ 49 επ. έτσι και στην προκείμενη περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκυρη επέμβαση από τυπικής πλευράς και ενέργειας των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι η ύπαρξη δικαιοδοσίας αφενός και αρμοδιότητας αφετέρου αυτών των οργάνων. proc. της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση 2. τ. Βλ. όπως εκτίθεται παραπάνω3. Δ) Παράλληλα με τη δικαιοδοσία των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως.§ 341 – Δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των οργάνων της εκτελέσεως και των δικαστηρίων 233 V. Βλ. Γ) Τα ημεδαπά όργανα εκτελέσεως έχουν εσωτερική και διεθνή δικαιοδοσία προς δράση στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως με όποιο μέτρο και κατά περιεχόμενο και έκταση και εδαφικά όρια έχουν την αντίστοιχη δικαιοδοσία επί υποθέσεων της διαγνωστικής κυρίως διαδικασίας τα ημεδαπά δικαστήρια. παραπ. Α) Ως προς τη διαγνωστική διαδικασία1. civ. Β) Ο όρος «δικαιοδοσία» χρησιμοποιείται και στην προκείμενη περίπτωση με την εκτεθείσα έννοια στο γενικό μέρος. Ι §§ 50 επ. κατά τόπον και κατά λειτουργία) των ημεδαπών δικαστηρίων προς ενέργεια προπαρασκευαστικών της αναγκαστικής εκτελέσεως πράξεων (κήρυξη εκτελεστότητας oρισμένων τίτλων. όπως σε κάθε περίπτωση συντρέχει και αρμοδιότητα των οργάνων που επιλαμβάνονται καθ' ύλην. . XV 1397. Πρβλ. παραπ. Ι § 70. περιαφή του τύπου της εκτελέσεως. 4. τ. di dir. 5. είναι απαραίτητο για το κύρος αυτής. 3. Ι §§ 63 και 108. που απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας. Ε) Περαιτέρω απαραίτητο συμπλήρωμα της δικαιοδοσίας των οργάνων της εκτελέσεως που εκτέθηκε συνιστά και η δικαιοδοσία (εσωτερική και διεθνής) και η αρμοδιότητα (καθ' ύλην. Δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των οργάνων της εκτελέσεως και των δικαστηρίων* § 341 * Ειδική βιβλιογραφία: G. ο. Στο πεδίο της διαγνωστικής διαδικασίας θεωρείται. με τις οποίες καταργείται ή κατ' ουσίαν εκμηδενίζεται η διεθνής δικαιοδοσία που υφίσταται κατά τους κανόνες του διεθνούς αστικού δικονομικού δικαίου – και αντιστοίχως του Ευρωπαϊκού (αστικού) δικονομικού δικαίου (λ. π. Αρκετές δυσχέρειες υπάρχουν ως προς την κρίση περί του κύρους των συμφωνιών εκείνων. Κανονισμός 44/2001 κ. δεν αποκλείονται συμφωνίες που μεταβάλλουν τα της διεθνούς δικαιοδοσίας των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως των διαφόρων κρατών σε δευτερεύοντα θέματα. ακινήτων ή κινητών. στους οικείους τόπους για κάθε θέμα. να θεωρείται ανεπίτρεπτη και συνεπώς ανίσχυρη από την ιδιάζουσα φύση των πραγμάτων. καταρχήν τουλάχιστον. ότι δεν πρέπει ν' αναγνωρίζονται στο σημείο αυτό συμφωνίες.234 § 341 – Δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των οργάνων της εκτελέσεως και των δικαστηρίων κ. ή επί χρηματικών απαιτήσεων. . υποθήκη κ. παρά τα όσα αντίθετα ισχύουν και γίνονται δεκτά επί της διαγνωστικής διαδικασίας. ότι είναι έγκυρη η συμφωνία περί παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας αλλοδαπών δικαστηρίων. όσες φορές συντρέχει προς τούτο περίπτωση. Γενικά μπορεί να λεχθεί. προς ικανοποίηση με περιουσία που βρίσκεται στην ημεδαπή. αν μπορεί να γίνει δεκτό το ίδιο.λπ. Προκειμένου περί της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι αμφίβολο. ερίδων και διαφορών.χ. ιδίως μάλιστα στις περιπτώσεις εκείνες. κατ' αποκλεισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων. που κείνται ή ευρίσκονται στην ημεδαπή ή για επιχείρηση πράξεων στην ημεδαπή. όσες φορές δεν παρέχεται διά της συμφωνίας εξασφάλιση με αξιόχρεο εγγυοδοσία. Αντίθετα.κ. 2) Για τα κατ' ιδίαν ζητήματα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας γίνεται ειδικότερα λόγος. ΣΤ) Συμφωνία περί παρεκτάσεως της καθ' ύλην και κατά λειτουργίαν αρμοδιότητας πρέπει.χ. Το ίδιο κατά βάση θα πρέπει να γίνεται δεκτό και ως προς την κατά τόπο αρμοδιότητα. Περί της δικαιοδοσίας και της αρμοδιότητας των ημεδαπών δικαστηρίων κατά τις περιπτώσεις που μνημονεύτηκαν ισχύουν mutatis mutandis τα παραπάνω που αναπτύσσονται προκειμένου για τα αντίστοιχα θέματα στη διαγνωστική διαδικασία. οι οποίες στην ουσία τους καταλήγουν στην άρνηση παροχής εννόμου (δικαστικής) προστασίας.) και προς λύση των αμφισβητήσεων που αναφύονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και των κατ' ιδίαν πράξεων.λπ. για απόδοση πραγμάτων. κατά τις οποίες πρόκειται περί αναγκαστικής εκτελέσεως προς ικανοποίηση μη χρηματικών απαιτήσεων.) – των ημεδαπών οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως στη συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων. ΚΠολΔ 62 (63) εδ. τ. 8. αν μπορεί καταρχήν να ενεργηθεί στην Ελλάδα αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ελληνικού Δημοσίου. 2007. Πανεπιστημίου Γοττίγγης (1964)· Montezano: La condanna ed esecuzione nei confronti delle publice administrazioni Riv. 2065/1992 (άρθρ. 19) σε συνδυασμό και με το Ν. και παραπ. § 115. Συνεπώς. επί διδ. έχουν κατά κανόνα τουλάχιστον. Κλαμαρής. 1976. Die Prozessvoraussetzungen in der Zwangsvollstreckung. 41 § 11) και Ν. αυτοί που απέκτησαν την αντίστοιχη ικανότητα στη διαγνωστική διαδικασία7. 1715/1951 (άρθρ. την οποία έχει και στη διαγνωστική διαδικασία. Βλ. εδ. .λπ. Ικανότητα του να είναι κάποιος διάδικος στη διαδικασία της εκτελέσεως* § 342 *Ειδική βιβλιογραφία: Ν. σύμφωνα με την αρχή που διατυπώνεται παραπάνω. εκείνος ο οποίος έχει την ικανότητα να είναι ενάγων. Με άλλες λέξεις. είναι ικανός να είναι επισπεύδων. τ. εναγόμενος κ. Την ικανότητα να είναι διάδικοι έχουν. Ι § 115. FS Schiedermair. proc. που δεν αποτελούν σωματείο και εταιρίες που και δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Ι. όλα τα φυσικά και νόμιμα συνεστημένα νομικά πρόσωπα ημεδαπής ή αλλοδαπής ιθαγένειας. ενώσεις προσώπων προς επιδίωξη σκοπού. κατά το άρθρο 62 (63). 481-523.§ 342 – Ικανότητα του να είναι κάποιος διάδικος στη διαδικασία της εκτελέσεως 235 VI.λπ. Αφιέρωμα στην Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή. 7. σύμφωνα μ' όσα έχουν εκτεθεί στον οικείο τόπο6. 6. μπορούν οι ενώσεις αυτές και εταιρίες να επισπεύδουν την διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και να χωρεί κατ' αυτών αυτή η διαδικασία και γενικά να είναι υποκείμενα αυτής ή διάδικοι κατά τη διαδικασία αυτή. και παραπ. Βλ. β΄. Βλ. Κ. 1· Α) Ο όρος «ικανότητα να είναι κάποιος διάδικος» χρησιμοποιείται και έχει στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως την ίδια έννοια. παραπ. τ. Γ) Στο πλαίσιο των θεμάτων της ικανότητας να είναι κάποιος διάδικος στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως περιλαμβάνεται από γενικότερη άποψη και το γνωστό – που συζητείται και αμφισβητείται από μακρού στην επιστήμη και τη νομολογία – ζήτημα. Σχετικά με το ζήτημα αυτό θα μπορούσαν να σημειωθούν τα επόμενα: α) Αρχικά υποστηρίζονταν ευρέως η γνώμη – ιδίως εν όψει και των Ν. Σκέψεις ως προς την έννοια της συμμορφώσεως του Δημοσίου προς τις δικαστικές αποφάσεις και της εκτελέσεως κατά του Δημοσίου με βάση το Σύνταγμα του 1974 μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 2001. Μiedtank Werner: Die Zwangsvollstreckung gegen Bund. Διατρ. Θεσσαλονίκη. μπορούν να είναι διάδικοι (και) στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως8. καθού η εκτέλεση κ. Β) Την ικανότητα να είναι διάδικοι στη διαδικασία της εκτελέσεως έχουν. Ι § 115. XXIII (1968) 677˙ Arens. di dir. α΄. σελ. Σύμφωνα με την εξαίρεση που ισχύει στην διαγνωστική διαδικασία. τ. τουλάχιστον συνήθως. που στηρίζεται στην δήθεν φαινομενικά εμφανιζόμενη αντίφαση. οπότε μπορεί να αναμένεται. Δηλαδή δημιουργείται το φαινόμενο το Κράτος να ενεργεί αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του. κάποια από τα οποία είναι αυτά που εκτίθενται στη συνέχεια. Πράγματι. Αλλά ούτε το επιχείρημα είναι βάσιμο. 8) – κατά την οποία δεν συγχωρείται αναγκαστική εκτέλεση στην ημεδαπή κατά του Ελληνικού Δημοσίου. όταν εκδίδονται αποφάσεις. όπως από την αρχή παρατηρήθηκε. Βέβαια. Από αυτό όμως δεν συμπεραίνεται. είτε την επιχείρηση. αν το Δημόσιο εκπληρώνει εκούσια τις υποχρεώσεις του. και αν υποτεθεί θεωρητικά αληθινό. που διατάσσουν είτε την παράδοση ή απόδοση του μισθίου ή άλλου πράγματος. ότι δεν μπορεί να ενεργηθεί τέτοια εκτέλεση εναντίον του. ικανοποίηση των δανειστών κ. δηλ. ότι το Κράτος στρέφεται μεν εναντίον του. λόγω της γνωστής ενστάσεως του Μενίππου που στηρίζεται στην απτή πραγματικότητα. Εξάλλου κατά του Δημοσίου εκδίδονται αποφάσεις που επιδικάζουν όχι μόνο χρηματικές. και με την ιδιότητα αυτή προβαίνει με τα όργανά του σε αναγκαστική εκτέλεση.λπ. αφού αυτή λαμβάνει χώρα με τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως. γιατί παραβλέπεται. δεν υπάρχει ανάγκη να λάβει χώρα εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση. Από το πλάσμα της φερεγγυότητας του Δημοσίου. τα οποία είναι κρατικά όργανα. και μάλιστα όταν ασκεί πολιτειακή κρατική εξουσία (imperium). όσες φορές δεν χωρεί εκούσια ή αυθόρμητη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. αφετέρου δε ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (fiscus). η Πολιτεία ενεργεί αφενός ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Μ' αυτή την τελευταία ιδιότητα. Η άποψη που εκτέθηκε μπορούσε και μπορεί ν' αποκρουσθεί ευχερώς ως μη ορθή. πράγμα το οποίο συμβαίνει. ββ) Το Δημόσιο δεν δυστροπεί – έστω και αν κατ’ αποτέλεσμα καθυστερεί – στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος περί εξαναγκασμού αυτού με αναγκαστική εκτέλεση. ή παράλειψη ή ανοχή πράξεων. δεν μπορούσε να συναχθεί ούτε να υποστηριχθεί γι' αυτό νομικά και λογικά ο αποκλεισμός της (εφαρμογής) της αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον αυτού. αα) Κατά πλάσμα του νόμου. ότι ενέχει αντίφαση. οπότε στις περιπτώσεις αυτές το πλάσμα της φερεγγυότητας δεν έχει σημασία και δεν μπορεί να προβληθεί για να εμποδίσει την εκτέλεση κατά του Δημοσίου. ότι «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Η αναγκαστική εκτέλεση επί χρηματικών απαιτήσεων λογικό είναι να εφαρμόζεται κυρίως εναντίον αξιόχρεων οφειλετών. γγ) Η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου εμφανίζεται εννοιολογικά και συστηματικά. Υπέρ της εκδοχής αυτής επικαλούνταν διάφορα επιχειρήματα. γιατί αλλιώς είναι περιττή και μάταιη. δικαιολογημένα. του Δημοσίου. αλλά με διάφορες μορφές και σε διάφορους κύκλους δράσεως. υπόκειται . το Δημόσιο είναι φερέγγυο.236 § 342 – Ικανότητα του να είναι κάποιος διάδικος στη διαδικασία της εκτελέσεως 2097/1952 (αρθρ. αλλά και άλλων ειδών απαιτήσεις.. αλλά και μερικούς άλλους. ότι η άποψη αυτή δεν είναι ορθή ούτε de lege lata ούτε de lege ferenda. Παρά ταύτα εξακολουθούμε να πιστεύουμε. η νομολογία του Αρείου Πάγου δέχθηκε αρχικά το ανεπίτρεπτο της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικά κατά του Δημοσίου. που διενεργείται απ' αυτή την ίδια Πολιτεία με την πρώτη της εμφάνιση. ιδίως από την δημοσίευση και θέση σε ισχύ του ΕισΝΚΠολΔ (ΑΝ 44/1967) και την τροποποίηση αυτού με το ν.δ. αφού η παραπάνω εκτέλεση είναι. ότι ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι υπήρξε – πριν από το Σύνταγμα 1975 – διάταξη νόμου. Μόνον ενόψει του καταρχήν παραδεκτού της αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου έχει νόημα και σκοπό η διάταξη που μνημονεύτηκε (δηλαδή του άρθρου 909 ΚΠολΔ). 958/1971. Δ) Το ζήτημα ανακινήθηκε και πάλι από κάποιο χρονικό σημείο και μετά. ότι παρέχει η διάταξη του άρθρ. Περαιτέρω θα μπορούσε να παρατηρηθεί ενόψει της διατάξεως 20 § 1 του Συντάγματος 1975. η αναγκαστική εκτέλεση στην Ελλάδα κατά του Ελληνικού Δημοσίου. θα έπρεπε να γίνεται δεκτό. κατά την αντίθετη γνώμη. με σκοπό ν' αποκλείσει την εκτέλεση κατά του Δημοσίου με βάση προσωρινά εκτελεστή δικαστική απόφαση. αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αντισυνταγματική. που καθιερώνεται από το άρθρο 4 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος . αν από τον κανόνα που εκτέθηκε ισχύει εξαίρεση επί ειδικών θεμάτων. ότι καταρχήν ήταν επιτρεπτή. προβλήθηκαν και προβάλλονται ειδικότερα υπέρ της μίας ή της άλλης απόψεως και τα επόμενα επιχειρήματα: α) Η απαγόρευση της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικά κατά του Δημοσίου αντίκειται και προς ορισμένες συνταγματικές διατάξεις και αρχές και ιδίως προς την αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου. κατά την οποία προσωρινή εκτέλεση δεν μπορεί να διαταχθεί κατά του Δημοσίου.§ 342 – Ικανότητα του να είναι κάποιος διάδικος στη διαδικασία της εκτελέσεως 237 σε αναγκαστική εκτέλεση. ανεπίτρεπτη και δυνάμει τελεσιδίκου ή αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως. Ενόψει των διατάξεων αυτών και των λοιπών ορισμών του ισχύοντος δικαίου. Αντίθετα άξιο λόγου επιχείρημα υπέρ του επιτρεπτού καταρχήν της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου στην Ελλάδα μπορεί να λεχθεί. Για το ζήτημα. Για τους λόγους που εκτέθηκαν. δεν υπήρχε λόγος να τεθεί η διάταξη αυτή. γίνεται λόγος. αλλά κι από τις υπόλοιπες διατάξεις του ισχύοντος δικαίου δεν μπορεί να συναχθεί σοβαρό επιχείρημα υπέρ της αποκρουόμενης εκδοχής. 909 (970) ΚΠολΔ. επειδή παρεμποδίζει την παροχή έννομης / δικαστικής προστασίας στις περιπτώσεις. ότι δεν συγχωρείται αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου. Ε) Πέρα από τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω. Όχι μόνο από τον ΚΠολΔ και τον ΕισΝΚΠολΔ. εφόσον υπάρχει ανάγκη στους οικείους τόπους. κατά τις οποίες παρίσταται ανάγκη και συντρέχουν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως. που να όριζε αμέσως ή εμμέσως. Αν κατά το ισχύον δίκαιον αποκλείονται και αποκλείεται γενικά η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. (Αφιέρωμα Π. ενώ οι σχετικές λεπτομερέστερες ρυθμίσεις θεσπίζονται από το Ν. μπορεί συνήθως να επιφέρει.τι συνήθως υπάρχει. η οποία. τελεί σε δυσαρμονία προς το όλο σύστημα της λειτουργίας του Κρατικού Προϋπολογισμού και του μηχανισμού της πληρωμής των χρεών και οφειλών του Δημοσίου. όπως σημειώθηκε. Πάντως δεν ισχύει πλέον ως αντισυνταγματική η διάταξη. Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου) που επιδικάζουν χρηματικές οφειλές ή δικαστική δαπάνη σε βάρος του Δημοσίου και γενικά κάθε εκτελεστού εγγράφου. Περαιτέρω και η διάταξη του τρίτου εδαφίου της τετάρτης παραγράφου του άρθρου 94 Συντ. 498 επ. δεν εκπληρώνει καμμία πραγματική ανάγκη. β) Το ανεκτέλεστο των δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου προσκρούει αμέσως προς τις εν λόγω αρχές. δεν συγχωρείται εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων (πολιτικών. οι «δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου. όταν εξαιρεί ορισμένες ειδικές περιπτώσεις. Βλ. δ) Από άλλη πλευρά. γιατί αφαιρεί ευρύ πεδίο εφαρμογής αυτών σε σημαντικό τομέα της καθημερινής κοινωνικής ζωής από θεωρητικής και πρακτικής πλευράς. που έχουν επείγουσες ανάγκες ν' αντιμετωπίσουν με τις απαιτήσεις τους αυτές.π. 20 του ίδιου Συντάγματος της ελεύθερης προσφυγής στα δικαστήρια και στις δικαστικές αρχές και της εκατέρωθεν ακροάσεως και δυνατότητας υπερασπίσεως. ότι ανεξάρτητα από ό. ό.238 § 342 – Ικανότητα του να είναι κάποιος διάδικος στη διαδικασία της εκτελέσεως και της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτών κ. 8 του ν. ενώ η τυχόν ανεπάρκεια της σχετικής προβλέψεως ή ακόμη περισσότερο η παράλειψη των αρμοδίων και υπευθύνων οργάνων να εγγράψουν το σχετικό κονδύλι στο σκέλος των εξόδων δεν επιτρέπεται. 2097/1952. Κ. 9. Το όλο σύστημα αυτό σοβαρά θα διεσπάτο. του άρθρ. Ν. Κλαμαρή.λπ. και της λειτουργίας του Κράτους Δικαίου. σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται να υπάρχει πάντοτε σχετική πρόβλεψη του ποσού που συνήθως απαιτείται στο σκέλος των εξόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού για την αντιμετώπιση των παραπάνω υποχρεώσεων του Δημοσίου. ποινικών δικαστηρίων. όπως νόμος ορίζει». κατά κανόνα τουλάχιστον. των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. από το νόμο και προς τις αρχές που θεσπίζονται από το άρθρ. αν επιτρεπόταν χωρίς άλλο η παραπάνω εκτέλεση. Κατ' αυτήν. εκτός απ' τις δυσχέρειες και ανωμαλίες. παρατηρείται ότι αυτή. . προκειμένου περί αναγκαστικής εκτελέσεως προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου. να οδηγεί σε άρνηση παροχής εννόμου δικαστικής προστασίας και μάλιστα όταν οι απαιτήσεις κατά του Δημοσίου ανήκουν σε πρόσωπα. Γέσιου – Φαλτσή). γ) Θα ήταν εξάλλου υπερβολική η προστασία που θα αναγνωριζόταν με την καθιέρωση ιδίως του ανεκτέλεστου των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων παντός είδους εναντίον του Δημοσίου αναγνωριζόμενη προστασία. 3068/20029. Στο επιχείρημα αυτό αντιπαρατηρείται. σ. τις οποίες. κατά την οποία αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει.δ. η οποία επεκτείνει τα προνόμια του Δημοσίου στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως και κάποτε τα λοιπά όπως παραπάνω πρόσωπα δημοσίου δικαίου κ. μαζί με τη δαπάνη που ορίζεται κατά το νόμο. το οποίο βεβαίως θεωρητικά και de lege ferenda ήταν και είναι αμφισβητούμενο.λπ. Σχετική ήταν ως προς τα ζητήματα αυτά η διάταξη του άρθρ. χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού της Δικαιοσύνης. 923 (958) ΚΠολΔ. ρυθμίζει τώρα η διάταξη του άρθρ. αυτών που ασκούν αυτοτελώς δημόσιες επιχειρήσεις με τη μορφή και το σύστημα ιδιωτικής οικονομίας κατ' εφαρμογή των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου. ως προς τα οποία και όσες φορές επεκτείνονται με ειδικές διατάξεις τα προνόμια του Δημοσίου. κατά τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως και η προθεσμία για άσκηση αυτής αναστέλλουν την εκτέλεση της αποφάσεως (κατά του νομικού αυτού προσώπου) και μάλιστα σε όσες ακόμη περιπτώσεις επιτρέπεται αυτή η εκτέλεση). Η) Κατ' άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ημεδαπών ή αλλοδαπών) επιτρέπεται . Ζ) Το ζήτημα του επιτρεπτού της διενέργειας αναγκαστικής εκτελέσεως στην Ελλάδα κατά αλλοδαπού δημοσίου. 31/1968. αν όχι για μεγαλύτερο ακόμη λόγο. των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και με τον τύπο νομικών προσώπων. όπως λέγεται καμμιά φορά. 3 του ν. δηλαδή η παραδοχή του ανεπιτρέπτου της εκτελέσεως. που ασκούν δημόσιες επιχειρήσεις κατά το σύστημα της ιδιωτικής οικονομίας και κατ' εφαρμογή των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου. Πράγματι υπήρχε επίσης αμφισβήτηση ως προς το θέμα του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατά των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως. ΣΤ) Ανάλογη αμφισβήτηση επικρατούσε ως προς το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως. δηλαδή των χαρακτηριζομένων ως δημοσίων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. 1715/1951. δημοσίων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. δικαιούται να επιδώσει μέσα στον τελευταίο μήνα του χρόνου που τάσσεται γι' αυτή τον τίτλο. Επί των παραπάνω οφειλών του Δημοσίου δεν συγχωρείται επίδοση επιταγής προς πληρωμή. Εξάλλου κατά το άρθρ.§ 342 – Ικανότητα του να είναι κάποιος διάδικος στη διαδικασία της εκτελέσεως 239 αναγκαστικού τέτοιων οφειλών. δηλαδή. των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αυτών με τον τύπο νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. πλην όμως η ως άνω διάταξη. επί του οποίου στηρίζεται η απαίτηση. Ο δικαιούχος χρηματικής απαιτήσεως κατά του Δημοσίου προς αποτροπή επικείμενης παραγραφής. διαφοροποιείται με τη νεώτερη διάταξη του άρθρου 199 ΚΔιοικΔ. μαζί με την επιταγή προς πληρωμή του οφειλόμενου ποσού. 19 του ν. αν και ειδική. η αίτηση αναιρέσεως που ασκείται απ' το Δημόσιο κ.λπ. Αυτά που ισχύουν πλέον με βάση το άρθρο 94 § 4 Σ 1975 για το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικά κατά του Δημοσίου ισχύουν και ως προς τα παραπάνω νομικά πρόσωπα. για τον ίδιο. δεν δικαιολογείται αυτή η διαφοροποίηση. MDR 1991. JurBüro 1981. 11. ενώ εξάλλου αντίκειται προς την αρχή της ισότητας του άρθρ. Γ) Ζήτημα γεννιέται. 161· Roth. Die Vollstreckung aus Titeln gegen Minderjährige. Β) Εφόσον ο ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνει σε σχέση με το ζήτημα της παραπάνω ικανότητας ειδικές διατάξεις. Α) Η ικανότητα να διεξάγει κάποιος ή να μετέχει στις κατ' ιδίαν πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και σε όλη αυτή τη διαδικασία ιδίω ονόματι είναι αντίστοιχη της ικανότητας να παρίσταται κάποιος στο δικαστήριο και να διεξάγει δίκη ιδίω ονόματι στη διαγνωστική διαδικασία. παραπ. Βλ. Zwangsvollstreckung gegen prozessunfähige Schuldner. Ικανότητα να διεξάγει κάποιος ή να μετέχει στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ιδίω ονόματι* § 343 *Ειδική βιβλιογραφία: Bernhardt J. Ι § 116. Zwangsvollstreckung gegen Personen.: Der geisteskranke Schuldner in der Zwangsvollstreckung (1967). Bork. η έννοια της οποίας αναπτύσσεται στον οικείο τόπο10. για τους δήμους και τις κοινότητες. που (να) ρυθμίζουν απευθείας ή εμμέσως κατά διάφορον τρόπον τούτο. Ι § 116. Αλλά και περί της συνταγματικότητας των διατάξεων αυτών έχουν διατυπωθεί σοβαρές αντιρρήσεις. 13· Giers. Βλ. 33. VII. insbesondere suizidgefährdete Personen. που να υπαγορεύεται από κοινωνικοπολιτικές σκέψεις. Die Prozessfähigkeit nach neuem Recht. αν έχει 10.240 § 343 – Ικανότητα διεξαγωγής ή συμμετοχής στη διαδικασία της εκτελέσεως ιδίω ονόματι αναγκαστική εκτέλεση στην Ελλάδα. DGVZ 2000. 4 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος. mutatis mutandis. τ. π. Die besonderen Aufgaben des Gerichtsvollziehers bei der Vollstreckung gegen psychisch kranke. . Θ) Κατ' εξαίρεση καθιερώνονται για ορισμένα από τα νομικά πρόσωπα. τ. οι κανόνες που μνημονεύονται και παραπάνω και ισχύουν γενικά περί της ικανότητας να διεξάγει κάποιος ως διάδικος δίκη11. ή προς επιδίωξη γενικότερης σημασίας σκοπών. 895· Schuschke.χ. παραπ. γιατί οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν κατά κανόνα – εν όψει του Συντάγματος 1974 και της ΕΣΔΑ – συνταγματικώς ανεπίτρεπτα προνόμια υπέρ ορισμένων προσώπων χωρίς την ύπαρξη πραγματικού λόγου. DGVZ 2008. JZ 1987. καταρχήν χωρίς περιορισμό. Die Prüfung der Prozessfähigkeit des Vollstreckungsschuldners durch die Vollstreckungsorgane. die unter Betreuung stehen bzw. κάποιοι περιορισμοί νομοθετικά ως προς το επιτρεπτό της επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως γενικά ή επί ορισμένων περιουσιακών στοιχείων. έχουν καταρχήν εφαρμογή. 97· Brammsen. die sich in einem die freie Willensbildung ausschließenden Geisteszustand befinden. DGVZ 2008. 145· Harnacke. οι διάδικοι δεν έχουν κατά κανόνα την ικανότητα να ενεργούν αυτοπροσώπως και χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο. Δικηγ. Vollstreckungsakte gegen Drittbetroffene. VIII. 227· Lackmann. 13. Ικανότητα να παρίσταται και να ενεργεί αυτοπροσώπως ή μετά ή διά δικαστικού πληρεξουσίου κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως § 344 Becker-Eberhard. AcP 1996. Probleme der Klauselumschreibung auf einen neuen Gläubiger. Die isolierte Vollstreckungsstandschaft. β) Για παραγγελία και κατάθεση των τίτλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν. τ. FS Schumann. ο οποίος είναι συνήθως δικαστική απόφαση. απαραίτητη για τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως. Vollstreckung im eigenen Namen durch Rechtsfremde. ZZP 1991. 2001. Zulässigkeit einer Vollstrekkungsstandschaft ?. Rpfleger 1995. Εφόσον πρόκειται για δίκες περί την εκτέλεση. ισχύουν και έχουν εφαρμογή ως προς το παραπάνω ζήτημα που μνημονεύεται και μάλιστα ως προς την άσκηση ανακοπής κατά της εκτελέσεως κλπ. Α) Για τις πράξεις που επιχειρούνται ενώπιον των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως ή τις δηλώσεις που απευθύνονται. Ι § 116. 2001. 557· Huber. ZZP 2001.λπ. 89· Schmidt Karsten. ότι η ύπαρξη τίτλου εκτελεστού. όπως εκτίθεται παρακάτω. η οποία είναι.§ 344 – Αυτοπρόσωπη ή διά πληρεξουσίου παράσταση & ενέργεια στην αναγκαστική εκτέλεση 241 εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση ο κανόνας περί της ανάγκης υπάρξεως ειδικής εξουσιοδοτήσεως για την άσκηση αγωγής του νομίμου αντιπροσώπου ανίκανου να παρίσταται κ. 287· Petersen. Πρβλ. παραπ. αποτελεί επαρκές αντιστάθμισμα και καλύπτει την πρόνοια. Ράμμο η γνώμη που λύνει το ζήτημα αυτό αποφατικά. Β) Τούτο συμβαίνει προκειμένου για την ενέργεια των ακολούθων πράξεων: α) Για εντολή προς επίδοση αντιγράφου εξ αντιγράφου με επιταγή προς εκτέλεση. 413· Braun. . οι σχετικοί κανόνες που αφορούν τη διαγνωστική διαδικασία12. 485· Scherer. 3026/1957) άρθρ. 12. 2004. Ορθότερη είχε θεωρηθεί από το Γ. Κωδ. Die gewillkürte Vollstreckungsstandschaft. FS Musielak. αλλά είναι απαραίτητη η σύμπραξη πληρεξούσιου δικηγόρου ή η ενέργεια ή δράση μέσω αυτού 13. (ν. υπέρ της οποίας μάλιστα θα μπορούσε να γίνει επίκληση και του επιχειρήματος. στην οποία αποβλέπει και η παραπάνω ειδική εξουσιοδότηση που απαιτείται επί εγέρσεως αγωγής στο όνομα των προσώπων που εκτέθηκαν προς αποτροπήν των γνωστών ενδεχομένων κινδύνων. 39. In Prozessstandschaft erstrittene Leistungstitel in der Zwangsvollstrekkung. φυσικού προσώπου ή νομικού προσώπου ιδίως δημοσίου δικαίου ή κοινωφελούς σκοπού. όπως ακριβώς και επί της διαγνωστικής διαδικασίας – πάντοτε κατά τη διδασκαλία του Γ. . β) Νομιμοποίηση των διαδίκων και γενικά των υποκειμένων της αναγκαστικής εκτελέσεως (επισπεύδοντος και καθού η εκτέλεση κ. Βλ. τ. αυτή δε που λαμβάνει χώρα παρόλα αυτά μπορεί ν' αναγνωρισθεί ή να κηρυχθεί δικαστικώς και ν' ανατραπεί ως ανίσχυρη και 14. τ. η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για να είναι αυτή επιτρεπτή και παραδεκτή και να μπορεί να διενεργηθεί και να αχθεί σε πέρας η αναγκαστική εκτέλεση και οι οποίες για τον λόγο αυτό ονομάζονται και προϋποθέσεις του επιτρεπτού ή παραδεκτού της αναγκαστικής εκτελέσεως και οι οποίες διαφέρουν από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις κατά την έννοια. γ) Ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.). τ. 15. για τις οποίες γίνεται λόγος χωριστά στη συνέχεια. Βλ. Τίτλος τρίτος Προϋποθέσεις της παροχής της εννόμου προστασίας διά αναγκαστικής εκτελέσεως Ι. Γ) Αν λείπει μία απ' τις παραπάνω προϋποθέσεις.λπ. ε) Για τη διεξαγωγή δικών περί την εκτέλεση κ. § 345 Α) Κατά τη διδασκαλία και τη θεωρία του Γ. δεν μπορεί να προχωρήσει αναγκαστική εκτέλεση. το περιεχόμενο και τη λειτουργία. παραπ.242 § 345 – Προϋποθέσεις παροχής εννόμου προστασίας διά αναγκαστικής εκτελέσεως γ) Για τυχόν προβαλλόμενες αντιρρήσεις κατά των δανειστών που αναγγέλθηκαν.λπ. Γ) Κατά τα λοιπά και ιδίως ως προς τις εξαιρέσεις από τον παραπάνω κανόνα που διατυπώνεται. δ) Για άσκηση ανακοπής κατά (του) πίνακα κατατάξεως. Ράμμου – οι προϋποθέσεις της παροχής της έννομης προστασίας που ζητείται με την μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως. Β) Με βάση τη διδασκαλία του Γ. όπως οι αντίστοιχες διαδικαστικές προϋποθέσεις της παροχής έννομης προστασίας επί της διαγνωστικής διαδικασίας15. Ι § 116. ισχύουν mutatis mutandis. δ) Συναφείς αλλά διαφορετικής φύσεως είναι οι επόμενες: Ύπαρξη εκτελεστού τίτλου. παραπ.λπ. Γενικές παρατηρήσεις. είναι οι επόμενες: α) Ύπαρξη δικαιώματος επιδεκτικού ικανοποιήσεως με αναγκαστική εκτέλεση κ. Ι 114. Ράμμου είναι διαφορετικές και πρέπει να διακριθούν και διαχωρισθούν από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις. Πάροδος ορισμένης προθεσμίας από την προδικασία για την συνέχιση της κύριας διαδικασίας της εκτελέσεως. Τήρηση ορισμένης προδικασίας. Ράμμου οι παραπάνω προϋποθέσεις. ΙΙΙ § 340.λπ. τα παραπάνω για τα αντίστοιχα θέματα σε σχέση με τις παρατηρήσεις που εκτίθενται στη διαγνωστική διαδικασία14. ως προς τις συνέπειες της μη προσλήψεως δικηγόρου κ. Ν. όπως είναι τα δικαιώματα περιουσιακής φύσεως φυσικών ή νομικών προσώπων. Ι §§ 119 και 2 ΙΙΙ § 340. Πρέπει. του 16. πάντως σε κάθε περίπτωση να επισημανθεί. που (να) ανταποκρίνεται στο περιεχόμενό του. Ύπαρξη δικαιώματος επιδεκτικού κοινοποίησης με αναγκαστική εκτέλεση* § 346 *Ειδική βιβλιογραφία: Π. υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κ. δημοσίων υπαλλήλων.λπ. Χ. ότι η δικαστική αναγνώριση και η συναφής προς αυτήν ή άλλη έννομη / δικαστική προστασία αυτού υπάγεται στην δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων και των δικαστικών οργάνων16 που συνεργάζονται και συμπράττουν μ' αυτούς.: Beweisrecht in der Zwangsvollstreckung (1965). Δεν αποκλείεται όμως να προχωρήσει αναγκαστική εκτέλεση και για την προστασία κ.§ 346 – Ύπαρξη δικαιώματος επιδεκτικού κοινοποίησης με αναγκαστική εκτέλεση 243 ανεπίτρεπτη. (1980) σ. Α. των δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.χ. που επιδέχεται προστασία και ικανοποίηση με αναγκαστική εκτέλεση.λπ. ή με τη δημιουργία πραγματικής καταστάσεως. με το οποίο λαμβάνει χώρα (η) αναγκαστική εκτέλεση. η οποία υπάρχει (συνήθως) στον εξωτερικό κόσμο και είναι αντίθετη με το περιεχόμενο του δικαιώματος που πρέπει να προστατευθεί.λπ. που προέρχεται από το ιδιωτικό δίκαιο (περιουσιακής ή προσωπικής φύσεως). δηλαδή με μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο και δημιουργία ή επαναφορά καταστάσεως. Α) Από την παραπάνω έννοια της αναγκαστικής εκτελέσεως και του ορισμού (που δόθηκε) γι' αυτή συμπεραίνεται. Κορδονογιαννοπούλου: Ζητήματα αναγκαστικής εκτελέσεως επί διαφορών αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. . Φραγκίστα: Προϋποθέσεις αναγκαστικής εκτελέσεως εις Φραγκίστα Γνωμοδ. ότι η σύγχρονη θεωρία του αστικού δικονομικού δικαίου εντάσσει τη νομιμοποίηση των διαδίκων και το έννομο συμφέρον στις διαδικαστικές προϋποθέσεις. Β) Το δικαίωμα. πρέπει ν' αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο. ότι απαραίτητη και βασική προϋπόθεση του επιτρεπτού της διενέργειας (της) αναγκαστικής εκτελέσεως είναι η ύπαρξη δικαιώματος. Πρβλ. δικαιώματος. Reiners Andr. που αναγνωρίζονται από το δημόσιο δίκαιο. το δικαίωμα λήψεως συντάξεως αυτών που αποχωρούν απ' την υπηρεσία κ. που συμφωνεί και ανταποκρίνεται προς το περιεχόμενο αυτού και η οποία στρέφεται ή απευθύνεται κατά του υποχρέου. παραπ. π. τ. Συνήθως πρόκειται για δικαίωμα. 90 επ. Γ) Η αναγκαστική εκτέλεση χωρεί ή με την άρση της πραγματικής καταστάσεως. Κατά τις τελευταίες περιπτώσεις προϋποτίθεται. το δικαίωμα λήψεως μισθού κ. του οφειλέτου. ΙΙ.Ι 301 επ. που προβλέπεται από το δημόσιο δίκαιο.λπ. απ' τον οποίο ο ΚΠολΔ καθιερώνει εξαιρέσεις ευρείας εκτάσεως. ΙΙ § 265. κατά το νόμο. ότι πρόκειται για απαίτηση που υπάρχει (κι έχει απαιτηθεί) κ. προϋποτίθεται πάντως κατά κανόνα.Ε. τα οποία περιλαμβάνουν απαίτηση ή αξίωση ή που μπορούν να εξελιχθούν εξαιτίας προσβολής (θετικής ή αρνητικής) να εξελιχθούν σε αξιώσεις17. τ. Με άλλες λέξεις. . όταν συντρέχουν οι υπόλοιπες νόμιμες προϋποθέσεις. πρόκειται να ενεργηθεί εκτέλεση. ΚΠολΔ 915 (976) Σχ. 976 και ΠολΔ του 1834 . προκειμένου για καταψηφιστική ή περί καταδίκης και για διαπλαστική ή διαμορφωτική (που μπορεί να ασκηθεί στις περιπτώσεις που προβλέπονται απ' το νόμο) αγωγή. διαφορετικά δε γιατί προκύπτει από «το εν χρήσει» ημερολόγιο. 2 Κρητ. γιατί συνήθως δεν αμφισβητείται. εξάλλου χαρακτηρίζεται η απαίτηση. Πρβλ. 1041 Α. κατά τον ΚΠολΔ18. 19. για ικανοποίηση του οποίου κ. τ. Η προϋπόθεση αυτή δεν είναι απαραίτητο να συντρέχει σε απλή αναγνωριστική ή βεβαιωτική αγωγή. Σ. α) Βεβαία θεωρείται. Αντίστοιχα στην προκειμένη περίπτωση είναι αναγκαίο το δικαίωμα. β) Εκκαθαρισμένη. Μετά την πλήρωση της αναβλητικής αιρέσεως ή την παρέλευση της αναβλητικής προθεσμίας η απαίτηση γίνεται βεβαία. να είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη.λπ.λπ.λπ. να ενσαρκώνει απαίτηση. που δεν συνδυάζεται με αίρεση.244 § 346 – Ύπαρξη δικαιώματος επιδεκτικού κοινοποίησης με αναγκαστική εκτέλεση υπευθύνου κ. παραπ. δ) Το βάρος της αποδείξεως της πληρώσεως της αιρέσεως ή της παρόδου της προθεσμίας (αναβλητικής ή διαλυτικής) κατανέμεται με βάση τις γενικές αρχές που ισχύουν για το θέμα αυτό19. ή μάλλον περιττή. από την παρέλευση αυτής δεν υπάρχει εμπόδιο για την πραγματοποίηση της αναγκαστικής εκτελέσεως. ότι εκείνα μόνο τα δικαιώματα μπορούν να τύχουν προστασίας με αναγκαστική εκτέλεση με την κύρια έννοια του όρου. εκείνα τα δικαιώματα. τα οποία ή αμέσως απ' την αρχή ή κατά την εξέλιξη αυτών εξαιτίας προσβολής – θετικά ή αρνητικά – στρέφονται εναντίον ορισμένου προσώπου υποχρέου (ή υπευθύνου) σε παροχή. 315.Πολ.Δ. από το οποίο συμπεραίνεται και δίδαγμα της κοινής πείρας. ή παράλειψη. πρέπει να προστατευθούν. όταν είναι αναβλητική. που είναι προσδιορισμένη κατά ποιόν και ποσόν. όταν πληρωθεί η διαλυτική αίρεση ή λήξει η διαλυτική προθεσμία. Πρβλ. 18. Αντίθετα. Δ) Στη διαγνωστική διαδικασία. η οποία δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία.Δ του 1880.854 εδ. η απαίτηση.Πολ. γ) Η αίρεση και η προθεσμία εμποδίζει την εκτέλεση. πράξη. Συνεπώς. Ι § 121. Η απόδειξη της παρόδου της προθεσμίας. παύει να υφίσταται απαίτηση και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση αυτής. είναι πολύ εύκολη. Αντίστοιχα.Ε. συνήθως όχι μόνο υπάρχει αμφισβήτηση για την πλή17. όπως εκτέθηκε. Κατ’ ακολουθίαν των προηγουμένων παρατηρήσεων συνάγεται. η οποία πρέπει. όχι δε και όταν έχει διατυπωθεί ως διαλυτική. παραπ. 1041 εδ.Ε. ΚΠολΔ 915 (876) εδ.Ε. Σχετικά ο ΚΠολΔ. β΄.Δ. εφόσον η λήξη αυτής δεν βρίσκεται ημερολογιακώς.Δ. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε περισσότερες της μιας περιπτώσεις και ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες. Π. 976. όταν η καταδίκη ή καταψήφιση απαγγέλλεται με κάποιο όρο συγκεκριμένης μορφής. .Πολ. ότι ο αγοραστής υποχρεώνεται να καταβάλει το όλο ή μέρος του τιμήματος δύο μήνες μετά από την υπογραφή του συμβολαίου ή την 1η Αυγούστου συγκεκριμένου έτους.χ. πληρούται η αίρεση που μνημονεύτηκε. 971 εδ.Ε. 1041 εδ. υπάρχει βεβαία απαίτηση με την έννοια που εκτίθεται παραπάνω.Δ. ββ) Όσες φορές με την (καταψηφιστική) απόφαση ορίζεται. στην προσπάθειά του να άρει την αμφισβήτηση που υπήρχε στο προγενέστερο δίκαιο.λπ. δεν είναι τόσο εύκολη και ασφαλής. όπου τυχόν αμφισβητείται. γ΄ Α. ανατρέπεται η πώληση και (ότι) ο πωλητής δικαιούται και μπορεί να αναλάβει το κινητό πράγμα που πωλήθηκε – ή αντιστοίχως τα περισσότερα κινητά πράγματα που πωλήθηκαν – και πραγματικά λάβει χώρα η παραπάνω καθυστέρηση. β΄ Α. 21. Στις περιπτώσεις αυτές ερωτάται. όπως κατά την προηγούμενη περίπτωση. αυτή πρέπει ν' αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Σ. αν αρκεί αντικειμενικά το γεγονός της πληρώσεως της αιρέσεως ή απαιτείται η απόδειξη της πληρώσεως της αιρέσεως κατά επίσημο τρόπο. αλλά ένα άλλο χρονικό σημείο κινητό από τη φύση του.§ 346 – Ύπαρξη δικαιώματος επιδεκτικού κοινοποίησης με αναγκαστική εκτέλεση 245 ρωση της αιρέσεως ή της προθεσμίας που συνδυάζεται με την αίρεση. που δεν έχει ευρύτερη έκταση και δεν γίνεται συνήθως γνωστό σε μεγάλο κύκλο προσώπων κ. Σ. ότι η εκτέλεση εξαρτάται από την επέλευση (κάποιου) γεγονότος. κατά τις οποίες η αφετηρία της προθεσμίας δεν είναι κάποια ορισμένη χρονολογία. που δεν έχει καθορισμένη αντικειμενικά έννοια και η εκπλήρωση του οποίου συνέχεται με διάφορα μεμονωμένα και συγκεκριμένα ή εξειδικευμένα πραγματικά περιστατικά. όσες φορές στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις ο οφειλέτης υποχρεώνεται 20. β΄ Σχ.Ε. ΚΠολΔ 915 (976) εδ. γ΄ Σχ. ΚΠολΔ 921 (983) § 4 Σχ.Πολ. αν από την παραπάνω αναφερόμενη σύμβαση έχει συμφωνηθεί. Περιπτώσεις εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως εμφανίζονται. 983 § 4. 1047 § 4 Α. Η απόδειξη όμως τούτου του γεγονότος. Σ. που εξαρτάται από την επέλευση του συμβάντος. ορίζει τα επόμενα: αα) Η πλήρωση της αιρέσεως καθώς και η πάροδος της προθεσμίας. αν συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο για απόδειξη συμβάσεως πωλήσεως ενός ή περισσότερων κινητών πραγμάτων και ορισθεί στο έγγραφο αυτό. που έχει αποδεικτική δύναμη20.Πολ. πρέπει ν' αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο.Ε. ε) Ειδικά ο ΚΠολΔ ορίζει22 ότι. που έχει αποδεικτική δύναμη21. ότι σε περίπτωση καθυστερήσεως μιας ή περισσότερων δόσεων. Αντίθετα. 22. αλλά και η απόδειξη αυτής σε μερικές περιπτώσεις δεν είναι εύκολο να γίνει αμέσως και με αναμφισβήτητα στοιχεία.Ε. όπως και επί αιρέσεως. .000 ευρώ ή 2000 κιλών λαδιού 1ης ποιότητας οξύτητας 0. 1047 Α. Γέσιου-Φαλτσή: Τα υποκειμενικά όρια της εκτελέσεως του εκ του δικαστικού συμβιβασμού εκτελεστού τίτλου.Ε. Αρμενόπουλος ΚΣΤ σ. τότε ο προσδιορισμός της αξίας αυτής γίνεται από το Ειρηνοδικείο κατά την ίδια διαδικασία23. ΚΠολΔ 917 (978) Σχ. Εξάλλου. που έχει αποδεικτική δύναμη. η αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να χωρήσει πριν την προσφορά της αντιπαροχής προς τον οφειλέτη. Αν όμως η παροχή επιδικάστηκε με απόφαση του Ειρηνοδικείου. Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως* § 347 *Ειδική βιβλιογραφία: Π.λπ. Σ. ότι εκπληρώθηκε ή ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε υπερημερία αποδοχής. εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση χρηματικού ποσού 200.246 § 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως σε παροχή με τον όρο ταυτόχρονης εκ μέρους του δανειστή εκπληρώσεως της αντιπαροχής που βαρύνει αυτόν. στα οποία δικαιολογείται αντίστοιχη ή ανάλογη ρύθμιση από τις συντρέχουσες συνθήκες. Σ. δηλαδή να είναι προσδιορισμένη κατά ποσό και ποιόν.Δ.Πολ. 1042 Α. εκτός αν αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. προτού να γίνει εκκαθάριση της απαιτήσεως υπό την έννοια που εκτέθηκε.Ε. 6 επ. Ανεκκαθάριστη είναι. εκτός αν αποδεικνύεται διά δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου. πρέπει να είναι επιπλέον και εκκαθαρισμένη.Δ. ΙΙΙ. ότι εκπληρώθηκε ήδη η αντιπαροχή ή ότι ο οφειλέτης έχει περιέλθει ήδη σε υπερημερία αποδοχής. ενώ ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της παροχής γίνεται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Π. Στα θέματα που ρυθμίζονται από την τελευταία παραπάνω διάταξη δεν πρόκειται για αίρεση ή προθεσμία (αναβλητική ή διαλυτική) αλλά για ανάλογα φαινόμενα. κατά τον ΚΠολΔ24 όσες φορές στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις ο οφειλέτης υποχρεώνεται σε παροχή με τον όρο ταυτόχρονης εκπληρώσεως εκ μέρους του δανειστού της αντιπαροχής που βαρύνει αυτόν. ότι όσες φορές αντικείμενο παροχής είναι αντικαταστατά πράγματα. 24. 23.Ε. για την αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να ορισθεί η αξία τους σε χρήμα. που δικάζει κατά την διαδικασία των άρθρων 670 . 978.Πολ. και εις Π.Ε. για την ικανοποίηση της οποίας πρόκειται να ενεργηθεί αναγκαστική εκτέλεση. β) Ο ΚΠολΔ ορίζει σχετικά. Ειδικότερα: α) Στις παραπάνω και σ' άλλες όμοιες περιπτώσεις δεν μπορεί να χωρήσει αναγκαστική εκτέλεση. η αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να χωρήσει πριν (από) την προσφορά της αντιπαροχής προς τον οφειλέτη. που έχει αποδεικτική δύναμη. 983 § 4. εξάλλου.χ.5 βαθμών σοδειάς 1980. η απαίτηση λήψεως αποζημιώσεως καρπών. ΚΠολΔ 921 (983) § 4 Σχ. Ε) Η απαίτηση.676 (των εργατικών διαφορών). τόκων αόριστα και χωρίς καθορισμό συγκεκριμένου ποσού κ. 980. δ) Ενεργητική νομιμοποίηση. di dir.· Mandrioli Gr. δηλαδή μπορεί να είναι ο επισπεύδων (που συνήθως ονομάζεται επισπεύδων ή επισπεύδων δανειστής). του Πανεπιστημίου του Μονάχου 1970)· Müller H.Δ. υπέρ του οποίου εξεδόθη η απόφαση ή λύθηκε το ειδικό ζήτημα. είναι ο σύνδεσμος κάποιου προσώπου (φυσικού ή νομικού) με κάποια έννομη σχέση δυνάμει ή με βάση του οποίου δικαιούται να επισπεύδει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. . ποίο πρόσωπο δικαιούται να προκαλεί και να προωθεί τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Σύμφωνα μ' όσα εκτίθενται στον οικείο τόπο26 παραπάνω. Β) Η παραπάνω νομιμοποίηση στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως διακρίνεται.: Zwangsvollstreckung gegen Ehegatten 1970.§ 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως 247 Γέσιου-Φαλτσή: Η δικονομική έννομη τάξη (1981) σ. Συνεπώς όλα αυτά τα πρόσωπα νομιμοποιούνται να προκαλέσουν και να επισπεύσουν την εκτέλεση δυνάμει των (εκτελεστών) τίτλων που μνη25. Ι § 204.: Legitimazione ad agire in executioni e successioni nel Credito εν Riv. 1351 επ. ενώ η άλλη (η παθητική νομιμοποίηση) προσδιορίζει το πρόσωπο. Κατά τον ΚΠολΔ25 τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως νομιμοποιούνται να επισπεύσουν τα επόμενα πρόσωπα. 2) Υπέρ αυτών που κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της έγιναν (καθολικοί.Ε. ΚΠολΔ 919 (980) Σχ. 1044 Α. Σ. Ειδικότερα : α) Επί δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων: αα) Αυτός υπέρ του οποίου ισχύει το δεδικασμένο. σε ενεργητική και παθητική. όπως και στη διαγνωστική διαδικασία. 403 επ. Βλέπε ΚΠολΔ 325 (341). β) Η δεύτερη αφορά τη δυνατότητα της απαιτήσεως της εκτελέσεως κατά ορισμένου προσώπου. επί διδακ. e proc 1957 σ. που νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά κατά τη διαδικασία που αναφέρθηκε. που τείνει ή αποβλέπει προς πραγματοποίηση του περιεχομένου αυτής και να κατευθύνει αυτή κατά ορισμένου προσώπου ή άλλως η εξουσία ορισμένου προσώπου προς διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως και προς κατεύθυνση αυτής εναντίον άλλου συγκεκριμένου προσώπου. Τα πρόσωπα. α) Η πρώτη παρέχει εξουσία προς επίσπευση της αναγκαστικής εκτελέσεως. 26. Α) Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως (αντίστοιχη της νομιμοποιήσεως των διαδίκων στη διαγνωστική δίκη). καλούνται υποκείμενα ή διάδικοι της αναγκαστικής εκτελέσεως.Πολ.Ε. δηλαδή το πρόσωπο. το οποίο μπορεί να είναι ο καθού η εκτέλεση και το οποίο στην πράξη ονομάζεται οφειλέτης. το ουσιαστικό δεδικασμένο ισχύει: 1) Υπέρ των διαδίκων και συγκεκριμένα υπέρ εκείνου από τους διαδίκους. οιονεί καθολικοί και ειδικοί) διάδοχοί τους. και πιο πάνω τ. γ) Η πρώτη (η ενεργητική νομιμοποίηση) αφορά το θέμα. κατά του οποίου μπορεί να στρέφεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως.· Οbermaier Anton: Die Rechtsnachfolge in das Zwangsvollstreckungsverfahren beim Tode einer Partei (Διατρ. Βλ. π. υποκαθίσταται αυτοδικαίως εις τα δικαιώματα του δανειστού και θεωρείται ειδικός τούτο διάδοχος». νομίζουμε.ν. Πριν την εισαγωγή του ΑΚ αυτό το θέμα αντιμετώπιζε γενικά η διάταξη του άρθρου 867 εδ. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται π. Εξάλλου. συνεπεία μεταβιβάσεως από άλλον. δεν έχει την προαναφερόμενη εξουσία αυτός που κατέχει απλό ενοχικό δικαίωμα ή και τίτλο προς απόκτηση εμπραγμάτου δικαιώματος. 2783/1941). αδιαφόρως αν η ειδική διαδοχή εχώρησε με πράξη εν ζωή ή αιτία θανάτου. δημοσίας καταθέσεως ή συμψηφισμού. 4) Οιονεί καθολικοί διάδοχοι θεωρούνται αυτοί που υπεισέρχονται στο σύνολο των περιουσιακών σχέσεων άλλου προσώπου. δικαιούνται να ικανοποιήσει τον δανειστή δια καταβολής. ή κατ' άλλη άποψη η ομάδα των δανειστών που εκπροσωπείται απ' αυτόν κ. Τα θέματα αυτά ρυθμίζονται πλέον από τις ειδικές διατάξεις που περιέχονται στο κείμενο του ΑΚ.248 § 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως μονεύτηκαν. 319 ΑΚ που καθιερώνει εν προκειμένω το jus offerendi του τρίτου. 488. κατά την οποία ο «υπέρ άλλου ή μετ’ άλλου εις την πληρωμήν συνεχόμενος. . 5) Οι ειδικοί διάδοχοι νομιμοποιούνται προς έναρξη ή προς συνέχιση της διαδικασίας της εκτελέσεως. όπως οι κληρονόμοι (από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου). αν όχι αποκλειστικά. επί επισπεύσεως και δη διεξαγωγής της προδικασίας αναγκαστικού πλειστηριασμού. 858 και 1298 του ΑΚ27. οπότε θέση οιονεί καθολικού διαδόχου επέχει ο σύνδικος. 5 ΠολΔ 1834. και η απλή επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως επί του περί ου πρόκειται πράγματος. οι καθολικοί καταπιστευματοδόχοι (επί κληρονομιάς). 3) Καθολικοί διάδοχοι είναι αυτοί που διαδέχονται τον (αρχικό) δικαιούχο στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή στο εξ αδιαιρέτου τμήμα της περιουσίας του.χ. που καταργήθηκε από την εισαγωγή του ΑΚ και εφεξής με τον ΕισΝΑΚ (α. Αρκεί όμως. αν κατά του οφειλέτη επισπεύδεται αναγκαστική εκποίηση. 7) Κατά το άρθρ. αυτός που τον ικανοποίησε υποκαθίσταται στα δικαιώματά του. Εφόσον ο δανειστής ικανοποιείται. ή την κατοχή επί του εκποιουμένου πράγματος. Περίπτωση εξάλλου οιονεί καθολικής διαδοχής εμφανίζεται επί κηρύξεως κάποιου σε κατάσταση πτωχεύσεως. εκτός από τις περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής και κατά τρόπο παρεμφερή προς την καθολική διαδοχή. προβλέπουν και ρυθμίζουν τα άρθρ. Η διάταξη αυτή προϋποθέτει: α) Ότι λαμβάνει χώρα ικανοποίηση του δανειστού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναγκαστικής εκποιήσεως. περίπτωση η οποία εμφανίζεται κυρίως. Αντιθέτως. 319. αλλά σύμφωνα με κάποια άποψη και εκείνος που έχει εγεγραμμένη προ27. 6) Συγκεκριμένες περιπτώσεις ειδικής διαδοχής με υποκατάσταση του (αρχικού) δικαιούχου. πληρώνων. Περιλαμβάνεται όχι μόνον αυτός που έχει δικαίωμα υποθήκης. η εταιρία (κεφαλαίου ή προσωπική).χ. που προκύπτει απ' τη συγχώνευση δύο ή περισσότερων εταιριών. σχετικές προς την αναγκαστική εκτέλεση.λπ. καθένας που κινδυνεύει να χάσει εμπράγματο δικαίωμα. δεν μπορεί κατά κανόνα να θεωρηθεί αρκετή η απλή επίδοση επιταγής προς εκτέλεση. 488 ΑΚ. κατά τις οποίες μπορεί να υφίσταται ο ως άνω κίνδυνος – π. εκτός αν γίνει εκχώρηση. η υποκατάσταση του τρίτου χωρεί αυτοδίκαια. Δύο προϋποθέσεις απαιτούνται για την εφαρμογή της διατάξεως που μνημονεύθηκε: Αφενός ικανοποίηση της απαιτήσεως του (κοινού) δανειστού από έναν από τους συνοφειλέτες επί της εις ολόκληρον ενοχής και σε αυτή την περίπτωση ύπαρξη δικαιώματος αναγωγής κατά των υπολοίπων συνοφειλετών. επί ζημίας. σε συνδυασμό με τις τυχόν υφιστάμενες ιδιαίτερες μεταξύ των ενδιαφε28. Περισσότερες της μιας είναι οι περιπτώσεις. Στην περίπτωση ικανοποιήσεως του δανειστού κατά την παραπάνω διάταξη. με τις οποίες ο τρίτος δικαιούται. όπως στον οικείο τόπο (παρακάτω) αναπτύσσεται. σύμφωνα και με την άποψη του Γ. αναγκαστικά δε όταν λείπουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 936 (998)28.λπ. κρίνεται με βάση τους κανόνες δικαίου που διέπουν την έννομη σχέση. εκχώρηση κ.λ.χ. εμπράγματη εξασφάλιση του δικαιώματος. από την οποία πηγάζει η εις ολόκληρον ενοχή. όταν η δαπάνη της ικανοποιήσεως του επισπεύδοντα (δανειστού) δεν είναι μεγάλη. πότε υφίσταται ένα τέτοιο δικαίωμα. όχι μόνο για την κυριότητα.927 ΑΚ). ν' ασκήσει ανακοπή (διεκδικητική κ. ικανοποιήσει το δανειστή και έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των υπολοίπων (συνοφειλετών). έστω και υπό αίρεση. περισσότερο δε η νομή του πράγματος. Η άσκηση της παραπάνω ευχέρειας με την παραπάνω διάταξη δεν αποκλείεται. . β) Ότι η ικανοποίηση αυτή χωρεί με ορισμένους τρόπους και προέρχεται εκ μέρους εκείνου. 926 . χωρίς να είναι απαραίτητη κάποια ειδική πράξη. Η ύπαρξη δικαιώματος αναγωγής εναντίον του οφειλέτου δεν αποτελεί προϋπόθεση της υποκαταστάσεως.λπ. σύμφωνα με το άρθρο 936 (998) § 1 ΚΠολΔ. υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστού και θεωρείται ειδικός διάδοχος αυτού ως προς το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο. αλλά και για την επικαρπία ή εμπράγματη ασφάλεια κ. ο οποίος διατρέχει τον κίνδυνο της απωλείας εμπραγμάτου δικαιώματος ή της κατοχής επί του υπό εκποίηση πράγματος. όταν υπάρχει ιδιαίτερη συμφωνία μεταξύ δανειστού και τρίτου και δεν έχει εκδηλωθεί ρητά ειδική αντίρρηση του οφειλέτου. Βλέπε πιο κάτω §§ 371 και 520. Παρόμοια υποκατάσταση δεν χωρεί με μόνη την εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτου από τρίτο κατά τα άρθρα 317 και 318 ΑΚ.π) κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. διότι υπάρχει.§ 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως 249 σημείωση υποθήκης. 8) Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρ. από τη συνδρομή των προϋποθέσεων. Εμπράγματο δικαίωμα νοείται στην προκειμένη περίπτωση επί αλλοτρίου πράγματος. ή βέβαια το ίδιο. – να χαθεί δηλαδή το εμπράγματο δικαίωμα ή η απλή κατοχή. Συνήθως το τρίτο πρόσωπο θα προσφεύγει στην εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως. Το ζήτημα. Ράμμου. η οποία επήλθε από περισσότερους κατά τα άρθρ. π.χ. εφόσον ένας από τους συνοφειλέτες (επί της ενοχής εις ολόκληρον. Η αναγνώριση από το νόμο ή με συμφωνία των ενδιαφερομένων. εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση που αναφέρθηκε.ν. εάν ο τρίτος κύριος ή νομέας του ενυπόθηκου κτήματος καταβάλει το ενυπόθηκο χρέος ή αποβληθεί από το ακίνητο με τον πλειστηριασμό αυτού. ββ) Άλλα πρόσωπα. είναι η μόνη απαραίτητη προϋπόθεση της υποκαταστάσεως του εγγυητού στα δικαιώματα του δανειστού που χωρεί δυνάμει της διατάξεως που μνημονεύθηκε. για την υποκατάσταση του τρίτου κυρίου ή νομέα του ενυπόθηκου ακινήτου στα δικαιώματα του ενυπόθηκου δανειστού και το χαρακτηρισμό του πρώτου ως ειδικού διαδόχου του τελευταίου. σελ. δικαιώματος αναγωγής του εγγυητού κατά του πρωτοφειλέτου. Η υποκατάσταση χωρεί. και με τις προϋποθέσεις που αναγράφονται από τη διάταξη αυτή. . ή η αποβολή αυτού από το ακίνητο λόγω εκπλειστηριάσεως του ενυπόθηκου κτήματος και εκτελέσεως κατ’ αυτού της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως ή αυθόρμητης εγκαταλείψεως της νομής ή κατοχής αυτού. δηλαδή εφόσον αδρανεί ο δικαιούχος κ. εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που εκτέθηκαν. Βλέπε ειδικότερα πιο πάνω τ. 1298 ΑΚ29. 858 ΑΚ. χωρίς άλλη ενέργεια. εκτός από τα πιο πάνω αναφερόμενα. η οποία καταργήθηκε με το άρθρ. υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ενυπόθηκου δανειστού. η οποία εκδόθηκε σε δίκη μεταξύ του υποχρέου σε αποκατάσταση κληρονομίας ή κληροδο29. Αντίστοιχη διάταξη περιελάμβανε το άρθρ. κύριο ή νομέα του πράγματος. και δεν πρόκειται για δικαιώματα που συνδέονται στενά με το πρόσωπο του συγκεκριμένου δικαιούχου30. υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή. 9) Κατά τη διάταξη του άρθρ. 272. 11) Την αναγκαστική εκτέλεση νομιμοποιούνται να επισπεύσουν αντί του αρχικού δικαιούχου και των διαδόχων του οι δανειστές του αρχικού δικαιούχου κλπ. εάν η ικανοποίηση του δανειστού χωρεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ή και εφόσον αυτή απλά απειλείται. 42 του νόμου περί υποθηκών. 66 § 1 του α. 72 (73) του ΚΠολΔ. χωρεί χωρίς άλλη διατύπωση. Στην προκειμένη περίπτωση. εάν ο εγγυητής ικανοποιήσει το δανειστή και έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του πρωτοφειλέτου. 10) Κατά το άρθρ. υπέρ των οποίων ισχύει το ουσιαστικό δεδικασμένο – και τα οποία επομένως νομιμοποιούνται να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση – είναι τα επόμενα: i) Το δεδικασμένο που πηγάζει από απόφαση. η οποία (υποκατάσταση). κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του νόμου που μνημονεύθηκε.250 § 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ρομένων συμφωνίες. σύμφωνα με τη διάταξη που παρατέθηκε. δυνάμει του άρθρ. εφόσον απειλείται ή επίκειται η εκτέλεση αυτή. Ι § 122. Στην προκειμένη περίπτωση είναι αδιάφορο.λπ. αρκεί η συνδρομή διαζευκτικά μιας από τις δύο προϋποθέσεις. 30. 2783/1941 (ΕισΝΑΚ). σε περίπτωση ικανοποιήσεως από αυτόν του δανειστού. δυνάμει του νόμου. και μάλιστα ή η ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστού από τον τρίτο. 327 ΚΠολΔ. η οποία αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις της κληρονομίας. 3) Κατά το άρθρ. μπορεί να ενεργήσει ή να συνεχίσει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ο ομόρρυθμος εταίρος ή με την ιδιότητα του διαχειριστή και εκπροσώπου της εταιρείας ή ως δανειστής αυτής. αποτελεί δεδικασμένο και απέναντι στον εκτελεστή της διαθήκης. ΚΠολΔ. εε) Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση των καθολικών. αν έχει την ιδιότητα αυτή σε συγκεκριμένη περίπτωση ή αν κατέστη ειδικός διάδοχος ή οιονεί καθολικός διάδοχος αυτής σε περίπτωση διαλύσεως ή εκκαθαρίσεως αυτής και περιελεύσεως της συγκεκριμένης απαιτήσεως ή του συνόλου της εταιρικής περιουσίας σ' αυτόν. 326 (342) § 1 ΚΠολΔ και υπέρ του καταπιστευματοδόχου. η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ των κληρονόμων που έχουν δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης και τρίτου. πλην του ότι το ζήτημα ποιός είναι ο δικαιούχος και συνεπώς αυτός που νομιμοποιείται για επίσπευση της εκτελέσεως κρίνεται κάθε φορά σε συνδυασμό με τους κανόνες του ισχύοντος κοινού δικαίου. για τα οποία έγινε λόγος αμέσως πιο πάνω. 327 (343) § 1 ΚΠολΔ. Δ) Παθητική νομιμοποίηση: α) Κατά τη διάταξη του άρθρ. β) Περαιτέρω.§ 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως 251 τήματος και τρίτου. τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου από παθητικής πλευράς είναι τα επόμενα: 1) . και αφορά την περιουσία που υπόκειται σε αποκατάσταση ή αντικείμενα αυτής. η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται ή μάλλον απευθύνεται επί των δικαστικών και των διαιτητικών αποφάσεων κατά των προσώπων. 919 (980) § 2 ΚΠολΔ. 325 (341) επ. που αναφέρεται και πιο πάνω. αυτά που αναπτύσσονται πιο πάνω ισχύουν αντίστοιχα και στην προκείμενη περίπτωση. νομιμοποιούνται να επισπεύσουν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. σύμφωνα με την πιο πάνω αναφερόμενη διάταξη του άρθρ. mutatis mutandis και στην προκείμενη περίπτωση. υπέρ των οποίων ισχύει το ουσιαστικό δεδικασμένο. δδ) Τα άρθρ. οιονεί καθολικών και ειδικών διαδόχων και των προσώπων που επέχουν θέση ειδικών διαδόχων. αα) τα πρόσωπα που αναφέρονται ως δικαιούχοι στους μνημονευθέντες εκτελεστούς τίτλους και ββ) τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325 . για τους υπόλοιπους εκτελεστούς τίτλους (εκτός από τις δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις). που εκδίδεται υπέρ ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας. γ) Με βάση εκτελεστό τίτλο. Κατά τους ορισμούς των άρθρ. 2) Κατά το άρθρ. Όσα εκτίθενται εκεί ισχύουν. η οποία αφορά δικαιώματα και υποχρεώσεις της κληρονομίας. αποτελεί δεδικασμένο και υπέρ του κληρονόμου. γγ) Ως προς την πρώτη κατηγορία δεν χρειάζεται να επισημανθεί κάτι άλλο. 325-327 ΚΠολΔ μνημονεύουν ορισμένες κατηγορίες προσώπων. κατά τις περιπτώσεις που εκτέθηκαν πιο πάνω. κατά των οποίων ισχύει το δεδικασμένο. η απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη μεταξύ του κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας ή του εκκαθαριστού κληρονομίας ή του εκτελεστού διαθήκης που έχει δικαίωμα να διεξάγει τη δίκη και τρίτου. 919 (980) ΚΠολΔ. ισχύει κατά το άρθρ. 327 (343) § 2 ΚΠολΔ. οι οποίες διατάζουν την παράδοση ή την απόδοση πράγματος. η αναγκαστική εκτέλεση στους άλλους εκτελεστούς τίτλους (εκτός δηλαδή από τις δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις) γίνεται κατά των ακολούθων προσώπων: αα) Κατά των υποχρέων που αναφέρονται σ' αυτούς. 4) Κατά το άρθρ. ο οποίος απέκτησε δικαιώματα από μη κύριο. Το δεδικασμένο δεν ισχύει έναντι εκείνου. Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής συνάγεται. η απόφαση που εκδόθηκε κατά του υποχρέου να αποκαταστήσει κληρονομία ή κληροδότημα υπέρ ενός τρίτου. 2) Το ίδιο ισχύει ως προς αυτούς που έγιναν διάδοχοι (καθολικοί. κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο. Βλέπε πιο πάνω τ. 3) για την εκτέλεση αποφάσεων (δικαστικών ή διαιτητικών). 31. αποτελεί δεδικασμένο και κατά του καταπιστευματοδόχου. γγ) Κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του πράγματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου. αποτελεί δεδικασμένο και κατά των κληρονόμων. αδιάφορα αν πρόκειται για εμπράγματες ή ενοχικές σχέσεις. που έχουν δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης και τρίτου. 325 . ότι η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ των κληρονόμων. ότι η αναγκαστική εκτέλεση επί (των) δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων γίνεται και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του επίδικου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της· γ) Κατά την ίδια διάταξη του άρθρ. μόνο αν εκείνος που έχει υποχρέωση να αποκαταστήσει έχει εξουσία να διαθέσει το επίδικο αντικείμενο χωρίς τη συναίνεση του καταπιστευματοδόχου. 919 (980) ΚΠολΔ. σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται πιο πάνω στην οικεία θέση31. 919 (980) ΚΠολΔ ορίζει.327 ΚΠολΔ. β) Εξάλλου. 6) Περαιτέρω η διάταξη του άρθρ. 326 (342) ΚΠολΔ. ββ) Κατά των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρ. οιονεί καθολικοί και ειδικοί) αυτών. η οποία αφορά αντικείμενο της περιουσίας και υπόκειται σε αποκατάσταση. Ι § 204. αποτελεί δεδικασμένο και κατά του εκτελεστού διαθήκης. 327 (343) § 2 (για την οποία έγινε λόγος και πιο πάνω) ορίζει. δ) Κατά τις περιπτώσεις των κατηγοριών που μνημονεύονται υπό στοιχεία α. η απόφαση που εκδόθηκε κατά του κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς ή του εκκαθαριστού κληρονομίας ή του εκτελεστού διαθήκης. 327 (343) § 1 ΚΠολΔ που αναφέρονται και πιο πάνω. σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 3) Στην ίδια δέσμευση υπόκεινται αυτοί που νέμονται ή κατέχουν το επίδικο πράγμα στο όνομα κάποιου από τους διαδίκους ή τους διαδόχους τους. ότι πρόκειται κατά τις περιπτώσεις αυτές και κατά τις περιπτώσεις της κατηγορίας που προβλέπεται αμέσως πιο πάνω (υπ' αριθ. το άρθρ. που έχει δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης μεταξύ αυτού και τρίτου και αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις της κληρονομίας. 5) Κατά τους ορισμούς του άρθρ.252 § 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως Κατά πρώτο λόγο δεσμεύονται οι διάδικοι της δίκης. η οποία αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις της κληρονομίας. . χ. ως ακυρωτικός λόγος αυτής. να προβληθεί η αποποίηση της κληρονομίας κ.. Για αυτούς που απέκτησαν απλά την κατοχή. δεν επέρχεται μεταβίβαση της . κατά τον Α. η παθητική νομιμοποίηση της αναγκαστικής εκτελέσεως ισχύει περαιτέρω και κατά των ακολούθων προσώπων: αα) Kατά των καθολικών. που έλαβε χώρα εν τω μεταξύ. 1941 κλπ. ε) Όπως είναι γνωστό. χωρίς μεταγραφή. Ζήτημα γεννιέται. όπως και γι' αυτούς που απέκτησαν τη νομή. στο οποίο παραπέμπει το άρθρ. ότι κατά το άρθρ. αποφάσεως που αναγνωρίζει την αποδοχή της κληρονομίας κ.Κ. ή την απώλεια του δικαιώματος της αποποιήσεως) σύμφωνα με τα άρθρα 1193 και 1195 Α. επίκληση και απόδειξη της αποδοχής της κληρονομίας ή του καταπιστεύματος κ.§ 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως 253 β και γ.. σε όσες περιπτώσεις απαιτείται αυτή (όπως στην προκειμένη περίπτωση). (άρθρα 1846 επ.λπ. 1846 Α. όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που εκτίθενται πιο πάνω. Συνεπώς.Κ. 1940. δεν απαιτείται (με την επιφύλαξη εννοείται της τηρήσεως των πιο κάτω αναφερομένων απαραίτητων κανονικών και προσθέτων διατυπώσεων).. κατά το οποίο. με εξαίρεση τους οικείους (sui) κληρονόμους που αποκτούσαν αυτοδικαίως την κληρονομία χωρίς δήλωση αποδοχής. 1198 Α.Κ. Είναι δυνατόν όμως.λπ. υπό τον ΑΚ. Δεδομένου όμως. για να αρχίσει ή για να εξακολουθήσει αναγκαστική εκτέλεση κατά (του) κληρονόμου ή (του) καθολικού καταπιστευματοδόχου. και υφίσταται απλώς και μόνο το δικαίωμα (της) αποποιήσεως αυτής. κατά τη μνημονευθείσα χρονική περίοδο. εάν η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται και κατά των προσώπων που κατέλαβαν ή απέκτησαν τη νομή ή την κατοχή του παραδοτέου ή αποδοτέου πράγματος. όταν η κληρονομία ή το καταπίστευμα περιλαμβάνει ακίνητα και δεν έγινε μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας ή του κληρονομητηρίου ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου που (να) μπορεί να μεταγραφεί (π. χωρίς ή και εναντίον της θελήσεως των προσώπων αυτών. ββ) Καθώς ο νόμος δεν διακρίνει. με ανακοπή κατά της επιταγής ή της εκτελέσεως.Κ. είναι αμφίβολο το ζήτημα.λπ.) – σε αντίθεση με το σύστημα του προγενέστερου δικαίου. ήταν απαραίτητη κατά κανόνα η προσέλευση ή υπεισέλευση των κληρονόμων ή των καταπιστευματοδόχων στην κληρονομία ή στο καταπίστευμα και η απόκτηση αυτής – η κληρονομία ή το καταπίστευμα καταλαμβάνουν τον κληρονόμο ή τον καθολικό καταπιστευματοδόχο κατ' αρχήν με την επαγωγή αυτής ή αυτού.λπ. εάν αυτά που αναπτύσσονται πιο πάνω ισχύουν και έχουν εφαρμογή. μπορεί ευχερώς να υποστηριχθεί η καταφατική απάντηση. οιονεί καθολικών και ειδικών διαδόχων των πιο πάνω προσώπων. εφόσον δεν παρήλθε ικανό χρονικό διάστημα (τουλάχιστον πέραν του έτους). Η έλλειψη ή η παράλειψη μεταγραφής δεν αίρει τη – σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν – κατ' αρχήν αυτοδίκαια αποκτώμενη κληρονομική ιδιότητα του κληρονόμου και συνεπώς την κατά βάση και αφηρημένα πάντως θεμελιούμενη παθητική νομιμοποίηση της απευθύνσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του κληρονόμου κ. 34.Πολ.. εκτός αν έχει γίνει διορισμός κηδεμόνα της σχολάζουσας κληρονομίας. μόνο τροποποίηση της πιο πάνω διατάξεως του ΑΚ επήλθε με το άρθρ. εκτός αν έχει γίνει διορισμός κηδεμόνα της σχολάζουσας κληρονομίας33. κατά τις οποίες στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί έλαβε χώρα μεταγραφή δυνάμει άλλου τίτλου υπέρ άλλου προσώπου. εφόσον εννοείται συντρέχουν οι υπόλοιποι όροι του νόμου. Την επιστήμη και νομολογία απασχόλησε κατ' επανάληψη το ζήτημα. κατά την οποία. 265 (274) ΚΠολΔ.Ε.Ε. όσο ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα αποποιήσεως της κληρονομίας δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεως κατά της κληρονομίας. μπορεί να ζητήσει αναβολή της συζητήσεως. ο κληρονόμος. η οποία στρέφεται κατά της κληρονομίας. 983 § 3.Δ.λπ. 33.Σ.Ε. Επί άλλων όμως αντικειμένων. εάν ισχυροποιείται η εκτέλεση με τη μεταγραφή που επακολούθησε. Ράμμο – θα έπρεπε να θεωρηθεί η άποψη. 1858 ΑΚ και ιδίως (δεν καταλαμβάνει) το ζήτημα του επιτρεπτού της διενέργειας ή προόδου της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. . που ανήκουν στον κληρονόμο ή στον καταπιστευματοδόχο. Μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ γεννήθηκε το ζήτημα του συνδυασμού των πιο πάνω διατάξεων. Συναφώς υφίσταται και η διάταξη του άρθρ.Ε. 921 (983) § 334 ΚΠολΔ. Η καταφατική απάντηση κατά το Γ. δεν αποκλείεται διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως. 983 § 2.Δ. Σχ. 265 (274) ΚΠολΔ. εάν ενάγεται για απαίτηση κατά της κληρονομίας. εφόσον δικαιούται ακόμα να αποποιηθεί αυτήν. Ράμμο δεν είναι ευχερής. κατά το άρθρ. εφόσον δεν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι. Ορθότερη – κατά το Γ. δεν μπορεί να ασκηθεί δικαστικά κατ' αυτού αξίωση. Σ. Πρβλ. Η δυσχέρεια είναι μεγαλύτερη κατά τις περιπτώσεις εκείνες. δεν μπορεί να λάβει χώρα εκτέλεση επί κληρονομιαίου ακινήτου χωρίς την πιο πάνω μεταγραφή. Κατά τη διάταξη αυτή. αναβάλλει τη συζήτηση μέχρι την πάροδο της προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομίας. 1047 § 1 Α.Πολ. 1858 Α. όσο ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα αποποιήσεως της κληρονομίας.254 § 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως κυριότητας ακινήτου κ. 265 (274) ΚΠολΔ που αναφέρθηκε προηγουμένως.Κ. αν δεν υφίσταται άλλο νομικό κώλυμα. Σχ. Ι § 182. σχετικά και πιο πάνω τ.λπ. 1047 § 3 Α. Κάποιοι δέχονται ότι το άρθρο 1858 ΑΚ καταργήθηκε. 921 (983) § 232 ΚΠολΔ. Τέτοιο κώλυμα αναγράφει το άρθρ. κατά την οποία αναγκα32. που συνηγορούν κατ' εξαίρεση υπέρ αυτής. εφόσον υφίσταται ακόμη (λόγω μη παρόδου της προθεσμίας αποποιήσεως κ. μη συμβιβαζόμενο με τη διάταξη του άρθρ. Το Δικαστήριο δεχόμενο την αίτηση. διότι η τελευταία διάταξη δεν καταλαμβάνει όλο το θέμα που ρυθμίζεται από το άρθρ. όπως συνάγεται και από την πιο πάνω παρατιθέμενη διάταξη του άρθρ. Εξάλλου. Κατά τη διάταξη αυτή.) το δικαίωμα αποποιήσεως της κληρονομίας. η) Σε όλες τις περιπτώσεις που μνημονεύονται πιο πάνω (υπό στοιχ. έγινε ήδη λόγος36. 1047 § 2 Α. κατ' αυτού. Σχ.Δ. ή εκείνων.Σ. ε-ζ). τελεσίδικης ή και προσωρινά εκτελεστής) αποφάσεως. για τα χρέη κλπ. δηλαδή όσο διαρκεί η δίκη. ζ) Εάν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως πεθάνει ο οφειλέτης ή υπόχρεος και γενικά ο κατά πρώτο λόγο νομιμοποιούμενος (παθητικά) ως καθού η εκτέλεση. εφόσον κατά τους ορισμούς του ουσιαστικού δικαίου οι τελευταίοι αυτοί ενέχονται για τα χρέη ή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των δικαιοπαρόχων. θ) Προκειμένου περί καταπιστευματοδόχου κληρονομίας ή ποσοστού αυτής ως προς την εναντίον του εκτέλεση ισχύουν. κατά τις οποίες. αα) Υπάρχουν περισσότερες από μια υποχρεώσεις. ΚΠολΔ 921 (983) § 1. mutatis mutandis. Ι §§ 192-193. και ειδικότερα. αυτή επιδρά κατ' ανάγκη στην ενεργητική και ιδίως στην παθητική νομιμοποίηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως που αρχίζει τότε ή ενδεχομένως συνεχίζεται.Πολ. Πρβλ.§ 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως 255 στική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεως κατά κληρονόμου που έγινε οφειλέτης δεν μπορεί να γίνει επί της κληρονομίας. ι) Ως προς την εκτέλεση κατά ειδικού καταπιστευματοδόχου ή κληροδόχου. εάν μεν ο κληρονόμος αποδέχθηκε την κληρονομία ή παρήλθε η νόμιμη προθεσμία που τάσσεται για την αποποίηση αυτής η διαδικασία της εκτελέσεως αρχίζει ή συνεχίζεται. εφαρμόζονται αυτά που εκτίθενται αμέσως πιο πάνω. αφότου ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομία ή παρέλθει η προθεσμία για αποποίηση αυτής ή διορισθεί κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας35.Ε. στη θέση των οποίων υπεισήλθαν. 36. ενώ εάν έχει διορισθεί κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομίας κατά του κηδεμόνα (της σχολάζουσας κληρονομίας). Για τα πρόσωπα της πρώτης κατηγορίας. με την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων. που αφορά την προι35. ββ) Εάν η μεταβολή που αναφέρθηκε επέλθει μετά την έκδοση εκτελεστής (αμετάκλητης. αυτά που εκτίθενται πιο πάνω ως προς την εκτέλεση κατά κληρονόμου. όσο διαρκεί κάποια δίκη ή και μετά το τέλος αυτής. αφού πάντως ληφθούν υπ' όψη και συνδυαστούν οι ιδιορρυθμίες. Τέτοιες περιπτώσεις παθητικής νομιμοποιήσεως στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως μπορούν να θεωρηθούν οι επόμενες. επέρχεται μεταβολή στα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως του ουσιαστικού δικαίου. που αναγνωρίζονται ή αποδεικνύονται με τον εκτελεστό τίτλο. . ια) Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως μπορεί να γίνει από την αρχή ή να συνεχισθεί (και) κατά των οιονεί καθολικών διαδόχων του οφειλέτου ή υποχρέου. οι οποίες παρεμβάλλονται εν όψει της ειδικής διαδοχής. 983 § 1. η διαδικασία συνεχίζεται.Ε. πριν αποδεχθεί αυτός την κληρονομία ή παρέλθει η προθεσμία για αποποίηση αυτής. πιο πάνω τ. γγ) Κρίθηκε κατ' επανάληψη – υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος καθεστώτος της προίκας – ότι επί δίκης. κατά του τελευταίου (δηλαδή κατά του διαδόχου). ήδη και τις σχετικές διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα: άρθρα 21 § 2. Ράμμου – είναι δυσχερής μετά την κατάργηση της αναφερθείσας διατάξεως που σημειώθηκε. 62 του ν. 479 ΑΚ.χ. 25. το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κάθε φύσεως και γενικά του ενεργητικού και παθητικού των συγχωνευομένων εταιρειών. και σε συνδυασμό με τους ορισμούς του ισχύοντος ουσιαστικού δικαίου. μπορεί. ότι προέβλεπε το άρθρ. εάν μέσα στα όρια. μπορεί να εξακολουθήσει. απόφαση που εκδόθηκε υπέρ ή κατά του άνδρα ή δικαστικός συμβιβασμός που συνάφθηκε από αυτόν. Βλ. στην οποία μεταβιβάζεται ή περιέρχεται. αρχίζει ή συνεχίζεται και κατά της ομάδας των δανειστών. εφόσον άρχισε διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του πρώτου. επισπευδόμενη από ενυπόθηκο δανειστή κ. στστ) Περίπτωση οιονεί καθολικής διαδοχής μπορεί να λεχθεί. που διαγράφονται από την παρατεθείσα διάταξη του ΑΚ. μιας ή περισσοτέρων εταιρειών ή και συγχωνεύσεως περισσοτέρων νομικών προσώπων. εε) Περίπτωση οιονεί καθολικής διαδοχής εμφανίζεται μερικές φορές επί ενώσεως εταιρειών (προσωπικής ή κεφαλαιουχικής) και δημιουργίας νέας εταιρείας. Ο ΚΠολΔ με την αρχική διατύπωση περιείχε στο άρθρ. η οποία επέτρεπε με ορισμένες προϋποθέσεις την εκτέλεση τίτλου. Αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων προς βλάβη των δανειστών είναι άκυρη έναντι αυτών. εκτελεστός τίτλος κατά του μεταβιβάζοντα μπορεί να εκτελεσθεί κατά του διαδόχου και. η οποία εκπροσωπείται από το σύνδικο37. 982 διάταξη. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υφίσταται. ότι δεν αποκλείεται να γίνει εκτέλεση και κατ' αυτού που μεταβιβάζει με την κήρυξη ως ανί37. 26. να εκτελεσθεί υπέρ ή κατά της γυναίκας. που εκδίδεται κατά του μεταβιβάζοντα. ο αποκτών ευθύνεται έναντι του δανειστού μέχρι την αξία των στοιχείων που μεταβιβάζονται. 958/1971.) και αφορά ακίνητο της πτωχευτικής περιουσίας. Εννοείται. εναντίον αυτού που απέκτησε την περιουσία ή την επιχείρηση. Με τις διατάξεις αυτές καταργήθηκαν οι αντίστοιχες διατάξεις του προϊσχύσαντος Εμπορικού Νόμου και ειδικότερα τα άρθρα 534 και 665 επ. Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβαίνει με ορισμένες προϋποθέσεις και επί μεταβιβάσεως του συνόλου της περιουσίας κλπ. Μετά από αυτό γεννιέται το ζήτημα. αφού λυθεί ο γάμος.λπ. για τα χρέη που ανήκουν στην επιχείρηση ή στην περιουσία. δδ) Μετά την κήρυξη κάποιου προσώπου σε κατάσταση πτωχεύσεως. σύμφωνα με το νόμο και όσα εκατέρωθεν συνομολογούνται.δ. . Η διάταξη όμως αυτή καταργήθηκε με το άρθρ. 147 και 182. αναγκαστική εκτέλεση που επιτρέπεται κατά το νόμο (π. Κατά τη διάταξη αυτή. εφόσον τηρούνται οι εκάστοτε επιβαλλόμενες συνήθεις διατυπώσεις. Η απάντηση – κατά την άποψη του Γ. αλλά τελεί υπό τη διαχείριση του άνδρα. εάν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση.256 § 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως κώα ή την εξώπροικο περιουσία. 2) Επί των υπολοίπων εκτελεστών τίτλων. . στην έκταση που αυτές εξασφαλίζονται με τις εγγεγραμμένες υποθήκες. όπως γίνεται δεκτό. 1) Επί (των) δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων. η αναγκαστική εκτέλεση με βάση το δικαίωμα της υποθήκης επί του ενυπόθηκου πράγματος μπορεί να λάβει χώρα και να κατευθυνθεί κατά του τρίτου νομέα (κυρίου) του ενυπόθηκου πράγματος. κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του πράγματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου. 4) Κατά το άρθρ. Αλλιώς μπορεί να έχει το πράγμα. 867 § 4 ΠολΔ για την εκτέλεση αποφάσεων. μόνο εάν λάβει χώρα ρητή αναδοχή χρέους και συναινέσει σ' αυτό ο δανειστής. Εκτός από τον περιορισμό αυτό. (η) αναγκαστική εκτέλεση γίνεται. ο οποίος παραχώρησε την υποθήκη ή απέκτησε το πιο πάνω πράγμα μετά την εγγραφή της υποθήκης ή της προσημειώσεως που μετατράπηκε σε υποθήκη μεταγενέστερα με νόμιμο τρόπο κ. έχοντας τη δυνατότητα να απαλλαγεί από τη σχετική ευθύνη με την παραχώρηση αυτού στους δανειστές ή με την ικανοποίηση όλων των ενυποθήκων απαιτήσεων. 1294 και επ. ιβ) Κατά των ειδικών διαδόχων του οφειλέτου ή υπόχρεου. κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του επίδικου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της. επικρατέστερου από το δικαίωμα του καθ' ού η εκτέλεση. και μάλιστα συνηθέστερα οι επόμενες: αα) Κατά τους ορισμούς του άρθρου 919 (980) ΚΠολΔ που αναφέρονται πιο πάνω. Από τον κανόνα που εκτέθηκε ισχύουν. με την προσθήκη στο άρθρ. δεν χωρεί κατ' αρχήν αναγκαστική εκτέλεση. εάν επικαλούνται και αποδεικνύουν την ύπαρξη δικαιώματος επί του πράγματος. η αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να ενεργηθεί κατά όλων των προσώπων που αναφέρονται πιο πάνω.§ 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως 257 σχυρης. η εμπράγματη υποθηκική αγωγή. ο οποίος από μεταβίβαση από μη δικαιούχο απέκτησε δικαιώματα κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου38.λπ. που εκδίδονται επί εμπραγμάτων αγωγών ή περί νομής. κατά την οποία μεταβιβάζεται η απαίτηση όχι όμως και η υποχρέωση ή ενοχή. δηλ. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για παράδοση ή απόδοση πράγματος. σύμφωνα με το άρθρ. του ΑΚ. ότι αυτά μπορούν. 325 (341) εδ. κατά την οποία το δεδικασμένο (και συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση και η εκτελεστότητα) δεν ισχύει έναντι εκείνου. 5) Όπως λέχθηκε και πιο 38. 3) Ο ΚΠολΔ προσπάθησε να προλάβει το ζήτημα που προέκυψε με αφορμή τη διάταξη του άρθρ. 936 (998) ΚΠολΔ. διάφορες εξαιρέσεις. να ασκήσουν ανακοπή τρίτου κατά της εκτελέσεως. σχετικά με την έκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας. όπως ρητά ορίζει η πιο πάνω διάταξη. β΄ ειδικής διατάξεως. αντίθετης συμφωνίας των ενδιαφερομένων. Εννοείται όμως. Ι § 204. Βλέπε πιο πάνω τ. και ο οποίος ευθύνεται (περιορισμένα) μέχρι την αξία του πράγματος. Ο κανόνας που αναφέρθηκε είναι συνέπεια της φύσεως της ειδικής διαδοχής. 258 § 347 – Νομιμοποίηση των διαδίκων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως πάνω39. Εν όψει και των απόψεων που διδάσκονται και γίνονται δεκτές43 περί των υποκειμενικών ορίων του ουσιαστικού δεδικασμένου. Βλέπε πιο πάνω τ. . την επανεγκατάσταση αυτού στο μίσθιο. δικαιούνται να αντιτάξουν με ανακοπή τον ισχυρισμό της διζήσεως. 731 Α. 40. Και οι δύο τελευταίες πιο πάνω διατάξεις αποτελούν οιονεί εκδήλωση της τάσεως για «εμπραγματοποίηση» κατά κάποιο τρόπο της μισθώσεως. Ράμμο. όπως άλλωστε και κατά οποιουδήποτε έλκει τα δικαιώματά του από το μισθωτή ή κατέχει το μίσθιο για τον ίδιο40. μετά από αίτηση του καθ' ού έγινε η εκτέλεση. Πρβλ. 920 (981) ΚΠολΔ42. 681. 38 και 39. Εξάλλου η απόφαση. σε περίπτωση εξαφανίσεως της αποφάσεως που διέταξε την παράδοση ή απόδοση της χρήσεως του μισθίου και εκτελέστηκε εν τω μεταξύ. όπως τροποποιήθηκε. να γίνει εκτέλεση εναντίον αυτών. Σχ. αποφάσεις που αφορούν την απόδοση της χρήσεως μισθίου ακινήτου εκτελούνται και κατά των υπομισθωτών. έχει εφαρμογή.Δ. Δ. ή μόνο όταν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. ότι) είναι. δηλαδή να ζητήσουν να κινηθεί η διαδικασία της εκτελέσεως πρώτα κατά της εταιρείας και. 1045 Α.Ε. 42. εφόσον δεν κάνει μνεία για τις εταιρείες αυτές. η οποία. ιγ) Κατά τους ορισμούς του άρθρ. προκειμένου περί αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. ΚΠολΔ 659 (681).Ε. του 1834 άρθρ. ΙΙ § 315. Περαιτέρω. πρέπει να εξεταστεί. ορθότερη (θα πρέπει να θεωρηθεί κατά το Γ. Ι § 204. η καταφατική λύση του ζητήματος και για την πρώτη περίπτωση.. Σ. Η διάταξη που αναφέρθηκε.λπ.Ε. Πρβλ.Δ. κατ' αρχήν τουλάχιστον. με βάση (τον) εκτελεστό τίτλο κατά της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση και κατά των ομορρύθμων εταίρων. Βλέπε πιο πάνω τ. 868. Σχετικά γεννιέται το ζήτημα. εάν οι ομόρρυθμοι εταίροι. 41. άρθρ. 981. Βλέπε παραπομπές στις υποσημ. 43. Σ. εφόσον επισπεύδεται με βάση την πιο πάνω διάταξη εκτέλεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων από τους εταίρους αυτούς. 8. όχι μόνο επί διαλύσεως της εταιρείας. η οποία δεν αφορά τις κεφαλαιουχικές εταιρείες. αλλά και κατά οποιουδήποτε έλκει τα δικαιώματά του από τον διάδικο κατά του οποίου διατάχθηκε η επανεγκατάσταση41. μόνο αν δεν ικανοποιηθεί ο επισπεύδων από την εταιρική περιουσία. αλλά και για οποιαδήποτε εκτέλεση κατά τη διάρκεια λειτουργίας αυτής. και Πολ. Σχ. Πολ. ιδίως των ακινήτων. και ΒΧΗ/1899. εάν η διάταξη που μνημονεύθηκε αφορά την παθητική νομιμοποίηση της αναγκαστικής εκτελέσεως σε κάθε περίπτωση. Το ζήτημα αυτό αποτελεί ειδικότερη εμφάνιση του γενικότερου προβλήματος για τη φύση της ευθύνης των ομόρρυθμων εταίρων για τις υποχρεώσεις της εταιρεί39.Ε. εκτελείται όχι μόνο κατά του εκμισθωτού που επέσπευσε την εκτέλεση κ. διατάζει. Πολ. πιο πάνω τ. γίνεται πιο κάτω ειδικός λόγος44. IV. την άσκηση ανακοπής κατά της εκτελέσεως.χ. η έλλειψη στην περίπτωση αυτή της παθητικής νομιμοποιήσεως της εκτελέσεως έναντι των ομορρύθμων εταίρων θα ήταν προσωρινή. δηλαδή ποια πρόσωπα δικαιούνται να επισπεύσουν ή να συνεχίσουν την πιο πάνω διαδικασία και κατά ποίων μπορεί να στραφεί αυτή. τόσο υπό το προγενέστερο δίκαιο. Μάλλον σύμφωνη με το πνεύμα του νόμου. Ύπαρξη έννομου συμφέροντος στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. είναι η γνώμη που αποκρούει την προβολή της ενστάσεως της διζήσεως και τον επικουρικό χαρακτήρα της ευθύνης των ομόρρυθμων εταίρων. Βλ. 46. ιε) Αυτά που εκτίθενται πιο πάνω αφορούν τα θέματα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικά. ή διεκδικητικής ανακοπής. . Β) Όπως λέχθηκε και πιο πάνω46 το έννομο συμφέρον διαφέρει κατά το περιεχόμενο και κατά την έννοια από τη νομιμοποίηση. όσο ίσως περισσότερο υπό τον ΑΚ. οι οποίες επιβάλλονται κάθε φορά να τηρούνται. πιο κάτω § 358. Ι § 123. εκτός δηλαδή από αυτών κατά των οποίων έχει εκδοθεί ο (συγκεκριμένος) εκτελεστός τίτλος. Πάντως και με την αντίθετη εκδοχή. για να απευθύνεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά προσώπων άλλων. § 348 Α) Όπως και στη διαγνωστική διαδικασία45 έτσι και στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι απαραίτητη η ύπαρξη έννομου συμφέροντος στα πρόσωπα των υποκειμένων αυτής (των διαδίκων). Βλέπε πιο πάνω τ. 45. εάν δηλαδή η ευθύνη αυτή είναι ευθεία και άμεση ή έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα. Τα ζητήματα της ενεργητικής και της παθητικής νομιμοποιήσεως για την ενέργεια των διαφόρων πράξεων της διαδικασίας αυτής και της κατευθύνσεως αυτών. δηλαδή ύπαρξη ανάγκης για ενέργεια (της) αναγκαστικής εκτελέσεως και επίτευξη της έννομης προστασίας που επιδιώκεται με αυτήν. της εκτελέσεως της περιλήψεως της εκθέσεως κατακυρώσεως του πλειστηριασμού κλπ. π.§ 348 – Ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως 259 ας. ιδ) Για τις πρόσθετες διατυπώσεις. Βλ. Και τα δύο μπορούν να συνυπάρχουν ή να λείπουν ή να συντρέχει το ένα και να λείπει το άλλο. Μερικές φορές εξάλλου είναι δυνατόν το έννομο συμφέρον να εκπληρώνει νομιμοποιητική λει44. εξετάζονται και αντιμετωπίζονται πιο κάτω στους οικείους τόπους. Ι § 123. Έρεισμα επαρκές για τη θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος δεν μπορεί κανείς να συναγάγει από τους ορισμούς του ισχύοντος δικαίου. ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως. το περιεχόμενο και τα διακριτικά στοιχεία του έννομου συμφέροντος στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ισχύουν όσα ορίζονται για την αντίστοιχη (διαδικαστική) προϋπόθεση επί της διαγνωστικής διαδικασίας47. Βλέπε πιο πάνω τ. δηλαδή παράλληλα να συμπληρώνει ή να θεμελιώνει τη νομιμοποίηση. Γ) Γενικά ως προς την έννοια. . την έκταση. Ι § 123. Τέτοιες περιπτώσεις παρουσιάζονται μερικές φορές επί οιονεί καθολικής και ειδικής διαδοχής. 47.260 § 348 – Ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως τουργία. Κατά το ισχύον δίκαιο. εφόσον . ΙΙ) Οι κατ' ιδίαν προϋποθέσεις. για τις οποίες γίνεται λόγος στην προκειμένη περίπτωση. Α) Για το επιτρεπτό ή παραδεκτό της διενέργειας αναγκαστικής εκτελέσεως είναι απαραίτητη περαιτέρω (εκτός από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις και γενικότερα τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως). υφίσταται και χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής που εκτίθενται αμέσως πιο πάνω.λπ. Β) Η αξίωση παροχής έννομης προστασίας με τη μορφή αυτή.. η αναγκαστική εκτέλεση που παρά ταύτα λαμβάνει χώρα είναι μη νόμιμη και ανεπίτρεπτη και κηρύσσεται άκυρη κ.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ (ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ) ΤΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΤΟΥ Ή ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ Τίτλος Πρώτος Γενικές Παρατηρήσεις § 349 Ι) Εισαγωγή. πρέπει να λαμβάνει χώρα. ΙΙΙ) Συνέπειες της ελλείψεως των ειδικών προϋποθέσεων. όταν υφίστανται ορισμένες εγγυήσεις και τηρούνται ορισμένες διατυπώσεις. που στηρίζουν αυτήν επαρκώς. δηλαδή των πραγματικών γεγονότων που προβάλλονται από τους διαδίκους και δεν αμφισβητούνται. εν όψει εννοείται του πραγματικού υλικού που υφίσταται και διαπιστώνεται προσηκόντως. Εάν λείπει μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις αυτές. ειδικές προϋποθέσεις του επιτρεπτού ή παραδεκτού της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι: Α) Η ύπαρξη τίτλου εκτελεστού. οι οποίες συνέχονται στενά με τη φύση και το περιεχόμενο αυτής της μορφής επεμβάσεως του Κράτους. Β) Η τήρηση ορισμένης προδικασίας. εάν δεν προστίθενται και οι προϋποθέσεις. ότι η τραχεία εξωτερικά τουλάχιστον επέμβαση της Πολιτείας για την πραγματοποίηση της αναγκαστικής εκτελέσεως. Δεν μπορεί όμως να ασκηθεί η αξίωση αυτή ούτε να υλοποιηθεί με την άσκηση πράξεων εξουσίας εκ μέρους των αρμοδίων κρατικών οργάνων (των οργάνων της εκτελέσεως δηλαδή). καθώς δικαιολογείται και επιβάλλεται από τους λόγους που εκτίθενται πιο πάνω. Γ) Θεωρήθηκε και θεωρείται. Γ) Η τήρηση ορισμένων προσθέτων διατυπώσεων. Δ) Η πάροδος ορισμένης προθεσμίας. η συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων. Ε) Τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών πρέπει να εξετάζει το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα. προπαρασκευαστικών της αναγκαστικής εκτελέσεως. 902· Bettermann K. 2000· Nierwetberg. 201· Rintelen. 57· Gaul. 1989· Münzberg. Τίτλος Δεύτερος Ύπαρξη τίτλου εκτελεστού* § 350 *Ειδική Βιβλιογραφία: Γ. 306. Φραγκίστα: Προϋποθέσεις εκτελέσεως. 400· Wolfsteiner. IV) Για κάθε μία από τις πιο πάνω προϋποθέσεις γίνεται πιο κάτω κατ' ιδίαν λόγος. 378· Münzberg. 1996· Voit/Geneke. Vollstreckbare Urkunde und prozessualer Anspruch. Α) Μία. 3.· Π.: Die vollstreckbare Urkunde.)· Veeser.. Δίκαιον 1966 σ. Θ. σύμφωνα με όσα εκτίθενται στον οικείο τόπο. Der vollstreckbare Anwaltsvergleich. 1960.A. Der vollstreckbare Anwaltsvergleich nach der Einfügung der §§ 796a-796c ZPO durch das Schiedsverfahrens-Neuregelungsgesetz. Titel und Vollstreckung im internationalen Rechtsverkehr. 306· Zawar. Zur Unterwerfungsklausel in der vollstreckbaren Urkunde. το δικαίωμα. NJW 1999. για την ικανοποίηση . Φραγκίστα Γνωμοδοτήσεις (1980) σ. Σμαΐλη: Εκτέλεσις αλλοδαπών αποφάσεων Ν. FS Lüke. NZA 1998. Aufl.: Die Vollstreckung des Zivilurteils in den Grenzen seiner Rechtskraft (1949)· Bauer Hellmuth: Die Zwangsvollstreckung aus inländischen Schuldtiteln im Ausland 1975˙ Prehn W. DNotZ 1991. 993· Zimmer. Einwendungen gegenüber vollstreckbaren Anwaltsvergleichen. Die Prinzipien und Grundstrukturen des Zwangsvollstreckungsrechts. 2· Sauer. 2007 (ιδίως σελ. Grundpfandrechtsbestellung.J. σ. Der vollstreckbare Anspruch in unstreitig erwirkten Vollstreckungstiteln. 1986· Stamm. RNotZ 2001. Schuldanerkenntnis und Zwangsvollstreckungsunterwerfung in der neueren Rechtsprechung des BGH. 50 επ.W. Vollstreckbare Urkunde und vollstreckbarer Anspruch. 2. 81· Geimer. 211επ. DNotZ 1999. Lüdicke H. MDR 2006. Ι) Εισαγωγή. (2011)· Schulte R. Bestimmtheit und Bestimmbarkeit im Hinblick auf vollstreckbare notarielle Urkunden. Ύπαρξις τίτλου εκτελεστού.· Magis: Libert: Die vollstreckbare notarielle Urkunde. Die Auslegung des Vollstreckungstitels – auch mit Hilfe der Klageschrift?.· Ernemann Andr. Notarielle Vollstreckbarerklärung von Anwaltsvergleichen – Betrachtungen zu § 1044 b ZPO. Δίκαιον ιστ 221 επ. FS Lüke. 1997.· Χ. Die vollstreckbare Urkunde. JZ 1998.: Die Zwangsvollstreckung aus Schiedssprüchen (1924)· Matterny G. Aufl. και μάλιστα αυτή που μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτη.: Zur Anerkennung und Vollstreckung ausländischer Schiedssprüche (1979)· Wolfsteiner H. Mitteilungen der Rheinischen Notarkammer 1979 σ. ZZP 2003. Bartels. Είναι δηλαδή απαραίτητο. 1997. Zwangsvollstreckungsnovelle. 111 επ. 397 επ. προϋπόθεση του παραδεκτού ή επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι η ύπαρξη τίτλου εκτελεστού.: Vollstreckbare Titel (1964). Rpfleger 2009. und Dietrich Hans: Die vollstreckbare Urkunde (1953).262 § 350 – Ύπαρξη τίτλου εκτελεστού προσβληθεί προσηκόντως. Anspruch. 2006· Wolfsteiner. Ράμμου: Ζητήματα εκ της εκτελέσεως προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως Ν. Probleme und Grenzen der Vollstreckungsunterwerfung in der notariellen Urkunde. Die vollstreckbare Urkunde nach der 2. 266· Münch. 357· Nelle. Die (weitere) vollstreckbare Ausfertigung für den Rechtsnachfolger.: Zwangsvollstreckung aus Befreiungstiteln N. που μπορεί και πρέπει να προστατευθεί με αναγκαστική εκτέλεση.Πολ. το οποίο αποδεικνύει δικαίωμα επιδεκτικό ικανοποιήσεως και προστασίας με αναγκαστική εκτέλεση και παρέχει την εξουσία στον ενδιαφερόμενο να ζητήσει τη συνδρομή των οργάνων της εκτελέσεως και να προβεί μέσω αυτών ή με τη σύμπραξη αυτών στη διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως. Πολ. έμμεσα Κρητ. αριθμ. ΙΙ) Ορισμός: Έννοια. άρθρ.Ε. ΚΠολΔ 904 (965) § 2. Σ. το οποίο καλείται εκτελεστός τίτλος1. του 1820. και Πολ. ώστε όχι μόνο να δικαιολογείται. Α) Εκτελεστός τίτλος καλείται έγγραφο. 1027 § 2 Α.Δ. άριθ. άρθρ. Κρητ. Κατά συνέπεια δεν είναι εκτελεστοί τίτλοι 1.Δ. Πρβλ. γ) Αναγνώριση από το νόμο της «εκτελεστικής» δυνάμεως αυτού και παροχή από (το έγγραφο) αυτό στον ενδιαφερόμενο της εξουσίας για πραγματοποίηση της αναγκαστικής εκτελέσεως. Είναι άλλωστε. να αποδεικνύεται κατά τρόπο αυθεντικό και επίσημο και μάλιστα με έγγραφο. . Σχ.§ 350 – Ύπαρξη τίτλου εκτελεστού 263 του οποίου πρόκειται να λάβει χώρα (η) αναγκαστική εκτέλεση. 854. 315. αλλά πάντως τραχεία και οδυνηρή συνήθως η αναγκαστική εκτέλεση. ΚΠολΔ 904 (965) § 1. δικαστηρίων. που προκαλείται και χωρεί μέσω της βάσει αυτού συνδρομής των αρμόδιων. δηλαδή περιέχουν ή περιλαμβάνουν καταψήφιση ή καταδίκη σε παροχή (πράξη ή παράλειψη) κ. 965 § 2. ότι απαραίτητα στοιχεία του εκτελεστού τίτλου είναι: α) Η ύπαρξη εγγράφου. από τις οποίες και η διαδικασία αυτής επιμηκύνεται επιβλαβώς από πολλές απόψεις και δημιουργείται αβεβαιότητα νομική και πραγματική για τις συναλλαγές. ββ) Δεν αποκλείονται όμως και αποφάσεις των ποινικών και των διοικητικών κ.Σ. Β) Από τον πιο πάνω ορισμό προκύπτει. 2. β) Η απόδειξη ή διαπίστωση της υπάρξεως δικαιώματος. αναγκαία μεν μερικές φορές. 965 § 1. Β) Δικαιολογητικός λόγος της καθιερώσεως της προϋποθέσεως αυτής είναι η πρόθεση να αποφεύγονται αφενός η διενέργεια αναγκαστικών εκτελέσεων για ανύπαρκτες ή αβάσιμες αξιώσεις και αφετέρου ο πολλαπλασιασμός των διαφορών ερίδων και αμφισβητήσεων που προκύπτουν κατά την εκτέλεση. Πρβλ.Ε. του 1834. Πολ. όπως λέχθηκε. σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν.Δ. Δ. του 1834.Ε. 1027 § 1 Α. 856. σε σχέση με τα στοιχεία αυτά. Πολ.λπ. μπορούν να σημειωθούν τα επόμενα: Γ) Τίτλους εκτελεστούς αποτελούν ή ως τίτλοι εκτελεστοί αναγνωρίζονται τα επόμενα έγγραφα2: α) Ορισμένες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων αα) Κυρίως και πρωτίστως εννοούνται (οι) αποφάσεις των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων. Δ. Σχ. άρθρ. 1.Δ. προς τούτο οργάνων. Πολ. Ειδικότερα. αλλά και να επιβάλλεται η λήψη προφυλακτικών και εξασφαλιστικών ή βεβαιωτικών μέτρων σχετικά με την ανάγκη της διενέργειας της αναγκαστικής εκτελέσεως. του 1880.λπ.Ε. Οι αποφάσεις αυτές είναι τίτλοι εκτελεστοί με τις επόμενες προϋποθέσεις: ααα) Εφόσον είναι καταψηφιστικές ή καταδικαστικές. 315. χ. οι οποίες περιέχουν εντολή προς δημόσια αρχή να προβεί σε ορισμένη ενέργεια που ανάγεται σε κύκλο των καθηκόντων της5. Anordnungsurteile ονομάζονται στη γερμανική γλώσσα οι αποφάσεις αυτές. 791 (852) ΚΠολΔ. Άλλωστε. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν π. τη μεταγραφή εγγράφου ή κάποιας πράξεως. οι αποφάσεις. Για την έν- 3. Η ενέργεια ή επιχείρηση αυτών που διατάζονται ή προβλέπονται από τις αποφάσεις αυτές. Διαφορετικά υπέχει ποινική. ή να έχουν κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστές. που προβλέπονται από τον ΚΠολΔ γενικότερα και κυρίως από το δημόσιο δίκαιο. εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναγράφονται σε αυτήν. Τ. την έκδοση περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως πλειστηριασμού κ. δεν μπορεί κατά νομική ακριβολογία να νοηθεί (αυτοτελής) τελεσιδικία των αποφάσεων αυτών. να έχουν καταστεί τελεσίδικες ή να είναι ανέκκλητες. περιλήψεως ή πιστοποιητικού. όπως πιο κάτω § 383. αστική και πειθαρχική ευθύνη και είναι δυνατόν να ληφθούν με ορισμένες προϋποθέσεις και κάποια μέτρα δικαστικής φύσεως. . για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου να διατάξει τη χορήγηση αντιγράφου. όπως και κατά το προγενέστερο δίκαιο. εφόσον δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας ή αμετάκλητες. Για τη διάταξη αυτή γίνεται λόγος ειδικότερα πιο κάτω6. 4. δεν είναι δεκτικές αναγκαστικής εκτελέσεως με την ίδια πιο πάνω έννοια οι αποφάσεις. Συνήθως δεν είναι εκτελεστές με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Οι μη οριστικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε αναγκαστική εκτέλεση κατά κυριολεξία. ημίτομος Α΄. ο αρμόδιος υπάλληλος ή λειτουργός ή το αρμόδιο όργανο της δημόσιας αρχής έχει υπηρεσιακό καθήκον και οφείλει ως εκ τούτου να συμμορφωθεί με την περιλαμβανόμενη στη δικαστική απόφαση. οι οποίες διατάζουν την εγγραφή ή την εξάλειψη υποθήκης ή προσημειώσεων υποθήκης. εντολή του δικαστηρίου που εκφράζει τη θέληση του νόμου. για να είναι εκτελεστοί τίτλοι. πιο κάτω στα περί Εκουσίας Δικαιοδοσίας. η διάταξη της § 5 του άρθρ.264 § 350 – Ύπαρξη τίτλου εκτελεστού οι αναγνωριστικές ή βεβαιωτικές αποφάσεις3. Πρβλ. κλπ. πρέπει να είναι οριστικές (ή τελειωτικές κατ’ άλλη ορολογία). Εφαρμογή όμως των ορισμών του ισχύοντος δικαίου κατά του υπαλλήλου σχετικά με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. λαμβάνει χώρα με άλλους τρόπους. Όμοια. βββ) Περαιτέρω οι εν λόγω δικαστικές αποφάσεις. Ι § 201. 5. IV. πιο πάνω τ. οι διαπλαστκές ή διαμορφωτικές αποφάσεις4.χ. Περαιτέρω μπορεί να τύχει εφαρμογής. όπως π. Κατά τις περιπτώσεις αυτές.λπ. έτσι και υπό τον ΚΠολΔ. Βλ. σχετικά με την έννοια και το περιεχόμενό τους βλ. που επιβάλλονται με τις αποφάσεις αυτές. 6. δεν μπορεί να λάβει χώρα. η διεξαγωγή αποδείξεων που προβλεπόταν άλλοτε με προδικαστική απόφαση. την έκδοση απογράφου ή επικυρωμένου αντιγράφου. Η επίτευξη ή η πραγματοποίηση των μέτρων ή καταστάσεων. δεν αποτελεί αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως. Πρβλ. επιδεκτικό προστασίας με αναγκαστική εκτέλεση. τίτλος εκτελεστός με την έκδοσή της11. ενώ κατ' άλλη άποψη. 10. Η διαταγή πληρωμής θεωρείται κατά το δίκαιο που ισχύει σ' εμάς. Για τις προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις γίνεται λόγος πιο κάτω. IV (στα περί διαιτησίας). Προσδιορισμός των εξόδων στα πρακτικά σπάνια λαμβάνει χώρα. 896 (957). και ΚΠολΔ 631 (652) και πιο πάνω τ. Βλ. γ) Οι διαιτητικές αποφάσεις. και πιο κάτω τ. 293 (306) § 1 ΚΠολΔ. τα οποία συντάχθηκαν από Έλληνες Συμβολαιογράφους ή από Ειρηνοδίκες.8 β) Εκτελεστοί τίτλοι περαιτέρω είναι: Τα συμβολαιογραφικά έγγραφα. το οποίο είναι αντικειμενικό και σχετικά με το οποίο δεν υφίσταται αμφισβήτηση. πιο κάτω § 351. Μόνο δυνάμει ρητής διατάξεως του νόμου θα μπορούσε να γίνει λόγος για παρόμοιο ανασταλτικό αποτέλεσμα. 8. και μάλιστα εφόσον αναγνωρίζεται με αυτά υποχρέωση για παροχή (πράξη ή παράλειψη κλπ. εάν με τη συμφωνία περί διαιτησίας έχει συμφωνηθεί η ευχέρεια ή το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον άλλων διαιτητών και έχει ασκηθεί αυτή μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επ' αυτής ή την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας που συμφωνήθηκε γι' αυτό9. Κατ' εξαίρεση. κατά κανόνα. η εκτελεστότητα αναστέλλεται. που εκτελούν συμβολαιογραφικά έργα ή καθήκοντα. λαμβάνεται υπόψη η ιθαγένεια των διαδίκων ή των διαιτητών. 9. Για το χαρακτηρισμό κάποιας διαιτητικής αποφάσεως ως ημεδαπής ή αλλοδαπής επικρατεί αμφισβήτηση. ΙΙ §§ 309 – 310. Η εκτελεστότητα πηγάζει άμεσα από το νόμο. Ι. όπως επιβάλλεται κατά κάποιες αλλοδαπές νομοθεσίες. § 201. ορθότερο και ασφαλέστερο είναι το κριτήριο του τόπου της διεξαγωγής της διαιτησίας. δ) Τα πρακτικά των δικαστηρίων που περιέχουν συμβιβασμό ή προσδιορισμό δικαστικών εξόδων. Η εκτελεστότητα των ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων δεν εξαρτάται κατά τον ΚΠολΔ. Βλέπε και τις παραπομπές που σημειώνονται στην υποσημείωση 10. Πρβλ. ΚΠολΔ 895 (956) § 2.). που καταρτίζεται κατά το άρθρ. Εννοούνται εδώ οι ημεδαπές διαιτητικές αποφάσεις. εφόσον αποδεικνύουν δικαίωμα. . 9 § 3). Έλληνες προξένους κ. 11. έτσι και υπό τον ΚΠολΔ. Και το πρακτικό διαμεσολαβήσεως αποτελεί τίτλο εκτελεστό (Ν. ο οποίος συνεπάγεται κατάργηση της δίκης. ανεξάρτητα από την επίδοση αυτής ή την τήρηση άλλης διατυ7. Κατά κάποιους. 3898/2010 άρθρ.λπ. Βλ. Εννοείται πρόδηλα ο δικαστικός συμβιβασμός. Όπως κατά το προϊσχύον δίκαιο. ε) Οι διαταγές πληρωμής που εκδίδονται από ημεδαπούς δικαστές10. Πρβλ. Βλέπε πιο πάνω τ.§ 350 – Ύπαρξη τίτλου εκτελεστού 265 νοια των υπολοίπων αποφάσεων έγινε ήδη λόγος πιο πάνω7. με βάση τον τύπο του εγγράφου και το κύριο περιεχόμενο αυτού. από κάποιον όρο (όπως κατά το προγενέστερο δίκαιο). δεν απαιτείται – στο πεδίο της ελληνικής έννομης τάξεως – να περιέχεται στα πιο πάνω έγγραφα όρος ή μνεία για την εκτελεστότητα αυτών. Αντίθετα δεν αναστέλλει την εκτέλεση των ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων κατά την ορθότερη γνώμη η άσκηση αγωγής ακυρώσεως αυτών. που αναγνωρίζονται από το νόμο ως τίτλοι εκτελεστοί. ζ) Διαταγές και πράξεις. οι πράξεις.· R. Πρβλ.: Die vorläufige Vollstreckbarkeit (1953). DGVZ 2008. Το δικαστήριο όμως που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής. η άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής. Τίτλος Τρίτος Προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις* § 351 *Ειδική Βιβλιογραφία: Η. διαταγές και αποφάσεις. Βλάσση: Η προσωρινή εκτέλεσις των δικαστικών αποφάσεων και η αναστολή της εκτελέσεως αυτών κατά τον ΚΠολΔ ΝοΒ ΙΑ 243επ.χ. Γι' αυτούς γίνεται λόγος πιο κάτω14. NJW 2009. Die vorläufige Vollstreckbarkeit. οι οποίοι κηρύχθηκαν εκτελεστοί. αριθ. Die vorläufige Vollstreckbarkeit nach der ZPO-Reform. NJW-RR 1998. 3301/2004 δεν εκτελούνται κατά του Ελληνικού Δημοσίου οι εκτελεστοί τίτλοι των εδαφίων γ΄. Die Sicherungsvollstrekkung aus einem nur gegen Sicherheit vorläufig vollstreckbaren Urteil. 884· Boemke-Albrecht. Anordnung der vorläufigen Vollstreckbarkeit in Zivilurteilen. 1617· Furtner G. ε΄. Becker-Eberhard. ΙΙ §§ 309 – 310 και την εκεί παρατιθέμενη ειδική βιβλιογραφία.λπ. 1068. στ΄. της § 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ με εξαίρεση τις αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις που κηρύχθηκαν εκτελεστές. στ) Οι αλλοδαποί τίτλοι. 13. Βροντάκη: Η προσωρινή εκτέλεσις των αποφάσεων Ελλην. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται π. NJW 2002. Die schuldtilgende Wirkung der Beitreibung aus einem vorläufig vollstreckbaren Titel. την οποία δέχεται κανείς ως προς το αμφισβητούμενο ζήτημα για το νομικό χαρακτηρισμό της12. 3068/2002 όπως ισχύει μετά το άρθρο 20 Ν. Juris Classeur: 1961. Βλέπε πιο κάτω § 352. Δικαιοσ. μπορεί κατά τη διαδικασία των άρθρ. . και πιο πάνω τ. Wiederaufleben der vorläufigen Vollstreckbarkeit?. δ΄. Κατά την αρχική διατύπωση του ΚΠολΔ. επέφερε αναστολή της εκτελέσεως αυτής. 1152.JuS 1998. 12. § 720a ZPO und die „Waffengleichkeit“. ΚΠολΔ 632 (653) § 2. γ΄ Ν. 1333· Brögelmann. Α 13 επ. 14. 1007· Buchard. 686 (730) επ. σχετικά πιο πάνω τ. 431· König. 1128· Giers. JuS 2007. ΚΠολΔ 700 (744) §§ 1 και 3. NJW 1991. Πρβλ. που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και χαρακτηρίζονται ρητά ως εκτελεστοί τίτλοι15 κλπ. ζ΄. Boulbes: Problèmes soulevés par l’exécution provisoire κ. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων) να χορηγήσει αναστολή έναντι της παροχής ή χωρίς εγγύηση μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της ανακοπής13. NJW 1994. 8· Groeger. Sicherheitsleistung bei vorläufig vollstreckbaren erstinstanzlichen Urteilen – Ermäßigung bei beschränkt eingelegter Berufung.266 § 351 – Προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις πώσεως και αδιαφόρως από την άποψη. ΙΙ § 310 σ.· Εμμ. 273· Fölsch. η) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 εδ. ZZP 1989. Die nicht erledigende Vollstreckung aus vorläufig vollstreckbarem Titel – OLG Saarbrücken. 2219· Czub. 15. Μεταξύ των εκτελεστών τίτλων περιλαμβάνονται. σύμφωνα με το οποίο η απόφαση του πρωτοδικείου. γ΄ και δ΄) – και όταν η αναγκαστική εκτέλεση γινόταν δυνάμει αποφάσεως. αν και δεν είναι αμετάκλητες. Βλέπε πιο πάνω τ. 119· Lambsdorff. Έννοια. § 202. όπως και αυτή που χωρεί δυνάμει των υπολοίπων αποφάσεων (τελεσιδίκων κ. Ι. Β) Η αναγνώριση της εκτελεστότητας των πιο πάνω αποφάσεων αποτελεί. Die vorläufige Vollstreckbarkeit im Zivilurteil. η οποία μπορεί να ανατραπεί. εάν ευδοκιμήσει η αναψηλάφηση ή η αναίρεση που ασκείται κατά των τελευταίων αυτών αποφάσεων. Υπό ανάλογη όμως αίρεση τελεί και η αναγκαστική εκτέλεση που χωρεί δυνάμει τελεσίδικης ή ανέκκλητης αποφάσεως. η οποία παρέπεμπε ανεκκαθάριστους ισχυρισμούς σε ιδιαίτερη συζήτηση17. εφόσον γινόντουσαν δεκτοί οι ισχυρισμοί που παραπέμφθηκαν κατά τη συζήτηση που επακολουθούσε. Η αναγκαστική εκτέλεση που λαμβάνει χώρα βάσει των «προσωρινά εκτελεστών αποφάσεων». JuS 2004. 222· Schilken. η οποία θέτει την ανώνυμη εταιρεία υπό προσωρινή διαχείριση. 1303· Oetker. 1991. Die Problematik der Sicherungsvollstreckung. 5 § 4 του ν.λπ. Γενικές παρατηρήσεις. εξαίρεση από τον κανόνα. είναι προ- . δεν υφίσταται κατά κανόνα τουλάχιστον18 η διάκριση που ανα16. JuS 1990. αλλά της ίδιας φύσεως. NJW 2002. 17. Ι) Ορισμός. Die Festsetzung der Sicherheitsleistung bei der vorläufigen Vollstreckbarkeit. Βλ. που ομοίως ήταν ενδεχόμενο να ακυρωθεί. ΙΙ) Πηγή και αφετηρία της δυνάμεως των προσωρινά εκτελεστών αποφάσεων.δ. Einstweiliger Rechtsschutz und vorläufige Vollstreckbarkeit. ΙΙ § 312. Σχετικά με αυτές μπορούν να παρατηρηθούν τα επόμενα: Α) Προσωρινά εκτελεστές καλούνται οι οριστικές ή τελειωτικές αποφάσεις. Zur Schadensersatzpflicht bei vorläufigen Vollstreckungmaßnahmen des materiell berechtigten Gläubigers. 18.§ 351 – Προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις 267 NJW 2003. 641· Vogg. 1372· König. Το ίδιο συνέβαινε κατά το προϊσχύσαν δίκαιο με βάση τα άρθρα 643 § 2 και 644 § 2 ΚΠολΔ – που καταργήθηκαν με το Ν. δεν είναι προσωρινή.). Grundfragen der vorläufigen Vollstreckbarkeit. πιο πάνω τ. οι οποίες μπορούν να εκτελεσθούν. όπως παρατηρήθηκε και πιο πάνω16. JZ 1997. Κατά το ισχύον δίκαιο. Gemeinsamkeiten und Wertungswidersprüche. Είναι αλήθεια. Εξαίρεση φαίνεται ότι θεσπίστηκε με το άρθρ. οι προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις. 449· Saenger. όπως σημειώθηκε πιο πάνω. 2479/1997 (άρθρο 6 § 12 εδ. 2407/1955 «περί υπαγωγής ανωνύμων εταιρειών υπό την διαχείρισιν και διοίκησιν των πιστωτών». τελεσίδικες ή ανέκκλητες. κατά τον οποίο τα αποτελέσματα των δικαστικών αποφάσεων – δεδικασμένο και εκτελεστότητα – αρχίζουν από την τελεσιδικία αυτών. ZZP 1989. ότι η αναγκαστική εκτέλεση που αναφέρθηκε τελεί υπό την αίρεση της επικυρώσεως της πρωτόδικης (που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή) αποφάσεως ή της μη παραδοχής του τακτικού ενδίκου μέσου που ασκήθηκε κατ’ αυτής. άρθρ. υποπίπτει σε παράβαση των σχετικών ορισμών του νόμου και η απόφασή του υπόκειται όχι μόνο σε έφεση. άρθρ. αλλά πάντοτε μετά από αίτηση του (εκάστοτε) νικώντα διαδίκου19. Έτσι ορίζεται. 589].Σ. Γ) Οι περιπτώσεις της πρώτης κατηγορίας απαριθμούνται αποκλειστικά ή περιοριστικά από το νόμο. .ν.ν. δηλαδή επί εξώσεως.268 § 351 – Προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις γνωριζόταν και ήταν παραδεκτή κατά το προγενέστερο δίκαιο και μάλιστα πριν από τον α. Νόμου που αναφέρθηκε ισχύει μετά τον α. ΙΙΙ) Απαγγελία ή κήρυξη της αποφάσεως ως προσωρινά εκτελεστής. αλλά μόνο δυνητική – η μη απαγγελία της προσωρινής εκτελεστότητας μπορεί να στηρίξει μόνο λόγο εφέσεως. β) Επί καθυστερήσεως μισθωμάτων.ν. γραμμάτια σε διαταγή. ενώ άλλοτε επαφίεται στην κρίση αυτού. εάν η διάταξη του Εμπορ. ΚΠολΔ 907 (968) Σχ. γ) Επί απαιτήσεων από συναλλαγματικές. 19. αλλά υπό ορισμένες προϋποθέσεις και σε αναίρεση. δ) Επί απαιτήσεων διατροφής από οποιαδήποτε σωρινώς εκτελεστή. εφόσον υποβάλλεται προσηκόντως (με την αγωγή ή / και με τις προτάσεις) αίτηση για την απαγγελία αυτής. 2407/1940.ΠολΔ. στην δε δεύτερη περίπτωση είναι αμφίβολο. 2407/1940. Ν. μεταξύ αποφάσεων προσωρινά εκτελεστών άμεσα – «αυτοδικαίως» – από διάταξη ή ορισμό του νόμου και ομοίων δυνάμει κηρύξεως από το δικαστή. Η θεωρητική και πρακτική σημασία της διαφοράς αυτής είναι η επόμενη. 2407/1940. α) Επί αποδόσεως (της χρήσεως) μισθίου. Απλώς άλλοτε ο δικαστής δύναται – έχει δηλαδή ευχέρεια – άλλοτε υποχρεούται και άλλοτε απαγορεύεται να κηρύξει μία απόφαση προσωρινώς εκτελεστή. είναι για το δικαστή. ότι ισχύει ως προς την απόφαση που κηρύττει την πτώχευση [Εμπορ.Πολ. ότι το δικαστήριο οφείλει να κηρύξει κάποια απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά τις επόμενες περιπτώσεις. Εάν.Δ. Αλλά στην τελευταία και την πρώτη περίπτωση πρόκειται μάλλον για αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως προσωρινής ισχύος. συντηρητικών και εξασφαλιστικών) μέτρων [ΚΠολΔ 700 (744) ΠολΔ 637 και 639 Κρητ. εφόσον συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της πρώτης κατηγορίας – δηλαδή είναι υποχρεωτική η κήρυξη – διατυπωθεί κανονικά το αίτημα εκ μέρους του ενδιαφερόμενου διαδίκου και δεν κηρύξει ο δικαστής την απόφαση προσωρινά εκτελεστή. όχι δε και αναιρέσεως. 8 και 10 και πολύ περισσότερο μετά τον ΚΠολΔ 907 (968) επ. δηλαδή όσες φορές ζητείται και απαγγέλλεται η καταδίκη σε πληρωμή μισθωμάτων αστικών ή αγροτικών ακινήτων. άλλοτε δε δυνητική. 1031 Α. ενώ στις περιπτώσεις της δεύτερης κατηγορίας – δηλαδή όταν η κήρυξη δεν είναι υποχρεωτική. άλλοτε μεν υποχρεωτική. ή τραπεζικές επιταγές. αλλά η προσωρινή εκτελεστότητα απαγγέλλεται γενικά (πάντοτε) από το δικαστή. Α) Η προσωρινή εκτελεστότητα απαγγέλλεται ή κηρύσσεται από το δικαστή όχι αυτεπάγγελτα.Ε. Β) Η κήρυξη της προσωρινής εκτελεστότητας από το δικαστή. Εξαίρεση επίσης υποστηρίζεται.Ε. 968. 528 (440)] και ως προς τις αποφάσεις που εκδίδονται επί ασφαλιστικών ή επειγούσης φύσεως (προσωρινών. όπως λέχθηκε. Οι διατάξεις του ΚΠολΔ στο θέμα αυτό σχεδόν συνολικά αποτελούν επανάληψη με ελάχιστες λεκτικής μάλλον φύσεως διορθώσεων των ορισμών του α. άρθρ. Σχ. επαγγελματική ή κοινωνική γενικά δραστηριότητα αυτού. α΄. 2407/1940. 971. όπως λέχθηκε.Πολ. δηλαδή εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες. Δ) Για όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις ο νόμος ορίζει.χ. όταν η αναβολή της εκτελέσεως αποφάσεως προξενεί θετική και αξιόλογη βλάβη στον πιο πάνω διάδικο. β΄ Α. Σχ.Ε. Ως προς τις περιπτώσεις α-γ δεν αναγράφεται κανένας (χρονικός) περιορισμός.§ 351 – Προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις 269 αιτία (δηλαδή από το νόμο. διότι η διατήρηση της καταστάσεως που δημιουργήθηκε μη νόμιμα ή αντισυμβατικά. 1032 εδ. γ) Εάν πρόκειται για απαιτήσεις από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Τούτο μπορεί να συμβαίνει. . όπως σημειώθηκε πιο πάνω. ότι οι πιο πάνω προϋποθέσεις υφίστανται κατά τις επόμενες περιπτώσεις: α) Εάν η απόφαση στηρίζεται επί αναγνωρίσεως απαιτήσεως ή επί δικαστικής ομολογίας ή επί δημοσίου ή αναγνωρισμένου ιδιωτικού εγγράφου. Για το υπόλοιπο της απαιτήσεως η κήρυξη της προσωρινής εκτελεστότητας είναι δυνητική. διότι εκμηδενίζει ή ουσιωδώς μειώνει επικίνδυνα την τεχνική. β) Εάν πρόκειται για διατροφή από οποιαδήποτε αιτία. 21. είναι επικίνδυνη για το νικώντα διάδικο ή οδηγεί σε ματαίωση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του.Σ. ε) Επί απαιτήσεων που απορρέουν από τις σχέσεις του 20.ν.Πολ.Δ. Εδώ περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις εκείνες. η οποία δεν αναμένεται πολλές φορές να είναι ταχεία.Δ. ή αιτία θανάτου ή από δικαστική απόφαση). 969 § 1 εδ.Δ. δ και ε) περιπτώσεις η κήρυξη της προσωρινής εκτελεστότητας είναι υποχρεωτική μόνο για το τμήμα της απαιτήσεως που αντιστοιχεί στον μετά την άσκηση της αγωγής χρόνο και τρεις μήνες πριν από αυτήν20. όταν υφίσταται ανάγκη. ΚΠολΔ 908 (969) § 1 εδ. 1.Σ.Πολ. κατά τις οποίες δεν υπάρχει καθήκον του δικαστηρίου να κηρύξει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή. ε) Επί απαιτήσεων από καθυστερούμενους μισθούς ή ημερομίσθια.Ε. Σχ. είναι υποχρεωτική η κήρυξη (της) προσωρινής εκτελεστότητας. 2407/1940. δηλαδή για το όριο πέρα από το πιο πάνω αναφερόμενο χρονικό διάστημα από την άσκηση της αγωγής και τρεις μήνες πριν από αυτήν.Ε. α΄ Α. ΚΠολΔ 908 (969) § 1 εδ. άρθρ.ν. β΄. όταν κατά την κρίση του συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι γι' αυτό ή η επιβράδυνση της εκτελέσεως μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στο νικώντα διάδικο21. 1033 Α.Ε. ότι το δικαστήριο. 969 § 1 εδ. α΄ α. 22. από δικαιοπραξία εν ζωή. 1032 εδ. β΄ α.Ε. Περίπτωση συνδρομής της δεύτερης προϋποθέσεως μπορεί να εμφανίζεται. και πριν από την επέλευση της τελεσιδικίας της αποφάσεως. έχει απλά την ευχέρεια να κηρύξει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή στο σύνολό της ή εν μέρει. π. Κατά τις δύο τελευταίες (υπό στοιχ. όπως κρίθηκε από το δικαστήριο. ΚΠολΔ 910 (971).Σ. να πραγματοποιηθεί συντόμως με την απόφαση μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που διατάζεται με την απόφαση. Ενδεικτικά ο ΚΠολΔ μνημονεύει22.Ε. δ) Εάν πρόκειται για αποζημίωση από αδικοπραξία. 1. Δεν περιλαμβάνονται στην εξαίρεση αυτή τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εκείνα ακόμη. προσωρινή εκτέλεση δεν μπορεί να διαταχθεί: 1) Κατά του Δημοσίου. Το δικαστήριο μπορεί. Σ. 26.Σ. 3) επί διαφορών περί νομής. Όπως υπό το προγενέστερο δίκαιο (της ΠολΔ 1834). άρθρ. ότι στις περιπτώσεις της δεύτερης κατηγορίας (που αναφέρονται υπό στοιχ. να διατάξει να κατατεθεί δημόσια το χρηματικό ποσό ή το δεκτικό 23. ως επιβληθείσα βάσει ανίσχυρου εκτελεστού τίτλου. εκτέλεση δυνάμει προσωρινά εκτελεστής αποφάσεως δεν μπορεί να ενεργηθεί κατά τρίτου. ο δικαστής έχει. αναστέλλουν την εκτέλεση και των προσωρινά εκτελεστών αποφάσεων. 25. 2407/1940. 1034 Α. 27.Δ. οι οποίες αφορούν ορισμένες σχέσεις γονέων και τέκνων26. κατά το νόμο.Ε.Πολ. 969 § 2 α. όταν η αναγκαστική εκτέλεση πρόκειται να λάβει χώρα κατά τρίτου. για τις οποίες μπορεί να γίνει προσωρινή επιδίκαση). δηλαδή προκειμένου για αποφάσεις που εκδίδονται επί διαφορών. ΚΠολΔ 908 (969) § 2 Σχ. 4) Επί των διαφορών του άρθρ.ν. ΙΙ §§ 287 – 288. η οποία καθορίζεται με την ίδια απόφαση. 2407/1940 άρθρ. έτσι και κατά τον ΚΠολΔ.Ε. για να επέλθουν οι συνέπειες της αποφάσεως. 1. Ε) Συμπληρωματικά ορίζεται23. Βλέπε πιο πάνω τ. των δήμων και των κοινοτήτων25. για τα οποία ορίζεται ότι απολαμβάνουν των προνομίων του Δημοσίου.270 § 351 – Προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις άρθρου 663 ή 728 ΚΠολΔ (δηλαδή από σχέση εξηρτημένης εργασίας ή απαιτήσεων. στ) επί εμπορικών διαφορών. Ζήτημα συνταγματικότητας της διατάξεως αυτής δεν τίθεται κατά την κρατούσα άποψη (στη θεωρία και στη νομολογία). Η προσωρινή εκτέλεση που απαγγέλλεται παρά την απαγόρευση αυτή είναι ανίσχυρη και η αναγκαστική εκτέλεση που λαμβάνει χώρα βάσει αυτής κηρύσσεται άκυρη. 618. . εάν πιθανολογείται ότι η εκτέλεση αυτής θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον ηττώμενο (διάδικο). Όπως εκτέθηκε πιο πάνω27. 1035 Α. εάν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι γι' αυτό και ιδίως εάν η οικονομική κατάσταση του διαδίκου που νίκησε ή άλλοι λόγοι δημιουργούν τον κίνδυνο να μην είναι δυνατή η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση σε περίπτωση μεταρρυθμίσεως ή εξαφανίσεως της αποφάσεως.Ε.Δ. 2) Κατά οποιουδήποτε διαδίκου ως προς τα δικαστικά έξοδα. ανίσχυρη κ. κατά τις οποίες η κήρυξη της προσωρινής εκτελεστότητας είναι δυνητική.Πολ. αντί για εγγύηση. η) Επί απαιτήσεων από ανώνυμους τίτλους. Βλέπε σχετικά πιο πάνω τ.Ε.λπ. απαιτείται να καταστεί αυτή τελεσίδικη ή αμετάκλητη. την εξουσία να εξαρτήσει την ισχύ αυτής και τη δυνάμει αυτής εκτέλεση της αποφάσεως από την παροχή ανάλογης εγγυήσεως από το διάδικο που νίκησε. Ζ) Κατά τις περιπτώσεις. ΚΠολΔ 909 (970) Σχ. 3) Όταν. 24.. ΣΤ) Κατά ρητή διάταξη του νόμου 24. 1) το δικαστήριο μπορεί να μην κηρύξει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή. 1. η προθεσμία και η άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας και της εφέσεως. κατά το ουσιαστικό δίκαιο. 970 α.ν. ΙΙ §§ 304 – 305. μετά από αίτηση αυτού που έχει έννομο συμφέρον (διαδίκου ή τρίτου). 1036 Α. εφόσον δέχεται την αίτηση με τις προϋποθέσεις και κατά τη διαδικασία της ανακλήσεως των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.Ε. ΚΠολΔ 913 (974). που θα ληφθεί με την εκτέλεση. Θ) Από την πρώτη συζήτηση της ανακοπής ή της εφέσεως.Δ.ν. 32. 31. ΚΠολΔ 912 (973) § 1. . Σ. 973 § 2. Πρβλ. ότι αυτή δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις.Σ.Ε. α. μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους που υποβάλλεται μόνο με το δικόγραφο της ανακοπής ή της εφέσεως ή με τις προτάσεις. Η παροχή της εγγυήσεως λαμβάνει χώρα κατά το κοινό δίκαιο. 30. άρθρ. 2407/1940.Ε. να διαταχθεί η αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής στο σύνολό της ή εν μέρει. πιο πάνω υποσημ. 1037 § 1 Α. β) Το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρμόδιο για να διατάξει την αναστολή μέχρι την πρώτη συζήτηση της ανακοπής ή της εφέσεως στο ακροατήριο.Ε. ΚΠολΔ 912 (973) § 2. 686 επ. Η αίτηση για την αναστολή ασκείται και συζητείται κατά τη διαδικασία των άρθρ.ν. ΚΠολΔ 911 (972) Σχ. κατά τη συζήτηση και όχι αυτοτελώς. Σαφώς προκύπτει από τη σχετική διάταξη. 33. Μπορεί όμως να ανακληθεί από το δικαστήριο που την εξέδωσε μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο32. άρθρ. Σχ. άρθρ.Ε. α. το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ή την έφεση. 908 και 910 ΚΠολΔ. γ) Η απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως αναστολής δεν υπόκειται αυτοτελώς σε ένδικα μέσα σύμφωνα με το άρθρ. Εξάλλου μέχρι το ίδιο χρονικό σημείο μπορεί με τις ίδιες προϋποθέσεις και κατά την ίδια διαδικασία να υποβληθεί ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου. 29.§ 351 – Προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις 271 καταθέσεως πράγμα.Δ. μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως.Δ. 2. Η) Όπως εκτέθηκε στους οικείους τόπους29. Σχ. μετά από αίτηση του ηττηθέντα διαδίκου. Σχ. με τον όρο της παροχής εγγυήσεως. 699 (743) ΚΠολΔ. ΙΙ §§ 287. 1037 § 2 Α. 30 και 31. η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας και αυτή της εφέσεως και η άσκηση αυτών των ενδίκων μέσων δεν αναστέλλουν κατά κανόνα την εκτέλεση των προσωρινά εκτελεστών αποφάσεων. 2407/1940.ν. 288. Κατά τη συζήτηση αυτής κλητεύεται υποχρεωτικά ο αντίδικος του αιτούντα31.Ε. μπορεί.Πολ. 2. μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως28.Πολ.Πολ.Ε. Βλέπε πιο πάνω τ. 2407/1940. 973 § 1. η οποία καθορίζεται με την απόφαση που αποφαίνεται την αναστολή. ή χωρίς την παροχή εγγυήσεως30. 974 α. α) Εφόσον (όμως) ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση κατά της αποφάσεως που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή βάσει των άρθρ. 1038 § 1 Α. νέα αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. κατά τις οποίες η απαγγελία της προσωρινής εκτελεστότητας είναι.Ε. εφόσον εννοείται συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις33 που 28. Σ. και εφεξής σε κάθε στάση της δίκης. 972 α.Δ. μπορεί.Πολ. ΚΠολΔ (δηλαδή αυτή των ασφαλιστικών μέτρων).ν. 2. σύμφωνα με αυτό που εκτίθεται πιο πάνω. Σ. 2407/1940. υποχρεωτική. Δ. Σχ. Κάτι ανάλογο θα 34.Πολ. Α) Το δικαστήριο. είτε με τις προτάσεις ή με ιδιαίτερο δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Ι) Οι αποφάσεις που αναφέρονται πιο πάνω (υπό στοιχ. Οι διατάξεις του άρθρ. η οποία καθορίζεται με την ίδια απόφαση. 974 § 2 α. 2407/1940. Σ. το οποίο δικάζει την ανακοπή ή την έφεση. 1039 § 1 Α. 911 (972) – δηλαδή να εξαρτήσει την προσωρινή εκτέλεση της αποφάσεως από την παροχή ανάλογης εγγυήσεως από το διάδικο που νίκησε.ν. Προϋπόθεση επομένως της εφαρμογής του κανόνα που αναφέρθηκε είναι η ύπαρξη στάσεως της δίκης που προκαλείται νόμιμα. την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την εκτέλεση της αποφάσεως που εξαφανίσθηκε ή μεταρρυθμίστηκε. εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναγράφονται στη μνημονευθείσα διάταξη – ή να επιβάλλει να κατατεθεί δημόσια το χρηματικό ποσό που θα ληφθεί ή το δεκτικό καταθέσεως πράγμα μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως. 1038 § 1 Α. Θ) και αποφαίνονται κατά την § 1 του άρθρ.Ε. δεν προκύπτει μεγάλη δυσχέρεια. α) να κηρύξει κατά τις περιπτώσεις των άρθρ.ν. 909 (970) εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση.272 § 351 – Προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις εκτίθενται πιο πάνω. 2. 2407/1940. Β) Η πιο πάνω αίτηση υποβάλλεται είτε με το δικόγραφο της ανακοπής ή της εφέσεως ή και των προσθέτων λόγων.Ε. .Ε. β) Να διατάξει τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρ. 35. άρθρ. εφόσον δέχεται αυτήν οριστικά και κατ' ουσία και απορρίπτει στο σύνολό της ή εν μέρει την αγωγή. Σχ. με τους τόκους και τα έξοδα. Γ) Εν προκειμένω γεννήθηκε και συζητείται το ζήτημα.Πολ. την ανταγωγή. 908 (969) και 910 (971) ΚΠολΔ την προσβαλλόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή. διατάζει.Ε. ή την κύρια παρέμβαση. σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. η οποία εισπράχθηκε με την αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. διότι διατάζεται η επιστροφή. 975 α. 2. άρθρ. μετά από αίτηση του καθ' ού η εκτέλεση. 912 ΚΠολΔ ή να μεταρρυθμίσει την απόφαση που εκδίδεται κατά το ίδιο άρθρο. από αυτόν που την εισέπραξε. ΚΠολΔ 914 (975) § 1. ποία είναι η έννοια και η έκταση της «επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση». Σ. που υποβάλλεται με τις προτάσεις και όχι αυτοτελώς και όταν δεν κατατίθενται προτάσεις με προφορική δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά34. Η εκτέλεση της αποφάσεως που εξαφανίζεται ή μεταρρυθμίζεται πρέπει να αποδεικνύεται προαποδεικτικά35. καθώς αποκλείεται η υποβολή απλής αυτοτελούς αιτήσεως. του ποσού που εισπράχθηκε.Δ. Εφόσον πρόκειται για χρηματική απαίτηση. γ) Να αναστείλει την εκτέλεση με τους όρους του άρθρ. IV) Επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. ΚΠολΔ 913 (974) § 2. 913 (974) μπορούν να ανακαλούνται από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως αυτεπάγγελτα ή μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους. αν ο καθ' ου η εκτέλεση εκτός ή αντί της αποκαταστάσεως των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δικαιούται να ζητήσει από τον αντίδικό του αποζημίωση για τη ζημία που προήλθε από την εκτέλεση της αποφάσεως. Βλέπε πιο κάτω §§ 376 επ. Κατά το Γ.λπ. όπως σε άλλες ειδικές περιπτώσεις. καθώς η σχετική διάταξη της αποφάσεως που διατάσσει την επαναφορά εκτελείται όπως επί αποδόσεως πράγματος (κινητού ή ακινήτου)36. Ο ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνει ειδική διάταξη για το θέμα αυτό. 2). Ράμμο θα μπορούσε να συναχθεί ερμηνευτικά. ότι την πιο πάνω εξουσία της επιβολής της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στα συνήθη υποκειμενικά όρια του ουσιαστικού δεδικασμένου και της εκτελεστότητας της αποφάσεως που διατάζει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. εάν με την εκτέλεση της αποφάσεως που εξαφανίστηκε κ. μπορεί να γεννηθεί 36. Συνεπώς εκτέλεση αυτής της αποφάσεως κατά τρίτων δεν είναι εύκολο να βρεί άμεσα τουλάχιστον νομικό έρεισμα. όπως προκύπτει και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ.Ε. Σχετικά με αυτό γίνεται λόγος πιο κάτω στο ευρύτερο πλαίσιο του θέματος της υπάρξεως υποχρεώσεως για αποζημίωση και της εκτάσεως αυτής για τις ζημίες που προέρχονται από την αναγκαστική εκτέλεση37.ν. όπως αναπτύσσεται και πιο κάτω επί ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως.Ε. όπως διατυπώθηκε με τον α. η οποία προσδίδει άμεσα απόλυτη ή οιονεί εμπράγματη ισχύ στη σχετική διάταξη της πιο πάνω αποφάσεως. ΣΤ) Περαιτέρω. . δεν περιλαμβάνεται στην προκειμένη περίπτωση. 2407/1940 (άρθρ. Δ) Ενόψει του συμπεράσματος αυτού ή και ανεξάρτητα από αυτό δημιουργείται και συζητείται περαιτέρω το πρόβλημα. ότι την εξουσία αυτή έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. αν και αφανώς από τις γραμμές του νόμου διαχέεται η κατεύθυνση της φυσικής αποκαταστάσεως. στο οποίο αναπέμφθηκε η υπόθεση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.§ 351 – Προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις 273 πρέπει να λεχθεί. Ε) Το προγενέστερο δίκαιο38 όριζε. ελήφθη κινητό πράγμα ή η κατοχή ακινήτου και αυτά βρίσκονται ακόμα στα χέρια του διαδίκου που τότε νίκησε και τώρα ηττάται. Βλέπε πιο κάτω §§ 519 – 523. 38. και τη διατύπωση της πιο πάνω διατάξεως. όταν – κατ’ εξαίρεση πλέον μπορεί να – αναπέμπεται ή παραπέμπεται η υπόθεση μετά την εξαφάνιση της εκκληθείσας πρωτόδικης αποφάσεως. Δυσχέρειες εμφανίζονται. διότι και τότε ευχερώς (μπορεί να) διατάσσεται και (να) εκτελείται η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση αυτουσίως (in natura). και την Α. Διάταξη του ΚΠολΔ. ΠολΔ (1834) 766α. 37. εάν το πράγμα (κινητό ή ακίνητο) έχει περιέλθει για οποιαδήποτε αιτία με οποιονδήποτε τρόπο σε τρίτον. λόγω της σιωπής του νόμου. και ιδίως από τις συζητήσεις στη Σ. Γενέθλιον Γεωργιάδη. Ανεφάρμοστον άρθρ. 489· Geimer.. τιμητικός τόμοςΜπέη. de droit Intern compare 1927 τ. 2008. 1988. 285· Gottwald. 2006. Φραγκίστα.J. FamRZ 2009. τ. Τίτλος τέταρτος Αλλοδαποί τίτλοι* § 352 *Ειδική βιβλιογραφία: Γ.. Ορθότερη – κατά το Γ. επί διδακτ. ΙΙ 888· Χ. Φραγκίστα: Ζητήματα εκ της αναγνωρίσεως αλλοδαπών εκτελεστών τίτλων. 257· Graf von Bernstorff. 1234 επ. Ράμμο – μπορεί να θεωρηθεί η καταφατική λύση του ζητήματος αυτού. di dir. Die internationale Zwangsvollstreckung. Der Europäische Zahlungsbefehl. επί διδακτ. Zivilrecht unter europäischem Einfluss. με τις προϋποθέσεις που εκτίθενται πιο πάνω. Auf. έλαβε χώρα εκούσια ή χωρίς επέμβαση των αρμόδιων οργάνων. Πανεπ.· Schlösser: Vollstreckung im Ausland.λπ.: Die Vollstreckung ausländischer Zivilurteile in der Schweiz (1936)· Guido Magnani: Delibazione de provedimenti giuriusdioanali stranieri. 966 (1905) ΚΠολΔ διά την αναγνώρισιν διαπλαστικής ενεργείας αλλοδαπής αποφάσεως Δ. 2009· Bittmann. N.Internationaler Rechtsverkehr in Zivil. για να αποφανθεί για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. 1970· Κ.· Schepke R. Auf. Διατρ. Μπέη.§ 352 – Αλλοδαποί τίτλοι 274 ζήτημα. Internationales Zivilprozessrecht. 2005· Geimer. 6. e proc civ. Πανεπιστημίου Bielefeld 1980· Εισηγ. Exequaturverfahren. Bitter.W. Einige Überlegungen zu einem künftigen europäischen Vollstreckungstitel. Αθήναι. 548· Hau.: Die Vollstreckbarkeit ausländischer Urteile (Διατρ. Γνωμοδοτήσεις 1980 σ. 821· Heinze. Anerkennung und Rechtskraft europäischer Titel nach EuVTVO. 759· Gebauer/Wiedmann. 89· Geimer. Riv.Stand: 08 / 2011· Geimer/Schütze. Ergänzungslieferung . 170 επ. ιδίως όταν αποδεικνύεται ότι η εκούσια εκτέλεση της αποφάσεως που εξαφανίστηκε έγινε ενόψει απειλούμενης ή επικείμενης αναγκαστικής εκτελέσεως αυτής. 80 επ. Γαλλοαμερικ. Hebraud εις συνέδρ. 1959. 721 επ. RIW 2008. 3η έκδ. 1960 σ.und Handelssachen. FS Murad Ferid. εν Rev. 183· Freitag. IPRax 1991.. σ.zum qualifizierten Klauselerteilungsverfahren. Grundfragen der Anerkennung und Vollstreckung ausländischer Entscheidungen in Zivilsachen. 2009· Geimer/Schütze. 41. Vollstreckbarerklärung und Zwangsvollstreckung ausländischer Titel in der Europäischen Union. Sinanides: Anerkennung deutscher Scheidungsurteile in Griechenland. Μαριδάκη: Η εκτέλεσις αλλοδαπών αποφάσεων κατά το ισχύον εις την Ελλάδα δίκαιον. 9 σ. FS Jan Kropholler. Europäisches Zivilverfahrensrecht. έχει εφαρμογή και κατά τις περιπτώσεις εκείνες. Vom Exequatur. Zuständigkeit bei der Anerkennung ausländischer Urteile (1966)· Probst R.3. EuManVO und EuBagatellVO. ZZP 1990.: Zur Prüfung der Gerichtsbarkeit und der intern. 2008· Coester-Waltjen. 2010· Gottwald. 2003. Anerkennung ausländischer Entscheidungen auf dem Gebiet der freiwilligen Gerichtsbarkeit. Europäische Urteilsfreizügigkeit von .· G. Das Internationale Zivilverfahrensrecht im FamFG. κατά τις οποίες η εκτέλεση της αποφάσεως που εξαφανίστηκε κ. αν η πιο πάνω διάταξη για την εξουσία του δικαστηρίου που δικάζει την ανακοπή ή την έφεση. Γοττίγγης 1936)· Geimer R. NJW 2001. 6.. 75.. Internationales Zivilverfahrensrecht.und Vollstreckungsverfahren. Die Unzulässigkeit materiellrechtlicher Einwendungen im Beschwerdeverfahren nach Art. 5. 2009· Schütze. IPRax 2009. Auf. 3· Rauscher. 239· Schlosser. 3145· Hüßtege. Das Europäische Mahnverfahren. Das grenzübergreifende Vollstreckungsverfahren in der Europäischen Union. IPRax 2005. Exequatur verfahren nach EUGVVO und europäischer Vollstreckungstitel – von der besonderen Verantwortung des Rechtspflegers in der Praxis. Erlass und Überprüfung des Europäischen Zahlungsbefehls. 2. 493· Hub. EU-Zivilprozessrecht. Rpfleger 2007. 2007· Nelle. 1471· Schlosser. 8. ZZP 2009. 1 VO (EG) Nr. 154· Schack. Auf. ZZP 1990. 321· Kropholler. Rpfleger 2005. 389· Roth.§ 352 – Αλλοδαποί τίτλοι 275 Entscheidungen ohne vorheriges rechtliches Gehör. 805/2004 zum Europäischen Vollstreckungstitel – unter besonderer Berücksichtigung der Vollstreckungsabwehrklage. Der Europäische Vollstreckungstitel für unbestrittene Forderungen. 294· Münzberg. Vom Brüsseler Übereinkommen über die Brüssel I-Verordnung zum Europäischen Vollstreckungstitel. 863· Sujecki. Praxisprobleme bei der Zwangsvollstreckung aus einem Europäischen Vollstreckungstitel. IPRax 2008. 45 Abs. 51· Wagner. Der Europäische Vollstreckungstitel in der Praxis.IPRax 2004. Das Verfahren über die Zulassung der Zwangsvollstrekkung nach Art. 249· Stürner. Das Gesetz zur Durchführung der Verordnung (EG) Nr.und Kollisionsrecht. IPRax 2002. 1995. Anspruch. ZZP 2007. Titel und Vollstreckung im internationalen Rechtsverkehr. Auf. 5. 2011· Rellermeyer. 43 EuGVVO. IPRax 2007. 2005· Linke/Hau.. 303· Heringer. Auf. IPRax 2010. 2002. EuGVVO als geschlossenes System. FS Reinhold Geimer. Ι) Εισαγωγή. Internationales Zivilprozessrecht.und Handelssachen das familienrechtliche Anerkennungs. Der Europäische Vollstreckungstitel für unbestrittene Forderungen. 2008. 2000· Preuß. Rpfleger. 547· Strasser. Grundfragen der Anerkennung und Vollstreckung ausländischer Entscheidungen in Zivilsachen (aus österreichischer Sicht). 38ff.. Auf. ZZPInt 2006. Α) Ο ΚΠολΔ επιτρέπει τη διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως στην Ελλάδα (δυνάμει) αλλοδαπών τίτλων. 2· Strasser. 25· Hess. 2003. Berücksichtigung oder Präklusion sachlicher Einwendungen im Exequaturverfahren trotz Art. Europäisches Zivilprozess. Das Internationale Zivilprozessrecht in der ZPO. εφ' όσον αυτοί κηρυχθούν εκτελεστοί στην ημεδαπή από τα ημεδαπά δικαστήρια κατόπιν ειδικής διαδικασίας και . 2011· Stadler. 745· Nagel/Gottwald. Die transnationale Bedeutung von Vollstreckbarkeitsnuancierungen. Die Neuregelung der Anerkennung und Vollstreckung in Zivil. NJW 2007. Die Einlegung von Rechtsbehelfen im Vollstreckungsverfahren auf Grund eines Europäischen Vollstreckungstitels. 401· Wagner. τιμητικός τόμος Μπέη. Balance zwischen Effizienz und Schuldnerschutz in der Zwangsvollstreckung aus Titeln anderer EG-Mitgliedstaaten. Das Europäische Zivilprozessrecht – Wieviel Beschleunigung verträgt Europa?. 2010· Schlosser. Internationales Zivilverfahrensrecht. 2001· Matscher. Europäisches Zivilprozessrecht. IPRax 2004. Europäischer Vollstreckungstitel und nationale Vollstreckungsgegenklage. 1622· Tsikrikas. 2007· Hess. 44/2001?.. δηλαδή εκτελεστών αποφάσεων αλλοδαπών δικαστηρίων ή άλλων εκτελεστών τίτλων ή εγγράφων που εκδίδονται ή συντάχθηκαν από αλλοδαπές αρχές ή υπαλλήλους. FS Henckel. Ε. Πρβλ. τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως. αν στην εδαφική περιοχή της διενεργούνταν και λάμβανε χώρα αναγκαστική εκτέλεση με βάση αλλοδαπούς τίτλους.Ε. εφ' όσον έχουν δημόσια ιδιότητα και ασκούν πολιτειακή ή κρατική εξουσία. 858 επ. κατά πόσον ήταν απαραίτητη η προηγούμενη αναγνώριση κ. για να γίνει δεκτή η ύπαρξη δεδικασμένου από αλλοδαπές αποφάσεις. η αναγκαστική εκτέλεση. Εξάλλου. 1028 Α. κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να επιτρέπει την διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως στην περιοχή αυτή με βάση αλλοδαπούς τίτλους και χωρίς να μεσολαβεί τίποτα άλλο. Πράγματι δύσκολα θα γινόταν δεκτό. γιατί οι σπουδαιότερες περιπτώσεις του αντιμετωπίζονται 39. για την εγγραφή (δικαστικής) υποθήκης με βάση αλλοδαπές αποφάσεις κλπ. Β) Με το ισχύον δίκαιο (ΚΠολΔ) το ζήτημα αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία. την οποία κάθε Κράτος κατ' αρχήν τουλάχιστον επιφυλάσσει (αποκλειστικά) για το ίδιο. χωρίς μάλιστα επιταγή που να προέρχεται από τους εκπροσώπους και τα όργανά της.Σ. Α) Με το προγενέστερο δίκαιο (ΠολΔ 1834) υπήρχε το ζήτημα. αν δεν προηγούνταν ένας έστω και μη λεπτομερής έλεγχος των αλλοδαπών τίτλων.λπ. Περαιτέρω. υπήρχε ο κίνδυνος να εκτελούνται στην ημεδαπή αλλοδαποί τίτλοι που το περιεχόμενό τους βρίσκεται σε έντονη αντίθεση προς βασικούς κανόνες της εγχώριας / ημεδαπής έννομης τάξεως αλλά και της διεθνούς δημόσιας τάξεως.Πολ. και ΠολΔ του 1834 άρθρ. ΙΙΙ) Περιπτώσεις προηγούμενης αναγνωρίσεως των αλλοδαπών τίτλων. Β) Κατά τον ίδιο τρόπο.276 § 352 – Αλλοδαποί τίτλοι διαπιστώσεως της συνδρομής ορισμένων προϋποθέσεων39. ΚρητΠολΔ του 1880 άρθρ. ότι δεν θίγεται η κυριαρχική εξουσία και ανεξαρτησία της (ημεδαπής) Πολιτείας.. όπως έχει επισημανθεί. 966. ΙΙ) Δικαιολογητικός λόγος της επιβολής της προηγούμενης αναγνωρίσεως της εκτελεστότητας των αλλοδαπών τίτλων. της αναγκαστικής εκτελέσεως. αλλά και για την παραγωγή και ανάπτυξη και άλλων συνεπειών των αλλοδαπών τίτλων στην ημεδαπή. όχι μόνο για τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Α) Η κήρυξη ή η αναγνώριση της εκτελεστότητας των αλλοδαπών τίτλων στην Ελλάδα από τα όργανα της ημεδαπής Πολιτείας θεωρήθηκε και είναι όντως απαραίτητη. οφείλουν να συμμορφώνονται μόνον προς τις επιταγές της Πολιτείας που τα εγκαθίδρυσε.Δ. 315. ΚΠολΔ 905 (966) Σχ. . π.χ. δηλαδή έγγραφα που συντάχθηκαν από αλλοδαπές αρχές ή υπαλλήλους ή έγγραφα που πιστοποιούν πράξεις και αποφάσεις πολιτικής εξουσίας και ασκήσεως κυριαρχίας άλλου κράτους. των αλλοδαπών τίτλων από τα ημεδαπά αρμόδια όργανα. είναι ειδική μορφή της αποστολής της δικαιοσύνης και συγκεκριμένα της παροχής έννομης / δικαστικής προστασίας. Κατά τον ίδιο τρόπο που μία έννομη τάξη δεν ανέχεται την ύπαρξη και λειτουργία δικαστηρίου άλλης Πολιτείας στην τοπική του περιφέρεια. Ε. να είναι – δηλαδή να έχει κηρυχθεί – εκτελεστή στην Ελλάδα. . τα ζητήματα που αφορούν την ανάγκη κλητεύσεως ή μη των καθ' ων η εκτέλεση ή άλλων προσώπων που αφορά ο εκτελεστός τίτλος. 1028 § 1 Α.1365. ανωτ.. αν δεν υπάρχει κατοικία. τ. Σ.§ 352 – Αλλοδαποί τίτλοι 277 απευθείας.781 (827) ΚΠολΔ (δηλαδή κατά την διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας)44. Κατά συνέπεια. με βάση την οποία ζητείται η εγγραφή υποθήκης.λπ. 42. στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κατοικία ή. Ειδικότερα ανήκει στην διεθνή δικαιοδοσία των πιο πάνω δικαστηρίων. ως προς την εγγραφή υποθήκης. της προσεπικλήσεως τρίτων ή της ανακοινώσεως της δίκης προς αυτά τα πρόσωπα ή προς άλλα κ. Κατά τόπον αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο. ρητά και σιωπηρά.Ε. Εξ άλλου. παραπομπές στην υποσημ. σελ. IV) Δικαιοδοσία και αρμοδιότητα για την αναγνώριση αλλοδαπών τίτλων. Βλ. Εάν απουσιάζουν δικονομικά ο αιτών ή άλλοι από αυτούς που κλητεύθηκαν ή άσκησαν παρέμβαση.Πολ. 905 (966) για την οποία γίνεται λόγος πιο κάτω41. Βλ. Βλ. 44. στοιχ. το ζήτημα αντιμετωπίζεται από το άρθρ. 41. τα της ασκήσεως παρεμβάσεως από τρίτους. 966 § 1.Κ. Ειδική περίπτωση αναγνωρίσεως δεδικασμένου από αλλοδαπή απόφαση ρυθμίζει η διάταξη της § 4 του άρθρ. 1364 . Έτσι έγινε λόγος ανωτέρω40 για την αναγνώριση του δεδικασμένου. με βάση τους κανόνες που διέπουν αυτή τη διαδικασία (εφ' όσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση) πρέπει να αντιμετωπίζονται τα ζητήματα της ασκήσεως της αιτήσεως για κήρυξη της εκτελεστότητας κ. 43. Ι § 204. V) Διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί. 1263 Α. εφαρμόζονται οι κανόνες της Εκούσιας Δικαιοδοσίας που ισχύουν γενικά για την 40. Α) Το θέμα της κηρύξεως της εκτελεστότητας και γενικά της αναγνωρίσεως στην Ελλάδα των συνεπειών των αλλοδαπών τίτλων υπάγεται στη δικαιοδοσία των κοινών ή τακτικών (κρατικών ή μόνιμων) ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων. που επιβάλλει η αλλοδαπή απόφαση. Βλ. Α) Εφ' όσον παρίστανται προσηκόντως ο αιτών και όσοι ενδεχομένως κλητεύθηκαν ή προσήλθαν στη δίκη ή άσκησαν παρέμβαση. κατωτ. 42. Α) Το δικαστήριο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 740 (785) . VI) Αντικείμενο και έκταση της συζητήσεως (της αιτήσεως) στο ακροατήριο και της εκδικάσεως της αιτήσεως. 42. η συζήτηση διεξάγεται κατ' αντιμωλία κατά το κοινό δίκαιο. Β) Καθ' ύλην αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο42. παραπομπές στην υποσημ.Δ. η διαμονή του οφειλέτη (καθ' ου η εκτέλεση). ΚΠολΔ 905 (966) § 1 Σχ. ή αυτού κατά του οποίου ζητείται η αναγνώριση των συνεπειών του αλλοδαπού τίτλου και αν δεν υπάρχει ούτε διαμονή43.λπ. αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο της πρωτεύουσας του Κράτους. VII. πιο . Γ) Οι υποστηρικτές του τρίτους συστήματος προχωρούν ακόμη περαιτέρω και φρονούν ότι η ως άνω έρευνα εκτείνεται και στην ορθότητα της κρίσεως του δικαστή που εξέδωσε τον αλλοδαπό τίτλο και ιδιαίτερα την αλλοδαπή απόφαση. 966 § 2. 47. ΚΠολΔ 905 (966) § 2 Σχ. α) Αν ο αλλοδαπός τίτλος είναι εκτελεστός κατά το δίκαιο του τόπου της εκδόσεώς του47. Β) Καθώς διεξάγεται η συζήτηση αυτή σύμφωνα με τους κανόνες που αναφέρθηκαν. τι πρέπει να πράξει ο ημεδαπός δικαστής.Ε. ο ημεδαπός δικαστής θα έπρεπε να έχει την εξουσία να εξετάζει. Σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία του νόμου θα μπορούσε ίσως η απάντηση να είναι καταφατική. 46. υπό τα όργανα ή εν ονόματι και στην περιοχή της οποία αυτός εκδόθηκε. αν συντρέχουν οι επόμενες προϋποθέσεις της εκτελεστότητας46. κατωτ. ότι το δίκαιο που εφαρμόσθηκε δεν είναι αυτό που ισχύει πράγματι στον τόπο εκδόσεως του τίτλου. στις οποίες μετέχουν η Ελλάδα και αυτή η αλλοδαπή Πολιτεία) ή οι σχετικοί δικονομικοί Κανονισμοί (π.Πολ.Ε. σύμφωνα με το δίκαιο της Πολιτείας. Τότε έχει την εξουσία και ίσως και το καθήκον να εξετάσει αυτό το θέμα. Για το λόγο αυτό στο ερώτημα προ45. Τα ζητήματα αυτά τα κρίνει ο ημεδαπός δικαστής με βάση το αλλοδαπό δίκαιο που ισχύει στον τόπο εκδόσεώς του τίτλου και το οποίο έκρινε εφαρμοστέο και εφάρμοσε το αλλοδαπό όργανο. το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το καλύτερα ανταποκρινόμενο στην ιδέα της διεθνούς αναγνωρίσεως και αλληλεγγύης.Δ. στις οποίες μετέχει ή έχει προσχωρήσει η Ελλάδα (διμερείς συνθήκες μεταξύ της Ελλάδας και της Πολιτείας. εκτός από τα ζητήματα που αναφέρθηκαν. Αυτό θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί υπό προϋποθέσεις σύμφωνο και προς την αρχή της αναγνωρίσεως της εκτελεστότητας του αλλοδαπού τίτλου.Σ. 1028 § 2 Α. Τα τρία συστήματα ίσχυσαν στο παρελθόν με διάφορες παραλλαγές κατά τις νομοθεσίες των διαφόρων Κρατών. Η τυπική (εξωτερική) εγκυρότητα του τίτλου συνδέεται αναγκαία με την εκτελεστότητα ή μάλλον αποτελεί προϋπόθεση της εκτελεστότητάς του. Το ζήτημα της εκτάσεως του ελέγχου από τον ημεδαπό δικαστή του αλλοδαπού τίτλου απετέλεσε ιδιαίτερα στο παρελθόν και αποτελεί σε κάποιο μέτρο και σήμερα αντικείμενο ζωηρών συζητήσεων και αμφισβητήσεων στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή επιστήμη. Στο σημείο αυτό ο ΚΠολΔ υιοθετεί το πρώτο από τα συστήματα που εκτίθενται (βλ. ότι έτσι ελέγχεται στην πραγματικότητα και η κρίση του αλλοδαπού οργάνου48. Από την άλλη πλευρά δεν μπορεί βέβαια να αγνοηθεί. της οποίας υπήκοος είναι ο καθού η εκτέλεση ή πολυμερείς συνθήκες.λπ. 48.278 § 352 – Αλλοδαποί τίτλοι περίπτωση αυτή45. Δημιουργείται όμως το ζήτημα. Β) Σύμφωνα με το δεύτερο σύστημα. IV στα σχετικά με την Εκούσια Δικαιοδοσία. τ. όπως ορίζει ο ΚΠολΔ – και εφ' όσον δεν εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ρήτρες διεθνών συνθηκών. Βλ. Κανονισμός 44/2001 ή 805/2004) της Ευρωπαϊκής Ενώσεως – οφείλει να εξετάσει.χ. αν τυχόν (ήθελε) υποστηριχθεί ή προβληθεί. ο έλεγχος του αλλοδαπού δικαστή στις περιπτώσεις για τις οποίες πρόκειται θα έπρεπε να περιορίζεται στην εξέταση της εγκυρότητας και της εκτελεστότητας του αλλοδαπού τίτλου κ. το δικαστήριο. Περισσότερα του ενός συστήματα αναπτύχθηκαν και υποστηρίχθηκαν και δη κυρίως τα επόμενα: Α) Σύμφωνα με το ένα σύστημα. και το περιεχόμενο του αλλοδαπού τίτλου αν είναι αντίθετο προς την δημόσια τάξη. λπ. Σκοπός είναι να δηλωθεί η εσωτερική ή η διεθνής δημόσια τάξη (ordre. Εξ' άλλου. ότι δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστός στην Ελλάδα αλλοδαπός τίτλος. το οποίο ανταποκρίνεται στην τάση διευκολύνσεως της εκτελεστότητας αλλοδαπού τίτλου στην ημεδαπή και συνεπώς προστατεύει περισσότερο τις διεθνείς συναλλαγές. που αποδεικνύει συμφωνία διεξαγωγής λαθρεμπορίου ή διαθέσεως ναρκωτικών. αθέμιτης μεσολαβήσεως σε διεθνείς συναλλαγές ή απαγορευμένο προσηλυτισμό. για τη διεξαγωγή παιγνίων με ζάρια. ότι αντίκειται στη διεθνή δημόσια τάξη το περιεχόμενο αλλοδαπού τίτλου που περιλαμβάνει συμφωνία αντίθετη προς τις απαγορευτικές διατάξεις για την προστασία του νομίσματος ή συμφωνία που επιτρέπει αθέμιτη εξαγωγή συναλλάγματος. που πιστοποιείται με αλλοδαπό τίτλο. ββ) Ζήτημα δημιουργείται ως προς την έννοια του όρου «δημόσια τάξη». Αποκλείεται. εκμηδενίζεται η προθεσμία εμφανίσεως των διαδίκων στο δικαστήριο κατά τις συζητήσεις των υποθέσεων στο ακροατήριο κ.. μέσω του οποίου καταργείται ή περιορίζεται σημαντικά η εφαρμογή της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Εξετάζεται δηλαδή. Με με την προσθήκη αυτή λαμβάνει χώρα αποδοχή του δεύτερου (βλ. μεταβολής των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. τις παραπομπές που αναφέρονται στην υποσημ. . αν είναι αντίθετος στην διεθνή δημόσια τάξη αλλοδαπός τίτλος. θεωρείται. Βλ.λπ.χ. Εξ' άλλου. Ειδικότερα: αα) Ο όρος «χρηστά ήθη» χρησιμοποιείται και εδώ με τη συνηθισμένη του έννοια. public öffentliche Ordnung). επομένως. κατασκοπίας. εκμεταλλεύσεως οίκων ανοχής κ. που δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις αντιλήψεις ορισμένων κύκλων περί ηθικής.§ 352 – Αλλοδαποί τίτλοι 279 σήκει (μάλλον) αρνητική απάντηση. αν το περιεχόμενο του αλλοδαπού τίτλου προσκρούει στο «προσήκον πνεύμα» κατά την αντίληψη που επικρατεί διεθνώς. β) Αν δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη ή στη δημόσια τάξη49. Συζητείται γενικά και αφηρημένα. όπως έχει υποστηριχθεί από το Γ. η κήρυξη της εκτελεστότητας (του) αλλοδαπού τίτλου που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη. Έτσι πριν από μερικά χρόνια θεωρήθηκε. θεωρείται μη απαραίτητη η κλήτευση των ενδιαφερομένων στη διεξαγωγή των διαφόρων σταδίων της δίκης κ. πιο πάνω υποσημείωση 46) από τα ως άνω συστήματα. πρέπει να θεωρούνται αντίθετες προς τη δημόσια τάξη όλες εκείνες οι συμφωνίες που χαρακτηρίζονται καθαρά ανίσχυρες για τους λόγους αυτούς πάνω υποσημείωση 46).λπ. Έτσι π. Ράμμο στην πρώτη έκδοση αυτού του έργου. η οποία μέχρι ορισμένου σημείου δεν είναι αδικαιολόγητη.. δυσκολεύει κάπως το να σχηματιστεί αντικειμενική κρίση για την αντιμετώπιση των ανωτέρω προβλημάτων. 47. για τη διεξαγωγή εμπορίου σαρκός. 49. ότι εξαιτίας της ραγδαίας. ιδίως τα τελευταία χρόνια. Ορθότερο φαίνεται το δεύτερο. ότι αντίκειται στα χρηστά ήθη συμφωνία. δηλαδή αποδίδει την αντίληψη και τη συμπεριφορά που επιβάλλεται από τους κανόνες της ηθικής και δεν αντίκειται σ' αυτούς. εξάλλου. γίνεται δεκτό. το ζήτημα. Γενικά θα πρέπει να σημειωθεί. τα αλλοδαπά δικαστήρια έχουν ή μπορούν να έχουν διεθνή δικαιοδοσία σε όποιες περιπτώσεις δεν έχουν τέτοια δικαιοδοσία τα ημεδαπά δικαστήρια και με τις προϋποθέσεις και τις περιπτώσεις. Πολ.280 § 352 – Αλλοδαποί τίτλοι και με τις οποίες καταργούνται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή θεμελιώδεις προϋποθέσεις του επιτρεπτού αυτής της διαδικασίας. 51. Βλ. γιατί είναι ενδεχόμενο τα δίκαια των διαφόρων Πολιτειών να περιλαμβάνουν άλλες διατάξεις.Δ. τ. Οι προϋποθέσεις αυτές που. Ράμμο από τις ισχύουσες αλλοδαπές νομοθεσίες το πρώτο σύστημα φαίνεται να υιοθετούν κατά βάση η Γερμ. 509) κ. στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση. Πολ. η Αυστρ. στο όνομα της οποίας έχει δικαιοδοσία και αποφαίνεται το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση η οποία ζητείται να αναγνωριστεί και να κηρυχθεί εκτελεστή. όταν είναι αντίθετες σε διατάξεις του ημεδαπού δικαίου. ανωτ. γ) Ειδικά αν ο αλλοδαπός τίτλος είναι δικαστική απόφαση. . οι διατάξεις του άρθρ. τέμνοντας την αμφισβήτηση που υπάρχει σε θεωρητικό επίπεδο και προλαβαίνοντάς τη.Δ. Εννοείται ότι και οι νομοθεσίες αυτές φαίνεται να βαίνουν προς το δεύτερο σύστημα. (§ 797). 2-5. (§ 411). §§ 63-64. Ο καθορισμός (όμως) της διεθνούς δικαιοδοσίας (των) αλλοδαπών δικαστηρίων λαμβάνει χώρα εν όψει των διατάξεων που αναφέρθηκαν. Εννοείται όμως. ορίζει ρητά. Κατά το Γ. από την άλλη θετικά και έμμεσα. 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 22 επ. κατά τις οποίες έχουν διεθνή δικαιοδοσία τα ημεδαπά δικαστήρια. η Ιταλ. για την κήρυξη του εκτελεστού πρέπει να συντρέχουν και οι όροι του άρθρου 323 αριθ. να υπαγόταν κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Κράτους. που να καθορίζουν (την) διεθνή δικαιοδοσία. οι οποίες δεν αναγνωρίζονται σε μας μόνον. από τη μια αρνητικά και άμεσα. Ι § 204. όπως σημειώθηκε ανωτέρω. Πολ. (άρθρ. Ι. όπως σημειώθηκε ήδη πιο πάνω52. στην οποία εκδόθηκε η αλλοδαπή απόφαση. σύμφωνα με τα άρθρα αυτά.λπ. (§ 328). ότι το ζήτημα της υπάρξεως της δικαιοδοσίας αυτής κρίνεται με βάση τους σχετικούς ορισμούς του ελληνικού (αστικού δικονομικού) δικαίου. ανωτ. ΚΠολΔ. 52.50.Δ. Τα πράγματα γίνονται πιο απλά μέσω των διεθνών συνθηκών. όπως τονίσθηκε και πιο πάνω51. Βλ. η Γαλλ. τ. Πολ. που ανάγονται σε βασικές διατυπώσεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως κλπ. Απαιτείται δηλαδή η ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας – με βάση το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο – των δικαστηρίων της αλλοδαπής Πολιτείας.Δ. οι οποίες θεσπίζουν αποκλειστική αρμοδιότητα και συνεπώς 50. πρέπει να συντρέχουν και για την αναγνώριση της δυνάμεως του δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου. Έτσι. ότι το τελευταίο αυτό είναι απλώς ενδεικτικό. Τα όρια και τα πλαίσια της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών και των αλλοδαπών δικαστηρίων καθορίζουν. είναι οι επόμενες: αα) Η υπόθεση. Ο ΚΠολΔ. Πρβλ.χ. ένα από τα οποία εξέδωσε την απόφαση. ότι ερημοδικεί πλασματικά ο διάδικος που καταδικάσθηκε. γερμανικό δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση της οποίας ζητείται η κήρυξη ως εκτελεστής. στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση. για την οποία εκδόθηκε η απόφαση που ζητείται να κηρυχθεί εκτελεστή. πρέπει να εξετάζεται και να αποδεικνύεται ενώπιον του ημεδαπού δικαστηρίου. και ανωτ. . Έτσι όταν η απόφαση που ζητείται να αναγνωριστεί κ. όταν πρόκειται για απόφαση που εκδόθηκε επί εμπράγματης αγωγής με αντικείμενο ακίνητο που βρίσκεται στην Ελλάδα ή (απόφαση) για γαμικές διαφορές.λπ. αφού εμφανίσθηκε κανονικά και ζήτησε να παραστεί στη συζήτηση και τη διεξαγωγή της δίκης. έχει εκδοθεί ερήμην του διάδικου που καταδικάσθηκε λόγω πραγματικής ή πλασματικής δικονομικής απουσίας του. το πρωτοδικείο Μονάχου ή της Κολωνίας ή του Tübingen. Αλλιώς έχουν τα πράγματα.§ 352 – Αλλοδαποί τίτλοι 281 και αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων. ΙΙ §§ 296 επ. Έτσι αποκλείεται η αναγνώριση και η κήρυξη εκτελεστής μιας αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε σε υπόθεση. αν το αντίστοιχο π. τ. Εξ' άλλου πρέπει να τονισθεί. επειδή δεν κατέβαλε τα τέλη δικαστικού ενσήμου ή τα δικαστικά έξοδα κ. Εάν κάτι από αυτά (δεν) συμβαίνει. ότι συμβαίνει όταν θεωρήθηκε. Επομένως είναι αρκετό να διαπιστώσει το ελληνικό μονομελές πρωτοδικείο. η σχετική αίτηση απορρίπτεται. ήταν και καθ' ύλην. δεν στερήθηκε το δικαίωμα της υπερασπίσεως και της συμμετοχής σ' αυτήν. όταν και οι δύο σύζυγοι έχουν ελληνική ιθαγένεια και την κατοικία τους στην Ελλάδα53 κ.λπ. στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση..χ. ότι η υπόθεση. υπαγόταν στην διεθνή δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων και δεν είναι ανάγκη να εξετάσει. ββ) Ο διάδικος που νικήθηκε δεν στερήθηκε το δικαίωμα της υπερασπίσεώς του και γενικότερα της συμμετοχής του στη δίκη. λ. και αυτό επιβάλλεται με τις ίδιες προϋποθέσεις και για τους υπηκόους του αλλοδαπού αυτού Κράτους. ότι η πιο πάνω στέρηση έγινε σύμφωνα με διάταξη που ισχύει και εφαρμόζεται και για τους υπηκόους του Κράτους. Π. μόνο αν προταθεί και αποδειχθεί. κατά λειτουργία ή κατά τόπον αρμόδιο για τη συγκεκριμένη υπόθεση. ότι το ημεδαπό δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για (την) κήρυξη της εκτελεστότητας εξετάζει μόνον την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας των (αλλοδαπών) δικαστηρίων της Πολιτείας.. αυτό μπορεί να λεχθεί. η οποία σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται ανωτέρω υπαγόταν και υπάγεται στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων. εκτός αν η στέρηση έγινε ή επιτράπηκε κατ' εφαρμογή διατάξεως που ισχύει και για τους υπηκόους του κράτους. ότι ο διάδικος αυτός κλητεύθηκε κανονικά (νομότυπα και εμπρόθεσμα) να παραστεί στη συζήτηση της υποθέσεως και γενικά στη διεξαγωγή της δίκης και περαιτέρω ότι. Η 53.λπ.χ.χ. όπως π. Στις περιπτώσεις αυτές ορθώς αποκλείεται η αναγνώριση κ. ανωτ. Κατά την αρχική διατύπωση του ΚΠολΔ. 958/1971.λπ. η δε αντίθεση αυτή – προς το δεδικασμένο – θα προβαλλόταν και αν η υπόθεση εισαγόταν σε ημεδαπό δικαστήριο. Γ) Κατά την ισχύ του ΚΠολΔ με την αρχική του διατύπωση γεννήθηκε και προέκυψε αμφισβήτηση ως προς τις προϋποθέσεις ισχύος στην Ελλάδα αποφάσεων αλλοδαπών δικαστηρίων που είναι απλά αναγνωριστικές ή βεβαιωτικές και διαπλαστικές ή διαμορφωτικές. Όπως γίνεται δεκτό στην Ελλάδα και διεθνώς. γγ) Η αλλοδαπή απόφαση δεν αντίκειται σε απόφαση ημεδαπού δικαστηρίου που εκδόθηκε για την ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο απέναντι στους ίδιους διαδίκους. 1359 επ. ανωτ. καθώς και οι τρίτοι στις συνηθισμένες περιπτώσεις. τ. στοιχ. και ιδίως αλλοδαπών αποφάσεων διαζυγίων κ. Για την έννοια των όρων αυτών έγινε λόγος πιο πάνω55. από τις οποίες οι δύο άκρως αντίθετες δίνουν οι μεν καταφατική και οι δε αρνητική απάντηση στο ζήτημα 54. όπως παρατηρήθηκε και αλλού54. της αποφάσεως (του) αλλοδαπού δικαστηρίου.λπ. . Βλ. Μετά την τροποποίηση που επέφερε το ν. αυτό δεν είναι απαραίτητο γιατί. όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση. μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου. οι δικαιοδόχοι και οι διάδοχοί τους (καθολικοί. κρίθηκε ότι πρέπει να προτιμάται η ισχύς του δεδικασμένου από την ημεδαπή απόφαση (ανεξάρτητα δηλαδή από το αν η απόφαση του ημεδαπού δικαστηρίου είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη της αποφάσεως του αλλοδαπού δικαστηρίου). και υποστηρίχθηκαν περισσότερες από μια απόψεις. Πρβλ. λόγω της φύσεώς του και του επιβαλλόμενου για πολλούς λόγους σεβασμού. VIBβ. σελ. στον περιορισμό ή όρο που αναφέρθηκε υπόκεινται και περιλαμβάνονται κατά κανόνα τουλάχιστον. εκτός αν οι σχετικοί ορισμοί του ημεδαπού δικαίου είναι δημοσίας τάξεως. Είναι αμφίβολο κατά πόσον αυτό είναι ορθό από νομοθετικής απόψεως και σύμφωνο προς τις αντιλήψεις που κυριαρχούν σήμερα για τη διεθνή επικοινωνία και αρωγή. διότι η εκτέλεσή της αντίκειται στο δεδικασμένο. δδ) Η αλλοδαπή απόφαση δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη και στη δημόσια τάξη.§ 352 – Αλλοδαποί τίτλοι 282 απόδειξη της κλητεύσεως αρκεί να γίνει κατά τους τρόπους που προβλέπει το αλλοδαπό δίκαιο. 55.λπ. Ι §§ 203 επ. η απόφαση του ημεδαπού δικαστηρίου – προς την οποία αντίκειται η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου – έπρεπε να είναι προγενέστερη της αποφάσεως του αλλοδαπού δικαστηρίου που ζητείται να αναγνωριστεί κ.δ. όσοι δεσμεύονται ή/και αντιστοίχως ωφελούνται από την ισχύ του δεδικασμένου. Η αμφισβήτηση αυτή αφορούσε το θέμα κατά πόσον για την αναγνώριση των συνεπειών των αποφάσεων αυτών ήταν απαραίτητο να τηρηθεί η διαδικασία που εκτέθηκε πιο πάνω. οιονεί και ειδικοί). Ι § 204. όπως καμιά φορά συνέβαινε με βάση το προϊσχύσαν (ΠολΔ 1834) δίκαιο57. η αίτηση για κήρυξη της εκτελεστότητας κ. 905 (966) ΚΠολΔ. διάταξη που με ρητή αναφορά στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 905 ορίζει τα εξής: «Οι διατάξεις των §§ 1 έως 3. τ.Tissier . τ. όπως σημειώθηκε πιο πάνω56. για την αναγνώριση και την ανάπτυξη των συνεπειών του ουσιαστικού δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά την προσωπική κατάσταση δεν αρκεί απλώς η συνδρομή των προϋποθέσεων που αναλύονται ανωτέρω (σύμφωνα και με το άρθρο 323 ΚΠολΔ). Πρβλ. Glasson . Γ. ως § 4 στο άρθρ. Βλ. των αλλοδαπών αποφάσεων. Για να λυθεί η αμφισβήτηση αυτή. Δεν ισχύουν επίσης στις περιπτώσεις που εφαρμόζονται για τα αντίστοιχα θέματα αναγνωρίσεως ή/και κηρύξεως 56. το ημεδαπό δικαστήριο αρνείται την κήρυξη της εκτελεστότητας και γενικά την αναγνώριση του αλλοδαπού τίτλου στην ημεδαπή και απορρίπτει την αντίστοιχη αίτηση. 1976. στις οποίες μετέχει ή έχει προσχωρήσει και η Ελλάδα58. Πολ.§ 352 – Αλλοδαποί τίτλοι 283 αυτό. Αντίθετα. η οποία είχε αξιόλογη θεωρητική αλλά και πρακτική σημασία. σχετικά Π. ενώπιον του οποίου προβάλλεται ή με οποιονδήποτε τρόπο γεννιέται το ζήτημα της αναγνωρίσεως του πιο πάνω δεδικασμένου. αλλά απαιτείται επιπλέον και η τήρηση της διαδικασίας που εκτίθεται πιο πάνω για την κήρυξη της εκτελεστότητας κ. αφού δημιουργούσε αβεβαιότητα τόσο στους άμεσα ενδιαφερόμενους όσο και στις αρμόδιες δημόσιες και εκκλησιαστικές αρχές. 958/1971.Φαλτσή: Αι διεθνείς συμβάσεις της Ελλάδος εις το Αστικόν Δικονομικόν Δίκαιον. Γέσιου .λπ.Δ. χωρίς να τηρείται ειδική διαδικασία. του αλλοδαπού τίτλου γίνεται δεκτή. V § 1016 Α και τις εκεί παραπομπές. Ράμμου Στοιχ. εφαρμόζονται και για την αναγνώριση δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά την προσωπική κατάσταση». τη συνδρομή των προϋποθέσεών του εξετάζει (παρεμπιπτόντως). Με βάση τη διάταξη αυτή. Θεσσαλονίκη. Θ. προστέθηκε με το ν. . 57. Ελλ. τ. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις που παράγεται δεδικασμένο από απόφαση αλλοδαπών δικαστηρίων. 58. ΙΙ 4η έκδ. ανωτ. αν λείπει – έστω και – μία τουλάχιστον από αυτές τις προϋποθέσεις. Δ) Άλλη έρευνα ή έλεγχος του περιεχομένου του αλλοδαπού τίτλου δεν γίνεται. § 22. ΣΤ) Όσα εκτέθηκαν ανωτέρω δεν ισχύουν ή τροποποιούνται ανάλογα στις περιπτώσεις που υπάρχουν και ισχύουν είτε διμερείς διεθνείς συνθήκες (δικαστικής αρωγής και συνεργασίας) μεταξύ της ημεδαπής και αλλοδαπής Πολιτείας.δ. Βλ. και κρίνει το ημεδαπό δικαστήριο.Δ.Ράμμου Σύστ.λπ. E) Αν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν.Morel . σχετ. είτε άλλα όργανα είτε πολυμερείς (δικαστικής αρωγής και συνεργασίας) διεθνείς συνθήκες. Πολ. στην οποία ανήκουν τα δικαστήρια που εξέδωσαν τους αλλοδαπούς τίτλους. ενώ άλλες απόψεις δίνουν ενδιάμεσες απαντήσεις. β) Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι επόμενες: αα) Αν η συμφωνία για τη διαιτησία. 905 (966) τέθηκε για τον καθορισμό της διαδικασίας που πρέπει να τηρηθεί και όχι για να αποκλείσει την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρ. Σ. Πολ. 905 (966) § 1. με βάση την οποία εκδόθηκε η απόφαση που ζητείται να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί είναι έγκυρη κατά το δίκαιο που τη διέπει. αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 61. 1030 § 2 Α. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται. 62. για το ζήτημα αυτό επικρατεί αμφισβήτηση. 964. όπως προκύπτει από τη διάταξη του αρθρ. ββ) Αν το αντικείμενο της διαι59.Ε. Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω59. Β) Προέχει βέβαια αρχικά το ζήτημα. Ειδικότερα: α) Το άρθρ.Δ. Για το ζήτημα αυτό γίνεται λόγος στον οικείο τόπο62. ότι για την κήρυξη της εκτελεστότητας αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως απαιτείται από τη μια πλευρά η συνδρομή των προϋποθέσεων του αρθρ. IV στα σχετικά με τη διαιτησία. 1026 Α. Α) Ιδιαίτερη κατηγορία αλλοδαπών εκτελεστών τίτλων αποτελούν οι αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις. 60. αν συντρέχουν.Ε. 903 (964) ΚΠολΔ και από την άλλη πλευρά η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται από το αρθρ. Σχ. οι οποίες δεν είναι σπάνιες και αφορούν διεθνείς συναλλαγές για αντικείμενα συνήθως σημαντικής αξίας. 906 (967) ΚΠολΔ μόνο στην § 1 του αρθρ.). Η παραπομπή του αρθρ.χ. 905.Ε.Ε. Κανονισμός 44/2001 ή 805/2004 κ. 967. Για το λόγο αυτό και το ζήτημα της κηρύξεως αυτών των τίτλων εκτελεστών παρουσιάζει αρκετά θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον. Σ. οι αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις κηρύσσονται εκτελεστές κατά την § 1 του άρθρ. η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση είναι απαραίτητο να είναι εκτελεστή κατά το δίκαιο του τόπου της εκδόσεώς της. καθώς υποστηρίζονται διάφορες απόψεις.Δ. Πρβλ. . 903. Περαιτέρω. 906 (967) ΚΠολΔ60. ανωτ. κατωτέρω τ. με βάση τις οποίες. 905 (966) § 2. Βλ. οι αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο στην Ελλάδα. 905 (966). με βάση ποια κριτήρια πρέπει και μπορεί μια διαιτητική απόφαση να χαρακτηρίζεται ως αλλοδαπή. § 350.284 § 353 – Αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις ως εκτελεστοί τίτλοι της εκτελεστότητας οι δικονομικοί κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (π. 903 (964) ΚΠολΔ61 αναγράφει τις προϋποθέσεις. Η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται να συντρέχει για όλους τους αλλοδαπούς τίτλους και για τις αποφάσεις των τακτικών αλλοδαπών δικαστηρίων. Πολ. Γ) Όπως ορίζει το άρθρ. Σχ.ο. Πέμπτος Τίτλος Αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις ως εκτελεστοί τίτλοι § 353 Ι) Εφαρμοστέοι κανόνες.κ. Ως προς την προϋπόθεση αυτή θα πρέπει να επαναληφθούν mutatis mutandis τα όσα εκτίθενται ανωτέρω για την αντίστοιχη προϋπόθεση προκειμένου για αναγνώριση κ. δδ) Αν η απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα ή δεν εκκρεμεί διαδικασία αμφισβητήσεως του κύρους της. 65. αποφάσεων αλλοδαπών δικαστηρίων65. έστω και υποτυπώδη μορφή. ότι η διαιτητική απόφαση είναι απρόσβλητη από ένδικα μέσα ή ένδικα βοηθήματα και σωστά. Κατά συνέπεια για τις αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις η άσκηση αγωγής ακυρώσεώς τους καταλήγει να αναστέλει την αναγκαστική εκτέλεση. ανωτ. γγ) Εδώ η συνδρομή της προϋποθέσεως που αναφέρθηκε κρίνεται κυρίως με βάση το ημεδαπό δίκαιο. Βλ. ότι τέτοια διαφορά δεν υπάρχει. στη διαγνωστική διαδικασία. αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως με την οποία οι διαιτητές αποφάνθηκαν για θέμα που κατά τον ΚΠολΔ δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο διαιτησίας (π. . αποφάσεων αλλοδαπών δικαστηρίων64. 64. ζζ) Αν η απόφαση δεν 63. όταν (το) εφαρμοστέο δίκαιο ως προς την πρώτη προϋπόθεση καταλήγει να είναι το ημεδαπό δίκαιο ή όταν το εφαρμοστέο δίκαιο δεν διαφέρει από το ημεδαπό δίκαιο ως προς το ζήτημα που τίθεται. Επιπλέον θα μπορούσαν όμως να προστεθούν και τα επόμενα: Δεν γίνεται εδώ λόγος για στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής γενικά στη δίκη. § 352. Βλ.§ 353 – Αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις ως εκτελεστοί τίτλοι 285 τητικής αποφάσεως μπορεί να γίνει αντικείμενο συμφωνίας για διαιτησία κατά το ημεδαπό δίκαιο. εε) Αν ο διάδικος που νικήθηκε δεν στερήθηκε το δικαίωμα της υπερασπίσεως κατά τη διαιτητική διαδικασία. μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση.χ. Βλ. § 352. στστ) Αν η απόφαση δεν αντίκειται σε απόφαση ημεδαπού δικαστηρίου που εκδόθηκε για την ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο απέναντι στους διαδίκους. ισχύουν και εδώ όσα εκτίθενται πιο πάνω για την ίδια επιφύλαξη στην αναγνώριση κ. δηλαδή κατά τρόπο διαφορετικό από την πρώτη προϋπόθεση. ανωτέρω § 350. Εξάλλου η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής στη διαιτησία είναι ουσιαστικά στέρηση του δικαιώματος της υπερασπίσεως. πράγμα που όπως επισημάνθηκε δεν συμβαίνει (απαραίτητα) για τις ημεδαπές διαιτητικές αποφάσεις63. γιατί αλλιώς θα υπήρχε κίνδυνος διεξαγωγής ή διενέργειας διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως η οποία θα ακυρωνόταν εκ των υστέρων.λπ. γιατί η άσκηση του δικαιώματος της υπερασπίσεως προϋποθέτει αναγκαστικά συμμετοχή με κάποια. για γαμική διαφορά).λπ. Είναι αυτονόητο. Προϋποτίθεται δηλαδή. γιατί τα σχετικά ζητήματα ρυθμίζονται συνήθως με το συνυποσχετικό και τη συμφωνία αναθέσεως και αποδοχής του διαιτητικού λειτουργήματος. Κατ' αρχήν. Αλλά στη διαιτητική διαδικασία δεν μπορεί κατά κανόνα να παρουσιαστεί τέτοια περίπτωση. Επομένως αποκλείεται η αναγνώριση κλπ. ανωτ. ΙΙ) Διεθνείς συνθήκες.286 § 353α – Εκτελεστοί τίτλοι από συμφωνία αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη. ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. όπως προκύπτει από τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων. ΙΙ) Η αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως.1958 «περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως διαιτητικών αποφάσεων» στην οποία προσχώρησε και η Ελλάδα και η οποία κυρώθηκε με τον ν. τουλάχιστον κατά τις ερμηνευτικές αρχές που γίνονται δεκτές. Βλ. 67. ανωτ.6.10. Α) Γεννιέται (όμως) περαιτέρω το ενδιαφέρον από θεωρητικής και πρακτικής πλευράς ζήτημα. 4220 της 19/19 Σεπτεμβρίου 1961 «Περί κυρώσεως της εν Νέα Υόρκη την 10ην Ιουνίου 1958 υπογραφείσης συμβάσεως περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων». Με άλλες λέξεις. παραδοχή ή αναγνώριση άλλων εγγράφων ως εκτελεστών τίτλων κατά διασταλτική ερμηνεία ή με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν. ΙΙΙ) Νόμος 2735/1999 για τη Διεθνή Εμπορική Διαιτησία. Πρβλ. Για την έννοια των όρων αυτών και την έκταση της εφαρμογής αυτής αρκεί να επαναληφθούν όσα αναφέρονται πιο πάνω για την αντίστοιχη προϋπόθεση (για αλλοδαπούς εκτελεστούς τίτλους)66. § 352. . τεύχος Α φύλλ. Έκτος Τίτλος Εκτελεστοί τίτλοι από συμφωνία § 353α Ι) Εισαγωγή. αν επιτρέπεται η δημιουργία άλλων εκτελεστών τίτλων με την ιδιωτική βούληση ή η αναγνώριση ή απόδοση δυνάμεως εκτελεστότητας με συμφωνία των ενδιαφερομένων σε διάφορα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα.196267. Το άρθρο 36 του Ν. όπως η σύμβαση της Νέας Υόρκης της 10. 4220/1961 και τέθηκε σε ισχύ στις 14. 127 της 13/8/1962. Συνεπώς δεν επιτρέπεται.δ. Η απαρίθμηση των εκτελεστών τίτλων (ημεδαπών και αλλοδαπών) που αναφέρονται πιο πάνω είναι αποκλειστική. στις οποίες έχει προσχωρήσει και η Ελλάδα. εφ' όσον υπάρχουν διεθνείς συνθήκες (δικαστικής αρωγής και συνεργασίας) που ρυθμίζουν τα σχετικά θέματα γενικής φύσεως. 2735/1999 προβλέπει ότι η «αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. Όσα εκτίθενται πιο πάνω δεν ισχύουν ή τροποποιούνται ανάλογα. τίθεται και εδώ με ειδική μορφή το γενικότερο πρόβλημα της ισχύος και αναπτύξεως της αυτονομίας της ιδιωτικής βου- 66. Έκδοση απογράφου 287 λήσεως. Β) Κατ' αρχήν. Γ) Πέρα όμως από την επιφύλαξη αυτή και μάλιστα όταν η δύναμη της εκτελεστότητας προσδίδεται σε δημόσιο έγγραφο και δεν περιορίζεται η κατά το νόμο επέμβαση και δραστηριότητα των αρμόδιων σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως.Ε.λπ. Έκδοση απογράφου § 354 Ι) Εισαγωγή. ότι υπάρχει ισχυρή συμφωνία για την εκτελεστότητα ορισμένων εγγράφων. να αποκλείεται ούτως ή άλλως η αναγνώριση τέτοιων συμφωνιών. η απαραίτητη. Αλλά πάντως δεν παύει η βασική σκέψη να είναι συνδεδεμένη με αυτή την αφετηρία.Ε. τ. Αλλά προκειμένου να διενεργηθεί αναγκαστική εκτέλεση με βάση έναν από αυτούς τους εκτελεστούς τίτλους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι απαραίτητο να γίνει στο σχετικό έγγραφο περιαφή του τύπου της εκτελέσεως ή εκτελεστήριου τύπου. εν όψει της βασικής σημασίας που έχει η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου για την έναρξη και την πρόοδο και πορεία της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. για το οποίο γίνεται κατ' επανάληψη λόγος πιο πάνω68. ΙΙΙ) Απαραίτητες προϋποθέσεις ή όροι αναγνωρίσεως. πρόκειται – όπως έχει υποστηριχθεί από το Γ. 69. α Α. Βεβαίως το στοιχείο της αυτοδικίας μειώνεται ή αμβλύνεται. Ι §§ 143. ιδίως όσες φορές η συμφωνία κ.§ 354 – Περιαφή του εκτελεστήριου τύπου στους εκτελεστούς τίτλους. Έβδομος Τίτλος Περιαφή του εκτελεστήριου τύπου στους εκτελεστούς τίτλους. Πρβλ. Σε όσες περιπτώσεις γίνει δεκτό. . είναι δύσκολη η καταφατική απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα. Σ. γίνεται με ιδιωτικό έγγραφο ή περιλαμβάνεται σε όμοιο έγγραφο. 979 § 1 εδ. σύμφωνα με όσα αναφέρονται πιο κάτω. Ράμμο στην πρώτη έκδοση του έργου – για αναγνώριση μεθοδευόμενης αυτοδικίας. Πολ. όπως εκτίθεται ανωτέρω. ανωτ. α. περιαφή του εκτελεστήριου τύπου πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται από τον δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό που συντάσσει το έγγραφο. όταν η αναγκαστική εκτέλεση που επιχειρείται με βάση παρόμοιο τίτλο γίνεται από τα αρμόδια όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως σύμφωνα με το νόμο.ότι ανα68. Ουσιαστικά στις περισσότερες από τις περιπτώσεις. αλλά να εξετάζεται in concreto μήπως υπάρχει ή υποκρύπτεται παράβαση ή καταστρατήγηση κανόνων δημόσιας τάξεως ή αναγκαστικού δικαίου ή μήπως το περιεχόμενο τους είναι άμεσα ή έμμεσα αντίθετο προς τα χρηστά ήθη. 150 και 209 και τις εκεί παραπομπές. Α) Σχετικά ο ΚΠολΔ69 ορίζει. για τις οποίες γίνεται λόγος. ΙΙΙ § 330. τ. Αναπτύχθηκε πιο πάνω ποία έγγραφα αποτελούν ή μάλλον περιέχουν εκτελεστούς τίτλους γενικά και αφηρημένα. 1043 § 1 εδ.Δ. α Σχ. σχετ. ΚΠολΔ 918 (979) § 1 εδ. δεν (θα) πρέπει. Εξαίρεση ισχύει μόνο στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται από το ισχύον δίκαιο.288 § 354 – Περιαφή του εκτελεστήριου τύπου στους εκτελεστούς τίτλους. Α. § 495. από τον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου που τους κήρυξε εκτελεστούς. σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο αντίστοιχο κεφάλαιο73.Δ. όπως λέχθηκε. Α) Κατά τα άρθρα 70. περιλαμβανομένων των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων. όπως σημειώθηκε ήδη. όπως π. . ΚΠολΔ 918 (979) § 2 Σχ. ΚΠολΔ 918 (979) § 2 εδ.χ.Ε. ε) στους αλλοδαπούς τίτλους. κατωτ. 979 § 1 εδ. παραπομπές και σημ. 73. ο οποίος αποκαλείται. δ) σε διαιτητικές αποφάσεις από τον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου στη γραμματεία του οποίου κατατέθηκαν. ΚΠολΔ 700 (744) § 2. 69 και 70. Α) Η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου είναι διαφορετική και πρέπει να διακρίνεται από την κήρυξη της εκτελεστότητας των αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων. και έχει άλλη έννοια και λειτουργία. β.Ε. Το αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου. απόγραφο74. 72. Σ. δεν μπορεί να λάβει χώρα αναγκαστική εκτέλεση. όπως αναφέρεται στη συνέχεια. κατά κανόνα. Πολ. 979 § 2. γ) σε συμβολαιογραφικά έγγραφα από τον συμβολαιογράφο (ή τον νόμιμο αναπληρωτή του) ή από αυτόν. Σ. αν πρόκειται για αποφάσεις πολυμελών δικαστηρίων από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. άρθρ. διαταγές πληρωμής ή άλλες διαταγές ελληνικών δικαστηρίων από τον δικαστή που εξέδωσε την απόφαση ή τη διαταγή και. Πρβλ. στον οποίο έχει περιέλθει το αρχείο (του συμβολαιογράφου) που συνέταξε (το έγγραφο). IV) Έκδοση απογράφου.Ε. Πρβλ.Δ. 1043 § 1 εδ. Β) Ο εκτελεστήριος τύπος συνίσταται στην «έκδοσή του στο όνομα του Ελληνικού Λαού και στη διαταγή προς όλα τα αρμόδια όργανα (άμεσα ή έμμεσα) να εκτελέσουν τον τίτλο»70.Ε. 172/1975. προκειμένου περί αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα και που εκτελούνται με βάση αντίγραφο ή απόσπασμα της αποφάσεως που τα διατάσσει72. ΙΙΙ) Έννοια και λειτουργία της περιαφής του τίτλου της εκτελέσεως. Έκδοση απογράφου γκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει αντιγράφου του εκτελεστού τίτλου που έχει τον εκτελεστήριο τύπο. Χωρίς την περιαφή του τίτλου αυτού. από τον δικαστή που δίκασε και σε πρακτικά πολυμελών δικαστηρίων από τον πρόεδρό τους. 74. Ο εκτελεστήριος τύπος δίνεται71 α) σε αποφάσεις. Η αναγκαστική εκτέλεση που λαμβάνει χώρα χωρίς την περιαφή του τύπου της εκτελέσεως είναι ελαττωματική. το οποίο φέρει τον εκτελεστήριο τύπο. β) σε πρακτικά ημεδαπών δικαστηρίων. Πολ. Πρβλ. β. 26 § 3 του Συντάγματος και ν. απόγραφο. 71. ονομάζεται. ΙΙ) Περιεχόμενο και αρμοδιότητα της περιαφής του τύπου της εκτελέσεως. απαραίτητη γενικά κατά κανόνα σε κάθε εκτελεστό τίτλο (περιλαμβανομένων και των ημεδαπών τίτλων). 1043 § 2 Α. Αυτή – δηλαδή η περιαφή – είναι. για την οποία γίνεται λόγος πιο πάνω. β Σχ. 979 (νυν 918). ΚΠολΔ (δηλαδή των υποθέσεων της Εκούσιας Δικαιοδοσίας) και επισυναπτόταν στο πρωτότυπο του τίτλου. Δικαιολογητικός λόγος του περιορισμού αυτού είναι η πρόθεση και η προσπάθεια αποφυγής περισσότερων – σύγχρονων ή παράλληλων ή διαδοχικών – εκτελέσεων με βάση τον ίδιο τίτλο. όπως ισχύει σήμερα). Πρβλ. Με το ν.§ 354 – Περιαφή του εκτελεστήριου τύπου στους εκτελεστούς τίτλους. 1756/1988. Συνεπώς. 77. 958/1971 τροποποιήθηκε η διάταξη της § 3 του άρθρ. Παράλληλα προς τη δυνατότητα εκδόσεως άλλου απογράφου με τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν. 76. Δ) Κατά την αρχική διάταξη του ΚΠολΔ. κατά τα όσα αναφέρονται ανωτέρω.λπ.δ. ενώ γίνεται μνεία γι' αυτό στο πρωτότυπο76. και του Συμβολαιογραφικού Κώδικα (Ν. κατ' εφαρμογή των άρθρων 791 (852) § 5 ΚΠολΔ και 918 (979) § 5 ΚΠολΔ. αρμόδια για την έκδοση απογράφου. ότι «η § 3 ετροποποιήθη. όπως αναπτύσσεται πιο πάνω. Ν. 2830/2000. προκειμένου για συμβολαιογραφικά έγγραφα. Στην αιτιολογική έκθεση το νομοθετήματος αυτού λέγεται απλώς.Δ. απόγραφα εκδίδουν. Έκδοση απογράφου 289 10 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών75. (εφ' όσον. ότι κατά της αρνήσεως του αρμόδιου προσώπου για έκδοση δεύτερου απόγραφου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας. Β) Κατά τις ίδιες διατάξεις και κατά τον ΚΠολΔ ένα μόνο απόγραφο εκδίδεται και χορηγείται σε κάθε ενδιαφερόμενο.λπ. ΚΠολΔ 918 (979) § 3 Σχ.χ. ότι κατά της αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου με την οποία χορηγείται η άδεια. ο ΚΠολΔ78 υποχρεώνει τον υπάλληλο του 75. το ζήτημα της συνδρομής των προϋποθέσεων της εκδόσεως και χορηγήσεως άλλου απογράφου φαίνεται ότι έχει τώρα αφεθεί στην κρίση των προσώπων που είναι. Πολ. Σ.Ε. γιατί είναι αδύνατη ή πολύ δύσκολη η χρησιμοποίηση του πρώτου απόγραφου κ. επιτρέπεται να εκδοθεί και να χορηγηθεί σε κάποιον από τους ενδιαφερόμενους δεύτερο κ. του ίδιου τίτλου σε περίπτωση απώλειας ή καταστροφής του πρώτου ή υπάρξεως άλλου σοβαρού λόγου (εύλογης αιτίας). διά να αρθή η εν αυτή καθιερουμένη και μη δικαιολογουμένη εκ λόγου τινός διάκρισις ως προς την επί των συμβολαιογραφικών εγγράφων χορήγησιν ετέρου μετά το πρώτον απογράφου». Περαιτέρω οριζόταν. έχει γίνει η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου) η γραμματεία του εκάστοτε δικαστηρίου και ο αρμόδιος σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν συμβολαιογράφος. απαιτούνταν άδεια του μονομελούς πρωτοδικείου. π. . Γ) Κατ' εξαίρεση. χωρίς να περιληφθεί στη νέα διάταξη η πιο πάνω προσθήκη. στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο συμβολαιογράφος και η οποία παρεχόταν κατά τη διαδικασία των άρθρ. για την έκδοση δεύτερου κλπ. 1043 § 3 Α. 786 επ. απόγραφου. 78. όπως ισχύει σήμερα. παραπομπές στη σημ. Σχετικά ορίζεται. ΚΠολΔ 918 (979) § 6. δεν επιτρέπονται ένδικα μέσα. απόγραφο. 979 § 3.Ε. κατά τον ΚΠολΔ77. 76. όπως σημειώθηκε και πιο πάνω. τ. Ε) Απόγραφο δεν δίνεται κατά τον ΚΠολΔ79. που δεν υπήρχε στην αρχική διατύπωση του ΚΠολΔ όπως αυτός δημοσιεύθηκε.Ε. κατωτ. καθώς παρεμβάλλεται παρεμπιπτόντως. ΚΠολΔ 918 (979) § 4 Σχ. δημιουργεί ή μπορεί να προκαλέσει περισσότερα από ένα ζητήματα. και των επιδοτηρίων της επιταγής. ανίσχυρα κ.Ε. 80. όταν δεν μπορεί να γίνει εκτέλεση κατά τα άρθρα 915-917. 958/1971 και είχε ληφθεί από το προγενέστερο δίκαιο. να ζητηθεί από το μονομελές πρωτοδικείο. ότι η διά79. με βάση το οποίο.δ. Ειδικότερα: α) Πρώτον δημιουργεί ρήγμα στον κανόνα σχετικά με τη δύναμη και τη σημασία των απογράφων και την έκδοση κατά κανόνα ενός απογράφου και άλλου απογράφου μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις· β) λύνει ή τουλάχιστον φαίνεται ότι λύνει με παρεμπίπτουσες φράσεις και χωρίς να αναγράφονται όροι ή προϋποθέσεις το σοβαρό από θεωρητικής και πρακτικής πλευράς πρόβλημα που μπορούσε να προκύψει και με το προγενέστερο δίκαιο και με τον ΚΠολΔ για το επιτρεπτό διαδοχικών εκτελέσεων. 80. 979 § 5. Σ.. μπορεί να αρχίσει η προδικασία και η κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο αρμόδιος για την έκδοση απογράφου με εφαρμογή της διαδικασίας των άρθρ.Ε. 1043 § 4 Α. κύρια διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως) είναι ελαττωματικά. IV στα σχετικά με την Εκουσία Δικαιοδοσία. 686 (730) επ. ΚΠολΔ 918 (979) § 5 Σχ. εφ' όσον αυτή έχει απαγγελθεί. σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο σχετικό σημείο80. Βλ. με τα οποία αυτός μπορεί να ενεργήσει νέα εκτέλεση κατά του οφειλέτου και κατά παντός άλλου που είναι υπόχρεος με κατάσχεση άλλης περιουσίας ή με επιβολή προσωπικής κρατήσεως. πριν να υπάρξει βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση. η αντιμετώπιση του οποίου εξαρτάται από τη συνδρομή περισσότερων προϋποθέσεων. Έκδοση απογράφου πλειστηριασμού να χορηγεί στον επισπεύδοντα επίσημα αντίγραφα του δικογράφου που εκτελείται κ. 979 § 4. Πολ. αλλά. Το απόγραφο που εκδίδεται παρ' όλα αυτά είναι ελαττωματικό (ανίσχυρο κλπ.) και όσα λαμβάνουν χώρα με βάση αυτό (πράξεις προδικασίας.Δ. § 346.Ε. δηλαδή κατά τις περιπτώσεις που δεν υπάρχει βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση και όποτε υπάρχει ανάγκη καθορισμού της αξίας του αντικειμένου της παροχής αντικαταστατών πραγμάτων σε χρήμα. Έτσι όμως. ΣΤ) Αν ο αρμόδιος για την έκδοση απογράφου αρνηθεί να το δώσει. . Η διάταξη αυτή.290 § 354 – Περιαφή του εκτελεστήριου τύπου στους εκτελεστούς τίτλους. δεν αποκλείει απλώς την εκτέλεση.Δ.λπ. Πολ.λπ. Πρβλ. Σ. η έκδοσή του μπορεί. όπως αναπτύσσεται πιο κάτω. προστέθηκε με το ν. Εννοείται. ανωτ. γιατί αυτή θα ήταν ανεπίτρεπτη χωρίς τη συνδρομή της πιο πάνω προϋποθέσεως της υπάρξεως βέβαιης και εκκαθαρισμένης απαίτησης κλπ. Δηλαδή εν προκειμένω ο ΚΠολΔ. ΚΠολΔ80. 1043 § 5 Α. που διατυπώνονται ή συνάγονται από το ουσιαστικό και το δικονομικό δίκαιο. προχωρώντας ακόμα πιο πέρα δεν επιτρέπει ούτε την έκδοση απογράφου. Έκδοση απογράφου 291 ταξη αυτή δεν αποκλείει την προσφυγή υπό ορισμένες προϋποθέσεις στην ποινική.§ 354 – Περιαφή του εκτελεστήριου τύπου στους εκτελεστούς τίτλους. . διοικητική και πειθαρχική διαδικασία και στις προϊστάμενες αρχές. εφ' όσον η άρνηση είναι νομικά και ουσιαστικά αστήριχτη. 986 εδ. 310· Loritz. 1. ΚΠολΔ 924 (986) εδ. Die Zwangsvollstreckungsklausel – Rechtsmittel und Rechtsbehelfe nach der ZPO-Reform. 861· Sauer/Meiendresch. α΄ Σχ. 2. Πολ. ΙΙ) Περιεχόμενο της επιταγής. Α) Η επιταγή προς εκτέλεση γράφεται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου του εκτελεστού τίτλου και πρέπει να περιέχει ακριβή καθορισμό της απαιτήσεως2. 3· Saenger. και τις παραπομπές που αναγράφονται στην υποσημ. 287· Loritz. συνίστανται κυρίως στην επίδοση αντιγράφου του απογράφου του εκτελεστού τίτλου με επιταγή προς εκτέλεση1. Rpfleger 1997. ότι αλλιώς (δηλαδή σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του με τη θέ- 1. Β) Με αυτή ο επισπεύδων καλεί τον επιτασσόμενο να συμμορφωθεί εκούσια προς το περιεχόμενο του (εκτελεστού) τίτλου. ενώ κατά το ισχύον δίκαιο αποτελούν συγχρόνως την προδικασία και την έναρξη της κύριας διαδικασίας της. Πολ. Βλ. Die Umschreibung der Vollstreckungsklausel. Α) Όπως στη διαγνωστική διαδικασία έτσι και στην αναγκαστική εκτέλεση είναι κατά κανόνα τουλάχιστον απαραίτητη η τήρηση ορισμένων προπαρασκευαστικών διατυπώσεων.Ε. α΄ Πολ. Die Klausel als Voraussetzung der Zwangsvollstreckung. JurBüro 2002. ειδοποιώντας τον συγχρόνως. Rechtsnachfolge und Umschreibung der Vollstreckungsklausel in den Verfahren des einstweiligen Rechtsschutzes. 4· Jungbauer. ΚΠολΔ 924 (986) εδ. Probleme der Klauselumschreibung auf einen neuen Gläubiger. α΄ Α. FS Musielak.: Der Zahlungsbefehl (Διδακτ. του 1834. 2001. Κρητ. Sinn und Zweck der Vollstreckungsklausel. οι οποίες κατά το προγενέστερο δίκαιο αποτελούσαν την προδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. ZZP 1993. Γενικές Παρατηρήσεις. Σ. β΄. 1930). JuS 1992. 862 επ. Ι) Εισαγωγή. . Jaspersen. 1050 εδ. 321-329 επ. του 1880.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ Πρώτος τίτλος Επιταγή προς εκτέλεση* § 355 *Ειδική βιβλιογραφία: Schmid E. Funktionsteilung und Bindungswirkung im Klauselverfahren. ZZP 1982. 289· Karsten Schmidt. 285· Lackmann.Ε. Vollstreckung im eigenen Namen durch Rechtsfremde.Δ.Δ.Δ. 2004. Rpfleger 1995. Β) Οι διατυπώσεις αυτές. Διατριβή Πανεπιστημίου Βέρνης. 357. λπ. ανωτ. Ι § 159. κατά των οποίων. αν δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτελέσεως. Η αναγκαστική εκτέλεση που γίνεται ή μάλλον συνεχίζεται χωρίς την προεπίδοση αυτή είναι ελαττωματική και κηρύσσεται.Δ. ΙΙΙ) Επίδοση της επιταγής. πρέπει να γίνεται όχι μόνο προς τον κυρίως υπόχρεο ή οφειλέτη και γενικά προς τον καθ' ου η εκτέλεση αλλά και προς όλους εκείνους. Ι § 156. Βλ. 5. Πολ. Πρβλ. υποχρεούται να διορίσει. όχι όμως και προς τα μέλη των οικογενειών τους και τους συνεργάτες ή τους εργαζόμενους σ' αυτούς. δηλαδή τους υποκατάστατους ή έμμεσα υπόχρεους και έμμεσους καθ' ων η εκτέλεση. με την επιταγή ή με αυτοτελές δικόγραφο που κοινοποιείται στον καθ' ου η εκτέλεση. τ. 3. 143 (145) § 1 ΚΠολΔ την ιδιότητα του αντικλήτου στη δίκη. ανωτ. τ. ανίσχυρη ή άκυρη ανάλογα λόγω ελλείψεως προδικασίας και ανεξάρτητα από την επέλευση βλάβης.λπ. Γ) Ο επισπεύδων. 4. αντίκλητο που (να) κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτελέσεως. γιατί εκτός από το ότι πρόκειται για παράβαση διατάξεως που την τήρησή της οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ο δικαστής4. 864. σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν. μπορεί να στραφεί η διαδικασία της εκτελέσεως. Α) Το αντίγραφο του απογράφου του εκτελεστού τίτλου με την επιταγή επιδίδεται προς τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο (καθ' ου η εκτέλεση)ή προς τον νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του και όχι και προς τον δικαστικό πληρεξούσιο που παρέστη κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και γενικά στη διαγνωστική διαδικασία που φέρει για τον λόγο αυτό. Αν δεν οριστεί αντίκλητος. Ο ΚΠολΔ δεν . όπως θα αναπτυχθεί ειδικότερα. Η προϊσχ. αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που υπέγραψε την επιταγή. Η επίδοση αντιγράφου από απόγραφο του εκτελεστού τίτλου έχει ορισμένες ουσιαστικές και δικονομικές συνέπειες5.§ 356 – Συνέπειες επιδόσεως της επιταγής προς εκτέλεση 293 λησή του στο περιεχόμενο του τίτλου) θα προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατ' αυτού. σύμφωνα με το άρθρ. με αυτή καθιερώνεται και απαράδεκτο συνεχίσεως της περαιτέρω διαδικασίας. Προς τον αντίκλητο μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις και προσφορές που αφορούν την εκτέλεση. IV) Συνέπειες της παραλείψεως της επιδόσεως της επιταγής κ. Προς αυτόν μπορεί να κοινοποιηθεί και η οριστική απόφαση. Δεύτερος Τίτλος Συνέπειες της επιδόσεως της επιταγής προς εκτέλεση § 356 Ι) Εισαγωγή. Β) Η πιο πάνω επίδοση της επιταγής κ. όχι όμως και η επιταγή3. του 1834 περιείχε ρητές διατάξεις γι' αυτές στο άρθρ. Αν επιδοθεί επιταγή από αντίγραφο του απογράφου εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως. υπέρ της οποίας συνηγορεί η ιδιάζουσα φύση της επιταγής προς εκτέλεση που κατ' επανάληψη τονίζεται πιο πάνω. γινόταν δεκτό. Κατά το Γ.χ. Β) Γεννάται όμως περαιτέρω το ζήτημα. Η συνέπεια αυτή δεν αναγράφεται ρητά στον ΚΠολΔ ή σε άλλες διατάξεις του ισχύοντος δικαίου. Κατά το Γ. διακόπτεται η νέα χρησικτησία που άρχισε από την έγερση αυτής της αγωγής. Ράμμο θα έπρεπε ίσως να θεωρείται ορθότερη η αντίθετη άποψη. ότι οι ουσιαστικές συνέπειες της επιδόσεως της επιταγής καθορίζονται ειδικά από το ουσιαστικό δίκαιο. Η κρατούσα γνώμη έδινε ως τώρα αρνητική απάντηση. όπως εκτίθεται στη συνέχεια. Α) Η επίδοση της επιταγής επιφέρει: Α) Τη διακοπή της παραγραφής6. αποτελεί όχι μόνο την προδικασία αλλά συγχρόνως και την πρώτη πράξη της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ε) Με βάση το προγενέστερο δίκαιο και με ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. αφού.294 § 356 – Συνέπειες επιδόσεως της επιταγής προς εκτέλεση ΙΙ) Ουσιαστικές συνέπειες. για την οποία προβλέπει ειδικά ο ΑΚ. ότι η παραγραφή διακόπτεται μόνο με την έγερση ή άσκηση της αγωγής. αν η πιο πάνω επίδοση διακόπτει και την χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη). Α. ότι η χρησικτησία διακόπτεται με την άσκηση (της) διεκδικητικής αγωγής κατά του χρησιδεσπόζοντος ή κατά αυτού που κατέχει στο όνομά του. για τις απαιτήσεις κατά του Δημοσίου κ. γιατί η επίδοση επιταγής με βάση εκτελεστό τίτλο και μάλιστα εκτελεστή δικαστική απόφαση είναι μέτρο που προαναγγέλλει και συγχρόνως περιέχει δραστικότατη δικαστική δίωξη. από την οποία καθίστανται προνομιούχοι οι τόκοι ορισμένης περιόδου απαιτήσεως κεφαλαίου. Η επίδοση της επιταγής είναι από κάθε πλευρά εντονότερη από την έγερση ή άσκηση της αγωγής. . Ράμμο ορθότερη είναι η καταφατική απάντηση για τους λόγους που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Ϡ ΞΕ/1882 και τώρα του άρθρ. Ήδη όμως το άρθρο 1289 ΑΚ περιέλαβε ειδικές διατάξεις γιατί κρίθηκε. 6. Δ) Σημειωτέον ότι έχει υπάρξει αμφισβήτηση. Το ίδιο ισχύει και όταν ο νόμος ορίζει (όπως συμβαίνει π. αν στη συνέχεια της επιδόσεως της επιταγής επέρχεται ανατοκισμός υπό τους όρους και περιορισμούς παλιότερα του ν. όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Εννοείται πρωτίστως η διακοπή της αποσβεστικής παραγραφής.Κ. που εκδόθηκε για διεκδικητική αγωγή κατά του χρησιδεσπόζοντος ή εναντίον αυτού που κατέχει στο όνομά του.λπ. 296 του ΑΚ. 261. οι δε δικονομικές ρυθμίζονται διαφορετικά. ότι η επίδοση της επιταγής αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας. 31 του νόμου περί υποθηκών. όπως όμως γίνεται δεκτό και με το προγενέστερο δίκαιο και με τον ΚΠολΔ (πρέπει να) επέρχεται κατά τις γενικές αρχές λόγω της εντονότατης οχλήσεως που περιέχει η επίδοση της επιταγής.). για την οποία ο ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνει ειδική διάταξη. 1049 του ΑΚ ορίζει. Το άρθρ. για την ασφάλεια του οποίου είναι γραμμένη η υποθήκη. Γ) Την υπερημερία του οφειλέτου. Παρόμοιο ζήτημα δεν γεννάται με τον ΑΚ και τον ΚΠολΔ. αν ακολουθήσει κατάσχεση ή προσωπική κράτηση. αλλά 7. η υποθήκη. από οποιονδήποτε και αν ενεργήθηκε αυτή. οι οποίοι δεν θέτουν κάποια επιφύλαξη για την επέλευση των ουσιαστικών συνεπειών της επιδόσεως της επιταγής. ασφαλίζει κατά την ίδια τάξη εγγραφής και τους καθυστερούμενους τόκους ενός έτους πριν από την κατάσχεση.§ 357 – Προθεσμία συνεχίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως 295 ορίζει τα εξής: «Αν το κεφάλαιο της απαιτήσεως που ασφαλίζεται με υποθήκη γράφηκε ως τοκοφόρο. η οποία προϋποθέτει ότι ακολουθεί κατάσχεση. με το προγενέστερο δίκαιο. . όπως ήταν αρχικά και όπως τροποποιήθηκε. Συνεπώς. Β) Υπό τον ΚΠολΔ με την επίδοση της επιταγής αρχίζει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Τίτλος Τρίτος Προθεσμία συνεχίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως § 357 Ι) Εισαγωγή. αλλά άλλο και μάλιστα τη σειρά της κατατάξεως. σε οποιουδήποτε την κυριότητα και αν βρίσκεται το ακίνητο. και αν δεν επακολουθήση κατάσχεσις ή προσωπική κράτησις». ρύθμιζε και ρυθμίζει όχι το ίδιο θέμα. κατά κανόνα. Α) Το προγενέστερο δίκαιο όριζε ήδη. σύμφωνα με τον οποίο «η αληθής έννοια του άρθρ. 864) όριζε ότι με την επίδοση της επιταγής αρχίζει η δίκη για την εκτέλεση. Η διάταξη αυτή ισχύει και μετά τον ΚΠολΔ. Αυτό το ζήτημα λύθηκε με τον ερμηνευτικό νόμο 494/1914. ΣΤ) Αρχικά. ότι δεν επιτρέπεται. αμφισβητούνταν το ζήτημα. ΙΙΙ) Δικονομικές συνέπειες (της επιδόσεως της επιταγής). όλες οι έριδες ή αμφισβητήσεις που προκαλούνται από το χρονικό αυτό σημείο και μετά ως το πέρας της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Εξαίρεση από την φύση των πραγμάτων πρέπει να γίνεται δεκτή μόνο για την επέκταση του προνομίου επί των τόκων ενυπόθηκης απαιτήσεως. Στις δίκες αυτές εφαρμόζονται εκτός από τις γενικές διατάξεις και ορισμένοι ειδικοί κανόνες. δημιουργούν δίκες περί την εκτέλεση. Α) Η ΠολΔ που καταργήθηκε (άρθρ. αμέσως μετά από την επίδοση αντιγράφου από απόγραφο με επιταγή για εκτέλεση να ακολουθήσει (η) κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. 864 ΠολΔ είναι ότι η επίδοσις της επιταγής διακόπτει την παραγραφήν. αν οι ουσιαστικές συνέπειες αυτής της επιδόσεως της επιταγής επέρχονται ούτως ή άλλως ή μόνο αν επακολουθήσει κατάσχεση ή προσωπική κράτηση. η οποία εξακολουθεί όπως θα αναφερθεί κατωτέρω με τη διενέργεια των εκάστοτε ειδικότερων πράξεων που ορίζονται για τα διάφορα είδη της εκτελέσεως. ή ωσότου γίνει αμετάκλητος ο πίνακας της κατατάξεως»7. καθώς και τους τόκους μετά την κατάσχεση ως την πληρωμή του χρέους. ο οποίος. για τους οποίους γίνεται λόγος κατωτέρω. ακριβέστερα κατά τον ΚΠολΔ. Β) Η προθεσμία αυτή πρέπει να τηρείται και όσες φορές η αναγκαστική εκτέλεση συνεχίζεται κατά των κληρονόμων ή του κηδεμόνα της σχολάζουσας κληρονομιάς9. 1052 εδ. 331.296 § 357 – Προθεσμία συνεχίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως έπρεπε να παρέλθει ορισμένη προθεσμία καλούμενη προθεσμία εκτελέσεως8.Ε. Β) Την ανάγκη τηρήσεως παρόμοιας προθεσμίας σε διαφορετική εν μέρει μορφή από την προθεσμία συνεχίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως.Δ.χ. Πολ.λπ. και αρχίζει από την πάροδο της επιδόσεως της επιταγής.λπ.Δ. Πράγματι ο οφειλέτης. (μπορεί να) λαμβάνει κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που ορίζεται κάθε φορά τα ενδεικνυόμενα και δυνατά να χρησιμοποιηθούν για τη ματαίωση της συνεχίσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως μέτρα. (να) προβαίνει στην απόκρυψη πραγμάτων. Μειονεκτήματα αυτής. ότι δεν είναι κατ' αρχήν ορθό να αιφνιδιάζεται ο υπόχρεως κ. 321. 988 § 145. Β) Η καθιέρωση όμως της παραπάνω προθεσμίας έχει το μειονέκτημα. με την άμεση διενέργεια ή συνέχιση της εκτελέσεως και ότι είναι σκόπιμο να παρέχεται σ' αυτόν κάποιο χρονικό διάστημα. και (συμβαίνει) τώρα για τη συνέχιση και διεξαγωγή της κατά το κύριο περιεχόμενό της. ώστε να αποφεύγονται όσο είναι εφικτό ή να μειώνονται αισθητά τα άτοπα. ανεξαρτήτως της κατοικίας ή διαμονής του επισπεύδοντος και του καθ' ου η εκτέλεση. έχει δημιουργηθεί εδώ και αρκετό χρόνο κίνηση. ΚΠολΔ 926 (988) § 1 Σχ. 8. 9. συνεχίσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι τριήμερη. Πολ. του 1880. Α) Δικαιολογητικός λόγος της καθιερώσεως της παραπάνω προθεσμίας είναι η σκέψη. αλλά συνήθως και το συμφέρον του επισπεύδοντος.) πολλές φορές μέσο και χρόνος ματαιώσεως ή δυσχεράνσεως της πραγματοποιήσεως του σκοπού της αναγκαστικής εκτελέσεως.λπ. Σ. αφού θα έχει ειδοποιηθεί μέσω της παραπάνω επιδόσεως για την επικείμενη έναρξη της εκτελέσεως. στην κατάρτιση εικονικών δικαιοπραξιών ή δικαιοπραξιών που αποβλέπουν στην καταστρατήγηση του νόμου κ. όπως (συνέβαινε) άλλοτε.Ε. Α) Η προθεσμία εκτελέσεως ή. . η οποία ζητά την κατάργηση ή τον περιορισμό της προθεσμίας που έχει λεχθεί ή τη διαφορετική ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων. που σημειώθηκαν παραπάνω. Πολ. επιβάλλει και ο ΚΠολΔ ΙΙ) Δικαιολογητικός λόγος καθιερώσεως της προθεσμίας συνεχίσεως της εκτελέσεως. 866. π. κατά τη διάρκεια του οποίου θα έχει τη δυνατότητα αυτός να προβαίνει σε εκούσια εκπλήρωση των διά του εκτελεστού τίτλου επιβαλλομένων και αναγνωριζομένων υποχρεώσεών του και να αποφύγει τοιουτοτρόπως τη διενέργεια της οπωσδήποτε δυσάρεστης γι' αυτόν αναγκαστικής εκτελέσεως και τη συνέχισή της. Κρητ. ότι με αυτήν παρέχεται στον κακόπιστο υπόχρεο (οφειλέτη κ. του 1834. Εξαιτίας του λόγου αυτού.Δ. ΙΙΙ) Διάρκεια της προθεσμίας. η συνέπεια δε αυτή εξυπηρετεί όχι μόνο το προσωπικό συμφέρον του καθού. 357. α΄ Α. Η συμφωνία αυτή θεωρείται ανίσχυρη ως δεσμευτική για τον καθ' ου η εκτέλεση. Η) Με συμφωνία μεταξύ 10. όπως ειδικότερα εκτίθεται κατωτέρω.) είναι δυνατό να καθορισθεί μεγαλύτερη προθεσμία από εκείνη που προβλέπει ο νόμος συνεχίσεως της διαδικασίας της εκτελέσεως. Βλ. που τάσσεται από τον νόμο ή από τους ενδιαφερόμενους κατά τους όρους και περιορισμούς που έχουν αναφερθεί. 11. χωρίς να ενεργηθεί ή μάλλον να συνεχισθεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. είναι ελαττωματική και κηρύσσεται κατά τη νόμιμη διαδικασία. Οι ουσιαστικές συνέπειες όμως που επέρχονται απ' αυτήν (διακοπή της παραγραφής) κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα διατηρούνται και εξακολουθούν να παράγονται κατά τις οικείες διατάξεις. Α) Είτε μονομερώς από τον επισπεύδοντα.λπ)10. ΣΤ) Συνεπώς η συνέχισή της χωρίς (νέα) όχληση θα ήταν αιφνιδιαστική.λπ.λπ. Δ) Εάν παρέλθει ένα έτος. την εντύπωση. κάποιος περιορισμός. πάντως όμως όχι πέραν του ενός έτους από την επίδοση της επιταγής. αντικανονική (ανίσχυρη. η περαιτέρω διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι δυνατό να συνεχισθεί και μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας.§ 357 – Προθεσμία συνεχίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως 297 IV) Παράταση ή σύντμηση της προθεσμίας συνεχίσεως της εκτελέσεως. ιδιαιτέρως μάλιστα κατά τις περιπτώσεις εκείνες.Δ. σύμφωνα με τον οποίο δεν είναι δυνατό να γίνει περαιτέρω πράξη εκτελέσεως μετά την παρέλευση έτους από την επίδοση της επιταγής επί τη βάσει αυτής11. Α. Πολ. κατά την ορθότερη γνώμη. ότι αυτή αποβάλλει την ισχύ ή την ενέργεια αυτής ως πράξη της διαδικασίας της εκτελέσεως. Ε) Δικαιολογητικός λόγος του περιορισμού αυτού είναι η σκέψη. V) Συνέπειες της μη τηρήσεως της προθεσμίας. όπως ειδικότερα αναπτύσσεται κατωτέρω. Β) Αντιθέτως. όπως ήδη έχει παρατηρηθεί. η ανωτέρω προθεσμία δεν είναι δυνατό. άκυρη κ. 9. 988 § 2 . ότι η αδράνεια του επισπεύδοντος για τόσο χρόνο δημιουργεί στον υπόχρεο κ. Α) Η προ της παρόδου της προθεσμίας. ΚΠολΔ 926 (988) § 2 Σχ. Β) Αντιθέτως. κατά τις οποίες αυτός ευρίσκεται υπό δυσμενείς οικονομικές συνθήκες. τις αναφερόμενες παραπομπές στη σημ. αλλ' οφείλει να προβεί σε νέα επίδοση αντιγράφου από απόγραφο με επιταγή και να αναμείνει την πάροδο της (τριήμερης) προθεσμίας που μνημονεύεται παραπάνω για συνέχιση της εκτελέσεως. να συντμηθεί με συμφωνία των ενδιαφερομένων. ότι εγκαταλείφθηκε επί του παρόντος η σκέψη της συνεχίσεως της διαδικασίας της εκτελέσεως. είτε ύστερα από συμφωνία του με τον καθ' ου η εκτέλεση (οφειλέτη κ.Ε. Γ) Αλλά και ως προς το σημείο αυτό υπάρχει. ο επισπεύδων δεν στερείται (μεν) του δικαιώματος της συνεχίσεως της εκτελέσεως. Ζ) Η παρέλευση ενός έτους από την επίδοση της επιταγής έχει ως συνέπεια. διενέργεια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως που διεξάγεται ή ακριβέστερα υπό τον ΚΠολΔ συνεχίζεται. Όπως όμως και το προγενέστερο δίκαιο. η παραπάνω ενιαύσια προθεσμία να παραταθεί για κάποιο χρονικό διάστημα περαιτέρω. εκτός του αρχικού δικαιούχου νομιμοποιούνται ενεργητικώς να αρχίσουν ή να συνεχίσουν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ο καθολικός. σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρ. ότι ο καθένας των εν λόγω διαδόχων του (αρχικού) δικαιούχου δεν είναι δυνατό να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν την κοινοποίηση στον καθ' ου η εκτέλεση της επιταγής και των εγγράφων που νομιμοποιούν αυτόν13. έγγραφο που να νομιμοποιεί αυτόν ως κληρονόμο. 1956 επ. Σ. Τα της ανταποδείξεως κλπ. στο οποίο περιλαμβάνεται η απαίτηση από τον εκτελεστό τίτλο ή εγκαθίσταται σ' αυτήν όπως επί δήλου πράγματος κληρονόμος ή κληροδοτείται αυτή ειδικά σ' αυτόν. όχι όμως επ' άπειρον. έτσι και ο ΚΠολΔ ορίζει σχετικά. Α) Όπως λέχθηκε ανωτέρω12. επικυρωμένο αντίγραφο της διαθήκης αυτού με την οποία τιμάται και δια της οποίας αυτός που επιθυμεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση εγκαθίσταται κληρονόμος γενικώς στο τμήμα της περιουσίας. κατά την κρατούσα γνώμη. β) Ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος του δικαιούχου δεν έχει άνευ ετέρου. το οποίο θεμελιώνει νόμιμο τεκμήριο για την ιδιότητα αυτού που ζητά την έκδοσή του ως κληρονόμου κ. Β) Μερικές φορές όμως επιβάλλεται από το ισχύον δίκαιο πέραν αυτών και η τήρηση ορισμένων πρόσθετων διατυπώσεων. ο οιονεί καθολικός και ο ειδικός διάδοχος αυτού. ΚΠολΔ 925 (987) § 1 Σχ. εφ' όσον ασκηθεί 12.Ε. Βλ.Ε. ανωτ. Τίτλος Τέταρτος Πρόσθετες διατυπώσεις της προδικασίας και της συνεχίσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως § 358 Ι) Εισαγωγή. ΙΙ) Περιπτώσεις τηρήσεως προσθέτων διατυπώσεων επί ενεργητικής νομιμοποιήσεως. 1051 § 1 Α.298 § 358 – Πρόσθετες διατυπώσεις προδικασίας & διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως δανειστού και οφειλέτου και εν γένει υπόχρεου είναι δυνατό. Α) Συνήθως αρκεί για την έναρξη ή ακριβέστερα για τη συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως η επίδοση αντιγράφου από απόγραφο του εκτελεστού τίτλου με επιταγή προς εκτέλεση και η πάροδος της ανωτέρω αναφερόμενης προθεσμίας. 987 § 1 . τα επόμενα: α) Για τον εκ διαθήκης κληρονόμο του δικαιούχου. κατά του τεκμηρίου αυτού κρίνονται. § 347 13. Τέτοια έγγραφα είναι π. Πολ. Είναι δυνατό όμως να ζητήσει και να επιτύχει την έκδοση κληρονομητηρίου. ΑΚ και 819 (850) επ.λπ. ΚΠολΔ. για τις οποίες γίνεται λόγος στη συνέχεια.Δ.χ. αυξημένη. 19.Δ. μεγαλύτερη της μερίδας εξ αδιαθέτου αυτού λόγω προσαυξήσεως π. που έχει κατατεθεί σε συμβολαιογράφο ή σε κάποια άλλη δημόσια αρχή κ. Α) Όπως ανωτέρω15 εκτέθηκε. Συνεπώς έχουν και στις περιπτώσεις αυτές εφαρμογή τα εκτιθέμενα περί κληρονομητηρίου στο κείμενο κ.Ε. διότι στη σχετική διάταξη του ΚΠολΔ δεν υπάρχει καμία επιφύλαξη. το οποίο ακριβώς όριζε αυτό ρητώς. Σχ. Βλ. Ο ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνει σχετική διάταξη στο γενικό μέρος. του 1834. Πολ. 987 § 2. κ. το δε δεύτερον. Πολ. έτσι και στον ΚΠολΔ είναι απαραίτητο από τη νέα επίδοση μέχρι τη συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως να παρέλθει η οριζόμενη τριήμερη προθεσμία. άρθρ. επιτρέπεται αυτή18. ανωτ. όσες φορές η αναγκαστική εκτέλεση που έχει αρχίσει πρόκειται να συνεχισθεί κατά κληρονόμου ή κηδεμόνος σχολάζουσας κληρονομιάς. Παρά ταύτα – κατά το Γ. Βλ. Εξάλλου. οι οποίες αφορούν τις συγκεκριμένες κάθε φορά πράξεις. Το προγενέστερο δίκαιο17 επέβαλε την ως άνω διατύπωση και όταν η εν λόγω επίδοση είχε γίνει προς τον κληρονομούμενον. θα πρέπει να 14. Σ. 18. επειδή πράγματι πρόκειται για νέα εκτέλεση κατά του τελευταίου αυτού. οφείλει για τη νομιμοποίησή του να κοινοποιήσει επικυρωμένο αντίγραφο του εκχωρητηρίου δημοσίου εγγράφου ή του ιδιωτικού εκχωρητηρίου εγγράφου. ισχύουν και τώρα και ιδιαίτερα το πρώτον μεν. παραπομπές στη υποσ. 16. Στο προγενέστερο δίκαιο ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος όφειλε να κοινοποιήσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την τυχόν αξιούμενη.χ.Ε. ότι αυτά που ορίζουν οι μνημονευθείσες διατάξεις. Β) Ο εκδοχεύς της απαιτήσεως που αποδεικνύεται με τον εκτελεστό τίτλο.λπ. 17.Δ. § 347. όπως και κατά το προγενέστερο δίκαιο19. Ράμμο – θα πρέπει να θεωρηθεί. Σχετικά ο ΚΠολΔ16 ορίζει ότι. σε διαφορετικές ειδικές πράξεις της διαδικασίας της εκτελέσεως. Το προϊσχύσαν δίκαιο επέβαλε την επανάληψη ορισμένων κοινοποιήσεων και δημοσιεύσεων με ειδικές διατάξεις. ανωτ. η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι δυνατό να αρχίσει ή να συνεχισθεί (και) κατά του κληρονόμου (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου) του υποχρέου κ. ΙΙΙ) Πρόσθετες διατυπώσεις επί παθητικής νομιμοποιήσεως.§ 358 – Πρόσθετες διατυπώσεις προδικασίας & διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως 299 ανακοπή κατά της επιταγής ή της συνεχιζόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως14. προκειμένου να γίνει εκτέλεση και κατά του ειδικού διαδόχου του οφειλέτου.1 και 2.λπ. Β) Εκτός όμως από την επίδοση της επιταγής. 15. 1051 § 2 Α. . όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. ΚΠολΔ 925 (987) § 2. 867 εδαφ. 17.λπ. Ο ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνει ανάλογες διατάξεις. Βλ. § 347. διότι συνέχιση εκτελέσεως κατά (του) ειδικού διαδόχου του οφειλέτου δεν νοείται κατά κυριολεξία. όσες φορές όπως εκτέθηκε. Ο ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνει γι' αυτό ειδική διάταξη. απαιτείται να προηγηθεί η επίδοση της επιταγής προς αυτούς.λπ. Επομένως το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται με τις διατάξεις. 699. προκειμένου να προβεί σ' αυτήν.Ε. V) Πρόσθετες διατυπώσεις επί εκτελέσεως για απαιτήσεις από αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Β) Ο ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνει αντίστοιχη διάταξη ενόψει του ανωτέρω22 μνημονευόμενου κανόνα. άρθρ. με την οποία εγκαθίσταται ο καθ' ου η εκτέλεση κληρονόμος του υποχρέου ή της πράξεως αποδοχής της κληρονομιάς του οφειλέτη. πιο πάνω §§ 287-288. 869. 691. που αποδεικνύει την εκπλήρωση της παροχής το οποίο να έχει αποδεικτική δύναμη24 VI) Πρόσθετες διατυπώσεις επί εκτελέσεως για απαιτήσεις υπό αίρεση η προθεσμία. τ. του κληρονομητηρίου κ. ότι επιβάλλεται και η επίδοση των εγγράφων που αποδεικνύουν την παθητική νομιμοποίηση του καθ' ου στρέφεται ή συνεχίζεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. § 351. ή υπό αναβλητική αίρεση. προκειμένου περί εκτελέσεως εναντίον τρίτου). Α) Το προϊσχύσαν δίκαιο προέβλεπε21 την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων και μάλιστα την επίδοση ορισμένων εγγράφων (πιστοποιητικών και αντιγράφων αποδεικτικών επιδόσεως. Α) Εάν η απαίτηση. της διαθήκης. τελεί υπό αναβλητική προθεσμία. ανωτ.300 § 358 – Πρόσθετες διατυπώσεις προδικασίας & διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως θεωρηθεί. εκτός της επιταγής. 288. να επιδίδεται προς τον καθ' ου η εκτέλεση σ' ένα επικυρωμένο προσηκόντως αντίγραφο και το έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό. είναι δυνατό να ζητήσει την έκδοση κληρονομητηρίου περί του δικαιώματος του καθ' ου η εκτέλεση. Σχ. § 346. του 1834. ότι ο δικαιούμενος στη αναγκαστική εκτέλεση. Βλ. Σχετικά ο ΚΠολΔ20 ορίζει. Πολ.Ε. Πολ. δηλαδή όσες φορές σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις ο οφειλέτης υποχρεώνεται σε παροχή υπό τον όρο ταυτόχρονης εκ μέρους του δανειστού εκπληρώσεως της αντιπαροχής που επιβαρύνει αυτόν. 21. λόγω του ανασταλτικού αποτελέσματος της προθεσμίας και της ασκήσεως της εφέσεως23. Κατά τις περιπτώσεις αυτές πρέπει να προηγείται (η) προσφορά της αντιπαροχής. Ειδικά για το ζήτημα αν η ανακοπή ερημοδικίας έχει ή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα βλ. η οποία έληξε. ΚΠολΔ 922 (984). Σ. Βλ. πρέπει. IV) Πρόσθετες διατυπώσεις επί εκτελέσεως κατά τρίτου. ανωτ. που να αποδεικνύεται προσηκόντως. και ανωτ. 984. 22.Δ. 1048. το οποίο αποδεικνύει την πλήρωση της αιρέσεως ή την παρέλευση της προθεσμίας. 24. Η τήρηση ορισμένων προσθέτων διατυπώσεων είναι ενδεχόμενο να κρίνεται αναγκαία κατά τις προβλεπόμενες διατυπώσεις στο άρθρο 921 (983) § 4 ΚΠολΔ. η οποία πληρώθηκε. κατά τον οποίο. αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως δεν είναι δυνατό να υπάρξει κατά τρίτου. Α. 23.χ. ΙΙ §§ 287. Πρβλ.λπ. . π.Δ. προς ικανοποίηση της οποίας πρόκειται να γίνει η αναγκαστική εκτέλεση. το οποίο έχει αποδεικτική δύναμη). εφ' όσον η λήξη της τε20. ή να κοινοποιείται το επικυρωμένο αντίγραφο του δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου. πρέπει να επιδίδεται στον καθ' ου η εκτέλεση και προσηκόντως επικυρωμένο αντίγραφο που να αποδεικνύει την επέλευση του γεγονότος αυτού. . ΚΠολΔ 915 (976) Σχ. Πρβλ. Σ. Β) Όσες φορές με την απόφαση. ορίζεται.Δ.Ε. δημόσιου ή ιδιωτικού εγγράφου που έχει αποδεικτική δύναμη25. Πολ. ότι η εκτέλεση εξαρτάται από την επέλευση γεγονότος. 976. 1040 Α.Ε. 25. η οποία αποτελεί τίτλο εκτελεστό.§ 358 – Πρόσθετες διατυπώσεις προδικασίας & διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως 301 λευταίας δεν ευρίσκεται ημερολογιακά. Klamaris. έτσι και ο ΚΠολΔ υιοθετεί κατά βάση και στην αναγκαστική εκτέλεση (όπως και στη διαγνωστική διαδικασία) το σύστημα της πρωτοβουλίας των διαδίκων. §§ 491 επ. ότι η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια του δικαιούμενου να προβεί σ' αυτήν. για τις οποίες γίνεται λόγος ανωτέρω. Βλ. 1053 Α. .Ε. 12. Rdnr. η συνέχιση (ουσιαστικά έναρξη) της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. 475· Baur/Stürner/Bruns.: Vollstreckungsgewalt und Amtsbetrieb (1935). παρήλθε η τασσόμενη από του νόμου κ.. Zwangsvollstreckung. 13. Α) Εφ' όσον διαπιστώνεται.ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις. Zwangsvollstreckungsrecht. κατωτ. παραδεκτού ή επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως). Τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν προβαίνουν στην 1. § 2· Rosenberg/Gaul/Schilken/BeckerEberhard. 106 επ.. ΚΠολΔ 927 (989) Σχ. Εάν λείπει μία τουλάχιστον από τις ανωτέρω προϋποθέσεις ή αν παρέλθει η προθεσμία συνεχίσεως της εκτελέσεως ή αν δεν τηρηθεί μία από τις τυχόν επιβαλλόμενες πρόσθετες διατυπώσεις. Σ. 989. Β) Σχετικά ορίζει2. Ι) Εισαγωγή. δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα κανονικά. § 22· Stein/Jonas/Münzberg. τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη προδικασία. Η παρά ταύτα διεξαγόμενη ή συνεχιζόμενη διαδικασία είναι ελαττωματική και υπόκειται σε προσβολή κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα1.Ε. Zum Stand des griechischen Zwangsvollstreckungsrechts. Vorbemerkungen zu den §§ 704ff.. ZZP 2008. Auf. Πολ.λπ. παροχής εννόμου προστασίας. ότι συντρέχουν οι ανωτέρω αναφερόμενες και αναλυόμενες προϋποθέσεις (διαδικαστικές. Κίνηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως* § 359 *Ειδική βιβλιογραφία: Bernhardt W. Α) Όπως και το προγενέστερο δίκαιο. 2. Auf. ΙΙ) Σύστημα επισπεύσεως της εκτελέσεως.Δ. προθεσμία εκτελέσεως ή συνεχίσεως της διαδικασίας της εκτελέσεως και τηρήθηκαν οι πρόσθετες διατυπώσεις που ενδεχομένως επιβλήθηκαν. είναι δυνατό να αρχίσει ή ακριβέστερα κατά τον ΚΠολΔ να συνεχισθεί η κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. 505 επ.. όπως λέγεται μερικές φορές στην πράξη) αυτού που θεωρεί τον εαυτόν δικαιούχο κλπ.χ. Α) Το σύστημα της πρωτοβουλίας των ενδιαφερομένων διέπει όχι μόνο την έναρξη και την κατ' αρχήν συνέχιση της διαδικασίας της εκτελέσεως. από την οποία πηγάζει η απαίτηση. Α) Η κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως αποτελεί μία ενότητα και είναι. Η έννομη σχέση αυτή. το οποίο (και) στο σημείο αυτό δεν απέχει ουσιωδώς από το προγενέστερο. τ. έννομη σχέση (αστικού) δικονομικού δικαίου και (εν όψει της γνωστής κατατάξεως αυτού) δημοσίου δικαίου. επί διαφορών για την εκτέλεση κ. Β) Το σύστημα που μνημονεύθηκε διέπει και τα της επεμβάσεως και της δράσεως του δικαστηρίου κατά τις περιπτώσεις. η οποία αποτελεί τη βάση. και. κατά την τρίτην άποψη. για την οποία γίνεται η εκτέλεση. κατά μια γνώμη. 1 §§ 47-48. όπως ελέχθη.λπ. Γ) Κατωτέρω γίνεται ειδικότερα λόγος για την ανωτέρω αίτηση ή εντολή. Βλ. . μεταξύ του επισπεύδοντος και του καθ' ου η εκτέλεση.). είναι τριμερής ή μάλλον πολυμερής. επί αναστολής εκτελέσεως. κατά άλλην. ο οποίος εκ του λόγου αυτού καλείται. ολόκληρη τη διαδρομή των διαφόρων σταδίων αυτής. μεταξύ του επισπεύδοντος και του καθ' ου η εκτέλεση αφ' ενός και των οργάνων της εκτελέσεως αφετέρου. καθενός του διαδίκου και καθενός οργάνου εκτελέσεως3. σε όσα αναπτύσσονται στους οικείους τόπους στα κατ’ ιδίαν θέματα. σύμφωνα προς τα αναπτυσσόμενα στα δικά τους θέματα κατωτέρω στους οικείους τόπους. IV) Ενότητα και φύση της διαδικασίας της εκτελέσεως.§ 359 – Κίνηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως 303 έναρξη ή μάλλον στη συνέχιση αυτής με δική τους πρωτοβουλία και αυτεπαγγέλτως. επισπεύδων (ή σε εκτελέσεις για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων) επισπεύδων δανειστής. διδομένης ευκαιρίας. όπως και η δίκη της διαγνωστικής διαδικασίας. κατά κανόνα. κατά τις οποίες αναγνωρίζεται σ' αυτό αρμοδιότητα επεμβάσεως στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος (π. ΙΙΙ) Έκταση της ισχύος του συστήματος της πρωτοβουλίας των διαδίκων. και που επιθυμεί να επισπεύσει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Γ) Διεύθυνση όμως ή κατεύθυνση της διαδικασίας της εκτελέσεως απ' ευθείας ή με διοριζόμενο δικαστή εκτελέσεως από αυτό δεν έχει το δικαστήριο κατά το ισχύον σε μας δίκαιο. η οποία είναι διαφορετική και ιδιαίτερη από την έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου. υφιστάμενη μεταξύ καθενός των διαδίκων αφ' ενός και αφ' ετέρου. αλλά μόνον κατόπιν αιτήσεως ή εντολής (παραγγελίας προς εκτέλεση. Β) Οι θεωρητικές και πρακτικές συνέπειες του παραπάνω νομικού χαρακτηρισμού μνημονεύονται. ανάλογη αμφισβήτηση και έκθεση των διαφορετικών απόψεων ως προς το αντίστοιχο ζήτημα στη δίκη της διαγνωστικής διαδικασίας ανωτ. αλλά. 3. υφίσταται. εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σ' αυτήν. β΄ Σχ. την εξουσία για ενέργεια όλων των πράξεων της εκτελέσεως.Ε. αλλά για πράξη προδικασίας.Δ.Ε. ΚΠολΔ 927 (989) εδ. Σύμπραξη δικηγόρου δεν είναι απαραίτητη.).304 § 360 – Εντολή ή αίτηση προς εκτέλεση Τίτλος Δεύτερος Εντολή ή αίτηση προς εκτέλεση § 360 Ι) Εισαγωγή. η οποία δίνεται σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα όργανα εκτελέσεως.Δ. Σ. αν όχι και εξώδικης. 989 εδ. αφαίρεση κινητού πράγματος. κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα. ΚΠολΔ 927 (989) εδ. Δ) Η εντολή αυτή πρέπει να χρονολογείται και να υπογράφεται από τον δικαιούχο (επισπεύδοντα) ή τον πληρεξούσιό του 7. 5.λπ. Βλέπε παραπάνω § 359. Ε) Η εντολή αυτή παρέχει στα συγκεκριμένα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως.λπ. Πολ. ΙΙ) Αποδέκτες και περιεχόμενο της εντολής προς εκτέλεση. από την εντολή προς εκτέλεση.Δ. α΄ Σχ. 989 εδ. 6. Ακριβώς δε στο σημείο αυτό διακρίνεται ο τύπος της εκτελέσεως ή εκτελεστήριος τύπος. αποβολή από την κατοχή ακινήτου. Με βάση την τελευταία επιφύλαξη.Ε. γ΄. ή από τον πληρεξούσιο αυτού που έχει τουλάχιστον γενική ή μερική πληρεξουσιότητα και απευθύνεται στα. 1053 εδ.). 989 εδ. Σ. όπως στη περίπτωση της εντολής προς επίδοση αντιγράφου του απογράφου του εκτελεστού τίτλου με επιταγή προς εκτέλεση. Β) Γράφεται5 πάνω στο απόγραφο του εκτελεστού τίτλου και Γ) πρέπει να περιλαμβάνει α) καθορισμό του τρόπου της εκτελέσεως (παράδοση ή απόδοση πράγματος. Πολ. αρμόδια όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως και μάλιστα συνήθως στον κατά τόπο αρμόδιο ορισμένο δικαστικό επιμελητή (κλητήρα). 8. β΄ Α. ότι η αναγκαστική εκτέλεση διεξάγεται ή μάλλον κατά τον ΚΠολΔ συνεχίζεται από τη πρώτη μετά την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση πράξεως και λαμβάνει χώρα μόνο κατόπιν πρωτοβουλίας του ενδιαφερομένου.Ε. τις οποίες μπορούν να ενεργήσουν τα εξουσιοδοτούμενα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως 8 ή να μνημονεύσει τις πράξεις. Β) Η πρωτοβουλία αυτή εκδηλώνεται με την εντολή ή αίτηση προς εκτέλεση. για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω (§ 354) και ο οποίος απευθύνεται στα όργανα της εκτελέσεως γενικά. τις οποίες δεν μπορούν να εκτελέσουν9. Α) Λέχθηκε ήδη παραπάνω4. 7. στα λοιπά δημόσια όργανα κ. Σ. γ΄ Σχ. διότι δεν πρόκειται για γνήσια διαδικαστική πράξη. γ΄ Α. . ακινήτων κ.Ε. Πολ.λπ.Ε. β) το αντικείμενο της εκτελέσεως (κατάσχεση κινητών. Η εντολή προς εκτέλεση Α) δίνεται ή παρέχεται από τον επισπεύδοντα. 1053 εδ. 1053 εδ. στα οποία απευθύνεται. Στις 4. ακινήτων κ. α΄. β΄. ΚΠολΔ 927 (989) εδ. ο επισπεύδων μπορεί να καθορίσει (τις) συγκεκριμένες πράξεις. α΄ Α. κατάσχεση κινητών. γ) καθορισμό συμβολαιογράφου της περιφερείας του τόπου αυτής ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού6. Πολ. Για το θέμα αυτό γίνεται λόγος στους οι9. ανεξάρτητα από την άποψη. δυνάμει εξουσιοδοτήσεως του νόμου προς το σκοπό διευκολύνσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και επιταχύνσεως αυτής. ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο. ΙΙΙ) Όροι του επιτρεπτού της ανακλήσεως της εντολής προς εκτέλεση. Η ανάκληση ή ο περιορισμός πρέπει να γίνονται κατά τρόπο επίσημο και μάλιστα με δήλωση. 8 και 9. ενδεχομένως δε και για αποφυγή ματαίων πράξεων εκτελέσεως. ΚΠολΔ 928 (990) Σχ. την οποία δέχεται κάποιος ως προς το νομικό χαρακτηρισμό της εσωτερικής και εξωτερικής έννομης σχέσεως μεταξύ επισπεύδοντα και οργάνων της εκτελέσεως. Οι συνέπειες της παραπάνω ανακλήσεως καθορίζονται με βάση το ισχύον κοινό. 11. Οι παραπάνω εξουσίες παρέχονται κατά προέκταση των διατάξεων του κοινού δικαίου περί δικαστικής πληρεξουσιότητας και δικαιολογείται η χορήγηση αυτών. Βλ. Βλ. 10. Η μερική καταβολή δεν εμποδίζει την πρόοδο της εκτελέσεως11. για την οποία χορηγεί απόδειξη και κάνει μνεία πάνω στο απόγραφο. Μπορεί να δεχθεί και μερική καταβολή.§ 360 – Εντολή ή αίτηση προς εκτέλεση 305 πράξεις της εκτελέσεως. οι οποίοι έχουν έννομο συμφέρον. εφόσον η παροχή εκπληρώθηκε πλήρως10. που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή και δεσμεύει τότε μόνο τον καθού η εκτέλεση και τρίτους.Ε. αν και κάτω από ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται η ανάκληση της παραπάνω εντολής από τον επισπεύδοντα ή τα πρόσωπα εκείνα που ταυτίζονται νομικά με αυτόν. κατά πόσο μπορεί να συνεχισθεί η παραπάνω διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. σχετικά παραπομπές σε υποσημ. Οι εξουσίες αυτές δεν αποκλείεται να ανακληθούν ή να περιορισθούν μεταγενεστέρως από τον επισπεύδοντα. του αναπλειστηριασμού και της διαδικασίας της κατατάξεως. . 10. παραδίδοντας ταυτόχρονα και το απόγραφο. κάτω από τους όρους που εκτέθηκαν. Διαφορετικό είναι το ζήτημα. με υποκατάσταση στη θέση του αρχικού επισπεύδοντα άλλου δανειστή κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας. ότι γνωστοποιήθηκε εγγράφως σ' αυτούς. όταν αποδεικνύεται κατά τον προσήκοντα τρόπο. σύμφωνα με τα οποία η αναγκαστική εκτέλεση αρχίζει και προχωρεί με πρωτοβουλία των ενδιαφερομένων και ιδιαίτερα του επισπεύδοντα. 1054 Α. η οποία λύνει αυτό το ζήτημα καταφατικά. έχει την εξουσία να δέχεται καταβολές (χρημάτων) και να χορηγεί έγγραφη εξοφλητική απόδειξη. Α) Γεννήθηκε κατ' επανάληψη στη πράξη το ζήτημα. παραπομπές σε σημ. Έτσι πρέπει να έχει το πράγμα. υπό την έννοια της σχετικής διατάξεως περιλαμβάνονται και η διεξαγωγή του πλειστηριασμού. 990.Δ. ΣΤ) Ειδικά ο δικαστικός επιμελητής. στον οποίο παραδίδεται το απόγραφο με την εντολή προς εκτέλεση. Ενόψει αυτών που αναπτύχθηκαν παραπάνω. θα πρέπει κατ' αρχήν τουλάχιστον να γίνεται δεκτή η γνώμη. 994. έχει εφαρμογή το κοινό δίκαιο. ο οποίος και δίνει εντολή πληρωμής αυτών ή αναγράφει αυτά σε περίπτωση συντάξεως πίνακα κατατάξεως15 στον ως άνω πίνακα. Α) Υποχρεωμένος να καταβάλει τις δαπάνες της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι.λπ. τίτλο εκτελεστό προς είσπραξη των εξόδων.λπ. Τίτλος Τρίτος Δαπάνες της αναγκαστικής εκτελέσεως § 361 Ι) Γενικές παρατηρήσεις. στο ειδικό μέρος12. 12. συντάξεως προγραμμάτων πλειστηριασμού και εκθέσεως πλειστηριασμού κ. 13. Βλέπε παραπάνω. Η επιταγή προς εκτέλεση δεν αποτελεί.Ε. 14.λπ. ΚΠολΔ 932 (994) Σχ.Δ. Β) Τις δαπάνες της εκτελέσεως υφίσταται τελικά εκείνος. αν πρόκειται για εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. . Α) Η εκκαθάριση των δαπανών εκτελέσεως γίνεται.§ 361 – Δαπάνες της αναγκαστικής εκτελέσεως 306 κείους τόπους. Α) Η διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτελέσεως απαιτεί δαπάνες για τη πληρωμή των επιβαλλομένων από τον νόμο τελών χαρτοσήμου των διαφόρων εγγράφων (απογράφου. ανάλογη με την διάταξη του άρθρου 877 της ΠολΔ του 1834. αλλά αυτά πρέπει να εκκαθαρισθούν ειδικά από το αρμόδιο δικαστήριο. εκθέσεων ή αποδεικτικών επιδόσεως κ. Σχετικά με τα άλλα είδη εκτελέσεως. κατ' αρχήν τουλάχιστον.).Ε. ο επισπεύδων. όπως και στη διαγνωστική διαδικασία και συγκεκριμένα αφενός το ζήτημα της προκαταβολής αυτών και αφετέρου το ζήτημα της (τελικής) επιβαρύνσεως με αυτά. δημοσιεύσεων (προγραμμάτων πλειστηριασμού κ. παρακάτω §§ 392 επ.). Βλέπε παρακάτω § 446. ΙΙ) Ζητήματα προκαταβολής και πληρωμής δαπανών εκτελέσεως.. αντιγράφων. 1058 Α. ως κατά τεκμήριο υπαίτιος14. εφόσον προκαλεί την επιχείρηση των διαφόρων ειδικοτέρων πράξεων της εκτελέσεως13. Ι § 155. ΙΙΙ) Εκκαθάριση των εξόδων εκτελέσεως. εκθέσεως κατασχέσεως. τ. κατά του οποίου ενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση. 15. αφού δεν περιλαμβάνεται στον ΚΠολΔ ειδική διάταξη. κατά τη διανομή του εκπλειστηριάσματος από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Πολ. όπως ορθά κρίθηκε και κατά το προγενέστερο δίκαιο. Σ. Πρβλ. Β) Σχετικά με αυτές τις δαπάνες γεννιούνται δύο βασικά ζητήματα και στη προκειμένη περίπτωση. 17.§ 362 – Χρόνος & τρόπος ενεργείας των οργάνων εκτελέσεως. Γενικές διατυπώσεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως § 362 Ι) Χρόνος ενεργείας των οργάνων της εκτελέσεως. Βλέπε παρακάτω στα σχετικά με την ελαττωματική εκτέλεση §§ 491 επ. Σχετικά με το θέμα αυτό ισχύουν και έχουν εφαρμογή τα ακόλουθα: Α) Για τους δικαστικούς επιμελητές ισχύουν όσα ορίζονται στο N. τις παραπομπές που αναγράφονται στη υποσημ. B) Ως προς τους συμβολαιογράφους και τους ειρηνοδίκες.Ε. 16. στον οικείο τόπο22. ότι. για τα οποία γίνεται λόγος παραπάνω19. Ειδικά ο ΚΠολΔ18 ορίζει.Δ. 991 § 9. Πολ. Η χορηγούμενη άδεια πρέπει να μνημονεύεται στο έγγραφο που πιστοποιεί ή αποδεικνύει την πράξη εκτελέσεως. 21. Βλ. § 3.Ε. ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας. όπως ισχύει σήμερα)17. Βλ. τις Κυριακές και τις ημέρες τις κατά το νόμο εξαιρετέες δεν μπορεί να γίνει πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως. που τους αναπληρώνουν. μετά από αίτηση ενός από τους ενδιαφερομένους. Για τις συνέπειες αυτών των ελαττωμάτων γίνεται λόγος στον οικείο τόπο20. 2318/1995 και στον ΚΠολΔ και ειδικότερα όσα εκτίθενται σχετικά με τις επιδόσεις16. ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Οργανισμού των Δικαστηρίων και του Συμβολαιογραφικού Κώδικα (Ν. 1055 § 9 Α. δεν συγχωρείται η άσκηση ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως του ειρηνοδίκου που δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση παροχής της παραπάνω άδειας. που ενεργήθηκε κατ' εξαίρεση κατά τα παραπάνω διαστήματα ή σημεία.Δ. Ι § 40. Πρβλ. ΚΠολΔ 929 (991) § 3 Σχ. Σ. αν ο ειρηνοδίκης του τόπου εκτελέσεως. Ι § 155. 22. ΚΠολΔ (δηλαδή κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων). με απόφασή του. Βλέπε παραπάνω τ. ΚΠολΔ 929 (991) Σχ. Πολ. 2830/2000. 18. κατ' αρχήν τουλάχιστον. και παραπάνω τ. Πρβλ. Ι § 155. μπορεί να επιτραπεί η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως κατά τα παραπάνω χρονικά σημεία ή διαστήματα.. Ως προς το χρόνο διενεργείας του πλειστηριασμού και τον αποκλεισμό ορισμένης χρονικής περιόδου21 διεξαγωγής αυτού γίνεται λόγος παρακάτω. 20.Ε. Σ. 16. παραπάνω τ. αφού δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις. χορηγήσει την άδεια προς τούτο. Από την παραπομπή της σχετικής διατάξεως στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων συνάγεται. ισχύουν τα όρια που καθορίζονται για τις επιδόσεις. 991.Ε. παρακάτω § 404. 505 επ. Κατ' εξαίρεση. 19. που εκδίδεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 (730) επ. Ως προς τη διάρκεια της νύχτας. Οι πράξεις εκτελέσεως που λαμβάνουν χώρα παρά την απαγόρευση αυτή είναι ελαττωματικές. 1055 § 3 Α. . Γενικές διατυπώσεις διαδικασίας 307 Τίτλος Τέταρτος Χρόνος και τρόπος ενεργείας των οργάνων της εκτελέσεως. λπ. 25. .Δ.Ε. Σ. η οποία είναι πολύ εν23. Για τις συνέπειες αυτού του ελαττώματος γίνεται λόγος στον οικείο τόπο παρακάτω25. αν ο δικαστικός επιμελητής έχει την εξουσία να κάνει έρευνα στα ενδύματα. Η πράξη εκτελέσεως. ότι αν προβάλλεται ή απειλείται αντίσταση ή αν στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει πράξη εκτελέσεως δεν βρίσκεται εκείνος. Ο ΚΠολΔ κατά διαφοροποίηση από το προϊσχύσαν δίκαιο (ΠολΔ 875) δεν περιλαμβάνει ρητή διάταξη γι' αυτό.λπ.Δ. του καθού η εκτέλεση. νομίζουμε.Ε. 24. ευπρέπεια και ευγένεια. ο δικαστικός επιμελητής οφείλει να προσλαμβάνει δύο ενήλικους μάρτυρες ή δεύτερο δικαστικό επιμελητή. εφόσον αυτές είναι αναγκαίες και γίνονται με την επιβαλλόμενη και αρμόζουσα προσοχή. υπηρέτες ή τους συνεταίρους. ή πρόσωπο ενήλικο. Πολ. καθώς και να ανοίγει κλειστά έπιπλα. σκεύη ή δοχεία27. 505 επ. Γ) Ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να ζητεί τη συνδρομή της αρχής που είναι αρμόδια για την τήρηση της τάξεως. Στο προγενέστερο δίκαιο γεννήθηκε το ζήτημα. που ενεργείται χωρίς την τήρηση αυτής της διατυπώσεως. Καθόλου δεν θίγεται η προσωπική αξιοπρέπεια ή ελευθερία ή η υπόληψη ή τιμή του υποχρέου από τις ενέργειες. στις οποίες επιβάλλεται αυτό ειδικά από τον νόμο. η καταφατική λύση. Ο νόμος επιτρέπει. συνεργάτες. τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (δηλαδή την προσωπική κράτηση). κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.Δ. Γενικά μπορεί να σημειωθεί. Πολ.308 § 362 – Χρόνος & τρόπος ενεργείας των οργάνων εκτελέσεως. 27. στα σημειωματάρια κ. 1 ΚΠολΔ (δηλαδή από τους συνοικούντες συγγενείς. στις χρηματοθήκες. Βλέπε παρακάτω §§ 491 επ. να ανοίγει τις πόρτες και να κάνει έρευνες. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. του συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού κ. εφόσον το απαιτεί ο σκοπός της αναγκαστικής εκτελέσεως.).λπ. 26. 1 και 129 παρ.Ε. από εκείνα που αναφέρονται στα άρθρα 128 παρ. 992 § 2 (βλ. Β) Μάρτυρες προσλαμβάνονται από τον δικαστικό επιμελητή μόνο στις περιπτώσεις. Η ευχέρεια όμως που αναφέρεται στο κείμενο συνάγεται σαφώς από περισσότερες διατάξεις.χ.Ε.Ε. είναι ελαττωματική. ΚΠολΔ 930 (992) § 2 Σχ.Ε. ότι ισχύουν τα επόμενα: Α) Οι διάδικοι μπορούν να προσέρχονται και να παρίστανται σε κάθε πράξη. 991 § 1. στα θυλάκια.) ποικίλλει κάθε φορά ανάλογα με το είδος της εκτελέσεως και των ειδικοτέρων πράξεων. οι οποίες μνημονεύονται ειδικά στη συνέχεια. που αφορά την εκτέλεση23. Ο τρόπος ενεργείας των οργάνων της εκτελέσεως (και μάλιστα κυρίως του δικαστικού επιμελητού. κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. 1055 § 2 Α. η οποία υποχρεούται να παρέχει αυτή τη συνδρομή26. Ορθότερη ήταν και είναι και στο ισχύον δίκαιο. 991 § 2. σχετικά και άρθρα 128 και 129 ΚΠολΔ). ο ΚΠολΔ24 ορίζει. ΚΠολΔ 929 (991) § 1 Σχ.. 1055 § 1 Α. Ο δικαστικός επιμελητής έχει την εξουσία. υπαλλήλους κ. Σ. Γενικές διατυπώσεις διαδικασίας ΙΙ) Τρόπος ενεργείας των οργάνων της εκτελέσεως. Έτσι π. να εισέρχεται στην κατοικία ή και σε κάθε άλλο χώρο που βρίσκεται στην κατοχή εκείνου. Σ. ΚΠολΔ 929 (991) § 2 Σχ. Πολ. 1056 § 2 Α. Πολ. ότι ο δικαστικός επιμελητής (οφείλει να) συντάσσει έκθεση για κάθε πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Α) Ο ΚΠολΔ28 ορίζει.Δ.Ε. 30. Πρβλ. π. ΙΙΙ) Άλλες γενικές διατυπώσεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Τα γενικά στοιχεία αυτής της εκθέσεως είναι τα αντίστοιχα κάθε δικαστικής εκθέσεως.Ε. την ευχέρεια να καθιστούν αδύνατη ή πολύ δύσκολη και μάλιστα κατά τρόπο αναιδή και αρπακτικό την εφαρμογή του νόμου.χ. Βλέπε παρακάτω τ.Ε. 993 § 2.Δημοσιότητα στην αναγκαστική εκτέλεση 309 τονότερη και περιορίζει πολύ περισσότερο την προσωπική ελευθερία απ' ό. Ι § 152. Αποκλεισμός των παραπάνω ενεργειών θα παρείχε πολλές φορές σε κακόπιστους οφειλέτες κ.: Zur Bedeutung und Tragweite des Prinzips der Publizität im Vollstreckungsrecht (1966)· Backhaus A. Συμπληρωματικά ισχύουν όσα παραπάνω αναπτύσσονται για θορύβους και αντιστάσεις32. 28.Δ. 32. 1057 § 2 Α. Σ. Ι § 186. 29.Ε. . Β) Στη συνέχεια σημειώνονται ορισμένες παρατηρήσεις σε σχέση προς αυτό το ζήτημα. Α) Ο όρος «δημοσιότητα» στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν χρησιμοποιείται με την έννοια που καθορίζεται από το Σύνταγμα και τις διατάξεις για τις συζητήσεις στο ακροατήριο στις διάφορες δίκες. Τίτλος Πέμπτος Δημοσιότητα στην αναγκαστική εκτέλεση* § 363 *Ειδική βιβλιογραφία: Rothöft D. 993 § 1. ΚΠολΔ 931 (993) § 1 Σχ. Βλ. 1057 § 1 Α. οι οποίοι επιδεικνύουν και καταβάλλουν την επιμέλεια συνετών ανθρώπων. 31. ο δικαστικός επιμελητής υποχρεούται να συντάσσει και να υποβάλλει στον αρμόδιο Εισαγγελέα έκθεση31. τα οποία αναγράφονται στο άρθρο 117 (118) ΚΠολΔ και για τα οποία γίνεται λόγος παραπάνω29.W. Τα ειδικά εξάλλου στοιχεία ορισμένων πράξεων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως μνημονεύονται και αναλύονται στους οικείους τόπους30. παραπάνω τ. που γίνεται κατά την αναγκαστική εκτέλεση.λπ. Β) Για κάθε αξιόποινη πράξη. Σ. Ι) Εισαγωγικές παρατηρήσεις.§ 363 . Πολ. τι οι παραπάνω ενέργειες. παρακάτω § 418. στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δίκες οι σχετικές με την εκτέλεση. ΚΠολΔ 931 (993) § 2 Σχ. αλλά με τη μορφή της διεξαγωγής και διαπιστώσεως με καταχώριση στα δημόσια βιβλία των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας κατά τρόπο. κατά τον οποίο υπό τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούν να περιέρχονται αυτές σε γνώση των ενδιαφερομένων τρίτων.: Schutz des guten Glaubens bei Vollstreckungsakten (1958). διατριβή Πανεπιστημίου Βόννης 1969). που καταργεί τη προεπίδοση αντιγράφου του απογράφου του εκτελεστού τίτλου με επιταγή για εκτέλεση. Der Schuldnerschutz bei Verwertung unpfändbarer Sachen auf Grund vertraglicher und gesetzlicher Sicherungsrechte. Τίτλος Έκτος Κατάργηση ή περιορισμός των γενικών διατυπώσεων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως* § 364 *Ειδική βιβλιογραφία: Schug Chr: Zur Dogmatik des vollstreckungsrechtlichen Vertrages (Διδακτ. Umfang und Grenzen eines sozialen Schuldnerschutzes in der Zwangsollstreckung. . Α) Όπως εκτίθεται στο ειδικό μέρος. μεταγραφών) κ. Β) Συνηθέστερος τρόπος επιτεύξεως στο ενδεικνυόμενο μέτρο της παραπάνω δημοσιότητας είναι η σύνταξη δικαστικών και άλλων εκθέσεων. όπως λέχθηκε. ο ΚΠολΔ επιβάλλει σε ευρεία κλίμακα ορισμένους τρόπους τηρήσεως και εξασφαλίσεως της δημοσιότητας με την έννοια που εκτέθηκε. Scherf D: Vollstreckungsverträge (Διδακτ. ΙΙ) Κατ' αρχήν όσα αναπτύσσονται παραπάνω σχετικά με το γενικό πρόβλημα έχουν εφαρμογή και στη προκειμένη περίπτωση. 1996· Schilken. Γ) Για τις συγκεκριμένες διατυπώσεις και τρόπους δημοσιότητας γίνεται παρακάτω λόγος αναφορικά με τις ειδικότερες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχυρή. Έτσι έχει το πράγμα.310 § 364 – Κατάργηση ή περιορισμός γενικών διατυπώσεων της κύριας διαδικασίας της εκτελέσεως ΙΙ) Τρόπος τηρήσεως και εξασφαλίσεως της δημοσιότητας των πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως. 2000· Rinck. Der Verzicht auf den gesetzlichen Vollstreckungsschutz. DGVZ 1997. αφενός μεν. διατριβή Πανεπιστημίου Κολωνίας. Ειδικά θα μπορούσαν να σημειωθούν τα επόμενα: Α) Συμφωνία. Prozessverträge. που φυλάσσονται στα αρχεία δικαστικών υπαλλήλων και η καταχώριση ορισμένων πράξεων σε δημόσια βιβλία (κατασχέσεων. με τις οποίες καταργούνται διατυπώσεις. ZIP 1996. Verzicht auf Zustellung und Wartefrist in vollstreckbaren Urkunden?. 994· Keip. 81· Wagner. 1998. 1971). Parteivereinbarungen in der Zwangsvollstreckung aus dogmatischer Sicht. Bartels. 397· Bechtloff. σχετικές με την κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ι) Παραπάνω33 γίνεται λόγος για το γενικό πρόβλημα του κύρους και της ισχύος των (δικονομικών) συμφωνιών. 33.λπ. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο βρίσκεται και το θέμα. που ανάγονται στην αναγκαστική εκτέλεση και γενικά για την ισχύ και την έκταση της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως σ' αυτό το πεδίο. που ανάγεται στο επιτρεπτό της συνάψεως συμφωνιών. επειδή η επιταγή έχει διφυή χαρακτήρα. Rpfleger 2008. Βλέπε παραπάνω § 330. να θεωρείται ανεπίτρεπτη. αλλά και για τρίτους. ότι με τη παραπάνω συμφωνία περιορίζεται αισθητά η ελευθερία προσπάθειας του υποχρέου για αποφυγή της αναγκαστικής εκτελέσεως και των δυσάρεστων συνεπειών αυτής με την εκούσια εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του.§ 364 – Κατάργηση ή περιορισμός γενικών διατυπώσεων της κύριας διαδικασίας της εκτελέσεως 311 γιατί είναι η κύρια. τον περιορισμό και την επέκταση των προθεσμιών της εκτελέσεως ή μάλλον της συνεχίσεως αυτής γίνεται λόγος παραπάνω34. δεν πρέπει να παραβλέπεται. αφετέρου δε. Ράμμο – τώρα ο συμβολαιογραφικός Κώδικας προχωρεί μερικές φορές και ακόμα παραπέρα. ΣΤ) Η εκ των προτέρων (δηλαδή πριν από την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ή πράξεως αυτής) παραίτηση από τις ακυρότητες της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι άκυρη ή ανίσχυρη. που έχουν έννομο συμφέρον. δεν θα πρέπει. γιατί ουσιαστικά σημαίνει κατάργηση των διατυπώσεων της αναγκαστικής εκτελέσεως. Β) Ως προς την ισχύ των συμφωνιών. αυτή καθ' εαυτή. οι οποίες σχηματίζουν πιεστικό κλοιό για τον υπόχρεο. Δ) Η συμφωνία για μη πρόσληψη μαρτύρων κατά τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων. καθώς και τις κατά το νόμο εξαιρετέες ημέρες. δεν πρέπει να αποκλείεται – κατά την άποψη του Γ. Εξάλλου. στις περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται αυτό από το νόμο. δηλαδή μετά από την επέλευση κάθε α34. Δεν μπορεί όμως να λεχθεί το ίδιο για τη παραίτηση που χωρεί εκ των υστέρων. Ε) Η συμφωνία για μη σύνταξη εκθέσεως για κάθε πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν πρέπει να θεωρείται. αν όχι η μόνη πράξη της προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. για την οποία διενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση. γιατί θεωρείται κατά το σύστημα του ΚΠολΔ συγχρόνως η πρώτη πράξη της κύριας διαδικασίας της εκτελέσεως. με τις οποίες ρυθμίζονται τα σχετικά με τη διενέργεια πράξεων εκτελέσεως κατά τη νύκτα. παραπάνω § 357. Ράμμου – η παραδοχή της ισχύος παρόμοιων συμφωνιών. . αν και βεβαίως στις περιπτώσεις που προβλέπονται απ' αυτόν πρόκειται για πράξεις εκούσιας δικαιοδοσίας. οι οποίες καθιερώνονται με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και δημοσίας τάξεως. ότι αρμόζει. των σχετικών με την κατάργηση. η παράλειψη της οποίας δημιουργεί δυσαναπλήρωτο χάσμα στο όλο σύστημα της εκτελέσεως. μπορεί να θεωρηθεί. Βλ. τις Κυριακές. Αφενός ο τύπος αυτός επιβάλλεται ως συστατικός των σχετικών πράξεων. ισχυρή. όσες φορές η ρήτρα που αναφέρθηκε συνδυάζεται με περισσότερες άλλες συμφωνίες. κατ' αρχήν τουλάχιστον. Άλλη λύση. Γ) Αμφιβολίες σοβαρές γεννιούνται αναφορικά με το κύρος των συμφωνιών. Αφετέρου η παραπάνω συμφωνία θα μπορούσε να δημιουργήσει πλήρη αβεβαιότητα και ανασφάλεια με πολλούς κινδύνους όχι μόνο για τους διαδίκους. αφού – κατά το Γ. Κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα λόγω σεβασμού της κοινής ησυχίας και μη προσβολής και του οφειλόμενου σεβασμού της επικρατούσας και άλλης γενικής ισχύος θρησκείας. 36. Πότε όμως αυτό ακριβώς συμβαίνει. αναφορικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας της εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων.312 § 365 – Έναρξη και λήξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως κυρότητας. Κατά ρητή διάταξη του ΚΠολΔ36. 38. ΚΠολΔ 924 (986) εδ. 986 εδ. Ζ) Για άλλες σχετικές συμφωνίες γίνεται λόγος στα οικεία μέρη αναφορικά με κάθε είδος αναγκαστικής εκτελέσεως. 37. αν στις περιπτώσεις αυτές η εκτελεστική διαδικασία περατώνεται με την κατακύρωση που απαγγέλλεται στη διεξαγωγή του αναγκαστικού πλειστηριασμού ή απαιτείται παραπέρα να λάβει χώρα και εκούσια ή 35. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. αν επακολουθήσει κατάσχεση ή προσωπική κράτηση. Β) Ειδικά. α΄ ΣχΠολΔ 1050 εδ. Το προγενέστερο δίκαιο και συγκεκριμένα το άρθρο 896 ΠολΔ του 1834 περιείχε ρητή διάταξη και για τα δύο αυτά ζητήματα. αφετέρου δε συγχρόνως η πρώτη πράξη της συνεχίσεως της κύριας διαδικασίας αυτής37.38. και εξακολουθεί να αμφισβητείται μέχρι σήμερα το ζήτημα. αντιγράφου του απογράφου (του εκτελεστού τίτλου) με επιταγή για εκτέλεση και στην περίπτωση του άρθρου 915 (975) ΚΠολΔ – δηλαδή όταν αφορά απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία – και αντιγράφου του αποδεικτικού εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο αυτό. Το σχέδιο της Συντ. α΄. αμφισβητείτο με το προγενέστερο δίκαιο. όπως και παραπάνω παρατηρήθηκε. Το άρθρο 864 της ΠολΔ του 1834. Βλ. Α) Γενικά και αφηρημένα μπορεί να λεχθεί ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως λήγει με τη διενέργεια όλων των πράξεων που την αποτελούν. Δηλαδή η επίδοση της επιταγής για εκτέλεση.Ε. η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον. εξαρτάται από το κάθε φορά εφαρμοζόμενο είδος της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και επομένως δύσκολα μπορεί συνήθως να προσδιορισθεί. Τίτλος Έβδομος Έναρξη και λήξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως § 365 Ι) Έναρξη της διαδικασίας της εκτελέσεως. ότι στην περίπτωση εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως πρώτη πράξη εκτελέσεως είναι η σύνταξη της εκθέσεως κατασχέσεως. ΙΙ) Λήξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. ότι η επίδοση της επιταγής αποτελεί έναρξη της δίκης για εκτέλεση. δηλαδή είναι αφενός μεν πράξη προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. κατά κανόνα τουλάχιστον35. Επιτροπής ΚΠολΔ (1061 § 2) όριζε. γιατί τότε δεν θίγονται οι διατάξεις που αναφέρθηκαν και πρόκειται για παραίτηση από ιδιωτικά δικαιώματα. και παρακάτω § 509. α΄ Α. έχει διφυή υπόσταση. όπως είχε τελικά διατυπωθεί όριζε. . απαλλοτριωτά. Το ισχύον δίκαιο δεν διατυπώνει αυτή την προϋπόθεση. Γι' αυτά γίνεται λόγος στους οικείους τόπους. ΙΙΙ) Συνέπειες του καθορισμού της ενάρξεως και της λήξεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Π. 41. αν συντρέχει ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση των εμφανιζομένων ως υποκειμένων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως (επισπεύδοντα και καθού η εκτέλεση) ή αμφισβητείται η ισχύς ή το κύρος της όλης διαδικασίας γενικά ή (των) ειδικοτέρων συγκεκριμένων πράξεων αυτής.χ. Τα ίδια και συναφή θέματα αναπτύσσονται με λεπτομέρειες και με τρόπο συστηματικό παρακάτω στις §§ 491 επ. εφόσον αναφύονται από την έναρξη διαδικασίας της εκτελέσεως και κατά τη διάρκεια αυτής. η ικανοποίηση της οποίας μπορεί να επιδιωχθεί με αναγκαστική εκτέλεση. γεννιέται το ζήτημα. (ή παρεμβαινόντων μερικές φορές) και των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως ή μεταξύ αυτών και τρίτων. περιεχόμενο 313 αναγκαστική εκτέλεση της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως39. παρακάτω §§ 424 επ. Πρβλ. Οι παραπάνω διαφορές φέρονται στη 39.§ 366 – Διαφορές και δίκες σχετικές με την εκτέλεση. ότι προσβάλλονται δικαιώματα ή άλλα έννομα συμφέροντα από τις πράξεις ή παραλείψεις των διαδίκων ή οργάνων. Παραδειγματικά μπορεί να σημειωθεί το θέμα της εφαρμογής ορισμένων κανόνων στις διαφορές που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. ΙΙ) Γενικές παρατηρήσεις για την αρμοδιότητα και τη διαδικασία σε περίπτωση εκδικάσεως διαφορών σχετικών με την εκτέλεση. οι οποίοι θεωρούν. αν υπάρχει ή όχι εκτελεστός τίτλος ή απαίτηση. Περιεχόμενο41 § 366 Ι) Γενικές Παρατηρήσεις. Α) Συνήθως κατά τη πορεία της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως προκαλούνται διάφορες αμφισβητήσεις και έριδες.χ. Αυτές ανάγονται ή μπορούν συνήθως να αφορούν το επιτρεπτό της ενάρξεως και προόδου της διαδικασίας της εκτελέσεως. Βλέπε π. Β) Μερικές φορές η λήξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως λαμβάνει χώρα και πριν από τα παραπάνω αναφερόμενα χρονικά σημεία από διάφορα άλλα γεγονότα. Α) Το ζήτημα του καθορισμού της ακριβούς ενάρξεως και συγκεκριμένης λήξεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως έχει νααξιόλογη μερικές φορές θεωρητική και πρακτική σημασία. παρακάτω § 426. Έννοια. 40. Τα παραπάνω ζητήματα θίγονται απλά εδώ για λόγους εισαγωγικούς. Β) Οι διαφορές αυτές μπορούν να αναφύονται ή μεταξύ των διαδίκων. Για τα ζητήματα αυτά γίνεται λόγος στα σχετικά μέρη40. . Τίτλος Όγδοος Διαφορές και δίκες σχετικές με την εκτέλεση Έννοια. Εφαρμοστέοι κανόνες § 367 Ι) Πρόσωπα νομιμοποιούμενα για προβολή αντιρρήσεων κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως.λπ. την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο πρέπει να εισάγονται και την έκταση αυτών. 995 § 1 εδ. αφού αυτές προέρχονται. το κύρος. Σχετικά με το περιεχόμενο των παραπάνω αντιρρήσεων.Ε. ΚΠολΔ 933 (995) § 1 εδ. ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. IV) Αυτοτέλεια και εξάρτηση των διαφορών ή ερίδων των σχετικών με την εκτέλεση. Για τους κανόνες. αν μπορούν να διατυπωθούν αντιρρήσεις τυπικής ή ουσιαστικής φύσεως 42. δικαιούνται να προβάλλουν αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως. και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον. 1059 § 1 εδ. ΙΙ) Τρόπος προβολής των αντιρρήσεων. αμφισβητώντας την νομιμότητά της για διάφορους λόγους και από περισσότερες πλευρές. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αποκλειστικός τρόπος ασκήσεως των αντιρρήσεων κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. Οι παραπάνω διαφορές τυπικά και εξωτερικά εμφανίζονται συνήθως ανεξάρτητες μεταξύ τους. ότι για να χαρακτηρισθεί κάποια διαφορά ως σχετική με την εκτέλεση. βλέπε παρακάτω στις §§ 372 επ. την πρόοδο αυτής κ. Σ.Δ. α΄. ασκούνται μόνο με ανακοπή». οι οποίες χαρακτηρίζονται συνήθως ως «διαφορές ή δίκες σχετικές με την εκτέλεση»42. Τίτλος Ένατος Αντιρρήσεις. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. Άλλο είναι βέβαια το ζήτημα. τον τρόπο της ασκήσεως. Από τα παραπάνω εκτιθέμενα προκύπτει. Όχι μόνον η αυτοτέλεια είναι φαινομενική. από την ίδια έννομη σχέση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. οι οποίοι έχουν εφαρμογή στις δίκες αυτές. να υφίσταται μεταξύ των παραπάνω προσώπων και να αφορά την ισχύ. Οι αντιρρήσεις που ασκούνται με άλλο τρόπο είναι απαράδεκτες εξαιτίας ελλείψεως προδικασίας. πρέπει να δημιουργείται άμεσα και κύρια από τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και κατά τη διάρκεια αυτής. αλλά και πρόδηλη συνάφεια υφίσταται μεταξύ των παραπάνω δικών.314 § 367 – Αντιρρήσεις. ΙΙΙ) Έννοια και χαρακτηριστικά των ερίδων ή διαφορών των σχετικών με την εκτέλεση. τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση. Στη πραγματικότητα όμως αυτό δεν συμβαίνει. ο ΚΠολΔ43 ορίζει τα επόμενα: «Αντιρρήσεις εκείνου. 43. Εφαρμοστέοι κανόνες κρίση του δικαστηρίου εκ μέρους των διαδίκων ή τρίτων με την άσκηση ορισμένων ενδίκων βοηθημάτων. Ο καθού η εκτέλεση και κάθε δανειστής. οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου. . α΄ Α. α΄ Σχ. Πολ. που καθορίζονται κάθε φορά από το νόμο και έτσι προκαλούνται και δημιουργούνται δίκες.Ε. όπως λέχθηκε. που έχει έννομο συμφέρον. Ι. Σ. 48. ΚΠολΔ 933 (995) § 1 Σχ. 45. όπως και παρακάτω ειδικότερα αναπτύσσεται. Εφαρμοστέοι κανόνες 315 κατά τη διενέργεια κάθε συγκεκριμένης πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας.Ε. 1059 § 2 Α.Ε. η οποία καθορίζει την έκταση του ουσιαστικού δεδικασμένου στις προταθείσες και μη προταθείσες ενστάσεις.Ε. ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. 1059 § 4 Α. ΚΠολΔ 933 (995) § 4 Σχ. § 205. Σ. μπορούν να προβληθούν κάθε είδους αντιρρήσεις. όπως σημειώθηκε και παραπάνω. Για την αναστολή αυτή από το δικαστήριο. που επιτρέπει την προβολή μόνον των εκκαθαρισμένων πραγματικών ισχυρισμών. 47. Η προβολή των παραπάνω αντιρρήσεων κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν επάγεται από μόνη της αναστολή αυτής της διαδικασίας. αν ο εκτελεστός τίτλος είναι απόφαση του ειρηνοδικείου. Εξάλλου. Βλέπε σχετικά παραπάνω τ. Β) Κατ' εξαίρεση.Δ.Ε. Σ. 49. έστω και αν δεν αποδεικνύονται αμέσως. πραγματικοί ισχυρισμοί. . V) Έλλειψη ανασταλτικού αποτελέσματος. Α) Η ανακοπή. Αλλά η διατύπωση αυτή δεν αποτελεί τον κατά τα παραπάνω αποκλειστικό τρόπο της ασκήσεως των αντιρρήσεων κατά της εκτελέσεως. οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαιτήσεως πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως. Α) Κατ' αρχήν. IV) Έκταση του επιτρεπτού και απαραδέκτου ορισμένων αντιρρήσεων. 995 § 1. με την οποία ασκούνται οι αντιρρήσεις κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο σύμφωνα με το άρθρο 330 (346)48. Πολ. 1059 § 1 Α. Ι.Δ. αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584 (602) ΚΠολΔ – δηλαδή το δικαστήριο της κατοικίας του ανακόπτοντα – με την επιφύλαξη των διατάξεων των σχετικών με τις ειδικές δωσιδικίες45.46. 995 § 3.§ 367 – Αντιρρήσεις. 1059 § 3 Α. για ικανοποίηση της οποίας επιχειρείται η αναγκαστική εκτέλεση. Πρβλ. § 94. Είναι η διάταξη. ΚΠολΔ 933 (995) § 3 Σχ. όπως ο ΚΠολΔ ορίζει47.Δ.Ε. ΚΠολΔ 933 (995) § 2 Σχ. εκτός αν αφορούν την απόσβεση της απαιτήσεως. Με τη ρύθμιση αυτή επιδιώχθηκε να λυθεί η αμφισβήτηση που ίσχυε με το προγενέστερο δίκαιο ως προς την έκταση της ισχύος του κανόνα. Πολ.Ε. Πολ. ΙΙΙ) Αρμοδιότητα καθ' ύλην και κατά τόπο. και στο μονομελέςπρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση44. αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. σύμφωνα με άλλη διάταξη του ΚΠολΔ49. που αφορούν τυπικά ελαττώματα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ή και την ουσία της υποθέσεως. ότι αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση. Β) Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτελέσεως. εισάγεται στο ειρηνοδικείο. και παραπάνω τ. 995 § 2 46. εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας. Σ. Με το ισχύον δίκαιο συνεπώς δεν αποκλείονται.Ε. Πολ. γίνεται 44.Ε.Δ. 995 § 4. τυπικής ή και ουσιαστικής φύσεως. Περισσότερα ζητήματα ερμηνευτικής φύσεως γεννιούνται σε σχέση με τις διατάξεις που παρατέθησαν. 52. Γνωμοδοτήσεις (1980). μέσα σε έξι μήνες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και. μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτελέσεως. α) Εάν αφορά την εγκυρότητα του (εκτελεστού) τίτλου ή την προδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. . ΚΠολΔ 934 (996) § 1 Σχ. Δηλαδή ο ΚΠολΔ θέσπισε τη λεγόμενη «σταδιακή προσβολή των πράξεων εκτελέσεως». β) Συνηθέστερες είναι οι περιπτώσεις της υπάρξεως τίτλου. ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 (995) είναι παραδεκτή. καθιερώνονται στάδια. IV 147 επ. β) Εάν αφορά την εγκυρότητα των πράξεων της εκτελέσεως που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτελέσεως και πέρα. Γέσιου-Φαλτσή: Προθεσμία προσβολής πράξεων εκτελέσεων Δ. 99 επ. Φραγκίστα . στα οποία συγχωρείται και πρέπει να λαμβάνει χώρα η άσκηση της ανακοπής εναντίον της αναγκαστικής εκτελέσεως και μάλιστα με ποινή απαραδέκτου και αποκλεισμού βραδύτερης ασκήσεως. 910. Στο προϊσχύσαν δίκαιο δεν ίσχυαν παρόμοιοι περιορισμοί.Ε. Ι) Εισαγωγή. 871-874. ή την απαίτηση έως την έναρξη της τελευταίας πράξεως εκτελέσεως. και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως. Τίτλος Δέκατος Χρόνος ασκήσεως της ανακοπής κατά της εκτελέσεως. και Χ. 996 § 1. γ) Εάν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξεως εκτελέσεως. Α) Κατά τον ΚΠολΔ52. 911 κλπ.Πελ. Σχετικά μπορούν να παρατηρηθούν τα επόμενα: Β) Το πρώτο στάδιο της προθεσμίας της ασκήσεως της ανακοπής αφορά την προσβολή της αναγκαστικής εκτελέσεως για ελαττώματα του τίτλου ή της προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Σταδιακή προβολή των ελαττωμάτων της διαδικασίας της εκτελέσεως* § 368 *Ειδική βιβλιογραφία: Χ. 51. Σ. αν πρόκειται για κινητά.Δ. α) Πρώτα περιλαμβάνεται η ανυπαρξία τίτλου. ΙΙ) Τα ειδικότερα στάδια της ασκήσεως της ανακοπής κατά της εκτελέσεως. του οποίου αμφισβητείται το κύρος. αν πρόκειται για ακίνητα. Βλέπε παρακάτω § 373. Σταδιακή προβολή ελαττωμάτων της διαδικασίας εκτελέσεως λόγος παρακάτω50. Σύμφωνα με ουσιώδη καινοτομία του ΚΠολΔ. μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού.Ε.316 § 368 – Χρόνος ασκήσεως ανακοπής. αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. σ. ΠολΔ του 1834. αλλά μόνον οριζόταν αποσβεστική προθεσμία ή παραγραφή της ασκήσεως της ανακοπής51. Πολ. Φραγκίστα. Κυρίως 50. 1061 § 1 Α. 55. ως γνωστόν. πρέπει να τονισθεί. εξοφλήσεως. Οι πράξεις της προδικασίας και συναφών με αυτή πρόσθετων διατυπώσεων μνημονεύονται παραπάνω54. ΚΠολΔ 934 (996) § 2 Σχ. τις παραπομπές στην υποσημ. μπορεί να λάβει χώρα. Σταδιακή προβολή ελαττωμάτων της διαδικασίας εκτελέσεως 317 περιλαμβάνονται οι ακυρότητες. Πολ. η οποία συνήθως ολοκληρώνει και αποτελεί και την κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως.Δ. Αν πρόκειται για δικαστική απόφαση. Πολ. που ανάγονται στον τύπο που επιβάλλεται από τον νόμο ή την ιδιωτική βούληση. και την τήρηση των σχετικών διατυπώσεων.λπ. Βλ. και ότι οι ακυρότητες αυτές προτάθηκαν κατά τρόπο προσήκοντα με την άσκηση των κάθε φορά επιτρεπομένων ενδίκων μέσων και ποία είναι η δικαστική κρίση που εκδόθηκε γι' αυτά ή ότι εκκρεμεί ακόμα το θέμα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και αυτό γιατί οι ακυρότητες των αποφάσεων προβάλλονται. § 200. όπου αυτό το τελευταίο επιτρέπεται. Το παραπάνω στάδιο διαρκεί μέχρι να παρέλθουν δέκα πέντε ημέρες από την ενέργεια της πρώτης μετά την επιταγή πράξεως εκτελέσεως. Βλέπε σχετ. 1061 § 3 Α. π.Ε. Ι.Ε. 1061 § 2. Για τους λοιπούς εκτελεστούς τίτλους. δ) Σύμφωνα με ρητή διάταξη του ΚΠολΔ55. 54. γ) Μέσα στο ίδιο παραπάνω χρονικό στάδιο μπορεί να προσβληθεί η αναγκαστική εκτέλεση για τη παράλειψη (της) επιβολής κατασχέσεως57. παραπάνω τ. Βλ. για λόγο που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο. εκτός των άλλων. Σ.55. αν προβάλλεται και αποδεικνύεται η ανυπαρξία της απαιτήσεως. που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτελέσεως και πέρα ή την απαίτηση μέχρι την έναρξη της τελευταίας πράξεως εκτελέσεως. τελευταία πράξη εκτελέσεως είναι η σύνταξη εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως.Ε. ΙΙ § 286. οι οποίες επιβάλλονται για τη σύνταξη του σχετικού εγγράφου ή γενικά την έκδοση του τίτλου. που αφορά την απαίτηση. 1061 § 2 Α. Γ) Το δεύτερο χρονικό στάδιο της προσβολής της αναγκαστικής εκτελέσεως ανάγεται στην αμφισβήτηση του κύρους πράξεων εκτελέσεως. αρχική ή επιγενόμενη. τ.χ. Δ) Το τελευταίο 53. . λόγω ακυρότητας της δικαιοπραξίας. δεν είναι αυτό απαραίτητο κατά κανόνα τουλάχιστον. παραπάνω §§ 355. α) Προσβολή της αναγκαστικής εκτελέσεως για λόγο. όπως ειδικότερα εκτίθεται στους οικείους τόπους. 358. παραγραφής κ. στη περίπτωση εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων.§ 368 – Χρόνος ασκήσεως ανακοπής.Δ. 57. ΚΠολΔ 934 (996) § 3 Σχ. 56. στην περίπτωση εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. ότι είναι απαραίτητο να προβάλλεται. Σ. 996 § 3. γ) Στο πρώτο στάδιο περιλαμβάνεται και η προσβολή της αναγκαστικής εκτελέσεως για ελαττώματα της προδικασίας της. β) Σύμφωνα με ρητή διάταξη του ΚΠολΔ56.Ε. ε) Στα λοιπά είδη της αναγκαστικής εκτελέσεως. πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτελέσεως είναι η σύνταξη της εκθέσεως εκτελέσεως. μόνο με τα κάθε φορά επιτρεπόμενα ένδικα μέσα53. πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτελέσεως είναι η σύνταξη εκθέσεως κατασχέσεως. όπως όλοι οι λόγοι προσβολής της αναγκαστικής εκτελέσεως. μέχρι την παρέλευση τριάντα ημερών από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού. στην περίπτωση δε εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Γ) Ο παραπάνω χρονικός περιορισμός της προβολής των λόγων της ανα58.318 § 369 – Το άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στη διαδικασία της εκτελέσεως στάδιο προθεσμίας ασκήσεως ανακοπής κατά της εκτελέσεως για ελαττώματα αυτής είναι το σχετικό με το κύρος της τελευταίας πράξεως της διαδικασίας της εκτελέσεως. υιοθετεί και άλλο ουσιώδη παράλληλο και συμπληρωματικό περιορισμό της προβολής των ακυροτήτων της εκτελέσεως με την καθιέρωση του συστήματος ή αξιώματος του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι ή του λεγομένου συγκεντρωτικού συστήματος στην παραπάνω διαδικασία. 1062 Α. είναι απαράδεκτοι. αν πρόκειται για ακίνητα. ότι «λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933. Α) Ειδικότερα ο ΚΠολΔ58. αν πρόκειται για κινητά.Δ. έτσι (και ίσως περισσότερο) στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Πολ. ορίζει. ότι οι λόγοι έχουν ήδη γεννηθεί και ότι δεν υπάρχει κώλυμα προβολής αυτών από οποιαδήποτε αιτία. 997 . που υφίστανται – γεννημένοι δηλαδή και μη εκλιπόντες – κατά την άσκηση κάθε ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως μέσα στα μνημονευθέντα χρονικά στάδια ή και αργότερα μέχρι την πρώτη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο. II) Ο κανόνας. Το στάδιο αυτό εξικνείται μέχρι τη παρέλευση έξι μηνών από την ενέργεια της τελευταίας πράξεως εκτελέσεως. και ενενήντα ημερών από τη μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως. Σ. όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτέλεσης». πρέπει να προτείνονται μέχρι το παραπάνω χρονικό σημείο. μία από τις κύριες προσπάθειες και σαφείς κατευθύνσεις της νομοθετικής πολιτικής ήταν και εξακολουθεί να είναι η χωρίς κινδύνους (ουσιώδους) βλάβης επιτάχυνση της διαδικασίας. Τίτλος Ενδέκατος Το σύστημα ή αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως § 369 Ι) Εισαγωγή. Β) Με την παρατεθείσα διάταξη επιβάλλεται. Β) Ο ΚΠολΔ στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας και κατευθύνσεως εκτός από τους ήδη μνημονευθέντες χρονικούς περιορισμούς και τη σταδιακή άσκηση της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως.Ε. Α) Όπως στη διαγνωστική διαδικασία. ΚΠολΔ 935 (997) Σχ. το αργότερο. κατ' εφαρμογή του μνημονευθέντος συστήματος. Προϋποτίθεται. όπως σαφώς προκύπτει από την παραπάνω διάταξη.Ε. Barnert.Ε. Δηλαδή οι λόγοι ανακοπής που προβάλλονται αργότερα κηρύσσονται απαράδεκτοι και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι.Ε. ZIP 1983. Αυτό το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σύμφωνα με τον γενικά ισχύοντα κανόνα59. Die Präklusion der zweiten Vollstreckungsgegenklage. GS für Brigitte Knobbe-Keuk. = Π. JuS 1986. 1086· Hess. NJW 1985. FS Merz. 401· Fischer.: Die Erinnerungsbefugnis Dritter in der Mobiliarzwangsvollstreckung. Vollstreckungsgegenklage gegen rechtskräftige „Bürgenurteile“ aufgrund der neuen BVerfG-Rechtsprechung. ZZP 1993.Δ. 95 επ. Die Vollstreckungsgegenklage bei Unterhaltsvergleich und Unterhaltsurteil. Μπρίνια: Φύσις της εκ του άρθρου 928 (νυν 936) ΚΠολΔ ανακοπής και αρμόδιον δικαστήριον ΕΕΝ ΛΖ 221 επ. 997. 1420· Burgard. 493· Huber. Rechtsverwirklichung durch Zwangsvollstreckung aus rechtsgrundsätzlicher und rechtsdogmatischer Sicht. 1996. 921· Gaul. Das Verhältnis der Abände59. Gestaltungsrechte im Vollstreckungsverfahren. 235· Gaul. NJW 1986. FS Henckel. Rechtskraft und Verwirkung. 1995. 137· Gaul. 419 επ. Πολ. Die Vollstreckungsklagen im Rechtsbehelfsystem der Zwangsvollstreckung. Φραγκίσταν». 280· Graba. 521· Jakoby. Der Einfluß rückwirkender Gestaltungsurteile auf vorausgegangene Leistungsurteile. 336· Brehm.· η ίδια: Ζητήματα του άρθρου 936 § 2 ΚΠολΔ. Der Aufrechnungseinwand bei der Vollstreckungsgegenklage. Das System der vollstreckungsinternen Rechtsbehelfe.Φαλτσή: Η δικονομική έννομη τάξη (1981) σ. 605· Beck.· Blomeyer J. Der Erfüllungseinwand des Schuldners in der Zwangsvollstreckung zur Erwirkung von Handlungen und Unterlassungen. JuS 2005. 135· Gaul. IX/1954) 1953. NJW 1989.Ν. Vollstreckungsgegenklage nach Beendigung der Zwangsvollstreckung. 229· Huber. Γέσιου-Φαλτσή: Η παθητική νομιμοποίησις εις την διεκδικητικήν ανακοπήν τρίτου σε «Αφιέρωμα εις Χ. σε Π.§ 370 – Άσκηση ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως και συνέπειες 319 κοπής θεσπίζεται με ποινή απαραδέκτου. Σ. 1986· Geißler. 1997. ΚΠολΔ 935 (997) Σχ. Γέσιου-Φαλτσή: Η δικονομική έννομη τάξη (1981) σελ. 1992. 455 επ. Klauselerinnerung und Vollstreckungsabwehrklage in der neueren Rechtsprechung des BGH. Τίτλος Δωδέκατος Άσκηση της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως και συνέπειες αυτής* § 370 *Ειδική βιβλιογραφία: Πελ. 135· Geißler. τ. Besonderheiten der Vollstreckungsgegenklage im Vewaltungsprozessrecht?. NJW 2006. 481· Guckelberger. Europäischer Vollstreckungstitel und nationale Vollstreckungsgegenklage. FS Nakamura. „Billiger“ Erfüllungseinwand in der Handlungsvollstreckung. IPRax 2004. ΙΙ (1967) σ. 662· Hasler. ZZP 1999. di dir proc. MDR 1985. NVwZ 2004. MDR 2004. με άλλα λόγια. 1062 Α. JuS 2007. χωρίς εξέταση της βασιμότητάς τους από νομική και πραγματική άποψη. Die Ausübung privater Gestaltungsrechte nach rechtskräftigem Verfahrensabschluß – ein altes und beim „verbraucherschützenden“ Widerrufsrecht erneut aktuell gewordenes Thema. . 23· Ernst. 1966 (Schriften zum Prozessrecht)· Mandrioli C: Il terzo nel procedimento esecutivo Riv. Γέσιου.· Ιω. Vollstreckungsgegenklage bei Aufrechnung mit rechtswegfremder Forderung. 2007. Rpfleger 2004. Vollstreckungsabwehrklage und fehlgeschlagene Aufrechnung im Vorprozeß. Vollstreckungsabwehrklage bei Vollstreckung aus Vergleich. 198. DZWiR 1995. 856· Rieble/Rumler. 1984· Kannowski/Distler. Vollstreckungsabwehrklage gegen rechtskräftige – aber falsche – Entscheidungen im Bürgschaftsrecht. 507 επ. 469 Ι) Τρόπος ασκήσεως. JR 1992. Die Präklusion von Gestaltungsrechten durch § 767 II ZPO unter besonderer Berücksichtigung der materiellen Rechtskraft. NJW 1991. Der Erfüllungseinwand im Vollstreckungsverfahren nach § 887 ZPO. 435· Lorenz. Die Vollstreckungserinnerung im Rechtssystem – Dogmatik und Praxis eines Rechtsbehelfs eigener Art. 556· Vollkommer. FS Henckel. Rechtsbehelfe in der Zwangsvollstreckung. JuS 1995. 540· Renck. σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου και συγκεκριμένα του άρθρου 585 (603) ΚΠολΔ60. Die Vollstreckungsabwehrklage. 1997· Wesser. III. Beweislastverteilung bei der Vollstreckungsgegenklage. ZZP 2000. 336· Weinzierl.§ 370 – Άσκηση ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως και συνέπειες 320 rungsklage gemäß § 323 ZPO zur Vollstreckungsgegenklage gemäß § 767 ZPO. 491· Schreiber. 685· Melzer. MDR 2001. Präklusion und Rechtskraft bei wiederholten Vollstreckungsgegenklagen. Schmidt. Schmidt. 161· Windel. Neue Vollstreckungsabwehrklage durch Rechtsfortbildung. 2000. 90· K. 2258· Lüke. Zur Vollstreckungsabwehrklage gegen einen nichtigen Titel. Η ανακοπή κατά της εκτελέσεως ασκείται. NJW 1995. 1991· Kainz. NJW 1986. 795· Otto. 89· K. Die Vollstreckungsgegenklage nach § 767 ZPO. 3192· Merz. 865· Lakkis. Grundfälle zu den Klagen und Rechtsbehelfen im Zwangsvollstreckungsrecht. Abwehr sittenwidrigen Titelmißbrauchs: Welche Rechtschutzformen stehen dem Vollstreckungsschuldner zur Verfügung?. Der praktische Fall – Zwangsvollstreckungsrecht: Die „verlängerte Vollstrekkungsklage“. Die Prinzipien und Grundstrukturen des Zwangsvollstreckungsrechts. Jura 2003. 1111· Thümmel. 499· Schilken. Schutz des Schuldners vor doppelter Inanspruchnahme – Vollstreckungsgegenklage gestützt auf die Unmöglichkeit der befreienden Leistung des Schuldners. όπως κάθε άλλη ανακοπή κατά δικαστικών και εξωδίκων πράξεων. JuS 1992. JuS 1990. NJW 1992. Präklusion von Einwendungen aus zivilrechtlichen Ausgleichsansprüchen analog § 767 III ZPO?. 449· Münch. (ιδίως σ. ZZP 2006. Buches der ZPO. FG 50 Jahre BGH. 175· Wetzel. Βλέπε παραπάνω τ. Titelgegenklage zur Abwehr der Zwangsvollstreckung aus einem Vollstreckungsbescheid über einen nicht individualisierten Anspruch. Schmidt. JuS 1995. Schwebende Unwirksamkeit und Präklusion im Zwangsvollstreckungsrecht. Είναι όμως δυνατόν να ζητηθεί και να χορηγηθεί αρμοδίως η αναστολή 60. Rechtsbehelfe in der Zwangsvollstreckung. JuS 1991. Bd. Die inner. MDR 1989. 5 ZPO) – zugleich ein Beitrag zum Rechtsschutzsystem des 8. ZZP 1989. Jura 1992. 20· Preuß. ΙΙ) Συνέπειες της ασκήσεως. Vollstreckungsgegenklage – Prozessrecht und materielles Recht in der Bewährung. .und außerprozessuale Präklusion im Fall der Vollstreckungsgegenklage. 50· K. Jura 1989. 615· Pawlowski. NJW 2005. 1995. NJW 1996. 181. Η άσκηση της ανακοπής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. 2209· Rensen. Zum Gerichtsstand bei der Vollstreckungsabwehrklage durch Streitgenossen. 25· Stamm.)· Thran. ΙΙ § 293. Funktion und dogmatische Einordnung der Vollstreckungsgegenklage in das System der Zivilprozeßordnung. Die Rechtsbehelfe des Schuldners gegen eine Vollstreckung aus einer unwirksamen notariellen Urkunde (§ 794 I Nr. 1996· Gaul. FG 50 Jahre BGH Bd. Die Drittwiderspruchsklage gemäß § 771 ZPO. Α) Παράλληλα (όμως) με τα παραπάνω ένδικα βοηθήματα του κοινού δικαίου. 497· Haertlein. Die Sicherungsübereignung in der Einzelzwangsvollstreckung und in der Insolvenz. Die Drittwiderspruchsklage gem. 193· Kuhn.§ 371 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως 321 κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Der Schuldner als Streitgenosse des Gläubigers im Interventionsprozess gemäß § 771 II ZPO – Schattenrolle oder neuen Rollenverständnis?. Ersatzaussonderung und Drittwiderspruchsklage. Die Abweisung der Drittwiderspruchsklage (§ 771 ZPO) nach § 242 BGB.χ. Σκοπός. Η διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτελέσεως. JuS 1988. Dogmatische Grundlagen und praktische Bedeutung der Drittwiderspruchsklage. Λειτουργία. FS Picker. την ανακοπή τρίτου. η οποί61. αλλά και ειδικότερες συγκεκριμένες πράξεις αυτής είναι ενδεχόμενο από διάφορες αιτίες να προσβάλλουν ή να θίγουν δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντα τρίτων. IPRax 2001. 323· K. 2006· Brox/Walker. Βλ. 2008· Henckel. παρακάτω § 373. Die Vollstreckung in schuldnerfremde Sachen. 16 Nr. 2000. Die Drittwiderspruchsklage. Interventionsrecht des Kontoinhabers gegen die Zwangsvollstreckung in OderKonten?. διεκδικητική ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. 926. Rechtsträgerschaft für fremde Rechnung. αυτή καθ' εαυτή. 2008· Merrem. JuS 1998. ΙΙ) Έννοια. FS Zeuner. Ist Besitz ein die Veräußerung hinderndes Recht i. 5 EuGVÜ. Είναι φανερό. ορισμένων εκτός των υποκειμένων της διαδικασίας αυτής. Zur Dogmatik der besitzlosen Mobiliarsicherheiten. JZ 1990. WM 1991. 505· Roth. όπως και το προγενέστερο δίκαιο. JuS 1984. JA 1986. Τίτλος Δέκατος Τρίτος Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως § 371 Bitter. ή. 619· Stadler/Beusching. JA 2002. III. 438· Wagner. 1994· Funk. Γενικές παρατηρήσεις. 113· Büchler.λπ. ο ΚΠολΔ παρέχει στους παραπάνω τρίτους. όπως λεγόταν άλλοτε. 1149· Wittschier.S. des § 771 ZPO?. ειδικά ένδικα βοηθήματα. § 771 ZPO. 521· Gaul. Art. Konkursanfechtung und Drittwiderspruchsklage. Sicherungsabtretung und Eigentumsvorbehalt in der Zwangsvollstreckung und im Konkurs. Schmidt. Drittwiderspruchsklage nach § 771 ZPO und Klage auf Auskehrung des unberechtigt Erlangten nach durchgeführten Zwangsversteigerung. 2010. αγωγής κ. 265· Grunsky. π. Ι) Εισαγωγή. 1994. 1995· Prütting/Weth. Exekutionsintervention und Haftung. Sicherungsübereignung. . ότι οι τρίτοι που επηρεάζονται κατ' αυτόν τον τρόπο στην άσκηση των δικαιωμάτων τους έχουν και δικαιούνται να ζητήσουν την έννομη προστασία που προβλέπεται και χορηγείται από το κοινό δίκαιο με άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτού του δικαίου. όπως εκτίθεται παρακάτω61. σε περίπτωση αμφισβητήσεως. Αυτές είναι η επίκληση και. θα μπορούσαν να παρατηρηθούν τα επόμενα: Β) Απαραίτητη προϋπόθεση του παραδεκτού της ασκήσεως ανακοπής κατά της εκτελέσεως εκ μέρους τρίτου είναι η επίκληση και στη συνέχεια απόδειξη της υπάρξεως δικαιώματος του τρίτου επάνω στο αντικείμενο της εκτελέσεως. αν το προβαλλόμενο δικαίωμα του καθού η εκτέλεση 62. ο τρίτος προβάλλει δικαίωμα πλήρους κυριότητας επάνω στο ίδιο αντικείμενο ή αντίθετα. 1.λπ. Σε σχέση με τη διάταξη αυτή. ενδεικτικά μόνο αναφέρει. που δεν ταυτίζεται νομικά με τα υποκείμενα της εκτελεστικής διαδικασίας και ιδίως με τον καθού η εκτέλεση (όπως λ. Πολ. που αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα του καθού η εκτέλεση. β) απαγόρευση διάθεσης που έχει ταχθεί υπέρ αυτού και συνεπάγεται σύμφωνα με το νόμο την ακυρότητα της διάθεσης». αν το δικαίωμα του καθού η εκτέλεση περιγράφεται ως ενοχικό (από αγοραπωλησία κ. δανειστές. Ειδικό καθορισμό του είδους και του περιεχομένου αυτού του δικαιώματος δεν περιλαμβάνει η παραπάνω διάταξη.χ. Σχετικά ο ΚΠολΔ62 ορίζει τα επόμενα: Α) «Τρίτος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης.Δ. 998 § 1 εδ. το οποίο δικαιούται να αντιτάξει κατά του καθού η εκτέλεση. ΙΙΙ) Προϋποθέσεις του παραδεκτού της ασκήσεως ανακοπής τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως.Ε. Σ. καθολικοί. η απόδειξη της υπάρξεως δικαιώματος του ανακόπτοντα επάνω στο αντικείμενο της αναγκαστικής εκτελέσεως. οι οποίες θεμελιώνουν συγχρόνως την (ενεργητική) νομιμοποίηση του ανακόπτοντα και το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για άσκηση της συγκεκριμένης ανακοπής.) ή χαρακτηρίζεται ως δικαίωμα επικαρπίας. που ασκούν πλαγιαστικά τα δικαιώματα του οφειλέτη τους). . Η φύση αυτής της ανακοπής του τρίτου.χ. ΚΠολΔ 936 (998) Σχ.λπ. κάθε πρόσωπο.322 § 371 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως αστρέφεται κατά της διαδικασίας αυτής. Β) Με τη λέξη «τρίτος» νοείται. το περιεχόμενο.Ε. Π. 1063 § 1 εδ. όπως συνάγεται σαφώς απ' όσα αμέσως παραπάνω και παρακάτω στη συνέχεια εκτίθενται και αναπτύσσονται. Τρεις προϋποθέσεις επομένως πρέπει να συντρέχουν για το παραδεκτό της παραπάνω ανακοπής. αν προσβάλλεται δικαίωμά του επάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης. στο μέτρο που προσβάλλονται ή οπωσδήποτε επηρεάζονται τα δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα του ανακόπτοντα τρίτου κατά τους ισχυρισμούς του. οιονεί καθολικοί διάδοχοι κ. εκτός βεβαίως από τους διαδίκους. η λειτουργία και οι σκοποί που επιδιώκονται και ενδεχομένως επιτυγχάνονται κάνουν αυτή την ανακοπή να διαφέρει ουσιωδώς από την παραπάνω εξεταζόμενη ανακοπή των διαδίκων κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. 1 Α. ότι τέτοιο δικαίωμα μπορεί να είναι: αα) εμπράγματο δικαίωμα. το οποίο δικαιούται να αντιτάξει σε εκείνον κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση και ιδίως α) δικαίωμα εμπράγματο που αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. επειδή επιβλήθηκε σε ξένο περιουσιακό στοιχείο. π. 998 § 2.λπ. από μίσθωση. ότι έχει δικαίωμα επικαρπίας κ.χ.Δ.Ε. VI § 1348α σελ. εκτός αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση αποδείξει πως εκείνος. Ορθά ορίζεται64. Συστ.§ 371 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως 323 είναι πλήρης κυριότητα. η διάθεση του αντικειμένου του οποίου έχει απαγορευθεί από το διαθέτη με το σκοπό να περιέλθει αυτό εν καιρώ στον καταπιστευματοδόχο κ. μπορεί ο τρίτος να ισχυρισθεί και να αποδείξει.Δ. Πολ.χ. Πολ. ο ΚΠολΔ65 ορίζει. 1063 § 2 Α. η παράβαση της οποίας επάγεται ακυρότητα της διαθέσεως. ΚΠολΔ 936 (998) § 2 Σχ. 65. 1063 § 1 εδ. 911.Ε. κατά του οποίου στρέφεται. επειδή στερείται παθητικής νομιμοποιήσεως. αυτό είναι ενδεχόμενο να συμβαίνει σε περίπτωση καταπιστεύματος. ακριβέστερα. που αναφέρθηκαν. σύμφωνα με τη παραπάνω διάταξη. αν υποτεθεί ότι με την ανακοπή του τρίτου προβάλλεται ένσταση κατά της νομιμότητας της κατασχέσεως. 2 Σχ.λπ. τ. ότι η ανακοπή (του) τρίτου πρέπει να απευθύνεται κατά του (επισπεύδοντα) δανειστή και κατά του καθού η εκτέλεση οφειλέτη (ήτρίτου κυρίου). σύμφωνα με το νόμο ή την έννομη σχέση που συνδέει τους ενδιαφερομένους. ο επισπεύδων. Σ. που υφίστατο με το προϊσχύσαν δίκαιο63. γιατί ο σχετικός ισχυρισμός αποτελεί ένσταση κατά της ανακοπής του τρίτου (ισοδύναμης με την αγωγή). όπως σθεναρά υποστηριζόταν και γινόταν δεκτό στο προγενέστερο δίκαιο. Το βάρος της επικλήσεως και της αποδείξεως της υπάρξεως ενός από τα επικρατέστερα εμπράγματα δικαιώματα. έχει επάνω στο αντικείμενο που έχει κατασχεθεί εμπράγματο δικαίωμα επικρατέστερο από τη νομή. ΠολΔ του 1834. 64. αμφισβητούταν και αμφισβητείται και με την ισχύ του ΚΠολΔ (το ζήτημα). τ. ΚΠολΔ 936 (998) § 1 εδ. Σ. Δ) Από τη πλευρά της παθητικής νομιμοποιήσεως. 325 επ. γγ) Δεν αποκλείεται και η προβολή ενοχικού δικαιώματος. Π. Πολ. ή. με το σκοπό να προλάβει ή ενδεχομένως να άρει την αμφισβήτηση. Γ) Ο ΚΠολΔ. ότι και ο τρίτος (νομέας) δικαιούται να αποκρούσει την εκτέλεση που στρέφεται κατ' άλλου απλού κατόχου ή δήθεν κατόχου. στο προϊσχύσαν δίκαιο. γιατί πρέπει η νομή να επικρατεί κάθε άλλης καταστάσεως εκτός από τη κυριότητα ή άλλο επικρατέστερο εμπράγματο δικαίωμα. Βλ. Σχετικά Glasson-Tissier-Morel-Ράμμου. το οποίο.Δ. 63. όπως και το προγενέστερο δίκαιο66. 66. που στηρίζεται στη νομή. μπορεί να αντιταχθεί με επιτυχία (και) κατά του καθού η εκτέλεση. 2 Α. ορίζει ότι ανακοπή έχει επίσης δικαίωμα να ασκήσει και ο νομέας. . 998. ββ) ή απαγόρευση διαθέσεως που έχει ταχθεί υπέρ του τρίτου. φέρει.Ε. Ήδη.Ε. ή αντένσταση. Η διάταξη αυτή είναι συνεπής και προς την αναγνώριση από τον ΑΚ της νομής από περισσότερες πλευρές πολύ πέραν από το προγενέστερο δίκαιο. V § 297. επειδή στηρίζεται σε ελλιπή παθητική νομιμοποίηση. Η παράλειψη της απευθύνσεως της αγωγής κατά των προσώπων που μνημονεύθηκαν συνεπάγεται την απόρριψή της. Σ. 998 § 1 εδ. ΚΠολΔ 936 (998) § 1 εδ. 67. 585 (603) ΚΠολΔ71 κ. Βλ. παραπάνω § 367. Είναι προφανές. Στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση ισχύουν και εφαρμόζονται ορισμένοι κανόνες. όπως εκτίθεται παρακάτω72. των ιδιορρυθμιών της συγκεκριμένης περιπτώσεως. σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω. IV) Ζητήματα αρμοδιότητας. Α) Η ανακοπή του τρίτου ασκείται σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου και συγκεκριμένα του άρθρ. Μπορεί όμως να ζητηθεί και να χορηγηθεί αρμοδίως κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (η) αναστολή.Ε. 76 (77) ΚΠολΔ ορθότερη θα πρέπει να θεωρείται η δεύτερη άποψη – δηλαδή ότι πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία – αν και κατ' ακρίβεια η συγκεκριμένη ομοδικία παρουσιάζει κάποια ιδιομορφία. 2. 999. Ι § 81. με την επιφύλαξη.λπ. εκτός από την παραγραφή του δικαιώματος της διεκδικήσεως. Παραχρήμα απόδειξη. Α) Η καθ' ύλην αρμοδιότητα για εκδίκαση της ανακοπής του τρίτου καθορίζεται με βάση τους ορισμούς του κοινού δικαίου και συγκεκριμένα με βάση την αξία του αντικειμένου της αναγκαστικής εκτελέσεως κλπ.73. παραπάνω τ. . ΙΙ § 293. Παραπάνω75 εκτέθηκε ποιοι πραγματικοί ισχυρισμοί είναι απαράδεκτοι. V) Άσκηση της ανακοπής του τρίτου.Ε. ΚΠολΔ 937 (999) Σχ. 2 Α. για τους οποίους γίνεται λόγος στη συνέχεια74. Βλέπε τις παραπομπές στη υποσημ.67. δεν καθιερώνεται. παραπάνω τ. 73. 71. 2 Σχ.Δ. Β) Η άσκηση της ανακοπής τρίτου δεν αναστέλλει την εκτέλεση. Β) Κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτελέσεως69. Παραπέρα ανάπτυξη βλ. Ενόψει της διατάξεως του άρθρ. 69. 1063 § 1 εδ. Τίτλος Δέκατος Τέταρτος Κανόνες που ισχύουν στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση § 372 Ι) Επιτρεπόμενοι ισχυρισμοί. όταν προτείνονται σε δίκες σχετικές με την εκτέλεση και ποιοι πραγ67. παρακάτω § 510.Ε. Πολ. Χρονικός περιορισμός για την άσκηση της ανακοπής του τρίτου. Σ. Πρβλ.Δ.70. 70. Ι § 94. ότι η σχετική αμφισβήτηση έχει τόσο θεωρητική όσο και πρακτική σημασία ενόψει των γνωστών διαφορών της ρυθμίσεως των δύο μορφών της ομοδικίας. 1064 Α. Βλ. 72. εννοείται. 74. ανάλογος με αυτόν που ισχύει σε περίπτωση ανακοπής κατά της εκτελέσεως. 68.68. Βλέπε παρακάτω § 373.324 § 372 – Κανόνες που ισχύουν στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση αν στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για απλή ή αναγκαστική ομοδικία. 75. Βλέπε παραπάνω τ. Πολ.Ε. Βλ. του τρόπου της ασκήσεως αυτής. Ζ) Η παρέμβαση των δανειστών ασκείται κατά τα χρονικά όρια και κατά τις διατυπώσεις του κοινού δικαίου. μπορεί να παρατηρηθεί. Ανακοίνωση δίκης. γιατί η διάταξη. από την πλευρά της ενεργητικής νομιμοποιήσεως μπορεί να λεχθεί.Δ. 77. των συνεπειών και της παραπέρα εξελίξεως της διαδικασίας 76.§ 372 – Κανόνες που ισχύουν στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση 325 ματικοί ισχυρισμοί πρέπει να είναι εκκαθαρισμένοι ή αλλιώς να αποδεικνύονται αμέσως. ΙΙΙ) Προσεπίκληση. ΣΤ) Εξάλλου. μέσα στα χρονικά όρια που καθορίζονται απ' αυτό και σύμφωνα με τον τρόπο που διαγράφεται απ' αυτό77. ΙΙ) Παρέμβαση (των) δανειστών. εγχειρόγραφοι κ. Η) Παρέμβαση εκ μέρους άλλων προσώπων μπορεί να ασκηθεί. . ούτε ειδικότερα τις προϋποθέσεις της ασκήσεως αυτής. Συνεπώς πρέπει τα σχετικά ζητήματα. αρκεί να αποδείξουν.λπ. Α) Εφόσον δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις. τα ζητήματα των προϋποθέσεων του επιτρεπτού της ασκήσεως προσεπικλήσεως στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση καθώς και τα ζητήματα του χρόνου. του 1834 με τον α. 74. ότι εξαιτίας της φύσεως και του αντικειμένου των δικών των σχετικών με την εκτέλεση. που μνημονεύθηκε. Προσεπίκληση. εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του κοινού δικαίου. να κρίνονται με βάση τους ορισμούς του κοινού δικαίου. Γ) Ως προς το είδος της παρεμβάσεως. Α) Στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση δικαιούται να παρέμβει κάθε δανειστής του καθού η εκτέλεση76. Όμοια διάταξη είχε προστεθεί και στο άρθρ. εφόσον παραστεί ανάγκη. ότι δικαιούνται να ασκήσουν παρέμβαση όχι μόνο οι αναγγελθέντες. 912Α της Πολ. Ε) Επίκληση και απόδειξη εκ μέρους αυτών (ιδιαιτέρου) εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της παρεμβάσεως δεν είναι ούτως ή άλλως απαραίτητη. που δεν ρυθμίζονται ειδικά. Αντικείμενο των δικών των σχετικών με την εκτέλεση είναι γενικά η νομιμότητα και το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτελέσεως ενόψει των κατά νόμο προϋποθέσεων αυτής. 1139/1938. Ι § 128 επ. Ανακοίνωση. Β) Η διάταξη του ΚΠολΔ δεν καθορίζει ούτε το είδος της παρεμβάσεως. Άλλωστε ούτε ο ανακόπτων προβάλλει τέτοιες αξιώσεις ούτε ο καθού η ανακοπή και επισπεύδων αποκρούει παρόμοιες αιτήσεις. την ιδιότητά τους ως δανειστών. αλλά και οι λοιποί δανειστές προνομιούχοι. Συνεπώς είναι δυνατό να γίνεται λόγος μόνο αναφορικά με την άσκηση πρόσθετης παρεμβάσεως εκ μέρους κάποιου ή περισσοτέρων από τους παραπάνω δανειστές. άσκηση κύριας παρεμβάσεως εκ μέρους (των) δανειστών δεν μπορεί να νοηθεί. ενυπόθηκοι.ν. Δ) Αντιποίηση και προβολή ιδίων δικαιωμάτων από τους δανειστές του καθού η εκτέλεση και υποβολή αναγνωρίσεως αυτών σ' εκείνους δεν μπορεί να λάβει χώρα. θεωρεί ότι αυτό ούτως ή άλλως υπάρχει. υποσημ. Βλέπε παραπάνω τ. που εκδίδονται πρωτοδίκως σε 78. αν από τον εκτεθέντα κανόνα ισχύει εξαίρεση στις περιπτώσεις της ακυρότητας της ερημοδικίας. 82. αλλά μόνο ισχύουν σ' αυτές ορισμένες ειδικές διατάξεις83 (ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η τακτική διαδικασία). όταν ορίζει αυτό ρητά ο νόμος. Βλέπε παραπάνω τ. Βλ. Με την προσθήκη της δεύτερης διατάξεως προλαμβάνεται η αμφισβήτηση που υφίστατο με το προϊσχύσαν δίκαιο.λπ. κατά τον Γ. κατά τις οποίες σύμφωνα με το κοινό δίκαιο προσδίδεται στην προθεσμία και στην άσκηση ορισμένων ενδίκων μέσων ανασταλτικό αποτέλεσμα. της αναψηλαφήσεως και της αναιρέσεως. παραπάνω τ. εφόσον εννοείται συντρέχουν οι προϋποθέσεις του κοινού δικαίου. . το οποίο έχει εφαρμογή και στις αποφάσεις. των συνεπειών κ. παραπάνω τ. αλλά στη προκειμένη περίπτωση αυτό το ορίζει ρητά το κοινό δίκαιο82. αν το απαράδεκτο της ασκήσεως της ανακοπής ερημοδικίας περιλαμβάνει και τις αποφάσεις που εκδίδονται σε δεύτερο βαθμό. οι οποίες δεν δικάζονται κατ' ειδική διαδικασία. 81. η άσκηση των εκτάκτων ενδίκων μέσων. θα μπορούσε. ΙΙ §§ 289-290. ΙΙ § 278. που εκδίδονται σε δίκες σχετικές με την εκτέλεση. 74. σχετ. IV) Ένδικα μέσα. Εννοείται. 83.326 § 372 – Κανόνες που ισχύουν στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση ρυθμίζονται από το κοινό δίκαιο78. ότι τα τελευταία επιτρέπονται. να υποστηριχθεί η αντίθετη άποψη (δηλαδή υπέρ της καταφατικής λύσεως αυτού του ζητήματος). Η χωρίς διάκριση διατύπωση της σχετικής διατάξεως φαίνεται ότι δικαιολογεί την αρνητική απάντηση. Α) Στις δίκες στις σχετικές με την εκτέλεση δεν επιτρέπεται (άρθρο 937 § 2 ΚΠολΔ) η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. 80. Βλ. Ράμμο. Γεννιέται το ζήτημα. όσα επισημάνθηκαν προηγουμένως θα πρέπει να σημειωθούν και ως προς τα θέματα των προϋποθέσεων του παραδεκτού και της ασκήσεως ανακοινώσεως στις ίδιες ως άνω δίκες καθώς και ως προς τα θέματα του χρόνου και του τρόπου της ασκήσεως αυτής. Βλέπε τις παραπομπές που παρατίθενται στην υποσημ. Βλέπε τις παραπομπές που αναφέρονται στην υποσημ. Ι § 133. παραπάνω τ. αυτής79. Β) Για το λόγο που εκτέθηκε. ΙΙ 286. Γ) Η προθεσμία και η άσκηση ενδίκων μέσων δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση84. Εξαιτίας αυτού του κανόνα. Βλ. Ι §§ 131-132. καταλήγει οι οριστικές ή τελειωτικές αποφάσεις. παραπάνω τ. Ο κανόνας που μνημονεύθηκε εφαρμόζεται τόσο σε τακτικά όσο και σε έκτακτα ένδικα μέσα. Β) Δεν αποκλείεται. αναφορικά με τη σημασία της διακρίσεως μεταξύ τακτικών και εκτάκτων ενδίκων μέσων. Ναι μεν παρατηρείται παραπάνω81. Ενόψει όμως της σημασίας της θεμελιώδους αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. 74. ότι ο κανόνας αυτός έχει πρακτική σημασία στις περιπτώσεις εκείνες. 79. 84. τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας80. Πρβλ. ΙΙ § 294. ότι επιτρέπεται. Σχετικά με την προκείμενη αναστολή. 4 und 5. 1940). Untersagung und einstweilige Einstellung der Zwangsvollstreckung während der Dauer des gerichtlichen Schuldenbereinigungsverfahrens. αναφορικά με τις αποφάσεις που εκδίδονται σε δίκες σχετικές με την εκτέλεση86. Σ. 88.Ε. με άσκηση ανακοπής εκ μέρους του καθού η εκτέλεση κ. §§ 775 Nr. που ορίζεται γι' αυτό το σκοπό. η οποία δεν ταυτίζεται με την αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως που εξετάζεται στη συνέχεια. Εννοείται.λπ.Δ. ΚΠολΔ 938 (1000) § 1 Σχ. JurBüro 1996. 429· Hellhake. σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη συνέχεια. να κηρυχθούν προσωρινά εκτελεστές. η άσκηση τριτανακοπής. καθώς και η άσκηση ανακοπής από τρίτο δεν αναστέλλουν χωρίς άλλο τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Δ) Ως εκ περισσού σημειώνεται. 776. η προβολή αντιρρήσεων κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. αν και σπάνια θα εμφανίζεται περίπτωση εκτελέσεως αυτών των αποφάσεων. Einstweilige Einstellung der Zwangsvollstreckung nach §§ 707. Einstellung durch den Gerichtsvollzieher gem. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση. Τίτλος Δέκατος Πέμπτος Αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως* § 373 *Ειδική βιβλιογραφία: Hezel E. 719 ZPO in direkter und analoger Anwendung. Πρβλ. 175· Fuchs/Bayer. ΙΙ §§ 289-290 και παραπάνω § 351. Βλέπε παραπάνω §§ 370-371. αν ο δικαστής κρίνει. που άρχισε ή συνεχίζεται. 87. 85.§ 373 – Αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως 327 δίκες σχετικές με την εκτέλεση. 86. ΙΙ) Προϋποθέσεις και διαδικασία εκδικάσεως της αιτήσεως αναστολής. ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής88. ο ΚΠολΔ ορίζει τα επόμενα: Α) Με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση. Βλ. χωρίς να απαιτείται. Είναι όμως δυνατό να διαταχθεί αυτή η αναστολή από το αρμόδιο δικαστήριο. κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τις διατυπώσεις του κοινού δικαίου. ZInsO 2000. 1065 § 1 Α. Brehm. 1998. παραπάνω τ. Πολ.Ε. ότι δεν αποκλείεταινα διαταχθεί αναστολή εκτελέσεως σε περίπτωση ασκήσεως κάποιου ενδίκου μέσου με βάση τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τη διαδικασία του κοινού δικαίου85. Όπως και παραπάνω παρατηρήθηκε87. . 1000 § 1. Διατριβή Πανεπιστημίου Freiburg. ως συνήθως. Ι) Εισαγωγή.: Die einstweilige Einstellung der Zwangsvollstreckung (Διδακτ. να είναι εκτελεστές. παραπάνω τ. 1000 § 4 εδ. α΄. Ε) Ταυτόχρονα με τη κατάθεση της αιτήσεως αναστολής μπορεί να δοθεί το παραπάνω αναφερόμενο σημείωμα μη ενάρξεως (παρεμποδίσεως) της αναγκαστικής εκτελέσεως92. 89.Ε.Δ.Δ. Γ) Οι παραπάνω αιτήσεις ασκούνται και δικάζονται κατά τα άρθρα 685 (729 επ.Ε. ενώπιον του οποίου είναι εκκρεμής η ανακοπή. 1066 § 1 εδ. ΚΠολΔ 938 (1000) § 4 εδ. Πολ.Ε.Ε.Ε. να εμποδίσουν την εκτέλεση μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως αναστολής89.Δ. αλλά όχι πέρα από ή μόνο μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως επί της (ασκηθείσας) ανακοπής και με τον όρο. α΄.Δ. 93. 1066 § 1 εδ. β΄. 1000 § 4 εδ. α΄ Α. 95. Πολ.Ε. 96. Σ. 1000 § 3.) είναι ο δικαστής. 1065 § 2 Α. η οποία χωρεί με επιμέλεια κά-ποιου από τους διαδίκους ή της γραμματείας του δικαστηρίου95. 1000 § 2.λπ.Ε. βεβαιώνεται δε η γνωστοποίηση αυτή με απλή σημείωση επάνω στην απόφαση της αναστολής96. εγγυοδοσία κ. Βλέπε τις παραπομπές στη υποσημ. Η απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως κρίνεται κατ' αρχήν σύμφωνα με τους κανόνες. Σ. Σε επείγουσες περιπτώσεις η γνωστοποίηση μπορεί να γίνει από το δικαστήριο με υπηρεσιακό τηλεγράφημα ή προφορικά. 1065 § 3 Α. α΄ Α. 91. Β) Αρμόδιος να διατάξει τα μέτρα που αναφέρονται παραπάνω (αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Β) Αφότου γίνει η παραπάνω γνωστοποίηση απαγορεύεται να ενεργηθεί οποιαδήποτε 89. 1065 § 4 εδ. β΄ Σχ.Δ. 1001 § 1 εδ. 1065 § 4 εδ. οι οποίοι μπορούν με σημείωμά τους (προ πάσης εκτελέσεως. η κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα αναστολή ή εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο κατά τη συζήτηση της ανακοπής εναντίον της αναγκαστικής εκτελέσεως93.) ΚΠολΔ90 (δηλαδή κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων). όπως λεγόταν και λέγεται στη δικαστηριακή πράξη).Ε.Ε. 92. 94. αφού κληθεί γι' αυτό το σκοπό το όργανο της εκτελέσεως ενώπιον αυτού.328 § 373 – Αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως αφού (όμως κατά περίπτωση) δοθεί εγγύηση. 1001 § 1 εδ. Σ. β΄ Α. β΄. Σ. ΙΙΙ) Η απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως αναστολής. Πολ. η ανακοπή να συζητηθεί μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών το πολύ από την χορήγηση της αναστολής91. β΄ Α. α΄ Σχ. 90.Δ.Ε. ΚΠολΔ 938 (1000) § 2 Σχ. ΣΤ) Όταν η παραπάνω προθεσμία περάσει άπρακτη ή σε περίπτωση που απορριφθεί η αίτηση που υποβλήθηκε ή αν δεν υποβλήθηκε αίτηση. Σ. Πολ. . 1065 § 3 Α.Δ. ΚΠολΔ 939 (1001) § 1 εδ. οι οποίοι ισχύουν στη περίπτωση των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων94. ΚΠολΔ 939 (1001) § 1 εδ. ΚΠολΔ 938 (1000) § 4 εδ. Ειδικότερα μπορούν να τονισθούν τα επόμενα: Α) Η απόφαση που διατάσσει την αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως ή απόσπασμα αυτής της αποφάσεως (πρέπει να) γνωστοποιείται στα όργανα της εκτελέσεως με επίδοση. ΚΠολΔ 938 (1000) § 3 Σχ.Ε. β΄ Σχ. 1000 § 3. ο πρόεδρός του. Πολ. Σ. Σ. Πολ. ΚΠολΔ 938 (1000) § 3 Σχ.Ε. Δ) Η παραπάνω εγγυοδοσία ή αναστολή μπορεί να διαταχθεί για ορισμένο (άμεσα ή έμμεσα) χρονικό διάστημα ή μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο.Ε. α΄ Σχ. στο πολυμελές δε πρωτοδικείο. Πολ.Ε. οι οποίες έχουν κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστές102. 101. Βλέπε παραπάνω τ. 1000 (1064) ΚΠολΔ103. 1066 § 2 Α. γιατί πρόκειται για ενέργεια ανεπίτρεπτων πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως99.Δ. και μάλιστα ανεξάρτητα από επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης. Β) Η αναστολή εκτελέσεως που επέρχεται ή μπορεί να διατάσσεται σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκων μέσων101. η οποία λαμβάνει χώρα κατά τους παραπάνω (υπό στοιχ. άλλα είδη αναστολής εκτελέσεως και συγκεκριμένα τα επόμενα: Α) Η αναστολή εκτελέσεως. Συνέπεια της αναστολής είναι. 98. καθώς και όλους όσους κλήθηκαν κατά τρόπο προσήκοντα. η οποία χωρεί ή μπορεί να διατάσσεται.Ε. ΙΙ § 287 επ. αν η παραπάνω απόφαση έχει ισχύ και έναντι άλλων. το περιεχόμενο. Από τη παραπάνω αναφερόμενη γενική ή κύρια αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως διαφέρουν. 97. ΚΠολΔ 939 (1001) § 2 Σχ.λπ. και δεν τρέχουν οι προθεσμίες οι ορισμένες για την ενέργεια των απαγορευμένων πράξεων. επειδή οι σχετικές διατάξεις δεν ορίζουν κάτι ειδικά. ΚΠολΔ 939 (1001) § 3 Σχ.Ε.Ε. 1001 § 3. Πολ. ειδικότερα 298. 100. 103. Παρακάτω § 406. η οποία μπορεί να διατάσσεται για αποφάσεις. Σ. ενώ εκείνες που άρχισαν διακόπτονται97. Σ. Βλέπε παραπάνω § 351. όταν ισχύει δικαιοστάσιο και προβλέπει αυτήν με όρους ή χωρίς όρους. εκτός από εκείνες (τις πράξεις) που έχει ειδικά επιτρέψει η απόφαση της αναστολής.λπ. Α) μνημονευόμενους τρόπους100. παραπάνω § 349 και παρακάτω §§ 501 επ. IV) Άλλα είδη αναστολών εκτελέσεως.Δ. Δ) Η αναστολή της διαδικασίας του πλειστηριασμού κατά το άρθρ. την έκταση κ. Δ) Η αναγκαστική εκτέλεση συνεχίζεται από τη γνωστοποίηση της παύσεως της αναστολής. Πρβλ.. Πολ. οι δανειστές και όσοι βλάπτονται από την αναστολή και έχουν έννομο συμφέρον μπορούν να ζητήσουν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της παραπάνω αποφάσεως ή να τη τριτανακόψουν. Βλέπε παρακάτω στα σχετικά με τα ασφαλιστικά μέτρα. 1066 § 3 Α. σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 696 (740) ΚΠολΔ98.§ 373 – Αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως 329 πράξη (της διαδικασίας) της αναγκαστικής εκτελέσεως. β) Γεννιέται όμως το ζήτημα. ακόμη και αν δεν παρέστησαν στη δίκη τη σχετική με την αναστολή της εκτελέσεως. 1001 § 2. Γ) Η αναστολή εκτελέσεως.Ε. 102. Πρβλ. 290. . ως προς τις προϋποθέσεις. 99. ότι όσες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ενεργήθηκαν παρά τη παραπάνω απαγόρευση είναι ελαττωματικές και κηρύσσονται ανίσχυροι κ. Γ) Ως προς τα υποκειμενικά όρια της παραπάνω αναστολής μπορούν να σημειωθούν τα επόμενα: α) Η απόφαση της αναστολής δεσμεύει τους διαδίκους. Αυτοί οι τρίτοι. Η ενότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως δικαιολογεί την καταφατική λύση του ζητήματος. . που οφείλεται από δάνειο.χ. αρχικά.) ή σε περίπτωση αρνητικής αγωγής (actio negatoria) (Α. την παράλειψη διαταράξεως της νομής (Α. ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ* § 374 *Ειδική βιβλιογραφία: Πρακτικά Δ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Δικονομολόγων. για την ικανοποίηση της οποίας ενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση. ανάλογα με το εάν το αντικείμενο αυτής είναι μόνο το πράγμα που οφείλεται ή υ- . σελ. η εκτέλεση αποφάσεως που καταδικάζει τον εναγόμενο σε απόδοση ορισμένου χρηματικού ποσού.. όπως είναι η εκτέλεση (της) αποφάσεως που εκδίδεται σε περίπτωση αγωγής για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών.λπ. το αντικείμενο της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως αυτού που επισπεύδει. β) Εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την ενέργεια ή παράλειψη ή ανοχή πράξεων.λπ. 1108). μισθώματα.Κ. Η διάκριση γίνεται ανάλογα με το περιεχόμενο του δικαιώματος ή το είδος της απαιτήσεως. γ) Εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Ι) Εισαγωγή. η αναγκαστική εκτέλεση χαρακτηρίζεται ανάλογα ως: α) Ειδική ή καθολική εκτέλεση. 1 επ. για την πραγματοποίηση του οποίου και για την ικανοποίηση της σχετικής απαιτήσεως γίνεται η αναγκαστική εκτέλεση. αυτή διακρίνεται σε: α) Εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση πραγμάτων (κινητών και ακινήτων). εν Αθήναις. Β) Με βάση το αντικείμενο της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως. Σεπτέμβριος 1967. έτσι και ο ΚΠολΔ διακρίνει περισσότερα από ένα είδη αναγκαστικής εκτελέσεως. την εκτέλεση ορισμένου έργου. όπως είναι π.λπ. η εκτέλεση (της) αποφάσεως που εκδίδεται σε περίπτωση διεκδικητικής αγωγής ή αγωγής για την απόδοση ή παράδοση της χρήσεως μισθίου κ. Όπως το προγενέστερο δίκαιο. ΙΙ) Διακρίσεις.χ. Α) Έτσι.Κ. ή η εκτέλεση συμβολαιογραφικού εγγράφου σχετικά με την πληρωμή ορισμένου ποσού από μια από τις ως άνω αιτίες κ. 989 επ. ανάλογα με το είδος και το περιεχόμενο του δικαιώματος. τιμήματα πωλήσεως κινητού ή ακινήτου κ.ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. τον τρόπο της εκτελέσεως κλπ. όπως είναι π. αα) Η πρώτη κατευθύνεται άμεσα ή έμμεσα στην πραγματοποίηση του περιεχομένου του δικαιώματος. π..χ. ενώ ββ) η δεύτερη αποβλέπει.332 § 374 – Γενικές παρατηρήσεις. η οποία απαγορεύει τη διατάραξη κ.λπ. προβλέπει ο ΚΠολΔ άμεση και ενδεχομένως έμμεση και αναπληρωματική ή υποκατάστατη εκτέλεση. Η πρώτη περιορίζεται στην περιουσία του οφειλέτου. για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων θεσπίζει την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. σε περίπτωση κατασχέσεως...λπ. την αναγκαστική διαχείριση ακινήτου ή επιχειρήσεως αυτού και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις προβλέπει και την προσωπική κράτηση τούτου κ. όπως είναι π. β) Πραγματική ή περιουσιακή αφενός και προσωπική εκτέλεση αφετέρου. όπως παρακάτω αναφέρεται. . η οποία είναι το αντικείμενο της εκτελέσεως.λπ. ΙΙΙ) Μέσα εκτελέσεως.χ. ή ολόκληρη κατά κανόνα περιουσία αυτού. β) Κυρία και αναπληρωματική ή υποκατάστατη εκτέλεση. όπως π.χ. της νομής ή την ενέργεια πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού κ. με αποβολή του εναγομένου κατόχου. στη λήψη αποζημιώσεως κ. στην επίτευξη ισοδύναμου αποτελέσματος. όπως σε περίπτωση αποφάσεως που κάνει δεκτή διεκδικητική αγωγή ή αγωγή αποδόσεως της χρήσεως μισθίου κ. Είδη και μέσα της αναγκαστικής εκτελέσεως πέγγυο περιουσιακό στοιχείο ή το ποσοστό της περιουσίας του οφειλέτη που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστού. στην περίπτωση που η πρώτη δεν είναι δυνατή ή αποδεικνύεται αναποτελεσματική. η εκτέλεση αποφάσεως. ββ) έμμεση δε θεωρείται αυτή που γίνεται με ψυχολογικό εξαναγκασμό και μάλιστα με απειλή ποινών εξαναγκασμού. εάν με αυτή επιδιώκεται και επιτυγχάνεται η πραγματοποίηση του περιεχομένου του δικαιώματος ευθέως και με φυσικό θα μπορούσε να λεχθεί τρόπο. σε περίπτωση πτωχεύσεως. π. α) η αναγκαστική εκτέλεση καλείται άμεση ή φυσική ή έμμεση εκτέλεση: αα) Άμεση ή φυσική λέγεται η αναγκαστική εκτέλεση. για την ικανοποίηση απαιτήσεως σχετικά με την απόδοση πράγματος. ενώ η δεύτερη επεκτείνεται και στο πρόσωπο του οφειλέτου. Π.χ.χ. Για κάθε είδος αναγκαστικής εκτελέσεως από αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω.λπ. Γ) Ενόψει και σε συνάρτηση με τον τρόπο εκτελέσεως και του αποτελέσματος αυτής. όπως λ.λπ.χ. με απειλή ποινικών και γενικότερα επιζήμιων συνεπειών. ο ΚΠολΔ προβλέπει και καθορίζει ένα ή περισσότερα μέσα εκτελέσεως. Δ. Οι διατάξεις που αναφέρονται στην αρχή διακρίνουν προεισαγωγικά τρεις κατηγορίες απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση πραγμάτων. και τις εκεί παραπομπές σε βιβλιογραφία αναφορικά με το προγενέστερο δίκαιο. Στον όρο αυτό περιλαμβάνεται και το ξένο χρήμα. ή ακινήτων. Α) Ο όρος «πράγματα» λαμβάνεται με τη συνηθισμένη έννοια. περιλαμβάνονται στην έννοια «πράγματα». 1. καθορίζουν τα άρθρ. 941 (1003) .Ράμμου: Συστ.Δ του 1834 και 321 επ. ΙΙ) Έκταση εφαρμογής. σχετικά με απαιτήσεις που συνίστανται στην απόδοση ή παράδοση πράγματος. ΙΙΙ) Κατηγορίες απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση πραγμάτων. Ι) Οι διατάξεις που εφαρμόζονται. 14 επ.V § 1003α σελ. ανάλογα με το αντικείμενο αυτών. 880-881 της Πολ. κινητών. του 1880. πρόκειται για την ικανοποίηση απαιτήσεων.. Σχετικά με την καθεμιά από αυτές γίνεται λόγος στη συνέχεια.Δ. της Κρητ. ορισμένων κατ' είδος ή κατά γένος. . Στο προγενέστερο δίκαιο αντίστοιχες διατάξεις περιείχαν τα άρθρ. όπου εφαρμόζεται άλλο είδος αναγκαστικής εκτελέσεως.944 (1006) ΚΠολΔ1. Πολ. όχι δε και κατά ασωμάτων. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται σε περίπτωση απόδόσεως ή παραδόσεως πραγμάτων ενσωμάτων. Β) Μεταλλικά όμως κέρματα ή τραπεζογραμμάτια του δικού μας χρήματος. όταν δηλ. Τον τρόπο της αναγκαστικής εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων και άλλων εκτελεστών τίτλων. που προσδιορίζονται από ατομικά γνωρίσματα και έχουν ιδιαίτερη (εκτός από την ονομαστική) αξία ή βρίσκονται εκτός κυκλοφορίας.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ Ή ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ* Τίτλος Πρώτος Γενικές Παρατηρήσεις* § 375 *Ειδική βιβλιογραφία: Glasson-Tissier-Morel. τ. Πολ. 334 § 376 – Εκτέλεση για απόδοση ή παράδοση κινητών πραγμάτων Τίτλος Δεύτερος Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση κινητού πράγματος κατ' είδος. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.Ε. παραπ. της διαμονής εκείνου. ΙΙ) Έμμεση εκτέλεση. 1003 § 1. Συνεπώς. 1003 § 2. 1068 § 1 Α.Δ. και παραδίδει αυτά σ' εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση2. . ότι το συγκεκριμένο πράγμα βρίσκεται στην κατοχή του υποχρέου (όπως περιγράφεται αυτός στον εκτελεστό τίτλο) ή κάποιου από τα πρόσωπα. ο εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικός επιμελητής αφαιρεί το πράγμα ή την ποσότητα πραγμάτων. 321. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Το ίδιο γίνεται. σε περίπτωση που δεν υπάρχει. γιατί το συγκεκριμένο κινητό πράγμα ή τα περισσότερα πράγματα δεν βρίσκονται στην κατοχή εκείνου.. Βλ. ή τα συγκεκριμένα κατ' είδος ορισμένα πράγματα. έστω και βίαια (με τη συνδρομή των αρμοδίων οργάνων της αρχής) και παραδίδει αυτό ή αυτά σε εκείνον που επέσπευσε (την εκτέλεση). από εκείνον. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση5. εφόσον το συγκεκριμένο πράγμα. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση κ.Δ. εκείνος. Πολ. Βλ. 1068 § 2 Α.λπ. § 347. ότι δεν κατέχει το πράγμα και δεν γνωρίζει σε ποιο μέρος αυτό βρίσκεται. ο δικαστικός επιμελητής αφαιρεί αυτό ή αυτά. κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Β) Το δικαστήριο μπορεί κατά τις περιστάσεις να ορίσει και αλλιώς το περιεχόμενο του όρκου. εάν η άμεση ή φυσική εκτέλεση είναι αδύνατη ή δεν έχει αποτέλεσμα. όταν η απαίτηση συνίσταται στην απόδοση ή παράδοση περισσότερων κινητών πραγμάτων κατ' είδος ορισμένων. που οφείλεται.866 (922-927) να δώσει βεβαιωτικό όρκο. ορισμένου ή ποσότητας από ορισμένα κινητά πράγματα § 376 Ι) Άμεση ή φυσική εκτέλεση. Πολ. σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω4. ΚΠολΔ 941 (1003) § 1 Σχ. 1. Πολ. εναντίον των οποίων μπορεί να γίνει (η) αναγκαστική εκτέλεση.Ε. αυτός που επισπεύδει (την εκτέλεση) μπορεί να προσφύγει στο ειρηνοδικείο της περιφέρειας του 2. σύμφωνα με τη διάταξη που αναφέρθηκε. Σ. Πολ. έχει την υποχρέωση κατά τη διαδικασία των άρθρων 861 . Σ. 4.Ε. 3.Δ 880 εδ. Δηλαδή. Α) Εάν το πράγμα που οφείλεται (να αποδοθεί ή να παραδοθεί) δεν βρεθεί. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το ειρηνοδικείο της περιφέρειας του τόπου της εκτελέσεως ή της κατοικίας και. Όταν πρόκειται για υποχρέωση αποδόσεως ή παραδόσεως ορισμένου κινητού πράγματος ή ποσότητας ορισμένων κινητών πραγμάτων. ΚΠολΔ 941 (1003) § 2 Σχ. Κρητ.3. Όπως προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση της σχετικής διατάξεως προϋποτίθεται.Ε. 5. Η εκτέλεση συνεπώς αυτή είναι άμεση ή φυσική.Δ του 1880. βρίσκεται ή αντίστοιχα βρίσκονται στην κατοχή εκείνου. IV (στα σχετικά με τον βεβαιωτικό ή φανερωτικό όρκο). ΙΙΙ) Αναπληρωματική κ. όταν αντικείμενο της παροχής είναι αντικαταστατά πράγματα. Βλ. όσες φορές η άμεση εκτέλεση είναι αδύνατη ή δεν έχει αποτέλεσμα. να παρουσιάσει το πράγμα ή να υποδείξει πού αυτό βρίσκεται.λπ. η υποχρέωση αποδόσεως ή παραδόσεως ορισμένου κινητού πράγματος. εάν δε είναι ασυνείδητος θα αποφύγει πιθανώς και τότε πάλι να δώσει ψευδή όρκο. πιο κάτω τ. 6. κατά κανόνα ή συνήθως. Πράγματι. Παράλληλα με την έμμεση εκτέλεση. . η δε εκπλήρωσή της επιδιώκεται κατά τις διατάξεις που αφορούν την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων8. η προσωπική κράτηση αυτού κ.947 (1009) δεν θίγεται το δικαίωμα του δανειστού να απαιτήσει την αποζημίωση (που οφείλεται) κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 7. γίνεται παρακάτω λόγος (βλ. θα αποφύγει να δώσει ψευδή όρκο ανάλογα με την περίπτωση είτε λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. της οποίας το ποσό καθορίζεται σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου7. 9. πριν από αυτή ή και μετά από αυτή είναι δυνατό. αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις του νόμου. μετατρέπεται σε χρηματική οφειλή.λπ. Εάν ο οφειλέτης αρνηθεί ή δεν εμφανιστεί να δώσει τον όρκο που επιβλήθηκε. Με τον όρκο αυτό βεβαιώνει. για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω (§ 358). Πρβλ.§ 376 – Εκτέλεση για απόδοση ή παράδοση κινητών πραγμάτων 335 τόπου της εκτελέσεως ή της κατοικίας και. γιατί θα (πρέπει να) φοβάται τις ποινές που θα του επιβληθούν σε περίπτωση που αποκαλυφθεί η ψευδορκία κ. 8. Εάν αυτός είναι πραγματικά ευσεβής («φοβάται» όπως λέγεται. να εξαναγκαστεί εκείνος. σε περίπτωση που δεν υπάρχει. Η διαδικασία του άρθρ.9. 917 (978) ΚΠολΔ. κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Με την επιβολή κ. εκτέλεση. επέρχονται οι συνέπειες που ορίζονται από τις παραπάνω διατάξεις. Βέβαια υπάρχει και η κατηγορία εκείνων των ασυνειδήτων ανθρώπων που δεν διστάζουν σε οποιαδήποτε παρανομία. να γίνει αναπληρωματική ή υποκατάστατη εκτέλεση.λπ. ο οφειλέτης ότι δεν κατέχει το πράγμα ούτε γνωρίζει σε ποιο μέρος τούτο βρίσκεται ή και κάθε άλλο γεγονός που ενδεχομένως θα καθόριζε το δικαστήριο. σχετικά ορίζεται ότι με τις διατάξεις των άρθρ. του όρκου επιδιώκεται. εφαρμόζεται. δηλαδή διατάσσεται κατά την διαδικασία. πιο κάτω §§ 390 επ.λπ. το Θεό) ή γενικότερα είναι άνθρωπος ευσυνείδητος. § 387). κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. είτε λόγω των ηθικών του πεποιθήσεων. Σχετικά με την αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων.6. ηθικός και νομοταγής. και να ζητήσει να επιβληθεί στον τελευταίο βεβαιωτικός ή φανερωτικός όρκος. 941 (1003) . είτε τέλος και λόγω των νομικών συνεπειών της ψευδορκίας. της διαμονής εκείνου. Υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν. με τις οποίες διατάσσεται η απόδοση ή παράδοση τέκνου. που προβλέπεται σχετικά. είναι κατά κάποιο τρόπο εξειδικευμένα και εξατομικευμένα. βρίσκεται στην κατοχή του οφειλέτου. Πρέπει να είναι πράγματα του ίδιου γένους και της ίδιας ποιότητας κ. Β) Σχετικά ορίζει. που οφείλεται.). α΄· Σχ. Σ. Πολ. Α) Η διάταξη που αναφέρθηκε. εφόσον βρει τέτοια πράγματα στον οφειλέτη.λπ. 1004 εδ. από τον οφειλέτη ή από τον ως αντιπρόσωπό του ή από τον ως υπηρέτη νομής που κατέχουν την ποσότητα. αφαιρεί την ποσότητα που οφείλεται από αυτά και τα παραδίνει σ' εκείνον. 1069 εδ. ΙΙ) Αναπληρωματική ή υποκατάστατη εκτέλεση.λπ.καταχρηστικό γένος. επιτρέπει ή μάλλον καθιερώνει αρχικά (πράγμα που δεν προέβλεπε το προγενέστερο δίκαιο) τη δυνατότητα να ενεργηθεί και να πραγματοποιηθεί άμεση ή φυσική εκτέλεση και όταν πρόκειται για απαιτήσεις που συνίστανται σε απόδοση ή παράδοση κινητών πραγμάτων κατά γένος ορισμένων ή ανωνύμων χρεωγράφων. εσοδείας και τόπου προελεύσεως κ. 100 χιλιόγραμμα λαδιού ορισμένης οξύτητας. εξαρτάται δε από την εκτίμηση των οργάνων της εκτελέσεως και σε περίπτωση αμφισβητήσεως από την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου της εκτελέσεως. Ο (εντεταλμένος) δικαστικός επιμελητής. υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση10. όπως μπορεί να συνάγει κανείς από τη διατύπωση της διατάξεως που μνημονεύτηκε. α΄. Ράμμου – αναγκαία περαιτέρω. α΄· Α. όπως αυτός περιγράφεται στον εκτελεστό τίτλο. ΚΠολΔ 942 (1004) εδ.336 § 377 – Εκτέλεση για παροχή αντικαταστατών πραγμάτων Τίτλος Τρίτος Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την παροχή αντικαταστατών πραγμάτων ή ανώνυμων χρεωγράφων § 377 Ι) Άμεση ή φυσική εκτέλεση σε περίπτωση υποχρεώσεως παροχής ορισμένης ποσότητος αντικαταστατών πραγμάτων ή ανωνύμων χρεωγράφων. του χώρου (καταστήματος ή εργοστασίου.Ε. με τον καθορισμό του τόπου. ότι η ποσότητα από ορισμένα κινητά πράγματα (π. κατά των οποίων μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση. που οφείλεται. ότι τα σχετικά κινητά.Δ. αποθήκης κ. Γ) Το ζήτημα είναι πραγματικό.) και ενδεχομένως μερικών άλλων διακριτικών στοιχείων· δεν είναι δηλαδή απαραίτητο να πρόκειται στην πραγματικότητα για το . Α) Σε περίπτωση που είναι αδύ10.λπ. . σύμφωνα με όσα αναπτύχθησαν παραπάνω. Δ) Δεν απαιτείται όμως – κατά την άποψη του Γ. εφόσον βέβαια βρεθούν τέτοια πράγματα στα χέρια των παραπάνω προσώπων.χ. στον οποίο βρίσκονται. ότι η άμεση ή φυσική εκτέλεση γίνεται με αφαίρεση από τον δικαστικό επιμελητή της ποσότητας. Δηλαδή ο τρόπος αυτός της άμεσης ή φυσικής εκτελέσεως εφαρμόζεται με την προϋπόθεση. και με παράδοση αυτής της ποσότητας σ' εκείνον που επέσπευσε (την εκτέλεση).Ε. από τα οποία οφείλεται η ορισμένη και συγκεκριμένη ποσότητα. κατά καινοτομία του ΚΠολΔ.όπως ονομάζεται . ή κάποιου από τα πρόσωπα. . β΄. όταν πρόκειται για απόφαση που δέχεται διεκδικητική αγωγή ή πουβλικιανή αγωγή (Α.Κ. βρίσκονται κινητά πράγματα. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. αν είναι ανάγκη των αρμόδιων οργάνων της δημόσιας αρχής. Β) Η εκτέλεση αυτή γίνεται με την αποβολή (ενδεχομένως και βίαιη) από τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή. Όπως το προγενέστερο δίκαιο. 1005 § 1. στις περιπτώσεις αυτές. από το συγκεκριμένο ακίνητο και την εγκατάσταση (από τον επιμελητή) σ' αυτό εκείνου που επισπεύδει (την εκτέλεση). 1070 § 1 Α. Βλ.Ε. Σχετικά με το ζήτημα αυτό ο ΚΠολΔ ορίζει τα ακόλουθα: «Τα κινητά πράγματα που βρίσκονται στο ακίνητο και δεν είναι αντικείμενο της εκτέλεσης ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει με απόδειξη σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση.λπ. ο (εντεταλμένος) δικαστικός επιμελητής αποβάλλει εκείνον. ΠολΔ Σ. 1069 εδ. π. και εγκαθιστά σ' αυτό εκείνον προς όφελος του οποίου γίνεται η εκτέλεση13. 1004 εδ. Β) Συγκεκριμένα γίνεται στις περιπτώσεις αυτές. η άμεση εκτέλεση. ΚΠολΔ 942 (1004) εδ. όταν πρόκειται για αναγκαστική εκτέλεση τίτλου εκτελεστού. που προκύπτει από τη μετατροπή. β΄· Α.Ε. εκείνου. β΄· Σχ. από το οποίο έγινε αποβολή κλπ. επιδιώκεται κατά τις διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση αναφορικά με την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. 1112) ή αγωγή για απόδοση της χρήσεως μισθίου κ. υποκατάστατη ή αναπληρωματική εκτέλεση. και ΚΠολΔ 948 (1010) και παρακάτω § 385.Ε. ΚΠολΔ 943 (1005) § 1 Σχ. για τις οποίες (διατάξεις) γίνεται λόγος παρακάτω. πιο κάτω § 385. 13. Βλ. μόνο αναπληρωματική ή υποκατάστατη εκτέλεση μπορεί να γίνει. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.§ 378 – Εκτέλεση για απόδοση ή παράδοση ακινήτων πραγμάτων 337 νατη κλπ. Α) Αν υπάρχει υποχρέωση να αποδοθεί ή να παραδοθεί ακίνητο (πράγμα). έτσι και ο ΚΠολΔ προβλέπει τη συμπλήρωση ή ολοκλήρωση της διαδικασίας της άμεσης εκτελέσεως.ΠολΔ Σ. Αν αυτός 11. 12. 917 (978) ΚΠολΔ. η δε είσπραξη της χρηματικής απαιτήσεως.12 Τίτλος Τέταρτος Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση ακινήτων πραγμάτων § 378 Ι) Άμεση ή φυσική εκτέλεση. Κλασσική περίπτωση εφαρμογής της άμεσης ή φυσικής εκτελέσεως εμφανίζεται.χ. όταν στο ακίνητο.Ε. με τη βοήθεια. με αίτηση του δικαιούχου που επισπεύδει (την εκτέλεση). Δηλαδή μετατρέπεται η απαίτηση σε χρηματική. που αποδεικνύει απαίτηση αποδόσεως ή παραδόσεως ακινήτου. . η δε αξία της ποσότητας πουοφείλεται καθορίζεται με βάση τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρ. οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 917 (978) ΚΠολΔ11. δηλαδή ούτε με τον εκτελεστό τίτλο επιβάλλεται η απόδοση ή παράδοση αυτών σ' εκείνον που επισπεύδει (την εκτέλεση) ούτε έχουν γίνει αντικείμενο κατασχέσεως κ. δεν μπορεί να ολοκληρωθεί την ίδια ώρα ή ημέρα. ότι τυχόν παράβαση στο σημείο αυτό των κανόνων που αναφέρθηκαν. ότι τα πράγματα που βρίσκονται στο ακίνητο δεν είναι αντικείμενο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Περιλαμβάνει δηλαδή τους ή τις συζύγους και. σε πρόσωπο που ανήκει στην οικογένεια του ή σε πρόσωπο που έχει την εξουσία να τα παραλάβει. Εννοείται. ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει σε μεσεγγυούχο. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. ως προς τη σειρά που πρέπει να τηρηθεί. ύστερα από άδεια του ειρηνοδίκη της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης που δικάζει κατά τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. και. ιδίως αν πρόκειται για μηχανήματα κ.Ε.Δ. του αριθμού. ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει είτε σε πρόσωπο που ανήκει στην οικογένεια εκείνου κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση είτε σε πρόσωπο που έχει εξουσία να τα παραλάβει». για τεχνικούς λόγους και για να αποφευχθούν υπέρμετρες βλάβες και ζημιές. Η παράδοση των κινητών που βρίσκονται στο ακίνητο σ' εκείνον. σε περίπτωση αγάμων. Σ.λπ. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. την ημέρα και ώρα του πλειστηριασμού. πλειστηριάζει τα κινητά πράγματα.λπ. αρχικά. Τα κινητά αυτά πράγματα πρέπει να παραδίδονται από το δικαστικό επιμελητή σ' εκείνον.Ε.338 § 378 – Εκτέλεση για απόδοση ή παράδοση ακινήτων πραγμάτων απουσιάζει ή αρνείται να τα παραλάβει. τους αδελφούς κ. δεν επηρεάζει το κύρος της αναγκαστικής εκτελέσεως.. Η αναγκαστική εκτέλεση τότε θεωρείται ότι προχωρεί κανονικά και ολοκληρώνεται με την απομάκρυνση αυτών από το ακίνητο. τα τέκνα και τους κατιόντες και ανιόντες. η παράδοση πρέπει να γίνεται κατά προτίμηση στα παραπάνω πρόσωπα. 1005 § 2. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να 14. Διαφορετικά έχει το πράγμα.14 Γ) Προϋποτίθεται. 1070 § 2 Α. και.λπ. Δ) «Αν δεν υπάρχουν τα ως άνω πρόσωπα ή αν αρνούνται να παραλάβουν τα κινητά πράγματα. Η εξουσιοδότηση για την παραλαβή των παραπάνω κινητών από πλευράς εκείνου. εφόσον κατοικούν μαζί. Ο ειρηνοδίκης που δίνει την άδεια ορίζει συνάμα τον τόπο. αλλά λόγω του όγκου. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. σε περίπτωση δε απουσίας του ή αρνήσεώς του να τα παραλάβει. αλλά πρέπει να συνεχιστεί. τον οποίο διορίζει ο ίδιος.. Ο όρος «οικογένεια» χρησιμοποιείται με τη συνηθισμένη έννοια. της συνδέσεως αυτών με το ακίνητο. αν κατά παράκληση παραμείνουν για φύλαξη ή αρχίσει μεν η απομάκρυνσή τους. σε κάποιο οικείο του ή τρίτο δεν είναι αναγκαίο να γίνεται με ορισμένο τύπο. ή σε ένα από τα πρόσωπα που σύμφωνα με τα παραπάνω τον υποκαθιστούν είναι αναγκαίο συμπλήρωμα της αποβολής αυτού. . εφόσον έγινε πράγματι η παράδοση. Εάν υπάρχει ή μάλλον αν αποδεικνύεται η ύπαρξη μιας τέτοιας εξουσιοδοτήσεως. Πολ. Συνεπώς αρκεί και η απλή ενυπόγραφη επιστολή. ΚΠολΔ 943 (1005) § 2 Σχ. Ζ) Όταν ίσχυε το προγενέστερο δίκαιο. Ε) Στη συνέχεια επιβάλλεται. αφού αφαιρεθούν τα έξοδα εκτελέσεως και φυλάξεως. 3994/2011 προστέθηκε στο άρθρο 943 ΚΠολΔ και πέμπτη παράγραφος σύμφωνα με την οποία αναγκαστική εκτέλεση για απόδοση ακινήτου δεν επιτρέπεται να γίνει κατά το διάστημα α) από 23 Δεκεμβρίου μέχρι 7 Ιανουαρίου του επομένου έτους. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.λπ. 1005 § 4. για την 15. Σ. να τα παραλάβει και αφετέρου η προετοιμασία της πλειστηριάσεώς τους με υποβολή σχετικής αιτήσεως στο ειρηνοδικείο για τον καθορισμό του υπαλλήλου. κατά το κοινό δίκαιο. αφότου προσκληθεί εγγράφως εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση να παραλάβει τα πράγματα. ΚΠολΔ 943 (1005) § 3· Σχ. εκποιήσεως κ. η έκθεση εκτελέσεως (πρέπει να) κοινοποιείται σ' αυτόν μέσα σε τριάντα ημέρες16.Ε. αφού αφαιρεθούν τα έξοδα»15. του δικαστικού επιμελητού κλπ. αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης. κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση. 16. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση κ. αν ο τελευταίος απουσιάζει ή αρνείται να παραλάβει τα παραπάνω κινητά. αν η άμεση εκτέλεση. δεν ήταν παρών κατά τη διάρκειά της. δεν επηρεάζει το κύρος της αναγκαστικής εκτελέσεως. η κατάθεση του εκπλειστηριάσματος στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στο όνομα και για λογαριασμό εκείνου.λπ.Ε. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 51 Ν..Ε. 1070 § 4· Α. ακόμη και αν η προδικασία και η κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως έγιναν νόμιμα και όπως πρέπει. ΣΤ) Εάν εκείνος.Ε. 1070 § 3· Α. Και εδώ θα πρέπει να τονιστεί. είχε προκαλέσει ζωηρή αμφισβήτηση το ζήτημα. ΚΠολΔ 943 (1005) § 4· Σχ. Πολ. ΠολΔ Σ. ότι η παράβαση μιας ή περισσότερων από τις διατυπώσεις που αναφέρονται παραπάνω. του τόπου και του χρόνου του πλειστηριασμού.. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για επαναληπτικές εκλογές και μόνο για τις περιφέρειες που διεξάγονται τέτοιες εκλογές.§ 378 – Εκτέλεση για απόδοση ή παράδοση ακινήτων πραγμάτων 339 οριστεί πριν περάσουν δέκα ημέρες. Το πλειστηρίασμα κατατίθεται δημόσια. ο οποίος δεν μπορεί να οριστεί ή μάλλον να συμπέσει πριν περάσουν δέκα ημέρες από την παραπάνω πρόσκληση. Η διατύπωση αυτή είναι ουσιώδης και πρέπει να τηρείται. ορίζονται αφενός μεν η παράδοση αυτών σε μεσεγγυούχο και η έγγραφη (με επίδοση) πρόσκληση εκείνου. β) από τη Μεγάλη Δευτέρα μέχρι την Κυριακή του Θωμά και γ) την προηγούμενη και την επομένη εβδομάδα των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών.Δ. 1005 § 3. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. . γιατί συνδέεται μ' αυτή η άσκηση ουσιωδών δικαιωμάτων εκείνου. αλλά δημιουργεί μόνο ενδεχομένως ευθύνες πειθαρχικές κ. Ως υποκατάστατα της παραδόσεως σ' εκείνον.λπ. Πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού γίνεται δημόσια κήρυξη στον τόπο του πλειστηριασμού και τηρούνται συνάμα οι διατάξεις του άρθρου 963. Βλ. που διέτασσε την παράδοση ή απόδοση ακινήτου. με τις οποίες ζητείται η παράδοση ή η απόδοση ή η αποκατάσταση ή η μεταβίβαση του πράγματος και όχι απλά η παροχή της πρόσκαιρης χρήσεως αυτού.λπ. δηλαδή σχετικά με εκείνες τις προσωπικές ή ενοχικές αγωγές. Εξάλλου είναι προτιμότερη και από νομοθετική άποψη. 18. όπως π. Εννοείται. θα αποκτούσε εμπράγματο δικαίωμα (κυριότητα κ. παρακάτω στοιχ. λαμβάνοντας το πράγμα. και του ΚΠολΔ. που έχει αντίστοιχο περιεχόμενο. ότι το παραπάνω ζήτημα δεν προκύπτει στις περιπτώσεις εκείνες. ότι έτσι είχε το πράγμα ως προς την απόφαση. στις οποίες ο ενάγων που επισπεύδει (την εκτέλεση).χ. ΙΙ § 314. ανεξάρτητα από τη φύση της αγωγής. Ράμμο. η άμεση εκτέλεση εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις αποφάσεων που εκδίδονται σχετικά με αγωγές εμπράγματες (μικτές ή για νομή ή προσωπικές ή ενοχικές). γιατί με την αποδοχή αυτής της γνώμης εξασφαλίζεται ενεργός προστασία ως προς μια πολύ σπουδαία από πρακτικής πλευράς κατηγορία αποφάσεων που αφορούν την απόδοση ή παράδοση ακινήτου. Το παραπάνω ζήτημα δεν αποκλείεται να εμφανιστεί και στα πλαίσια του ισχύοντος δικαίου.340 § 378 – Εκτέλεση για απόδοση ή παράδοση ακινήτων πραγμάτων οποία γίνεται λόγος πιο πάνω.) ή νομή. Ορισμένες διατάξεις του Α.χ. δεδομένου ότι ο αγοραστής απέβλεπε στην απόκτηση και άσκηση του εμπραγμάτου δικαιώματος της κυριότητας.χ. μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση κάθε εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως17.. των άρθρων 997 κλπ. β) Αντίθετα. όπως στην περίπτωση της αγωγής του μισθωτού κατά του εκμισθωτού για την παροχή του πράγματος που είχε μισθωθεί. ιδιαίτερα δε εκείνες που αφορούν το ουσιαστικό δεδικασμένο και την εκτελεστότητα.Κ. ή την έξωση. παρέχουν επιχειρήματα υπέρ της εκδοχής αυτής. ΙΙΙ σελ. που διατάσσει την απόδοση ή παράδοση ακινήτου. σύμφωνα με άλλη άποψη. Βλ. Πιο ορθή. Έτσι π. η οποία είναι σύμφωνη με την ιστορική εξέλιξη και συνδυάζει επιτυχώς τις διατάξεις του ουσιαστικού18 και του δικονομικού δικαίου. όπως προβλεπόταν στο προ17. παραπάνω τ. ο παραπάνω τρόπος εκτελέσεως ίσχυε και μπορούσε να εφαρμοστεί για κάθε απόφαση ανεξαιρέτως. είναι κατά το Γ. στις οποίες υπάρχουν ειδικές διατάξεις. 19. Ενδεχομένως και κάθε άλλου εκτελεστού τίτλου. όχι δε και όταν ήθελε να ασκήσει απλό ενοχικό δικαίωμα. έχει δε αξιόλογη θεωρητική και πρακτική σημασία. ή μόνο για ορισμένες από αυτές. 129.Κ. α) Σύμφωνα με μια γνώμη. τόσο ως προς προγενέστερο δίκαιο όσο και στα πλαίσια του Α. . όπως π.λπ. η δεύτερη άποψη. σχετικά με την οποία εκδιδόταν. και του δικαιώματος το οποίο ασκείτο και το οποίο επρόκειτο να ασκηθεί μετά την εκτέλεση της αποφάσεως. η οποία εκδιδόταν μετά από αγωγή του αγοραστού κατά του πωλητού για την παράδοση του πράγματος που είχε πωληθεί. προκειμένου για την απόδοση της κατοχής μισθίου και επανεγκατάσταση του μισθωτού που είχε αποβληθεί19 κ. υποστηριζόταν. συγκεκριμένη έννομη σχέση. Παράλληλα με την άμεση.λπ. χωρίς να αποκλείεται και η επιβολή της φυλακίσεως σε περίπτωση παραβάσεως της αποφάσεως με πρόθεση. ότι μπορούν να εφαρμοστούν ανάλογα οι διατάξεις για την εκτέλεση αποφάσεων κ. Συνεπώς. εκδοθεί απόφαση δικαστική που συμπληρώνει. μπορεί να λεχθεί.λπ. στις περιπτώσεις αυτές. ενώ απαγγελλόταν κατά του υποχρέου ή και κάθε άλλου προσωπική κράτηση μέχρι έξι μήνες. Κρητ. Β) Ο ΚΠολΔ δεν έχει περιλάβει στο σημείο τούτο αντίστοιχες διατάξεις. Βλ. Πολ. του 1834. Πολ. εάν μετά από αγωγή κ. με απειλή χρηματικής ποινής ή προσωπικής κρατήσεως. Οριζόταν. παράλληλα με την άμεση. Α) Ο παραπάνω τρόπος άμεσης ή φυσικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση ακινήτων. εκτός από την άμεση εκτέλεση και αθροιστικά με αυτή μπορεί να γίνει έμμεση εκτέλεση κατά το ισχύον δίκαιο. αν και με ποιο τρόπο.Δ.. η έμμεση εκτέλεση με απειλή ποινών κ. ή την παράλειψη ή ανοχή πράξεων21.§ 378 – Εκτέλεση για απόδοση ή παράδοση ακινήτων πραγμάτων 341 γενέστερο δίκαιο.λπ. δηλαδή.λπ. του 1880. ως προς αυτά πιο κάτω § 384. ΙΙΙ) Άμεση και έμμεση εκτέλεση σε περίπτωση αποδόσεως ή παραδόσεως ακινήτων με βάση άλλους εκτελεστούς τίτλους. και έμμεσης εκτελέσεως.λπ. Το προγενέστερο δίκαιο πρόβλεπε με ρητές διατάξεις20 τη δυνατότητα της διεξαγωγής ή ενέργειας. αν ήθελε να αρνηθεί την απόδοση ή για κάθε διατάραξη. 3. 880 εδ. γεννιέται το ζήτημα. Τότε. των δουλειών. . δεν είναι (νομικά) δυνατή με αυτούς. εκτός από δικαστικές αποφάσεις. που έχει έννομο συμφέρον. που δεν μπορούν να γίνουν από τρίτο εκτός από τον υπόχρεο. οι οποίες επιβάλλουν ή διατάσσουν την επιχείρηση πράξεων. 323. Β) Αντίθετα. ενδε20. της νομής κ. αλλά και με άλλους εκτελεστούς τίτλους. ότι παρόμοιες διατάξεις ή ρήτρες μπορούν να περιληφθούν στην απόφαση που διατάσσει (την) απόδοση ή παράδοση ακινήτου στις περιπτώσεις που υπάρχει σχετική διάταξη ουσιαστικού δικαίου σε συνδυασμό με εκείνη που προβλέπει την παροχή έννομης προστασίας. του δικαιούχου. ΙΙ) Έμμεση εκτέλεση. θα μπορούσε να λεχθεί. Αλλιώς έχει το πράγμα. ότι με την απόφαση που διατάσσει την απόδοση ή την παράδοση του ακινήτου απαγορεύεται κάθε διατάραξη με απειλή χρηματικής ποινής υπέρ του δικαιούχου. 21.Δ. Αυτό μπορεί να λεχθεί ως προς τις αποφάσεις που εκδίδονται σχετικά με αγωγές για την προστασία της κυριότητας. εφαρμόζεται όχι μόνο σε περίπτωση εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων. τον παραπάνω εκτελεστό τίτλο. Γ) Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί.. εφόσον διατυπώνεται με την αγωγή ή την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση ή τα ένδικα μέσα σχετική αίτηση. IV) Αναπληρωματική ή υποκατάστατη εκτέλεση. όταν προσβάλλεται κ. Πολ.Ε. α΄· Σχ.342 § 379 – Εκτέλεση για απόδοση ή παράδοση πλοίων ή αεροσκαφών χομένως δε κάτω από τις παραπάνω προϋποθέσεις και με την έμμεση εκτέλεση. Α) Από την παραπομπή της παραπάνω διατάξεως [944 (1006)] στους ορισμούς του άρθρ. Πολ. α΄· Α. 1071 εδ. Πολ. ότι πρέπει να πρόκειται για πλοία με την έννοια του ΚΙΝΔ ή για αεροσκάφη με την έννοια της νομοθεσίας για την πολιτική αεροπορία. ΚΠολΔ 944 (1006) εδ. ότι οι διατάξεις του άρθρ. μπορεί να γίνει άμεση ή φυσική (αναγκαστική) εκτέλεση ή έμμεση. την παροχή αποζημιώσεως σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου. υπάρχει πάντοτε το δικαίωμα του δανειστού να ζητήσει από τον οφειλέτη κ. 943 (1005) σχετικά με την αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων για την απόδοση ακινήτου εφαρμόζονται και σε περίπτωση πλοίων και αεροσκαφών.Δ Σ.Ε. 1006 εδ. και πιο κάτω § 385. Γενικές Παρατηρήσεις. 24. Α. Τίτλος Πέμπτος Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την απόδοση ή παράδοση πλοίων ή αεροσκαφών § 379 Ι) Εισαγωγή. Β) Εξομοιώνει δηλαδή από αυτή την άποψη και την πλευρά ο νόμος τα πλοία και τα αεροσκάφη με τα ακίνητα.Ε.λπ. που έχουν αντικείμενο την απόδοση ή παράδοση πλοίων ή αεροσκαφών. Γ) Ειδικά ορίζεται. 1071 εδ. Α) Ο ΚΠολΔ23 ορίζει. Γ) Εννοείται. 22. όσα εκτέθηκαν παραπάνω αντίστοιχα για τα ακίνητα. 23. ή στον διοικητή του αερολιμένα. λόγω της μη συμμορφώσεως του τελευταίου με το περιεχόμενο του εκτελεστού τίτλου ή και λόγω της ματαιώσεως ή της δυσχεράνσεως της άμεσης ή φυσικής εκτελέσεως αυτού. Βλ.Ε. . προκειμένου για την απόδοση ή παράδοση πλοίων ή αεροσκαφών. β΄. 1075.Δ. ΚΠολΔ 948 (1010)· Σχ. όπου είναι ελλιμενισμένο το πλοίο. Σ. 1006 εδ. ΚΠολΔ 944 (1006) εδ. εάν επήλθε. αν πρόκειται για αεροσκάφος24. Β) Γενικά εφαρμόζονται στις ειδικές αυτές περιπτώσεις της εκτελέσεως.Ε.Δ Σ. ΙΙ) Η ειδικότερη ρύθμιση.Ε. ζημιά στον δανειστή22. β΄ Α. β΄ Σχ. υποκατάστατη ή αναπληρωματική εκτέλεση. 1010. 943 (1005) ΚΠολΔ συνάγεται ότι και. ότι η έκθεση (αναγκαστικής) εκτελέσεως (πρέπει να) κοινοποιείται αμελλητί ανάλογα στον λιμενάρχη του λιμένα. α΄. προκειμένου για απαιτήσεις. Γ) Ο ΚΠολΔ ρυθμίζει. Πολ.χ. Για τις περιπτώσεις αυτές ο ΚΠολΔ1 ορίζει ότι. η κατασκευή μιας εικόνας. 1007 § 1. 1072 § 1 Α.λπ. τότε γίνεται αναπληρωματική εκτέλεση. αν αρνηθεί ή αδρανήσει ο οφειλέτης. Τίτλος Δεύτερος Αναγκαστική εκτέλεση σχετικά με υλικές πράξεις επιδεκτικές ενέργειας και από άλλον εκτός από τον υπόχρεο § 381 Ι) Οι κανόνες που ισχύουν.Ε.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 380 Α) Με τον εκτελεστό τίτλο είναι δυνατό να αναγνωρίζεται και να επιβάλλεται σε ορισμένο πρόσωπο ή σε ομάδα προσώπων η υποχρέωση ενέργειας ή επιχειρήσεως ορισμένης πράξεως. Πρώτα γίνεται λόγος για αναγκαστική εκτέλεση προκειμένου για την υποχρέωση ενέργειας υλικών πράξεων και στη συνέχεια εξετάζονται όσα αφορούν στην καταδίκη σε επιχείρηση νομικών πράξεων.Δ Σ. ανάλογα με την φύση της πράξεως που πρέπει να επιχειρηθεί από τον υπόχρεο και ιδιαίτερα τη δυνατότητα της ενέργειας από μόνο τον υπόχρεο ή και από άλλο πρόσωπο. εκτός από τον οφειλέτη. π. . είναι η μεταφορά ποσότητας εμπορευμάτων από ένα τόπο σε κάποιον άλλο τόπο κ. τον τρόπο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Β) Η πράξη που πρέπει να επιχειρηθεί μπορεί να είναι υλικής ή νομικής φύσεως. όπως και το προγενέστερο δίκαιο.. ΙΙ) Ειδικότερα θέματα. ο δανειστής έχει δικαίωμα να επιχειρήσει την πράξη με δαπάνη του οφειλέτη». η κατασκευή μιας οικοδομής. με πρωτοβουλία του δανειστή με 1. ΚΠολΔ 945 (1007) § 1 Σχ.χ. όπως λ.λπ. Α) Στις περιπτώσεις που η πράξη μπορεί να ενεργηθεί και από άλλον. αν «ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να ενεργήσει πράξη που μπορεί να γίνει και από τρίτο πρόσωπο. η διεξαγωγή μιας παραστάσεως κ.Ε. αλλά διατηρείται. 3. Συνεπώς. κατά την οποία δεν θίγεται. Τίτλος Τρίτος Αναγκαστική εκτέλεση σχετικά με υλικές πράξεις ανεπίδεκτες εκτελέσεως από τρίτο* § 382 *Ειδική βιβλιογραφία: Κ.Δ Σ. δεν επηρεάζει το δικαίωμα του δανειστή να απαιτήσει ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που επιδικάστηκε. αποζημίωση από τον οφειλέτη. μπορεί να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η διάταξη του άρθρ. β΄ Α. ΚΠολΔ 945 (1007) § 2 εδ. κρίνεται με βάση τη φύση κάθε πράξεως. καταδικάζοντας τον οφειλέτη στην πράξη της παρ. Πολ.344 § 381 – Εκτέλεση για επιχείρηση υλικών πράξεων επιδεκτικών ενέργειας και από άλλον άλλο μεταφορέα και με δαπάνη του οφειλέτη. 1007 § 2 εδ.Ε. που να μπορεί να γίνει και από τρίτο (εκτός από τον οφειλέτη). ενώ πρέπει να ελέγχεται η παράλειψη της διαπιστώσεως αυτής ενόψει όλων όσων εκτέθηκαν. Πολ. Το ζήτημα. ότι το «δικαστήριο. .Δ Σ. Γ) Αυτός όμως ο προσδιορισμός της προκαταβολικής δαπάνης που απαιτείται για την επιχείρηση της πράξεως. αν το ζητήσει ο δανειστής. έτσι που η απαίτηση μετατρέπεται σε χρηματική και εισπράττεται σύμφωνα με όσα ισχύουν ως προς την εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων και θα εκτεθούν παρακάτω. ΚΠολΔ 945 (1007) § 2 εδ. υπό τον όρο ότι ο οφειλέτης δεν θα εκπληρώσει την υποχρέωσή του να ενεργήσει την πράξη». κάτω από τις προϋποθέσεις και τις απαιτήσεις του κοινού δικαίου. αν η δαπάνη για την επιχείρηση της πράξεως ήταν μεγαλύτερη. με προσφυγή στην τακτική ή γενική διαδικασία. ο δανειστής έχει και τίτλο να εισπράξει προκαταβολικά την δαπάνη. των αντιλήψεων που επικρατούν γενικά ή τοπικά στις συναλλαγές. 1007 § 2 εδ. αν θα υφίστατο περαιτέρω ζημιά λόγω της μη εκπληρώσεως από τον τελευταίο των υποχρεώσεων αυτού. 1072 § 2 εδ. που απαιτείται. 1 μπορεί. να τον καταδικάσει ταυτόχρονα να προκαταβάλει το ποσό της δαπάνης για να επιχειρηθεί η πράξη από τον δανειστή. 1072 § 2 εδ. α΄. Σχετικά ο ΚΠολΔ2 ορίζει.λπ. α΄ Σχ.Ε. Δ) Εννοείται. β΄ Σχ. σύμφωνα με ρητή διάταξη του ΚΠολΔ3. αν η πράξη που πρέπει να επιχειρηθεί ή να ενεργηθεί είναι τέτοιας φύσεως.Ε. το δικαίωμα του δανειστή να απαιτήσει. Κουτουρίση: Προϋποθέσεις διά την εκτέλεσιν της αποφά2. των συγκεκριμένων συνθηκών. με τον παραπάνω όρο. Ι. δηλαδή να μην εκπληρώσει ο οφειλέτης την υποχρέωσή του. η σχετική κρίση δεν μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά. Β) Η πράξη κάτω από τις παραπάνω προϋποθέσεις επιχειρείται από τρίτο. της συγκεκριμένης συμφωνίας δανειστή και οφειλέτη κ. β΄. των διδαγμάτων της κοινής πείρας. 948 (1010) ΚΠολΔ που ήδη επανειλημμένα μνημονεύτηκε. α΄ Α. που εκλέγεται από τον επισπεύδοντα (την εκτέλεση) και αμείβεται με δαπάνη του οφειλέτη. ότι ανεξάρτητα από όλα τα παραπάνω.Ε. Έτσι. η εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου από καλλιτέχνη φήμης κ. εφόσον συγχρόνως με την απειλή 4. η δε προσωπική κράτηση εκτελείται αμέσως μόλις παρέλθει η προθεσμία που τάχθηκε από αυτόν που επισπεύδει (την εκτέλεση) ή η σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας εύλογη προθεσμία. Γ) Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη. το δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν την εκτελέσει τον καταδικάζει αυτεπαγγέλτως σε χρηματική ποινή έως πενήντα χιλιάδες (50. 1073 § 1 Α.Ι. . που πρέπει να επιχειρηθεί. Μόνο όταν εκείνος. ΚΠολΔ 946 (1008) § 1 (όπως τροποποιήθηκε με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 52 Ν. Β) Το βάρος της επικλήσεως και ενδεχομένως της αποδείξεως του πραγματικού ισχυρισμού. Για τις περιπτώσεις αυτές ο ΚΠολΔ4 ορίζει τα ακόλουθα: «Αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη. von Duldungen und Unterlassungen (1970)· Mübler Werner: Das Verhältniss der Herausgabe zur Handlungsvollstreckung (Διδακτορική διατριβή Πανεπιστημίου Τυβίγγης. 3994/2011)˙ Σχ. κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση. 946 ΚΠολΔΧ.Ε. δεν μπορεί να γίνει από τρίτο. αν η πράξη που πρέπει να επιχειρηθεί δεν μπορεί να γίνει από τρίτο. που εκδίδεται μετά από αίτηση του δανειστή.λπ.Δ Σ. δι' ης επεβλήθη χρηματική ποινή άρθρ. Για την είσπραξη της χρηματικής ποινής που κατέπεσε. οφείλει να αποδείξει τον ισχυρισμό του αυτό. Οι ποινές αυτές μπορούν να απειληθούν είτε με την αρχική απόφαση είτε και με μεταγενέστερη.000) ευρώ υπέρ του δανειστή και σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος». ανακόπτοντας αυτή.§ 382 – Εκτέλεση για επιχείρηση υλικών πράξεων ανεπίδεκτων εκτελέσεως από τρίτο 345 σεως. ισχυρίζεται. 1008 § 1. μετά την επίδοση αντιγράφου από απόγραφο του εκτελεστού τίτλου με επιταγή για εκτέλεση με βάση την καταδικαστική απόφαση. και η μεν χρηματική ποινή καταπίπτει. Zieros H. ότι η πράξη. αλλά μόνο από τον οφειλέτη και η εκτέλεση από αυτόν εξαρτάται μόνο από την θέλησή του.Ε. δηλαδή απειλείται κατά του οφειλέτη χρηματική ποινή μέχρι του ποσού των πενήντα χιλιάδων (50. Α) Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται. ΙΙ) Τα ειδικότερα θέματα.000) ευρώ και προσωπική κράτηση μέχρι ενός έτους. Ι) Εισαγωγή. η κατασκευή αγάλματος από αναγνωρισμένο γλύπτη. Πολ.: Grundfragen der Zwangsvollstreckung zur Erwirkung von unvertretbaren Handlungen. όπως είναι η φιλοτέχνηση προσωπογραφίας από διάσημο ζωγράφο. 1977). 675. στις περιπτώσεις αυτές γίνεται έμμεση εκτέλεση κατά του οφειλέτου. ότι συνέβη μεταγενέστερο γεγονός που αναιρεί τα παραπάνω. όπως προκύπτει από την φύση των πραγμάτων ή κατά την αντίληψη των συναλλαγών ή την πρόθεση των ενδιαφερομένων που εκδηλώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο. φέρει αρχικά εκείνος που επισπεύδει (την εκτέλεση). μετά από αγωγή τον επισπεύδοντα (την εκτέλεση). πρέπει να εκδοθεί. ότι συνήθως είναι πολύ δύσκολη η χάραξη και ο διαχωρισμός των παραπάνω ορίων. Ράμμου . Είναι βέβαια αλήθεια.346 § 382 – Εκτέλεση για επιχείρηση υλικών πράξεων ανεπίδεκτων εκτελέσεως από τρίτο δεν έχει απαγγελθεί και καταδίκη και με την προϋπόθεση ότι δεν επιχειρήθηκε η πράξη. Το ζήτημα είχε ανακύψει ήδη στα πλαίσια του προγενέστερου δικαίου και μπορεί να λεχθεί. ή β) απαιτείται δαπάνη χρημάτων. Δ) Κατ' εξαίρεση. καλλιτεχνών κ. όταν η πράξη συνίσταται στην αποκατάσταση της έγγαμης συμβιώσεως ή εξαρτάται από την ύπαρξη στο πρόσωπο του υποχρέου ιδιαίτερων προϋποθέσεων για να ασκήσει τις τεχνικές. αν η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση που υπάρχει σύμφωνα με το νόμο για την αποκατάσταση της έγγαμης συμβιώσεως μπορεί να έχει και άλλες νόμιμες συνέπειες. β) Η δεύτερη. ΚΠολΔ 946 (1008) § 1 Σχ. όταν πρόκειται για υποχρέωση αποκαταστάσεως της έγγαμης συμβιώσεως. Κρίθηκε – και ορθώς κατά την άποψη του Γ. εξάλλου. 6. και την αδυναμία ή την πολύ μεγάλη δυσκολία. να εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί. π. οφείλεται και επιβάλλεται. Πολ. 1073 § 1 Α. εκτός αν πρόκειται για δημόσιο υπάλληλο και η σύμπραξη αυτού ανάγεται στον κύκλο των καθηκόντων του και συνεπώς επιβάλλεται. Ε) Η παραπάνω έμμεση εκτέλεση δεν μπορεί ή τουλάχιστον δεν είναι εύκολο να εφαρμοστεί. σε συνδυασμό με την έλλειψη δυστροπίας και κακής πίστεως.λπ. εκτός αν ο δικαιούχος που επέσπευσε (την εκτέλεση) καταβάλει ή προσφέρεται έμπρακτα στην καταβολή αυτής. στην προσωπικότητα επιστημόνων. το οποίο αρνείται να συνδράμει. εξαίρεση της μη εφαρμογής των εξαναγκαστικών μέσων που συνιστούν την έμμεση εκτέλεση έχει την δικαιολογία της στο σεβασμό. Πρβλ. οι παραπάνω διατάξεις δεν εφαρμόζονται.ότι η προέχουσα ηθική φύση της έγγαμης συμβιώσεως και η νομική και κοινωνική σημασία της είναι ασυμβίβαστη με τον ψυχολογικό εξαναγκασμό που επιδιώκεται και ενδεχομένως επιτυγχάνεται με την απειλή και εφαρμογή των παραπάνω ποινών6. να επηρεάσει την υποχρέωση διατροφής ή να αποτελέσει λόγο διαζυγίου λόγω υπαίτιου κλονισμού της σχέσεως του γάμου ή ενδεχομένως και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις λόγω κακόβουλης εγκαταλείψεως του ή και της συζύγου κ.Ε. καλλιτεχνικές ή επιστημονικές ικανότητές του και η άρνησή του δεν οφείλεται σε δυστροπία του5. δεν αποκλείεται σε όλες τις παραπάνω περι5.Ε. ότι κρατούσε η άποψη που υιοθετείται τώρα ρητά από τον ΚΠολΔ. . ειδικότερα πιο κάτω § 389. Αλλά πάντως η προσεκτική κάθε φορά διάκριση αφήνεται στη λογική κρίση του δικαστή.χ. που διαπιστώνεται. ΣΤ) Οπωσδήποτε. όταν για την επιχείρηση της σχετικής πράξεως α) απαιτείται η σύμπραξη και τρίτου προσώπου.λπ. που μέχρις ορισμένου σημείου. 1008 § 2. Διαφορετικό είναι το ζήτημα.Δ Σ. νέα απόφαση που να επιβάλει την ποινή που απειλήθηκε και να επιδικάζει αυτήν στον ενάγοντα. α) Η παραπάνω έμμεση εκτέλεση δεν μπορεί αρχικά να εφαρμοστεί. Ε.: Probleme bei der Anwendung der Fiktion von Willenserklärung in der Zwangsvollstrekkung (1977)· Αθ. 215 επ. Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ. εμφανίζεται. Kipp: Die Verurteilung zur Abgabe von Willenserklärung (1893)· Nitsch Otto Kerl: Das Urteil auf Abgabe einer Willenserklärung (1965)· Pantaleon E. V § 1003α σ. 327 της ΚρητΠολΔ του 1880 και προστέθηκε και στα δύο διάταξη που όριζε τα ακόλουθα: «Καταδικασθέντος τινός εις εκχώρησιν αξιώσεως ή τέλεσιν δικαιοπραξίας. Θεσσαλονίκη. σ. Α) Όπως σημειώθηκε και παραπάνω.· Glasson-Tissier-Morel-Ράμμου: Σύστ. Τίτλος Τέταρτος Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την επιχείρηση νομικών πράξεων. όταν ο νόμος επιβάλλει την υποχρεωτική πρόσληψη υπαλλήλου ή εργάτη (όπως συνέβαινε και συμβαίνει καμία φορά).χ. 1989.§ 383 – Καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως 347 πτώσεις της εφαρμογής ή της κατ' εξαίρεση μη εφαρμογής της έμμεσης εκτελέσεως. 948 (1010) ΚΠολΔ που επανειλημμένα έχει αναφερθεί7. ΚΒ 158 επ.Δ. Ρακτιβάν: Περί προκαταρκτικών συμβάσεων (1888)· Th. και τις εκεί παραπομπές· Κ. στοιχ. Πολ. Η δεύτερη περίπτωση συντρέχει. 129 στο κείμενο και υποσημ. η αναπληρωματική ή υποκατάστατη εκτέλεση. 484/1947 το άρθρ. Μπαλή: Καταδίκη εις τέλεσιν δικαιοπραξίας Θεμ. Καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως* § 383 *Ειδική βιβλιογραφία: Γ.λπ. 4 του ν. ΓΦΝΔ/1910 (άρθρ. . 22. σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρ. Στις περιπτώσεις αυτές γεννιέται το ζήτημα. μισθώσεως (σε περίπτωση ενοικιοστάσιου ή επαγγελματικής στέγης) κ. Γ) Με το Ν. αν και κάτω από ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται (ο) εξαναγκασμός για την επιχείρηση των πράξεων τούτων και πώς αυτός πραγματοποιείται. Β) Αρχικά ούτε η ΠολΔ του 1834 ούτε η ΚρητΠολΔ του 1880 περιελάμβαναν σχετικές διατάξεις. § 378. Ποδηματά. και παραπ.δ. 882 της ΠολΔ του 1834 και αργότερα με το άρθρ. IV σελ. Συνεπώς. η εκχώρησις ή τέλεσις λογίζεται αυτοδι7. μπορεί να υπάρχει υποχρέωση επιχειρήσεως μιας νομικής πράξεως. 1) τροποποιήθηκαν αρχικά το άρθρ. τ. 166 Α. Βλ. Το πρώτο π. Ι) Γενικές εισαγωγικές παρατηρήσεις. δηλαδή την υποχρεωτική σύναψη συμβάσεως εργασίας.. III. μόνο οι διατάξεις σχετικά με την αναγκαστική εκτέλεση υποχρεώσεων για επιχείρηση υλικών πράξεων μπορούσαν (αν μπορούσαν) ενδεχομένως και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να εφαρμοστούν στις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν. Κρητικού: Το προσύμφωνον (1980).Κ. είτε επειδή επιβάλλεται από το νόμο είτε επειδή έχει αναληφθεί συμβατικά. όταν συνάπτεται προσύμφωνο ή προσύμβαση κατά το άρθρ. και μάλιστα δικαιοπραξίας. 28 επ. και στο: Μελέται του Αστικού Δικαίου Βα έκδ. που στηριζόταν στη γραμματική ερμηνεία της παραπάνω διατάξεως. που ανταποκρινόταν στον σκοπό του νόμου. ότι η καταδικαστική απόφαση αναπληρώνει μόνο την δήλωση βου8. στο άρθρ. Ράμμου πιο σωστή τόσο de lege lata όσο και de lege ferenda έπρεπε να θεωρείται η δεύτερη άποψη. ότι επέρχεται αυτοδικαίως με την τελεσιδικία της καταδικαστικής αποφάσεως – είναι μόνο εκείνη που λείπει και επιβάλλεται σύμφωνα με το νόμο κ.348 § 383 – Καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως καίως γενομένη άμα τη τελεσιδικία της αποφάσεως». αν εκπληρωνόταν η υποχρέωση που επιβαλλόταν από τον νόμο ή από την ιδιωτική βούληση. Β) Όταν ίσχυε το προγενέστερο δίκαιο. Κατά την άποψη του Γ. 1192 αριθ. Γ) Ο ΚΠολΔ. να γίνει. η καταδίκη και η δήλωση βουλήσεως του υποχρέου – που κατά πλάσμα δικαίου θεωρείται. β) Κατά άλλη άποψη. όπως αναφέρθηκε. η δήλωση αυτή θεωρείται ότι έγινε μόλις η απόφαση καταστεί τελεσίδικη.Δ. η οποία διέφερε από το πρότυπό της που αναφέρθηκε πιο πάνω. Α) Ο νόμος δημιουργεί εδώ πλάσμα (νομικό).λπ. λόγω της διατυπώσεως της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 1 Ν.Ε.Δ. Η πρώτη γνώμη υπερακόντιζε τον παραπάνω σκοπό του νόμου και δεν είχε επαρκή δικαιολογία και από νομοθετική άποψη. γιατί κανείς λόγος δεν συνέτρεχε ή συντρέχει να δοθεί τέτοιας εκτάσεως ισχύς στη νομοθετική μεταβολή. . εν γνώσει της αμφισβητήσεως που υπήρχε προγενέστερα και για να την άρει ή να την προλάβει.Ε. τη διατύπωση του προτύπου και κάνει λόγο. ΚΠολΔ 949 (1011) Σχ. λήφθηκε η διάταξη του δικού μας νόμου. όπως αναφέρθηκε. Κατά τον ΚΠολΔ8 όταν κάποιος καταδικάζεται σε δήλωση βουλήσεως. η οποία επιβάλλει ή καταδικάζει σε επιχείρηση της συγκεκριμένης νομικής πράξεως.. που είχε αφετηρία τη σχετική διάταξη της Γερμανικής Πολ. από την οποία. α) Σύμφωνα με μια άποψη.Κ. 1071 Α. 1011. σωστό είναι και πρέπει να γίνεται δεκτό. ΓΦΝΔ/1910. η καταδικαστική απόφαση αναπληρώνει την τέλεση της δικαιοπραξίας γενικά. Σ. η δήλωση βουλήσεως θεωρείται ότι έγινε από τη στιγμή που εκπληρώθηκε η αντιπαροχή ή επήλθε υπερημερία αποδοχής της. αμφισβητείτο ζωηρά στην επιστήμη και στη νομολογία το ζήτημα. Αν η καταδίκη σε δήλωση βούλησης εξαρτήθηκε από αντιπαροχή. τι αναπληρώνει η καταδικαστική απόφαση και τι αντικαθιστά ή υποκαθιστά το νομικό πλάσμα που παράγεται μόλις η απόφαση αυτή τελεσιδικήσει. νομίζουμε. που επέρχεται ή παράγεται μόλις γίνει τελεσίδικη η απόφαση. 4). ο οποίος απέβλεπε στο να επιτύχει το αποτέλεσμα που θα επερχόταν. Δ) Τη διάταξη αυτή. ΙΙ) Το σύστημα του δικαίου που ισχύει. υιοθέτησε και σωστά. για καταδίκη «σε δήλωση βουλήσεως» (την οποία διατύπωση είχε προηγουμένως χρησιμοποιήσει και ο Α. όπως στη συνέχεια αναφέρεται και αναπτύσσεται. η οποία είχε ληφθεί από την παρ. 894 της Γερμανικής ΠολΔ επανέλαβε με μερικές μεταβολές και ο ΚΠολΔ. Με βάση τις δύο παραπάνω διατάξεις που ισχύουν σήμερα. Πολ. και 996 Πολ. σύμφωνα με μια άποψη. Ε) Πάντως εξαιρούνται οι περιπτώσεις εκείνες. Από όσα εκτέθηκαν συνάγεται με σαφήνεια ποια είναι η θεωρητική και πρακτική σημασία της αποδοχής της μιας ή της άλλης από τις λύσεις που μνημονεύτηκαν παραπάνω. έστω και για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις. αλλά και ενσωματώνει τούτο.λπ.χ. Έτσι.λπ. αλλά εφαρμόζονται οι διατάξεις που αναφέρονται παραπάνω για την αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων που καταδικάζουν σε επιχείρηση πράξεως.λπ. αν καταδικάστηκε κάποιος σε έκδοση. 963. 1-3. και Α.λπ. την αποδοχή του άλλου ή των άλλων δικαιοπρακτούντων. την ενέργεια του υποχρέου. Επομένως. του 1880 – σχετικά με την απαγόρευση διαθέσεως του περιουσιακού αντικειμένου που κατασχέθηκε ή του άρθρου 42 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν.Δ του 1834. Για την επίτευξη του σκοπού που επιδιωκόταν δεν υπήρχε λόγος να τροποποιηθούν.λπ. 1.. Βλ. αποδοχή. η τήρηση των οποίων απαιτείται κάθε φορά για την επίτευξη των ειδικότερων εννόμων συνεπειών που επιδιώκονται. 1025 (1088) παρ. π. 166 κ. αποδοχή κ. την απαγόρευση διαθέσεως ή απαλλοτριώσεως κ. 342 και 372 Κρητ. 3588/2007). Νόμου (του οποίου το 9. παραπ. συναλλαγματικής. δεν ισχύουν εδώ οι περιορισμοί του ισχύοντος δικαίου που αφορούν τη δήλωση βουλήσεως. που αντιστοιχεί στις προϊσχύσασες ρυθμίσεις των 537 (449) και 539 του Εμπ. 926. 1.λπ. ανεξάρτητα από τη θέληση του υποχρέου.§ 383 – Καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως 349 λήσεως του υπόχρεου που λείπει και επιβάλλεται από το νόμο ή την ιδιωτική θέληση κ. οπότε ή η αναγκαστική εκτέλεση ενεργείται κατά τις άλλες διατάξεις. το αποτέλεσμα που θεσπίζεται από το νόμο επέρχεται ή θεωρείται ότι επέρχεται κατά νομικό πλάσμα.Δ. για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω.Πολ. 2-3 ΚΠολΔ – που αντιστοιχούν στις προϊσχύσασες ρυθμίσεις των άρθρων 890. την μεταγραφή κ. 958 (1022) παρ. η τελεσιδικία της αποφάσεως δεν επιφέρει αυτοδικαίως την παραπάνω έκδοση. 158. 369 ΑΚ9 κ. Βλ.λπ. η οποία εξαρτάται αποκλειστικά από τη θέληση εκείνου που καταδικάστηκε10 κ. Δ) Η δήλωση βουλήσεως του υπόχρεου που χωρεί κατά πλάσμα του νόμου με την τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση θεωρείται ότι επήλθε σε κάθε περίπτωση. 984 (1048) παρ. § 382. όπως συμβαίνει στα χρηματόγραφα. έστω και αν σύμφωνα με το νόμο απαιτείται ως συστατικός τύπος (ad solemnitatem) η σύνταξη εγγράφου. και όχι τις υπόλοιπες δηλώσεις των ενδιαφερομένων ούτε και τις υπόλοιπες διατυπώσεις. γραμματίου σε διαταγή. στις οποίες το έγγραφο δεν αποδεικνύει απλά την κτήση και την ύπαρξη του δικαιώματος. όπως στις περιπτώσεις του άρθρ.Κ. 10. 997 (1061) παρ.λπ. όπως είναι αυτοί που διατυπώνονται από τα άρθρ. αξιόγραφα ή τίτλους σε διαταγή ή στον κομιστή. ΣΤ) Όπως αναφέρθηκε παραπάνω. .. οι σχετικοί με τα παραπάνω θέματα ορισμοί του κοινού και του ουσιαστικού δικαίου. οπισθογράφηση κ. .. που καταδικάζει σε δήλωση βουλήσεως κ. όπως αναφέρεται παρακάτω. βίας. αν η δήλωση βουλήσεως. σχετικά παραπ. Έτσι. αν μπορεί να εφαρμοστεί η παραπάνω διάταξη σχετικά με τις παραδοτικές. μετά την γνωστοποίηση της κατασχέσεως η διάθεση αυτού από εκείνον. Ι § 201. ΙΑ) Η δήλωση βουλήσεως κ. με την καταδικαστική απόφαση. Ι) Η απόφαση. δηλαδή εκείνες τις δικαιοπραξίες που καταρτίζονται – κατά τη λατινική ορολογία – re. Συνεπώς. κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση. Η) Εάν για την παραγωγή των εννόμων συνεπειών της δηλώσεως βουλήσεως κ. Οι δύο πρώτες εκδηλώσεις θεωρούνται. το οποίο θα προέκυπτε. που συντελέστηκε κατά πλάσμα του νόμου. θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της επελεύσεως του γεγονότος και της νομικής συνέπειας. τ. .λπ. καταργήθηκε με το άρθρο 181 του ως άνω Ν. από 11. θεωρείται ότι επήλθε και έναντι των τρίτων.λπ. μόλις τελεσιδικήσει η απόφαση. όπως και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. που επιβάλλονται για την επιχείρηση της πράξεως κλπ. ενώ τα υποκειμενικά όρια της ισχύος και της δεσμεύσεως καθορίζονται από τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου κ.λπ. κατά την εποχή εκείνη. όπως αποκαλούνται. Σύμφωνα με άλλη άποψη αντίθετα. τα κωλύματα του νόμου. πρέπει αυτές να τηρούνται. δηλαδή με την παράδοση ορισμένου πράγματος. δεν μπορεί να προσβληθεί λόγω πλάνης. κατά την ίδια άποψη. έχει δηλαδή δημιουργικό ή συστατικό χαρακτήρα11. ανήκει στην κατηγορία των διαπλαστικών ή διαμορφωτικών αποφάσεων. 3588/2007). που θεωρείται ότι επέρχεται κατά πλάσμα του νόμου με την τελεσιδικία της καταδικαστικής αποφάσεως. μολονότι σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις απαγορεύεται. και αν πριν από την τελεσιδικία της αποφάσεως κατασχέθηκε το πράγμα. που λείπει και αναπληρώνεται με αυτή. αν γινόταν η δήλωση βουλήσεως του υποχρέου. δόλου ή ανικανότητας του υποχρέου ή λόγω μη τηρήσεως άλλων διατυπώσεων του νόμου. ότι επήλθαν έναντι και των τρίτων. η δικαστική απόφαση μπορεί να επιφέρει μόνο το νόμιμο αποτέλεσμα. Και εδώ.. απαιτείται σύμφωνα με το νόμο και η τήρηση κάποιων άλλων διατυπώσεων. άρθρα 525 έως 707. δεν παύουν να υπάρχουν και να ισχύουν και στην περίπτωση της δηλώσεως (της) βουλήσεως που θεωρείται ότι γίνεται κατά πλάσμα του νόμου με την τελεσιδικία της αποφάσεως. Θ) Αμφισβητούμενο ήταν επίσης και το ζήτημα. θεωρείται ότι έγινε έγκυρα η δήλωση κ. σε δήλωση πωλήσεως του οποίου καταδικάστηκε ο εναγόμενος. όπως αναφέρθηκε.λπ.λπ. καθώς και της υποχρεωτικής ή δεσμευτικής ισχύος αυτού. συμβάσεις. Ζ) Στα πλαίσια του προγενέστερου δικαίου αμφισβητείτο και δεν αποκλείεται να γεννηθεί και στο ισχύον δίκαιο το ζήτημα. Βλ.§ 383 – Καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως 350 τρίτο βιβλίο. που θα εμπόδιζαν την παραγωγή ορισμένων εννόμων συνεπειών της πραγματικής δηλώσεως βουλήσεως του υποχρέου. καθόσον δεν ανα-πληρώνονται. που κάθε φορά εφαρμόζονται. : Die Unterlasungsvollstreckung (1969)· Hein W. Βλ. Άλλο βέβαια είναι το ζήτημα. αν η δήλωση βουλήσεως που θεωρείται. δεν πρόκειται για τέτοια εκτέλεση. Επομένως.λπ. να ενωθεί και αγωγή για καταδίκη σε εκτέλεση της δικαιοπραξίας. ΙΔ) Γεννήθηκε το ζήτημα. η οποία καταρτίζεται με τη δήλωση που γίνεται κατά νομικό πλάσμα12 κ. το οποίο πηγάζει από την τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση. σχετικά παραπ. με βάση την οποία ασκήθηκε η αγωγή και επήλθε η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως. μπορεί να προσβληθεί έγκαιρα για κάποιον από τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω.λπ. ενόψει του άρθρ. αρχικά τουλάχιστο. ΙΓ) Όμοια. θα πρέπει να αντιμετωπίζεται βασικά και κάθε άλλο ειδικό θέμα που σχετίζεται περισσότερο ή λιγότερο με το παραπάνω νομικό πλάσμα. κ. δηλαδή το προσύμφωνο. λόγω του ιδιάζοντος περιεχομένου της παραπάνω αποφάσεως. ιδίως ως προς την ανάγκη ή μη της τηρήσεως των διατυπώσεων της αναγκαστικής εκτελέσεως. ζήτημα το οποίο. ότι η παραπάνω απόφαση αναπληρώνει την τέλεση της δικαιοπραξίας γενικά. ΙΒ) Ζήτημα ανακλήσεως της δηλώσεως βουλήσεως του υποχρέου. Άλλες. Στη κυριολεξία. τ. δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία για το ότι επιτρέπεται με την αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κ.: 12.λπ.· Pastor W. επιβάλλεται η τήρηση της προδικασίας και μάλιστα λήψη απογράφου και επίδοση αντιγράφου με επιταγή. ότι γίνεται κατά πλάσμα του νόμου. πρέπει να λύνεται καταφατικά. . Μάλλον πρέπει να εννοείται ως εκτέλεση με την πιο ευρύτερη έννοια του όρου. αντιπρόσωπό του.§ 384 – Εκτέλεση για παράλειψη ή ανοχή πράξεων 351 αυτόν τον ίδιο τον υπόχρεο ή τον νόμιμο κ. Δελιβάνη (1980) σ. περαιτέρω πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως δεν νοούνται ούτε μπορούν να γίνουν. L. όμως.Κεραμέα: Τιμ. ενέργειες οι οποίες θα πρέπει να γίνονται για την ολοκλήρωση των συνεπειών της τελεσιδικίας. 105 επ. Η απάντηση στο θέμα αυτό έχει θεωρητική και πρακτική σημασία. Τίτλος Πέμπτος Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με την παράλειψη ή ανοχή πράξεων* § 384 *Ειδική βιβλιογραφία: Γνωμοδότηση Μητσοπούλου: ΝοΒ ΚΓ 257· Κ. Τόμ. ΙΣΤ) Κάτω από το πνεύμα που εκτέθηκε παραπάνω και διέπει τα δεδομένα στις περιπτώσεις που εξετάζονται πιο πάνω.. γιατί καλύπτεται το θέμα από τη δύναμη του ουσιαστικού δεδικασμένου. που θεωρείται ότι επήλθε κατά πλάσμα του νόμου. 69 (70) ΚΠολΔ. ΙΕ) Κατά το ισχύον δίκαιο. μόλις τελεσιδικήσει η καταδικαστική απόφαση. αν η προσύμβαση.λπ. δεν μπορεί να προκύψει τέτοιο ζήτημα (και) κατά τη γνώμη που δέχεται. δεν μπορεί να γεννηθεί ή πάντως πρέπει να λύνεται αρνητικά. αποτελεί αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως. Ι §§ 121 και 174. χ. Ι) Οι διατάξεις που εφαρμόζονται. Α) Σε περίπτωση παραβάσεως μίας υποχρεώσεως για παράλειψη ή ανοχή γίνεται (σύμφωνα με όσα αναφέρονται παρακάτω) έμμεση εκτέλεση. για τη περίπτωση που παραβεί την υποχρέωσή του. von Duldungen und Unterlassungen (1970)· Jelinek W. έχει διάρκεια ή συνεχή εμφάνιση. κυκλοφορίας προϊόντων με παραποιημένο σήμα 13.676 (716) ΚΠολΔ (δηλαδή κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών). Σχετικά θα πρέπει να τονιστεί. εφόσον ο ΚΠολΔ δεν περιέχει ειδική διάταξη. απειλεί για κάθε παράβαση χρηματική ποινή έως 100. Η διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί είναι. Πολ.352 § 384 – Εκτέλεση για παράλειψη ή ανοχή πράξεων Duldung der Zwangsvollstreckung (1911)· Zieres H.000 ευρώ υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση έως ένα έτος. απειλείται από το δικαστήριο χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση μέχρι τα όρια που αναφέρονται παραπάνω. 670 (710) .: Grundfragen der Zwangsvollstreckung zur Erwirkung von unvertretbaren Handlungen. όμοια το μονομελές πρωτοδικείο του τόπου της εκτελέσεως που δικάζει όμως κατά τη διαδικασία των άρθρ.Δ. ΚΠολΔ 947 (1009) § 1 (όπως τροποποιήθηκε με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 52 Ν. Σ. 3994/2011)˙ Σχ. αρμόδιο για τη βεβαίωσή της και την απαγγελία της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κρατήσεως είναι. απαγγέλλεται από το μονομελές πρωτοδικείο. όταν ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη. Κατά τον ΚΠολΔ13. μετά από αγωγή ή αίτηση εκείνου που επισπεύδει (την εκτέλεση). ότι δεν είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί παράβαση της παραπάνω υποχρεώσεως. Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται κατά το κοινό δίκαιο. η γενική ή τακτική. που πρέπει να παραλειφθεί αλλά επιχειρείται παρά την απαγόρευση. απαγγέλλεται αυτή με αίτηση του δανειστή από το μονομελές πρωτοδικείο. το δικαστήριο. Το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο να βεβαιώσει την παράβαση και να καταδικάσει στην χρηματική ποινή και στην προσωπική κράτηση. Στην τελευταία περίπτωση. Δ) Γεννήθηκε σχετικά στην πράξη το ζήτημα. Γ) Αν δεν έχει περιληφθεί τέτοια απειλή στην απόφαση που καταδικάζει τον οφειλέτη σε παράλειψη ή ανοχή πράξεως. 1009 § 1. δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 670 έως 676. 1074 § 1 Α.Ε. ποία είναι η έννοια του όρου «για κάθε παράβαση». ιδιαίτερα όταν η πράξη. Β) Αρχικά. με την απόφαση που καταδικάζει τον εναγόμενο σε παράλειψη ή ανοχή πράξεως. Αν η απειλή της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κρατήσεως δεν περιέχεται στην απόφαση. σε περίπτωση πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού. Εάν υπάρξει παράβαση της παραπάνω υποχρεώσεως.: Zwangsvollstreckung zur Erwirkung von Unterlassungen (1974)· Foerster H. . H. ΙΙ) Είδος και διαδικασία εκτελέσεως. όπως π. γιατί δεν πρόκειται για διαφορά κατά την εκτέλεση. που καταδικάζει τον οφειλέτη να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη. όπως θα μπορούσε να υποτεθεί ενόψει της διατάξεως που παρατίθεται πιο πάνω.: Die Unterlassungsklage als Mittel vorbeugenden Schutzes nach Französischem Recht (1970).Ε. το οποίο προέκυψε ήδη όταν ακόμη ίσχυε το προηγούμενο δίκαιο και δεν αποκλείεται να δημιουργηθεί και πάλι. η ενότητα της αποφάσεως. Περαιτέρω. η χρηματική ποινή που απειλήθηκε επιβάλλεται κατά αυτού του οφειλέτη και όχι κατά του νόμιμου αντιπροσώπου. που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλεί ολικά ή εν μέρει απόφαση γι' αυτά. να λαμβάνονται υπόψη οι συνήθειες που επικρατούν. με την οποία απειλήθηκαν οι ποινές αυτές. εάν εξατομικεύεται κάθε παράβαση. υπέρ της οποίας συνηγορεί η σκέψη. 702 (746) ΚΠολΔ. Ράμμο – η δεύτερη άποψη. αν είναι δυνατό. Πιο ορθή κατά το Γ. Είναι προφανής η θεωρητική και πρακτική σημασία αυτής της αμφισβητήσεως. Η) Αν εκείνος. ότι έχει προηγουμένως επιδοθεί αντίγραφο από απόγραφο της αποφάσεως που απειλεί τις ποινές με επιταγή για εκτέλεση.§ 384 – Εκτέλεση για παράλειψη ή ανοχή πράξεων 353 κ. είναι αν η καταδίκη στις ποινές που απειλήθηκαν επιβάλλεται μόνο αν η παράβαση της απαγορεύσεως της αποφάσεως γίνεται με πρόθεση ή και όταν προέρχεται από απλή αμέλεια.λπ. 947 (1009) με τη διάταξη του άρθρ. Διαφορετικό είναι το θέμα της υπάρξεως δικαιώματος αγωγής κατά του τελευταίου. ότι οι παραπάνω ποινές απειλούνται για τον εξαναγκασμό σε συμμόρφωση με τη δικαστική απόφαση και επιβάλλονται για την απείθεια σ' αυτή που διαπιστώνεται στη συνέχεια. είναι πρόσωπο ανίκανο να παραστεί στο δικαστήριο ή νομικό πρόσωπο και η παράβαση της διατάξεως της αποφάσεως. έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Ράμμο θα πρέπει να θεωρείται η πρώτη γνώμη. η απάντηση και στις δυο περιπτώσεις εξαρτάται από το νομικό χαρακτηρισμό των πιο πάνω «ποινών» ως αληθινών ποινών ή ως μέσων εξαναγκασμού εκτελέσεως. κατά του οποίου απαγγέλθηκε η χρηματική ποινή. γίνει από το νόμιμο αντιπρόσωπο. τα διδάγματα της κοινής πείρας κ. κατά την οποία διαφορές που αφορούν την εκτέλεση αποφάσεως. υπέρ της οποίας συνηγορεί η παρατήρηση που σημειώθηκε αμέσως παραπάνω. Ζ) Άλλο ζήτημα. επικυρώθηκε μετά από έφεση ή έγινε με οποιοδήποτε τρόπο τελεσίδικη ή η απόφαση που εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό έγινε κατά νόμιμο τρόπο αμετάκλητη ή και όταν εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε μετά από άσκηση τακτικού ή έκτακτου ένδικου μέσου.λπ. Ε) Πολύ θα συμβάλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος. ενόψει της έννομης σχέσεως που τον συνδέει με εκείνον που τον αντιπροσωπεύει. κ. εάν στην καταδικαστική απόφαση προσδιορίζονται ειδικότερα η έκταση. το είδος και το περιεχόμενο της παραβάσεως και.λπ. Για την απάντηση αυτού του ερωτήματος θα πρέπει να συνεκτιμάται το σύνολο των συγκεκριμένων συνθηκών. Πρόκειται στην περίπτωση αυτή για μια ή για περισσότερες παραβάσεις. Θ) Πάντως προϋπόθεση για την επιβολή των παραπάνω ποινών είναι. που απειλεί τις ποινές. δικάζονται από το δικαστήριο . ΣΤ) Γεννήθηκε ήδη κατά το προγενέστερο δίκαιο το ζήτημα. αν η κατάπτωση της χρηματικής ποινής και η επιβολή της προσωπικής κρατήσεως συντελούνται μόνο αν η απόφαση. Πιο σωστή θα πρέπει να θεωρείται – κατά το Γ. Ι) Ζήτημα γεννήθηκε στην πράξη ως προς το συνδυασμό της παραπάνω διατάξεως του άρθρ. Η αρμοδιότητα και η διαδικασία της εκδικάσεως της σχετική αιτήσεως.Ε. Το ζήτημα περιστρέφεται κυρίως γύρω από το ποια από τις δύο διατάξεις πρέπει να εφαρμοστεί. όπως και η παροχή της εγγυοδοσίας. Ράμμο. πάντοτε μετά από αίτηση εκείνου που επισπεύδει (την εκτέλεση). Πιο σωστή πρέπει να θεωρηθεί. 930 (932). η πρώτη λύση. και από τα όργανα της δημόσιας αρχής. 670 (710) επ.. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει την περίπτωση που ο οφειλέτης προβαίνει σε θετικές ενέργειες αντιστάσεως και επιτρέπει σύμφωνα και με τις γενικές διατάξεις. 1074 § 2 Α. ή εκείνη του άρθρ. Περαιτέρω διαδικασία. το δικαστήριο μπορεί.354 § 384 – Εκτέλεση για παράλειψη ή ανοχή πράξεων που εξέδωσε την απόφαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρ.Ε. σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω. προϋποθέτει. ΚΠολΔ 947 (1009) § 2 Σχ. Α) Κατά ρητή διάταξη του ΚΠολΔ. 16. παραπ. στη διάταξη του οποίου γίνεται ρητή παραπομπή και για τη συγκεκριμένη περίπτωση. που βοηθείται. ΚΠολΔ 947 (1009) § 3 Σχ. 1009 § 3. και την άμεση εκτέλεση με την επέμβαση του δικαστικού επιμελητή. 1074 § 3 Α. § 362. Β) Σχετικά με τις ενέργειες που γίνονται περαιτέρω. εκείνη των άρθρ. Σ.Ε. Σ. ΚΠολΔ. αν υπάρξει ανάγκη. σύμφωνα και με το άρθρ. Βλ. Ποια αρμοδιότητα και ποια διαδικασία εφαρμόζονται για τη βεβαίωση της παραβάσεως και την καταδίκη σε χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση. ότι ο οφειλέτης προβάλλει θετική αντίσταση και δεν περιορίζεται σε παθητική στάση. 14. . που συμπληρώνει την πρώτη (την έμμεση) εκτέλεση. Α) Ο ΚΠολΔ15 ορίζει τα ακόλουθα: «Εάν ο οφειλέτης που έχει υποχρέωση να ανεχθεί πράξη προβάλλει αντίσταση. 1009 § 2.Ε. κατά το Γ. Πολ. είτε με μεταγενέστερη. γιατί δεν πρόκειται για διαφορά ως προς την εκτέλεση (ασφαλιστικών μέτρων). Το τελευταίο τούτο αρκεί (αντίθετα) για την έμμεση εκτέλεση.Δ. ο δικαστικός επιμελητής παραμερίζει κάθε εμπόδιο και ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 930». 702 (746) σε συνδυασμό με αυτή των άρθρ. πρέπει να συντάσσονται από τον δικαστικό επιμελητή οι εκθέσεις που προβλέπονται και επιβάλλονται από το κοινό δίκαιο16. για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω. 686 (730) επ. 686 επ. Η εφαρμογή της άμεσης αυτής εκτελέσεως. IV) Προβολή αντιστάσεως. 15. Πολ. αν «το ζητήσει ο δανειστής. Β) Η επιβολή της υποχρεώσεως για εγγυοδοσία μπορεί να γίνει είτε με την αρχική απόφαση (που καταδικάζει σε παράλειψη ή ανοχή πράξεως). ΙΙΙ) Εγγυοδοσία. όταν πρόκειται για απόφαση που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει παράλειψη ή ανοχή πράξεως. καθορίζονται κατά το κοινό δίκαιο. εκτός από την απειλή της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κράτησης να επιβάλει στον οφειλέτη να δώσει και εγγύηση για την παράλειψη ή την ανοχή της πράξης»14.Δ. από τη δυσχέρανση ή επιβράδυνση αυτής ή από τη μη κανονική ή μη πλήρη εκτέλεση ή από την ανάγκη διαθέσεως εξόδων κ. .Δ. Πολ. Οι κυριότεροι όροι για τούτο είναι η ύπαρξη ζημιάς. 1010. Όπως το προγενέστερο δίκαιο. ανεξάρτητα αν έχει γίνει η άμεση ή έμμεση εκτέλεση που προβλέπεται κάθε φορά. μπορεί να γίνει και αναπληρωματική ή υποκατάστατη εκτέλεση. για την επιδίωξη της ικανοποιήσεως μη χρηματικών απαιτήσεων. Β) Προϋπόθεση για την εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως είναι η συνδρομή των όρων του κοινού δικαίου. κάτω από τους οποίους γεννιέται η αξίωση αποζημιώσεως. 1. σε όλες τις περιπτώσεις που εξετάζονται παραπάνω. και η υπαιτιότητα του οφειλέτη ή του υπόχρεου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. Όπως ήδη επανειλημμένα σημειώθηκε.Ε. στην οποία πρόκειται για μια από τις υποχρεώσεις που αναφέρονται παραπάνω. 1075 Α. έτσι και ο ΚΠολΔ1 περιέχει ειδική διάταξη που ορίζει τα ακόλουθα: «Οι διατάξεις των άρθρων 941 έως 947 δεν θίγουν το δικαίωμα του δανειστή να απαιτήσει την αποζημίωση που προβλέπουν οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου».λπ. 914 και 919 του Α. που προέρχεται από το ότι δεν έγινε άμεση εκτέλεση. Α) Η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε περίπτωση. εκτός από την άμεση και έμμεση (αναγκαστική) εκτέλεση. Σ.Κ. ΙΙ) Το ισχύον δίκαιο. ΚΠολΔ 948 (1010) Σχ.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ Ή ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ § 385 Ι) Γενικές παρατηρήσεις.Ε. έχει το πράγμα. Έτσι π. Ο ΚΠολΔ περιέλαβε ορισμένες διατάξεις. Για τα θέματα αυτά γίνεται μερικές φορές αναφορά παρακάτω με την ευκαιρία της αναπτύξεως των συναφών ορισμών του δικαίου που ισχύει σχετικά. δεν μπορεί λόγω του περιεχομένου τους και της φύσεως των πραγμάτων να γίνεται λόγος. παύεται επίτροπος. Πάνω σ' αυτά γίνεται λόγος στη συνέχεια. ΙΙ) Το ισχύον δίκαιο. (ειδικές) διατάξεις που να αφορούν ευθέως τα παραπάνω ζητήματα. . Για εκτέλεση άλλων αποφάσεων. αντικαθίσταται. Γ) Συνεπώς και λόγω της κοινωνικής εξελίξεως προέκυπταν.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Τίτλος Πρώτος § 386 Ι) Εισαγωγή-Νομοθετική εξέλιξη. κηρύσσεται ή αίρεται δικαστική συμπαράσταση κλπ. με την εμφάνιση περιπτώσεων. Α) Προβλήματα ή θέματα αναγκαστικής εκτελέσεως προέκυπταν από παλαιά και αναφορικά με έννομες σχέσεις οικογενειακής φύσεως. σημαντικές αμφισβητήσεις που δύσκολα θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν άμεσα τουλάχιστον ενόψει της γνωστής ιδιορρυθμίας των παραπάνω εννόμων σχέσεων. δικαστικός συμπαραστάτης. εμβρυωρός. Εξάλλου οι αποφάσεις που αφορούν διατροφή. εφόσον είναι καταψηφιστικές. προκειμένου για δικαστικές αποφάσεις. όπως και κάθε εκτελεστός τίτλος που αφορά χρηματική απαίτηση. άμεσα τουλάχιστον. με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων ενόψει της ιδιομορφίας αυτών και των σύγχρονων ποικίλων μορφών εξελίξεων και καταστάσεων. επιμελητής απόντος. Β) Το προγενέστερο δίκαιο δεν περιείχε.χ. που εκδίδονται σε περιπτώσεις εννόμων σχέσεων οικογενειακής φύσεως ή προσωπικής καταστάσεως. με τις οποίες κηρύσσεται άκυρος ή ακυρώνεται γάμος ή με τις οποίες διορίζεται. εκτελούνται. κηδεμόνας. δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να δοθεί αρνητική απάντηση. Μόνο από πλευράς ουσιαστικού δικαίου. ενώ με την ίδια απόφαση απαγγέλλεται ταυτόχρονα – για την περίπτωση της μη εκτελέσεως – χρηματική ποινή έως 50. προβλέπει. Δεν αποκλείεται σε ένα από τα παραπάνω έγγραφα να περιέχεται συμφωνία και ρήτρα για απόδοση ή παράδοση τέκνου και να αναγνωρίζεται ειδικά σ' αυτή δύναμη εκτελεστότητας. .» (ως προς τον βεβαιωτικό ή φανερωτικό όρκο)2. όπως ισχύει μετά το νόμο 3994/2011. αν μπορεί να υπάρξει άλλος τίτλος εκτελεστός. Αλλά αν η συμφωνία αυτή θεωρηθεί ισχυρή.Ε. Ράμμος υιοθετούσε την άποψη. στα όσα αναφέρονται στην εκούσια δικαιοδοσία. εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 861 έως 866 ΚΠολΔ περί βεβαιωτικού ή φανερωτικού όρκου (ΚΠολΔ 950 § 1). ότι κατ’ αρχήν. ΚΠολΔ 950 (1012) § 1 (όπως τροποποιήθηκε με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 52 Ν.§ 387 – Απόδοση ή παράδοση τέκνου 357 Τίτλος Δεύτερος Απόδοση ή παράδοση τέκνου § 387 Ι) Η διάταξη του ΚΠολΔ. Με την απόφαση που διατάζεται η απόδοση ή παράδοση τέκνου καταδικάζεται ο γονέας που έχει το τέκνο να εκτελέσει αυτή την πράξη και με την ίδια απόφαση.λπ. IV. για την περίπτωση που δεν την εκτελέσει. κατά το Γ. το ζήτημα του κύρους και της ισχύος του εκτελεστού τίτλου – κατά το Γ.000) ευρώ υπέρ του αιτούντος την απόδοση ή παράδοση ή σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος ή και στις δύο ποινές. Αν το τέκνο δεν βρεθεί.Δ. που έχει το τέκνο. Ράμμο. ή σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος ή και στις δύο ως άνω ποινές. εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 861 έως 866. ότι έχει διαταχθεί με εκτελεστή δικαστική απόφαση η απόδοση ή η παράδοση τέκνου. που να έχει το παραπάνω περιεχόμενο. μπορεί να προκύπτουν μερικές φορές αμφισβητήσεις λόγω του ότι οι πιο πάνω έννομες σχέσεις δεν μπορούν κατά κανόνα να απαλλοτριωθούν. Ράμμο – δεν εμφανίζει πολλές 1. ΙΙ) Τα ειδικότερα θέματα: Α) Προϋπόθεση για την εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως είναι. να εκτελέσει αυτή την πράξη. 1012 § 1.Ε. 2721/1999 καταργήθηκε η μέχρι τότε προβλεπόμενη άμεση εκτέλεση (δηλαδή η με πράξη εκτελέσεως αφαίρεση του τέκνου από τον ένα γονέα και παράδοσή του στον άλλο γονέα). Βλ. 1077 § 1· Α. από δικονομική πλευρά. σχετικά τ. Σχετικά ορίζονται τα ακόλουθα1: «1. Αν το τέκνο δεν βρεθεί. Ήδη υπό το προηγούμενο καθεστώς της άμεσης εκτελέσεως είχε ανακύψει το ζήτημα. Ήδη το άρθρο 950 ΚΠολΔ.000 ευρώ υπέρ του αιτούντος την απόδοση ή παράδοση του τέκνου. απαγγέλλεται αυτεπαγγέλτως χρηματική ποινή έως πενήντα χιλιάδες (50. Πολ. 3994/2011)· Σχ. ότι με την απόφαση που διατάσσεται η απόδοση ή η παράδοση τέκνου καταδικάζεται ο γονέας. όπως πρακτικό δικαστηρίου ή συμβολαιογραφικό έγγραφο κ. Με το άρθρο 27 του Ν. Σ. 2. Ο Γ. α) Αρχικά ήταν πολλές φορές αμφίβολο στα «χέρια» και στη «φύλαξη» ποίου βρισκόταν το τέκνο. που βρισκόταν στην εφηβεία. Βλ. ως υπόχρεος να παραδώσει ή να αποδώσει αυτό στο πρόσωπο που ορίζεται. και παράδοση αυτού στο πρόσωπο. που ενεργεί μετά από πα3. . ότι πρέπει να τηρούνται οι ορισμοί του νόμου σχετικά με την παράλειψη ή ανοχή πράξεων. ή και μετά από αυτή4. Η απάντηση δεν ήταν εύκολη για τους λόγους που αναφέρονται αμέσως στη συνέχεια. ότι πρόκειται για τέκνο ανήλικο. Γ) Όπως σαφώς προέκυπτε από την προϊσχύσασα διάταξη βασικά γινόταν στις περιπτώσεις αυτές άμεση ή φυσική εκτέλεση. ή στον τόπο που φυλάσσεται από αυτόν ή άλλον. α) Προϋποτίθεται. ότι το τέκνο δεν βρέθηκε στην κατοικία κ.προϋποτίθεται. δεν ήθελε να ακολουθήσει τον δικαστικό επιμελητή. Βία είχε εξουσία να ασκήσει μόνο εναντίον εκείνου που δεν απέδιδε ή δεν παρέδιδε το τέκνο ή παρεμπόδιζε την αφαίρεση αυτού. μπορούσε ο τελευταίος να ασκήσει βία και να το απαγάγει χωρίς τη θέλησή του.λπ. Η άσκηση βίας πάνω του προσέβαλε τόσο την προσωπικότητα όσο και την ελευθερία του τέκνου.λπ. ο οποίος χαρακτηρίζεται στη δικαστική απόφαση κ. που οριζόταν στην απόφαση και γενικότερα στον εκτελεστό τίτλο3. Περαιτέρω. χωρίς να υπάρχει νόμιμη δικαιολογία γι’ αυτή την προσβολή. το οποίο οριζόταν στην απόφαση που εκτελείτο. άλλοι υποστήριζαν ότι θα πρέπει να ισχύουν οι διατάξεις σχετικά με την επιχείρηση υλικών πράξεων. που εκτελείται. δεν περιείχε διάταξη εναντίον αυτού. δεν αποκλειόταν το τέκνο να είχε ξεφύγει από τη φύλαξη του δικαστικού επιμελητού πριν από την παράδοση στο πρόσωπο. ενώ τρίτοι θεωρούσαν. β) Δεν αποκλείεται το τέκνο να μη βρισκόταν κάτω από την επιμέλεια ή τη φύλαξη εκείνου. παραπάνω § 358 και παρακάτω §§ 515 επ..358 § 387 – Απόδοση ή παράδοση τέκνου δυσκολίες. κατά του οποίου στρεφόταν η εκτέλεση.αν και αυτονόητο .λπ. Τόσο η προϊσχύσασα διάταξη για την άμεση εκτέλεση. όσο και η ισχύουσα διάταξη ορίζει στη συνέχεια. ότι συνήθως εμφανίζονταν κατά τη χρησιμοποίηση και εφαρμογή του τρόπου αυτού άμεσης εκτελέσεως πολλές δυσκολίες διαφορετικής μορφής που συνδέονται αναγκαία με το αντικείμενο της εκτελέσεως. καθώς ορισμένοι δέχονταν. Υπό την ισχύ του προγενέστερου δικαίου (ΠολΔ 1834) υπήρχε ως προς το ζήτημα αυτό αμφισβήτηση. αφού η δικαστική απόφαση κ. εκείνου. Β) Περαιτέρω . Σχετικά με τα τελευταία ζητήματα γίνεται λόγος στο τμήμα που αναφέρεται στη δυνατότητα επαναλήψεως της εκτελέσεως. εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρ. ότι αν δεν βρεθεί το τέκνο. αλλά αντικείμενο της εκτελέσεως. Και ανέκυπτε το ερώτημα: Μπορούσε να εφαρμοστεί η προβλεπόμενη άμεση εκτέλεση με την ως άνω διάταξη. δηλαδή αφαίρεση του τέκνου από εκείνον. γιατί για «κατοχή» αυτού κατ’ ακριβολογία δεν μπορούσε βέβαια να γίνει λόγος. γ) Όταν το τέκνο. 861 (922) .866 (927) ΚΠολΔ (σχετικά με τον βεβαιωτικό ή φανερωτικό όρκο). στην φύλαξη και επιμέλεια του οποίου βρισκόταν. Το τέκνο δεν ήταν υποκείμενο. ότι εφαρμόζονταν αναλογικά οι διατάξεις σχετικά με την απόδοση ή παράδοση κινητού πράγματος κατ' είδος ορισμένου. Εννοείται. 4. αλλά σχετικά με αυτό. Κ. ο ενδιαφερόμενος (γονέας ή τέκνο) δικαιούται να προσφύγει στο δικαστήριο και να ζητήσει την αναγνώριση και έννομη προστασία της ασκήσεως του δικαιώματος αυτού με τη λήψη διάφορων μέτρων.Ε. με απειλή εναντίον 5. μπορεί να τηρηθεί η διαδικασία που διαγράφεται στις πιο πάνω διατάξεις για την επιβολή. επικοινωνία μεταξύ των παραπάνω προσώπων. Ράμμου. να γίνει λόγος.. Πολ. «αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο. ότι ματαιώθηκε (ή απέτυχε) η συγκεκριμένη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως5. η απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία μπορεί να απειλήσει με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρ. σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη.. Ενόψει της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως που θα δέχεται τη σχετική αγωγή ή αίτηση (του) γονέα ή τέκνου που νομιμοποιείται και έχει έννομο συμφέρον. όπως ισχύει μετά το Ν. αφού δεν είναι δυνατή.λπ. αλλά μόνο έμμεση εκτέλεση με συνέπεια να μπορεί να επακολουθήσει και υποκατάστατη εκτέλεση με βάση τους ειδικότερους όρους του άρθρου 950 § 1. Κατά τον ΚΠολΔ6. και μάλιστα των πρώτων. με το αληθινό περιεχόμενο και νόημα της λέξεως. θα πρέπει να θεωρηθεί κατά την άποψη του Γ.. 1077 § 2 Α. λόγω της φύσεως των πραγμάτων. αναγνωρίζεται μεταξύ άλλων. 3994/2011. 6. β) Εφόσον συντρέχει η παραπάνω προϋπόθεση. Σχετικά με το ζήτημα. για αναπληρωματική ή υποκατάστατη εκτέλεση δεν μπορούσε. το αμοιβαίο δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας μεταξύ τους.λπ. Ράμμος. Α) Κατά τον Α. η παραπάνω διάταξη καθορίζει τρόπο έμμεσης εκτελέσεως. ΙΙ) Τα ειδικότερα θέματα. Σ. 3994/2011) δεν προβλέπεται άμεση εκτέλεση. λόγω της ηθικής κυρίως φύσεως της (έννομης) σχέσεως που υπάρχει μεταξύ γονέων και τέκνων. Αν παρεμποδίζεται η ελεύθερη. όπως είναι ευνόητο.Δ. αν μετά από λίγο ή αργότερα μπορεί να γίνει νέα διαδικασία εκτελέσεως με βάση τον ίδιο εκτελεστό τίτλο κ. Αν δοθεί ο όρκος. ΣΤ) Με βάση την ισχύουσα ρύθμιση (μετά το Ν.Ε. η άμεση ή φυσική εκτέλεση. δόση κ. μετά από αίτηση. σχετικά με την επικοινωνία γονέων και τέκνων § 388 Ι) Οι διατάξεις που ισχύουν.του τελευταίου ή λόγω συμβατικού δεσμού με αυτόν. όπως τόνιζε ο Γ. Τίτλος Τρίτος Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων κ. 947». ΚΠολΔ 950 (1012) § 2 Σχ. Ε) Υπό την ισχύ της προϊσχύσασας ρυθμίσεως για άμεση εκτέλεση. τις παραπομπές που αναφέρονται στη σημείωση 3. Η έμμεση εκτέλεση επιχειρείται. .§ 388 – Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων σχετικά με την επικοινωνία γονέων & τέκνων 359 ράκληση . 1012 § 2. βλ. φανερωτικού ή βεβαιωτικού όρκου.λπ. Βλ.360 § 389 – Αναγκαστική εκτέλεση για την αποκατάσταση της έγγαμης συμβιώσεως εκείνου που παρεμποδίζει την επικοινωνία χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως. για την ικανοποίηση της συγκεκριμένης αξιώσεως ή απαιτήσεως.Ε. Η θετική 7. με συνέπεια να εκδοθεί πιθανόν απόφαση που να δέχεται την αγωγή και να αναγνωρίζει την υποχρέωση αυτή.Κ. αναγνωρίζει και ως νομική την κυρίως ηθική υποχρέωση των συζύγων για συμβίωση. ΚΠολΔ 946 (1008) § 2· Σχ. παραπ. Πολ. Β) Πάντως.λπ. προκειμένου για απόδοση ή παράδοση τέκνου. με την οποία να ζητείται η αναγνώριση από το δικαστήριο μιας τέτοιας υποχρεώσεως. όπως αναφέρθηκε και παραπάνω8. Επομένως. Όσα αναφέρονται παραπάνω για την εκτέλεση σχετικά με την παράλειψη ή ανοχή πράξεων ισχύουν και εφαρμόζονται. 1073 § 2· Α. όπως γίνεται γενικά δεκτό. άμεση ή έμμεση ή αναπληρωματική ή υποκατάστατη. αναγκαστική εκτέλεση. μπορούν να επαναληφθούν και στις περιπτώσεις που εξετάζονται εδώ. όταν η πράξη συνίσταται στην αποκατάσταση της έγγαμης συμβιώσεως9. μολονότι για το τελευταίο υπάρχουν ζωηρές αμφισβητήσεις. οι οποίες αφορούν στην αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που συνίστανται στην επιχείρηση (υλικών) πράξεων. δεν μπορεί λόγω της φύσεως της έννομης σχέσεως και εκ των πραγμάτων να γίνει. ότι οι διατάξεις. 1008 § 2. Σ. στους οποίους (και) παραπέμπει η παραπάνω διάταξη. απαιτείται προπαντός επίδοση αντιγράφου από απόγραφο με επιταγή για εκτέλεση κ. Επομένως. Β) Ειδικότερα. § 384. είναι νομικά και ουσιαστικά ενδεχόμενο να ασκηθεί αγωγή. 8. Την άποψη αυτή υιοθετεί ρητά. Τίτλος Τέταρτος Αναγκαστική εκτέλεση (αποφάσεων κ.λπ. Γ) Όσα αναφέρονται παραπάνω σχετικά με τη δυνατότητα υπάρξεως άλλων εκτελεστών τίτλων. 1336 του Α.) για την αποκατάσταση της έγγαμης συμβιώσεως § 389 Ι) Γενικές παρατηρήσεις. . όσα αφορούν στην εκτέλεση αυτή ρυθμίζονται κατά τους ορισμούς του άρθρ. παραπ.Δ. δεν εφαρμόζονται. ο ΚΠολΔ. Βλ. Δεν αποκλείεται η ίδια απόφαση να περιλαμβάνει και καταδίκη σε εκπλήρωση της παραπάνω υποχρεώσεως. και στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. 9. § 382. 947 (1009) ΚΠολΔ (σχετικά με την εκτέλεση αποφάσεων που επιβάλλουν παράλειψη ή ανοχή πράξεως)7. Α) Το άρθρ. εκτός από τις δικαστικές αποφάσεις.Ε. ορίζοντας. και αν υποτεθεί προς στιγμή ότι έχει εκδοθεί μια τέτοια απόφαση ή ότι υπάρχει άλλος εκτελεστός τίτλος με παρόμοιο περιεχόμενο. το μέγεθος των οποίων (εφόσον δεν διαγράφεται νομοθετικά ορισμένο όριο) καθορίζεται κάθε φορά από τον δικαστή. mutatis mutandis. να θεμελιώσει λόγο διαζυγίου κατά το άρθρ. 1439 του Α.Κ.λπ. κ.§ 389 – Αναγκαστική εκτέλεση για την αποκατάσταση της έγγαμης συμβιώσεως 361 ή αρνητική παράβαση της πιο πάνω υποχρεώσεως μόνο άλλες κυρώσεις μπορεί ενδεχομένως να επισύρει. π. .χ. επιδρά άμεσα ή έμμεσα ή αντανακλαστικά σε περισσότερες έννομες σχέσεις.Δ.Δ. η .Ε. α΄. όπως προκύπτει από την ανάπτυξη που ακολουθεί.s. αλλά και τρίτων.w. (1957). υπήρχε και τέταρτο είδος τέτοιας εκτελέσεως. ενώ ανήκουν στην ίδια διαδικασία. έχουν κάποια αυτοτέλεια. α΄ Σχ. ενδεχομένως μάλιστα όχι μόνο προσώπων που μετέχουν άμεσα σ' αυτή. Η Πολ. ενώ εξάλλου η εφαρμογή του προκαλεί περισσότερες και μεγαλύτερες θεωρητικές και πρακτικές δυσχέρειες από τα υπόλοιπα είδη αναγκαστικής εκτελέσεως. του 1834.Δ. Σ.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ* Τίτλος Πρώτος Γενικές Παρατηρήσεις § 390 *Ειδική βιβλιογραφία: Etschel Walter: Die Befriedigung des Gläubigers bei der Zwangsvollstreckung wegen Geldforderungen u. 1. A) Η αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων είναι και από θεωρητική και από πρακτική πλευρά το σπουδαιότερο και συνηθέστερο μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως.Δ. του 1880 αναγνώριζαν και τα τρία αυτά είδη αναγκαστικής εκτελέσεως. 1051 § 1 εδ. Τίτλος Δεύτερος Διακρίσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων § 391 Ο ΚΠολΔ προβλέπει τρία είδη αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. κατά την Πολ. του 1834 και η Κρητ. Παλαιότερα. Γ) Πέραν τούτου. Πολ. οι οποίες. 1080 § 1 Α. ΚΠολΔ 951 (1051) § 1 εδ. η συγκεκριμένη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. από περισσότερες μερικότερες πράξεις. Πολ. την αναγκαστική κατάσχεση. την αναγκαστική διαχείριση ακινήτων ή επιχειρήσεων και την προσωπική κράτηση1. Β) Το φαινόμενο τούτο εξηγείται από τη σύνθετη μορφή της συγκεκριμένης διαδικασίας που αποτελείται. Εισαγωγή.Ε. λόγω της φύσεως των πραγμάτων. Ο δανειστής έστελνε στην κατοικία του οφειλέτη κάποιο τρίτο. ΓΦΝΔ/1910. ο οποίος έμενε στην ίδια κατοικία.§ 391 – Διακρίσεις αναγκαστικής εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων 363 αποστολή μηνυτή. Το μέσο τούτο καταργήθηκε με το ν. που καλείτο μηνυτής. τρεφόταν με δαπάνες του οφειλέτη και είχε έργο να υπενθυμίζει στον τελευταίο την πληρωμή του χρέους. . Ι) Γενικές παρατηρήσεις. όταν συντρέχουν οι (παραπάνω) προϋποθέσεις της αναγκα- . Goette Heinrich: Die Bedeutung des Eigentumsvorbehalts für die Zwangsvollstreckung (1925). στα δε ακίνητα με την πληρωμή ή πίστωση του εκπλειστηριάσματος. με τη κατακύρωση της πληρωμής του εκπλειστηριάσματος και την παράδοση του πράγματος στον υπερθεματιστή. κατά του οποίου αυτή στρέφεται. από ορισμένο χρονικό σημείο. σύμφωνα με το νόμο. την κυριότητά του. εξακολουθεί και μετά από αυτή να διατηρεί την κυριότητά του. για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω. κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση. αφού γίνει αναγκαστικός πλειστηριασμός. Γ) Περαιτέρω. Β) Εκείνος. α) Αναγκαστική ή αναγκαστή λέγεται η κατάσχεση που επιβάλλεται. από το δικαίωμα ή την εξουσία διαθέσεως τούτου (jus alienandi). ΙΙ) Διακρίσεις και είδη κατασχέσεως. αλλά κάποια μεταβολή σ' αυτήν. σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται παρακάτω. και μετά δεν δικαιούται να διαθέσει ή να απαλλοτριώσει το περιουσιακό αντικείμενο που κατασχέθηκε ολικά ή εν μέρει για επαχθή ή χαριστική αιτία ή να συστήσει εμπράγματο δικαίωμα ή να παραχωρήσει εμπράγματη ασφάλεια πάνω σ' αυτό. με μόνη την επιβολή της κατασχέσεως. κάτω από τις οποίες επιβάλλεται και το σκοπό που επιδιώκει: σε αναγκαστική και συντηρητική κατάσχεση. Αν πριν από την κατάσχεση ήταν κύριος. η δικαστική δέσμευση του περιουσιακού στοιχείου που κατασχέθηκε και η στέρηση εκείνου. η επιβολή της κατασχέσεως δεν επιφέρει αναγκαία απώλεια της νομής. Η κατάσχεση διακρίνεται: Α) Με βάση τις προϋποθέσεις. Ορισμός. Αντίθετα. με την οποία κάποιο περιουσιακό στοιχείο δεσμεύεται δικαστικά και αφαιρείται από την εξουσία διαθέσεως εκείνου.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ* Τίτλος Πρώτος Έννοια και είδη κατασχέσεως § 392 *Ειδική βιβλιογραφία: Andreae Hans: Zwangsvollstreckung in Miteigentumsteile im Zivilprozess (1973). η οποία χάνεται στα μεν κινητά. κατά του οποίου αυτή στρέφεται. Κατάσχεση καλείται η διαδικαστική πράξη. Α) Δύο είναι συνεπώς τα κύρια χαρακτηριστικά και οι αντίστοιχες άμεσες και ουσιώδεις συνέπειες της κατασχέσεως. και τη μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως. δεν χάνει. πλοίων ή αεροσκαφών. Γ) Ανάλογα με το αντικείμενο αυτής. σε κατάσχεση απαιτήσεων και σε κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων. β) Η συντηρητική κατάσχεση (άρθρ. σε κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη και σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου. Β) Με βάση το πρόσωπο. Burlage: Die Pfändung bei Personen welche Landwirtschaft betreiben (1892).§ 393 – Προϋποθέσεις. β) Κατάσχεση στα χέρια τρίτου επιβάλλεται. σε κατάσχεση ακινήτων. και αποσκοπεί στην ικανοποίηση αυτού που την επέσπευσε άμεσα μεν.χ.. επιβάλλεται. αν πρόκειται για μετρητά ημεδαπά χρήματα. γίνεται αναλυτικά λόγος αναφορικά με τα διάφορα είδη της κατασχέσεως. 724 παρ. όταν υπάρξουν οι προϋποθέσεις αυτής. συντηρητική κατάσχεση πάνω σε ορισμένο ή ορισμένα περιουσιακά στοιχεία. αν δημιουργείται φόβος. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση χρηματικής απαιτήσεως. Τίτλος Δεύτερος Προϋποθέσεις. βρίσκεται στη νομή ή την κατοχή του οφειλέτη (ή του δανειστή ή τρίτου που είναι πρόθυμος να το αποδώσει) ή πρόκειται για εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ξένο κινητό πράγμα. α) Κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη γίνεται. Τίτλο προς επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως αποτελεί και η διαταγή πληρωμής (άρθρ.: Die Bedeutung des Eigetumsvorbehalts für die Zwangsvollstreckung (1925). ο οποίος οφείλει να αποδώσει τούτο στον οφειλέτη ή όταν ο τρίτος είναι οφειλέτης εκείνου.λπ.1). Περιορισμοί. όρια επιβολής κατασχέσεως. ότι ο οφειλέτης θα γίνει αναξιόχρεος. Υποκειμενικά.) αντίθετα γίνεται χωρίς εκτελεστό τίτλο με βάση άδεια ή εντολή του δικαστή και αποβλέπει στην εξασφάλιση ή (ουσιαστική) πραγματοποίηση της μελλοντικής αναγκαστικής εκτελέσεως.).λπ. 707 επομ. όταν υπάρξει τελεσίδικη απόφαση ή άλλος εκτελεστός τίτλος. σε κατάσχεση καρπών.λπ. όταν το περιουσιακό στοιχείο που κατάσχεται. Σχετικά με την ειδικότερη διάκριση και τα χαρακτηριστικά στοιχεία κάθε αντικειμένου από την πλευρά της αναγκαστικής εκτελέσεως και του πλειστηριασμού κ. έτσι ώστε να παραμείνουν αυτά δεσμευμένα και συνεπώς αδιάθετα και να χρησιμεύσουν για την ικανοποίηση του δανειστή. αντικειμενικά όρια και όρια της δυνατότητας επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως. Περιορισμοί και ακατάσχετα* § 393 *Ειδική Βιβλιογραφία: Conrad: Pfändungsbeschränkungen zum Schutze des schwachen Schuldners (1906). Fahland M.: Das Verfügungsverbot in der Zwangsvollstreckung und seine Beziehung . Goette H. Π. στα χέρια ή στην κατοχή του οποίου βρίσκεται το περιουσιακό στοιχείο που κατάσχεται. ακατάσχετα 365 στικής εκτελέσεως (ύπαρξη τίτλου εκτελεστού κ. έμμεσα δε με την εκποίηση σε πλειστηριασμό του πράγματος που κατασχέθηκε. σε κατάσχεση κινητών. όταν το συγκεκριμένο στοιχείο είναι στη νομή ή κατοχή τρίτου. μετά από άδεια κ.. η διαδικασία της αναγκαστικής κατασχέσεως μπορεί να στρέφεται κατά καθενός που εμφανίζεται ως οφειλέτης του επισπεύδοντα (την εκτέλεση) σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν. οι οποίοι έχουν. Δεν γίνεται ή μάλλον επιτρέπεται κάτω από περιορισμούς η επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως στην ημεδαπή. 1975/2001). §§ 345. Α) Αναφορικά με εκείνον που επιβάλλει και επισπεύδει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν υπάρχει βασικά ουσιώδης εξαίρεση από όσα αναφέρονται παραπάνω2 σχετικά με το αντίστοιχο θέμα. παραπ. Βλ. βάσει της συνταγματικής προβλέψεως περί αναγκαστικής εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων και κατά του Δημοσίου. Νομ. 349 επ. Κωνσταντινίδη: Τινά περί κατασχέσεως Αρχ. που τηρείται και εφαρμόζεται. 1 εδ. 2. Βλ. όταν επιδιώκεται η ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. παραπ. σύμφωνα με όσα σημειώθηκαν σε άλλη θέση3. ΚΒ 790 επ. όπως ήδη αναφέρθηκε4. παραπ. Εξαιρούνται εκείνοι από όσους εμφανίζονται ως οφειλέτες. με άλλη διατύπωση. 4 Συντ. η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση 1. ακατάσχετα zu den anderen Pfändungsfolgen (1976). Βλ. Α) Η αναγκαστική κατάσχεση αποτελεί. μερικά ζητήματα μπορούν να προκύψουν αναφορικά με το θέμα κατά ποιού (αφηρημένα) μπορεί να στραφεί η παραπάνω διαδικασία ή. Ήδη. όρια επιβολής κατασχέσεως. και παρακάτω στη συνέχεια. το δικαίωμα ή το προνόμιο της ετεροδικίας. 3.366 § 393 – Προϋποθέσεις. τμήμα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Βλ. Γ) Αρχικά. ιδιαίτερα § 347. § 342. Πρβλ. Αποκλείεται. όμως. Περιορισμοί. Δ) Κατά του ελληνικού Δημοσίου. ΙΙ) Υποκειμενικά όρια της διαδικασίας της αναγκαστικής κατασχέσεως. επιτρέπεται πλέον για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατ’ αυτών η κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας τους (άρθρο 4 παρ. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ή μάλλον η κατάσχεση. όπως αναφέρθηκε. για τις οποίες γίνεται λόγος στα ειδικότερα μέρη. Ι) Προϋποθέσεις για την επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως. A. Συνεπώς. . τ. Β) Προκειμένου για τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως. για να επιτραπεί η επιβολή της κατασχέσεως αυτής. των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ (άρθρο 94 παρ. 3068/2002). και ο οποίος έχει την ικανότητα του να είναι διάδικος στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. α’ ν. γίνεται αναγκαστική εκτέλεση γενικά. κάτω από τις οποίες επιτρέπεται η αναγκαστική εκτέλεση γενικά1. ποιος μπορεί να είναι εκείνος. Σε ειδικά όμως θέματα ισχύουν ορισμένες παρεκκλίσεις. αρχικά. 4. θα πρέπει να συντρέχουν και να υπάρχουν μέχρι το τέλος της διαδικασίας οι προϋποθέσεις. Ι §§ 63 και 108. όρια επιβολής κατασχέσεως. που (θα) καθόριζαν αφενός τη νομική έννοια του όρου «περιουσία» ή «επιχείρηση» και αφετέρου τον τρόπο της κατασχέσεως και του πλειστηριασμού και γενικά της εκποιήσεως επιχειρήσεως. ο ν. δεν κατάσχεται. συνεπώς μπορούν και να κατασχεθούν. και το σύνολο της περιουσίας κάθε οφειλέτη. . που πράγματι εμφανίζονταν κατά το προγενέστερο δίκαιο ως προς τον τρόπο της επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως και της διεξαγωγής αναγκαστικού 5. υπόκεινται στο. 1998/1939. Βλ. τα ενοικιοστάσια που ίσχυσαν κατά καιρούς και τα νεότερα νομοθετήματα για την προστασία της επαγγελματικής στέγης και το σύνολο της νεότερης εργατικής νομοθεσίας. δουλεία κ. Α) Κατά κανόνα. Αλλά θα μπορούσε ίσως να παρατηρηθεί. προκειμένου να χρησιμεύσουν για την ικανοποίηση των δανειστών του. που μπορεί να εκποιηθεί ή να απαλλοτριωθεί. ο ν. σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν5. ο α. ο νόμος 2112/1920. 3205/1955. η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ είναι επιτρεπτή μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την επίδοση της αποφάσεως στον Υπουργό που είναι αρμόδιος για την πληρωμή ή στον εκπρόσωπο του ΝΠΔΔ (άρθρο 4 παρ. π. τον έλεγχο μονοπωλίων κ.ν. § 342. Για την κατάσχεση μόνης της ψιλής κυριότητας.λπ. κρατούσα ήταν η γνώμη που έλυνε αρνητικά το ζήτημα αυτό. Και η επικαρπία. ακατάσχετα 367 δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού (άρθρο 4 παρ. 2 ν. Ε) Κατά αλλοδαπού Δημοσίου μπορεί να επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση στην Ελλάδα.§ 393 – Προϋποθέσεις.λπ. στην οποία επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση. ότι τα 99/100 των δυσκολιών. Όταν ίσχυε το προγενέστερο δίκαιο. ότι το νεότερο δίκαιο επανειλημμένα χρησιμοποιεί τον όρο και την έννοια «επιχείρηση». ο ν. ο Α. β’ ν. 703/1977 σχετικά με τη προστασία του ανταγωνισμού.. 479. επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση γενικά. αυτοτελώς. π. 146/1914 σχετικά με τον αθέμιτο ανταγωνισμό κ. παραπ. κάθε περιουσιακό αντικείμενο ή κάθε περιουσιακό στοιχείο.Κ. που μπορεί να εκποιηθεί ή να απαλλοτριωθεί. Τα εμπράγματα δικαιώματα πάνω σε ξένο πράγμα (εμπράγματη ασφάλεια. στο άρθρ. υπό τους όρους που. γενικό ενέχυρο του δανειστή ως υπέγγυα για την πληρωμή των χρεών του οφειλέτη. Υπέρ αυτής προβαλλόταν η έλλειψη διατάξεων. αυτή καθεαυτή. ΙΙΙ) Αντικείμενο και όρια της δυνατότητας αναγκαστικής κατασχέσεως. Μπορεί όμως να κατασχεθεί το δικαίωμα της ασκήσεως αυτής στο μέτρο που επιτρέπεται και η μεταβίβασή του.λπ. δεν υπάρχει από το νόμο άμεσα τουλάχιστον κώλυμα.χ. Β) Ζήτημα γεννήθηκε αν επιτρέπεται η κατάσχεση περιουσίας ως ενιαίου όλου. Εξάλλου μπορεί να λεχθεί.χ. 1 εδ. Περαιτέρω. Περιορισμοί. 3069/2002). 3069/2002). δηλαδή μετά από άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης.) δεν κατάσχονται. όπως αποκαλείτο παλαιότερα. 2239/1994) ως ειδικού περιουσιακού στοιχείου (άρθρ. όρια επιβολής κατασχέσεως. έτσι δεν πρέπει να αποκλείεται χωρίς άλλο και χωρίς τη συνδρομή κάποιου εξαιρετικού λόγου η εκποίηση μέσω αναγκαστικής κατασχέσεως και αναγκαστικού πλειστηριασμού. είχε γεννηθεί το ζήτημα. Βλ. ενώ ίσχυε το προγενέστερο δίκαιο. 22 και 24 β. λόγος από το ισχύον (ουσιαστικό και δικονομικό) δίκαιο που να αποκλείει την επιβολή της παραπάνω αναγκαστικής κατασχέσεως δεν υπάρχει. Γ) ΄Hδη. εξάλλου. εφόσον δεν ήταν δυνατή η μονομερής μεταβίβαση αυτής. ΄Ηδη όμως το επί του σήματος δικαίωμα είναι μεταβιβαστό και κατ’ επέκταση είναι επιτρεπτή η αναγκαστική κατάσχεση αυτού (άρθρ. σήματος ή διακριτικού τίτλου επιχειρήσεως δεν επιτρεπόταν. Πρβλ. 1022). Περιορισμοί. ιδίως μεγάλης αξίας. που κρίνεται ως απαραίτητη για τη συντήρησή του ή για 6. για την ικανοποίηση απαιτήσεως μικρού ποσού. Ήδη ο ΄Αρειος Πάγος δέχθηκε ότι η επιχείρηση ως σύνολο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατασχέσεως ως ειδικό περιουσιακό στοιχείο κατ’ άρθρο 1022 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 7/2009 ΕλλΔνη 2009. τη θέση «επιχειρήσεως» κάτω από αναγκαστική διαχείριση. . 2). ο ΚΠολΔ προβλέπει. Ε) Αν εξαιρεθούν οι περιπτώσεις της επιβολής κατασχέσεως από κακοβουλία ή καταχρηστικά (άρθρ. Πιο σωστή ήταν τότε η απάντηση. Στη βάση του νομοθετικού αυτού καθεστώτος κατάσχεση ήταν δυνατή μόνο μαζί με την εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση. Β) Τα ακατάσχετα μπορούν να καταταχθούν στις επόμενες κατηγορίες: α) Αποκλείεται λόγω των σχέσεων και δεσμών που υπάρχουν μεταξύ (του) δικαιούχου και (του) οφειλέτη η (αναγκαστική) κατάσχεση ορισμένου ποσοστού της περιουσίας του τελευταίου. Από τον κανόνα αυτό έχουν καθιερωθεί και ισχύουν ορισμένες εξαιρέσεις. 685-686). ότι μονομερής κατάσχεση της πιο πάνω επωνυμίας. όπως αναφέρεται παρακάτω7. Δ) Γεννήθηκε το ζήτημα.368 § 393 – Προϋποθέσεις. Ειδικά. Α) Όπως αναφέρθηκε ήδη αμέσως παραπάνω. κάθε περιουσιακό στοιχείο κάθε οφειλέτη μπορεί κατά κανόνα να γίνει αντικείμενο αναγκαστικής κατασχέσεως. ενώ εξάλλου θεσπίζονται ορισμένοι περιορισμοί στα όρια της αναγκαστικής κατασχέσεως. Όπως δεν απαγορεύεται κατά κανόνα η εκούσια εκποίηση. Περιορισμοί της αναγκαστικής κατασχέσεως. αν επιτρέπεται η κατάσχεση ενός εξ αδιαιρέτου μέρους πράγματος (κινητού ή ακινήτου). 951 παρ. παρακάτω § 480 επ. ακατάσχετα πλειστηριασμού επιχειρήσεως δεν υπάρχουν μετά την ισχύ των διατάξεων του ΚΠολΔ που ρυθμίζουν την κατάσχεση μερικών ειδικών περιουσιακών στοιχείων. για τα οποία γίνεται λόγος παρακάτω6. Και το εξ αδιαιρέτου μέρος είναι πράγμα κατά την έννοια του νόμου. αν επιτρεπόταν η αναγκαστική κατάσχεση εμπορικής ή βιομηχανικής επωνυμίας ή του ονόματος ή του διακριτικού σήματος ή διακριτικού τίτλου της επιχειρήσεως. Ορισμένα δηλαδή περιουσιακά στοιχεία δεν μπορούν ή μάλλον δεν επιτρέπεται να κατάσχονται. IV) Ακατάσχετα. παρακάτω §§ 471 επ. 7. δηλαδή είναι ακατάσχετα. ΚΠολΔ 953 (1017) § 3 στοιχ. που αναφέρθηκαν. που έχουν νόμιμα αναγνωρισμένο ειδικό προορισμό και μάλιστα των απαραιτήτων για τη συντήρηση του οφειλέτη και της οικογένειάς του.λπ. 1082 § 3 στοιχ.. 1478 κ. Περιορισμοί. που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση του έργου των παραπάνω προσώπων. όσο και της καταλληλότητάς τους για τον παραπάνω σκοπό.Δ. Πολ. δ΄ Σχ. Πρόκειται (κυρίως) για αντικείμενα. γ) Δεν επιτρέπεται η (αναγκαστική) κατάσχεση βιβλίων. κλινοστρώματα. α΄ Α. έπιπλα) και ως απαραιτήτων για τις ανάγκες της διαβιώσεως είναι συμπέρασμα νομικής κρίσεως και ελέγχεται ακυρωτικά. Α. και δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. μουσικών οργάνων και εργαλείων τέχνης. Για την κρίση σχετικά με τη ποσότητα των τροφίμων και της καύσιμης ύλης. η απόφαση αν κάποιο από τα αντικείμενα αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ή όχι απαραίτητο για τις παραπάνω ανάγκες και η οποία σχηματίζεται με την εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων και των συγκεκριμένων περιστάσεων. τα οποία προορίζονται για την επιστημονική ή καλλιτεχνική και γενικότερα την πνευματική μόρφωση και ανάπτυξη του οφειλέτη ή της οικογένειάς του11. Σ. ΚΠολΔ 953 (1017) § 3 στοιχ. β΄ Σχ. Το ευεργέτημα αυτό ισχύει κυρίως μεταξύ ανιόντων και κατιόντων. 1082 § 3 στοιχ. δ΄ Α. β΄.Ε. Σ. Σ. είναι κρίση για πραγματικά γεγονότα κ. 1017 § 3 στοιχ. . Ως προς τον χαρακτηρισμό και την εκτίμηση των πραγμάτων και τροφίμων και της καύσιμης ύλης θα πρέπει να επαναληφθούν όσα αναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω. ΚΠολΔ 953 (1017) § 3 στοιχ. δ΄.Δ. Ο αφηρημένος χαρακτηρισμός των διαφόρων αντικειμένων ως πραγμάτων της προσωπικής χρήσεως του οφειλέτη (ενδύματα. κλινοστρώματα.8 β) Απαγορεύεται η (αναγκαστική) κατάσχεση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων.Ε.Ε.Δ.λπ. 9. Άλλα είναι τα αντικείμενα. Πολ. που απαιτούνται και θεωρούνται απαραίτητα για τις ανάγκες του οφειλέτη και της οικογένειάς του. το ενδεχόμενο πεδίο 8. ββ) Τρόφιμα και καύσιμη ύλη. Πολ.Ε. β΄ Α. ακατάσχετα 369 την εκπλήρωση ορισμένων νομίμων υποχρεώσεων. Αντίθετα. για τα οποία γίνεται λόγος στη συνέχεια. Συνεπώς. 1017 § 3 στοιχ. 1017 § 3 στοιχ.Ε. συζύγου. από δανειστές έναντι των οποίων ο οφειλέτης αυτός απολαμβάνει το ευεργέτημα της ευπορίας (beneficium competentiae).Κ. Στη συγκεκριμένη κατηγορία προέχει ο γενικός νομικός χαρακτηρισμός τόσο των αντικειμένων. Έτσι δεν μπορούν να κατασχεθούν: αα) Πράγματα της προσωπικής χρήσεως του οφειλέτη και της οικογένειάς του. 1082 § 3 στοιχ. 1395. πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες κάθε φορά περιστάσεις.λπ. εφόσον τα πράγματα αυτά είναι απαραίτητα για την εξυπηρέτηση και την αντιμετώπιση των στοιχειωδών αναγκών (της) διαβιώσεως των παραπάνω προσώπων9. διατροφής κ.λπ. δωρητή και δωρεοδόχου κ. όρια επιβολής κατασχέσεως.§ 393 – Προϋποθέσεις. 11.Ε. τα οποία έχουν πρωταρχικά εκπαιδευτικό προορισμό και χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό. 10. α΄. απαραίτητα στον οφειλέτη και την οικογένειά του για τρεις μήνες10. ιδιαίτερα ενδύματα. α΄ Σχ. έπιπλα. 501. μια δαμάλα. Η τελευταία διάταξη καθιερώνει πρόσθετο προνόμιο υπέρ αυτών που ζουν από την απασχόλησή τους σε γεωργικές εργασίες με αυτοκαλλιέργειες. β΄. τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές και τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Σ. Γ) Για την αποφυγή της εκμηδενίσεως της οικονομικής και επαγγελματικής δραστηριότητας του οφειλέτη. μοσχάρια. ΚΠολΔ 953 (1017) § 4 Σχ. ΚΠολΔ 953 (1017) § 4 εδ. έξι γίδες.Ε. β΄ Α. έξι πρόβατα. που κερδίζουν τα προς το ζην με γεωργική εργασία. είναι ακατάσχετα.Δ.Ε. 1017 § 4 εδ. εκτός από όσα μνημονεύονται στο στοιχ. Πολ. 1017 § 4.370 § 393 – Προϋποθέσεις. 1082 § 4 εδ. ο σπόρος που χρειάζεται ως την ερχόμενη συγκομιδή και η τροφή αυτών των ζώων για τρεις μήνες13. α). Πολ. ΚΠολΔ 953 (1017) § 4 εδ. Σ. με τον όρο δε «μικρά ζώα» εννοούνται πρόβατα.Δ.Δ. β) Προκειμένου για πρόσωπα. Με τον όρο «μεγάλα ζώα» εννοούνται βόδια. γ΄. μηχανήματα. 14. η οποία βρίσκεται σε φανερή δυσαναλογία με την πραγματική αξία αυτών. . α΄ Α. γ΄ Α. ε) Λόγω του προσωπικού χαρακτήρα και της από διαθέσεως αξίας τους. ένα υποζύγιο. μικροεπαγγελματίες και καλύπτει τα πράγματα εκείνα. Περιορισμοί. Πολ. α). Ως προς τον χαρακτηρισμό και την εκτίμηση ισχύουν. 1017 § 4 εδ. εκτός από όσα αναφέρονται αμέσως παραπάνω. Πολ. και δύο ζώα για το άροτρο. βιβλία ή άλλα πράγματα12. γ) Προκειμένου για πρόσωπα που κερδίζουν τα προς το ζην από την κτηνοτροφία. ΚΠολΔ 953 (1017) § 4 εδ. Με αυτό το πνεύμα πρέπει να ερμηνεύονται και να νοούνται οι όροι «εργαλεία. Σ. που κερδίζουν τα προς το ζην με προσωπική τους εργασία.Ε. κλπ. οι επιστολές. 1017 § 4 εδ. τα χειρόγραφα. (ακατάσχετα χαρακτηρίζονται από το νόμο) τα παράσημα και τα αναμνηστικά αντικείμενα. β΄ Σχ. Η ερμηνεία (και) των όρων τούτων θα πρέπει να γίνεται σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Το ακατάσχετο τούτο προστατεύει (κυρίως) τους βιοτέχνες. Κυρίως περιλαμβάνονται εδώ πετεινοί. ακατάσχετα του αναιρετικού ελέγχου είναι πιο πλατύ.Ε.λπ. χειροτέχνες. βιβλία».Δ.Ε.Ε. α΄. 15.Ε. τα απαραίτητα για την εργασία αυτή εργαλεία. mutatis mutandis. 1082 § 4 Α. είναι ακατάσχετα και εκατόν πενήντα πτηνά και η τροφή τους για τρεις μήνες15. μηχανήματα. Πρόκειται για πράγματα όχι μεγάλης αξίας.λπ. 12. εξαιρούνται από την αναγκαστική κατάσχεση: α) Προκειμένου για πρόσωπα. όρνιθες κ. 1082 § 4 εδ. (ακατάσχετα είναι) και δώδεκα μεγάλα ζώα ή εικοσιτέσσερα μικρά ζώα και η τροφή τους για τρεις μήνες14. κατσίκες κλπ.Ε. δ) Προκειμένου για πρόσωπα που κερδίζουν τα προς το ζην από την πτηνοτροφία (εκτός από όσα αναφέρονται στο στοιχ. 13. όρια επιβολής κατασχέσεως. όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω. 1082 § 4 εδ. γ΄ Σχ. χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η εκ του πράγματος ανέλεγκτη εκτίμηση. χωρίς τα οποία δεν μπορούν να εκτελέσουν τη βιοποριστική εργασία τους. Ως προς τα ζητήματα χαρακτηρισμού και εκτιμήσεως ισχύουν ανάλογα οι παρατηρήσεις που επανειλημμένα έγιναν παραπάνω. μικρή κτηνοτροφία κ. α΄ Σχ. Σ. Ως προς το εάν και μέχρι ποιών ορίων επιτρέπεται αναιρετικός έλεγχος ισχύει ό. Στα αναμνηστικά αντικείμενα περιλαμβάνονται φωτογραφίες. 18. για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω17. δεν μπορούν να κατασχεθούν οι μεταξοσκώληκες. Με τον όρο «επαγγελματικά βιβλία» εννοούνται τα βιβλία που τηρούνται από διάφορους επαγγελματίες. τα σχετικά με το είδος της επαγγελματικής δραστηριότητας των ενδιαφερομένων (εμπόρων.Ε. ΚΠολΔ 953 (1017) § 5 Σχ. Έτσι δεν επιτρέπεται. ακατάσχετα 371 τα οικογενειακά έγγραφα και τα επαγγελματικά βιβλία16. αλλά υπόκεινται στην κατάσχεση των ειδικών περιουσιακών στοιχείων. μικρά αγάλματα. Για όσες επιστολές βρίσκονται καθ' οδόν στο ταχυδρομείο υπάρχει το απαραβίαστο του απορρήτου αυτών κατά το Σύνταγμα.λπ. ΚΠολΔ 953 (1017) § 3 εδ.λπ. τα σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματός τους. mutatis mutandis. Βλέπε κατωτ.λπ.τι και για τις υπόλοιπες περιπτώσεις. να κατασχεθούν οι καρποί νωρίτερα από ένα μήνα από τη συνηθισμένη εποχή που ωριμάζουν.§ 393 – Προϋποθέσεις. Τα αντίτυπα αυτών. λόγω του προσωπικού χαρακτήρα τους.λπ. 1017 § 3 εδ. Οι επιστολές είναι ακατάσχετες σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη. φαρμακοποιών. κατά τον ΚΠολΔ. δακτυλίδια. 17. αυτά που ερμηνεύουν τα διάφορα περιστατικά και άλλα στοιχεία. γ΄ Α. 1082 § 5 Α. Και εδώ για τον χαρακτηρισμό και την εκτίμηση του προορισμού των συγκεκριμένων αντικειμένων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας και οι επαγγελματικές και άλλες συνήθειες που κρατούν. Αρχικά. Εξαίρεση θα μπορούσε να ισχύει. Πολ. που έχουν ήδη εκδοθεί. τεχνικών κ.Δ. γλυπτών και άλλων καλλιτεχνών. Τα αμέσως παραπάνω ισχύουν. Στον όρο «χειρόγραφα» περιλαμβάνονται έγγραφα ιδιόγραφα ή γραμμένα με γραφομηχανή κ. 1082 § 3 εδ. όλα αυτά δεν κατάσχονται κατά τη συνηθισμένη διαδικασία. Πολ. γ΄ Σχ. διορθώσεις κ. Δυσκολίες γεννιώνται ως προς το δικαίωμα των επόμενων εκδόσεων. όταν έχουν περιέλθει ήδη στον παραλήπτη. γραφίδες κ. Σ. πριν γίνουν τέλεια κουκούλια18. όπως και το τίμημα που τυχόν οφείλεται. αφορούν δε διάφορα θέματα.Ε. για τα έργα των ζωγράφων. όρια επιβολής κατασχέσεως. γ΄.). Εξάλλου. Περιορισμοί.Ε. στ) Δεν επιτρέπεται περαιτέρω η κατάσχεση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων για την αποφυγή βλάβης της παραγωγής και της εθνικής οικονομίας γενικά. πρέπει να γίνεται δεκτή η αρνητική λύση. που υπάρχουν στα χέρια του συγγραφέα ή των βιβλιοπωλών για πώληση για λογαριασμό αυτού αντί προμήθειας. όταν πρόκειται για το δικαίωμα της απλής ανατυπώσεως. Εννοείται ότι ο παραπάνω περιορισμός δεν ισχύει ως προς τα επιστημονικά συγγράμματα κ. 1017 § 5. §§ 471 επ. επειδή συνήθως για κάθε έκδοση επιβάλλονται ή είναι χρήσιμες απλές μεταβολές. Στις 16. . σκουλαρίκια.Δ. όχι όμως γραπτά κείμενα που αποτελούν προσχέδια ή σχέδια και επιστημονικά ή καλλιτεχνικά έργα που ετοιμάζονται για εκτύπωση.λπ.. Σ.Ε. κατάσχονται ελεύθερα.. τα ιερά πράγματα και τα υπόλοιπα εκτός συναλλαγής πράγματα. κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών19. Είναι φανερό. στις οποίες από ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγους δημόσιου συμφέροντος δικαιολογείται η έλλειψη της δυνατότητας απαλλοτριώσεως. γίνεται δεκτό ότι δεν μπορούν να υποστούν αναγκαστική κατάσχεση όσα είναι αναπαλλοτρίωτα με βάση διάταξη (του) νόμου. δημοτικών. Δ) Ενόψει του κανόνα. 1166 εδ.Κ. επεκτείνεται η έλλειψη της δυνατότητας κατασχέσεως και σε περιουσιακά στοιχεία που έγιναν αναπαλλοτρίωτα με ιδιωτική βούληση. . ακατάσχετα περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται ακριβώς για ακατάσχετο. ότι η έλλειψη της δυνατότητας κατασχέσεως δεν ισχύει σε περιπτώσεις απαιτήσεων που αναγνωρίζονται για γενικότερους λόγους άμεσα από τον νόμο. διατροφής κ.372 § 393 – Προϋποθέσεις. με εξαίρεση μόνο ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις. θα κατέληγε σε ματαίωση ή άρση του αναπαλλοτρίωτου με τη μέσω πλειστηριασμού εκποίηση και μεταβίβαση αυτών στον υπερθεματιστή.χ. εάν επιτρεπόταν. 966. κατά τον οποίο κατάσχεται κάθε στοιχείο της περιουσίας κάθε οφειλέτη που μπορεί να εκποιηθεί ή να απαλλοτριωθεί.χ. Τα σχετικά με την συνηθισμένη ωρίμανση των καρπών και την τελική ανάπτυξη των μεταξοσκωλήκων πρέπει να κρίνονται ενόψει των τοπικών συνθηκών και των διδαγμάτων της κοινής πείρας. εάν. ότι κατάσχονται οι καρποί που έχουν πέσει ή έχουν αποκοπεί και πολύ περισσότερο οι καρποί που έχουν συλλεγεί. όπως π. Σχετικά έγινε δεκτό. κάτω από ποιες προϋποθέσεις και μέχρι ποιών ορίων. Αμφίβολο ήταν και είναι εξάλλου το ζήτημα. Περίπτωση ακυρωτικού ελέγχου δεν αποκλείεται να εμφανιστεί και στις παραπάνω περιπτώσεις. έστω και έμμεσα. αυτή την έλλειψη της δυνατότητας απαλλοτριώσεως δεν υπάρχει. α΄. τα κοινά σε όλους. ενώ επιτρέπεται μόνο η κατάσχεση του δικαιώματος ασκήσεως 19. τα κοινής χρήσεως και τα προορισμένα σε εξυπηρέτηση δημόσιων. Διάταξη που να καθιερώνει. Α. αλλά σπάνια και μέσα στα όρια που επανειλημμένα αναφέρονται παραπάνω. για τους παραπάνω λόγους.λπ. καθώς και του Δημοσίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή νομικών προσώπων που ασκούν δημόσια επιχείρηση. Περιορισμοί. π. Ε) Ως αναπαλλοτρίωτο περιουσιακό στοιχείο είναι ακατάσχετη η επικαρπία20. αλλά για χρονικό περιορισμό στην επιβολή κατασχέσεως. γιατί οδηγεί σε απαλλοτρίωση και συνεπώς.Κ. αποκλείεται δε η παραπάνω κατάσχεση. όρια επιβολής κατασχέσεως. Γι’ αυτό η λύση του ζητήματος πρέπει αρχικά να είναι αρνητική. Α. θεραπείας σοβαρής ασθένειας. που αναφέρθηκε παραπάνω. Γεννήθηκε στην πράξη το ζήτημα. 20. αν η έλλειψη δυνατότητας κατασχέσεως ισχύει για κάθε περίπτωση ή μόνο αν πρόκειται για απαιτήσεις που γεννήθηκαν με ιδιωτική βούληση. Β) Οι εγχειρόγραφοι δανειστές έχουν δικαίωμα να κατασχέσουν κάθε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη που υπόκειται.). και η οίκηση22. Σ. 1046 § 2. οι ειδικοί προνομιούχοι. ενέχυρα).Ε. ενεχυρούχος. γενικός ή ειδικός προνομιούχος ή απλά εγχειρόγραφος. όπως και τα υπόλοιπα εμπράγματα δικαιώματα πάνω σε ξένο πράγμα (δουλείες. ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής. Α. ενέχυρο ή υποθήκη. Σχ. β΄ 22. αλλά άμεση φθορά (καρποί που δεν μπορούν να συντηρηθούν στα ψυγεία κ. ΙΙ) Αποκλίσεις. περιορίζεται δε μόνο ως προς την έκταση η εκποίηση σε πλειστηριασμό και μεταβίβαση αυτού στον υπερθεματιστή.Κ.Ε. ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη. 23. . προβάλλοντας με άσκηση ανακοπής εναντίον της την πιο πάνω αναφερόμενη ένσταση 21.Κ. άσχετα αν αυτό βαρύνεται με προνόμιο. Α. αδιάφορο αν είναι ενυπόθηκος. στο οικείο μέρος. η ένσταση της (προσωπικής ή πραγματικής) διζήσεως σε ορισμένες και κυρίως στις επόμενες περιπτώσεις: α) Σύμφωνα με το άρθρο 855 ΑΚ. στα οποία επιτρέπεται η μεταβίβαση αυτού21. οι ενεχυρούχοι και οι ενυπόθηκοι δανειστές.§ 393Α – Κανόνες για τη σειρά επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως 373 αυτής μέχρι των ορίων. Γενικά. εξαιρούνται της κατασχέσεως πράγματα που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά. Α) Κατ' εξαίρεση από τον κανόνα που αμέσως παραπάνω εκτέθηκε.λπ. 982 (1046) ΚΠολΔ23.Δ. ενέχυρο ή υποθήκη. σε κατάσχεση. Εξάλλου. Κατά συνέπεια. υποθήκες. ισχύει και στη αναγκαστική εκτέλεση και ιδιαίτερα στην αναγκαστική κατάσχεση. αλλά και την λοιπή περιουσία του οφειλέτη. 1185. Πολ. έχουν (καταρχήν) την ευχέρεια να κατασχέσουν όχι μόνο τα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων έχουν προνόμιο. Τίτλος Τρίτος Κανόνες που ισχύουν ως προς τη σειρά της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως § 393Α Ι) Εισαγωγή. Ζ) Κατά το άρθρ. 1109 § 2 Α. στην επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως έχει δικαίωμα να προβεί κάθε δανειστής του συγκεκριμένου οφειλέτη. σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί. 1166 εδ. ΣΤ) Σχετικά με τις συνέπειες της επιβολής της κατασχέσεως σε ακατάσχετα περιουσιακά στοιχεία γίνεται λόγος παρακάτω. έχει την εξουσία να αποκρούσει την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύθηκε εναντίον του και μάλιστα την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως. Ακατάσχετα χαρακτηρίζονται τα πράγματα που μπορούν να υποστούν όχι απλά φθορά. ή είναι ελεύθερο από τέτοια βάρη. Α) Όπως και παραπάνω σημειώθηκε. 1015 παρ. σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 25. 855 ΑΚ αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να επιχειρηθεί επί των κινητών πραγμάτων του πρωτοφειλέτη του τόπου κατοικίας ή διαμονής του. 1080 παρ. Η αναγνώριση μιας τέτοιας ευχέρειας θα αποτελούσε αδικαιολόγητο από ηθικής πλευράς μέσο καταπιέσεως των. πρέπει να επιχειρήσει εκτέλεση και σε αυτά. Πρβλ. 1297 ΑΚ. 2. ο τρίτος κύριος ή νομέας του ενυπόθηκου κτήματος έχει δικαίωμα να απαιτήσει όπως γίνει πρώτα αγωγή κατά του πρωτοφειλέτη24. . Πολ. και το άρθρ. 2 Σχ. σε περίπτωση εγγυήσεως που δόθηκε για χρηματική οφειλή. ολόκληρη κατά κανόνα η περιουσία του οφειλέτη υπόκειται. Από αυτό όμως δεν συνάγεται. 2 Α. ο ΚΠολΔ25 ορίζει ότι η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκτείνεται σε περισσότερο από όσο χρειάζεται για την ικανοποίηση της απαιτήσεως και για την κάλυψη των εξόδων της εκτελέσεως. ότι έκανε προσπάθεια τέτοιας αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτη και ότι αυτή δεν απέδωσε αποτέλεσμα. γ) Εξάλλου. Σ. σε αναγκαστική κατάσχεση από οποιονδήποτε δανειστή του. του 1880. δ) Εξαιρείται η περίπτωση. τρόπον τινά ως υπέγγυα στο γενικό ενέχυρο για τα χρέη του. Με τον όρο αυτό εννοείται ή ότι η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύθηκε δεν απέφερε τίποτα ή ότι απέφερε ποσό που δεν ήταν αρκετό για την ικανοποίηση του δανειστή που στρέφεται τώρα κατά του εγγυητή. 856 ΑΚ. στα χέρια αδίστακτων και μερικές φορές όχι καλής πίστεως δανειστών.Δ. οφειλετών. αν δοθεί υποθήκη για εξασφάλιση εγγυήσεως. Α) Όπως ειπώθηκε κατ' επανάληψη.374 § 393Α – Κανόνες για τη σειρά επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως της διζήσεως. ΚΠολΔ 951 (1015) παρ. Σε όλες τις αμέσως πιο πάνω αναφερόμενες περιπτώσεις.Δ. σύμφωνα με το άρθρ. αλλά απεναντίας υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή. ότι η αναγκαστική εκτέλεση που επιχειρήθηκε κατά του πρωτοφειλέτη δεν κατέληξε σε ικανοποίηση εκείνου που τώρα επισπεύδει. εκτός αν εκείνος που επισπεύδει αντιτάξει και αποδείξει. καθιερώνεται προσωρινό απαράδεκτο της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως εναντίον του εγγυητή. το οποίο αίρεται με την επίκληση και την απόδειξη του ισχυρισμού. 356 της Κρητ. κατά την οποία ο εγγυητής είναι και πρωτοφειλέτης. για τους λόγους αυτούς. Ορθά.Ε. ότι επιτρέπεται κάθε στιγμή η επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως σε ολόκληρη την υποκείμενη σε κατάσχεση περιουσία κάθε οφειλέτη. Β) Ο καθορισμός της εκτάσεως της επιβαλλόμενης κάθε φορά αναγκαστικής κατασχέσεως αφήνεται αρχικά στην εκτίμηση και στην κρίση εκείνου που συγκεκριμένα επισπεύδει. Αν ο δανειστής έχει δικαίωμα ενεχύρου ή επισχέσεως επί των κινητών πραγμάτων του πρωτοφειλέτη. η οποία όμως δεν είναι ανεξέλεγκτη. ΙΙΙ) Ποσοτικός περιορισμός της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως. η προαναφερόμενη σύμφωνα με το άρθρ.Ε. β) Ειδικά. ιδίως για μικρά ποσά. καλόπιστων πολλές φορές. ο οποίος στο πλαίσιο ανακοπής του 24. Πολ. η δε αξία του κατασχεθέντος πράγματος δυσανάλογα μεγάλη.χ. την αξία των κατασχεθέντων αντικειμένων κ. και κατά συνέπεια η ανακοπή εναντίον της που ασκείται εμπρόθεσμα και νομότυπα κατά το στάδιο που αρμόζει θα πρέπει να γίνει δεκτή και ν' ακυρωθεί η σχετική διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αν ο δικαστής καταλήξει στο συμπέρασμα. ότι η έκταση της κατασχέσεως που επιβλήθηκε είναι υπερβολική σε σχέση προς τα παραπάνω στοιχεία. σε απαιτήσεις ή σε πράγματα κατά γένος ορισμένα. την περιορίζει εφόσον αυτή έχει επιβληθεί σε περισσότερα αντικείμενα. Δυσχέρειες όμως ανακύπτουν.§ 393Α – Κανόνες για τη σειρά επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως 375 άρθρ. ΚΠολΔ 952 (1016) Σχ.λπ. αφού ο δικαστής δεν έχει την εξουσία να προβεί σε διαίρεση. 1081 Α. είναι δυνατό να διαπιστωθεί.λπ. καθώς αποκρούεται με τη ρήτρα της σκληρότητας (Härteklausel). Β) Για τις περιπτώσεις αυτές ο ΚΠολΔ26 ορίζει τα εξής: «Αν με την κατάσχεση που έχει επιβληθεί δεν ικανοποιείται ή αν πιθανολογείται ότι με την κατάσχεση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί εντελώς η απαίτηση του δανειστή. ότι η παραπάνω ενέργεια πρόδηλα ενέχει τέτοια κατάχρηση του δικαιώματος της επιβολής κατασχέσεως. αν το αντικείμενο που κατασχέθηκε είναι ένα και. . δηλαδή ότι η αναγκαστική κατάσχεση επιβλήθηκε για ουσιαστικά ανύπαρκτη απαίτηση και για το λόγο αυτό είναι άκυρη και ανίσχυρη. μεγάλη πολυώροφη οικοδομή).Ε. ή θα θεωρηθεί. ή να πιθανολογείται απλά η παραπάνω ανεπάρκεια της κατασχέσεως που επιβλήθηκε για την ολοσχερή ικανοποίηση εκείνου που επισπεύδει κ. ή τουλάχιστον θα κριθεί ότι η ενέργεια αυτή αντίκειται στη θεμελιώδη διάταξη του άρθρ. και τούτο διότι πρόκειται για ανεπίτρεπτη κατά το επιπλέον κατάσχεση. μπορεί με αίτηση του δανειστή να υποχρεωθεί ο οφειλέτης. όπως συνήθως συμβαίνει.Ε. Εν προκειμένω δηλαδή δεν προσφέρεται η λύση του περιορισμού της κατασχέσεως σε τόσα στοιχεία όσα είναι αναγκαία για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και να καλυφθούν τα έξοδα της εκτελέσεως. IV) Ανεπάρκεια της αναγκαστικής κατασχέσεως που επιβλήθηκε προς ικανοποίηση εκείνου που επισπεύδει και των τυχόν άλλων δανειστών που έχουν αναγγελθεί. 26. αδιαίρετο (π. Γ) Αν το ποσό της απαιτήσεως είναι πολύ μικρό. 933 ΚΠολΔ θα εκτιμήσει τα διάφορα στοιχεία και κυρίως το ποσό της απαιτήσεως ή των απαιτήσεων του επισπεύδοντα μαζί με τους τόκους. από αυτούς που δέχονται την εφαρμογή των κανόνων περί της καταχρήσεως δικαιώματος στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου. 116 (117) ΚΠολΔ. Α) Σε αντίθεση με το αμέσως παραπάνω αναφερόμενο ενδεχόμενο της επιβολής υπερβολικής σε έκταση κατασχέσεως. 1016. ότι η αναγκαστική κατάσχεση που επιβλήθηκε είναι ανεπαρκής για την ικανοποίηση εκείνου που επισπεύδει και των δανειστών που ενδεχόμενα αναγγέλθηκαν κανονικά. ΠολΔ Σ. 39. τα οποία να υπόκεινται σε κατάσχεση.λπ. που επιχειρήθηκε ήταν συνολικά ή κατά ένα μέρος άκαρπη. Βλ. Εξάλλου. κατά τις οποίες μπορεί να επιβληθεί και να δοθεί ο όρκος αυτός. παρακάτω. 29. σελ. Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή που όρισε το Υπουργείο Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του ΚΠολΔ στην πρόταση σχεδίου νόμου που είχε υποβάλει είχε προτείνει τον εμπλουτισμό της συγκεκριμένης διατάξεως με βάση και ρυθμίσεις αλλοδαπών δικαίων (βλ.λπ. IV) στα περί εκουσίας διαδικασίας και περί βεβαιωτικού ή φανερωτικού όρκου. Η ρύθμιση είναι παρωχημένη και χρήζει τροποποιήσεως. για τη διαδικασία αυτή (τ. ή άλλου δανειστή να επισπεύσει νέα διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως. ότι δεν παραλείπει κανένα από αυτά και ότι έκανε κάθε προσπάθεια για να εξακριβώσει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία». 218).376 § 393Α – Κανόνες για τη σειρά επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως κατά τη διαδικασία των άρθρων 861 έως 86627. όσο και όταν πιθανολογείται. αν βρει περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. δίνοντας συνάμα βεβαιωτικό όρκο ότι ο κατάλογος τα περιέχει όλα. αστική. δημιουργεί σύμφωνα με ορισμένες προϋποθέσεις ευθύνη (ποινική. Ε) Η υποβολή καταλόγου περιουσιακών στοιχείων που δεν είναι ακριβής ως προς το περιεχόμενό του και η δόση βεβαιωτικού ή φανερωτικού όρκου με γνώση της ανακρίβειας ή της αναλήθειάς του. Είναι μία από τις προτάσεις. Αποτελεί απλά εκπλήρωση νόμιμου καθήκοντος. ΣΤ) Η κανονική υποβολή του παραπάνω καταλόγου και η δόση του βεβαιωτικού ή του φανερωτικού όρκου δεν επηρεάζει την τυχόν εκκρεμή διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. τ. τ. Γ) Η διαδικασία που προβλέπεται από την παραπάνω διάταξη υποβολής του καταλόγου περιουσιακών στοιχείων και δόσεως βεβαιωτικού ή φανερωτικού όρκου28 μπορεί με αίτηση του επισπεύδοντα να λάβει χώρα τόσο όταν η διαδικασία αναγκαστικής κατασχέσεως κ. για τις οποίες γίνεται λόγος παρακάτω29.). κ. Πρβλ. να υποβάλει κατάλογο των περιουσιακών του στοιχείων. όπως ειδικότερα αναφέρεται στο σχετικό μέρος παρακάτω. άρθρ. 92 της Πρότασης Σχεδίου Νόμου όπως δημοσιεύθηκε στην επιστημονική σειρά του Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών. IV στα περί εκουσίας διαδικασίας και ιδίως περί βεβαιωτικού ή φανερωτικού όρκου. το οποίο επιβάλλεται στον οφειλέτη. 27. δεν εμποδίζει τον ίδιο δανειστή που προκάλεσε την υποβολή του καταλόγου κ. πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκειά της. ότι αυτή δεν μπορεί να καταλήξει σε ολοσχερή ικανοποίηση εκείνου που επισπεύδει και των δανειστών που ενδεχόμενα αναγγέλθηκαν νόμιμα. Δ) Αυτή καθ' εαυτή η μη υποβολή του πιο πάνω καταλόγου έχει άμεσες κυρώσεις. Πρόκειται για τη δόση του βεβαιωτικού ή του φανερωτικού όρκου. 28. .λπ. η οποία έχει σκοπό και επιφέρει. συναφείς μεν αλλά ξεχωριστές μεταξύ τους και οι οποίες παράγουν ιδιαίτερες (η καθεμία) συνέπειες. παρ. Είναι η βάση της προδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Ι) Γενικές παρατηρήσεις. δημιουργεί ιδιάζουσα νομική 30. 924). η οποία επέρχεται με την επιβολή της κατασχέσεως. Α) Η δικαστική δέσμευση.λπ. Α) Η κατάσχεση αυτή αφενός είναι (διαδικαστική) πράξη. ή απαιτήσεως ή ειδικού περιουσιακού στοιχείου κ.§ 394 – Ύπαρξη και σημασία της αναγκαστικής κατασχέσεως 377 Τίτλος Τέταρτος Η ύπαρξη και η σημασία της αναγκαστικής κατασχέσεως καθ' εαυτή και ως προϋπόθεση της περαιτέρω διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως* § 394 *Ειδική βιβλιογραφία: Γ. και μάλιστα στις έννομες σχέσεις κυρίως του ουσιαστικού. πράξη της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. . Όπως και παραπάνω παρατηρήθηκε. ΙΙ) Η διπλή φύση της αναγκαστικής κατασχέσεως. ΙΙΙ) Η λειτουργία και η ειδικότερη σημασία της αναγκαστικής κατασχέσεως. Ράμμου: Η ύπαρξις και το κύρος της κατασχέσεως ως προϋπόθεσις της διεξαγωγής του πλειστηριασμού και αναπλειστηριασμού. περαιτέρω δε εξαιτίας της νομικής καταστάσεως που δημιουργεί και η οποία επιδρά αντανακλαστικά προς διάφορες κατευθύνσεις. 399. Β) Αφ’ ετέρου. εκτός των παρακάτω αναφερομένων αξιόλογων συνεπειών της. η επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως αποτελεί την πρώτη. η πράξη του πλειστηριασμού εν μπορεί να διεξαχθεί έγκυρα. στον Αναμν. Θ. Χωρίς την επιβολή τέτοιας κατασχέσεως. δικαστική δέσμευση του κατασχεμένου περιουσιακού αντικειμένου (πράγματος κινητού ή ακινήτου). μετά την επίδοση αντιγράφου του εκτελεστού τίτλου μετ' επιταγής προς εκούσια συμμόρφωση (άρθρ. εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και τηρηθούν οι διαγραφόμενες διατυπώσεις. και αυτοτελώς σε ανάτυπο (1973). η αναγκαστική κατάσχεση έχει διφυή χαρακτήρα και αντίστοιχα διπλό περιεχόμενο και εκπληρώνει συνήθως δύο λειτουργίες. και της υπάρξεως της διατηρήσεώς της μέχρι την ορισμένη ημέρα της διενέργειας του πλειστηριασμού. πρώτα πρώτα λόγω των σοβαρών έννομων συνεπειών. Η δέσμευση αυτή έχει ειδική νομική και ουσιαστική σημασία. Τόμο Εμμ. παρακ. 487 επ. συμπεριλαμβανομένης και της περιπτώσεως συντηρητικής κατασχέσεως που μετατρέπεται νόμιμα σε αναγκαστική (άρθρ. 397. Βλ. Μιχελάκη (1973) σελ. κάποτε όμως και του δικονομικού δικαίου. 395. τις οποίες επιφέρει και για τις οποίες γίνεται λόγος ειδικότερα παρακάτω30. 722). η οποία επισπεύδεται προς τον σκοπό της ικανοποιήσεως χρηματικών απαιτήσεων. την ακύρωση ή την ανατροπή της. το οποίο θέτει υπό την πρόνοια και την επίβλεψη της δικαστικής αρχής. κ. αλλά είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από νομοθετικής πλευράς. νέου πλειστηριασμού. δεν μπορεί να διενεργηθεί έγκυρα αναγκαστικός πλειστηριασμός του κατασχεμένου πράγματος. Το καθεστώς που δημιουργείται από την επιβολή της κατασχέσεως είναι ιδιόρρυθμο. όμως η αναγκαστική κατάσχεση δεν διασπάται. Η υφιστάμενη βασική έννομη σχέση ως προς το αντικείμενο που μνημονεύθηκε δεν αλλοιώνεται με μόνη την επιβολή της κατασχέσεως. ή μετά την παραίτηση. οι οποίοι δικαιολογούνται από το σκοπό της προαναφερόμενης πράξεως. ανεξάρτητα του ότι η παραδοχή της θα δημιουργούσε συνήθως ανυπέρβλητες νομικές και πραγματικές δυσκολίες και θα κατέληγε σε ανεπιεικείς και ανεπιθύμητες συνέπειες. αφού θα θεωρείτο τυπικά άκυρη σαν αφετηρία και βάση διεξαγωγής αναγκαστικού πλειστηριασμού. Υπήρχε επομένως φόβος παρατάσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. η αναγκαστική κατάσχεση είναι η κύρια βάση της διεξαγωγής του αναγκαστικού πλειστηριασμού. με βλάβη των εννόμων συμφερόντων πολλών ενδιαφερομένων. ο αναπλειστηριασμός και ο νέος πλειστηριασμός έχουν σαν βάση την αρχική κατάσχεση. έστω και στενά δεμένες. Η κατάσχεση είναι μία και ενιαία πράξη και έννομη κατάσταση. Β) Από την άλλη πλευρά. Θα υπήρχε έτσι π. εκτός αν αυτή ακυρώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή ανατράπηκε ή υπήρξε παραίτηση από αυτή. Γι' αυτό δεν είναι ορθή η άποψη που υποστηρίχθηκε παλιότερα και σύμφωνα με την οποία η αναγκαστική κατάσχεση είναι δυνατό να υπάρχει και να έχει έννομες συνέπειες ως προς την μία κατεύθυνση και να μη θεωρείται νομικά υπαρκτή ή να χαρακτηρίζεται. μόνον δε ορισμένες μεταβολές μπορούν να γίνουν σύμφωνα με το νόμο.λπ. αλλά υπόκειται σε διάφορους περιορισμούς. Η άποψη αυτή όχι μόνο δεν βρίσκει έρεισμα στο ισχύον δίκαιο. ή τη μετατροπή ή την εξομοίωση της συντηρητικής κατασχέσεως με αναγκαστική. . καθώς αντιβαίνει στην ενότητα της πράξεως και είναι ασυμβίβαστη προς τη φύση της. Οι περιορισμοί αυτοί είναι ή υποκειμενικής ή αντικειμενικής φύσεως και έχουν διάφορες και ποικίλες αντανακλάσεις. Η εξειδίκευση του αντικειμένου που πλειστηριάζεται γίνεται με την επιβολή της κατασχέσεως. λόγω αποτυχίας του προηγούμενου. Γ) Παρά την πιο πάνω απλά αναφερόμενη δισυπόστατη μορφή και λειτουργία της. ότι δεν παράγει καμμία ενέργεια ως προς την άλλη κατεύθυνση. πράξεις ή καταστάσεις. η οποία έχει διάφορες εκδηλώσεις και εμφανίσεις. Δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να ειπωθεί ότι υπάρχουν δύο.378 § 394 – Ύπαρξη και σημασία της αναγκαστικής κατασχέσεως και συνήθως πραγματική κατάσταση του κατασχεμένου περιουσιακού στοιχείου. Χωρίς την επιβολή της. κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. ή.χ. αναγκαστική κατάσχεση που δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει. Και σε περίπτωση ανάγκης διεξαγωγής αναπλειστηριασμού. με το πρόγραμμα του πλειστηριασμού ή κατά τη νέα ορολογία του Κώδικα την περίληψη κατασχετηρίου εκθέσεως. Διατρ. Τίτλος Πέμπτος Οι έννομες συνέπειες της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως* § 395 *Ειδική βιβλιογραφία: Χ. κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση. στην οποία αποσκοπούσε εφόσον αυτός είναι δικαιούχος σύμφωνα . Μπρίνια: Τα υποκειμενικά όρια (της) ακυρότητος της διαθέσεως του κατασχεμένου αντικειμένου. τους αντιπροσώπους. Η ακινητοποίηση αυτή εξασφαλίζει σε ορισμένο μέτρο την περαιτέρω συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως μέχρι ένα ορισμένο σημείο κάθε φορά.§ 395 – Έννομες συνέπειες επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως 379 πιθανόν δε και γενικότερα ευρύτερου κύκλου προσώπων και της εθνικής οικονομίας. κ. εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση και τα πρόσωπα που νομικά ταυτίζονται με αυτόν (ιδίως τους καθολικούς. στους οποίους περιέρχεται το κατασχεμένο περιουσιακό στοιχείο. Βλ. επιφέρει δικαστική δέσμευση του κατασχεμένου περιουσιακού στοιχείου ή αντικειμένου. Κατά συνέπεια.). Ο περιορισμός αυτός είναι υποκειμενικός. διότι δεν στρέφεται εναντίον του ο εκτελεστός τίτλος και η κατάσχεση. κατά κάποιο τρόπο. Όπως και παραπάνω παρατηρήθηκε. ούτε θέλει το κατασχεμένο αντικείμενο εκτός συναλλαγής. Δ V 671. όπως ειπώθηκε. άλλος (τρίτος). Amend Kurt: Das offentlich . Φραγκίστα: Das Präventionsprinzip in der Zwangsvollstrekkung (1930). 396 και 398. από επαχθή ή χαριστική αιτία.λπ.rechtiche Pfändungspfandrecht (Διδακτ. ΙΙ) ΄Eννοια και περιεχόμενο της απαγορεύσεως της διαθέσεως κ. εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και τηρηθούν οι διαγραφόμενες διατυπώσεις. η επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως. που δεν υπόκειται στη δέσμευση από την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως. μπορεί να προβεί σε πράξεις διαθέσεώς του οι οποίες βέβαια έχουν πρακτική αξία ή μάλλον επιφέρουν τη μεταβίβαση. Πανεπιστημίου Erlangen. Η δικαστική αυτή δέσμευση έχει σαν συνέπεια αφενός τη στέρηση της εξουσίας για διάθεση ή εκποίηση ή απαλλοτρίωση του κατασχεμένου πράγματος από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση και αφετέρου την απαγόρευση της επιβολής δεύτερης αναγκαστικής κατασχέσεως επί του κατασχεθέντος ήδη πράγματος (κινητού ή ακινήτου). 1952).λπ. σε άλλον για οποιαδήποτε πράξη (εν ζωή ή αιτία θανάτου). Ιω Σ. Δεν έχει επομένως αντικειμενική έκταση. Ι) Γενικές παρατηρήσεις. Δηλαδή. τους οιονεί καθολικούς διαδόχους. το ακινητοποιεί από νομική άποψη. και την παρακάτω βιβλιογραφία στις παρ.).λπ. κ. Α) Ο αποκλεισμός της διαθέσεως του κατασχεμένου περιουσιακού στοιχείου έχει την έννοια. ότι τούτο δεν μπορεί να μεταβιβαστεί από εκείνον. Reson Erich: Taschenbuch des Pfändungsschutzes (1965). δηλαδή αφορά. εφόσον δεν κρίθηκε η βασιμότητά τους από το δικαστήριο. εάν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. έχει διάφορες συνέπειες και κυρίως τις επόμενες: α) Η προαναφερόμενη διάθεση είναι άκυρη και ανίσχυρη.λπ. τουλάχιστον κατά κανόνα. εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. ή με ανατροπή που κηρύσσεται από τα δικαστήρια.λπ. Επομένως. δωρεά. 933 από τον επισπεύδοντα που ενεργεί και συνεχίζει την εκτελεστική διαδικασία ως να μην υπάρχει η γενόμενη διάθεση. Η ποινική ευθύνη δημιουργείται με την συνομολόγηση ή σύναψη εν γνώσει της ύπαρξης κατασχέσεως δικαιοπραξίας εκποιήσεως ή συστάσεως εμπράγματου δικαιώματος επί του πράγματος που κατασχέθηκε κ. που να στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο) ή με άρση ή με κήρυξή της με τελεσίδικη απόφαση ως άκυρης ή ανίσχυρης. σύμφωνα με όσα ειδικότερα ισχύουν σε κάθε αναγκαστική κατάσχεση. κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση. Άκυρη και ανίσχυρη είναι όχι μόνο η εμπράγματη. και πριν από την περαιτέρω εκπλήρωση ή την οπωσδήποτε ανάπτυξη των συνεπειών της δικαιοπραξίας. Πρόκειται για ουσιαστική και όχι δικονομική ακυρότητα. Η παρά την απαγόρευση διάθεση του κατασχεμένου περιουσιακού στοιχείου αποτελεί. αδιάφορα του αν προβάλλονται λόγοι ακυρότητας ή ανίσχυρου της κατασχέσεως από τον εκτελεστό τίτλο κ. αξιόποινη πράξη. Ιδίως στη σχέση μεταξύ οφειλέτη και τρίτου αποκτώντος η διάθεση είναι καθ’ όλα έγκυρη. Γ) Η παρά την παραπάνω απαγόρευση διάθεση του κατασχεμένου αντικειμένου κ. πώληση. κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση. εισφορά κατά κυριότητα σε εταιρεία. ανταλλαγή. ενδεχόμενα δε και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και ο μεσεγγυούχος. Περαιτέρω η ακυρότητα είναι σχετική. οι συνέπειες που ήδη επήλθαν από την υφισταμένη δέσμευση και συνακόλουθα από την στέρηση της εξουσίας προς διάθεση και οι οποίες προήλθαν από την ακυρότητα ή το ανίσχυρο της διαθέσεως δεν αίρονται (αναδρομικά).λπ.§ 395 – Έννομες συνέπειες επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως 380 με το ουσιαστικό δίκαιο κ. Ποιν.χ. κ.. επέρχεται και διαρκεί εφόσον υπάρχει. Πάντως. αλλά και η ενοχική δικαιοπραξία (π. όπως θα εκτεθεί παρακάτω. Αυτουργός της πράξεως μπορεί να είναι συνήθως εκείνος. συνεργός στην παραπάνω αξιόποινη 31.). 177. τυπικά νομότυπη κατάσχεση. Η παύση αυτή ενεργεί για το μέλλον (ex nunc) και όχι αναδρομικά (ex tunc). . Β) Η θέση σε αδράνεια του δικαιώματος ή της εξουσίας διαθέσεως εκείνου. Δεν είναι δηλαδή αναγκαία η άσκηση ανακοπής του άρθρ.λπ.λπ. κατά τα εξωτερικά τουλάχιστον στοιχεία. Η συνέπεια αυτή της δεσμεύσεως παύει αμέσως μόλις εκλείψει η κατάσχεση με παραίτηση από μέρους του επισπεύδοντα (εκτός αν έχει προηγηθεί αναγγελία άλλου δανειστή. Κωδ. ο τελευταίος και κάθε τρίτος μπορεί να είναι. Διώκεται δηλαδή αυτός που προβαίνει στην πιο πάνω απαλλοτρίωση για υφαίρεση ή υπεξαίρεση κατασχεμένου και γενικότερα για παράβαση της κατασχέσεως31. Δ) Περαιτέρω. 356/1974) και γενικά για το Δημόσιο. Α) Όταν πρόκειται για κινητά και ακίνητα (δηλαδή για ενσώματα πράγματα).δ. 1101 Α. αναγκαστική κατάσχεση σε κάποιο κινητό ή ακίνητο πράγμα. με επίσπευση του ίδιου ή άλλου δανειστή. αν επιβληθεί νομότυπη. 1036. Σ. παρακ. ισχύει.λπ. έχουν μόνο την ευχέρεια να αναγγελθούν. 33. σαν συνέπεια της επιβολής της αρχικής κατασχέσεως και κατά τη διάρκεια της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού.).Ε. Κατά συνέπεια. Βλ. διατηρείται η πιο πάνω δέσμευση και προστατεύονται εξίσου τα συμφέροντα των δανειστών που μετέχουν στη διαδικασία της εκτελέσεως. Πολ. Γ) Εξάλλου. επιβολή δεύτερης αναγκαστικής κατασχέσεως πάνω στο ίδιο πράγμα. ο παραπάνω περιορισμός δεν ισχύει σε αναγκαστική εκτέλεση.Ε. η οποία διενεργείται για την είσπραξη δημοσίων εσόδων κατά τον ΚΕΔΕ (ν. Οι δανειστές. Βλ.§ 395 – Έννομες συνέπειες επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως 381 πράξη. κατά κανόνα τουλάχιστον. όταν η πρώτη κατάσχεση που επιβλήθηκε είναι συντηρητική. ΚΠολΔ 972 (1036) Σχ. . όπως στο σχετικό μέρος αναπτύσσεται35 όταν πρόκειται για κατάσχεση στα χέρια τρίτου (απαιτήσεων κ. 35. οι οποίοι εμφανίζονται μετά από εκείνον που πρώτος επέσπευσε. § 462 επ. για αυτές τις συνέπειες και τις τυχόν ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες ως προς τις υφιστάμενες ή φαινομενικές διαφορές και αποκλίσεις. ορισμένες διατυπώσεις. γίνεται λόγος στα της διαδικασίας της επιβολής και εξελίξεως καθεμίας από τις παραπάνω αναφερόμενες κατασχέσεις32. μέχρι τη διανομή του εκπλειστηριάσματος και το αργότερο μέχρι την παρέλευση 15 ημερών από τον πλειστηριασμό. § 441. Δ) Η πιο πάνω εκτιθέμενη συνέπεια της δικαστικής δεσμεύσεως και της θέσεως σε αδράνεια του δικαιώματος ή της εξουσίας προς διάθεση. ΙΙΙ) Απαγόρευση επιβολής δεύτερης αναγκαστικής κατασχέσεως. εφόσον στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και εφόσον τηρήθηκαν. το οποίο έχει την ευχέρεια να 32. αν υπάρχει πρώτη αναγκαστική κατάσχεση. σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και προθεσμίες στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως που ήδη άρχισε και συνεχίζεται. σύμφωνα με όσα παρακάτω θα εκτεθούν στο σχετικό μέρος. επέχει θέση αυτοτελούς κατασχέσεως34. Βλ. Η αναγγελία αυτή. ο πιο πάνω περιορισμός δεν ισχύει. σύμφωνα με τα εξωτερικά της γνωρίσματα. Η προαναφερόμενη απαγόρευση της επιβολής δεύτερης αναγκαστικής κατασχέσεως δεν ισχύει. ως προς την επιβολή κάθε αναγκαστικής κατασχέσεως. οπότε δεν αποκλείεται η επιβολή δεύτερης αναγκαστικής κατασχέσεως πάνω στο ίδιο πράγμα. Επίσης. Ειδικότερα. δεν υπάρχει κώλυμα για την επιβολή δεύτερης συντηρητικής κατασχέσεως. απαγορεύεται στη συνέχεια. παρακ. χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η ημέρα που αυτός διενεργήθηκε33.Δ. 34. §§ 396 επ. παρακ. ΠολΔ Σ. Η λειτουργία της αναγκαστικής κατασχέσεως ολοκληρώνεται και εξαντλείται με την περάτωση του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Εξάλλου. σύμφωνα με όσα αναφέρονται στα σχετικά μέρη38. η αναγκαστική κατάσχεση (καθώς και η συντηρητική κατάσχεση που μετατρέπεται σύμφωνα με τους όρους του νόμου και εξομοιώνεται με αναγκαστική). Κατά συνέπεια. είναι η σκέψη της αποφυγής της επιβαρύνσεως της περιουσίας του οφειλέτη με τη δαπάνη. Επιτελεί. εφόσον απαγορευόταν η διενέργεια πλειστηριασμού με βάση δεύτερη κατάσχεση. 1022 § 2. Δικαιολογητικός λόγος της αναγραφής του κανόνα για την απαγόρευση της επιβολής δεύτερης αναγκαστικής κατασχέσεως. τις οποίες επιφέρει η επιβολή της. Α) Όπως και πιο πάνω σημειώθηκε. IV) Η δύναμη και η επιρροή της αναγκαστικής κατασχέσεως στην περαιτέρω διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. που συνήθως επακολουθούν. Σχ.Ε. ή διότι έλαβε χώρα παραίτηση από αυτή. ή για άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που έχει το ίδιο προνόμιο με βάση ειδική και ρητή (αν και αμφίβολης συνταγματικότητας) διάταξη. Πρόκειται για δικονομική ακυρότητα και απαιτείται η άσκηση ανακοπής. Γ) Όλες οι 36. δεν υπάρχει η βασική προϋπόθεση της διεξαγωγής του αναγκαστικού πλειστηριασμού. έχει και άλλη αξιόλογη σημασία και ιδιότητα. όπως σημειώθηκε και παραπάνω. 997 (1061) § 5. αν έπαψε να υπάρχει η αναγκαστική κατάσχεση. επαναλαμβάνουμε. 37. πριν ακόμα ματαιωθεί ο πλειστηριασμός που άρχισε σαν συνέπεια της πρώτης ή προηγούμενης κατασχέσεως. ενώ αφετέρου εξαρτά κατά κάποιο μέτρο το κύρος της εκτελέσεως από το κύρος της αναγκαστικής κατασχέσεως που επιβλήθηκε. να λάβει χώρα αναγκαστικός πλειστηριασμός. Ε) Η κατά παράβαση του κανόνα που εκτέθηκε επιβαλλόμενη δεύτερη αναγκαστική κατάσχεση του ίδιου πράγματος κηρύσσεται άκυρη σύμφωνα με την νόμιμη διαδικασία36. 1125 § 5 Α. σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. .Ε. το σύστημα αυτό έχει το μειονέκτημα αφενός ότι διευκολύνει δόλιες συνεννοήσεις μεταξύ εκείνου που κατέσχεσε πρώτος και του οφειλέτη για τη παρέλκυση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως με παραίτηση κ. 38. Β) Χωρίς την ύπαρξη πλήρους και ισχυρής αναγκαστικής κατασχέσεως δεν μπορεί. που αναπτύσσεται στο κείμενο. § 411 επ. ή διότι αυτή ανατράπηκε με δικαστική απόφαση. διότι ακυρώθηκε τελεσίδικα. Εάν δεν υπάρχει σε πλήρη ενέργεια τέτοια κατάσχεση. τη λειτουργία της προδικασίας της διεξαγωγής του αναγκαστικού πλειστηριασμού. 37.λπ από της κατασχέσεως. Βλ. δεν μπορεί να διενεργηθεί έγκυρα αναγκαστικός πλειστηριασμός. ΚΠολΔ 958 (1022) § 2.382 § 395 – Έννομες συνέπειες επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως επιβάλει δεύτερη αναγκαστική κατάσχεση. εκτός των αμέσως παραπάνω και παρακάτω στα σχετικά μέρη αναλυομένων έννομων συνεπειών της. την οποία θα συνεπάγονταν οι διαδοχικές κατασχέσεις και οι αναγκαστικοί πλειστηριασμοί. παρακ. 1022 § 2 1061 § 5. χωρίς οι άλλοι δανειστές να έχουν την ευχέρεια πάντοτε να θεραπεύσουν το ελάττωμα αυτό ή να παρακάμπτουν τη δυσχέρεια αυτή. Αυτό όμως θα μπορούσε να επιτευχθεί και αν επιτρέπονταν διαδοχικές κατασχέσεις. ούτε και να νοηθεί. αλλά και τότε πολύ δύσκολα θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής παρόμοια διάταξη. από καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες επί ακινήτου του οφειλέτη. Κατά συνέπεια. η αναγκαστική κατάσχεση είναι η βάση και το θεμέλιο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Θα πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: Η απαίτηση της Τράπεζας να μην υπερβαίνει τις 20. Ομαλά. 3714/2008 («Προστασία Δανειοληπτών») δεν επιτρέπεται η επιβολή κατάσχεσης για ικανοποίηση απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιρειών παροχής πιστώσεων. Ή υπάρχει ή δεν υπάρχει αναγκαστική κατάσχεση. η οποία δεν είναι απόλυτα άψογη και ισχυρή. οι οποίες λαμβάνουν χώρα μέχρι την ημέρα της διενέργειας του πλειστηριασμού. Έτσι κατά το άρθρο 5 ν. Μία και ενιαία είναι η πράξη. σύμφωνα με το νόμο. ότι η ιδιότητα και η λειτουργία αυτή της αναγκαστικής κατασχέσεως είναι πιο έντονη από την πρώτη συνέπεια της επιβολής της. ή είναι ή δεν είναι έγκυρη η αναγκαστική κατάσχεση που επιβλήθηκε. διαχωρισμός και απομόνωση των παραπάνω συνεπειών και λειτουργιών της αναγκαστικής κατασχέσεως. δεν μπορεί. από την οποία πηγάζουν οι συνέπειες αυτές και γι' αυτό δεν είναι δυνατό να απομονωθούν οι ξεχωριστές συνέπειες και λειτουργίες της.§ 395 – Έννομες συνέπειες επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως 383 πράξεις της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού συνδέονται στενά με την αναγκαστική κατάσχεση. δηλαδή της συνέπειας της δικαστικής δεσμεύσεως που παραπάνω αναπτύχθηκε. φέρνει μέσα της τα σπέρματα της προσβολής. όπως έχουν τα πράγματα. Είναι λοιπόν επόμενο. ή παράγονται ή δεν παράγονται στο σύνολό τους οι σύμφωνα με το νόμο συνέπειές της. Η ρύθμιση για τα ακατάσχετα είναι παρωχημένη και χρήζει τροποποιήσεως. εφόσον εννοείται αυτά προβληθούν έγκυρα και με τον τρόπο που αρμόζει. Γενικά. ότι τα ελαττώματα των πράξεων αυτών επηρεάζουν περισσότερο ή λιγότερο το κύρος της κύριας διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Μόνο με ρητή διάταξη νόμου θα μπορούσε να γίνει λόγος για παραγωγή ή διατήρηση κάποιων από τις συνέπειες αυτές. Μπορούμε να πούμε. όπως ειπώθηκε και παραπάνω.000 ευρώ. το οποίο αποτελεί αποδεδειγμένα τη μοναδική κατοικία του. η οποία λαμβάνει χώρα με σκοπό την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. V) Ενότητα της πράξεως και των συνεπειών της. Διεξαγωγή αναγκαστικού πλειστηριασμού που στηρίζεται σε αναγκαστική κατάσχεση. Ήδη ο νομοθέτης με επί μέρους ρυθμίσεις προχώρησε σε πρόβλεψη διαφόρων ακατασχέτων προς το σκοπό προστασίας συγκεκριμένης κατηγορίας οφειλετών. ο οφειλέτης να μην έχει πα- . Αυτό ισχύει προπάντων ως προς το πρόγραμμα του αναγκαστικού πλειστηριασμού (περίληψη κατασχετηρίου εκθέσεως) και τις συνδεόμενες με αυτό ενέργειες και πράξεις των οργάνων και των υποκειμένων της αναγκαστικής εκτελέσεως. να λάβει χώρα. 384 § 395 – Έννομες συνέπειες επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως ράσχει με τη βούλησή του προσημείωση υποθήκης ή υποθήκη και να βρίσκεται σε αποδεδειγμένη αδυναμία να εκπληρώσει την συμβατική του υποχρέωση. 2 του ν. 3869/2010 («Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων») ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση για εξαίρεση από την εκποίηση ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του υπό προϋποθέσεις. . Περαιτέρω. με το άρθρο 9 παρ. Α) Η αναγκαστική κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη. τα οποία υπόκεινται σε κατάσχεση και να μπορούν να κατασχεθούν.Ε.I. Οι διατάξεις για την κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη εφαρμόζονται και α) όταν τα κινητά πράγματα του οφειλέτη βρίσκονται στα χέρια του δανειστή ή τρίτου πρόθυμου να τα αποδώσει. γίνεται από τον εντεταλμένο και εξουσιοδοτημένο γι' αυτό δικαστικό επιμελητή. ΠολΔ Σ. Σχετικά ο ΚΠολΔ ορίζει. επί διδακτ. Φραγκίστα: Γνωμοδοτήσεις 1980 σ.. ο οποίος κατέχει για λογαριασμό του και είναι έτοιμος να τα παραδώσει στα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως. (1937-1939)· Platan E. Falkmann Rud. στον οποίο σύμφωνα με τις πληροφορίες του υπάρχουν κινητά πράγματα του οφειλέτη. Ι) Εισαγωγή. ότι η κατάσχεση μπορεί να γίνει στα κινητά πράγματα που βρίσκονται στα χέρια του οφειλέτη1.: Der fehlerhafte Staatsakt in Mobiliarvollstreckungsrecht (1930). Φραγκίστα: Ακολουθητέα διαδικασία προκειμένου περί εκτελέσεως επί σιγαροποιητικών και καπνοκοπτικών μηχανών. στο Χ.Ε.Ε. Γοτίγγης (1932)· Peters K.H. Aufl.λπ. με παρουσία δεύτερου δικαστικού επιμελητή ή ενός ενήλικου μάρτυρα. Διατρ.: Die Zwangsvollstreckung in Leihmöbel (1909)· Kneidig E.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΙΝΗΤΩΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ Τίτλος Πρώτος Διαδικασία επιβολής κατασχέσεως* § 396 *Ειδική βιβλιογραφία: Χ. ΠολΔ Σ. Schwinge E. προβαίνει σε κατάσχεση τόσων (κινητών) πραγμάτων. Ichen J. ΚΠολΔ 953 (1017) § 2 Σχ. . 1017 § 2. ΚΠολΔ 953 (1017) § 1 Σχ. 1017 § 1. Schrader Siegfried: Zivilprozess und Zwangsvollstreckung in das bewegliche Vermogen (1974).: Die Zwangsvollstreckung in das Handelsgeschäft. Huberunnagel: Die Zwangsvollstreckung in das bewegliche Vermögen 3.: Die Zwangsvollstreckung in die auf Abzahlung verkäufte Sache (1972). όσα κατά την κρίση του απαιτούνται ή 1. β) όταν κατάσχεται εμπράγματο δικαίωμα του οφειλέτη σε ξένο κινητό πράγμα2.Ε. 2. ο δικαστικός επιμελητής μεταβαίνει στον τόπο.: Die Pfändung einer unter Eigentumsvorbehalt verausserten Sache (1970). Hennerici Karl: Die Zwangsvollstreckung in Wertpapiere (1908). του δανειστή ή τρίτου. Β) Εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις (που αναφέρθηκαν και αναπτύχθηκαν παραπάνω) της αναγκαστικής εκτελέσεως και δόθηκε (η) εντολή για κατάσχεση κ. Πανεπιστ. 1082 § 2 Α. 1082 § 1 Α. 104 επ. Εκεί. Röhle Sabin: Die Gewahrsam in der Zwangsvollstreckung (1971). οι οποίοι πρόκειται να συναλλαγούν σε σχέση με τα κατασχεμένα.λπ. 929 (941) και 930 (942) ΚΠολΔ. Ο ΚΠολΔ δεν αναγράφει παρόμοιο περιορισμό. Για την κατάσχεση που διενεργείται (πρέπει να) συντάσσεται από το δικαστικό επιμελητή έκθεση (η λεγόμενη έκθεση κατασχέσεως). 5. σύμφωνα με τις περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο.386 § 396 – Διαδικασία επιβολής κατασχέσεως ακριβέστερα όσων η αξία φαίνεται αρκετή για την ικανοποίηση του δανειστή που επισπεύδει3. διότι συντελεί στην προστασία των καλής πίστεως τρίτων. μέχρις ορισμένου βαθμού. ΠολΔ Σ. Βλ. Οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ δεν κάνουν διάκριση στο σημείο αυτό. των διαδίκων ή του κλητήρα.Ε. δεν είναι αρκετή για το σκοπό.Ε. τα οποία πρόκειται στο μέλλον να κατασχεθούν βρίσκονται σε κλειστές αποθήκες κ. πρέπει να εφαρμόζονται οι παραπάνω5 αναφερόμενες διατάξεις των άρθρ. παραπ. ΚΠολΔ 954 (1018) § 1 Σχ. ώστε να μην γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητα αυτού ή αυτών. διότι τέτοια προσβολή περιέχει γενικά και η επιβολή της κατασχέσεως. Αν τα (κινητά) πράγματα. Ορθότερη ήταν και πρέπει και στο ισχύον δίκαιο να θεωρείται η γνώμη που λύνει το ζήτημα αυτό καταφατικά. Αυτό το τελευταίο δεν επιβάλλεται ειδικά από τον ΚΠολΔ.Ε. ΙΙ) Έκθεση κατασχέσεως. Όχι σπάνια όμως. Γ) Η εξωτερική εμφάνιση της επιβολής της κατασχέσεως συνίσταται στην αφαίρεση ή ακριβέστερα στον αποχωρισμό των κατασχεμένων πραγμάτων και στην καταγραφή τους και στην επίθεση σφραγίδων σε εμφανές μέρος τους4. Στο προγενέστερο δίκαιο γεννήθηκε το ζήτημα. ΚΠολΔ 954 (1018) § 1 εδ. 1018 § 1. 1083 § 1 εδ. Στο προϊσχύον δίκαιο έπρεπε τα παραπάνω πρόσωπα που συμπράττουν να μην είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. 6. όπως ρητά ορίζεται από κάποιες αλλοδαπές νομοθεσίες και από το Σχεδ. Δ) Τα κατασχεμένα κινητά τα εκτιμά ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας που προσλήφθηκε. β΄ Σχ. μεγαλύτερη δε ακόμα και από αυτήν η προσωπική κράτησή του. αν επιτρέπεται να λάβει χώρα κατάσχεση (κινητών) πραγμάτων. .Ε. § 362. Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει. σύμφωνα με το οποίο η κατάσχεση που επιβάλλεται κάτω από τέτοιες συνθήκες αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας και της προσωπικής ελευθερίας του οφειλέτη κ.Ε. β΄ Α. Με τον όρο «ταυτότητα του πράγματος» εννοείται βέβαια κατά πρώτο λόγο η σύμφωνα με την κοινή αντίληψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούμενη φυσική ταυτότητα του αντικειμένου. εκτός από τα ουσιώδη που απαιτούνται από το άρθρο 117 (119) ΚΠολΔ α) ακριβή περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος (ή των κατασχεμένων πραγμάτων). Υπέρ της αντίθετης εκδοχής δεν συνηγορεί το προβαλλόμενο επιχείρημα. 4. 1083 § Α. β΄. η εξωτερίκευση αυτή. τα οποία βρίσκονται στις τσέπες ή στα χέρια του οφειλέτη. (1085) § 1 και είναι από νομοθετικής απόψεως σκόπιμο. Σ..λπ. 1018 § 1 εδ. κατά την κρίση του6. για το οποίο πρόκειται. ΠολΔ Σ. για τον οποίο προορίζεται ο καθορισμός της στην έκθεση (της) αναγκαστικής κατασχέσεως και 3. σε πολλές περιπτώσεις. στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση της επιταγής που επιδόθηκε στον οφειλέτη και του ποσού. Βλ. τ. ο σκοπός του νόμου δεν μπορεί να επιτευχθεί. δ) αναφορά του εκτελεστού τίτλου. Ι § 159. Βλ. 1083 § 4 Α. Κατά της παραπάνω αναφερόμενης εκτιμήσεως της αξίας των κατασχεμένων αντικειμένων και του καθορισμού της πρώτης προσφοράς. . οι συνέπειες της οποίας κρίνονται καταρχήν και καθορίζονται σύμφωνα με τις πιο πάνω αναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 159 (161) . γ) (την) τιμή (της) πρώτης προσφοράς που ορίστηκε και η οποία πρέπει να είναι τουλάχιστον τα δύο τρίτα της αξίας. 933 (995) ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο. 7. αναφορά της ημέρας και του τόπου του πλειστηριασμού καθώς και του ονόματος του υπαλλήλου του πλειστηριασμού.Ε. Αν αρνηθεί κάποιος από αυτούς να υπογράψει.Ε.λπ. Μάλλον. 1018 §§ 2-3.Ε. β) αναφορά της εκτιμήσεως αυτού ή αυτών (των κατασχεμένων) που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας που τυχόν προσλήφθηκε. IV) Συνέπειες ανωμαλιών της διαδικασίας. ΚΠολΔ. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. τ. για το οποίο γίνεται η κατάσχεση. κ. Ι § 152. 1018 § 4. παραπ. 10. το οποίο μπορεί να ορίσει μεγαλύτερη τιμή (της) πρώτης προσφοράς9. ΚΠολΔ 954 (1018) § 4 Σχ. την αξία. υπέρ του οποίου γίνεται. Ειδικότερα γι’ αυτές γίνεται παρακάτω λόγος11. και παραπ. εάν δε είναι παρόντες εκείνος. 11. οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή. την υπογράφουν και αυτοί.161 (163) ΚΠολΔ10. ΚΠολΔ 954 (1018) §§ 2-3 Σχ. 1083 §§ 2-3 Α. ΠολΔ Σ. Η μη τήρηση ή η θετική παράβαση των νομίμων διατυπώσεων (της) επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών και της συντάξεως της εκθέσεως κατασχέσεως κ. ΙΙΙ) Ανακοπή κατά της εκτιμήσεως των κατασχεμένων και του ορισμού πρώτης προσφοράς. Διαφορετικά. ΠολΔ Σ.λπ. που δικάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 686 (730) επ. του πράγματος. Βλ. θα πρέπει να εννοείται συνήθως η «δικονομική ταυτότητα». στην οποία εκτιμήθηκε το κατασχεμένο πράγμα. Η κατασχετήρια έκθεση (πρέπει να) υπογράφεται από το δικαστικό επιμελητή και τον μάρτυρα (που προσλήφθηκε) και του πραγματογνώμονα. 9. (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων) από το κατά το άρθρ.§ 396 – Διαδικασία επιβολής κατασχέσεως 387 στο πρόγραμμα (αρχικό ή επαναληπτικό) του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Αν η κατάσχεση δεν συμπληρωθεί κατά συνέχεια. § 491 επ. που αναπτύσσονται παραπάνω συνιστά παράβαση δικονομικής διατάξεως. και εκείνος. Ο προσδιορισμός πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να δώσει στοιχεία για την ποιότητα. ΚΠολΔ 117 (118). πρέπει να υπογράφεται μετά από κάθε διακοπή8.Ε. Βλ. παραπ. 8. γίνεται αναφορά γι' αυτό στην έκθεση7. ΠολΔ Σ. Ε) Ο μεσεγγυούχος και ο φύλακας έχουν την υποχρέωση να φυλάνε τα κατασχεμένα πράγματα. Μεσεγγυούχος μπορεί να ορισθεί και εκείνος. Α) Τα κατασχεμένα κινητά αφαιρούνται. διορίζοντας φύλακα13.χ. Γ) Αν κατασχέθηκαν χρήματα ή άλλα πράγματα που επιδέχονται κατά το νόμο κατάθεση.388 § 396 – Διαδικασία επιβολής κατασχέσεως V) Μεσεγγύηση των κατασχεμένων πραγμάτων. ΠολΔ Σ. υποβάλλεται. ο μεσεγγυούχος. 1085 § 5 Α. με απόδειξη παραλαβής.χ. ο δικαστικός επιμελητής (οφείλει να) ενεργεί χωρίς καθυστέρηση δημόσια κατάθεσή τους14. ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ή ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της Κοινότητας του τόπου της εκτελέσεως. πρόσωπο που να ασκεί δημόσιο λειτούργημα. υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση. 15. το οποίο δικάζει κατά τη διαδικα12. εφόσον συναινεί σε αυτό εκείνος. και εκείνον. κατά του οποίου στρέφεται. που κρίνεται κατάλληλο για το έργο αυτό σύμφωνα με τις περιστάσεις που συντρέχουν. ΚΠολΔ 956 (1020) § 3 Σχ. από την διακατοχή εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση. ο ειρηνοδίκης ή ο αναπληρωτής του.Ε. ΠολΔ Σ.. ΚΠολΔ 956 (1020) § 1 Σχ. υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση15. αν αυτός που διορίσθηκε είναι δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός και η αποδοχή του λειτουργήματος αυτού συνδέεται με τα κύρια καθήκοντά του. 1084 § 2 Α. όπως ειπώθηκε. Ο μεσεγγυούχος έχει κατά κανόνα δικαίωμα σε λήψη αμοιβής. 1085 § 3 Α. προβάλλεται. κατά προτίμηση δε. ΚΠολΔ 956 (1020) § 5 Σχ. 1020 § 5. Αν η φύση του κατασχεμένου πράγματος το επιβάλλει. η οποία γράφεται αυτοτελώς ή στην κατασχετήρια έκθεση. Εξαίρεση ισχύει. 1084 § 1 Α.Ε. 13.Ε.Ε. ανώνυμοι τίτλοι ή ανώνυμα χρεώγραφα κ. 1020 § 1. ο δικαστικός επιμελητής τα αφήνει στον τόπο. αλλά δεν έχουν (την εξουσία).λπ. υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση12. οποιοδήποτε πρόσωπο. κατά του οποίου στρέφεται. ή και εκείνος. Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει ως μεσεγγυούχο και εκείνον. Μεσεγγυούχος μπορεί να διορισθεί με επιλογή εκείνου που επισπεύδει. αν είναι δυνατό. η οποία. και παραδίδονται προς φύλαξη σε μεσεγγυούχο. καθώς και η αίτηση για την αντικατάστασή του. εισάγεται και δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρ. π.Ε. ΠολΔ Σ. Εκείνος που ορίσθηκε μεσεγγυούχος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την αποδοχή του λειτουργήματος αυτού. μετά από άδεια του ειρηνοδικείου της περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση. 686 (730) επ. ΚΠολΔ 956 (1020) § 2 Σχ. . σε περίπτωση διαφωνίας.Ε. 1020 § 3. καθορίζεται σύμφωνα με την εύλογη κρίση του δικαστηρίου της εκτελέσεως. όπου έγινε η κατάσχεση. ή ακριβέστερα στερούνται της εξουσίας να τα χρησιμοποιούν. εφόσον σε αυτό συναινεί εκείνος κατά του οποίου στρέφεται. 1020 §2. π. Δ) Κάθε αμφισβήτηση για τον ορισμό του μεσεγγυούχου. 14. ασκείται.Ε. η οποία αφορά τη μεσεγγύηση.Ε. Β) Αν κατασχέθηκαν πράγματα που η μεταφορά τους είναι δύσκολη ή μπορεί να τα βλάψει. ΚΠολΔ (των ασφαλιστικών μέτρων) στο ειρηνοδικείο της περιφέρειας του τόπου της εκτελέσεως. ΚΠολΔ 956 (1020) § 7 Σχ. 1020 § 4. Ο μεσεγγυούχος έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. εάν είναι παρών. μόλις τελειώσει η κατάσχεση. το ειρηνοδικείο του τόπου της εκτελέσεως. Α) Αντίγραφο ή περίληψη της κατασχετήριας εκθέσεως. καθώς και την ημέρα. Βλ. 686 (730) επ. VI) Κατάσχεση ασφαλισμένων πραγμάτων. Β) Ο ασφαλιστής νόμιμα καταβάλλει την παραπάνω αποζημίωση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση19. 16. Ζ) Μεσεγγύηση δεν λαμβάνει χώρα. ΚΠολΔ 957 (1021).Ε. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρ. ΠολΔ Σ. ΣΤ) Ο μεσεγγυούχος έχει την κατοχή των κατασχεμένων αντικειμένων. 18. 733 (779) επ. 1020 § 6.Ε. 19. η οποία περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα εκείνου υπέρ του οποίου γίνεται και εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. ΠολΔ Σ. . § 402 επ. πριν ειδοποιηθεί εγγράφως από εκείνον.§ 396 – Διαδικασία επιβολής κατασχέσεως 389 σία των άρθρων 686 (730) επ. και η προσφυγή στην ειδική διαδικασία των άρθρ. 1020 § 7. ενώ η νομή προς χρησικτησία κ. τον εκτελεστό τίτλο. 1085 § 4 Α. σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. (μπορεί να) ενεργεί και διαχειριστικές πράξεις. παρακ. οπότε εφαρμόζονται αυτά που αναφέρονται παρακάτω18. παραμένει σ' αυτόν που την κατείχε τη στιγμή της επιβολή της κατασχέσεως. αν τα κατασχεμένα είναι μόνο χρήματα ημεδαπά ή αλλοδαπά. νομίζουμε. (των ασφαλιστικών μέτρων). ΠολΔ Σ. (της λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε κάθε είδους υποθέσεις νομής ή κατοχής). Επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. ΚΠολΔ (των ασφαλιστικών μέτρων). ΚΠολΔ 956 (1020) § 4 Σχ. Β) Αν εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση είναι απών ή δεν είναι δυνατή (υπό τις συντρέχουσες συνθήκες κατά τη συνετή κρίση του δικαστικού επιμελητή). το δε προϊόν της διαχειρίσεως (πρέπει να) παραδίδει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού16. 1085 § 6 Α.Ε.λπ. ΚΠολΔ 956 (1020) § 6 Σχ. την εκτίμηση της αξίας τους. ο ασφαλιστής (υποχρεούται να) καταβάλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού την αποζημίωση που οφείλεται σύμφωνα με το νόμο και τη σύμβαση ασφαλίσεως. τον τόπο του πλειστηριασμού και το όνομα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (πρέπει να) επιδίδεται. και αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται. διατάζει να του αποδοθεί το πράγμα17. VII) Γνωστοποίηση της κατασχέσεως που επιβλήθηκε. ο δικαστικός επιμελητής (πρέπει να) συντάσσει έκθεση για την άρνησή του αυτή. που έκανε την κατάσχεση σχετικά με την επιβολή της.Ε. αναφορά των κατασχεμένων πραγμάτων.Ε. Δεν αποκλείεται όμως. η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου ή της περιλήψεως της κατασχετήριας εκθέσεως. Α) Αν τα κατασχεμένα πράγματα είναι ασφαλισμένα. 17. εφόσον επέλθει η πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος μετά την επιβολή της κατασχέσεως. Αν ο μεσεγγυούχος αποβληθεί ή χάσει την κατοχή του πράγματος. την τιμή πρώτης προσφοράς. ΠολΔ Σ. Δ) Η παράλειψη των παραπάνω αναφερομένων διατυπώσεων συνεπάγεται ακυρότητα20.Ε. αν μπορεί κάποιος να λάβει γνώση για τις κατασχετήριες εκθέσεις που κοινοποιούνται στην ειρηνοδίκη.Ε. Γέσιου-Φαλτσή: Διάθεσις κατεσχημένων εις καλής πίστεως τρίτον Π.Ε. 22. όπως ειπώθηκε ήδη22. ε΄ Σχ. Ε) Ο ειρηνοδίκης υποχρεούται να καταχωρίσει περίληψη της κατασχετήριας εκθέσεως σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο εκείνων κατά των οποίων γίνεται κατάσχεση21. Γ) Μέσα στην ίδια αυτή οκταήμερη προθεσμία. αν έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου ή της κοινότητας που έγινε η κατάσχεση. ΠολΔ Σ. Η προστασία όμως αυτή. Γέσιου-Φαλτσή: Η δικονομική έννομη τάξη (1981) σελ. Binder Manfred: Die Anschlusspfändung (1970). αφότου γίνει η επίδοση αντιγράφου ή περιλήψεως της κατασχετήριας εκθέσεως. 1087 § 1 Α. α΄-δ΄. ΚΠολΔ 955 (1019) § 1 εδ. αλλιώς μέσα σε 8 ημέρες από αυτήν. Ι) Δικαστική δέσμευση. 1019 § 1 εδ. Σχετικά ο ΚΠολΔ23 ορίζει ότι. είναι κατά ένα μέρος ανεπαρκής. Α) Η πρώτη και κυριότερη συνέπεια της επιβολής (της) αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών στα χέρια του οφειλέτη.Ε. διότι απομένει χρονικό διάστημα 8 ημερών. κατά του οποίου αυτή επιβλήθηκε. § 395. 20. Πράγματι. 1019 § 1 εδ. 464 επ. ΚΠολΔ 955 (1019) § 1 εδ. 1084 § 1 εδ. αντίγραφο της κατασχετήριας εκθέσεως (πρέπει να) επιδίδεται στον ειρηνοδίκη του τόπου της κατασχέσεως. ανεξάρτητα από το ότι δυσκολεύει τις συναλλαγές. 21. 23. Απαγόρευση διαθέσεως. Κάθε τέτοια διάθεση (εκποίηση ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος) είναι άκυρη. ΠολΔ Α. Πληρέστερη προστασία θα μπορούσε να επιτευχθεί. α΄-δ΄ Σχ. παραπ. σκοπό έχει να συμπληρώνει τα παραπάνω αναφερόμενα μέτρα δημοσιότητας και προστασίας των ενδιαφερομένων και ιδίως των καλής πίστεως τρίτων κλπ. είναι ότι εκείνος. . Τίτλος Δεύτερος Συνέπειες της επιβολής (της) αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών στα χέρια του οφειλέτη* § 397 *Ειδική βιβλιογραφία: Πελ. Geib Peter: Die Pfandverstrickung (1969).Ε. αν την ίδια ή την επόμενη ημέρα της επιβολής της κατασχέσεως επιβαλλόταν η επίδοση της κατασχετήριας εκθέσεως στον ειρηνοδίκη και η χωρίς υπαίτια βραδύτητα από αυτόν καταχώρηση ή σημείωση της κατασχέσεως στο ειδικό βιβλίο. όπως και κάθε άλλης κατασχέσεως. στερείται του δικαιώματος ή της εξουσίας της διαθέσεως (jus alienandi) του κατασχεμένου πράγματος. ΚΠολΔ 958 (1022) § 1 Σχ. σύμφωνα με την παραπάνω αναφερόμενη έννοια της απαγορεύσεως αυτής. ε΄. Βλ. Η παραπάνω διατύπωση της επιδόσεως της κατασχετήριας εκθέσεως στον ειρηνοδίκη και της καταχωρήσεως από τον ίδιο σε ειδικό βιβλίο. κατά το οποίο οι καλόπιστοι τρίτοι δεν θα μπορούν να γνωρίζουν την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως. θα μπορεί να εξακριβώνει κατά πόσο κάποιο πράγμα είναι κατασχεμένο ή όχι. α΄-δ΄ Α. 1022 § 1.390 § 397 – Συνέπειες επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών στα χέρια του οφειλέτη η παραπάνω επίδοση (πρέπει να) γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση. όπως παρατηρήθηκε ήδη24. διότι δεν αποτελεί τυπικά (και ουσιαστικά. κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση. οιονεί καθολικών. δηλαδή. Πρβλ.§ 397 – Συνέπειες επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών στα χέρια του οφειλέτη 391 κατά το άρθρο 955 (1019) § 1. Κατά συνέπεια. η οποία. σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. ενόψει της φύσεως του πράγματος και των διδαγμάτων της κοινής πείρας. αφορά εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση (οφειλέτη). απαγορεύεται η διάθεση του κατασχεμένου από εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση. Δεν ισχύει. σύμφωνα με την έννοια που αναπτύχθηκε είναι άκυρη25. το οποίο δεν τίθεται εκτός συναλλαγής. περιλαμβάνει όχι μόνο την εμπράγματη αλλά. Γ) Η διάθεση του κατασχεμένου παρά την παραπάνω απαγόρευση. § 395. Βλ.λπ. η οποία προέρχεται από την επιβολή της κατασχέσεως. ανταλλαγή. και την ενοχική δικαιοπραξία (πώληση. δωρεά. 25. 72 ΚΠολΔ). ως δανειστές τους. κ. Β) Η απαγόρευση αυτή ή αλλιώς η στέρηση της εξουσίας προς διάθεση του κατασχεμένου αντικειμένου. § 395. . κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση. Η προείσπραξη ή η εκχώρηση μισθωμάτων μεγάλου σχετικά χρονικού διαστήματος ίσως να μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχει σε κάποιο μέτρο διάθεση. Είναι. Η ακυρότητα αυτή (ουσιαστικού δικαίου) είναι σχετική. παρά μόνο η βούληση και η εξουσία εκείνου. όπως προαναφέρθηκε. Εκτός από εκείνον. Με άλλα λόγια. κατά την κρατούσα γνώμη. δεν νομιμοποιούνται να επικαλεστούν τη δέσμευση αυτή εκείνος. ισχύει δε μόνο υπέρ του επισπεύδοντα (αυτού που έκανε την κατάσχεση) και των δανειστών που αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα και όπως πρέπει και εκείνων που ταυτίζονται νομικά με αυτούς (καθολικών. Δ) Η εκμίσθωση του κατασχεμένου πράγματος από τον καθού η κατάσχεση δεν αποκλείεται αμέσως και κατευθείαν. Περιορίζεται μερικά όμως η εξουσία για εκμίσθωση του καθού η κατάσχεση από το διορισμό μεσεγγυούχου. παραπ. και συγκεκριμένα τους καθολικούς και οιονεί καθολικούς διαδόχους.λπ. είναι συνέπεια της δικαστικής δεσμεύσεως. ή ακριβέστερα ανίσχυρη. διότι δεν δεσμεύεται αντικειμενικά το κατασχεμένο πράγμα. υποκειμενικής εκτάσεως. οιονεί καθολικοί διάδοχοι). τουλάχιστον κατά κανόνα) πράξη διαθέσεώς του. εφόσον η διάρκεια της μισθώσεως δεν είναι εξαιρετικά μεγάλη. η παραπάνω δικαιοπραξία όχι μόνο δεν αποτελεί τίτλο μεταβιβάσεως της κυριότητας 24. τους αντιπροσώπους και τους αντιπροσωπευμένους. η στέρηση της εξουσίας διαθέσεως εκτείνεται και σε εκείνους που ταυτίζονται νομικά με αυτόν. εκείνων που μετά την επιβολή της κατασχέσεως έγιναν ειδικοί διάδοχοι και εκείνων που ασκούν τα δικαιώματά τους. κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση. παραπ. Ε) Η παραπάνω αναφερόμενη ακυρότητα κ. η δέσμευση αυτή για τους τρίτους. επομένως. και εκείνοι που ταυτίζονται νόμιμα με αυτόν (καθολικοί. ή τρίτοι που τυχόν συναλλάχθηκαν με τον οφειλέτη.). ΚΠολΔ 958 (1022) § 1. 29. το οποίο μπορεί να εισπραχθεί και με προσωπική κράτηση28. Ζ) Εκτός από την ακυρότητα. δεν υπάρχει (ποινική) ευθύνη για απαλλοτρίωση πραγμάτων. προκειμένου να πληρώσει το χρέος. Ο ΚΠολΔ στην αρχική του διατύπωση26. σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. ΠοινΚ 177 (Παλ. είναι ελαττωματική. Κατά συνέπεια.Ε. ΚΠολΔ 958 (1022) § 1 εδ.χ. με την αναφερόμενη στην εισηγητική έκθεση αιτιολογία ότι «αντιτίθεται προς την επί τη βάσει του άρθρ.Νομ. η εκποίηση κατασχεμένου κινητού δημιουργεί: α) αφενός αστική ευθύνη για παροχή πλήρους διαφέροντος. κατασχεμένων από αναρμόδιο καθ' ύλην όργανο. οι διατάξεις των άρθρων 1036 επ. όπως συμβαίνει συνήθως. ΑΚ. πάντως. ΑΚ για την προστασία του καλόπιστου τρίτου. σε περίπτωση εκποιήσεως κατασχεμένου κινητού πράγματος. ΠολΔ Σ. ανεξάρτητα αν η κατάσχεση που επιβλήθηκε είναι έγκυρη ή άκυρη (ουσιαστικά) ή ανίσχυρη. Η ποινική ευθύνη υπάρχει. όριζε. Η διάταξη αυτή όμως διαγράφηκε με το ν.Ποιν. έχουν εφαρμογή όσα ορίζουν τα άρθρα 1036 επ. διότι δεν πρόκειται για εκποίηση από μη κύριο αλλά για εκποίηση από πρόσωπο. παρά τη διάταξη αυτή. εξαιτίας δικαστικής δεσμεύσεως.392 § 397 – Συνέπειες επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών στα χέρια του οφειλέτη του κατασχεμένου πράγματος ή συστάσεως εμπράγματου δικαιώματος πάνω σ' αυτό. β΄ Α. ο οποίος αγνοεί την επιβολή της κατασχέσεως. σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη. β΄. β΄ Σχ. Κατά συνέπεια στο ισχύον δίκαιο δεν μπορεί να γεννηθεί πλέον η πιο πάνω αμφισβήτηση και δεν μπορεί να εφαρμοσθούν στην προκειμένη περίπτωση. από δημοτικό ή κοινοτικό όργανο ή υπάλληλο. π. ο οποίος «αποκτά» από μη κύριο. Αρκεί. ποινική ευθύνη για υπεξαίρεση κατασχεμένου και παράβαση κατασχέσεως29. 1087 § 1 εδ. η κατάσχεση να φέρει τα εξωτερικά της στοιχεία. δηλαδή επί εκποιήσεως του κατασχεμένου κινητού από τον καθού η κατάσχεση κλπ. εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση έχει σύμφωνα με το νόμο την εξουσία. Για την έννοια της διατάξεως αυτής είχε γεννηθεί αμφισβήτηση και είχε υποστηριχθεί ότι. αλλά και δεν παράγει ενοχή.Ε. καίτοι δηλαδή υπήρχε απαγόρευση διαθέσεως. Η) Κατ' εξαίρεση. το οποίο στερείται την εξουσία για διάθεση του πράγματος. 171) . ΚΠολΔ 1047 § 1. 175 και 1036 του ΑΚ κρατούσαν ερμηνείαν27». με ορισμένες προϋποθέσεις. 1022 § 1 εδ. για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση και να ματαιώσει τον επικείμενο πλειστηρια- 26. ΑΚ 914Μ 919. 28. ΣΤ) Στο προγενέστερο δίκαιο γεννήθηκε το ζήτημα. ότι οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για την κτήση δικαιώματος από μη δικαιούχο εφαρμόζονται (και) στην εκποίηση κατασχεμένων πραγμάτων. η εκποίηση κατασχεμένου κινητού πράγματος σε τρίτο. και β) αφετέρου. 958/1971.δ. αν. 27. το οποίο τροποποίησε τον ΚΠολΔ. διότι πρόκειται για πράξη απείθειας κατά της (διαταγής της) δημόσιας αρχής. 1033 § 2 εδ. όπως προαναφέρθηκε31. έχει τις παραπάνω αναφερόμενες συνέπειες και τις συναφείς προς αυτές. και εξασφαλίζουν. Β) Κατά συνέπεια. δεν δημιουργεί όμως κάποιο δικαίωμα εμπράγματο ή ενοχικό ούτε προνόμιο υπέρ εκείνου που επιχείρησε κατάσχεση στο κατασχεμένο πράγμα. Ειδικότερα για τη συνέπεια αυτή ισχύουν. η κατάσχεση δεν έχει ουσιαστικής φύσεως ή και δικονομικές συνέπειες εκτός της δικαστικής δεσμεύσεως. η οποία συνήθως λαμβάνει χώρα για τη διανομή του εκπλειστηριάσματος. Α) Άλλη συνέπεια της ενέργειας της αναγκαστικής κατασχέσεως κινητού πράγματος είναι.χ. Αλλιώς έχει το πράγμα σε κάποιες από τις αλλοδαπές νομοθεσίες (π. ότι θα ληφθούν υπόψη στη μελλοντική κατάταξη. για να ληφθούν υπόψη κατά τη διανομή του εκπλειστηριάσματος.χ. ο κανόνας «τα επικείμενα ήκει τοις υποκειμένοις». από το οποίο πηγάζει κάτω από κάποιες προϋποθέσεις.Δ. Οι δανειστές που εμφανίζονται μετά από αυτόν που πρώτος κατάσχεσε έχουν δικαίωμα μόνο να αναγγελθούν εμπρόθεσμα και όπως πρέπει. 31. παραπ. § 441. β΄ Σχ. κατά τη Γερμανική Πολ. ΙΙ) Απαγόρευση επιβολής δεύτερης κ. και παρακ. κατασχέσεως. παραπ. Με άλλες λέξεις. Γι' αυτό δεν έχουν εφαρμογή επί αναγκαστικής κατασχέσεως οι κανόνες που ισχύουν στο ουσιαστικό δίκαιο για τις εμπράγματες ή τις ενοχικές σχέσεις. όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω32. ότι απαγορεύεται η επιβολή δεύτερης αναγκαστικής κατασχέσεως πάνω στο ίδιο πράγμα με επίσπευση του ιδίου δανειστή για άλλη απαίτησή του ή άλλου δανειστή. ΚΠολΔ 969 (1033) § 2 εδ. β΄ Α. § 395. § 395. Α) Σύμφωνα με το προηγούμενο και το ισχύον (μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ) σ' εμάς δίκαιο. ΠολΔ Σ. με την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως αυτός που επισπεύδει αποκτάει ενεχυρικό δικαίωμα από την κατάσχεση (Pfändungspfandrecht). mutatis mutandis. όπως λ.Ε. β΄.λπ. η επιβολή οποιασδήποτε κατασχέσεως και ειδικότερα αναγκαστικής κατασχέσεως. σύμφωνα με τις οποίες. Βλ. δεν μπορεί να συναχθεί ότι η κατάσχεση αυτή επεκτείνεται στην αναγειρόμενη μετά από αυτά οικοδομή στην πρώτη περίπτωση. 32. Βλ. κ. 33. . 1098 § 2 εδ. από το γεγονός ότι κατασχέθηκε ορισμένο σπίτι ή ορισμένη μονόροφη ή διώροφη οικοδομή.). § 423.Ε. η δε αναγγελία αυτή επέχει. Πρβλ.§ 397 – Συνέπειες επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών στα χέρια του οφειλέτη 393 σμό. να ενεχυριάσει το κατασχεμένο ή τα κατασχεμένα κινητά30. παραπ. θέση αυτοτελούς κατασχέσεως υπέρ εκείνου που αναγγέλθηκε μαζί με τις νόμιμες συνέπειές της. εφόσον στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο. ορισμένο προνόμιο ικανοποιήσεώς του. ή στους ορόφους ή τα διαμερίσματα που προστέθηκαν στις υπόλοιπες πε30. ΙΙΙ) Φύση της αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών πραγμάτων. σύμφωνα με όσα παραπάνω στο σχετικό μέρος εκτίθενται33.λπ. Πρβλ. από τους άλλους δανειστές που αναγγέλθηκαν νόμιμα και όπως πρέπει. όπως ειπώθηκε. αυτοτελείς κατασχέσεις. Εξάλλου. . Γ) Η κατάσχεση προσδίδει μία ιδιότητα στο κατασχεμένο αντικείμενο.394 § 397 – Συνέπειες επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών στα χέρια του οφειλέτη ριπτώσεις. εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. μπορούν και ενδεχόμενα πρέπει να επιβάλλονται ξεχωριστές. και αν δεν συντρέχει άλλος νόμιμος λόγος. από μόνο το λόγο της επιβολής της κατασχέσεως. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την περαιτέρω διαδικασία της εκτελέσεως. αυτός που κατάσχεσε. διότι έχει βασική σημασία για τη ρύθμιση και την αντιμετώπιση διαφόρων ζητημάτων. Πάνω σ' αυτά. δεν προτιμάται ούτε προηγείται στην διανομή του εκπλειστηριάσματος. χωρίς να αποτελεί λόγο γενεσιουργό ή διαπλαστικό δικαιώματος. Ε. στα δε παραρτήματα μόνο εάν αυτά περιληφθούν σε αυτή. Wenz P. υπέρ της οποίας γίνεται η εκτέλεση.Ε. Σ.: Zwangsvollstreckung in das unbewegliche Vermögen (1943). καθώς επίσης και στην κατάσχεση των παρεπόμενων αυτών (συστατικών και παραρτημάτων). και βρίσκεται στην νομή του. αλλά και στην κατάσχεση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων. κατ' αρχήν τη βιβλιογραφία που μνημονεύεται στις §§ 342 και 346 και ακόμη: Vogel H: Zwangsvollstreckung in das unbewegliche Vermögen Kommentar (1959). ΚΠολΔ 992 (1056) §§ 1 και 2 Σχ. Aufl. Grontars Gottfried: Die Zwangsvollstreckung in das unbewegliche Vermögen (1951). Ottiker Moritz: Pfandrecht und Zwangsvollstreckung bei Miteigentum und Stockwerkseigentum (1972). Πανεπιστ. στον οφειλέτη της απαιτήσεως. 4. Στις περιπτώσεις αυτές. Πολ. επί διδακτ.Δ. εφόσον αυτά τα τελευταία κατάσχονται μαζί με το ακίνητο. 1056 §§ 1 και 2. Η κατάσχεση ακινήτου επεκτείνεται και στα συστατικά αυτού. Διατρ. Ειδικότερα σύμφωνα με τον ΚΠολΔ1: «Μπορεί να γίνει κατάσχεση ακινήτου που ανήκει στην κυριότητα του οφειλέτη ή εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτη επάνω σε ακίνητο». κατά κανόνα τουλάχιστον. Γ) Συνήθως (ή μάλλον κατά κανόνα) το ακίνητο που πρόκειται να κατασχεθεί ανήκει. 3. ζητήματα 1. Ziller: Zwangsvollstreckung in das unbewegliche Vermögen. Aufl (1979). Andras H.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις. Chr. . δεν γεννώνται. Βιέννης (1979). (1975). Σε αντίθετη περίπτωση είναι δυνατό τα παραρτήματα να κατασχεθούν και αυτοτελώς κατά τη διαδικασία της κατασχέσεως κινητών πραγμάτων.: Zwangsvollstreckung in Miteigentumsanteile an Grundstücken (1973). Schiffhaner Horst: Zwangsvollstreckung in das unbewegliche Vermögen. Β) «Οι διατάξεις για τη κατάσχεση ακινήτου εφαρμόζονται και στην κατάσχεση δικαιωμάτων για τα οποία ισχύουν οι σχετικοί με τα ακίνητα κανόνες καθώς και στην κατάσχεση πλοίων και αεροσκαφών». οι οποίες αποτελούν το συνήθως συμβαίνον. Επιβολή της κατασχέσεως* § 398 *Ειδική βιβλιογραφία: βλ. 1129 §§ 1 και 2 Α. ή τουλάχιστον εμφανίζεται ότι ανήκει (κατά κυριότητα). Schneller H. Α) Η διαδικασία της αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτων εφαρμόζεται σύμφωνα με το νόμο όχι μόνο στην κατά κυριολεξία κατάσχεση των ακινήτων. Ι) Εισαγωγή. Chr: Die Zwangsvollstreckung in den Nießbrauch. Δ. 1123 § 3 Α.Δ. οι οποίες εκτέθηκαν προηγουμένως. 7. κατά κυριότητα σε τρίτο και διακατέχεται από αυτόν. Α) Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επιτρεπτού κ. Α.396 § 398 – Γενικές παρατηρήσεις. Ε) Σε όλες τις περιπτώσεις της υπάρξεως τρίτου κυρίου ή διακατόχου ο ΚΠολΔ ορίζει.Κ. Πολ. ή φαίνεται ότι ανήκει. β΄ Σχ. στις οποίες το ως άνω ακίνητο ανήκει. ότι στα ενυπόθηκα κτήματα που κατέχονται από τρίτο ο δανειστής έχει το δικαίωμα ή μάλλον την εξουσία να επιβάλει την κατάσχεση είτε κατά του οφειλέτη είτε κατ' αυτού. ο δικαστικός επιμελητής. της αναγκαστικής εκτελέσεως. ενώ στις περιπτώσεις της τρίτης κατηγορίας ο τρίτος χαρακτηρίζεται ή πρέπει να χαρακτηρίζεται τρίτος κάτοχος3. καθώς επίσης και αντίγραφο της εκθέσεως κατασχέσεως και αντίγραφο του προγράμματος πλειστηριασμού (ήδη περιλήψεως κατασχετηρίου εκθέσεως). ΚΠολΔ 993 (1057) § 1 εδ. βαρύνεται όμως με υποθήκη εγγεγραμμένη για την εξασφάλιση της απαιτήσεως. Υπάρχουν επίσης και άλλες περιπτώσεις. 1299 κλπ. .Ε. Συστ. συνοδευόμενος από έναν ενήλικο μάρτυρα. 1294 επ. 3. 1059 § 3. Αυτό μπορούσε και μπορεί να συμβεί. Στις περιπτώσεις της δεύτερης κατηγορίας ο τρίτος καλείται τρίτος κύριος ή διακάτοχος. ενδεχομένως δε και από έναν πραγματογνώμονα που προσλαμβάνεται κατά την κρίση του. β΄ Α. ΙΙΙ § 272 κειμ. κατά τις οποίες το ανεφερθέν ακίνητο ανήκει μεν στον οφειλέτη. 1121 § 1 εδ. Πολ. Απαιτείται δηλαδή επιτόπια μετάβαση του δικαστικού επιμελητή. ο οποίος νέμεται το ενυπόθηκο κτήμα με νόμιμο τίτλο (τρίτου κυρίου ή διακατόχου).Ε. Σ. είτε διότι κάποιος τρίτος παρεχώρησε σε ιδιόκτητο ακίνητό του υποθήκη για εξασφάλιση απαιτήσεως κατά του οφειλέτου και ή εξακολουθεί να το διακατέχει ή το μετεβίβασε σε άλλον. είτε διότι ο οφειλέτης μετά την παραχώρηση ή γενικά μετά την εγγραφή της υποθήκης μετεβίβασε το ενυπόθηκο ακίνητο σε τρίτο. μεταβαίνει στο ακίνητο και προβαίνει στην κατάσχεσή του. και έχει δοθεί η εντολή για εκτέλεση και μάλιστα για επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως. Glasson-Tissier-Morel-Ράμμου. για την οποία επίκειται η αναγκαστική εκτέλεση2.Ε. Δ) Μερικές φορές όμως εμφανίζονται και άλλες περιπτώσεις. Επιβολή της κατασχέσεως και σοβαρές δυσχέρειες εφαρμογής της διαδικασίας που ανεφέρθη. ΙΙ) Διαδικασία επιβολής της κατασχέσεως. Σ. βρίσκεται όμως στην νομή ή και στην απλή κατοχή τρίτου.Ε.Δ. Υπό το προγενέστερο δίκαιο (το οποίο ίσχυε πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ) επικρατούσε πριν από τον νόμο ΓΦΝΔ/1910 ζωηρή αμφισβήτηση ως προς το ζήτημα του καθορισμού της εννοίας και της εκτάσεως της εφαρμογής του ως άνω όρου (Πρβλ. Πρβλ. 4. β΄. Πολ. οφείλει όμως να επιδώσει την επιταγή και στους δύο. Β) Η κατάσχεση συνίσταται στην εκτίμηση και την περιγραφή (από τον δικαστικό επιμελητή και τον τυχόν προσλαμβανόμενο πραγματογνώμονα) του κατασχομένου ακινήτου στην 2. τ.λπ. σχετικά ΟικονομίδουΛιβαδά-Γιδοπούλου. τ. VI § 1266α). ΚΠολΔ 995 (1059) § 3 Σχ. 1057 § 1 εδ. και σημ. Στις περιπτώσεις αυτές η προθεσμία για τη συνέχιση της διαδικασίας της εκτελέσεως αρχίζει από την τελευταία από τις επιδόσεις αυτές4.. α΄ Σχ. Γ) Μαζί με το ακίνητο είναι δυνατό.Ε. την θέση.Ε. § 396. β΄ Σχ. β΄ και 2-4 του άρθρ.Δ. 954 (1018) ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση10. Σ. 1056 § 2 εδ. Εάν τα παραρτήματα (και οι καρποί) δεν περιελήφθησαν στην κατάσχεση του ακινήτου.Ε. α΄ και § 2. μπορούν να κατασχεθούν κατά τη διαδικασία της κατασχέσεως κινητών πραγμάτων ή κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής κατασχέσεως καρπών7. τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων και των συμπραττόντων προσώπων και επί πλέον το ονοματεπώνυμο του τρίτου διακατόχου που τυχόν υπάρχει. Δ) Εάν το κατασχεθέν (ακίνητο) είναι ασφαλισμένο.Δ. Β) Στην έκθεση αυτή πρέπει να περιλαμβάνονται12.Ε. ή μάλλον είναι ενδεχόμενο.§ 398 – Γενικές παρατηρήσεις. Ε) Οι διατάξεις των παραγράφων 1 εδ. Σ. Σχετικά ο ΚΠολΔ ορίζει8. 7. 1056 § 3. η κατάσχεση ισχύει και για την αποζημίωση που οφείλεται από την ασφάλιση9. μόνο εάν αυτά περιληφθούν σε αυτή. Συνεπώς και εδώ λαμβάνει χώρα εκτίμηση της αξίας του κατασχεθέντος από τον δικαστικό επιμελητή και τον πραγματογνώμονα που ενδεχομένως προσλαμβάνεται κατά την κρίση του επιμελητή11. ΚΠολΔ 993 (1057) Σχ.Ε. ΚΠολΔ 993 (1057) § 2 εδ. 11. ΚΠολΔ 992 (1056) § 2 εδ. 1121 § 2 εδ. ανωτ. η οποία και στην περίπτωση αυτή καλείται έκθεση κατασχέσεως. 1056 § 2 εδ.Δ. Πολ. όπως ανεφέρθη και προηγουμένως. Άλλη εξωτερική ενέργεια ή μεταβολή. Σ.Ε. α΄ και § 2 Α. α΄ Α. Επιβολή της κατασχέσεως 397 κατασχετήρια έκθεση. Πολ. α΄ και § 2. ΚΠολΔ 992 (1056) § 2 εδ. ΚΠολΔ 993 (1057) § 1 εδ. α΄ Σχ. 1057. 1057 § 2 εδ.Ε. π. β΄. αρκεί αυτά να περιγράφονται στην έκθεση κατασχέσεως. κατωτ. 1120 § 3 Α. πρέπει να γίνει ειδική μνεία ότι κατάσχονται6. β΄ Α. α΄ Α. Εάν τα παραρτήματα δεν περιελήφθησαν στην κατάσχεση του ακινήτου. 1121 § 1 εδ. § 400. κι αν ακόμη δεν γίνει ειδική μνεία γι' αυτά. μνεία του τόπου και του χρόνου της κατασχέσεως. β) ακριβής περιγραφή του κατασχομένου ακινήτου κατά το είδος. εκτός από τα (γενικά) στοιχεία κάθε εκθέσεως κατά το αρ. 6.Ε.χ. 12. α΄. 117 (118) ΚΠολΔ. Σ. 8. Βλ. Πολ. ΙΙΙ) Έκθεση κατασχέσεως. τοποθέτηση σημείων στο ακίνητο. έτσι και στην κατάσχεση των ακινήτων. τα 5. δεν λαμβάνει χώρα5. να κατασχεθούν τα συστατικά και τα παραρτήματά του και οι παντός είδους καρποί. Πολ. Αλλά τα μεν συστατικά θεωρούνται κατεσχημένα. Σ. Σχ.Ε. 9. ότι η κατάσχεση ακινήτου εκτείνεται και στα συστατικά αυτού στα δε παραρτήματα εκτείνεται. 10. Πολ.Δ. α) όπως και στην έκθεση κατασχέσεως κινητών.Ε. για τη βεβαίωση και τη διαπίστωση αυτής (πρέπει να) συντάσσεται από το δικαστικό επιμελητή έκθεση. 1120 § 2 εδ. μπορούν να κατασχεθούν κατά τη διαδικασία της κατασχέσεως κινητών πραγμάτων. Α) Όπως συμβαίνει στην κατάσχεση των κινητών.Δ. α΄. . Πολ. Βλ. Σ. ΚΠολΔ 992 (1056) § 3 Σχ. 1057 § 1 εδ. 1120 § 2 εδ. ενώ για τα παραρτήματα και για τους καρπούς.Ε.Ε. 1121 Α.Δ. εάν αυτοί είναι παρόντες. Πρβλ. IV) Μεσεγγύηση του κατασχεθέντος ακινήτου. η έκθεση πρέπει να υπογράφεται μετά από κάθε διακοπή14. α΄ και β΄ Α. εάν δε το ακίνητο αυτό είναι μισθωμένο. §§ 152 και 396. Α) Το κατασχεθέν ακίνητο τίθεται υπό μεσεγγύηση. σύμφωνα με όσα εκτίθενται κατωτέρω13. στην οποία βρίσκεται το κατασχεθέν (ακίνητο). Η ημέρα της διενέργειας του πλειστηριασμού και ο υπάλληλος αυτού είναι δυνατό να μεταβληθούν με την περίληψη της κατασχετήριας εκθέσεως που συντάσσεται και επιδίδεται στη συνέχεια της προδικασίας και της διαδικασίας. τον επισπεύδοντα και τον καθ' ου η εκτέλεση (οφειλέτη ή τρίτο κύριο ή διακάτοχο). καθώς επίσης και να αποφαίνεται σχετικά με κάθε αμφισβήτηση που αφορά τη μεσεγγύηση15. Σ. ο ειρηνοδίκης της περιφερείας. 1060 § 1 εδ. Εάν η κατάσχεση δεν συμπληρωθεί κατά συνέχεια ή εάν αυτή αφορά διάφορα ακίνητα. η οποία πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στα δύο τρίτα της αξίας του κατασχεθέντος ακινήτου. 1124 § 1 εδ. στ) να καθορίζονται η μέρα και ο τόπος διεξαγωγής του πλειστηριασμού και ο υπάλληλος ενώπιον του οποίου θα διεξαχθεί αυτός. μπορεί να ορίζει άλλο μεσεγγυούχο ή να αντικαθιστά αυτόν. εάν κάποιος από αυτούς δεν δύναται ή δεν θέλει να υπογράψει. η εντολή για εκτέλεση και το ποσό. Επιβολή της κατασχέσεως όρια και την έκτασή του μαζί με τα συστατικά και τα κατασχεθέντα παραρτήματα. κατωτ. Βλ.398 § 398 – Γενικές παρατηρήσεις. §§ 404 και 405. Πρέπει επίσης να γίνεται μνεία. ζ) Η έκθεση κατασχέσεως πρέπει να υπογράφεται από τον δικαστικό επιμελητή. και ανωτ. Β) Μεσεγγυούχος. . όσα ισχύουν στην αναγκα- 13. Μετά από αίτηση (όμως) οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των αρ. ο μισθωτής). γ) (να αναφέρεται) η εκτίμηση της αξίας αυτού από το δικαστικό επιμελητή και τον τυχόν προσληφθέντα πραγματογνώμονα καθώς και η πρώτη προσφορά που καθορίστηκε από τον επισπεύδοντα. α΄ και β΄. είναι (ορίζεται) ο κάτοχός του κατά την κατάσχεση (δηλαδή ο οφειλέτης ή ο τρίτος κύριος «ή διακάτοχος» αυτού. 14. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). mutatis mutandis. η εκτίμηση δεν μπορεί να υπολείπεται της αξίας αυτής δ) (να γίνεται μνεία) εάν το κατασχεθέν ακίνητο είναι ενυπόθηκο. η επίδοση της επιταγής. ε) (να μνημονεύεται) ο εκτελεστός τίτλος. α΄ και β΄ Σχ. σύμφωνα με τον ΚΠολΔ. Πολ. σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω αναφορικά με την αναγκαστική κατάσχεση κινητών. 15. ΚΠολΔ 996 (1060) § 1 εδ. έτσι ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του. ενώ αν προβλέπεται αντικειμενική αξία για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης. Γ) Σε σχέση με τα δικαιώματα και τις εξουσίες αφ' ενός και αφ' ετέρου με τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα του μεσεγγυούχου έχουν εφαρμογή. ΚΠολΔ 117 (118). 686 (730) επ.Δ.Ε. για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση.Ε. εάν μετά την επιβολή της κατασχέσεως πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος. εκτός εάν κατόπιν αιτήσεως του κατασχόντος δανειστή ή του οφειλέτη. ο ειρηνοδίκης της περιφερείας. §§ 396-397.§ 398 – Γενικές παρατηρήσεις. Πολ.Ε. 1124 § 1 εδ. 17. 1060 § 3. 1124 § 4 Α. 956 (1020) § 7 ΚΠολΔ21.Ε. Πρβλ. οι φυσικοί καρποί που συλλέχθηκαν μετά την επιβολή της κατασχέσεως ανήκουν στον μισθωτή. Ο οφειλέτης από την (παραπάνω) έννομη σχέση καταβάλλει έγκυρα (τα οφειλόμενα) στον καθ' ου η εκτέλεση. α΄ και β΄ Σχ. ΚΠολΔ 996 (1060) § 4 Σχ. .Δ. Επιβολή της κατασχέσεως 399 στική κατάσχεση κινητών και εκτίθενται ανωτέρω16. Σ. Ε) Εξάλλου από την εγγραφή της κατασχέσεως στο βιβλίο κατασχέσεων (σύμφωνα με όσα εκτίθενται κατωτέρω) οι πρόσοδοι του κατασχεθέντος ακινήτου (πράγματος) από διάφορες έννομες σχέσεις (π. πριν ειδοποιηθεί εγγράφως (με επίδοση κ. Πέρα από αυτά θα ήταν δυνατό να σημειωθούν και τα εξής: α) Οι φυσικοί καρποί του κατασχεθέντος (ακινήτου). Σ. § 396. α΄ και β΄. Εξάλλου ο ασφαλιστής έγκυρα καταβάλλει την αποζημίωση αυτή στον καθ' ου η εκτέλεση. Βλ.) από τον κα- 16. στην οποία βρίσκεται το κατασχεθέν ακίνητο.Ε. εφαρμόζονται (και) στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις του αρθρ. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρ. 21.) (πρέπει να) εισπράττονται από τον μεσεγγυούχο και (πρέπει να) κατατίθενται δημοσίως. όσα ισχύουν αντιστοίχως στην κατάσχεση κινητών και εκτίθενται ανωτέρω20. ο ασφαλιστής οφείλει να καταβάλει την οφειλομένη (από τον νόμο και την ασφαλιστική σύμβαση) αποζημίωση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.Δ.Δ. Σ. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). 18. την προστασία και την αμοιβή του εφαρμόζονται.λπ. V) Κατάσχεση ασφαλισμένου ακινήτου. Επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου.Ε. Σ. την παραίτηση. πάκτωση κ. α΄ και β΄ Α.) για την κατάσχεση που έλαβε χώρα από τον κατασχόντα19. (Πέρα από τα παραπάνω) εάν το κατασχεθέν ακίνητο ήταν ασφαλισμένο. ΚΠολΔ 996 (1060) § 3 Σχ. Πολ. 1124 § 2 εδ. γ΄ Α.Ε. και ανωτ. Πολ. γ΄ Α. γ΄.Ε. γ΄ Σχ. πριν ειδοποιηθεί εγγράφως με επίδοση κλπ. 1060 § 2 εδ. ο οποίος υποχρεούται να καταθέσει δημοσίως το μίσθωμα18.Ε.Δ. 1060 § 2 εδ.Ε. Σ. γ΄.χ. ΣΤ) Εξάλλου αναφορικά με τον νομικό χαρακτήρα της ιδιότητας του μεσεγγυούχου. Πολ. 1060 § 4. 1124 § 3 Α. ΚΠολΔ 996 (1060) § 1 εδ. 1124 § 2 εδ. οι οποίοι συλλέχθηκαν μετά την επιβολή της κατασχέσεως. γ΄ Σχ. Πολ. τις εξουσίες. ΚΠολΔ 996 (1060) § 2 εδ. Το προϊόν της εκποιήσεως των φυσικών καρπών (πρέπει να) κατατίθεται δημοσίως17. Δ) Εάν το κατασχεθέν αγροτικό ή άλλο προσοδοφόρο ακίνητο είναι εκμισθωμένο.Ε. διατάξει την εκποίηση αυτών με πλειστηριασμό. 686 (730) επ. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. 19.λπ. ΚΠολΔ 996 (1060) § 2 εδ. εκποιούνται από τον μεσεγγυούχο (κατά τον τρόπο που αυτός κρίνει ως προσφορότερο).Ε. 20. mutatis mutandis.Δ. 1060 § 1 εδ. ανωτ. και ανωτ. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. σύμφωνα με όσα ειδικότερα εκτίθενται κατωτέρω23. και εάν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το επιδιδόμενο έγγραφο. πρέπει. αντίγραφο ή περίληψη της εκθέσεως κατασχέσεως. VI) Γνωστοποίηση της επιβληθείσης κατασχέσεως κλπ. Επιβολή της κατασχέσεως τασχόντα για την κατάσχεση που έλαβε χώρα22. με ποινή ακυρότητας. καθώς και τη ημέρα και τον τόπο του πλειστηριασμού. 1123 § 1 Α. ΚΠολΔ 995 (1059) § 1 Σχ. ΚΠολΔ 995 (1059) § 3 Σχ. ή εάν δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου ή της περιλήψεως της εκθέσεως κατασχέσεως. Βλ. 995 (1059) § 1 ΚΠολΔ24.Δ. Σ. §§ 503 επ. εάν είναι παρών. σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα στη συνέχεια.400 § 398 – Γενικές παρατηρήσεις. Γ) Εξάλλου αντίγραφο της εκθέσεως κατασχέσεως (πρέπει να) επιδίδεται.Δ. 995 (1059) § ΚΠολΔ που αναφέρονται παραπάνω. εάν η κατάσχεση έγινε κατά του τρίτου κυρίου ή νομέα. Εάν η κατάσχεση έγινε κατά του οφειλέτη. Ο ΚΠολΔ επιβάλλει την γνωστοποίηση της εκθέσεως κατασχέσεως σε άλλα μεν πρόσωπα περιληπτικά. 1059 § 1.Ε. Η παράλειψη των παραπάνω διατυπώσεων επιφέρει ακυρότητα της κατασχέσεως και στη συνέχεια της περαιτέρω διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. η οποία περιλαμβάνει τα ονόματα του υπέρου και του καθού η εκτέλεση. με ποινή ακυρότητας. πρέπει. η επίδοση (πρέπει να) γίνεται το αργότερο την επομένη ημέρα της κατασχέσεως. Εάν ο καθού η εκτέλεση είναι απών. να επιδοθεί σε αυτόν και στον οφειλέτη. σύμφωνα με τις ίδιες. της εκτιμηθείσης αξίας αυτού και της ορισθείσης τιμής της πρώτης προσφοράς. σε άλλα δε σε (κεκυρωμένο) αντίγραφο και την κατάθεση των εγγράφων της εκτελέσεως. σύμφωνα με τα προανα22. § 396.Ε. Πρβλ. Α) Αντίγραφο ή περίληψη της εκθέσεως κατασχέσεως. με ποινή ακυρότητας. 1123 § 3 Α.Ε. . Πολ. στον υποθηκοφύλακα της περιφέρειας. αντίγραφο ή περίληψη της εκθέσεως κατασχέσεως. μνεία του εκτελεστού τίτλου και του κατασχεθέντος ακινήτου και των τυχόν κατασχεθέντων παραρτημάτων. Β) Στην κατάσχεση ενυποθήκου κτήματος. στην οποία βρίσκεται το κατασχεθέν (ακίνητο). ή αλλιώς μέσα σε διάστημα οκτώ ημερών από αυτή. Σ. Πολ. όπου έγινε η κατάσχεση. διατάξεις του άρ. και κατ. να επιδοθεί στον τρίτο κύριο ή νομέα.Ε. εφόσον ο καθ' ου η εκτέλεση. έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου ή της κοινότητας. 24. Ο υποθηκοφύλακας οφείλει την ίδια ημέρα να εγγράψει την κατάσχεση στο βιβλίο κατασχέσεων που τηρείται για το σκοπό αυτό και να παραδώσει μέσα σε προθεσμία τεσσάρων ημερών από την επίδοση σε αυτόν. 23. πρέπει να συντάσσεται από τον δικαστικό επιμελητή έκθεση για την άρνησή του. ως άνω. 1059 § 3. και το όνομα και το επώνυμο του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (πρέπει να) επιδίδεται στο τέλος της κατασχέσεως στον καθού η κατάσχεση. μέσα σε διάστημα οκτώ ημερών από την ημέρα της επιβολής της κατασχέσεως. Ν.λπ. 581 και αυτοτελώς (1968). 1059 § 2. κατά κανόνα τουλάχιστον. . εφόσον υπάρχει έννομο συμφέρον γι' αυτή). 25.§ 399 – Συνέπειες της αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτων 401 φερόμενα.Ε. Α) Απαγόρευση διαθέσεως ή απαλλοτριώσεως. Του ιδίου: Μεταγραφή. 1123 § 4 Α. όπως ήδη παρατηρήθηκε. την έκθεση κατασχέσεως. ανάγκη να απαγγελθεί η ακυρότητα αυτή δικαστικώς (εννοείται όμως ότι δεν αποκλείεται η έγερση αναγνωριστικής ή βεβαιωτικής αγωγής. 1059 § 4. η οποία επιφέρει και την στέρηση της εξουσίας του καθ' ου η κατάσχεση.Ε. ΚΠολΔ 995 (1059) § 4 Σχ. εγγραφή υποθήκης και εγγραφή κατασχέσεως στον τιμ. Για την κατάθεση αυτή συντάσσεται σχετική πράξη.Φαλτσή: Η δικονομική έννομη τάξη (1981) σελ. δηλαδή το απόγραφο του εκτελεστού τίτλου με την έκθεση επιδόσεως της επιταγής. νομέας ή διακάτοχος) στερείται το δικαίωμα ή την εξουσία για την ελεύθερη διάθεση του κατασχεθέντος ακινήτου. Δ) Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει μέσα σε διάστημα δέκα πέντε ημερών από την ημέρα της (επιβολής) της κατασχέσεως να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα λεγόμενα έγγραφα (της) εκτελέσεως. ΚΠολΔ 995 (1059) § 2 Σχ.Ε. Χ. Θ. την έκθεση επιδόσεως αυτής στον υποθηκοφύλακα και το πιστοποιητικό βαρών. το πιστοποιητικό βαρών στον δικαστικό επιμελητή της εκτελέσεως25. Πολ. τόσο κατά το προγενέστερο δίκαιο. Όπως σημειώθηκε και προηγουμένως. που έγιναν σύμφωνα με τις §§ 1 και 3 του άρθρ. 463 επ.Δ. Γέσιου-Φαλτσή: Διάθεσις κατεσχημένου εις καλής πίστεως τρίτον σε Π. όσο και κατά τον ΚΠολΔ. Ι) Συνέπειες της επιβολής της κατασχέσεως. Πελ. Δελιβάνη σ. Φραγκίστα (1966) σελ.Δ. 61 επ. για τη διάθεση αυτού. Δ. ο καθ' ου η εκτέλεση (ο οφειλέτης ή. όπως αυτή αναλύθηκε προηγουμένως. 26. (η) πρώτη και κυριότερη συνέπεια της αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτων είναι η δικαστική δέσμευση του κατασχεθέντος ακινήτου. σύμφωνα με τα αναπτυσσόμενα στα οικεία κεφάλαια. Οφείλει παρομοίως να καταθέσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τις εκθέσεις των επιδόσεων. Γέσιου. ο τρίτος κύριος. Σ. Τίτλος Δεύτερος Συνέπειες της αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτων* § 399 *Ειδική βιβλιογραφία: Γ. ουσιαστικά άκυρη και ανίσχυρη και μάλιστα αυτοδικαίως και χωρίς να υπάρχει. Ράμμου: Κατάσχεσις και αναγγελία δανειστών στον τιμ. Σ. και αυτοτελώς (1980) σε ανάτυπο. εάν πρόκειται για ενυπόθηκο κτήμα. α) Με την επιβολή και από την επιβολή της κατασχέσεως και την γνωστοποίηση αυτής. για τις οποίες γίνεται λόγος αμέσως παραπάνω26. 995 (1059) ΚΠολΔ. Κάθε πράξη εκποιήσεως ή απαλλοτριώσεως ή συστάσεως εμπραγμάτου δικαιώματος (υποθήκης κ. τομ. Πολ. 1123 § 2 Α. τομ.Ε.) είναι. § 399 προκειμένου περί κατασχέσεως ακινήτων. 171).Νομ.Κ.λπ. Σ.) καταβάλλει έγκυρα τις προσόδους αυτές στον καθ' ου η εκτέλεση. αλλά για απαλλοτριωτική δικαιοπραξία του ουσιαστικού δικαίου27. Πολ. 1125 § 1 Α.Ε. από την παράδοση ή την επίδοση της περιλήψεως ή του αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως.Ε. ανταλλαγή. Σχ. 1060 § 3. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.Δ. ΚΠολΔ.Δ. 1061 § 1 Α. 31. Πολ.Ε. κατά τον οποίο ίσχυε η απαγόρευση διαθέσεως για τον οφειλέτη. οι οποίοι συλλέχθηκαν μετά από την επιβολή της κατασχέσεως. ββ) για τους τρίτους από την εγγραφή της κατασχέσεως στο βιβλίο κατασχέσεων.Ε. παρ' όλο που έγινε σε χρόνο.). Ποιν. παραχώρηση ή εισφορά κατά κυριότητα σε εταιρεία . Η ακυρότητα αυτή αφορά και περιλαμβάνει όχι μόνο την εμπράγματη.Δ.Δ.λπ. εκτός εάν. 686 (730) επ. εφόσον έγιναν οι προαναφερθείσες επιδόσεις προς τον καθ' ου η κατάσχεση οφειλέτη και προς τον τρίτο κύριο.402 § 399 – Συνέπειες της αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτων διότι δεν πρόκειται για διαδικαστική πράξη. 1124 § 3 Α. πάκτωση κ. ΚΠολΔ 997 (1061) § 1 Σχ.Ε. αφ' ετέρου δε αστική ευθύνη προς παροχή αποζημιώσεως για τη ζημία που προήλθε από αυτή την ενέργεια29. πριν ειδοποιηθεί εγγράφως από τον κατασχόντα για την επιβολή της κατασχέσεως. 1310 εδ.). ο ειρηνοδίκης της περιφερείας. 919. αλλά. από την εγγραφή της κατασχέσεως στο βιβλίο κατασχέσεων η πρόσοδος του κατασχεθέντος πράγματος. όταν πρόκειται για ενυπόθηκο κτήμα. Πολ. . η διάθεση του κατασχεθέντος να είναι ισχυρή έναντι του τρίτου. Σ. μίσθωση.Κωδ. Σ. διατάξει την εκποίησή τους με πλειστηριασμό. οι φυσικοί καρποί του κατασχεθέντος. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρ. νομέα ή διακάτοχο30. Ποιν. 1124 § 2 Α. με αίτηση του κατασχόντος δανειστή ή του οφειλέτη.Ε. Ποιν. ΑΚ 914.Ε. 1310. η διάθεση ή βλάβη του κατασχεθέντος αντικειμένου. κατεσχημένου)28. Πρβλ. α΄. εκποιούνται από τον μεσεγγυούχο. και ανωτ. Το προϊόν της εκποιή27. Σχ. Εξάλλου σύμφωνα με το άρ. Συνεπώς είναι ενδεχόμενο. 177-178. για τον τρίτο κύριο. β) Πέρα από αυτά.Ε. Σύμφωνα με το άρθρ. 29. 1125 § 2 Α. (πρέπει να) εισπράττεται από τον μεσεγγυούχο και να κατατίθεται δημοσίως. γ) τα αποτελέσματα αυτά αρχίζουν αα) για τον οφειλέτη.Κωδ. Σ. νομέα ή διακάτοχο.χ. δωρεά. 996 (1060) § 2 ΚΠολΔ31. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. ΚΠολΔ 997 (1061) § 2 Σχ. 1061 § 2. η οποία οφείλεται ή προέρχεται από κάποια έννομη σχέση (π. όπου κείται το κατασχεθέν. (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). κατά την κρατούσα γνώμη και την ενοχική δικαιοπραξία (πώληση. 177 (Παλ. 30. 1060 § 2. παρά την επιβολή της κατασχέσεως. 996 (1060) § 3 ΚΠολΔ32. Πολ.κλπ. δημιουργεί αφ' ενός μεν ποινική ευθύνη για παραβίαση κατασχέσεως (απαλλοτριώσεως κ.λπ. ή. 28. εάν δεν έλαβε χώρα η εγγραφή της κατασχέσεως στο οικείο βιβλίο. 32. Ο οφειλέτης από την έννομη αυτή σχέση (μισθωτής κ. η πράξη αυτή τις συνέπειες (ποινικές κ.Ε.λπ. αν δεν αποκλείεται και εντελώς εκ των πραγμάτων. αν και δεν είναι για την ακρίβεια πράξη διαθέσεως. Σ. είτε προγενέστερο είτε μεταγενέστερο από την εγγραφή της κατασχέσεως και επιτρέπεται μόνο η μετατροπή της τυχόν εγγεγραμμένης πριν από το χρόνο της κατάσχεσης προσημειώσεως σε υποθήκη. 35.Δ. § 397.Δ. εάν μετά από την εγγραφή της κατασχέσεως στο βιβλίο των κατασχέσεων επιτρεπόταν η μεταγραφή τίτλου 33.Ε. ο υπερθεματιστής όμως μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από τη μεταγραφή της περίληψης κατακυρωτικής εκθέσεως (άρθρ. 1061 § 5. Πολ. οι φυσικοί καρποί που συλλέχθηκαν μετά από την επιβολή της κατασχέσεως ανήκουν στον μισθωτή.) της διαθέσεως κατεσχημένου (λόγω παραβιάσεως της κατασχέσεως κ. Πρβλ.λπ. Μετά την εγγραφή της κατασχέσεως στο βιβλίο των κατασχέσεων. από ιδιωτική θέληση ή από δικαστική απόφαση). μετά την κατάσχεσή του. ΙΙ) Συνέπειες από την εγγραφή της κατασχέσεως στα βιβλία των κατασχέσεων. Β) Απαγόρευση επιβολής δευτέρας κατασχέσεως. για το οποίο έγινε λόγος. ο οποίος υποχρεούται να καταθέσει δημοσίως το μίσθωμα.Ε. Από τις διατάξεις αυτές είναι δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα. 2). νομίζουμε. Η εγγραφή που έγινε κατά παράβαση αυτής της απαγορεύσεως δεν δύναται να αντιταχθεί κατά του επισπεύδοντος (κατασχόντος) καθώς και κατά των δανειστών που αναγγέλθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα35. Βλ. 1061 § 3. και επομένως δεν παράγει αποτελέσματα έναντι του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων δανειστών. απαγορεύεται η επιβολή καθώς και η εγγραφή σε αυτό (της επιβολής) δεύτερης αναγκαστικής κατασχέσεως στο ίδιο ακίνητο και επιτρέπεται μόνο η αναγγελία των δανειστών που εμφανίζονται εκ των υστέρων33.Δ. σε οποιοδήποτε τίτλο κι αν στηρίζεται αυτή (άμεσα από τον νόμο. όσα έχουν ήδη εκτεθεί κατά την ανάλυση της αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών34. ΄Ηδη ο νομοθέτης προέβλεψε ρητώς ρύθμιση κατά την οποία είναι μεν δυνατή η εκμίσθωση του ακινήτου κλπ. ότι η μίσθωση του κατασχεθέντος ακινήτου. 34. Α) Από την ημέρα της εγγραφής στο βιβλίο των κατασχέσεων απαγορεύεται η εγγραφή υποθήκης ή προσημειώσεως υποθήκης. Δεν έχει όμως. 1125 § 3 Α. ΚΠολΔ 997 (1061) § 5 Σχ. Όσο ίσχυε το προγενέστερο δίκαιο ήταν αμφισβητούμενο το ζήτημα.§ 399 – Συνέπειες της αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτων 403 σεως των φυσικών καρπών (πρέπει να) κατατίθεται δημοσίως. ανωτ.). και θα πρέπει να επαναληφθούν. ΚΠολΔ 997 (1061) § 3 Σχ. Εάν το κατασχεθέν αγροτικό ή άλλο προσοδοφόρο ακίνητο είναι εκμισθωμένο. κατά τις οποίες επιτρέπεται η επιβολή δευτέρας κατασχέσεως ισχύουν. 908 και 980. και Πολ. περιορίζεται ουσιωδώς. . 1125 § 5 Α.Ε. mutatis mutandis. 1 εδ. Σχετικά με τη συνέπεια αυτή και τις ισχύουσες εξαιρέσεις. 997 παρ. Πολ. Σ. επί διδακτ. 37. εάν με τον όρο «αναγγελθέντων δανειστών» νοούνται μόνο οι αναγγελθέντες μέχρι την παραπάνω μεταγραφή δανειστές ή και οι αναγγελθέντες δανειστές μετά από αυτήν. Ο κανόνας αυτός συμπληρώνει τους προηγούμενους κανόνες και διευκολύνει την εφαρμογή τους (άρθρ. μεταβιβαστικού της κυριότητος) προγενεστέρου από τη δηλοποίηση της κατασχέσεως36. Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση. Ο ΚΠολΔ37 έλυσε το ζήτημα τούτο καταφατικά. προτιμάται αυτή η οποία καταχωρήθηκε έστω και ελάχιστο χρόνο προηγουμένως. Πανεπ. αλλά εμπρόθεσμα και νομότυπα.) καρπών* § 400 *Ειδική βιβλιογραφία: Paehler Max: Die Pfändung ungetrennter Früchte. η οποία επελήφθη του σχετικού θέματος μετά από διαφωνία των δύο τμημάτων. Βλ.χ. Έως τότε γινόταν δεκτό ότι ως δανειστές που αναγγέλθηκαν νοούνταν όσοι δανειστές είχαν αναγγελθεί έως την εγγραφή της προσημειώσεως ή της υποθήκης ή τη μεταγραφή. Εκτός αυτού. όμως. είναι δυνατό κάτω από ορισμένες προϋποθέ36. ως προσαυξήματα ή συστατικά των ακινήτων. για το όλον θέμα και τις υποστηριζόμενες απόψεις Γ. ενόψει της διατάξεως αυτής το ζήτημα.404 § 400 – Αναγκαστική κατάσχεση ασυγκόμιστων καρπών (π. δεν αντιτάσσεται η εγγραφή προσημειώσεως ή η μεταγραφή είναι οι δανειστές εκείνοι που αναγγέλθηκαν με προσόντα αυτοτελούς κατασχέσεως πριν από την εγγραφή της προσημειώσεως ή της υποθήκης ή τη μεταγραφή του τίτλου38. Pape L. 2004. επί διδακτ. Ορφανίδη. 39. για τα παραπάνω και την κρατούσα άποψη ΟλΑΠ 6 και 7/1998 ΝοΒ 1998. 133/1928. Πανεπισ. Κατά τρίτη τέλος άποψη δανειστές έναντι των οποίων. είναι ενδεχόμενο να συγκατασχεθούν. Γοτίγγης (1895). 626 επομ. Β) Εάν την ίδια ημέρα συμπέσουν εγγραφή κατασχέσεως και μεταγραφή ή εγγραφή υποθήκης στο ίδιο ακίνητο. τα οποία αναπτύσσονται στο σχετικό τμήμα39. που επικυρώθηκε με απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου. passim.: Die Pfändung stehender Früchte (Διατρ. Βλ. Γεννήθηκε.λπ. Οι ασυγκόμιστοι (ηρτημένοι κλπ. Ι) Εισαγωγή. Γοτίγγης (1913). 38.) καρποί. ορίζοντας ότι επιτρέπεται η ανωτέρω μεταγραφή. Seuft H. ΛΘ 529). δέχθηκε κατά πλειοψηφία την καταφατική λύση του ζητήματος. . Η ολομέλεια του Αρείου Πάγου (Α. ΚΠολΔ 997 (1061) § 4. Τίτλος Τρίτος Αναγκαστική κατάσχεση ασυγκόμιστων (ηρτημένων κ. σύμφωνα με τα παραπάνω. 997 παρ. αλλά δεν αντιτάσσεται κατά του κατασχόντος και των αναγγελθέντων δανειστών. διατρ. Ολομ.: Die Pfändung der Früchte auf dem Halm (1933). μαζί με αυτούς. και συνήθως συγκατάσχονται. παραπάνω § 398.Π. Κατά την κρατούσα γνώμη ορθότερη εμφανίζεται η δεύτερη άποψη. Θεμ. Βλ. 4). α΄. άλλος ο οποίος προτείνεται από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας.Ε.). Ε) Η αυτοτελής αναγκαστική κατάσχεση ασυγκόμιστων καρπών έχει τις ίδιες (έννομες) συνέπειες. ΙΙ) Ισχύοντες κανόνες. οι οποίες επέρχονται σε συνέχεια της αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών (πραγμάτων)41. Η αυτοτελής κατάσχεσή τους που γίνεται πριν από τη χρονική αυτή περίοδο είναι ελαττωματική (άκυρη κ. ορίζεται ιδιαίτερος φύλακας ή μεσεγγυούχος για τους κατασχόμενους ή μεσεγγυώμενους καρπούς σε κάθε δήμο ή σε κάθε κοινότητα. Γ) Η έκθεση κατασχέσεως (των) ασυγκόμιστων καρπών πρέπει να περιλαμβάνει ακριβή περιγραφή του κτήματος.λπ.Δ.§ 400 – Αναγκαστική κατάσχεση ασυγκόμιστων καρπών 405 σεις να κατασχεθούν και αυτοτελώς. οι καρποί του οποίου κατάσχονται. Επιπλέον όμως ισχύουν και οι επόμενοι ιδιαίτεροι κανόνες.Ε. 1082 § 1 εδ. . Σχετικά με την αυτοτελή κατάσχεση (των) ασυγκόμιστων καρπών ισχύουν και εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν την αναγκαστική κατάσχεση κινητών. παραπάνω § 397. Α) Η κατάσχεση ασυγκόμιστων καρπών δεν μπορεί να γίνει νωρίτερα από ένα μήνα από το συνήθη χρόνο ωριμάνσεώς τους40. α΄ Α. Εάν τα ακίνητα. του είδους. ΚΠολΔ 953 (1017) § 1 εδ. βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων δήμων ή κοινοτήτων. α΄ Σχ. Β) Η κατάσχεση των παραπάνω καρπών γίνεται με επιτόπια μετάβαση του δικαστικού επιμελητή στο κτήμα. της ποσότητας και της ποιότητας των κατασχεθέντων καρπών. Βλ. 1017 § 1 εδ. Διαδικασία. Δ) Ως φύλακας (ή μεσεγγυούχος) διορίζεται συνήθως ο αγροφύλακας και εάν δεν υπάρχει. σύμφωνα με όσα ισχύουν για την κατάσχεση κινητών. Σ. στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται το κτήμα. Πολ. των οποίων οι καρποί κατάσχονται. 41. 40. όπως συνάγεται από όσα αναπτύσσονται πιο πάνω1. Την καταφατική λύση φαίνεται να δικαιολογεί η διάταξη του άρθρου 299 (312) ΚΠολΔ.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Παραίτηση απ' την Αναγκαστική κατάσχεση και οι συνέπειες αυτής § 401 Ι) Εισαγωγή. Τα περιουσιακά στοιχεία. Βλ. η οποία έχει και παράγει συνήθως ορισμένες συνέπειες διαπλαστικής φύσεως ή εμφανίσεως. Α) Η κατάσχεση είναι. το οποίο θίγεται πιο κάτω. Για το ζήτημα αυτό. 294-298. παραπάνω τ. Β) Εν όψει αυτών των χαρακτηρισμών. Κατά κανόνα δεν απαιτείται συναίνεση (ρητή ή σιωπηρή) του καθ' ου η κατάσχεση ή τρίτου. του οποίου η λύση έχει σημασία για τις προϋποθέσεις και διατυπώσεις της παραιτήσεως από την κατάσχεση και όχι άμεσα τουλάχιστον για το καταρχήν επιτρεπτό αυτής. 2. Α) Κατ' αρχήν δεν αναγράφεται ούτε ισχύει κάποιος περιορισμός ως προς το επιτρεπτό της παραιτήσεως από την αναγκαστική κατάσχεση κινητού ή ακινήτου κ. σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις των άρθρ. ΙΙ) Προϋποθέσεις του παραδεκτού και διατυπώσεις του κύρους της παραιτήσεως από την κατάσχεση. εάν η συγκεκριμένη παραίτηση υπόκειται στις διατυπώσεις. γεννιέται το ζήτημα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα. μεταξύ των οποίων και αυτές που αναφέρονται στον τύπο της παραιτήσεως. μονομερής διαδικαστική πράξη. γίνεται λόγος πιο κάτω. μπορούν να απαλλοτριωθούν. ο οποίος μετέχει με οποιοδήποτε τρόπο στη διαδικασία της εκτελέσεως. Β) Ως προς τον τύπο της παραιτήσεως. εφαρμόζονται και στην παραίτη1. και κυρίως διαδίκων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ή με οποιονδήποτε τρόπο μετεχόντων σε αυτήν. τα οποία αποτελούν αντικείμενά της. μπορεί να ειπωθεί ότι δεν υπάρχει. γι' αυτά παραπάνω τ. μήπως η παραπάνω παραίτηση θίγει ή με οποιονδήποτε επηρεάζει επιβλαβώς δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα άλλων. ΚΠολΔ2 για την παραίτηση από την αγωγή και τις άλλες πράξεις της διαγνωστικής διαδικασίας. Βλ. κώλυμα παραιτήσεως από την κατάσχεση αυτή. . Γ) Ζήτημα μόνο θα μπορούσε να γεννηθεί. εάν τα παραπάνω πρόσωπα μπορούν να εναντιωθούν άμεσα ή έμμεσα στην παραίτηση αυτή ή να την καταστήσουν ανενεργό απέναντί τους. οι οποίες αναγράφονται στα άρθρα 294 (307) επ. Ι §§ 397.λπ. Ι §§ 194 επ. τουλάχιστον κατά κανόνα. η συναίνεση ή η αποδοχή όσων προσώπων μετέχουν στη διαδικασία της εκτελέσεως ή κάποιου άλλου δεν είναι. για τις οποίες συνέπειες γίνεται λόγος στο σχετικό τμήμα (παραπάνω)6.§ 401– Παραίτηση από την αναγκαστική κατάσχεση και συνέπειες 407 ση από οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική πράξη. Συνεπώς. αναφερόμενες στο σχετικό τμήμα4. απαιτείται επίδοση του αντιγράφου της δηλώσεως παραιτήσεως προς τον υποθηκοφύλακα ή προς αυτόν που τηρεί το νηολόγιο ή προς όσους τηρούν τα αντίστοιχα δημόσια βιβλία (της περιφερείας). όπως ειπώθηκε και στην αρχή. όπως π. εφόσον τηρούνται και οι υπόλοιπες. αυτή θεωρείται μη υφισταμένη και με αυτήν εκλείπουν οι έννομες συνέπειες που επήλθαν με την νόμιμη επιβολή αυτής. πλοίων ή αεροσκαφών. να εναντιωθούν στην παραίτηση από την κατάσχεση. Η διατύπωση αυτή επιβάλλεται να τηρείται λόγω της αρχής της δημοσιότητας. αυτές επέχουν θέση αυτοτελών κατασχέσεων και επομένως οι δανειστές που αναγγέλλονται κατ' αυτόν τον τρόπο μπορούν να συνεχίσουν τη διαδικασία της εκτελέσεως. των οποίων οι απαιτήσεις στηρίζονται σε εκτελεστούς τίτλους. Β) Η παραίτηση αυτή. τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. 5. με την επιφύλαξη όσων εκτέθηκαν αμέσως πιο πάνω. Γ) Κατ' εφαρμογή των ίδιων διατάξεων. διατυπώσεις και εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες νόμιμες προϋποθέσεις. η οποία διέπει. απαραίτητη. Πρβλ. παραπάνω § 363 4. ότι μπορεί να αποκρουσθεί η παραίτηση ή ορθότερα να καταστεί ανενεργός έναντι των υπολοίπων ενδιαφερομένων. παραπάνω §§ 397 και 399. Εξαίρεση θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνο. . κατ' αρχήν τουλάχιστον. οι οποίοι οφείλουν να σημειώσουν αυτήν στο περιθώριο της σχετικής εγγραφής της κατασχέσεως. Ο καθ' ου η εκτέλεση και οι δανειστές οι οποίοι δεν έχουν αναγγελθεί δεν μπορούν. το οποίο την καθιστά ή νομικά ανύπαρκτη ή προδήλως άκυρη (εφόσον προβλέπεται ρητά η απαγγελία της ακυρότητας. 3. κατά κανόνα τουλάχιστον. εάν έχουν αναγγελθεί εμπρόθεσμα και κατά τον προσήκοντα τρόπο άλλοι δανειστές. στα βιβλία του γραφείου των οποίων έχει εγγραφεί η κατάσχεση.χ. Βλ. αυτοκινήτων ή ειδικών περιουσιακών στοιχείων. Την παραδοχή της απόψεως αυτής ενισχύει και σε κάποιο βαθμό και η αρχή της δημοσιότητας που διέπει την όλη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως3. παρακάτω § 441. σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί πιο πάνω5. Δ) Όταν πρόκειται για κατάσχεση ακινήτων. εάν η κατάσχεση για την οποία πρόκειται έχει ελάττωμα. Βλ. παράγει αποτελέσματα για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ. κατ' αρχήν τουλάχιστον. διότι τότε. καταλήγει να γίνεται δεκτό. η οποία έγινε σύμφωνα με όσα έχουν παραπάνω αναπτυχθεί. ΙΙΙ) Συνέπειες της παραιτήσεως από την κατάσχεση. Με την παραίτηση από την αναγκαστική κατάσχεση σε ορισμένο περιουσιακό στοιχείο. παραπάνω § 363. 6. Βλ. όπως εκτίθεται πιο πάνω. 7. δεν ανατρέπονται ούτε αναιρούνται. Αφού αυτή η κατάσχεση. παραπάνω §§ 397 και 399. από την οποία υπήρξε παραίτηση. Πρβλ. η περαιτέρω πορεία και εξέλιξη της διαδικασίας με βάση τυχόν υφιστάμενη επόμενη και κατ' εξαίρεση επιτρεπόμενη μεταγενέστερη αναγκαστική7 κατάσχεση προχωρεί σύμφωνα με όσα εκτίθενται στα σχετικά τμήματα.). σαν να μην είχε επιβληθεί η κατάσχεση. Εφόσον γίνει δεκτό. . την οποία αυτή αφορά. έπεται ότι τα αποτελέσματα της κατασχέσεως. κατ' αρχήν τουλάχιστον στο παρελθόν.408 § 401 – Παραίτηση από την αναγκαστική κατάσχεση και συνέπειες σε επιβολή δεύτερης αναγκαστικής κατάσχεσης όταν υπάρχει πρώτη κ.λπ. τα οποία έχουν ήδη παραχθεί. ότι η παραίτηση δεν ανατρέχει. λογικό και συνεπές είναι να επιτρέπεται η παραίτηση από αυτή με αναδρομή στα χρονικά όρια της επιβολής της. εάν προσβαλλόταν νόμιμα. θα ακυρωνόταν. Γ) Αφού απομακρυνθεί με την παραίτηση η αναγκαστική κατάσχεση. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΩΣ § 402 Ι) Κατάσχεση χρημάτων. .). Στις περιπτώσεις αυτές. β΄ Α.Δ. μετά την αφαίρεση των εξόδων της αναγκαστικής εκτελέσεως. εννοείται. β) Εάν τα κατασχεθέντα είναι αλλοδαπά χρήματα. οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που εξετέθησαν). αρκεί για την ικανοποίηση του υπέρ ου η εκτέλεση και των αναγγελθέντων δανειστών. στον οποίο παραδίδονται τα χρήματα αυτά από τον δικαστικό επιμελητή. δηλαδή για την ικανοποίηση (ολική ή μερική) του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών που συμμετέχουν στη διαδικασία είναι απαραίτητη η μετατροπή ή ρευστοποίηση των πραγμάτων που κατασχέθηκαν (κινητών ή ακινήτων). λόγω της φύσεως των πραγμάτων δεν παρίσταται ανάγκη.Ε. προβαίνει στην καταβολή των χρημάτων τούτων στον επισπεύδοντα και στους τυχόν αναγγελθέντες δανειστές τη δέκατη ημέρα από τη διενέργεια του πλειστηριασμού ή και νωρίτερα. ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. πίνακα κατατάξεως. α΄ και εδ. α΄ και εδ. εάν συμφωνήσει ο καθ' ου η εκτέλεση1. 3. το οποίο κατασχέθηκε. αυτή γίνεται με τον αναγκαστικό πλειστηριασμό των πραγμάτων που κατασχέθηκαν. ή μάλλον είναι περιττή. η διεξαγωγή αναγκαστικού πλειστηριασμού στις επόμενες περιπτώσεις: α) Εάν τα κατασχεθέντα είναι μόνο ημεδαπά χαρτονομίσματα.λπ. 1086 § 1 εδ. Η ρευστοποίηση κ. Σ. με την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως και την τήρηση των διαγραφόμενων πρόσθετων διατυπώσεων (επιδόσεων κ. α΄ και εδ. αποδίδεται στον καθ' ου η εκτέλεση. το οποίο απομένει. Εάν το παραπάνω ποσό δεν αρκεί για την πλήρη ικανοποίηση του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων δανειστών. Α) Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων δεν τελειώνει. Όπως έχουν σήμερα οι διατάξεις του ΚΠολΔ δεν προκύπτει σαφώς.λπ. ο οποίος προέβη στην κατάσχεση. β΄ Σχ. ενώ το τυχόν υπόλοιπο. Για την πραγματοποίηση του τελικού σκοπού της. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται όσα εκτί1. οι οποίες προβλέπονται από το ισχύον δίκαιο. κατά κανόνα. παρακάτω §§ 445 επ.3. Β) Κατ' εξαίρεση.λπ. β΄. πότε οι αντιρρήσεις του καθού η εκτέλεση κωλύουν την άσκηση της ευχέρειας της ικανοποιήσεως του επισπεύδοντος εντός δεκαημέρου (εφόσον συντρέχουν. Πολ. 1021 § 1 εδ. Πρβλ. για τις οποίες γίνεται λόγος πιο πάνω. για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω2. 2. ΚΠολΔ 957 (1021) § 1 εδ. εάν το ποσό.Ε. εφαρμόζεται η διαδικασία της συντάξεως κ. 410 § 402 – Η διαδικασία μετά την επιβολή της κατασχέσεως θενται αμέσως πιο πάνω.Ε. 5. Εάν. 1086 § 1 εδ.Ε. 4. 1021 § 1 εδ. μετά από μετατροπή των κατασχεθέντων από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού σε ημεδαπό χρήμα4. Σ. β΄. κατασχέθηκαν και άλλα πράγματα. ΙΙ) Κατάσχεση χρημάτων και άλλων πραγμάτων. Πολ. η διανομή των χρημάτων γίνεται μαζί με τη διανομή του εκπλειστηριάσματος αυτών των πραγμάτων5.Ε.Δ. 1021 § 2. α΄ και β΄ Σχ.Δ. ΚΠολΔ 957 (1021) § 1 εδ. α΄ και β΄ Α. ΚΠολΔ 957 (1021) § 2 Σχ. Πολ. 1086 § 2 Α. . Σ.Ε. εκτός από τα χρήματα. Kommentar (1959). Steiner-Riedel: Zwangsversteigerung und Zwangsverwaltung Kommentar 7 Aufl.: Die Versteigerung gepfändeter Sachen (1970). α) Εκούσιος λέγεται ο πλειστηριασμός. χαρακτηρίζεται ο πλειστηριασμός. Vogel H. Reinhard P.Müller H. Teufel Helmut: Zwangsversteigerung und Zwangsverwaltung (1929). η οποία γίνεται με πλειοδοσία ή με διαδοχικές προσφορές σε αυτόν ο οποίος προσφέρει τα περισσότερα ή.: Der Zwangsversteigerungsrichter (1937). ο οποίος προσφέρει τα περισσότερα. ΙΙ) Είδη και διακρίσεις του πλειστηριασμού. (1979).und Zwangsverwaltungspraxis 5.: Zwangsversteigerungsgesetz 10 Aufl. . ο οποίος έχει πλήρη ικανότητα προς δικαιοπραξία και εξουσία διαθέσεως των περιουσιακών του στοιχείων. Zeller F. (1977). Aufl. ενδεχομένως δε καλύτερων και ευνοϊκότερων όρων πωλήσεως μέσω του ελεύθερου συναγωνισμού. Ι) Ορισμός. ο οποίος προκαλείται από κάθε ενδιαφερόμενο. ο οποίος διεξάγεται με τη θέληση αυτού που έχει πλήρη ικανότητα προς δικαιοπραξία και εξουσία διαθέσεως ή εκποιήσεως του . Mohrbutter-Drischler: Die Zwangsvollstrekkung . τ. Πλειστηριασμός ονομάζεται η πώληση κάποιου πράγματος.: Kommentar über die Zwangsversteigerung und die Zwangsverwaltung (1972). (1942). Β) Ο δημόσιος πλειστηριασμός διακρίνεται σε εκούσιο και σε αναγκαστικό πλειστηριασμό.: Gesetz über die Zwangsversteigerung und die Zwangsverwaltung Kommentar 11o Aufl. εξάλλου. β) Δημόσιος. (1926). αλλιώς. Η πλειοδοσία προκαλείται με σκοπό την επίτευξη μεγαλύτερου τμήματος.: Einfluss der neuen Gesetzgebung auf die Zwangsversteigerung und die Zwangsverwaltung 2o Aufl. Behrends H. 44 (1978) επ. Stoeckman Alb.: Die rechtliche Natur der Zwangsversteigerung in gepfändeter beweglichen Sachen (1926). ΄Eννοια.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ Τίτλος Πρώτος Γενικές Παρατηρήσεις* § 403 *Ειδική βιβλιογραφία: Reinhard P. (1973). Hancelle G. Α) Ο πλειστηριασμός μπορεί να είναι ιδιωτικός ή δημόσιος. Huber G.: Zwangsvollstreckung in das unbewegliche Vermögen. Drischler Karl: Die Zwangsversteigerung und Zwangsverwaltung im Licht neuer Rechtsprechung σε [Rechtsspfleger Jahrbuch] τ. 45 (1979) 337 επ. α) Ιδιωτικός λέγεται ο πλειστηριασμός. η πλειοδοσία η οποία προκαλείται με σκοπό την πώληση κάποιου αντικειμένου σε αυτόν. ο οποίος διεξάγεται υπό το κύρος και τη διεύθυνση της αρμόδιας γι' αυτό δημόσιας αρχής ή από το αρμόδιο γι' αυτό δημόσιο όργανο. Της διεξαγωγής του αναγκαστικού πλειστηριασμού είναι ανάγκη να προηγείται ορισμένη προδικασία. το οποίο έχει κατασχεθεί για χρηματοποίηση ή ρευστοποίηση σε μετρητά αυτού. όσοι μετέχουν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Νομολ. του 1834. Ιω Μπρίνια: Εφαρμοστέοι κανόνες επί κατασχέσεως και πλειστηριασμού πλοίων και αεροσκαφών Αρχ. Ι) Εισαγωγή. κατά κανόνα τουλάχιστον. παραπάνω §§ 396 και 398. ο οποίος λαμβάνει χώρα προκειμένου περί πράγματος. γ) Αναγκαστικός. 1093. ΚΠολΔ 478 (495) επ. Κρητ. π. . Β) Υπάλληλος επί του πλειστηριασμού ορίζεται: α) προκειμένου περί κινητών ένας από τους συμβολαιογράφους της περιφερείας του ειρηνοδικείου του τόπου της κατασχέσεως και σε περίπτωση κωλύματος όλων αυτών ή ανυπαρξίας 1. Βλ. 555.Δ. Ορισμός υπαλλήλου και χρόνου και τόπου διενέργειας του πλειστηριασμού. σε περίπτωση δικαστικής διανομής ή πράγματος που ανήκει σε πρόσωπο ανίκανο προς δικαιοπραξία ή περιορισμένης ικανότητας προς δικαιοπραξία κ. 3. 554. Πολ. για το συμφέρον όλων. η τήρηση της οποίας επιβάλλεται αφενός λόγω της σπουδαιότητος της πράξεως και αφ' ετέρου για να επιτυγχάνονται οι κατά το εφικτόν ευνοϊκότερες και καλύτερες συνθήκες διενέργειάς του. και των υπολοίπων ενδιαφερομένων και σε τελική ανάλυση και της εθνικής οικονομίας γενικά. για το οποίο πρόκειται1. ΙΙ) Πράξεις της προδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Ο ΚΠολΔ ομιλεί και στις δύο περιπτώσεις για εκούσιο πλειστηριασμό.λπ. ΚΑ΄ 180 επ. πράγμα το οποίο δεν είναι συνήθως ασήμαντο. το αργότερο κατά τη σύνταξη της περιλήψεως της κατασχετηρίου εκθέσεως (προγράμματος πλειστηριασμού). τέλος. Τίτλος Δεύτερος Προδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων* § 404 *Ειδική βιβλιογραφία: Γ. 1082. ήδη κατά την επιβολή της κατασχέσεως και κατά τη σύνταξη της εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως πρέπει να προσδιορίζονται προκαταρκτικά ο χρόνος και ο τόπος της διενέργειας του αναγκαστικού πλειστηριασμού και ο υπάλληλος.χ. 2. 1086. Πολ. β) Δικαστικός πλειστηριασμός είναι ο διεξαγόμενος μετά από δικαστική απόφαση2. Για αυτό το τελευταίο γίνεται λόγος πιο κάτω. ενώπιον του οποίου θα διεξαχθεί αυτός. Α) Όπως σημειώθηκε προηγουμένως3.Δ.412 § 404 – Προδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών & ακινήτων πράγματος. Δημητρίου: Τόπος ενεργείας πλειστηριασμού ΕΕΝ ΛΕ 746 επ. λέγεται ο πλειστηριασμός. Ο καθορισμός αυτός (ιδιαίτερα σε σχέση με τον χρόνο της διεξαγωγής και τον υπάλληλο του πλειστηριασμού) λαμβάνει χώρα οριστικά μετά από αυτά και. εάν τα κατασχεθέντα υπόκεινται σε φθορά. ΚΠολΔ 998 (1062) § 5. ΚΠολΔ 959 (1023) § 5. να ορισθεί και να διενεργηθεί ο πλειστηριασμός και πριν από την πάροδο της δεκαπενθήμερης προθεσμίας από την κατάσχεση και ενδεχομένως ευθύς αμέσως μετά από αυτή. 10.Ε. αν τα κατασχεθέντα υπόκεινται σε φθορά. 7. 9. 1088 § 4 Α.Δ. ο οποίος έχει έννομο συμφέρον να διατάξει τη χωριστή πλειστηρίαση αυτών. . Πολ. ΚΠολΔ 959 (1023) § 4 Σχ. είναι δυνατό.Δ. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρ. πλειστηριάζονται αμέσως. με ποινή ακυρότητας.Δ. 1088 § 1 Α. ο ειρηνοδίκης αυτής της περιφερείας5. ότι. Η απαγόρευση της διεξαγωγής του πλειστηριασμού κατά το χρονικό διάστημα από τη 1η Αυγούστου μέχρι και την 15η Σεπτεμβρίου κάθε έτους δεν ισχύει για τα πράγματα που υπόκεινται σε φθορά8.Ε. κατά τη διαδικασία του πλειστηριασμού των κινητών πραγμάτων. Πολ.Ε. Πολ. Η απαγόρευση της διεξαγωγής του πλειστηριασμού κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Αυγούστου μέχρι και την 15η Σεπτεμβρίου κάθε έτους δεν ισχύει επίσης για τον πλειστηριασμό των πλοίων ή των αεροσκαφών9. Πολ. 1122 Α. 1058. στην οποία βρίσκεται το κατασχεθέν ακίνητο και σε περίπτωση κωλύματος όλων αυτών ή ανυπαρξίας αυτών. Σε περίπτωση διαφωνίας του υπέρ ου ή του καθ' ου η εκτέλεση. 686 (730) ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). μπορεί μετά από αίτηση καθενός. Ε) Ο νόμος επιβάλλει να μεσολαβεί.Ε. 959 παρ. ΚΠολΔ 962 (1026) Σχ. Σ. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των αρ. εφόσον κρίνει ότι αυτή είναι περισσότερο συμφέρουσα. Σ.Ε. Γ) Η διενέργεια του πλειστηριασμού γίνεται εργάσιμη ημέρα Τετάρτη μετά από πάροδο δέκα πέντε τουλάχιστον ημερών για τα κινητά και σαράντα τουλάχιστον ημερών για τα ακίνητα από την ημέρα της κατασχέσεως (η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτό το διάστημα) (άρθρ.§ 404 – Προδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών & ακινήτων 413 αυτών. το κατά το άρ. 4). 1023 § 4.Δ. Εάν μαζί με το ακίνητο κατασχέθηκαν και τα παραρτήματά του. 8. ΚΠολΔ 994 (1058) Σχ. ΚΠολΔ 959 (1023) § 1 Σχ.Ε. 1026. 1126 § 1 Α. ο ειρηνοδίκης αυτής της περιφερείας4. μεταξύ της επιβολής της κατασχέσεως και 4.Ε. 1091 Α. οπότε και ορίζει προθεσμία συντάξεως περιλήψεως κατασχετηρίου εκθέσεως. Ο πλειστηριασμός δε δύναται να διενεργηθεί από της 1ης Αυγούστου μέχρι και της 15ης Σεπτεμβρίου κάθε έτους6. 4 και 998 παρ. κήρυξη με κήρυκα7. β) προκειμένου περί ακινήτων ένας από τους συμβολαιογράφους της περιφερείας (του ειρηνοδικείου). αφού προηγηθεί πάντοτε. Σ. 686 (730) ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). Πολ. 5.Ε. ΚΠολΔ 998 (1062) § 1 Σχ. Σ. δηλαδή του προγράμματος πλειστηριασμού10. κατά την κρίση των οργάνων της εκτελέσεως.Ε. αποφαίνεται το Ειρηνοδικείο του τόπου της εκτελέσεως. 1023 § 1. 933 αρμόδιο δικαστήριο. Ο ΚΠολΔ ορίζει σχετικά. Σ.Δ. Κατ' εξαίρεση. 1062 § 1.Ε. 6. κατά κανόνα. Η σχετική διάταξη διαγράφτηκε με το ν. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των αρ. Επομένως αυτός μπορεί να ορισθεί μια ημέρα Τετάρτη.Ε. μετά την πάροδο της οποίας μπορεί να λάβει χώρα ανατροπή της κατασχέσεως. όπως εκτίθεται κατωτέρω. Πολ. γ) Μετά από αίτηση του υπέρ ου ή του καθ' ου η εκτέλεση ή κάποιου από τους αναγγελθέντες δανειστές. Ο πλειστηριασμός γίνεται στο κατάστημα του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έγινε η κατάσχεση15. Βλ. οι οποίοι μπορούν όμως να διατυπώσουν τις απόψεις τους. το ειρηνοδικείο του τόπου της εκτελέσεως. 686 (730) επ. 14. μπορεί να ορίσει άλλο τόπο διεξαγωγής του πλειστηριασμού. αν ο τόπος της διενέργειας του πλειστηριασμού βρίσκεται εκτός της περιφερείας του υπαλλήλου που είχε ορισθεί αρχικά για τον πλειστηριασμό14. Βλ. Σ. Πολ. ΄Εως τότε γινόταν κατά την κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού είτε στον τόπο της κατασχέσεως είτε στον συνηθισμένο για τους πλειστηριασμούς τόπο της έδρας του δήμου ή της κοινότητας. ακόμη και μετά αυτό το χρονικό διάστημα. 1088 § 2 Α. ΚΠολΔ 959 (1023) § 3.Ε. 15. 12.414 § 404 – Προδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών & ακινήτων της διεξαγωγής του πλειστηριασμού το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα για να είναι δυνατό να τηρούνται οι προπαρασκευαστικές διατυπώσεις του πλειστηριασμού που εκτίθενται κατωτέρω (επιδόσεις. και σημ. διαφορετικό από αυτόν που ορίζεται ανωτέρω13. κηρύξεις κ.Δ. πριν από την πάροδο της οποίας δεν μπορεί να ενεργηθεί ο πλειστηριασμός. β) Κατά την αρχική διατύπωση του ΚΠολΔ ήταν έγκυρη η (εγγράφως διατυπουμένη) συμφωνία μεταξύ του επισπεύδοντος δανειστή και του οφειλέτη. 958/1971. αλλά το αργότερο μέσα στην προθεσμία. 1088 § 3 Α. Η νέα ρύθμιση εισήχθη με το ν.Δ. ΚΠολΔ 998 (1062) § 2 Σχ. δημοσιεύσεις. 1062 § 2.Δ.Ε. . 1023 § 3. ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα των άλλων δανειστών. 11. 1126 § 2 Α. ορίζοντας συγχρόνως και τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. στην περιφέρεια των οποίων έλαβε χώρα η κατάσχεση12. Το δεκαπενθήμερο για τα κινητά και το σαρανταήμερο για τα ακίνητα αποτελεί το ελάχιστο όριο της προθεσμίας. δ) Η ρύθμιση για τον τόπο του πλειστηριασμού που ισχύει για τα κινητά ισχύει και για τα ακίνητα. 13. παρακάτω §§ 460 επ. να γίνει ο πλειστηριασμός σε άλλο τόπο.Ε. με την αιτιολογία (όπως αναγράφεται στην εισηγητική έκθεση). 459. 1023 § 2.Ε. ΣΤ) Ως προς τον τόπο της διεξαγωγής του αναγκαστικού πλειστηριασμού ισχύουν και θα πρέπει να παρατηρηθούν τα επόμενα: α) Ο πλειστηριασμός των αναγκαστικώς κατασχεθέντων κινητών (πραγμάτων) γίνεται πλέον στο κατάστημα του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έγινε η κατάσχεση. Σ. 3714/2008. Πολ. στο σχετικό κεφάλαιο11. ΚΠολΔ 959 (1023) § 3 Σχ.λπ. ΚΠολΔ 959 (1023) § 2 Σχ.Ε.). κατά τον τρόπο που εκτίθεται στη συνέχεια. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων).δ. Σ. Δημοσιεύσεις.Ε. . Δημοσιεύσεις.λπ. ώστε να ληφθούν υπόψη κατά τη διανομή του εκπλειστηριάσματος. Οικονομικών Εφοριών. οι οποίοι επιθυμούν να μετάσχουν στην πλειοδοσία. ο πλειστηριασμός γίνεται κατ' επιλογή του επισπεύδοντος σε οποιοδήποτε ειρηνοδικείο. 1062 § 3. για να μην αιφνιδιάζεται αυτός και να μπορεί να λαμβάνει πρόνοια για την προστασία των συμφερόντων του. Με τις διατυπώσεις αυτές επιδιώκεται να καθίσταται γνωστή η επικείμενη διενέργεια του πλειστηριασμού στους ενδιαφερόμενους και μάλιστα στον καθ' ου η εκτέλεση. διατυπώσεων. ων ουκ έστι αριθμός) και μάλιστα πολλές φορές με ποινή ακυρότητας. Α) Μετά την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως και τη γνωστοποίηση αυτής και πριν από τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού είναι απαραίτητο να τηρούνται ορισμένες προπαρασκευαστικές διατυπώσεις και ειδικότερα να γίνονται η σύνταξη και επίδοση της περιλήψεως κατασχετηρίου εκθέσεως ή κατά την παλαιότερη ορολογία του προγράμματος πλειστηριασμού και δημοσιεύσεις σε εφημερίδες. η σύνταξη και η επίδοση προς ορισμένα πρόσωπα της περιλήψεως κατασχετηρίου εκθέσεως (άρθρ. να αναγγελθούν. όπως και προηγουμένως σημειώθηκε. για να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ενδεικνυόμενα νόμιμα μέτρα για καλύτερη προστασία των συμφερόντων τους. π.λπ. Υπουργό Οικονομικών. Σ. κατά κανόνα τουλάχιστον. ανεξάρτητα από το ότι η έκθεση αυτή δεν θα παρείχε ακριβέστερη εικόνα. Η μνεία αυτών με κάποια ασφάλεια είναι αδύνατη. Τελωνείων. ΚΠολΔ 998 (1062) § 3 Σχ. 17. Διευθυντές Ταμείων. ο οποίος αποδίδει περισσότερο εκπλειστηρίασμα. στην παρούσα ανάλυση σημειώνονται μόνο οι διατυπώσεις που επιβάλλονται από τον ΚΠολΔ Δεν γίνεται μνεία. οι οποίες επιβάλλονται από άλλα νομοθετήματα γενικότερης σημασίας (ΚΕΔΕ κ.. Όπως τονίζεται και αλλού. στους δανειστές. έτσι ώστε να προκληθεί μεγαλύτερος συναγωνισμός. όπως επιδόσεις εγγράφων της προδικασίας και ενδεχομένως της κυρίας διαδικασίας του πλειστηριασμού (π. παρά μόνο σπανιότατα. 1126 § 3 Α. Α) Σπουδαιότατη πράξη της προδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού αποτελεί.χ.χ. Αγροτική Τράπεζα. και της εθνικής οικονομίας εν γένει. § 405 Ι) Εισαγωγή. Κηρύξεις 415 Εάν το ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια περισσοτέρων του ενός δήμων ή περισσοτέρων ειρηνοδικείων16. αλλά σε τελική ανάλυση.Δ. Πολ.) ή από ειδικά μεμονωμένα νομοθετήματα. 16. άλλους Οργανισμούς ποικίλης μορφής κ.§ 405 – Προπαρασκευαστικές διατυπώσεις του πλειστηριασμού. Τίτλος Τρίτος Προπαρασκευαστικές διατυπώσεις17 του αναγκαστικού πλειστηριασμού. στους τρίτους. ΙΙ) Σύνταξη και επίδοση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης ή του προγράμματος του πλειστηριασμού.Ε. προς το συμφέρον όλων των αμέσως ενδιαφερομένων. επιδόσεις προς το Δημόσιο. στα δε ακίνητα το είδος. 19. Αλλιώς είχε το πράγμα κατά την αρχική διατύπωση του ΚΠολΔ. ενδεχομένως δε και εν ανάγκη και τα πατρώνυμα του επισπεύδοντος και του καθ' ου η εκτέλεση (οφειλέτη και στην περίπτωση ενυποθήκου ακινήτου κ. Πολ. 21. Δημοσιεύσεις. Σ. που τυχόν τίθενται υπέρ του υπέρ ου η εκτέλεση. 1024 § 1.λπ. του τρίτου κυρίου ή διακατόχου). να είναι σαφέστερη από αυτή που περιέχεται στην έκθεση κατασχέσεως. καθώς και μνεία των υφισταμένων (εγγεγραμμένων) υποθηκών ή προσημειώσεων υποθήκης. τη θέση. ώρα) και τον τόπο της διενέργειας του πλειστηριασμού. 927 (989) ΚΠολΔ εντολή για εκτέλεση. . Η περίληψη αυτή πρέπει να περιλαμβάνει: α) το ονοματεπώνυμο (και τον τίτλο) του υπαλλήλου. δ) την απαίτηση. 1063 § 1. στις οικοδομές τον αριθμό των ορόφων και διαμερισμάτων20 μαζί με τα συστατικά και τα κατασχεθέντα (ειδικώς) παραρτήματα. ΚΠολΔ 999 (1063) § 1 Σχ. 1089 § 1 Α.Ε.416 § 405 – Προπαρασκευαστικές διατυπώσεις του πλειστηριασμού. τη γενομένη εκτίμηση των κατασχεθέντων και την τιμή. γ) τα ονοματεπώνυμα. ΚΠολΔ 960 (1024) § 1 Σχ. αν είναι δυνατόν. Κηρύξεις 960 για τα κινητά και 999 για τα ακίνητα). Πολ. οι οποίοι γνωστοποιούνται στον δικαστικό επιμελητή. Η περιγραφή στο πρόγραμμα πρέπει. κάτω από την οποία δεν επιτρέπεται να αρχίσει η πλειοδοσία. Ο επισπεύδων δικαιούται να διατυπώσει κάθε όρο. τα όρια και την έκταση. τις ιδιότητες κ. μήνα. Στα ακίνητα η τιμή αυτή πρέπει να καθορίζεται ειδικώς για κάθε πράγμα21. του πράγματος.Ε. Αυτό συνάγεται σαφώς από διάφορες διατάξεις του ΚΠολΔ. σύμφωνα με το γενικό κανόνα υπολογισμού προθεσμιών). ε) στα κινητά ή συστατικά περιγραφή των κατασχεθέντων πραγμάτων. από τον επί της εκτελέσεως δικαστικό επιμελητή18. μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε ημερών από την ημέρα της κατασχέσεως (η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία. Η περίληψη συντάσσεται και σήμερα. η οποία θα χρησιμεύσει ως πρώτη προσφορά. 20. με την κατ' αρ. όπως και κατά το δίκαιο που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ. 1127 § 1 Α. Η περίληψη πρέπει επιπλέον να περιέχει τους όρους του πλειστηριασμού. ημέρα.Δ. όταν το πρόγραμμα αυτό έπρεπε να συντάσσεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. διότι απευθύνεται προς το κοινό και μάλιστα τους ενδεχόμενους πλειοδότες. ούτε και να λάβει χώρα κατακύρωση.λπ. 18. Σ. οι οποίοι πρέπει να μπορούν να σχηματίσουν ακριβή κατά το δυνατόν εντύπωση για την ταυτότητα και την ποιότητα.Δ.Ε. οι οποίες αφορούν την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως και την περαιτέρω προδικασία και την κυρία διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού. την ποιότητα και την αξία αυτών. για την ικανοποίηση της οποίας λαμβάνει χώρα η εκτέλεση19. ενώπιον του οποίου πρόκειται να λάβει χώρα ο πλειστηριασμός.Ε. έτσι ώστε να είναι δυνατό να σχηματισθεί επαρκής και σαφής αντίληψη για την ποσότητα. β) τον χρόνο (έτος. Β) Η περίληψη κατασχετηρίου εκθέσεως αποτελεί ή περιέχει προκήρυξη για την επικείμενη διεξαγωγή του πλειστηριασμού και πρόσκληση για την υποβολή προτάσεων για την αγορά των πλειστηριαζομένων πραγμάτων ή για την συμμετοχή στην πλειοδοσία. σε περίπτωση μη εμφανίσεως πλειοδοτών. . Ο καθορισμός της πρώτης προσφοράς έχει αξιόλογη σημασία. για την προκαταβολή εγγυήσεως. ΚΠολΔ 993 (1057) § 2 Σχ. όπως εκτίθεται κατωτέρω στο σχετικό κεφάλαιο. 25. δύναται το κατά το αρ. 686 (730) επ. 2 ΚΠολΔ. 933 (995) ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο. εφόσον πρόκειται για αναγκαστικό πλειστηριασμό κινητών. αρκεί με αυτούς να μην παρακωλύεται υπέρ το δέον ο ελεύθερος ανταγωνισμός και να μην θίγονται τα συμφέροντα του καθ' ου η εκτέλεση και των υπολοίπων δανειστών. 1018 § 4.§ 405 – Προπαρασκευαστικές διατυπώσεις του πλειστηριασμού. είναι δυνατό το εκπλειστηριαζόμενο πράγμα. δικαιούται να ασκήσει ανακοπή κατά της εκτιμήσεως και κατά του καθορισμού τιμής πρώτης προσφοράς. πρέπει α) να επιδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες από την ημέρα της κατασχέσεως (η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία.χ. Κηρύξεις 417 τον οποίο θεωρεί σκόπιμο ή ωφέλιμο. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). Σύμφωνα με τον ΚΠολΔ. Δημοσιεύσεις. να κατακυρωθεί στον επισπεύδοντα στην τιμή της πρώτης προσφοράς. 1089 § 2 Α. Σ. κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Γ) Σύμφωνα με τον ΚΠολΔ24. 959 (1023) § 3 ΚΠολΔ.Ε. ΚΠολΔ 954 (1018) § 4 Σχ. αα) προς τον καθ' ου η εκτέλεση οφειλέτη. σύμφωνα με το αρ. να διατάξει τη διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης. 1024 § 2. 955 (1019) ΚΠολΔ25. και ββ) προς τον ειρηνοδίκη του τόπου της κατασχέσεως και β) να κατατίθεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να συντάσσεται και πράξη καταθέσεως. Με το ως άνω πρόγραμμα μπορούν να μεταβληθούν η ημέρα της διεξαγωγής του πλειστηριασμού και ο υπάλληλος αυτού.Ε. Σ. 933 (995) ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο. Πολ. μετά από αίτηση του καθ' ου ή του υπέρ ου η εκτέλεση καθώς και κάθε τρίτου που έχει έννομο συμφέρον. παραπάνω §§ 396 και 398. Αντίγραφο της αποφάσεως αυτής πρέπει να κατατίθεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση («αμελλητί») στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να συντάσσεται πράξη καταθέσεως. π.Δ. Ο ειρηνοδίκης οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση να καταχωρίσει περίληψη του προγράμματος στο βιβλίο που τηρείται σύμφωνα με τα αρ. 23.Ε.Ε. 24. (πρέπει να) εκδίδεται νέο πρόγραμμα και οι προθεσμίες των §§ 1 και 2 του 22. Βλ. ΚΠολΔ 954 παρ.Ε.Δ. η οποία δικάζεται από το κατά το άρ. 4 και 939 παρ. ορίζοντας συγχρόνως και την ημέρα αυτού. Σ. όποιος έχει έννομο συμφέρον. σύμφωνα με το γενικό κανόνα του υπολογισμού των προθεσμιών). Δ) Η περίληψη που συντάχθηκε σύμφωνα με τα παραπάνω. 1089 §§ 1 και 3 Α. 1121 § 2 Α. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των αρ. Πολ..Δ. για την πληρωμή τόκων από τον υπερθεματιστή χωρίς όχληση κ. όπως σημειώθηκε και προηγουμένως22. Πολ.Ε. ΚΠολΔ 960 (1024) § 2 Σχ.λπ. 1057 § 2. διότι. Ε) Εάν μετά την έκδοση του προγράμματος επέλθει μεταβολή του τόπου της διενέργειας ή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. το οποίο δύναται να καθορίσει μεγαλύτερη τιμή πρώτης προσφοράς23. του τρίτου κυρίου ή διακατόχου). . στην περίπτωση κατασχέσεως ενυποθήκου ακινήτου.Ε.Δ. Πολ. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να εκδίδεται νέο πρόγραμμα. καταβολή τόκων από τον υπερθεματιστή επί του εκπλειστηριάσματος χωρίς όχληση κ. 29. 30. που δίδεται κατά το αρ.Δ. ΚΠολΔ 999 (1063) § 1 Σχ. Κηρύξεις άρ. την ημέρα και την ώρα της διεξαγωγής του πλειστηριασμού. Ζ) Μετά από αίτηση του καθ' ου ή του υπέρ ου η εκτέλεση καθώς και κάθε τρίτου που έχει έννομο συμφέρον. ο επί της εκτελέσεως δικαστικός επιμελητής οφείλει. όπως και προηγουμένως σημειώθηκε.λπ.Ε. 960 (1024) ΚΠολΔ για τη σύνταξη. Πολ. 1063 § 1. Η) Σε σχέση με την σημασία του καθορισμού της πρώτης προσφοράς και την δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής κατά της εκτιμήσεως και του καθορισμού της πρώτης προσφοράς ισχύουν mutatis mutandis όσα εκτέθηκαν προηγουμένως σχετικά με την κατάσχεση κινητών30. Πρβλ. του υπέρου και του καθού η εκτέλεση (του οφειλέτη ή. στις δε οικοδομές μνεία των ορόφων και διαμερισμάτων μαζί με τα συστατικά και τα κατασχεθέντα παραρτήματα28.χ. τη θέση.Ε. 1089 § 3 Α. να συντάξει την περίληψη της κατασχετήριας εκθέσεως το οποίο αποτελεί. σχετικά παραπάνω § 398. 1024 § 3. το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. ΚΠολΔ 960 (1024) § 3 Σχ. προκήρυξη για την επικείμενη διενέργεια του πλειστηριασμού και πρόσκληση για υποβολή προτάσεων για την αγορά του πλειστηριαζόμενου ακινήτου και για συμμετοχή στην πλειοδοσία. ΚΠολΔ 999 (1063) § 2. ΣΤ) Επί αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου. 28. παροχή εγγυήσεως. Η περίληψη αυτό πρέπει να περιλαμβάνει27: α) συνοπτική περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου και το είδος. οι οποίοι γνωστοποιούνται στα όργανα της εκτελέσεως με την εντολή για εκτέλεση. 927 (989) ΚΠολΔ Με το ως άνω πρόγραμμα μπορούν να μεταβληθούν η ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού και ο υπάλληλος αυτού. καθώς και μνεία των υφισταμένων (εγγεγραμμένων) υποθηκών ή προσημειώσεων υποθήκης σε αυτά. Δημοσιεύσεις.Ε. μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε ημερών από την ημέρα της επιβολής της κατασχέσεως. ορίζοντας συγχρόνως και την ημέρα της διεξαγωγής αυτού29. 1127 § 1 Α. τα όρια και την έκτασή του. όπως και προηγουμένως ελέχθη. Σ. όπως και στον πλειστηριασμό των κινητών. β) τα ονοματεπώνυμα. το δικαστήριο του τόπου της εκτελέσεως δύναται να διατάξει τη διόρθωση του προγράμματος του πλειστηριασμού. 27. επίδοση και κατάθεση του προγράμματος πλειστηριασμού) αρχίζουν από την κατάθεση της αποφάσεως του ειρηνοδικείου ή μάλλον του δικάσαντος δικαστηρίου στον υπάλληλο του πλειστηριασμού26.). 31. δ) την (καθορισθείσα) τιμή της πρώτης προσφοράς και τους πρόσθετους όρους του πλειστηριασμού που τυχόν τίθενται από τον επισπεύδοντα (π. Σ. γ) τον τόπο.418 § 405 – Προπαρασκευαστικές διατυπώσεις του πλειστηριασμού. ενδεχομένως δε και τα πατρώνυμα. ΚΠολΔ 999 (1063) § 2. Θ) Η περί26. προκειμένου περί ενυποθήκων κτημάτων. ο οποίος θα συντάξει πράξη καταθέσεως. ουσιώδη στοιχεία της εκθέσεως της αναγκαστικής κατασχέσεως. . Πολ. Σ. Βλ. Τα ελαττώματα από τις ελλείψεις αυτές και ακόμα περισσότερο η ενδεχόμενη ανυπαρξία ή το ανυπόστατο της κατασχέσεως δεν μπορούν να καλυφθούν με το περιεχόμενο του προγράμματος. ΙΙΙ) Δημοσιεύσεις. Αντίστροφα ουσιώδεις ελλείψεις και ελαττώματα της περίληψης κατασχετηρίου εκθέσεως δεν δύνανται να αναπληρούνται από την αναγραφή στην έκθεση της αναγκαστικής κατασχέσεως. Προκειμένου για κινητά το απόσπασμα με συνοπτική περιγραφή των κατασχεθέντων πραγμάτων δημοσιεύεται δέκα ημέρες τουλάχιστον πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού σε Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμού του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων καθώς και σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται σε δήμο όπου βρίσκεται ο τόπος πλειστηριασμού. Δεν είναι όμως δυνατόν να αναπληρωθούν με την αναγραφή και εξειδίκευση στην περίληψη κατασχετηρίου εκθέσεως (στο πρόγραμμα του πλειστηριασμού. και σε περίπτωση διορθώσεως από την κατάθεση της σχετικής αποφάσεως (η οποία διατάσσει τη διόρθωση) επιδίδεται επίσης εντός της ίδιας προθεσμίας στον ειρηνοδίκη του τόπου της κατασχέσεως και κατατίθεται μέσα στην ίδια προθεσμία και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. 1127 § 2 Α. το οποίο συντάχθηκε και ενδεχομένως διορθώθηκε σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν προηγουμένως.§ 405 – Προπαρασκευαστικές διατυπώσεις του πλειστηριασμού. η περίληψη (το πρόγραμμα) να περιλαμβάνει και συμπληρωματικά στοιχεία περιγραφής δευτερεύουσας φύσεως. βεβαίως. Δημοσιεύσεις.Ε.Ε. αρχικό ή επαναληπτικό. Η περίληψη κατασχετηρίου εκθέσεως έχει ως βάση την έκθεση της αναγκαστικής κατασχέσεως και αποτελεί συνέχεια αυτής στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Αν δεν εκδίδεται στον τόπο αυτό τέτοια εφημερίδα. προς τον τρίτο κύριο ή νομέα ή διακάτοχο και τους ενυπόθηκους δανειστές (και κατά την ορθότερη γνώμη και προς τους δανειστές που έχουν εγγράψει προσημείωση υποθήκης) μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από την ημέρα της επιβολής της κατασχέσεως (η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία. Ο ειρηνοδίκης υποχρεούται να καταχωρίσει την περίληψη σε ειδικό βιβλίο που τηρείται από αυτόν μαζί με αλφαβητικό ευρετήριο των καθ' ων η κατάσχεση32. Κηρύξεις 419 ληψη της κατασχετήριας εκθέσεως (πρόγραμμα του αναγκαστικού πλειστηριασμού) ακινήτων. 32.Δ. Α) Η δεύτερη από τις προπαρασκευαστικές διατυπώσεις της διενέργειας του αναγκαστικού πλειστηριασμού συνίσταται στη δημοσίευση αποσπάσματος της περίληψης κατακυρωτικής εκθέσεως. τότε η 31. παραπάνω §§ 396 και 397. (πρέπει να) επιδίδεται προς τον οφειλέτη και. ΚΠολΔ 999 (1063) § 2 Σχ. σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του υπολογισμού των προθεσμιών). 1063 § 2. Είναι δυνατόν. 420 § 405 – Προπαρασκευαστικές διατυπώσεις του πλειστηριασμού. οι οποίες εκτέθηκαν και αναπτύχθηκαν προηγουμένως. 36. 2. όπως ισχύει. τη θέση και την έκτασή του με τα συστατικά αυτού. . Η ως άνω ακυρότητα αφορά τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού. παρακάτω §§ 491 επ. IV) Συνέπειες από τη μη τήρηση των προπαρασκευαστικών διατυπώσεων του πλειστηριασμού. ΚΠολΔ 999 παρ. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των αρ. άλλως σε καθημερινό φύλλο εφημερίδος της περιφερειακής ενότητας. Δημοσιεύσεις.2. 33. 4. ΚΠολΔ 960 παρ. 34. Δημοσιεύεται σε κύριο φύλλο εφημερίδας που εκδίδεται σε δήμο όπου βρίσκεται ο τόπος του πλειστηριασμού. Ειδικότερα για τα θέματα αυτά γίνεται λόγος στο κεφάλαιο για τις συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως37. Η μη τήρηση των προπαρασκευαστικών διατυπώσεων για την διεξαγωγή του αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών ή ακινήτων. άλλως της έδρας της περιφέρειας34. Κηρύξεις δημοσίευση γίνεται σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στην περιφερειακή ενότητα. 37. δύναται το κατά το αρ. Αντίστοιχες δημοσιεύσεις λαμβάνουν χώρα ως προς τα ακίνητα δεκαπέντε ημέρες τουλάχιστον πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). Το απόσπασμα εμπεριέχει μεταξύ άλλων συνοπτική περιγραφή του ακινήτου κατά το είδος. Η απόφαση κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού προκειμένου να τηρηθούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρ. σύμφωνα με ρητές διατάξεις του ΚΠολΔ36. ΚΠολΔ 954 παρ. 235. επιφέρει. 960 παρ. 35. 2 και 999 παρ. Ε) Μετά από ανακοπή του καθ' ου ή του υπέρ ου η εκτέλεση καθώς και κάθε τρίτου που έχει έννομο συμφέρον. 3. 3 και 999 παρ. 4 και 999 παρ. Βλ. 933 (995) ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο. 686 (730) επ. 960 παρ. Αν η ανακοπή γίνει δεκτή δεν αποκλείεται να ορισθεί με την απόφαση νέα ημέρα πλειστηριασμού. ακυρότητα. να επιβάλει πρόσθετα μέτρα δημοσιότητας πέραν απ’αυτά που προβλέπονται στα άρθρ. διαφορετικά στην έδρα της περιφέρειας όπου υπάγεται ο δήμος33. όπως ισχύει. Εξαίρεση ισχύει ως προς τη μη καταχώρηση από τον ειρηνοδίκη της περιλήψεως του προγράμματος πλειστηριασμού στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από αυτόν. ΚΠολΔ 960 παρ. 3. Το αν υφίσταται η μία ή η άλλη από τις παραπάνω περιπτώσεις. Κ. 933 (995) ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο. Όταν πρόκειται για ακίνητα. Βερβεσού: Η διαδικασία της κατ' άρθρον 1064 (ήδη 1000) ΚΠολΔ αιτήσεως αναστολής του πλειστηριασμού. Δικαιοσύνη Χ 313. 38. πρόσθετοι όροι 421 Τίτλος Τέταρτος Αναστολή ή αναβολή του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Π. ΙΙ) Αναστολή του πλειστηριασμού. 1128 εδ. είτε διότι αναστέλλεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως εν γένει είτε διότι αναστέλλεται ή αναβάλλεται ο πλειστηριασμός. Βλ. Η διενέργεια του αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών ή ακινήτων. ΔΙ 84. Φραγκίστα: Γνωμοδοτήσεις (1980) σ. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των αρ. Σε σχέση με το θέμα αυτό ο ΚΠολΔ ορίζει τα ακόλουθα: Α) Μετά από αίτηση του καθ' ου η εκτέλεση. αν δεν υφίσταται κίνδυνος βλάβης του επισπεύδοντος την εκτέλεση και των δανειστών που ενδεχομένως έχουν ήδη αναγγελθεί και. Σ. Γ. Στην αναστολή του αναγκαστικού πλειστηριασμού εφαρμόζονται όσα ισχύουν εν γένει για την αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως. Β. ΙΙΙ) Αναστολή της διαδικασίας του πλειστηριασμού ή αναβολή του πλειστηριασμού. θα επιτευχθεί μεγαλύτερο πλειστηρίασμα39. Πιλάλη: Επί της προθεσμίας αναστολής του πλειστηριασμού Ε. Φραγκίστα: Αναβολή πωλήσεως κατεσχημένων ακινήτων υπό Πρωτοδικείου. 686 (730) επ.Ε. 119 επ. α΄ Α. Τζίφρα: Αναστολή πλειστηριασμού πλοίου κατά το Νέον Δίκαιον Δ. δύναται το κατά το άρ. σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως. ΙΙ 643. να αναστείλει τη διαδικασία του πλειστηριασμού για διάστημα έως έξι μήνες. α΄ Σχ. Ν. ΚΠολΔ 1000 (1064) εδ. σε Χ. Ι) Εισαγωγή. Βλιτσάκη: Απόφασις διατάσσουσα αναστολήν πλειστηριασμού κατ' άρθρ. αν παρέλθει ορισμένος χρόνος. . να λάβει χώρα μια ορισμένη ημέρα και ώρα. εκτός από την αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως εν γένει.Δ. Επιβολή διατυπώσεων και πρόσθετων όρων για τη διεξαγωγή του* § 406 *Ειδική Βιβλιογραφία: Χ. ότι ο οφειλέτης και εν γένει ο καθ' ου η εκτέλεση θα ικανοποιήσει τον επισπεύδοντα την εκτέλεση μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα. ή ότι. Πολ. ΛΗ 375. 1064 (ήδη 1000) ΚΠολΔ ΝοΒ ΙΖ 244 σημ. α΄. Διατυπώσεις. 1064 εδ. 39.§ 406 – Αναστολή ή αναβολή του πλειστηριασμού. μπορεί να μην πραγματοποιηθεί στο χρόνο αυτό. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων).Ε. παραπάνω § 373. για τα οποία έγινε ήδη λόγος προηγουμένως38. Μπέη-Δ.Ε. 1064 (ήδη 1000) ΚΠολΔ και προσβολή ταύτης υπό τρίτου προσώπου Ελλην. η οποία ορίζεται. Υπό το προγενέστερο δίκαιο στις περιπτώσεις αυτές γινόταν λόγος για αναβολή του πλειστηριασμού. εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι. Παπαδημητρίου: Η ακολουθητέα διαδικασία εκδικάσεως της αιτήσεως αναστολής του αρ.Ν. μπορεί να διαταχθεί ειδικώς η αναστολή της διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού. 1064 εδ. συναφές προς τη διεξαγωγή κ. δ΄ και ε΄. με την οποία αυτή κηρύχθηκε. από την παρατηρούμενη γενική ή τοπική τάση υπερτιμήσεως των ακινήτων γενικώς ή ορισμένης κατηγορίας. Βλ. ΚΠολΔ 1000 (1064) εδ. α) Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός μπορεί να ανασταλεί για ορισμένο χρόνο 40. της διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού. 1064 εδ. γ΄.Δ.Ε. γ΄ Α.Ε. Η επίτευξη μεγαλύτερου τιμήματος μπορεί να θεωρείται πιθανή για διάφορους λόγους. και παρακάτω §§ 408-409.Ε. που εκδίδεται σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Στην περίπτωση αυτή η κατακύρωση γίνεται στους τμηματικώς πλειοδοτούντες τότε μόνο. 41. 1128 εδ. Δεσμεύει συνεπώς. Αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι το δικαστήριο μπορεί να ορίσει μικρότερο ποσό ως καταβλητέο40. π. 1064 εδ. όχι μόνο τον επισπεύδοντα. Πολ. Διατυπώσεις. Την πρώτη από τις παραπάνω προϋποθέσεις μπορεί να πληροί και η παροχή εγγυοδοσίας. σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που εκτίθενται στο σχετικό κεφάλαιο43. δ΄ και ε΄ Α. Δ) Το δικαστήριο μπορεί ακόμη να διατάξει να γίνει η πώληση ταυτόχρονα συνολικά και τμηματικά. Ε) Σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά όρια της ως άνω αναστολής μπορούν να σημειωθούν τα ακόλουθα: α) Η απόφαση για την αναστολή του πλειστηριασμού. β΄ Σχ. ΚΠολΔ 1000 (1064) εδ. Η αναστολή αυτή όμως κωλύει για το καθορισμένο χρονικό διάστημα μόνο τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού μέχρι την ανάκληση ή την τροποποίηση της αποφάσεως. ενόψει του διαπλαστικού χαρακτήρα αυτής. 42. με βάση σχεδιάγραμμα ή σχέδιο μηχανικού ή γεωμέτρηση που συνυποβάλλεται μαζί με την αίτηση. δυνάμει συμφωνίας μεταξύ του επισπεύδοντος και του καθ' ου η εκτέλεση. πρόσθετοι όροι είναι ζήτημα εκτιμήσεως των περιστάσεων που συντρέχουν από το δικαστήριο.λπ.422 § 406 – Αναστολή ή αναβολή του πλειστηριασμού. 43. β΄ Α. Β) Η αναστολή χορηγείται υπό τον όρο της καταβολής των τυχόν εξόδων επίσπευσης του πλειστηριασμού και του ενός τετάρτου τουλάχιστον του οφειλόμενου στον επισπεύδοντα κεφαλαίου. Γ) Η αναστολή σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες συνολικά από την προθεσμία που αρχικώς είχε οριστεί για τον ανασταλέντα πλειστηριασμό41 ενώ αντίστοιχη δυνατότητα δεν προβλέπεται για τα κινητά. την οποία μπορεί να προσφέρει ο αιτών οφειλέτης. ΣΤ) Αναστολή ή αναβολή του πλειστηριασμού.χ. ή να τη διατάξει το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως.Ε. ΚΠολΔ 1000 (1064) εδ. Σ. Δεν αποκλείεται δηλαδή η αναγγελία άλλων δανειστών και η ανάληψη πρωτοβουλίας και επίσπευση της διαδικασίας της εκτελέσεως και ιδίως του αναγκαστικού πλειστηριασμού από άλλο δανειστή. Σ. έχει γενική και απόλυτη ισχύ (έναντι πάντων). ως εσφαλμένης. 1128 εδ. β΄.Ε. αλλά και τους υπόλοιπους δανειστές που τυχόν υπάρχουν και έχουν έννομο συμφέρον. όταν το σύνολο των προσφορών τους υπερβαίνει την τιμή που προσφέρεται για την πώληση στο σύνολο42. . όπως επίσης δεν αποκλείεται και η υποβολή αιτήσεως για την ανάκληση της αποφάσεως για την αναστολή του πλειστηριασμού.Δ. γ΄ Σχ. Πολ. Αυτό συνάγεται έμμεσα από την διάταξη του άρ. αντιπροσώπους και αντιπροσωπευόμενους). η σχετική διαδικασία δεν παύει να είναι εκκρεμής. ή έξι μηνών από τη διενέργεια του πλειστηριασμού. διαρκείας ενός έτους από της επιβολής αυτής.χ. με δήλωση ή επίδοση προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού και ενδεχομένως και προς τους δανειστές που έχουν ήδη αναγγελθεί. II) Συνέπειες της ματαιώσεως του πλειστηριασμού. σχετική πρωτοβουλία και τηρεί τις διατυπώσεις που καθορίζει ο νόμος44. ο οποίος αναλαμβάνει. ή με συμφωνία των ενδιαφερομένων κ. Δεν εκτείνονται δηλαδή πέρα από τους συμβληθέντες και όσους ταυτίζονται νομικώς μ' αυτούς (καθολικούς και οιονεί καθολικούς διαδόχους. είναι και πρέπει να είναι. 2 ΚΠολΔ. . Τίτλος Πέμπτος Ματαίωση της διενέργειας του αναγκαστικού πλειστηριασμού § 407 Ι) Εισαγωγή. λόγω κωλυμάτων του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. και ο χρόνος αναστολής της εκτελέσεως. τα οποία δεν μπορούν να αρθούν. 1019 (1082) παρ. β) Τα υποκειμενικά όρια της συμφωνημένης αυτής αναστολής του άρθρου 1019 παρ. παρακάτω § 408. 3. δεν υπολογίζεται. κατά την οποία στην προθεσμία της ανατροπής της κατασχέσεως. εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Α) Η διενέργεια του αναγκαστικού πλειστηριασμού μπορεί να μη λάβει χώρα την ημέρα που έχει καθορισθεί με την περίληψη της κατασχετήριας εκθέσεως κ.λπ. π. κατ' ανάγκη περιορισμένα. τόσο κατά τις γενικές αρχές. και για άλλους λόγους.λπ. η οποία επήλθε κοινή συναινέσει του επισπεύδοντος και του οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη. Β) Δεν αποκλείεται και η εκ προθέσεως ματαίωση. μονομερώς ή μετά από συμπαιγνία μεταξύ επισπεύδοντος και καθ' ου η εκτέλεση είτε άμεσα είτε έμμεσα. εκτός των άλλων. Η προθεσμία ανα44. με την παράλειψη διατυπώσεων που επιβάλλει ο νόμος. Α) Μετά από τη ματαίωση της διεξαγωγής του αναγκαστικού πλειστηριασμού. η οποία επέρχεται σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως. Βλ. όσο και κατά τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως.§ 407 – Ματαίωση της διενέργειας του αναγκαστικού πλειστηριασμού 423 μετά από συμφωνία μεταξύ του επισπεύδοντος και του καθ' ου η εκτέλεση. λόγω μη τηρήσεως των προπαρασκευαστικών διατυπώσεων που επιβάλλονται από το νόμο και αναλύθηκαν προηγουμένως. Η ίδια θέση προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 969 παρ. 2 η οποία πρέπει οπωσδήποτε να υποβληθεί στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και να λάβει ορισμένη δημοσιότητα. αλλά ηρεμεί και μπορεί να συνεχιστεί από τον ίδιο επισπεύδοντα ή από άλλο δανειστή. το σύστημα της πρωτοβουλίας των διαδίκων.Ε. και ιδίως τη δικαστική δέσμευση και κατ' αρχήν την απαγόρευση της επιβολής και δεύτερης αναγκαστικής κατασχέσεως. Α) Δεδομένου ότι στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ισχύει γενικά. όπως προηγουμένως ελέχθη. Τίτλος Έκτος Διεξαγωγή αναστέλλοντος ή ματαιωθέντος αναγκαστικού πλειστηριασμού. ο οποίος νομιμοποιείται.Δ. ΙΙ) Χρόνος διεξαγωγής του πλειστηριασμού που έχει ανασταλεί η ματαιωθεί. Πολ. ΚΠολΔ 973 (1037) § 1 Σχ. 960 (1024) §§ 1 και 2 και 999 (1063) §§ 1 και 2 αρχίζουν από την κατάθεση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού της εντολής. που έχει επιβληθεί. Σ. δεν στερείται εννόμων συνεπειών. τότε γίνεται μια άλλη Τετάρτη και σε τέτοιο χρόνο. 1102 § 4 Α. εάν ο πλειστηριασμός δεν έγινε για οποιονδήποτε λόγο την ημέρα που είχε ορισθεί. με παραίτηση. ή η συντηρητική κατάσχεση που με τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων έχει εξομοιωθεί με αυτή.Ε.Ε. 960 (1024). 1063 § 4. τελεσίδικη ακύρωση ή ανατροπή αυτής. ενώ οι προθεσμίες που προβλέπονται από τα αρ. εξακολουθεί να υφίσταται και να παραγάγει τα νόμιμα αποτελέσματά της. Πολ. εκτός από τις εξαιρέσεις που καθιερώνει ο νόμος. β) Εφόσον δεν εκλείψει η ως άνω κατάσχεση με νόμιμο τρόπο. που ανεστάλη ή ματαιώθηκε § 408 Ι) Εισαγωγικές παρατηρήσεις. ΚΠολΔ 999 (1063) § 4 Σχ. 1102 § 1 Α.Δ. 1037 § 1. επιμεληθεί και επισπεύσει αυτή σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. 45. . μόνο με βάση την κατάσχεση αυτή μπορεί να προχωρήσει η προδικασία και η κυρία διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού. α) Η αναγκαστική κατάσχεση. ώστε να τηρούνται οι διατάξεις των αρ. Σ. παραμένει εκκρεμής η διαδικασία του ανασταλέντος ή ματαιωθέντος πλειστηριασμού. που έχει δοθεί προς τον δικαστικό επιμελητή για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτελέσεως45. και 999 (1063) ΚΠολΔ. Β) Η ύπαρξη αυτής της καταστάσεως της προαναφερθείσης διαδικασίας. μέχρις ότου αυτός. Α) Κατά τον ΚΠολΔ.424 § 408 – Διεξαγωγή αναστέλλοντος ή ματαιωθέντος αναγκαστικού πλειστηριασμού τροπής της κατασχέσεως εξακολουθεί να τρέχει.Ε. Σ. εφόσον έχει απαίτηση. . Εάν ο αναγκαστικός πλειστηριασμός δεν διενεργείται κατά την ημέρα που έχει οριστεί και ο επισπεύδων δεν προβαίνει αμέσως στον εκ νέου προσδιορισμό αυτού και στην εξακολούθηση της διαδικασίας αυτής χωρίς υπαίτια καθυστέρηση ή εάν εγκαταλείπεται γενικά η διαδικασία της εκτελέσεως.§ 409 – Καθ’ υποκατάσταση εξακολούθηση της διαδικασίας εκτελέσεως 425 Τίτλος Έβδομος Υποκατάσταση άλλου δανειστή στη θέση του επισπεύδοντος και εξακολούθηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως § 409 Ι) Όροι υποκαταστάσεως.Ε. δικαιούται (ακριβέστερα νομιμοποιείται) να επισπεύσει τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού. έστω και αν άλλος δανειστής επέβαλε την αναγκαστική κατάσχεση. Πολ. μπορεί να την εξακολουθήσει κάθε άλλος δανειστής. όχι μόνο όταν ο πλειστηριασμός δεν έλαβε χώρα με υπαιτιότητα του επισπεύδοντος (ο οποίος π. κινώντας την προδικασία και την κυρία διαδικασία αυτού46. εάν άλλος δανειστής δικαιούται να επιληφθεί και να αναλάβει την πρωτοβουλία της συνεχίσεως της διαδικασίας εκτελέσεως.λπ.χ. Α) Κάθε δανειστής. ο οποίος υποκαθίσταται στη θέση του επισπεύδοντος και δικαιούται να προβαίνει ή να προκαλεί εγκαίρως τις διάφορες πράξεις της προαναφερθείσης διαδικασίας. Πολ. πάνω στην οποία στηρίζεται η περαιτέρω διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. 1102 § 2 Α.Ε. αρκεί να 46. ΚΠολΔ 999 (1063) § 4 Σχ.Ε. Β) Προϋποτίθεται (κατ' αρχήν) η μη διεξαγωγή του αναγκαστικού πλειστηριασμού κατά την καθορισμένη χρονολογία ή η εγκατάλειψη της διαδικασίας αυτού. κάτω από τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως. λόγω αποσβέσεως της απαιτήσεώς του). ΚΠολΔ 973 (1037) § 2 Σχ.χ. 1102 § 2 Α. δεν προέβη σε κάποια επίδοση ή κάποια δημοσίευση ή δεν ετήρησε άλλη διατύπωση) ή τουλάχιστον για άλλους λόγους που αφορούν το πρόσωπό του (π. Γ) Αποτέλεσμα της ως άνω δηλώσεως είναι ότι η πρωτοβουλία της επισπεύσεως της διαδικασίας του πλειστηριασμού περιέρχεται στον δανειστή που προέβη στη δήλωση. και εφόσον επέδωσε προς τον καθ' ου η εκτέλεση επιταγή για εκτέλεση και παρήλθε η προθεσμία συνεχίσεως της εκτελέσεως.Δ. ο οποίος έχει εκτελεστό τίτλο. Β) Την εξουσία αυτή την έχουν οι παραπάνω δανειστές.χ. Σ. η οποία στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο. Το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται τώρα με την γενική και αδιάστικτη διατύπωση των διατάξεων του ΚΠολΔ που μνημονεύθηκαν προηγουμένως. 1037 § 2.Ε.Δ. 1063 § 4. αλλά και όταν η μη διενέργεια του πλειστηριασμού επήλθε για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του π. ΙΙ) Νομιμοποίηση για υποκατάσταση στη θέση του επισπεύδοντος και περαιτέρω διαδικασία. Υπό το προγενέστερο δίκαιο εγεννάτο ζήτημα. λόγω αναστολής της διαδικασίας της εκτελέσεως κ. επέχει υπό ορισμένες προϋποθέσεις θέση αυτοτελούς κατασχέσεως. σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. του καθ' ου η 47. Οι αναγγελθέντες με βάση εκτελεστό τίτλο δανειστές μπορούσαν και μπορούν να προστατευθούν και με άλλο τρόπο. . το οποίο. Γ) Σχετικώς ορίζεται. ο οποίος θα εγκατέλειπε από κακοβουλία τη διαδικασία της εκτελέσεως. η ημέρα της δηλώσεως. 686 (730) επ. να επισπεύσει τη διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Μετά από την επίδοση αυτή ενεργούνται οι κατ' αρ. Αυτοί θα έμεναν εκτεθειμένοι σε πολύ πιθανές καταδολιεύσεις από πλευράς του οφειλέτη. Με την ίδια απόφαση (που αποφαίνεται επί της ως άνω αιτήσεως) ορίζεται. Δ) Κάθε δανειστής. Σ. επιλέγει τον κατά την κρίση του ενδεδειγμένο. εκτός από τον επισπεύδοντα. ΚΠολΔ 973 (1037) § 3 Σχ.Ε. Με τις διατάξεις αυτές ο νόμος απέβλεψε στο να παράσχει προστασία στους μη αναγγελθέντες δανειστές και από τους αναγγελθέντες σε εκείνους. η αναγγελία. Πολ.Δ. οπότε η επαναληπτική περίληψη και κάθε συναφής ενέργεια δεν έχουν καμμία έννομη συνέπεια και η δαπάνη από αυτά δεν βαρύνει το εκπλειστηρίασμα48. ή αν θα λάβει χώρα αμέσως. καθώς και εκ μέρους του ιδίου του επισπεύδοντος. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των αρ.426 § 409 – Καθ’ υποκατάσταση εξακολούθηση της διαδικασίας εκτελέσεως υφίσταται η κατάσχεση. η οποία στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο. με βάση την οποία μπορούσε και μπορεί να συνεχιστεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. θέλει. που έχει εκτελεστό τίτλο και έχει επιδώσει επιταγή για εκτέλεση. ΚΠολΔ 973 (1037) § 4. Ο πλειστηριασμός διεξάγεται ενώπιον του ιδίου υπαλλήλου του πλειστηριασμού47.Ε. Η διάταξη αυτή προστέθηκε για να προλάβει περαιτέρω καταχρήσεις των σχετικών εξουσιών του επισπεύδοντος. 1102 § 3 Α. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). όταν προέβησαν στην αναγγελία. 1102 § 3 Α. Αντί της ημέρας της κατασχέσεως. η οποία αναφέρεται στις διατάξεις αυτές. ως αφετηρία για τον υπολογισμό των προθεσμιών. ΚΠολΔ 999 (1063) § 4 Σχ. 1037 § 3. μπορεί να ζητήσει να επιτραπεί από το δικαστήριο η επίσπευση της διαδικασίας της εκτελέσεως από αυτόν. 48.Ε. 933 (995) ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο. όταν ένας άλλος δανειστής. 999 (1063) § 4. Πολ. αν η επίσπευση θα εξαρτηθεί από την ματαίωση του πλειστηριασμού που έχει ορισθεί με την επαναληπτική περίληψη.Ε. στην περίπτωση της εκδόσεως επαναληπτικού προγράμματος από τον επισπεύδοντα μετά από την δεύτερη τουλάχιστον ματαίωση του πλειστηριασμού χωρίς σπουδαίο λόγο καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που από τη στάση του επισπεύδοντος προκύπτει συμπαιγνία ή ολιγωρία. πρέπει να το δηλώσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να συνταχθεί από τον τελευταίο πράξη για τη δήλωση αυτή. και απέκτησαν αυτόν μεταγενέστερα. Για το θέμα αυτό αποφαίνεται το κατά το αρ. να μην έχει ακυρωθεί ή ανατραπεί αυτή και να μην έχει λάβει χώρα παραίτηση από αυτή. 1063 § 4. όπως εκτίθεται και πιο κάτω.λπ. αν οι αιτούντες είναι περισσότεροι.Δ. οι οποίοι δεν είχαν εκτελεστό τίτλο. διότι. Αντίγραφο της πράξεως αυτής (πρέπει να) επιδίδεται και στον επισπεύδοντα. 960 (1024) και 999 (1063) ΚΠολΔ γνωστοποιήσεις κ. την οποία θα εγκατέλειπε στη συνέχεια. ότι. ο οποίος θα ενεργούσε κατάσχεση με την παρεμβολή εικονικού δανειστή. (πρέπει να) λαμβάνεται υπόψη. Σ. αν η ως άνω δήλωση μπορεί να γίνει ενώπιον άλλου συμβολαιογράφου. οι οποίες παρατηρούνται συχνά στην πράξη. μέχρι την ως άνω δήλωση. κατά την εν λόγω διαδικασία. Ε) Είναι αμφίβολο το ζήτημα. η τυχόν υφιστάμενη ελαττωματικότητα (η οποία μπορεί να προκαλέσει ακυρότητα) της κατασχέσεως και των άλλων πράξεων που ενδεχομένως έχουν μεσολαβήσει μέχρι την ως άνω δήλωση του δανειστή επηρεάζει κατά κάποιο τρόπο την κανονικότητα (και δη το κύρος) της διαδικασίας που συνεχίζεται. τότε τα τυπικά ελαττώματα (ενδεχομένως ακυρότητες) της αρχικής κατασχέσεως και των πράξεων που έλαβαν χώρα μετά από αυτή. ολοκληρωτικά ή εν μέρει. Αλλά και από νομοθετικής απόψεως η εκλογή της μιας ή της άλλης λύσεως δεν είναι ευχερής. που υποκαταστάθηκε στη θέση του επισπεύδοντος. αν το δικαστήριο. που παρατηρήθηκαν στην πράξη. την οποία ακολουθεί ο επισπεύδων (συνήθως παρένθετος ή εικονικός). έχει την εξουσία να μεταβάλει τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. κατά τον ίδιο τρόπο που θα είχε την επίδραση αυτή. Μια από αυτές τις διατάξεις μπορεί να εφαρμοστεί κάθε φορά.§ 409 – Καθ’ υποκατάσταση εξακολούθηση της διαδικασίας εκτελέσεως 427 εκτέλεση κ. ανάλογα με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται και μάλιστα ανάλογα με τη στάση και την πορεία. ΣΤ) Ο δανειστής. της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Εάν όμως ο δανειστής που συνεχίζει τη διαδικασία της εκτελέσεως έχει επιδώσει αναγγελία που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και επέχει. Ζ) Οι διατάξεις που αναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω αλληλοσυμπληρώνονται. Η ως άνω διάταξη δεν ορίζει. θέση αυτοτελούς κατασχέσεως. Αποτελούν και οι δύο εκδήλωση της προσπάθειας του νομοθέτη να αντεπεξέλθει κατά των τάσεων παρελκύσεως ή ουσιαστικής ματαιώσεως. Αλλιώς όμως έχει το πράγμα σε σχέση με τα ελαττώματα (ακυρότητες). ο οποίος θα ορισθεί ως υπάλληλος του πλειστηριασμού (και θα είναι..λπ. εάν δεν μεσολαβούσε η υποκατάσταση. . Η διατύπωση του νόμου δικαιολογεί μάλλον την αρνητική λύση αυτού του ζητήματος. με τις οποίες παρελκυόταν η διαδικασία του πλειστηριασμού και κατέληγε μερικές φορές στη ματαίωση ουσιαστικά της διαδικασίας της εκτελέσεως. οι οποίες προέρχονται από την έλλειψη (ουσιαστικών) προϋποθέσεων της εκτελέσεως. αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπο). συνεχίζει τη διαδικασία την εκτελέσεως που άρχισε αρχικά και εκκρεμεί και δεν αρχίζει νέα παρόμοια διαδικασία. Συνέπεια αυτού είναι ότι. εννοείται. δεν θίγουν το κύρος της διαδικασίας που συνεχίζεται. ως εκ τούτου. Α) Όταν συντρέξει περίπτωση καθολικής διαδοχής. Στις περιπτώσεις αυτές είναι ενδεχόμενο ή μάλλον παρίσταται ανάγκη προσδιορισμού νέας ημέρας πλειστηριασμού. . Βλ. παραπάνω § 347. σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν αμέσως παραπάνω51. και παραπάνω § 358. η αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να ενεργηθεί ή να συνεχιστεί. ΙΙΙ) Οιονεί καθολική διαμάχη. και κατά των καθολικών διαδόχων του υπόχρεου. Βλ.λπ.§ 410 – Εξακολούθηση της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά των κληρονόμων του οφειλέτη 428 Τίτλος Όγδοος Εξακολούθηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως εν γένει κατά των κληρονόμων και άλλων διαδόχων του οφειλέτη ή υπόχρεου § 410 Ι) Γενικές παρατηρήσεις. Όπως και προηγουμένως αναφέρθηκε49. ως προς το ζήτημα. 50. εκδόσεως και επιδόσεως νέας περιλήψεως κατασχετηρίου εκθέσεως κ. με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται εκεί. 52 Βλ. 51. Αυτό ισχύει και όταν η διαδικασία της εκτελέσεως έχει φτάσει μέχρι την προδικασία ή την κυρία διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού. πρέπει πρώτα να τηρηθούν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται παραπάνω50 για την απόδειξη της παθητικής νομιμοποιήσεως της απευθύνσεως της διαδικασίας της εκτελέσεως κατά των κληρονόμων του οφειλέτη.λπ. παραπάνω § 347. Στην περίπτωση της επελεύσεως οιονεί καθολικής διαδοχής. αν είναι δυνατό να συνεχιστεί κατά των οιονεί καθολικών διαδόχων η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και μάλιστα του πλειστηριασμού και κάτω από ποιες προϋποθέσεις και με ποιες διατυπώσεις και γενικότερα με ποια διαδικασία θα πρέπει να επαναληφθούν mutatis mutandis τα παραπάνω σχετικά με το επιτρεπτό της ενάρξεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στις περιπτώσεις αυτές52. λόγω του μεσολαβήσαντος θανάτου του αρχικού καθ' ου η εκτέλεση οφειλέτη κ. 49. Πρβλ. ΙΙ) Διαδικασία. Β) Μόνο μετά την τήρηση των διατυπώσεων αυτών μπορεί να συνεχιστεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και μάλιστα του πλειστηριασμού κατά των κληρονόμων και ενδεχομένως των κληροδόχων και καταπιστευματοδόχων του αρχικού οφειλέτη. παραπάνω §§ 404-405. και τηρήσεως των προπαρασκευαστικών διατυπώσεων του πλειστηριασμού. 1027. 1001 § 1 Σχ. ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (ο οποίος ορίστηκε γι' αυτό ή σε περίπτωση κωλύματος αυτού ο αναπληρωτής του) οφείλει κατ' αρχήν να εξετάσει και να διασταυρώσει. 2. οι καταθέσεις εγγράφων με τις εκθέσεις καταθέσεως κ. ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΥΤΟΥ Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 411 Ι) Εισαγωγή. ο οποίος.Ε. 1092. σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται παραπάνω. Πολ. ο ως άνω υπάλληλος οφείλει να απόσχει από τη διενέργεια του πλειστηριασμού. ότι η προδικασία του πλειστηριασμού διεξήχθη κανονικά. 1065 § 1. . 1027. για την οποία απαγγέλλεται ειδικά ακυρότητα ή μπορεί να κηρυχθεί ακυρότητα δικαστικώς για λόγο που προβλέπεται από τον νόμο. Αν αντίθετα η ως άνω έρευνα οδηγεί στο συμπέρασμα. ΚΠολΔ 963 (1027). αν έχουν τηρηθεί όλες οι προπαρασκευαστικές διατυπώσεις της διενέργειας του αναγκαστικού πλειστηριασμού. εφόσον ματαιώνεται. Εάν διαπιστώνεται.Ε. 3. 1065 § 1.Δ. Σ. Πολ.λπ. ο υπάλληλος αυτός προβαίνει στην έναρξη της κυρίας διαδικασίας αυτού.Ε. ΙΙ) Έναρξη και λήξη της πλειοδοσίας. ότι μια τουλάχιστον από τις διατυπώσεις αυτές δεν τηρήθηκε ή ότι έλαβε χώρα θετική παράβαση διατάξεως. αφού προηγουμένως προκαλέσει την επιτόπια κήρυξη. ιδίως δε όσες έχουν διαταχθεί με ποινή ακυρότητας1. σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα2. 1129 § 1 Α. Οι επιδόσεις της περιλήψεως κατασχετηρίου εκθέσεως αποδεικνύονται με την προσαγωγή των αποδεικτικών επιδόσεως.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ.Ε. Κατά την καθορισμένη (αρχικά ή μεταγενέστερα) ημέρα για τη διενέργεια του πλειστηριασμού.Δ. ΚΠολΔ 1001 (1065) § 1 Σχ. για τις οποίες έγινε λόγος προηγουμένως.Δ. Σ.Ε.Ε. 1092 Α. 1129 § 1 Α. Πολ. Σ. ΚΠολΔ 963 (1027) Σχ. θα πρέπει να ορισθεί εκ νέου. οι δημοσιεύσεις του με την προσαγωγή αντιτύπων των εφημερίδων. Η έναρξη του πλειστηριασμού3 είναι συνάρτηση του νέου τρόπου διεξαγωγής του που συνίσταται στην υποβολή γραπτών και σφραγισμένων προσφορών και στη συνέχεια διαδοχικών προφορικών προσφο1. την οποία και πρέπει να μνημονεύει στην έκθεση του πλειστηριασμού. Εξαιρούνται τα πράγματα που υπόκεινται σε φθορά. ΙΙ) Παύση της πλειοδοσίας. Συνεπώς πρέπει να ισχύει το ίδιο. β΄ Σχ. α΄ Σχ. α΄ Α. α΄. Γ) Όλοι όσοι αναφέρονται παραπάνω πρέπει κατά τον καθορισμό αυτό να λαμβάνουν υπόψη. στην περίπτωση της απουσίας του καθού η εκτέλεση. Πολ. πλειστηριάζονται κατά σειρά την ίδια ημέρα και ώρα. εκτός των άλλων. .Ε. εάν είναι παρών. β΄ Α. από (τον) υπάλληλο του πλειστηριασμού6. πλειστηριάζονται την ίδια ημέρα και ώρα ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου υπαλλήλου5.Ε. Πλειστηριασμός περισσοτέρων πραγμάτων. Εάν αυτός είναι απών ο καθορισμός αυτός γίνεται από τον επισπεύδοντα. Όταν πρόκειται για κινητά ο νόμος ομιλεί για χωριστή κατακύρωση αυτών. 5. § 412 Ι) Εισαγωγή. των οποίων η στέρηση θα ήταν λιγότερο επαχθής γι' αυτόν. και το συμφέρον του καθ' ου η εκτέλεση και να αφήνουν να εκπλειστηριάζονται τα πράγματα εκείνα.430 § 412 – Σειρά & τρόπος πλειοδοσίας.Δ. Σ. Εφόσον είναι ακίνητα και βρίσκονται στην ίδια περιφέρεια (δήμου ή κοινότητας). Πολ. στην περίπτωση δε της απουσίας και αυτού.Ε. Β) Την σειρά της εκπλειστηριάσεως καθορίζει ο καθ' ου η εκτέλεση. 5.Δ. 6. β΄.Ε. Τίτλος Δεύτερος Σειρά και τρόπος διεξαγωγής της πλειοδοσίας. 1065 § 2 εδ. ΚΠολΔ 1001 (1065) § 2 εδ. 1028 εδ. Ως χρόνος διεξαγωγής καθορίζεται η ημέρα Τετάρτη από τις 4 έως τις 5 το απόγευμα. Ο ΚΠολΔ κάνει λόγο μόνο για τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. ΚΠολΔ 964 (1028) εδ. ΚΠολΔ 959 § § 1 και 2. Κατά τη διαδικασία των προφορικών προσφορών δεν τίθεται χρονικό όριο μέχρι την ολοκλήρωσή τους αν συνεχίζεται η πλειοδοσία. 1129 § 2 εδ. 1093 εδ. Σ. όμως οι γραπτές και σφραγισμένες προσφορές μπορεί να υποβάλλονται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού στο γραφείο του την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα ή την ημέρα του πλειστηριασμού στον τόπο διεξαγωγής του. το οποίο απαιτείται για την κάλυψη των εξόδων εκτελέσεως και για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του επισπεύδοντος και των 4. Πλειστηριασμός περισσότερων πραγμάτων ρών4. Αλλά χωριστή κατακύρωση δεν είναι δυνατή χωρίς χωριστή εκπλειστηρίαση. Α) Εάν με την εκπλειστηρίαση ενός ή περισσοτέρων πραγμάτων συγκεντρωθεί το ποσό. Αν υποβλήθηκαν δύο ή περισσότερες γραπτές προσφορές ο πλειστηριασμός συνεχίζεται μέσω της υποβολής προφορικών προσφορών μόνο μεταξύ των πλειοδοτών που προσέφεραν τη μεγαλύτερη τιμή με τις γραπτές προσφορές. Βλ. Α) Αν κατασχέθηκαν με την ίδια έκθεση κατασχέσεως περισσότερα πράγματα και εκτίθενται σε πλειστηριασμό. παραπομπές στη σημ. Η παράβαση του κανόνα αυτού κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο και δεν αποκλείεται σε τελευταία ανάλυση να οδηγήσει σε ακύρωση της πλειοδοσίας. 1.Δ. 12.Ε. Σ.Ε.Ε. Β) Ο αποκλεισμός ορισμένων προσώπων από την πλειοδοσία στις υπόλοιπες περιπτώσεις αποτελεί νομικά ανεπίτρεπτο περιορισμό του ελεύθερου συναγωνισμού και μπορεί να δικαιολογήσει υπό ορισμένες προϋποθέσεις την προσβολή του πλειστηριασμού10. β΄ Σχ. γ΄. ότι συντρέχουν και άλλα ελαττώματα και ανωμαλίες. 1028 εδ. 1129 § 2 εδ. καθώς δεν συντρέχει πλέον λόγος συνεχίσεως αυτού7. 7. 1029 § 1 εδ. Σ. γ΄ Α. Σ. 1130 § 2 Α. Βλ. 1094 § 1 Α. ΚΠολΔ 1001 (1065) § 2 εδ. Β) Η συνέχιση της πλειοδοσίας παρά τη διάταξη αυτή αποτελεί τουλάχιστον παράβαση δικονομικής διατάξεως. Πολ. γ΄. τομ. σταματά ο πλειστηριασμός. η οποία κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο και μπορεί να επιφέρει κήρυξη δικονομικής ακυρότητας ή δικονομικού απαραδέκτου. Δ) Καθένας μπορεί να πλειοδοτήσει για τον εαυτό του ή για λογαριασμό τρίτου11.Ε. Πολ. Η εγγυοδοσία συνίσταται σε μετρητά. Αν δεν καταβληθεί εγγυοδοσία οι ενδιαφερόμενοι αποκλείονται από την πλειοδοσία9. της Ελλάδος τ. κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. εφόσον κατά την κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού είναι φερέγγυα ή εφόσον καταθέσουν εγγυοδοσία ίση προς την τιμή πρώτης προσφοράς.: Die Anfechtbarkeit des Versteigerungsgebots (1933). 11. 20 σελ. 9.Δ.Ε. γ΄ Σχ. β΄. ΚΠολΔ 964 (1028) εδ. Δελτ. ΚΠολΔ 966 (1030) § 1 Σχ. 1130 § 1 Α. γ΄. 1067 § 1. γ΄ Α.Ε. 1029 § 1 εδ. Σ. Πολ. ΚΠολΔ 965 (1029) § 1 εδ. 1067 § 2. 10. 1030 § 1. Γ) Οι δανειστές (αναγγελθέντες και μη) μπορούν να πλειοδοτήσουν κάτω από τους όρους που αναφέρθηκαν.Ε. Πολ. Αλ. Ε) Πλείονες μπορούν να πλειοδοτήσουν από κοινού. Ράμμου: Πλειοδοσία δια λογαριασμόν άλλου. ΚΠολΔ 1003 (1067) § 1. γ΄ Σχ. και εις τιμ. 8. παρακάτω § 503. 1065 § 2 εδ. Σ. ΚΠολΔ 965 (1029) § 1 εδ. 1094 § 1 εδ. 15 επ. Πολ. και σημ.Ε. β΄ Α. ΚΠολΔ 1003 (1067) § 4 . ΚΠολΔ 1003 (1067) § 1 Σχ.Δ. 1095 § 1 Α. Σ.Δ. ευθυνόμενοι εις ολόκληρον12. Vespohl W. Πολ.Ε. Βλ.Ε. Στον πλειστηριασμό μπορούν να μετάσχουν και να πλειοδοτήσουν όλα τα πρόσωπα που έχουν την ικανότητα για δικαιοπραξία. Ι) Πρόσωπα που μπορούν να πλειοδοτήσουν.Δ.Ε. 1093 εδ. ΚΠολΔ 1003 (1067) § 2 Σχ. Δεν αποκλείεται όμως να κριθεί.Δ.Ε. Τραπ. Τίτλος Τρίτος Ικανότητα και εξουσία για πλειοδοσία* § 413 *Ειδική βιβλιογραφία: Γ. Σ.Ε. Θ. Λιτζερόπουλου.Ε.Δ. Νομ. γ΄ Σχ. Πολ. εγγυητική επιστολή Τράπεζας ή επιταγή που έχει εκδοθεί από τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα και αποσκοπεί στη διασφάλιση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την ανάδειξη του πλειοδοτούντος ως υπερθεματιστή8.§ 413 – Ικανότητα και εξουσία για πλειοδοσία 431 δανειστών που ενδεχομένως έχουν αναγγελθεί. Τίτλος Τέταρτος Βάση του πλειστηριασμού. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αποκλείεται από την πλειοδοσία. Αφετηρία της πλειοδοσίας.Ε. ανεξάρτητα από το ότι η συμμετοχή του στην πλειοδοσία θα μπορούσε να προκαλέσει αμφιβολίες για την αμεροληψία του14. αν ήταν και προηγουμένως κύριος. Σ. μέχρι τη μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως.432 § 414 – Βάση του πλειστηριασμού. μετά από την άσκηση του οποίου ματαιώνεται ο πλειστηριασμός. Δεν ορίζεται ρητά αν μπορούν να πλειοδοτήσουν ή όχι οι κατ' ευθεία γραμμή ή οι εκ πλαγίου μέχρι τον τρίτο βαθμό συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. όπως ελέχθη. δ) Οι διαχειριστές κάποιας περιουσίας. άλλου. Β) Άλλος περιορισμός ως προς το ποσό ή το ποσοστό της επί πλέον προσφοράς ή πλειοδοσίας δεν αναγράφεται από το ισχύον δίκαιο. του εκπλειστηριασθέντος κινητού στον υπερθεματιστή ή. β) Ο δικαστικός επιμελητής της εκτελέσεως. ΚΠολΔ 965 (1029) § 1. σύμφωνα με τον οποίο «και ειδώς και μη ειδώς. Πολ. 14. εφόσον αφήνει να εκπλειστηριάζεται η περιουσία του. Επομένως είχε και έχει εφαρμογή ο γνωστός κανόνας του αστικού δικαίου. επί ακινήτου. ο τρίτος κύριος ή διακάτοχος. αυτός που ασκεί την πατρική εξουσία. Α) Δεν μπορούν να πλειοδοτήσουν ή άλλως αποκλείονται από την πλειοδοσία α) ο καθ' ου η εκτέλεση (οφειλέτης) ή. . διότι είναι το κύριο όργανο διεξαγωγής του πλειστηριασμού και δεν μπορεί να κρίνει για τη δική του φερεγγυότητα. ο επίτροπος αχειράφετου ανηλίκου κλπ. 1130 § 4 Α. προκειμένου περί πλειστηριασμού πραγμάτων της περιουσίας αυτής. στα ενυπόθηκα ακίνητα. ΑΚ 533.Ε. 1067 § 4. λόγω της κατακυρώσεως. οι υπάλληλοί του και οι συνεργάτες του13. σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΚΠολΔ που αναφέρονται παραπάνω. 13. εκτός αν ενεργεί ως πληρεξούσιος κ.λπ. να είναι κύριος μέχρι την παράδοση. π. εκτός αν είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριοι του πλειστηριαζομένου πράγματος (ΑΚ 533). μέχρι την κατακύρωση αυτός έχει το λεγόμενο δικαίωμα της εξαγοράς. να πλειοδοτήσει. κατ' εφαρμογήν των σχετικών με τα κωλύματα των συμβολαιογράφων διατάξεων του Κώδικα περί συμβολαιογράφων και του Οργανισμού των Δικαστηρίων. α) Διότι αυτός δεν παύει.. Διεξαγωγή της πλειοδοσίας § 414 Ι) Εισαγωγή.χ. Διεξαγωγή της πλειοδοσίας ΙΙ) Πρόσωπα που αποκλείονται από την πλειοδοσία. ακύρως αγοράζω το εμόν». γ) Κατά τεκμήριο δεν είναι συνήθως φερέγγυος. γ) Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. Α) Ως αφετηρία (πρέπει να) λαμβάνεται η πρώτη προσφορά που ορίζεται στην περίληψη της κατασχετήριας εκθέσεως. β) Όπως εκτίθεται κατωτέρω.Δ. Β) Ο καθ' ου η εκτέλεση δεν δύναται. Μάλλον πρέπει να δίνεται αρνητική απάντηση. μπορεί όμως να διατυπώνεται στην περίληψη της κατασχετήριας εκθέσεως κάτω από τις προϋποθέσεις που εξετέθησαν Σχ. Δ. 1094 § 2 Α.. Α) Η πλειοδοσία περατούται ανάλογα αν υπήρξε συμμετοχή περισσοτέρων προσώπων στον πλειστηριασμό.Δ. ΙΙ) Καταχώρηση προσφορών. 1094 § 2 Α. 1029 § 2. Πολ. Ι) Εισαγωγή. ΚΠολΔ 1003 (1067) § 1 Σχ. Πολ. Η πλειοδοσία συνεχίζεται εφόσον υπάρχουν προσφορές η μία μετά την άλλη που προέρχονται αποκλειστικά από τα πρόσωπα που πλειοδότησαν κατά το αρχικό στάδιο των γραπτών προσφορών16. Σ. ΚΠολΔ 965 (1029) § 2 Σχ. ΚΠολΔ 1003 (1067) § 1 Σχ. Για τις έγγραφες προσφορές που υποβάλλονται στο γραφείο του υπαλλήλου του πλειστηριασμού συντάσσεται σχετική πράξη καταθέσεως. Συγχρόνως. ΚΠολΔ 959 και 965 (1029) § 2 Σχ. Αν υποβλήθηκαν περισσότερες γραπτές προσφορές. Σ. Διαφορετικό σύστημα τερματισμού της πλειοδοσίας καθιέρωνε η Κρητική Πολ. 7). 468). 1029 § 2. Δεν μπορούν δηλαδή να πλειοδοτήσουν πρόσωπα που προσέρχονται το πρώτον κατά το στάδιο των προφορικών προσφορών.Δ. με τις έγγραφες προσφορές αποφεύγεται η κατακύρωση του πράγματος σε χαμηλή τιμή. .Ε. επί διδακτ.Ε. Πολ. Πολ. Αν υποβλήθηκε μία μόνο γραπτή προσφορά. 1067 § 1. Η λύση αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη αποτροπής της συμμετοχής στον πλειστηριασμό προσώπων που επιδιώκουν να ασκήσουν αθέμιτη πίεση στους λοιπούς ενδιαφερόμενους. Δεν υφίσταται πλέον πρόβλεψη για ύπαρξη ελάχιστου χρονικού διαστήματος όπου πρέπει να προηγηθεί της κατακυρώσεως.Δ. 1067 § 1. Πανεπιστημίου Βιέννης [1932]). ενδεχόμενα σε παρένθετα πρόσωπα του οφειλέτη. 955 παρ. Σ. Κατακύρωση 433 προηγουμένως. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει να καταχωρίζει στην έκθεση όλες τις έγγραφες και προφορικές προσφορές που γίνονται15 στον υπάλληλο του πλειστηριασμού στον τόπο του πλειστηριασμού. η διαδικασία εισέρχεται στο στάδιο των προφορικών προσφορών. ανεξαρτήτως αν αυτή έγινε στον τόπο του πλειστηριασμού ή στο γραφείο υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Σ. Η κατακύρωση του πλειστηριαζόμενου πράγματος γίνεται σ’ αυτόν 15. 1130 § 1 Α. 2 εδ. 17. 17. ακόμα και αν δεν παρευρίσκεται στον τόπο του πλειστηριασμού (άρθρ. Κατακύρωση* § 415 *Ειδική βιβλιογραφία: Eggen Gerhard: Der Zuschlag in der Zwangsversteigerung (Διατρ. Τίτλος Πέμπτος Τέλος της πλειοδοσίας.Ε.Ε.Ε. τα πράγματα κατακυρώνονται στον μοναδικό πλειοδότη.§ 415 – Τέλος της πλειοδοσίας. 1130 § 1 Α.Ε. πολλές δε από τις νεότερες αλλοδαπές νομοθεσίες καθιερώνουν περισσότερα συστήματα που διαφέρουν μεταξύ τους.Ε.Δ. του 1880 (αρ. 16.Ε. ΚΠολΔ 966 (1030) § 2 εδ. Νέος πλειστηριασμός που προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή. Σ. νομίζουμε. μετά από αίτησή του στην τιμή της πρώτης προσφοράς21. β΄. Συνέπειες. της ματαιώσεως αυτής λόγω μη προσελεύσεως πλειοδοτών και η αναφορά για την επανάληψη του πλειστηριασμού σε ορισμένη ημέρα (Τετάρτη) μέσα σε μνημονευόμενη προθεσμία. σύμφωνα με το πνεύμα 18.Δ.434 § 416 – Μη προσέλευση πλειοδοτών. εάν επιβάλλεται η τήρηση διατυπώσεων (και ποιών) για την επανάληψη του πλειστηριασμού ή εάν είναι αρκετή η απλή μνεία.Ε. 2 εδ. . Διεξαγωγή νέου πλειστηριασμού § 416 Ι) Εισαγωγή.Δ. 1095 § 2 Α. 12). 1067 § 3. Πολ.Δ. 11). 1 και 969 παρ.Ε.Ε. α΄. Α) Ο ΚΠολΔ δεν καθορίζει. 2 εδ. ΚΠολΔ 1003 (1067) § 3 Σχ. 1030 § 2 εδ. 19. Κατακύρωση στον υπέρ ου η εκτέλεση. Πολ. γίνεται νέος πλειστηριασμός μέσα σε σαράντα ημέρες από την ημέρα του αρχικού πλειστηριασμού22. Σ. Συνέπειες. α΄ Σχ. 22. Κατακύρωση. Το ίδιο. 965 παρ. αν και δεν ορίζεται ρητά. Β) Σε πλειστηριασμό ακινήτων (πλοίων ή αεροσκαφών)18 όποιος υπερθεματίζει για λογαριασμό τρίτου. τότε το πράγμα κατακυρώνεται σε όποιον υπέβαλε τη γραπτή προσφορά με την μεγαλύτερη τιμή. Β) Εάν δεν υποβληθεί η ως άνω αίτηση από τον υπέρ ου η εκτέλεση. οφείλει να δηλώσει προηγουμένως στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα πλήρη στοιχεία του τρίτου και να καταθέσει σ’ αυτόν ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Σ. ΚΠολΔ 1003 (1067) § 2. θα πρέπει να εφαρμόζεται. 2 εδ.Ε. με το οποίο του χορηγείται η σχετική εντολή19. Β) Νομίζουμε ότι. ακόμα και αν δεν παρευρίσκεται στον τόπο του πλειστηριασμού (άρθρ. Α) Εάν κατά τη διενέργεια του αναγκαστικού πλειστηριασμού δεν προσέλθει κανείς για να πλειοδοτήσει. 1130 § 4 Α. Τίτλος Έκτος Μη προσέλευση πλειοδοτών. 21. ΚΠολΔ 966 (1030) § 2 εδ. οι οποίοι αφορούν την κατακύρωση και δεσμεύουν τον υπερθεματιστή20.Δ. 20. Πολ. Πολ. αφού πρώτα γίνει τρεις φορές πρόσκληση για μεγαλύτερη προφορική προσφορά (άρθρ.Ε. 1030 § 2 εδ.Ε. 1130 § 3 Α. το πλειστηριαζόμενο πράγμα κατακυρώνεται στον υπέρ ου η εκτέλεση. Σ. Γ) Στην έκθεση της κατακυρώσεως πρέπει να καταχωρίζονται και οι όροι που τυχόν ετέθησαν από τον υπέρ ου η εκτέλεση. Αν δεν υποβληθεί προφορική προσφορά από τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην έγγραφη διαδικασία και πλειοδότησαν. ΙΙ) Προδικασία διεξαγωγής του νέου πλειστηριασμού. 1095 § 2 Α. στην έκθεση της ματαιώσεως του αρχικού πλειστηριασμού. 959 παρ.Ε.Ε. και στον πλειστηριασμό κινητών για την ταυτότητα του δικαιολογητικού λόγου. 1067 § 4. ΚΠολΔ 1003 (1067) § 4 Σχ. β΄ Σχ. Βλ. ΚΠολΔ 1003 (1067) § 4 Σχ.) κατά την ως άνω διαδικασία (των ασφαλιστικών μέτρων) δύναται α) να άρει την κατάσχεση.) δύναται α) να διατάξει τη διεξαγωγή νέου πλειστηριασμού μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα του επαναληπτικού πλειστηριασμού με την ίδια ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς (η οποία καθορίζεται από αυτό). Σ. 24.λπ. Α) Εάν κατά τον νέο πλειστηριασμό δεν λάβει χώρα κατακύρωση. 1030 § 3.Ε. το επιτρεπτό της προσελεύσεως και της παραδοχής πλειοδοτών και την πλειοδοσία. Σ.Ε. 686 (730) επ. σε σχέση με τα διάφορα ζητήματα για τον τρόπο διεξαγωγής της πλειοδοσίας. 1067 § 4. . ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων).Ε. παραπάνω §§ 411 επ. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των αρ. ΚΠολΔ 966 (1030) § 4 Σχ. Εξώδικη εκποίηση του πράγματος § 417 Ι) Διαδικασία. το κατά το αρ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται και μέτρα δημοσιότητας. επιβάλλοντας ή όχι ορισμένους όρους ή β) να διατάξει τη διενέργεια του πλειστηριασμού σε 23. Πολ. Εφαρμόζονται οι ίδιοι κανόνες. το οποίο μπορεί να ορίσει και την πληρωμή μέρους του τιμήματος με δόσεις24.§ 417 – Επανάληψη πλειστηριασμού. κατά τον ίδιο τρόπο όπως και ο αρχικός πλειστηριασμός. μετά από αίτηση καθενός που έχει έννομο συμφέρον (και ειδικότερα του υπέρ ου ή του καθ' ου η εκτέλεση ή κάποιου από τους αναγγελθέντες δανειστές κ. 1130 § 4 Α.23. Β) Εάν και ο νέος πλειστηριασμός αποβεί χωρίς αποτέλεσμα (λόγω μη εμφανίσεως πλειοδοτών) ή αν δεν επιτευχθεί ελεύθερη ή εξώδικη εκποίηση. Τίτλος Έβδομος Επανάληψη του πλειστηριασμού. οι οποίοι ισχύουν σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω και για τη διενέργεια του αρχικού πλειστηριασμού. την πρώτη προσφορά. όπως και στον πρώτο επαναληπτικό πλειστηριασμό ή β) να επιτρέψει μέσα στην ίδια προθεσμία την ελεύθερη εκποίηση του πράγματος από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στον υπέρ ου η εκτέλεση ή σε τρίτο με τίμημα που καθορίζεται από το δικαστήριο. το δικαστήριο που αναφέρεται παραπάνω.λπ. ΙΙ) Αποτυχία του νέου πλειστηριασμού. 933 (995) ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο. επιβάλλεται η τήρηση μιας στοιχειώδους τουλάχιστον δημοσιότητας και μάλιστα η έκδοση περιλήψεως κατασχετηρίου εκθέσεως και η δημοσίευσή της.Δ. Εξώδικη εκποίηση πράγματος 435 του νόμου.. Πολ. λόγω μη προσελεύσεως πλειοδοτών. μετά από αίτηση καθενός που έχει έννομο συμφέρον (του υπέρ ου ή του καθ' ου η εκτέλεση ή κάποιου από τους αναγγελθέντες δανειστές κλπ. 1095 § 4 Α.Ε.Δ. Ο νέος (επαναληπτικός) πλειστηριασμός διεξάγεται κατά την καθορισμένη Τετάρτη. τηδιάρκεια αυτής κ. παραπάνω §§ 404 επ. Βλ. Πρβλ. εκτός από τα στοιχεία κάθε εκθέσεως κατά το άρθρο 117 (118) ΚΠολΔ27 πρέπει να περιλαμβάνει: α) Μνεία της έρευνας που έγινε πριν απ' την έναρξη του πλειστηριασμού για διαπίστωση της τηρήσεως των προπαρασκευαστικών διατυπώσεων της διενέργειας του πλειστηριασμού και της τελευταίας (πριν την έναρξη της πλειοδοσίας) κηρύξεως. οι οποίοι αφορούν την κατακύρωση και δεσμεύουν τον υπερθεματιστή. ΚΠολΔ 966 (1030) § 4 Σχ. 1132 § 3 Α. ΚΠολΔ 1003 (1067) § 4 Σχ. 26. Κατά κάποια γνώμη. κατά τον οποίο έγινε αυτή. 1130 § 3 Α. του ποσού. Πολ. του υπερθεματιστή και των ενδεχομένως παρόντων διαδίκων. του ποσού καθεμιάς απ' αυτές και των ονοματεπωνύμων των πλειοδοτών ξεχωριστά. 1067 § 4. 27. με το οποίο εχώρησε και του ονοματεπωνύμου και των λοιπών στοιχείων ταυτότητας του υπερθεματιστή.Δ.Δ. πρέπει να γίνεται αναφορά γι' αυτό στην έκθεση28. του οποίου το ονοματεπώνυμο και τα λοιπά στοιχεία της ταυτότητας πρέπει να μνημονεύονται ειδικά σ' αυτή. 25.Ε.Ε. όπως γίνεται και σε κάθε ματαίωση του αρχικού πλειστηριασμού. Σ. 28. ΚΠολΔ 117 (118). ΙΙ) Στοιχεία και περιεχόμενα της εκθέσεως Α) Η έκθεση πλειστηριασμού κ. Ο νέος πλειστηριασμός προσδιορίζεται και διεξάγεται.. 1029 § 2 ΚΠολΔ 1003 (1067) § 3 Σχ.Ε. Πολ. Εάν αυτοί οι τελευταίοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να υπογράψουν. . Σ.Ε. την πιο πάνω έκθεση πρέπει να υπογράφει ο κήρυκας. Τίτλος Όγδοoς Έκθεση διεξαγωγής του πλειστηριασμού § 418 Ι) Εισαγωγή. β) Αναφορά των όρων του πλειστηριασμού που τυχαίνει να έχουν διατυπωθεί στην περίληψη κατασχετηρίου εκθέσεως. ζ) Τις υπογραφές του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. ε) Αναφορά των όρων που τυχόν τέθηκαν από εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Πολ. Πολ.Ε.436 § 418 – Έκθεση διεξαγωγής του πλειστηριασμού απώτερο χρόνο25.Ε. Σ.Δ. 1094 § 2 Α. 1067 § 3. Σ. Η διεξαγωγή του αναγκαστικού πλειστηριασμού (πρέπει να) πιστοποιείται με έκθεση. 1030 § 4. γ) Μνεία των προσφορών που έγιναν. και ΚΠολΔ 965 (1029) § 2 Σχ.Ε. στ) Μνεία κάθε άλλου σχετικού προς την διεξαγωγή του πλειστηριασμού και των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα κατά τη διαρκειά της και εκείνων που ειδικά αναφέρονται πιο πάνω. 1095 § 3 Α.λπ. δ) Μνεία της κατακυρώσεως και μάλιστα του χρόνου. τηρείται δε η προδικασία και κυρία διαδικασία που αναφέρεται παραπάνω26. Βλ.Ε.Δ. η οποία ονομάζεται έκθεση πλειστηριασμού και σε περίπτωση κατακυρώσεως κατακυρωτική έκθεση. λπ. ο υπάλληλος του πλειστηριασμού τα πωλεί ελεύθερα στην παραπάνω (αναφερόμενη) τιμή τους31.Ε. εκείνων που έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο κ. αν τα αναγκαστικά κατασχεμένα πράγματα είναι νομίσματα ή άλλα αντικείμενα από χρυσό ή αργυρό. ΙΙ) Ειδικοί κανόνες εκποιήσεως κ. α΄ Α.Δ.Δ. β΄. Σ. Ειδικές διατάξεις για πλειστηριασμό και εκποίηση περιλαμβάνει ο ΚΠολΔ. 1031 § 2 εδ. Πολ. δηλαδή μ' επίσημο χρηματιστή ή μεσίτη. δεν μπορούν να κατακυρωθούν σε τιμή μικρότερη από τη τιμή του νομίσματος ή του χρυσού ή του αργύρου 30 στην αγορά. Ειδική πρόνοια λαμβάνει ο ΚΠολΔ για το πλειστηριασμό ασυ29. ο υπάλληλος του πλειστηριασμού τα εκποιεί χρηματιστηριακά. εκτός από εκείνα που κυκλοφορούν με την ιδιότητα του ημεδαπού χρήματος. Με τον όρο νομίσματα νοούνται όλα τα λοιπά.Ε. Τίτλος Ενδέκατος Πλειστηριασμός ασυγκόμιστων καρπών § 421 Ι) Αντικείμενο.Ε.Ε.λπ. 30.χ. 1031 § 1. Σ. ΚΠολΔ 967 (1031) § 2 εδ.λπ. ΚΠολΔ 967 (1031) § 1 Σχ. . α) Αν τα εκπλειστηριαζόμενα πράγματα είναι νομίσματα ή άλλα αντικείμενα από χρυσό ή άργυρο.Ε. μετοχές ανώνυμων εταιρειών.Ε. α΄ Σχ.§ 419 – Αναγκαστική εκποίηση χρηματιστηριακών πραγμάτων αναγκαστικών κατεσχημένων 437 Τίτλος Ένατος Αναγκαστική εκποίηση χρηματιστηριακών πραγμάτων αναγκαστικώς κατεσχημένων § 419 Ι) Αντικείμενο. Πολ.) πρέπει να κατατίθεται δημόσια. 1096 § 2 εδ. Πολ. 1031 § 2 εδ. ΙΙ) Τρόπος εκποιήσεως.). 1096 § 1 Α. Σ. εάν τα πράγματα που έχουν κατασχεθεί είναι από τα αναγραφόμενα στο δελτίο του χρηματιστηρίου αξιών (π. β΄ Σχ. Εάν τα πράγματα που έχουν (αναγκαστικά) κατασχεθεί είναι από τ' αναγραφόμενα στο δελτίο χρηματιστηρίου αξιών.Δ. α΄. Β) Στην περίπτωση που αυτό δεν κατορθώθηκε. Τίτλος Δέκατος Πλειστηριασμός και εκποίηση νομισμάτων ή άλλων χρυσών ή αργυρών αντικειμένων § 420 Ι) Αντικείμενο. 31. 1096 § 2 εδ. Ιδιαίτερο τρόπο εκποιήσεως καθορίζει ο ΚΠολΔ29. ΚΠολΔ 967 (1031) § 2 εδ. β΄ Α. Β) Το προϊόν της εκποιήσεως μετά την αφαίρεση των εξόδων (αμοιβής του οργάνου του χρηματιστηρίου που μεσολάβησε κ. για τον πλειστηριασμό κινητών. Διαδικασία. 35. Σχ Πολ. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τον πλειστηριασμό κινητών33. Ο ΚΠολΔ περιλαμβάνει ειδική διάταξη για ξεχωριστό πλειστηριασμό παραρτημάτων. Σχετικά ορίζει ότι ο πλειστηριασμός των καρπών μπορεί να γίνει είτε μετά τον αποχωρισμό είτε και πριν από τον αποχωρισμό τους. 34.Ε. ΙΙ) Προδικασία. ΙΙ) Η ρύθμιση. πιο πάνω §§ 411 επ. το κατά το άρθρο 933 (995) ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο. 1032. από την αναγκαστική κατάσχεση. Βλ. κατά τους ορισμούς του άρθρου 994 (1058) ΚΠολΔ34. Τίτλος Δωδέκατος Χωριστός πλειστηριασμός παραρτημάτων ακινήτων § 422 Ι) Εισαγωγή. ΚΠολΔ 986 (1032) Σχ. Έννοια. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί να διατάξει την συγκομιδή των καρπών πριν από τον πλειστηριασμό32. 686 (730) επ. Τίτλος Δέκατος Τρίτος Δικαίωμα εξαγοράς. οπότε και ορίζει προθεσμία συντάξεως της περιλήψεως κατασχετηρίου εκθέσεως. μπορεί να διατάξει να πλειστηριαστούν χωριστά κατά την διαδικασία του πλειστηριασμού κινητών πραγμάτων. που επιβλήθηκε και υφίσταται πάνω σ' αυτό. 33. ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Πρβλ. εναντίον του οποίου γίνεται η εκτέλεση.Ε. . 1058. για τις οποίες γίνεται λόγος παραπάνω. δηλαδή απελευθερώσεως ή απαλλαγής του πράγματος αυτού με τη νόμιμη οδό. εφόσον κρίνει ότι αυτή συμφέρει περισσότερο. για τα οποία γίνεται λόγος πιο πάνω35. ή από την συντηρητική 32. έχει το καλούμενο δικαίωμα εξαγοράς του κατασχεθέντος πράγματος. Β) Στις περιπτώσεις αυτές τα διάφορα ιδιαίτερα θέματα αντιμετωπίζονται με βάση εκείνα που εκτίθενται παραπάνω. δικάζοντας κατά την διαδικασία των άρθρ. ΠολΔ Σ.λπ. αν μαζί με το ακίνητο κατασχέθηκαν και τα παραρτήματα του.Ε. Α) Εκείνος. 1122 Α. Όροι και συνέπειες της ασκήσεως αυτού § 423 I) Εισαγωγή.Δ Σ.Ε. 1097 Α. όταν δεν πλειστηριάζονται αυτά συγχρόνως με το ακίνητο στο οποίο ανήκουν κ.438 § 422 – Χωριστός πλειστηριασμός παραρτημάτων ακινήτων γκόμιστων καρπών. Ο πλειστηριασμός των καρπών διεξάγεται αυτοτελώς. Α) Όπως και πιο πάνω σημειώθηκε. πιο πάνω § § 441 επ. β΄ Σχ. α΄ ΚΠολΔ 1002 (1066) § 2 εδ. β΄. α΄ 3. ΚΠολΔ 1602 (1066) § εδ. εναντίον του ο- 36.§ 423 – Δικαίωμα εξαγοράς. Πολ. κατά του οποίου στρεφόταν η εκτέλεση. αν εκτός από την απαίτηση. ότι αναγνωρίζεται σ' εκείνον εναντίον του καθού η εκτέλεση (και) το δικαίωμα της υποθηκεύσεως των κατασχεμένων. όπως αυτά καθορίζονται στην επιταγή. εφόσον εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση προσφέρει ολόκληρο το ποσό της απαιτήσεως.Δ. 1132 § 2 εδ. Πολ. Β) Με το προγενέστερο δίκαιο ήταν αμφίβολο το ζήτημα. 37.Δ.Ε. με σκοπό τον μετριασμό και την κατά το δυνατό αποφυγή της τραχύτητας των συνεπειών της αναγκαστικής εκτελέσεως και ιδιαίτερα του αναγκαστικού πλειστηριασμού.Ε. α΄ Α. Πολ.Ε. διότι οι αναγγελίες που έγιναν γι' αυτούς επείχαν υπό ορισμένες προϋποθέσεις θέση αυτοτελών κατασχέσεων κατά το άρθρ. 1032 § Α. β΄ Σχ. 1033 § 2 εδ. για την οποία γίνεται η εκτέλεση. ορθότερο είναι να γίνεται δεκτό.Δ.Ε. Σ. . ΙΙΙ) Συνέπεια της προσήκουσας ασκήσεως του δικαιώματος της εξαγοράς είναι. Αν και δεν ορίζεται ρητά. προς πλήρη άσκηση του πιο πάνω δικαιώματος. των οποίων οι απαιτήσεις στηρίζονται σε εκτελεστό τίτλο. 1033 § 2 εδ. ότι ματαιώνεται ο πλειστηριασμός. 1098 § εδ. και χωρίς την ικανοποίησή τους τίποτα ουσιαστικά δεν επετύγχανε εκείνος. που εξομοιώθηκε με την αναγκαστική.Δ. ΚΠολΔ 969 (1033) § εδ. 909 εδ. ΚΠολΔ 969 (1033) § εδ. να ενεχυριάσει ή να υποθηκεύσει τα κατασχεμένα πράγματα36. προκειμένου για ακίνητα. Σ. α΄ Σχ. Δ) Το δικαίωμα της εξαγοράς μπορεί να ασκηθεί μέχρι τη στιγμή της κατακυρώσεως. εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Ορθότερο ήταν να γίνεται δεκτό. Γ) Αυτό αναγράφει ρητά ο ΚΠολΔ37 σε συνέπεια με όσα ορίζονται απ' αυτόν. Όροι και συνέπειες της ασκήσεως αυτού 439 κατάσχεση. ΙΙ) Προϋποθέσεις ή όροι της ασκήσεως του δικαιώματος της εξαγοράς.Ε. στην έκθεση κατασχέσεως και στην περίληψη κατασχετηρίου εκθέσεως και τα έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως.Δ. όπως ο νόμος ορίζει. 1066§ 2 εδ. που είχαν αναγγελθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. 6 Πολ. μαζί με τους τόκους μέχρι την ημέρα της εξοφλήσεως. 1066 § εδ. εναντίον του οποίου γίνεται η εκτέλεση. ότι έπρεπε να περιλαμβάνονται στην ικανοποίηση και οι δανειστές αυτοί. β΄. α΄ Σχ. για ικανοποίηση της οποίας διεξάγεται η αναγκαστική εκτέλεση. επιβαλλόταν να εξοφλούνται και οι απαιτήσεις των δανειστών. Πολ. αίρεται η κατάσχεση και εκείνος. Α) Η εξαγορά γίνεται. Για εξεύρεση των ποσών αυτών. Σ. με αποτέλεσμα να εκλείπει η νομική και ουσιαστική δικαιολογία της διεξαγωγής του αναγκαστικού πλειστηριασμού.Ε. 1098 § Α. σύμφωνα με τα οποία οι αναγγελίες που στηρίζονται σε εκτελεστό τίτλο υπέχουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις θέση αυτοτελούς κατασχέσεως.Ε. α΄ Α. επιτρέπεται σ' εκείνον. Β) Η αναγνώριση του δικαιώματος της εξαγοράς αποτελεί μέτρο επιείκειας για εκείνον. 1132 § 2 εδ. Σ.Ε.Ε. β΄ Σχ. . 1066 § 2 εδ. Πολ. α΄ ΚΠολΔ 1002 (1066) § 2 εδ. δικαιούται να αναλάβει τα κατασχεθέντα πράγματα38. 1033 § 2 εδ. 38. Πολ.Ε.Δ. β΄. α΄ Α. α΄ Σχ. β΄ Α.Δ. Όροι και συνέπειες της ασκήσεως αυτού ποίου στρέφεται η εκτέλεση. ΚΠολΔ 969 (1033) § 2 εδ.440 § 423 – Δικαίωμα εξαγοράς. 1099 § εδ. όπως σημειώθηκε. τ. με την οποία γίνεται δεκτή η προσφορά που διατυπώθηκε με την πλειοδοσία και η πρόταση για αγορά ή απόκτηση με χρηματικό αντάλλαγμα του εκπλειστηριαζόμενου πράγματος.Κ. Πολ. Η κατακύρωση είναι πράξη ή καλύτερα δήλωση βουλήσεως. Αλλά η ανάκληση της προσφοράς πριν απ' την απαγγελία της κατακυρώσεως. Α. δηλαδή η νομική πράξη. τελειώνει. αντικείμενο της οποίας είναι η μετατροπή των εκπλειστηριαζόμενων πραγμάτων σε χρήματα. 979 εδ. που γίνεται από τη δημόσια αρχή και μάλιστα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. ο αναγκαστικός πλειστηριασμός. που πραγματοποιείται σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν. μετά την κατακύρωση δεν είχε την ευχέρεια της ανακλήσεως. Α) Σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε1 πριν από την εισαγωγή του Α. Ράμμου: Παρατηρήσεις υπό το αρθρ. ήταν ενδεχόμενο υπό ορισμένες προϋποθέσεις 1.. Στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου θα μπορούσε να γίνει λόγος περί αποδοχής προτάσεως με σκοπό τη σύναψη συμβάσεως.Κ. I) Εισαγωγή.Δ. ενώ μέχρι τη στιγμή της κατακυρώσεως κάθε πλειοδότης είχε το δικαίωμα να ανακαλέσει την προσφορά του και έτσι να αποτρέψει την κατακύρωση στο όνομά του. . β΄. Τίτλος Δεύτερος Τα ιδιαίτερα αποτελέσματα της κατακυρώσεως § 425 I) Ανάκληση των προσφορών. Ι. του 1834 906. Θ. 199 Α.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΑ* Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 424 *Ειδική βιβλιογραφία: Γ. σύμφωνα μ' όσα εκτέθηκαν παραπάνω. σε Ερμ. Έννοια κατακυρώσεως Με την κατακύρωση. ΙΙ) Νομικός χαρακτήρας της κατακυρώσεως.Κ. λπ. ο τελευταίος πλειοδότης καθίσταται υπερθεματιστής.Δ. του 1834 που καταργήθηκε. αν δεν δοθεί άλλη προσφορά. ΚΠολΔ 969 (1033) § 1 εδ. κάθε πλειοδότης.δ. κατά βάση δια της κατακυρώσεως εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. σχετικά πιο πάνω τ.Α. δεν συνάγεται κάτι άλλο. α΄ και β΄ Α.. και εφόσον.Ε. §§ 148-149. σχετικά πιο πάνω § 423. όχι όμως και του θετικού διαφέροντος.Ε. πλάνης. και την τροποποίηση του άρθρ. χάνει το δικαίωμα εξαγοράς του αντικειμένου που κατασχέθηκε. 199 του Α. την οποία δέχεται ο καθένας ως προς τον νομικό χαρακτήρα της προσφοράς σε συνάρτηση προς την νομική φύση του αναγκαστικού πλειστηριασμού αφ' ετέρου δε και ενδεχομένως από την αντιμετώπιση του γενικότερου προβλήματος.Πολ. . α΄ και β΄ Σχ.Πολ. Σ. 1132 § 1 εδ. Α) Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός που τελείωσε με την κατακύρωση δημιουργεί υποχρεώσεις και δικαιώματα κ. Γ) Στο σύστημα αυτό εμμένει κατά βάση ο ΚΠολΔ2. με το άρθρ. Επομένως. 5. II) Απώλεια του δικαιώματος της εξαγοράς του πράγματος που κατασχέθηκε. και πιο πάνω §§ 502 επ. Σ. 906 της προϊσχ.Δ. α΄ και β΄ Σχ.442 § 425 – Ta ιδιαίτερα αποτελέσματα της κατακυρώσεως να δημιουργήσει υποχρέωση του πλειοδότη προς παροχή του αρνητικού διαφέροντος. τουλάχιστον κατ' αρχήν. όπως αναπτύσσεται στον οικείο τόπο. Συνεπώς. και το άρθρ. 3. όπως ειπώθηκε από την περίληψη κατασχετηρίου εκθέσεως.Δ.). Πολ. αν επιτρέπεται να γίνει προσβολή της προσφοράς ως νομικής πράξεως λόγω ελαττωμάτων της βουλήσεως ή της δηλώσεως βουλήσεως (π.Ε.). Διαφορετικό είναι το ζήτημα. Η λύση του ζητήματος αυτού εξαρτάται αφ' ενός από την άποψη. Ι. πιο πάνω §§ 366 επ. 508 επ. Β) Μετά την εισαγωγή του Α. 4. τις δηλώσεις ή τις επιφυλάξεις που έγιναν κ. δεσμευόταν και δεσμεύεται μέχρι ισχυρότερης προσφοράς ή μέχρι ματαιώσεως της κατακυρώσεως. Β) Μόνον ακύρωσή του υπό τις προϋποθέσεις και κατά την διαδικασία του νόμου.Κ. διότι κατά το άρθρ. ΚΠολΔ 1002 (1066) § 1 εδ. Πρβλ.Κ. Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός έχει συντελεσθεί και για ματαίωσή του δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος.. όπως τροποποιήθηκε. Βλ. για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω4. που αφορά το επιτρεπτό και την έκταση της εφαρμογής των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου περί ελαττωμάτων της βουλήσεως και της δηλώσεως της βουλήσεως επί των διαδικαστικών πράξεων3. α΄ και β΄ Α. εφόσον δεν τελείωσε η σύμβαση (η νομική γενικά πράξη).Ε. μπορεί να γίνει5. 2738/1941 (Εισαγ. Βλ. τα παραπάνω εκτιθέμενα μεταβλήθηκαν. 124 του α. Α) Όπως και παραπάνω αναπτύχθηκε.λπ. βίας κ. Ν. III) Επιρροή της κατακυρώσεως επί των δικαιωμάτων που υφίστανται στο πράγμα που πλειστηριάσθηκε.Κ.. εφόσον δεν συνήγετο κάτι άλλο.λπ. 906 της Πολ. για τα οποία γίνεται λόγος 2.ν. α΄ και β΄. α΄ και β΄. 1033 § 1 εδ. 1066 § 1 εδ.χ. 1093 § 1 εδ. ανάκληση κάθε προσφοράς δεν είναι επιτρεπτή. 1036 και 1037 του Α.Κ. β΄ ΚΠολΔ 1005 (1069) § 1 εδ. σύμφωνα με τα παρακάτω εκτιθέμενα.Δ.Ε. Πολ. Β) Η μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος που αναφέρθηκε στον υπερθεματιστή επέρχεται.Πολ. αλλά μόνο τίτλο κτήσεως της κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος σε ξένο πράγμα7.. 1039 ΑΚ. β΄ Σχ. με την προϋπόθεση ότι ξεπληρώθηκαν.Ε. δηλαδή ανεξάρτητα απ' την ύπαρξη κυριότητας εκείνου εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.Ε. εάν εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ήταν κύριος.Ε.Κ. ο περιορισμός του άρθρ. αν το μεταβιβαζόμενο πράγμα έχει εκφύγει της νομής του κυρίου λόγω κλοπής ή απώλειας. 1038 του Α. οι υποχρεώσεις του υπερθεματιστή και μάλιστα ότι πραγματοποιήθηκε η πληρωμή και γενικά η εξόφληση του εκπλειστηριάσματος6. ο αναγκαστικός πλειστηριασμός στο δικό μας δίκαιο αποτελεί όχι τρόπο και μάλιστα. Ε) Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων που μνημονεύθηκαν ή αν πρόκειται για ακίνητα ή ο καθού η εκτέλεση δεν ήταν κύριος του πράγματος. εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.Κ. Δεν επιφέρει όμως.§ 425 – Τα ιδιαίτερα αποτελέσματα της κατακυρώσεως 443 στη συνέχεια. ούτε όμως και μεταβίβαση αυτού στον υπερθεματιστή. αυτός καθ' αυτόν. 1133 § 1 Α. 1069 § 1 ΚΠολΔ 1017 (1081) § 1 Σχ. 1081 § 1. Το σύστημα αυτό δεν υιοθετεί το δίκαιο που ισχύει σ' εμάς. β΄ Α. 1033-1035 ΚΠολΔ 965 (1024) § 3 εδ. μεταβιβάζεται υπό τις λοιπές προϋποθέσεις του νόμου η κυριότητα του κινητού πράγματος που πλειστηριάζεται και δεν ανήκει στον καθού η εκτέλεση. 1094 § 3 εδ. 7. β΄ Σχ. και μάλιστα με την παράδοση του πράγματος που πλειστηριάσθηκε στα κινητά ή με την μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως (του πλειστηριασμού) στα ακίνητα..Δ. την Γερμανική κ. Δηλαδή. σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. όπως λ. 8.χ. Μάλιστα δεν ισχύει.Πολ. ακόμη και όταν αυτό είχε εκφύγει της νομής του κύριου ύστερα από κλοπή ή απώλεια. η κατακύρωση σε αναγκαστικό πλειστηριασμό αποτελεί τρόπο κτήσεως της κυριότητας και μάλιστα πρωτότυπο.π. ΚΠολΔ 1017 (1081) § 1.Ε. κατά τον οποίο η μεταβίβαση της κυριότητας κινητού πράγματος σ' εκείνον που αποκτά δεν επέρχεται. Α. Σ. Την αντίθετη γνώμη υποστήριζε παλαιότερα ο Windscheid με βάση το κοινό δίκαιο που ίσχυε τότε στη Γερμανία. 1024 § 3 εδ. ο πλειστηριασμός αποτελεί τίτλο για τακτική χρησικτησία και εφόσον 6. Σ. Δ) Όταν πρόκειται για κινητά ο υπερθεματιστής μπορεί να καταστεί κύριος του κινητού πράγματος που εκπλειστηριάσθηκε ακόμη και όταν ο καθού η εκτέλεση δεν ήταν κύριος. χωρίς άλλο απώλεια της κυριότητας (ή άλλου δικαιώματος που κατασχέθηκε σε ξένο πράγμα) εκείνου.. Αυτό ορίζει ρητά ο ΚΠολΔ8.Δ. πρωτότυπο. Σύμφωνα με κάποιες από τις αλλοδαπές νομοθεσίες. 1137 § 1 Α. Γ) Με άλλες λέξεις. . δυνάμει ρητής διατάξεως του άρθρ. εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρ.λ. σε αναγκαστικό πλειστηριασμό. δηλαδή εφόσον κατά την διεξαγωγή του πλειστηριασμού και την παραλαβή του πιο πάνω πράγματος ο υπερθεματιστής τελούσε σε καλή πίστη ως προς την κυριότητα εκείνου κατά του οποίου στράφηκε η εκτέλεση. Μόνο κατάσχεση και μεταβίβαση με τη διενέργεια του 9.444 § 425 – Τα ιδιαίτερα αποτελέσματα της κατακυρώσεως πληρούνται οι προϋποθέσεις του δικαίου που ισχύει. Εξαίρεση ισχύει α) για το ενέχυρο.Κ. κατασχέσεως και δια του πλειστηριασμού μεταβιβάσεως άλλου εμπράγματου δικαιώματος δεν μπορεί να παρουσιασθεί κατά κανόνα. μεταβιβάσει σε τρίτο την κυριότητα του μισθίου ή παραχωρήσει άλλο εμπράγματο δικαίωμα που αποκλείει στον μισθωτή την χρήση. ο δε υπερθεματιστής. β) σε μεταβίβαση (εκπλειστηρίαση) κινητού. 11. κατά τον χρόνο της παραδόσεως της νομής10. δεν επιτρέπεται κατ' αρχήν τέτοια κατάσχεση κ. την λήψη του μισθώματος. υπεισέρχεται στα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση της μισθώσεως ή του νόμου. α΄. 997 εδ. υποθηκών άρθρ. τις υποχρεώσεις του και έχει προβεί στην μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως. Πολ. πιο πάνω § 393. 1240. Κ. σχετικά πιο πάνω τ. .χ. Βλ. σε μίσθωση ακινήτου που αποδεικνύεται μ' έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Α. κατά τα εκτιθέμενα στη συνέχεια. εάν ο εκμισθωτής.Κ. δηλαδή αν αποδειχθεί η μίσθωση με δημόσιο έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο που έχει βέβαιη χρονολογία12. Αν πλειστηριασθεί το μίσθιο υπό τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν. ο νέος κτήτορας υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μισθώσεως εκτός αν έγινε αντίθετη συμφωνία στο μισθωτήριο έγγραφο. ΚΠολΔ 1009 (1073) εδ. εκτός αν εκείνος που αποκτά διατελούσε σε κακή πίστη ως προς το δικαίωμα του τρίτου. 1318 αριθ. την εξασφάλιση της ελεύθερης και ανενόχλητης χρήσεως του πράγματος κ. 996. ο τρίτος υποχρεώνεται να μη παρακωλύσει την χρήση αυτή και ειδικά την άσκηση του δικαιώματος αυτού. ΣΤ) Τα εμπράγματα δικαιώματα τρίτων που υφίστανται στο πράγμα που εκπλειστηριάσθηκε δεν θίγονται. εξάλλου. 12. εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρ. δεν λύνεται η μίσθωση αλλά εξακολουθεί κατά το χρονικό διάστημα που καθορίζεται από το νόμο ή τη σύμβαση. αν υπάρχει αντίθετη ή τροποποιητική συμφωνία που περιλαμβάνεται στο μισθωτήριο έγγραφο ή σε άλλο μεταγενέστερο έγγραφο που φέρει βέβαιη χρονολογία. α΄ Σχ. Για τον τρόπο εξαλείψεως της υποθήκης γίνεται λόγος πιο κάτω § 429.Ε. ΙΙ § 276. 614 και 616 Α. Βλ. εφόσον έχει εκπληρώσει. όπως εκτέθηκε παραπάνω13. την υποθήκη και τα προνόμια (ανεξάρτητα από τη φύση της). 1073 εδ. α΄ Α.Δ. 13.Δ. Περίπτωση. Αν το εμπράγματο δικαίωμα που παραχωρήθηκε στον τρίτο από τον εκμισθωτή δεν αποκλείει στον μισθωτή την χρήση. 50 και 56 ΚΠολΔ 1005 (1069) § 3. τα οποία αποσβήνονται9. όπως λ. 1138 εδ. Πολ.11. Εξαίρεση ισχύει. και στις υποχρεώσεις του καθού η εκτέλεση που προέρχονται απ' αυτήν.λπ. 1040. μπορεί να οδηγήσει σε κτήση (της) κυριότητας μ' αυτή. α) Σύμφωνα με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές. 3 (νομ. ενώ διαρκεί η μίσθωση. Z) Αν το ακίνητο που πλειστηριάσθηκε ήταν μισθωμένο. Α. διότι.Ε. 946. 10. α΄.λπ. Σ. εκχωρήσεως μισθωμάτων.. διότι γίνεται και με την είσπραξη του μισθώματος. ότι η άσκηση της επικαρπίας δεν αποκλείει την χρήση του μισθίου. του δικαιώματος ασκήσεως της επικαρπίας μπορεί να γίνει. Πρβλ. 616 Α. Α. αν δε αυτή είναι πέραν του έτους. που αποκλείει την χρήση του μισθωτή. ή που περιέχει όρο ότι σε εκποίηση ή παραχώρηση εμπράγματος δικαιώματος.λπ. 1009 (1073) εδ. είναι ανίσχυρες έναντι του νέου κτήτορα. ο οποίος εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του και προκάλεσε την μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως με μισθώματα πέραν των τριών μηνών. 615 του Α. . διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα του μισθωτή περί (παροχής) αποζημιώσεως κατά του εκμισθωτή.Δ. οπότε δεν χωρεί η ως άνω υπεισέλευση στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μισθώσεως. κατά τους ορισμούς του άρθρ. από τις παραπάνω πράξεις προεισπράξεως. 1073 εδ. β) Εξάλλου. ο υπερθεματιστής δεν δεσμεύεται για το χρονικό διάστημα πέραν των τριών πιο πάνω μηνών. Η διάταξη αυτή είναι εφαρμοστέα.Κ. Στις περιπτώσεις αυτές. είναι ανίσχυρες έναντι των ενυπόθηκων δανειστών για μισθώματα πέραν των τριών μηνών από την κατάσχεση του μισθίου. δύο μήνες πριν. Πολ. Σε περίπτωση καταγγελίας από το νέο κτήτορα. αν το μίσθιο ακίνητο είναι ενυπόθηκο. mutatis mutandis. προκαταβολές μισθωμάτων που γίνονται προς τον εκμισθωτή. 617 Α. εκχωρήσεως κ. και σ' εκποίηση του μισθίου μ' αναγκαστικό πλειστηριασμό. ότι σε μίσθωση που δεν αποδεικνύεται μ' έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Επιπλέον.§ 425 – Τα ιδιαίτερα αποτελέσματα της κατακυρώσεως 445 πλειστηριασμού κ. β΄. εκχωρήσεων και κατασχέσεων αυτού για διάστημα πέραν του πιο πάνω αναφερόμενου ισχύουν υπέρ των ενυπόθηκων δανειστών. οι περιορισμοί για τους οποίους γίνεται λόγος και το ανίσχυρο των προκαταβολών μισθωμάτων. η άσκηση της επικαρπίας αποκλείει την χρήση από τον μισθωτή του μισθίου (πράγματος) που πλειστηριάσθηκε. που γίνονται από τους δανειστές του. ορίζει. Θα μπορούσε όμως να υποστηριχθεί. σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. που γίνονται από δανειστή του. ο νέος κτήτορας θα δικαιούται σε αποβολή του μισθωτή. προκαταβολές μισθωμάτων στον κύριο αυτού. κατά την οποία σε περίπτωση καταγγελίας της μισθώσεως 14.λπ. Επομένως.Κ. που γίνονται απ' αυτόν. που αρχίζουν απ' την στιγμή που αυτός (δηλαδή ο υπερθεματιστής) εγνωστοποίησε στον μισθωτή την εκποίηση. Συνεπώς και στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή όσα εκτέθηκαν αμέσως πιο πάνω. ο οποίος εκποιεί ή εκχωρήσεις μισθωμάτων που γίνονται απ' αυτόν όπως και κατασχέσεως μισθωμάτων. ο νέος κτήτορας μπορεί να καταγγείλει την μίσθωση αν μεν αυτή είναι διαρκείας μέχρι ενός έτους. ένα μήνα πριν. γ) Περαιτέρω το άρθρ. με την προϋπόθεση ότι το μίσθιο είναι ενυπόθηκο. Εάν αυτό έγινε. όπως και κατασχέσεις αυτών. και Σχ. όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρ.Ε.. δηλαδή εν προκειμένω του υπερθεματιστή που αναδείχθηκε.Κ. β΄ ΚΠολΔ14. Γενικά ο ΚΠολΔ16. Η καταβολή του υπόλοιπου του πλειστηριάσματος μετά την αφαίρεση του ποσού της απαιτήσεως και των εξόδων της εκτελέσεως πρέπει να γίνεται εντός της επόμενης από την λήξη της προθεσμίας γι' αναγγελία. Αν υπερθεματιστής έχει αναδειχθεί εκείνος που επισπεύδει.Πολ. ότι ο υπερθεματιστής από την κατακύρωση λαμβάνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του πράγματος. 18.Δ. διαφορετικά υπέχει προσωπική 15. Φραγκίστα: Επέκτασις της δυνατότητας παρακρατήσεως του εκπλειστηριάσματος παρά του υπερθεματιστού και εις τους έχοντες τίτλον προς εγγραφήν υποθήκης σε Χ. 1099 Α. πιο κάτω § 428. σ. 16. 1137 § 4 Α.Ε.Δ. το πλειστηρίασμα πρέπει να κατατίθεται αμέσως μετά την κατακύρωση και σε μετρητά στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. η περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως μπορεί να εκτελεσθεί κατά του μισθωτή μετά (την) παρέλευση των προθεσμιών (που ορίζονται) στο άρθρο αυτό. Για την εκτέλεση της περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως βλ. ο οποίος επέχει θέση υπερθεματιστή. για την ικανοποίηση της οποίας έγινε η εκτέλεση. Σε περίπτωση αναγγελίας άλλων δανειστών.446 § 426 – Υποχρεώσεις του υπερθεματιστή από την κατακύρωση από τον νέο κτήτορα. να συμψηφίσει το χρέος του από τα πλειστηριάσματα με την απαίτηση.Ε. 1094. Β) Σε πλειστηριασμό κινητών. μπορεί. Σ. Α) Η βασική και (η) κύρια υποχρέωση του υπερθεματιστή. Δ. Recht 4). ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν έχει την εξουσία να παραδώσει στον υπερθεματιστή το κινητό που εκπλειστηριάσθηκε. Σ. Φραγκίστα: Γνωμοδοτήσεις (1980).Δ. Σ. 1081 § 4 17. δηλαδή 615 ΑΚ.Ε. οι οποίες αρχίζουν από την επίδοση σ' αυτόν της περιλήψεως που αναφέρθηκε15. 1029 § 3. 1094 § 3 Α.Ε. ΚΠολΔ 970 (1034) Σχ. Πολ. κατ' εξαίρεση. . α΄ Σχ. Ιω.17 ορίζει. Meeser H: Die freiwillige Leistung des Schuldners in der Zwangsvollstreckung 1966 (Schriften zum deutschen und europ.Ε. 132 επ. Τίτλος Τρίτος Υποχρεώσεις του υπερθεματιστή από την κατακύρωση* § 426 *Ειδική βιβλιογραφία: Χ. είναι εκείνη που αφορά την καταβολή ή γενικότερα την εξόφληση του πλειστηριάσματος ή τιμήματος του πράγματος που εκπλειστηριάζεται. Πολ. μόνο εφόσον δεν έχουν αναγγελθεί δανειστές. Γ) Πριν την πληρωμή ή την πλήρη εξόφληση του πλειστηριάσματος. Καστριώτη: Η εκ της δημοσίας καταθέσεως του πλειστηριάσματος δημιουργούμενη σχέσις μεταξύ του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. ΚΠολΔ 1017 (1081) § 4 Σχ. που απορρέει από την κατακύρωση. Ι) Εισαγωγή. ο υπερθεματιστής οφείλει να καταβάλει ολόκληρο το πλειστηρίασμα18. ΧΙ 480 επ.Ε. ΙΙ) Πληρωμή του εκπλειστηριάσματος. ΚΠολΔ 965 (1029) § 3 εδ. ΚΠολΔ 965 (1029) § 3. με ορισμένες προϋποθέσεις. ε19.23.λπ.Ε. εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. 23. Σ. και συντάσσεται έκθεση21. συμβολαιογράφους κ. . καθορίζονται αμέσως από το νόμο ή με το πρόγραμμα πλειστηριασμού. προκειμένου να καθορισθεί. ποιόν αφορά ο κίνδυνος της απώλειας του πλειστηριάσματος.χ. ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του. Πολ. 20. 2 του ν. διότι τούτο υπεισέρχεται στην θέση του πράγματος που εκπλειστηριάσθηκε.§ 426 – Υποχρεώσεις του υπερθεματιστής από την κατακύρωση 447 ευθύνη19. Σε σχέση με τα ζητήματα αυτά ο ΚΠολΔ ορίζει τα επόμενα: α) Ο υπερθεματιστής οφείλει να καταβάλει αμέσως ολόκληρο το πλειστηρίασμα. Αμφισβητείται το ζήτημα. 1131 § 1 Α. Στην περίπτωση αυτή ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί. Πολ. Ως προς την κατάθεση αυτή ισχύουν τα αμέσως πιο πάνω εκτιθέμενα ως προς την κατάθεση του πλειστηριάσματος κινητών22. το οποίο κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. όπως σημειώθηκε. Η αμφισβήτηση αυτή έχει όχι μόνο θεωρητική αλλά και πρακτική σημασία.λπ. ο υπάλληλος του πλειστηριασμού επιτρέψει την καταβολή του πέραν της εγγυοδοσίας οφειλόμενου πλειστηριάσματος ή μέρους αυτού μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε ημερών.Ε. της 12 Μαρτίου 1927. αν είναι ισχυρή ή ανίσχυρη η απ' ευθείας καταβολή στα χέρια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού και επομένως αν ο υπερθεματιστής (θα) θεωρείται. 21.Ε.Ε. κύριος αυτού γίνεται εκείνος. διότι απ' αυτή θα κρίνεται. για λογαριασμό των οποίων κατέχει αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ή ο ταμίας. το πλειστηρίασμα κατά κανόνα πρέπει να καταβάλλεται τοις μετρητοίς αμέσως μετά την κατακύρωση. για φύλαξη.λπ. Δ) Η καταβολή του πλειστηριάσματος σε κινητά. εκτός αν προκειμένου για πλειστηριασμό ακινήτου. Σ. Σύμφωνα μ' άλλη άποψη. πίστωση αυτού ή να καθορισθεί άλλος τρόπος πληρωμής ή εξοφλήσεώς του. όταν ο πιο πάνω υπάλληλος δεν το καταθέσει. 1094 §§ 3-4 Α. 1029 §§ 3-4. ότι η κατάθεση χρημάτων σε ειρηνοδίκες. πρέπει κατά τον ΚΠολΔ να γίνεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. το πλειστηρίασμα ανήκει στον επισπεύδοντα και στους άλλους δανειστές που τυχόν αναγγέλθηκαν. Ε) Σε πλειστηριασμό ακινήτων. το επιτρεπτό της κατασχέσεως αυτού από το δανειστή του ενός ή του άλλου κ. όπου εκδίδεται γραμμάτιο εισπράξεως. ο οποίος οφείλει αμέσως (αμελλητί) να καταθέτει αυτό δημόσια20.Δ. ΚΠολΔ 965 (1029) §§ 3-4 Σχ.Δ. 2616/1928 κ. λ. 22. Οι προϋποθέσεις της πιστώσεως του πλειστηριάσματος ή άλλου τρόπου εξοφλήσεώς του. και του ν. Βλ. Γεννήθηκε το ζήτημα αν οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν ή καταργήθηκαν με τους ορισμούς του ΚΠολΔ που αναφέρονται πιο πάνω. και το άρθρ. Κατά κάποια γνώμη. σε ποιον ανήκει το πλειστηρίασμα που κατατέθηκε. πρέπει να γίνεται απ' ευθείας στο αρμόδιο ταμείο.δ. Η λύση του ζητήματος αυτού έχει αξιόλογη θεωρητική και πρακτική σημασία. ΚΠολΔ 1004 (1068) § 1 Σχ. της 24 Μαρτίου/3 Απριλίου 1926 «περί Οργανισμού του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων». Αλλά με τα άρθρα 2 και 3 του νόμου ΒΙΓ/1892 «περί δικαστικών εγγυήσεων και καταθέσεων» είχε ορισθεί. που κυρώθηκε με το ν.δ. 1068 § 1. Κατ' εξαίρεση μπορεί να γίνει. 970.λπ. διανομή κ. Α) Ο υπερθεματιστής όχι μόνο δικαιούται μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του να παραλάβει το πράγμα και την περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως για μεταγραφή κ. κατά τα ορισμένα χρονικά 24. 1004 (1068) § 2. Σ.λπ.Πολ. ΚΠολΔ 1004 (1068) § 2 Σχ.Ε. μπορεί ο υπερθεματιστής να αναδεχθεί την ενυπόθηκη απαίτηση διατηρώντας την υποθήκη πάνω στο ακίνητο που εκπλειστηριάσθηκε. δεν παραλάβει το πράγμα που αναφέρθηκε. ΚΠολΔ 1008 (1072) Σχ. κατά κάποια μεν γνώμη απ' την ημέρα που όφειλε να καταβάλει αυτό χωρίς ειδική όχληση. Επέλευση νόμου που καταλύει οφειλές σε δραχμές. αυτού. β) Εξάλλου. διατηρήσεως κ. για το οποίο γίνεται λόγος πιο πάνω26. Η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση από τον υπερθεματιστή των υποχρεώσεων του.λπ. με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση25. αν ο υπερθεματιστής είναι ενυπόθηκος δανειστής.Ε. 1131 § 1 Α. αν συναινεί ο ενυπόθηκος δανειστής. Τίτλος Τέταρτος Συνέπειες μη εκπληρώσεως κ. Ο υπερθεματιστής στην περίπτωση αυτή μπορεί να μην καταβάλει ανάλογο μέρος του πλειστηριάσματος. Ζ) Υποχρέωση για τοκοδοσία. Σ. Β) Αν. μπορεί ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να επιτρέψει να μην καταβάλει το ποσό του πλειστηριάσματος που αναλογεί στην ενυπόθηκη απαίτησή του ή μέρος του ποσού αυτού μέχρι την οριστική κατάταξή του. 1068 § 2.Ε..Δ.Κ. κ.λπ. Πολ. 3 Σ.Ε. περιέρχεται σε υπερημερία δανειστή και εφαρμόζονται αντίστοιχα οι σχετικοί για το θέμα αυτό ορισμοί του Α. Ι) Εισαγωγή. 1131 § 2 Α. III) Υποχρέωση για παραλαβή του πράγματος που πλειστηριάσθηκε και πληρωμή των εξόδων φυλάξεως. Η δήλωση του υπερθεματιστή και η συναίνεση του ενυπόθηκου δανειστή (πρέπει να) καταχωρίζονται στην έκθεση της κατακύρωσεως.λπ. εφαρμόζοντας το άρθρ. Φραγκίστα: Γνωμοδοτήσεις (1980) σ. που αναφέρονται πιο πάνω.Ε. σε Χ. 1072. πάντως δε και σε κάθε περίπτωση από την υπερημερία που επέρχεται σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις.. 25. των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή § 427 *Ειδική βιβλιογραφία: Χ. ΚΠολΔ 1004 (1068) § 1 Σχ.125 επ. ή τον μεσεγγυούχο κ. ιδιαίτερα προκειμένου για κινητά. .Δ. 1136 Α.λπ. να ζητήσει και εγγύηση από τον υπερθεματιστή για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων του24. να παραλάβει το πράγμα. γ) Περαιτέρω. Μη καταβολή εκπλειστηριάσματος.Ε. Ακόμη ο υπερθεματιστής οφείλει (και) τόκους για το πλειστηρίασμα.448 § 427 – Συνέπειες μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή κτός από το ποσό που προκαταβλήθηκε ή για το οποίο έχει κατατεθεί εγγυοδοσία. αλλά και υποχρεώνεται. Φραγκίστα: Τύχη εκπλειστηριάσματος μέχρι μεταγραφής της κατακυρωτικής εκθέσεως. Πολ. 1068 § 2. αφού κληθεί νόμιμα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. 26. Β) Η έκθεση παροχής πιστώσεως που συντάσσεται σύμφωνα με τα πιο πάνω εκτιθέμενα28. είναι εκείνη που αφορά την ευχέρεια και το καθήκον της διεξαγωγής αναπλειστηριασμού σε βάρος και κίνδυνο του υπερθεματιστή. ΚΠολΔ 965 (1029) § 5 Σχ. . οι οποίες υφίστανται άμεσα από το νόμο ή μεταγενέστερα και που έχουν αναληφθεί με συμφωνίες. η κατακύρωση ανατρέπεται.λπ. Αν δεν επιτευχθεί το ίδιο πλειστηρίασμα κατά τον αναπλειστηριασμό. Α) Η έκθεση του πλειστηριασμού. αν η πρόσκληση των επομένων πλειοδοτών είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής ή αν η διαδικασία της προκλήσεως δεν τελεσφόρησε. Βλ. 1094 § 5 Α. 965 παρ. ορισμένες συνέπειες. ΚΠολΔ 1003 (1067) § 4 Σχ. IV) Εκτέλεση κατά του υπερθεματιστή. σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται πιο κάτω27. που ανάγονται στην εξόφληση του πλειστηριάσματος. Σε αναγκαστικό πλειστηριασμό κινητών ή ακινήτων. αποτελεί.Ε. Πολ. 1130 § 4 Α. του υπέρ ου. Πολ. λόγο διεξαγωγής αναπλειστηριασμού. του καθ’ ου η εκτέλεση ή κάθε δανειστή που έχει αναγγελθεί με τίτλο εκτελεστό (άρθρ. σε πλειστηριασμό τόσο κινητών όσο και ακινήτων. Α) Η σπουδαιότερη και εντονότερη από τις κυρώσεις που προβλέπονται από το νόμο σε περίπτωση μη εκπληρώσεως ή μη προσήκουσας εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή και μάλιστα κυρίως της υποχρεώσεως για πληρωμή και γενικά εξόφληση του πλειστηριάσματος. πιο κάτω § 436 28. Δυνατότητα κ. II) ΄Οχληση.Ε. Σ. πιο πάνω § 426. 1029 § 5. Αν δεν ανταποκριθεί. κατά το δίκαιο που ισχύει. κατά κανόνα και εξαιρώντας τις περιπτώσεις που ειδικά προβλέπονται. μπορούν να εκτελεστούν κατά του υπερθεματιστή και αποτελούν τίτλους εκτελεστούς τα επόμενα δημόσια έγγραφα.Ε. οι οποίες επηρεάζουν περισσότερο ή λιγότερο την παραπέρα εξέλιξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και για τις οποίες γίνεται λόγος στη συνέχεια. η εγγυοδοσία καταπίπτει και καλούνται οι επόμενοι πλειοδότες η προσφορά των οποίων αθροιζόμενη με το ποσό της εγγυοδοσίας που κατέπεσε είναι ίση τουλάχιστον με το πλειστηρίασμα που είχε επιτευχθεί. Β) Και η μερικώς μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή. 1067 § 4. τότε γίνεται αναπλειστηριασμός με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού.§ 427 – Συνέπειες μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή 449 σημεία επιφέρει.Δ. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει εμπροθέσμως το πλειστηρίασμα ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος οφείλει μέσα στις επόμενες δύο (2) εργάσιμες ημέρες να τον οχλήσει με εξώδικη πρόσκληση. ΙΙΙ. Σ. διεξαγωγής αναπλειστηριασμού. 27. ο πρώτος υπερθεματιστής ευθύνεται για τη διαφορά εντόκως με το επιτόκιο υπερημερίας. 5).Δ. Το πλειστηρίασμα συνίσταται στο άθροισμα του ποσού που καταβλήθηκε και της εγγυοδοσίας του αρχικού υπερθεματιστή που κατέπεσε (άρθρ.Ε. Έτσι. 965 παρ. Κλήση επομένων πλειοδοτών. Βλ. 5). σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται και πιο κάτω29. Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς. Sinfrist Fr: Die Pfändung und Verwertung der von Vollstreckungsgläubigern unter Eigetumsvorbehalt gelieferten Sachen (1962). παίρνοντας στην κατοχή και νομή το κινητό που πλειστηριάσθηκε έγινε λόγος πιο πάνω32. Weiden Ch: Die Eigentumsverhältnisse einer beweglichen Sache und ihres Erlass bei der Versteigerung in der Zwangsvollstreckung (1936). Α) Προ29. Α) Παράλληλα με τις υποχρεώσεις που προέρχονται από την κατακύρωση στον αναγκαστικό πλειστηριασμό.Δ. όμως. μήπως θα επιτρεπόταν να γίνει εκτέλεση της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως κατ' αυτού. 1081 § 4. ΙΙΙ) Έκδοση και εκτέλεση της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως. 1137 § 4 Α.Ε. τα οποία αποκτά ο υπερθεματιστής. Βλ. 1017 (1081) § 4 Σχ. Β) Τα δικαιώματα αυτά. Γ) Για τα δικαιώματα. Πολ.Ε.Ε. Ελλείπει. σε περίπτωση επιτεύξεως μικρότερου τιμήματος κατά τον αναπλειστηριασμό. Der Eigentumsübergang bei der Farniszwangsversteigerung (1934). 1094 § 3 Α. Τίτλος Πέμπτος Τα δικαιώματα του υπερθεματιστή από την κατακύρωση* § 428 *Ειδική βιβλιογραφία: Harding H. Σ. μόνο εφόσον εκπληρώσει τις πιο πάνω υποχρεώσεις του. ότι ο υπερθεματιστής από την κατακύρωση παίρνει τα ωφελήματα. και φέρει τα βάρη του πράγματος. KΠολΔ.Δ.Ε. 30. 1029 § 3. Βλ. που εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του. . I) Εισαγωγή. που γίνεται σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν. σχετική διάταξη στον ΚΠολΔ και εξάλλου δεν αναγνωρίζεται στην έκθεση υποχρέωση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού για παράδοση του κινητού πράγματος που πλειστηριάσθηκε. Σχετικά ο ΚΠολΔ30 ορίζει. D. 31. είναι τα επόμενα: ΙΙ) Παράδοση του πράγματος που πλειστηριάσθηκε.λπ. 32. Σ. ο υπερθεματιστής δικαιούται να αξιώσει υπό τους όρους που εκτέθηκαν (εξοφλήσεως του πλειστηριάσματος κ.450 § 428 – Τα δικαιώματα του υπερθεματιστή από την κατακύρωση Γ) Η έκθεση αναπλειστηριασμού για το τυχόν οφειλόμενο υπόλοιπο. πηγάζουν και ορισμένα δικαιώματα του υπερθεματιστή. Α) Σε πλειστηριασμό κινητών.Πολ. πιο πάνω §§ 424-425. τα οποία μπορεί να ασκήσει ο υπερθεματιστής. πιο κάτω §§ 438 επ. ΚΠολΔ 965 (1029) § 3 Σχ.) την παράδοση σ' αυτόν31 του εκπλειστηριασθέντος και κατακυρωθέντος σ΄ αυτόν κινητού πράγματος Β) Για ικανοποίηση της αξιώσεως αυτής μπορεί να στραφεί και δικαστικά εναντίον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. υπέρ του υπερθεματιστή και των (καθολικών. 2. ΚΠολΔ (1069) § 2 Σχ. Πολ. για παράδοση ή απόδοση ακινήτου)36. 1069 § 2 Πολ. Συνεπώς ο υπερθεματιστής καθίσταται κύριος του ακινήτου που πλειστηριάσθηκε υπό τους όρους που εκτέθηκαν ή αποκτά το δικαίωμα της ασκήσεως της επικαρπίας σε ξένο ακίνητο. Οι διατάξεις του άρθρ. 1005 (1069) § 2 ΚΠολΔ παρέχει δραστικό μέτρο στον υπερθεματιστή για να λάβει την κατοχή του ακινήτου που εκπλειστηριάσθηκε38. β΄ Α. ΚΠολΔ 1005 (1069) § 1 εδ. 980 Πολ. του 1834 (πριν την τροποποίηση του με το ν. 1133 § 2 Α. Τέτοια περίληψη δεν μπορεί να ζητήσει και να λάβει ο υπεθερματιστής ενυπόθηκος δανειστής.Ε. ΚΠολΔ 1005 (1069) § 1 εδ. β΄ Σχ. α΄ Α. Με την κατακύρωση και από τη μεταγραφή της περιλήψεως της εκθέσεως κατακυρώσεως ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα. μόνο εφόσον (και) ο καθ’ ου στρέφεται η εκτέλεση ήταν κύριος αυτού ή είχε δικαίωμα επικαρπίας στο συγκεκριμένο ξένο ακίνητο. Γ) Η περίληψη. Σ. Το προγενέστερο δίκαιο και μάλιστα το άρθρ. η περίληψη που λέχθηκε 33. 1069 § 1 εδ. 980 εδ. 1033 § 1 εδ. αδιάφορα αν πρόκειται για εμπράγματη ή ενοχική σχέση. δικαιούται να ζητήσει και να λάβει απόγραφο της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως που αποτελεί τίτλο εκτελεστό33. Βλ.Δ. ότι ο καθ’ ου η εκτέλεση όφειλε να παραλείψει την κατοχή του πράγματος. οι οποίες εκτέθηκαν. ο δε υπερθεματιστής δεν είχε άλλο νόμιμο μέσο εκτός από την έγερση της τακτικής αγωγής εναντίον του καθού η εκτέλε- .Πολ. α΄.Ε. Β) Την πιο πάνω περίληψη δικαιούται να μεταγράψει στα οικεία βιβλία μεταγραφών. εφόσον η διαδοχή έγινε μετά την εγγραφή της κατασχέσεως στο βιβλίο κατασχέσεως. οιονεί καθολικών και ειδικών) διαδόχων αυτού και κατά του καθ’ ου η εκτέλεση και των (καθολικών. είναι τίτλος εκτελεστός35 υπό την έννοια του άρθρου 904 (965) § 2 ΚΠολΔ. πιο πάνω § 384. Σ. β΄. Βλ. πιο πάνω §§ 378 επ. το οποίο είχε ο καθ’ ου η εκτέλεση34. 1069 § 1 εδ. Όπως και πιο πάνω ειπώθηκε. 34.Δ. οιονεί καθολικών και ειδικών) διαδόχων αυτού. 36. 37.§ 428 – Τα δικαιώματα του υπερθεματιστή από την κατακύρωση 451 κειμένου για πλειστηριασμό ακινήτων. ρητά με τη διάταξη αυτή ορίζεται ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός αποτελεί παράγωγο και όχι πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος σε ξένο πράγμα. του 1834. 943 (1005) ΚΠολΔ.Δ. Με βάση αυτή μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρ. ο οποίος έλαβε. Η διάταξη που παρατέθηκε του άρθρ. α΄ Σχ. 1133 § 1 εδ. πίστωση για την εξόφληση του εκπλειστηριάσματος.Δ.Πολ. όπως και κατά εκείνου που νέμεται ή κατέχει το πράγμα στ' όνομα εκείνου εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ή των διαδόχων του. (οι οποίοι αφορούν την αναγκαστική εκτέλεση. ΓΦΝΔ/1910) όριζε απλώς.Ε. διαφορετικά υπέκειτο σε προσωπική κράτηση. 35.Δ. ο υπερθεματιστής που εκπλήρωσε πλήρως τις υποχρεώσεις του. κατά τα πιο πάνω εκτιθέμενα. 38.Ε. 947 (1009) ΚΠολΔ (περί εκτελέσεως προκειμένου για παράλειψη ή ανοχή πράξεων)37 εφαρμόζονται και εδώ. α) Σύμφωνα μ' αυτή.Ε. όπως ήδη σημειώθηκε. εκτός από την απειλή των ποινών που μνημονεύθηκαν. η περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως εκτελείται κατά του μισθωτή μετά την παρέλευση των προθεσμιών (που αναφέρονται) στο άρθρο αυτό. ΓΦΝΔ/1910. Σ.λ.λπ. ότι τα ίδια ισχύουν και τώρα. οιονεί καθολικών.Κ. οιονεί καθολικών ή ειδικών διαδόχων αυτού.40. όπως πιο πάνω. 40. Δ) Εάν το ακίνητο που πλειστηριάσθηκε ήταν μισθωμένο.λπ. ΚΠολΔ 1009 (1073) § 2 Σχ. (π. το πιο πάνω δικαστήριο έχει την εξουσία. Βλ. αδιάφορα αν η κατοχή αποκτήθηκε με συναίνεση του καθού η εκτέλεση ή και χωρίς αυτή.). μ' αποβολή κ. 615 του Α. . Βλ.. Αν και η διάταξη που παρατέθηκε δεν μιλά ειδικά για το θέμα αυτό. Πολ.452 § 428 – Τα δικαιώματα του υπερθεματιστή από την κατακύρωση μπορεί να εκτελεσθεί κατά αα) του καθού η εκτέλεση (οφειλέτη ή τρίτου κυρίου ή διακατόχου). τόσο για εμπράγματες όσο και για ενοχικές σχέσεις39.). β) Όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση αναγκαστικής εκτελέσεως.Δ. Στην περίπτωση του άρθρ. 39. και πάνω § 355. να υποχρεώσει τον καθού η εκτέλεση στην παράλειψη της διαταράξεως κ. εφόσον η διαδοχή έγινε μετά την εγγραφή της κατασχέσεως στο βιβλίο κατασχέσεων. Το προγενέστερο δίκαιο (άρθρ. 943 (1005) και 947 (1009). οι οποίοι αρχίζουν από την επίδοση της περιλήψεως σ' αυτόν43.Ε. 1009 (1073) ΚΠολΔ. Κατ' εφαρμογή της τελευταίας από τις διατάξεις αυτές. περιελάμβανε κάθε κάτοχο. για την οποία γίνεται λόγος πιο πάνω (§ 425) και στη συνέχεια στο κείμενο.42. ββ) των καθολικών.π. ο υπερθεματιστής μπορεί να ζητήσει από το Μονομελές Πρωτοδικείο. 1073 § 2. Ειδική εφαρμογή της εκτελέσεως αυτής προβλέπει η διάταξη του εδ. των καθολικών. νομίζομε.Ε. 41. 42. β΄ του άρθρ. γγ) κατά εκείνων που νέμονται ή κατέχουν το πράγμα (το ακίνητο που πλειστηριάσθηκε) στ' όνομα του καθού η εκτέλεση.41. και συνεπώς όχι και κατά εκείνων που γίνονται διάδοχοι πριν το χρονικό αυτό σημείο. πάνω §§ 378 επ. δικαστήριο είναι αρμόδιο για την βεβαίωση της παραβάσεως και για την καταδίκη στην χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση. 980 Πολ. γ) Η εκτέλεση γίνεται σύμφωνα με τους τρόπους που προβλέπονται στ' άρθρ. και των ειδικών διαδόχου του. όπως και τα μέλη της οικογένειας αυτών. 614 και 616 του Α. μισθωτών κ. E) Για τα δικαιώματα και τις εξουσίες του υπερθεματιστή σε περίπτωση εκνικήσεως ή καλύτερα υπάρξεως νομικών ελαττωμάτων του ακινήτου που εκπλειστηριάσθηκε γίνεται λόγος στα περί της νομικής φύσεως του ση. έτσι και εδώ πρέπει να τηρείται η πιο πάνω εκτιθέμενη προδικασία. Το ίδιο. να απειλήσει την επιβολή χρηματικής ποινής μέχρι εκατό χιλιάδων ευρώ και προσωπικής κρατήσεως μέχρι ενός έτους κατά οποιουδήποτε πρόκειται στο μέλλον να διαταράξει την κατοχή του υπερθεματιστή.Κ. η οποία στην πράξη ονομαζόταν «αγωγή περί παραλείψεως της κατοχής». 43.λπ.Δ. δηλ. Μ' αίτηση του υπερθεματιστή. δηλαδή να γίνεται επίδοση αντιγράφου εξ' απογράφου κ.χ. 1133 §2 Α. εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρ. όπως τροποποιήθηκε με το ν. Εξαίρεση ισχύει. τις υποχρεώσεις του. επιβάλλεται η εξάλειψη τους για λόγους δημοσιότητας. (δηλαδή της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του). επειδή αυτές είναι εγγραμμένες στα βιβλία των υποθηκών. ΚΠολΔ 1005 (1069) § 2 εδ. να ζητήσει την εξάλειψη των υποθηκών. επειδή αυτή είναι εγγραμμένη στο βιβλίο των κατασχέσεων (ακινήτων). Σ. β΄ Α. ο οποίος εκπλήρωσε. πιο πάνω § 425. μόνο αν δεν γίνει δεκτή η πιο πάνω αίτηση από τον φύλακα των υποθηκών. δικαιούται να ζητήσει την εξάλειψη των υποθηκών. Σε τέτοια περίπτωση. Βλ. προσημειώσεων και κατασχέσεων 453 αναγκαστικού πλειστηριασμού44. Α) Όπως και πιο πάνω λέχθηκε46. 45. Γ) Σε σχέση με την υποθήκη ή την προσημείωση υποθήκης. η δε απόσβεση εκμηδενίζει (μόνο) τον τίτλο όχι δε και την εγγραφή.Ε. β΄ Σχ. 44.Ε.Πολ. κάτω από τις ίδιες πιο πάνω προϋποθέσεις. πιο κάτω §§ 5431 επ.§ 429 – Εξάλειψη υποθηκών. προσημειώσεων και κατασχέσεων που βαρύνουν το ακίνητο που εκπλειστηριάσθηκε.Δ. Τήρηση άλλης παραπέρα διαδικασίας δεν απαιτείται κατά τον ΚΠολΔ. Τίτλος Έκτος Εξάλειψη υποθηκών. πιο κάτω § 509. 47. προσημειώσεων και κατασχέσεων § 429 Ι) Εισαγωγή. 46. Το ίδιο είναι απαραίτητο και για την κατάσχεση. 1133 § 2 εδ. βλ. ΣΤ) Ο υπερθεματιστής δικαιούται. που έχουν εγγραφεί και αφορούν το ακίνητο που εκπλειστηριάσθηκε. Ο υπερθεματιστής. με τον αναγκαστικό πλειστηριασμό κάποιου πράγματος αποσβήνονται τα προνόμια ή δικαιώματα ενεχύρου ή υποθήκης που υπάρχουν πάνω σ' αυτό. β΄. καμία άλλη διαδικασία δεν προβλέπεται καθ' όσον και εφόσον αυτά δεν είναι εγγραμμένα σε (κάποιο) δημόσιο βιβλίο. ο υπερθερματιστής δικαιούται να προσφύγει στην διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 791 (852) §§ 1 και 5. Για τη διαδικασία αυτή γίνεται λόγος πιο κάτω45. προσημειώσεων υποθήκης και κατασχέσεων47. Για την αναβίωση των υποθηκών και προσημειώσεως υποθήκης που εξαλείφθηκαν σε περίπτωση ακυρώσεως του πλειστηριασμού. Πρβλ. . σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν πιο πάνω. II) Αίτηση εξαλείψεως. Β) Προκειμένου για ενέχυρο και άλλα προνόμια. Βλ. πιο πάνω § 429. 1069 § 2 εδ. και βρίσκονται σ' εξέλιξη οι συνέπειες απ' την . μπορούν. αναδοχή των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή που απορρέουν από την κατακύρωση με την έννοια της απαλλαγής του απ' αυτές δεν γίνεται. mutatis mutadis. εξάλλου. από το κοινό δίκαιο. κατ' αρχήν τουλάχιστον. όπως και την ειδική διαδοχή (για πράξεις στη ζωή ή εξαιτίας θανάτου κ. εφόσον δεν παρεμβάλλονται μ' αυτή προσκόμματα στην διαδικασία της εκτελέσεως. σύμφωνα με τα πιο πάνω εκτιθέμενα. Β) Ζητήματα διαδικασίας με δυσχέρεια μπορούν να εμφανισθούν. α) Στερητική. επομένως. κατά κανόνα. και ιδιαίτερα η εξόφληση κατά νόμιμο τρόπο του χρέους από το εκπλειστηρίασμα. υποχρεώσεις του υπερθεματιστή. β) Σωρευτική. Α) Για διαδοχή στις υποχρεώσεις του υπερθεματιστή από την κατακύρωση δεν είναι δυνατό. ενόψει των ορισμών του κοινού δικαίου. Γ) Για τα θέματα αυτά γίνεται στην συνέχεια (με λίγα λόγια) λόγος. κατά τις οποίες η πράξη εν ζωή που συνιστά την βάση της ειδικής διαδοχής γίνεται. ΙΙ) Καθολική διαδοχή. που προέρχονται από την κατακύρωση. αν και με ποιούς όρους χωρεί διαδοχή στα σύμφωνα με τα πιο πάνω εκτιθέμενα δικαιώματα του υπερθεματιστή που προέρχονται από την κατακύρωση και στις υποχρεώσεις που πηγάζουν απ' αυτή. και για την οιονεί καθολική διαδοχή. να συντρέξουν οι προϋποθέσεις της κατ' εξαίρεση παραδοχής αυτής. να αντιμετωπίζονται. Β) Η μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων γίνεται σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου. Α) Με το προγενέστερο δίκαιο γεννήθηκε το ζήτημα. Αυτό μπορεί να συμβεί κυρίως στις περιπτώσεις εκείνες. Α) Δεδομένου ότι πρόκειται για δικαιώματα και υποχρεώσεις (καθαρά) περιουσιακής φύσεως. Β) Το ζήτημα που αναφέρθηκε μπορεί να αφορά την καθολική και οιονεί καθολική.454 § 429Α – Διαδοχή στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του υπερθεματιστή Τίτλος Έβδομος Διαδοχή στα δικαιώματα από την κατακύρωση και στις υποχρεώσεις απ' αυτήν από τον υπερθεματιστή § 429 Α Ι) Εισαγωγή. να γίνεται λόγος. αλλά και όταν γεννιούνται. λόγω των συντρεχουσών συνθηκών. Β) Κάποιες δυσχέρειες είναι δυνατό να προκύψουν σχετικά με την ειδική διαδοχή όσον αφορά τα πιο πάνω δικαιώματα του υπερθεματιστή. Α) Όσα σημειώνονται αμέσως πιο πάνω σχετικά με την καθολική διαδοχή μπορούν να επαναληφθούν. πριν να εκπληρωθούν πλήρως οι. IV) Ειδική διαδοχή. νομίζομε. διότι είναι σχεδόν τελείως αδύνατο.λπ. ΙΙΙ) Οιονεί καθολική διαδοχή. νομίζομε ότι δεν υπάρχει δυσχέρεια αναγνωρίσεως του κληρονομητού αυτών ενεργητικά και παθητικά. αναδοχή δεν υπάρχει λόγος να μην αναγνωρίζεται. διότι αυτή αποκλείεται. § 429Α – Διαδοχή στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του υπερθεματιστή 455 μη εκπλήρωσή τους. και ιδιαίτερα αν επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του υπερθεματιστή ή επισπεύδεται η διεξαγωγή αναπλειστηριασμού εναντίον του. Δύσκολα θα μπορεί στις περιπτώσεις αυτές να δοθεί καταφατική λύση χωρίς περιορισμούς και όρους στο πιο πάνω θέμα. . σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται πιο πάνω. τόσο των γενικών όσο και των ειδικών συναφών ζητημάτων. Ι §151. Γ) Οι δυσχέρειες που σημειώθηκαν επιτείνονται λόγω της διαφοράς της νομοθετικής ρυθμίσεως χρονικά και τοπικά. Ι) Εισαγωγή. στην επιστήμη και στη νομολογία αμφισβήτηση. Τίτλος δεύτερος Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός ως νομική πράξη § 431 Ι) Απλή ή σύνθετη νομική πράξη. 125 επ. Βλ. Α) Στο πλαίσιο της διακρίσεως1 μεταξύ απλών και σύνθετων διαδικαστικών πράξεων. ο αναγκαστικός πλειστηριασμός θα πρέπει να υπαχθεί στις σύνθετες πράξεις. διότι αποτελείται από σειρά (μερικότερων) πρά1. Φραγκίστα: Ο πλειστηριασμός και οι ιδιομορφίες του. Φραγκίστα. οι οποίες βασικά υπάγονται σε διάφορα πεδία του δικαίου που ισχύει και ανάγονται σε εκδηλώσεις των διασταυρούμενων ποικίλων έννομων συμφερόντων. Γ) Αφορά και ενδιαφέρει μόνα τα πρόσωπα της αναγκαστικής εκτελέσεως ή και τρίτους. Γνωμοδοτήσεις (1980) σελ. σε Χ. η οποία για πρακτικούς και λόγους ανάγκης δεν γίνεται συνήθως με πλήρη συνέπεια προς ορισμένες και συγκεκριμένες θεωρητικές καταστάσεις. για τον οποίο υπάρχει από παλιά τόσο σ' εμάς όσο και στην αλλοδαπή. Β) Η αμφισβήτηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας της ιδιορρυθμίας των εννόμων σχέσεων για τις οποίες πρόκειται. Β) Είναι ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου ή μικτής φύσεως. γι' αυτή πιο πάνω τ. Α) Πολύ ενδιαφέρον από θεωρητική και πρακτική πλευρά είναι το ζήτημα για τη νομική φύση ή το νομικό χαρακτήρα του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Η συζήτηση για το θέμα περιστρέφεται σε περισσότερα από ένα ζητήματα και μάλιστα τα επόμενα: Α) Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός είναι απλή ή σύνθετη ή ενδεχόμενα και μικτή νομική πράξη.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ* Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 430 *Ειδικής βιβλιογραφία: Χ. . ΙΙ) Η ουσία και η έκταση του ζητήματος. § 432 – Οι θεωρητικές και πρακτικές πλευρές του προβλήματος 457 ξεων και μάλιστα από την έναρξη της πλειοδοσίας. Πρβλ. πιο κάτω §§ 432 επ. ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός τίποτ' άλλο δεν είναι (συνήθως) παρά η σύμβαση της πωλήσεως ιδιωτικού δικαίου. και αφετέρου εμπράγματη. Υπέρ αυτής επικαλούνται τα επόμενα: α) ο αναγκαστικός πλειστηριασμός φέρει τα στοιχεία της συμβάσεως και μάλιστα της πωλήσεως ιδιωτικού δικαίου. που εξετάζεται από την πλευρά του ιδιωτικού δικαίου και μάλιστα αφενός ενοχική. Ι) Το ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού του αναγκαστικού πλειστηριασμού συζητείται από παλιά. Β) Ο χαρακτηρισμός του πιο πάνω πλειστηριασμού ως σύνθετης διαδικαστικής πράξεως έχει όχι μόνο θεωρητική. των προσφορών των πλειοδοτών. από παλιά και υποστηρίζεται σ' ορισμένο μέτρο και σήμερα. η οποία υπάρχει μεταξύ του επισπεύδοντα και των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως. 125 επ. Φραγκίστα: Ο πλειστηριασμός και οι ιδιορρυθμίες του κ. Για τις συνέπειες της διακρίσεως αυτής γίνεται λόγος στην διαπραγμάτευση των ιδιαίτερων θεμάτων2. που καταρτίζεται μεταξύ του επισπεύδοντα ή και άλλων δανειστών. έναντι ορισμένου τμήματος σε χρήμα στον 2.λπ. . και ιδιαίτερα των δανειστών που αναγγέλθηκαν και του καθ’ ού η εκτέλεση ή των οργάνων της εκτελέσεως και του υπερθεματιστή. πρώτα. Πρβλ. ο αναγκαστικός πλειστηριασμός είναι μικτή πράξη. παραδόσεως αυτού και εξασφαλίσεως της ανενόχλητης νομής του κ. Στη συνέχεια εξετάζεται η θεωρητική πλευρά και κατόπιν η πρακτική άποψη. Φραγκίστα: Γνωμοδοτήσεις (1980) σελ.λπ. Η άποψη αυτή έχει βάση ή καλύτερα συνέχεται άμεσα με την θεωρία που αναπτύχθηκε3 πιο πάνω για την εξωτερική έννομη σχέση. αλλά και πρακτική σημασία. της ενδεχόμενης προσβολής αυτών και της κατακυρώσεως. της προσελεύσεως εκείνων που επιθυμούν να πλειοδοτήσουν. δηλαδή περιέχει «συμφωνία» για μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος που πλειστηριάζεται. II) Εξάλλου. Α) Υποστηρίχθηκε. II) Θεωρία ιδιωτικού δικαίου. Το θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον της συζητήσεως αυτής είναι πρόδηλο. όπως η πώληση. καθ' όσο περιλαμβάνει συμφωνία περί μεταβιβάσεως της κυριότητας του πράγματος που κατασχέθηκε και πλειστηριάζεται. 3. πιο πάνω § 338. σε Χ. Τίτλος Τρίτος Οι θεωρητικές και πρακτικές πλευρές του προβλήματος* § 432 *Ειδικής βιβλιογραφία: Χ. Πολ.Δ. ΙΙΙ) Θεωρία του δημοσίου δικαίου. ποιός είναι στην περίπτωση αυτή ο πωλητής. 773 εδ. ή. όπως και πιο πάνω αναπτύ4. Δ) Κατ' άλλους. τον χαρακτήρα της προκειμένης έννομης σχέσεως. και δηλώνει την σχετική βούληση εκείνος που επισπεύδει ή ως νόμιμος ή αναγκαίος αντιπρόσωπος ή ασκώντας τα δικαιώματα αυτού εξ' ιδίου δικαίου ή πλαγιαστικά με βάση το άρθρ. Καμία φορά διατυπώνεται και η άποψη ότι. 1025 εδ. ή με βάση γενικό ή ειδικό προνόμιο ή με άσκηση της εμπράγματης υποθηκικής αγωγής. 72 (73) ΚΠολΔ4. θέση πωλητή επέχει εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση (οφειλέτη). αλλά απλά την κατοχυρώνει. αλλ' αντί αυτού ενεργεί. εκπροσωπούμενος παρόλ' αυτά από τα όργανα της εκτελέσεως. 2. και ιδιαίτερα ο αναγκαστικός πλειστηριασμός. σ' ακίνητα δε και οι ενυπόθηκοι δανειστές.Δ. κατά την οποία ο αναγκαστικός πλειστηριασμός αποτελεί πράξη (του) δημοσίου δικαίου. Κατά τους υποστηρικτές της απόψεως αυτής. Β) Από τους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής. ο οποίος προβαίνει στην σχετική πράξη (δικαιοπραξία) δυνάμει του γενικού ενεχύρου. Για το ζήτημα. αν και πρόκειται για δικαιοπραξία ιδιωτικού δικαίου. ή γενικότερα δυνάμει του δικαιώματος που γενικά αναγνωρίζεται ή εξουσίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. μ' επίσπευση των οποίων πραγματοποιείται κάθε φορά η αναγκαστική εκτέλεση. την άποψη αυτή. γίνεται λόγος στη συνέχεια. κάποιοι δέχονται ότι (ο) πωλητής είναι εκείνος που επισπεύδει. Η παρεμβολή των δημόσιων οργάνων (δικαστικού επιμελητή. κατά την άποψη αυτή. ΣΤ) Κατά της γενικής θεωρίας και του καθενός από τους πιο πάνω αναφερόμενους νομικούς χαρακτηρισμούς προβάλλονται περισσότερες από μία αντιρρήσεις και παρατηρήσεις. προκειμένου γι' ακίνητα. κατ' αυτούς. Γ) Κάποιοι συμπληρώνοντας και διατυπώνοντας ευρύτερα και ορθότερα. πιστεύουν ότι πωλητής είναι εκείνος που επισπεύδει. στον οποίο φέρεται ότι ανήκει το πράγμα (κινητό ή ακίνητο) που κατασχέθηκε και πλειστηριάσθηκε. τη βούληση εκποιήσεως της οποίας εκφράζουν κάθε φορά τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως. έστω και αν δεν δηλώνει αυτός κατά την διεξαγωγή του πλειστηριασμού την βούληση για εκποίηση. καμία φορά ο τρίτος κύριος ή διακάτοχος. για τις οποίες γίνεται λόγος πιο κάτω.λπ. 2 Κρητ.458 § 432 – Οι θεωρητικές και πρακτικές πλευρές του προβλήματος υπερθεματιστή. του 1834 αρθρ. Α) Αντικρινά αντίθετη με την θεωρία του ιδιωτικού δικαίου που αναπτύχθηκε πιο πάνω είναι και γενικά και στις ειδικές εκφάνσεις αυτής. Ε) Περαιτέρω υποστηρίζεται ότι πωλητής είναι ο καθ’ ού η εκτέλεση. Βλ. η θεωρία που από παλιά υποστηρίζεται και βρίσκει αρκετή απήχηση. υπαλλήλου του πλειστηριασμού κ.) δεν μεταβάλλει.Πολ. η πώληση γίνεται από την Πολιτεία. το οποίο έχει σ' όλη την περιουσία του οφειλέτη. . επί ακινήτων. οι δανειστές που αναγγέλθηκαν και από τους δανειστές που δεν αναγγέλθηκαν οι προνομιούχοι. Βλ. γ) Υποστηρίζεται τέλος. μόνο εφόσον δεν αντίκειται στις βασικές και γενικότερες αρχές του δικαίου που ισχύει και μάλιστα του ΚΠολΔ. α) Κάποιοι φρονούν ότι ο πλειστηριασμός που αναφέρθηκε είναι πράξη δημοσίου δικαίου. ότι ο πλειστηριασμός για τον οποίο πρόκειται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πώληση ιδιωτικού δικαίου.§ 432 – Οι θεωρητικές και πρακτικές πλευρές του προβλήματος 459 χθηκε5. ΙV) Κριτική των πιο πάνω θεωριών και συμπεράσματα αυτής. τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως ενεργούν ως πρόσωπα. αφαιρεί με τα αρμόδια όργανα της τα διάφορα περιουσιακά αντικείμενα του οφειλέτη και τα εκποιεί δημόσια για ικανοποίηση των δανειστών με το πλειστηριασμό τους. πιο πάνω § 338. Η θέληση των ενδιαφερόμενων δεν παίζει πρωτεύοντα ρόλο εδώ και γι' αυτό λαμβάνεται υπόψη. β) Άλλοι έχουν την γνώμη. κατά βάση και στο σύνολό της. Είναι αλήθεια ότι τα παραπάνω πρόσωπα κατά την διεξαγωγή της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη. για τις οποίες γίνεται λόγος στη συνέχεια. . ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός αποτελεί πράξη δημοσίου δικαίου sui generis. και όχι ως αντιπρόσωποι (νόμιμοι ή εκούσιοι) των υποκειμένων της διαδικασίας της εκτελέσεως και μάλιστα εκείνου που επισπεύδει. που έχουν δημόσια ιδιότητα και σ' εκπλήρωση της αρμοδιότητας και υπηρεσιακής εντολής που ανατέθηκε σ' αυτά από το νόμο. καταρχήν. τα όργανα που μνημονεύθηκαν. ασκώντας την κυριαρχική της εξουσία (το imperium). Β) Ως προς τον ειδικότερο χαρακτηρισμό του αναγκαστικού πλειστηριασμού διατυπώνονται απ' όσους δέχονται την θεωρία του δημόσιου δικαίου διάφορες απόψεις. παραπλήσια προς την πώληση του ιδιωτικού δικαίου. Β) Παρατηρείται. την θέληση ή την επιθυμία των υποκειμένων της διαδικασίας αυτής και ότι. εκείνου εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση κ. οφείλουν να έχουν ως γνώμονα και οδηγό των διαφόρων ενεργειών τους. Όπως προκειμένου γι' αυτή έτσι και για τον πλειστηριασμό.λπ. έχουν ανάγκη εντολής και εξουσιοδοτήσεως εκ μέρους του επισπεύδοντα. ότι πρόκειται για νομική πράξη παρεμφερή προς την αναγκαστική απαλλοτρίωση. ορθότερη μπορεί να χαρακτηρισθεί εκείνη που αντιμετωπίζει τον αναγκαστικό πλειστηριασμό ως νομική πράξη και μάλιστα δικαιοπραξία δημόσιου δικαίου. Αλλά όλα αυτά δεν είναι επαρκή για τον χαρακτηρισμό του αναγκαστικού πλειστηριασμού ως δικαιοπραξίας και μάλιστα πωλήσεως ιδιωτικού δικαίου. σ' ορισμένα σημεία. α) Στον πλειστηρια5. η Πολιτεία για επιδίωξη και πραγματοποίηση της αποστολής της. τις οποίες κυρίως και πρωτίστως. A) Από τις πιο πάνω εκτιθέμενες θεωρίες. μάλλον αόριστα. για να προβούν στην έναρξη της αναγκαστικής εκτελέσεως. διότι δεν υπάρχουν το πρόσωπο του πωλητή και η βούληση για εκποίηση του πράγματος που κατασχέθηκε και δήλωση της βουλήσεως αυτού. στην περίπτωση αυτή δεν συντρέχει. Εξάλλου. σε σχέση με το οποίο μπορεί να προβαίνει σε άλλες δικαιοπραξίες που δεν περιέχουν διάθεση.λπ. για τις οποίες γίνεται υπαινιγμός πιο πάνω § 399 και πιο κάτω § 436 δεν ασκούν επιρροή ως προς το προκείμενο ζήτημα. π.) του καθ’ ού η εκτέλεση στερείται επαρκούς νομικής και πραγματικής δικαιολογίας. σε μίσθωση υπό ορισμένους όρους7 κ.460 § 432 – Οι θεωρητικές και πρακτικές πλευρές του προβλήματος σμό αυτό. β) Ο χαρακτηρισμός των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως ως αντιπροσώπων (νομίμων. και Πολ. 1025 εδ. γγ) Όσα ειπώθηκαν καθιστούν πολύ δυσχερή την αποδοχή της απόψεως.Δ.Κ. Βλ. Πρβλ. δεν συντρέχει. § 773 εδ. κατά την οποία πωλητής είναι ο καθ’ ού η εκτέλεση. Οι τυχόν υφιστάμενες ή ενδεχόμενες δυσχέρειες. Είναι αλήθεια ότι εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. στερείται την εξουσία για διάθεση (εκποίηση κ. η οποία. δεν είναι αναγκαίοι ή με την στενή έννοια νόμιμοι αντιπρόσωποι. Ι § 122. όχι μόνο για τους λόγους που εκτέθηκαν σε σχέση μ' εκείνον εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. 7. Ως εκούσιοι αντιπρόσωποι δεν μπορούν να θεωρηθούν τα όργανα αυτά. Τέτοιες διατάξεις είναι κυρίως 6. όπως ειπώθηκε. ότι περισσότερες από μία διατάξεις του δικού μας Α. και πιο πάνω τ. δ) Είναι αλήθεια. να πλειοδοτήσει και συνεπώς είναι ενδεχόμενο να αναδειχθεί υπερθεματιστής. Δεν καθίσταται όμως αυτός και ανίκανος για δικαιοπραξία τόσο γενικά όσο και ειδικά ως προς το αντικείμενο που κατασχέθηκε. συνήθως τουλάχιστον. αλλά και για τους επόμενους: αα) Εκείνος που επισπεύδει μπορεί. διότι καμία από τις περιπτώσεις. πιο πάνω §§ 397. δηλαδή να γίνει αγοραστής. ββ) Δεν μπορεί. 72 (73) ΚΠολΔ αναγκαστικά8. εκουσίων κ. β΄. να υποστηριχθεί ότι πρόκειται για αυτοσύμβαση. το δικαίωμα του οποίου ασκεί εκείνος που επισπεύδει ή με ίδιο δίκαιο ή δυνάμει του άρθρ. από την οποία να μπορεί να υποτεθεί. 8. διότι ουδεμία έννομη σχέση υπάρχει μεταξύ των οργάνων αυτών και του καθ’ ού η εκτέλεση. ότι προέρχεται η εξουσία εκπροσωπήσεως.χ. εξάλλου. Αν όμως χαρακτηριζόταν και πωλητής. η απαλλοτρίωση του αντικειμένου γίνεται χωρίς και εναντίον της θελήσεως του καθ’ ού η εκτέλεση και μάλιστα δυνάμει της επιταγής του νόμου και με την άσκηση κρατικής εξουσίας και επιβολής. β΄ Κρητ. και 399.) του πράγματος που κατασχέθηκε6.Κ.λπ. θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι παρέχουν ικανά και αξιόλογα επιχειρήματα υπέρ της θεωρίας του ιδιωτικού δικαίου. Για το λόγο αυτό η εκποιητική δικαιοπραξία που επιχειρείται απ' αυτόν κηρύσσεται άκυρη και ανίσχυρη. έχουσες ως πρότυπα αντίστοιχες διατάξεις του γερμανικού Α.Δ. κατά τις οποίες εντελώς εξαιρετικά αναγνωρίζεται η σχέση αυτή. .Πολ. θα συνέπιπταν στο ίδιο πρόσωπο οι δύο αντίθετες και ασυμβίβαστες ιδιότητες του πωλητή και του αγοραστή. όπως εκτέθηκε πιο πάνω. διότι η σχέση αυτή προϋποθέτει ανικανότητα του αντιπροσωπευόμενου για δικαιοπραξία. γ) Αλλ' ούτε και ως αντιπρόσωπος εκείνου που επισπεύδει δεν μπορούν να θεωρηθούν τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως.λπ. εξαιτίας της επιβολής της κατασχέσεως. Πρβλ. πιο κάτω § 433. κατά την πρώτη θεωρία (εκείνη του ιδιωτικού δικαίου). θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα.Κ. ιδιαίτερα προκειμένου να καθορίζονται οι κανόνες. οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζονται συμπληρωματικά για τα διάφορα θέματα. ότι ο Α. οι οποίες αφενός προϋποθέτουν την αντίληψη αυτή και αφετέρου προσαρμόζονται μ' αυτή. έχει. 53 του Εισ. αλλ' απλώς μόνο ρύθμισε τα συγκεκριμένα ζητήματα. Δ) Η επιλογή και η παραδοχή της μιας ή της άλλης από τις πάνω αναφερόμενες απόψεις. Σ' αυτά θα μπορούσε κάποιος ν' αντιτάξει ότι ο Α. υιοθετεί την ιδέα ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός αποτελεί δικαιοπραξία και μάλιστα πώληση του ιδιωτικού δικαίου. πρέπει να εφαρμόζονται 9. α΄ του ΚΠολΔ . Στο τελευταίο αυτό θα μπορούσε να αντιταχθεί. προέβη στην ειδική αυτή ρύθμιση. αξιόλογη όχι μόνο θεωρητική αλλά και πρακτική σημασία.Κ. διότι περιελήφθηκε και υπάρχει σχετική διάταξη στο άρθρ.λπ.Δ. διότι θα εφαρμόζονταν χωρίς άλλο οι κανόνες αυτού. ότι ακριβώς ο Α. με τις οποίες εμφανίζεται και διατυπώνεται η θεωρία του δημοσίου δικαίου. 1017 (1081) § 2 εδ. τόσο ως προς το γενικότερο όσο και ως προς τα ειδικότερα πιο πάνω ζητήματα. ότι η ειδική ρύθμιση έγινε για να λυθούν ειδικότερα ζητήματα.Πολ. ενδεχομένως. Έτσι. Πράγματι. δεν σκόπευε να πάρει θέση στην πιο πάνω εκτιθέμενη αμφισβήτηση.Ν. 10. τα οποία γεννιούνται με την εξέλιξη του αναγκαστικού πλειστηριασμού. κάθε φορά που οι διατάξεις του δικαίου που ισχύει (και μάλιστα του Α. Το τελευταίο αυτό επαναλαμβάνει και το άρθρ.χ. Γ) Όσο αφορά το ζήτημα της επιλογής μεταξύ των εκτεθεισών και άλλων ενδεχομένως ειδικοτέρων εκδοχών. όπως λέχθηκε. 199. η δε τρίτη ορίζει ότι σε πώληση μ' αναγκαστικό πλειστηριασμό δεν υπάρχει ευθύνη γι' αποζημίωση λόγω υπάρξεως πραγματικών ελαττωμάτων του ιδίου πιο πάνω πράγματος10. διότι δεν θεωρούσε τον πιο πάνω πλειστηριασμό ως πώληση του κοινού δικαίου. η οποία καταργήθηκε με το αρθρ. 1017 (1081) § 2 εδ. διότι δίνει λύσεις. Βλ. αν κατέτασσε τον αναγκαστικό πλειστηριασμό στις δικαιοπραξίες του ιδιωτικού δικαίου. που προκύπτουν σ' αναγκαστικό πλειστηριασμό. β΄ του ΚΠολΔ. Δεν θα αποκλειόταν παραπέρα να υποτεθεί.Κ. 539 Α. θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι ορθότερο είναι να γίνεται δεκτό. για την οποία γίνεται λόγος πιο κάτω9. Η σημασία αυτή καταφαίνεται. 521.Κ. Η πρώτη από τις διατάξεις αυτές μιλά για κατάρτιση ή τελείωση της συμβάσεως με πλειστηριασμό.Κ.Κ. ποιος θεωρείται πωλητής κ.. και του ΚΠολΔ) δεν τ' αντιμετωπίζουν. π. δεν υπήρχε ανάγκη να προβεί σε ειδική ρύθμιση. το οποίο έχει θεωρητική κυρίως και μικρή μόνο πρακτική σημασία. Από τις διατάξεις αυτές και άλλες.§ 432 – Οι θεωρητικές και πρακτικές πλευρές του προβλήματος 461 εκείνες των άρθρ. η δεύτερη ρύθμιζε τα της ευθύνης για αποζημίωση σε περίπτωση εκνικήσεως ή ακριβέστερα υπάρξεως νομικών ελαττωμάτων του πράγματος που πλειστηριάσθηκε. ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός έχει κάποιες ομοιότητες με την αναγκαστική απαλλοτρίωση. ούτε να γίνονται δεκτές χωρίς επαρκή αιτιολογία που να βρίσκει έρεισμα άμεσα ή έμμεσα στο θετικό δίκαιο και στο παραδεδεγμένο σύστημα ρυθμίσεως. ότι λόγοι πρακτικών αναγκών και εκτιμήσεως συγκεκριμένων εμφανών ή αφανών συμφερόντων.462 § 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού οι διατάξεις για την πώληση του Α. Όπως και πιο πάνω σημειώθηκε11. Πιο κάτω αναφέρονται ορισμένα θέματα. 532. Βλ. κάποιες από τις οποίες είναι αποτυπωμένες στο θετικό δίκαιο. που ανακύπτουν απ' τον αναγκαστικό πλειστηριασμό και τις συνέπειες του. Βλ. Πανδ. άλλες δε πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα απ' αυτό. όπως ειπώθηκε πιο πάνω13. Πρβλ. εξαρτάται ολικά ή μερικά από την παραδοχή της μιας ή της άλλης απόψεως για τη νομική φύση του αναγκαστικού πλειστηριασμού. η εφαρμογή των κανόνων αυτών αποκλείεται κατ' αρχήν. Βασ. ενώ. κατά την δεύτερη θεωρία. 12. επειδή ελλείπει σχετική ειδική διάταξη στον ΚΠολΔ και γενικά στο δίκαιο που ισχύει. 1. 1 § 2. Τίτλος Τέταρτος Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού § 433 Ι) Εισαγωγή. των οποίων η λύση. Εννοείται ότι δεν πρέπει να παραβλέπεται. Εισαγ. κατά το πνεύμα του νόμου επιβάλλουν ή δικαιολογούν σε κάποιες περιστάσεις ορισμένες παρεκκλίσεις από τα γενικά παραδείγματα. Πανδ.π. Α. ο νομικός χαρακτηρισμός του αναγκαστικού πλειστηριασμού έχει ορισμένες συνέπειες. § 19 και 53. 19 §§ 41 κ. 11 § 2. η άμεση και τοις μετρητοίς κατά κανόνα πληρωμή του πλειστηριάσματος. § 1. και γενικά του ιδιωτικού δικαίου. για το προϊσχ. εκτός αν αυτοί προσαρμόζονται και συμβιβάζονται και με τη φύση του πλειστηριασμού ως πράξεως δημοσίου δικαίου. 13. μόνο εφόσον (παράλληλα με τη μεταγραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου της πωλήσεως) καταβληθεί το τίμημα ή γίνει (κανονική) πίστωση αυτού. 531. Α) Σύμφωνα με τις διατάξεις του αστικού δικαίου12 περί πωλήσεως. §1. 14. πιο πάνω § 432. 5 § 18. 4. Β) Σ' αναγκαστικό πλειστηριασμό κινητών πραγμάτων επιβάλλεται. στην οποία προσιδιάζουν περισσότερο οι κανόνες του τελευταίου αυτού κλάδου. πιο πάνω § 428.Κ. Οι παρεκκλίσεις όμως αυτές ούτε συχνές μπορούν να είναι. 13. ΙΙ) Μεταβίβαση κυριότητας του πράγματος που εκπλειστηριάσθηκε. η κυριότητα του πράγματος που πωλήθηκε και παραδόθηκε μεταβιβάζεται στον αγοραστή. . απαγορεύοντας την πίστωση αυτού και την χωρίς αυτήν την καταβολή παράδοση του πράγματος που εκ- 11.Κ. δίκαιο Πανδ. 1 §41.λ. διότι ανατρέπονται έτσι οι βασικοί κανόνες. ενόψει της θεωρίας του δημοσίου δικαίου η απάντηση πρέπει να είναι σαφώς αρνητική. απ' την οποία και δικαιολογείται η πιο πάνω διαφορετική λύση. κατά κανόνα τουλάχιστον. Β) Σύμφωνα με τους ορι14. και γι' αναγκαστικό πλειστηριασμό ακινήτων. Αυτό δέχονται σε συνέπεια με τη γνώμη τους κάποιοι από τους οπαδούς της θεωρίας του ιδιωτικού δικαίου. διότι στις περιπτώσεις αυτές έχουν εφαρμογή οι περί πωλήσεως κ. όπως παρατηρήθηκε πιο πάνω15. αλλά για μη ύπαρξη απ' το νόμο εξουσίας για επιχείρηση των πιο πάνω πράξεων. διότι σ' αυτή την περίπτωση δεν μπορούν ευχερώς να εφαρμοσθούν οι πιο πάνω κανόνες του αστικού δικαίου. προκειμένου για πλειστηριασμό κινητών. στο πιο πάνω ερώτημα θα έπρεπε να δίνεται. και πιο πάνω § 426. Άλλοι αντίθετα υποστηρίζουν.λπ. παραπάνω § 426. παραβαίνοντας τα καθήκοντά του που επιβάλλονται από το ισχύον δίκαιο. Συνεπώς. . ότι δεν γίνεται στις περιπτώσεις αυτές μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος που εκπλειστηριάσθηκε. Με βάση όσα εκτέθηκαν ερωτάται: Αν ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. Πριν από την πλήρη καταβολή ή εξόφληση όμως του πλειστηριάσματος αποκλείεται η έκδοση περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως. Πρβλ. η έκδοση περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως κ. είναι παράνομες. απαιτεί και την συνδρομή άλλων προϋποθέσεων. Για την επέλευση των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα θέματα αυτά γίνεται λόγος στη συνέχεια. Οι διατάξεις των άρθρ. παρά μόνο σπανιότατα. η πίστωση αυτού. Κατά την θεωρία του ιδιωτικού δικαίου.λπ. ο ΚΠολΔ κ. καταφατική απάντηση. διότι δεν τίθεται ζήτημα ελλείψεως κυριότητας απ' εκείνον που μεταβιβάζει. όπως εκτέθηκε πιο πάνω. διότι η πίστωση του τιμήματος. δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή εδώ και να καλύψουν τις πιο πάνω ελλείψεις.λπ. ΙΙΙ) Κίνδυνος χειροτερεύσεως ή καταστροφής του πράγματος που πλειστηριάσθηκε. παραδώσει το κινητό (πράγμα) που εκπλειστηριάσθηκε στον υπερθεματιστή ή σε πλειστηριασμό ακινήτων εκδώσει και χορηγήσει σ' αυτόν περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως και αυτή μεταγραφεί προσηκόντως. για τον ποιο βαρύνουν τα γεγονότα αυτά. 1036 επ. 15. Αντίθετα. A) Σε τυχαία καταστροφή ή βλάβη του πράγματος που εκπλειστηριάσθηκε γεννιούνται ή είναι ενδεχόμενο να γεννηθούν ζητήματα. μεταβιβάζεται στον τελευταίο η κυριότητα του πράγματος που αναφέρθηκε. Πρβλ. η παράδοση του πράγματος αυτού. ορισμοί του αστικού δικαίου που ισχύει16. η πιο πάνω μη νόμιμη συνήθως ενέργεια αυτού δεν παράγει αποτελέσματα έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση και των λοιπών ενδιαφερόμενων. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται. Το ίδιο ισχύει κατά κανόνα. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών περιπτώσεων είναι καταφανής.Κ. 16. στους οποίους συγκαταλέγεται και από τους ημετέρους ο Βασίλειος Οικονομίδης. Α.§ 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού 463 πλειστηριάσθηκε στον υπερθεματιστή14. Η εξουσία του υπαλλήλου του πλειστηριασμού είναι περιορισμένη και εξαιρετικά μόνο περιλαμβάνει και την πίστωση του πλειστηριάσματος. που εκδόθηκε λόγω υπάρξεως νομικού ελαττώματος.λπ. 1137 §3 Α. (Πρβλ. Παρατηρείτο πράγματι.Πολ. Πρβλ. 3.λπ. Συνεπώς. διότι συμβιβαζόταν με τις σχετικές διατάξεις για πληρωμή του πλειστηριάσματος και παραλαβής του πράγματος που πλειστηριάσθηκε.Δ. Α) Σύμφωνα με τους ορισμούς του αστικού δικαίου21. της Πολ.Κ. . ότι σύμφωνα και μ' αυτή τη θεωρία δεν θα έπρεπε να αποκλείεται η εφαρμογή του κανόνα που αφορά την μετάθεση του κινδύνου. Α. Δ) Ο ΚΠολΔ20 μετέβαλε το πιο πάνω σύστημα και όρισε. β΄.λπ. Α. 1 επ. πιο πάνω §§ 415 και 424. τελειώνει ο αναγκαστικός πλειστηριασμός. 21.Δ Σ. ότι τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής ή χειροτερεύσεως του πράγματος σε (αναγκαστικό) πλειστηριασμό φέρει ο υπερθεματιστής από την κατακύρωση. του 1834 (που καταργήθηκε). αλλ' αντίθετα προσαρμοζόταν με τα άρθρα 899.Κ. Βλ. ο κίνδυνος της τυχαίας καταστροφής ή χειροτερεύσεως του πράγματος που πουλήθηκε μεταβιβάζεται στον αγοραστή από την παράδοση του ή γι' ακίνητα. Γ) Σύμφωνα με τον ΑΚ19. αν το πράγμα που πουλήθηκε και παραδόθηκε στον αγοραστή αφαιρεθεί από την κατοχή του με τελεσίδικη απόφαση. 18. 20. Ο κανόνας αυτός δεν αποκλειόταν να εφαρμοστεί και γι' αναγκαστικό πλειστηριασμό. περιερχόταν κατά κάποιο τρόπο σε υπερημερία και γι' αυτό. Η ίδια λύση όμως θα μπορούσε. από την μεταγραφή αυτή. IV) Ευθύνη από νομικά ελαττώματα του πράγματος που πλειστηριάσθηκε.464 § 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού σμούς του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου17 ο κίνδυνος απ' την τυχαία καταστροφή ή χειροτέρευση του ορισμένου κατ' είδος πράγματος που πωλήθηκε βάρυνε τον αγοραστή από την στιγμή που η αγοραπωλησία τελείωνε («periculum rei venditae est emptoris»). κατά την άποψη αυτή. σύμφωνα με τα οποία ο υπερθεματιστής όφειλε συγχρόνως με την κατακύρωση να καταβάλει το εκπλειστηρίασμα και να παραλάβει το πράγμα που κατακυρώθηκε σ' αυτόν. διότι αυτός όχι μόνο δεν ήταν αντίθετος με την (νομική) φύση του πλειστηριασμού.Ε. κ. Σύμφωνα με πολλούς απ' όσους υποστηρίζουν τη θεωρία του ιδιωτικού δικαίου. με την οποία. έπρεπε να φέρει τον κίνδυνο τυχαίας καταστροφής ή χειροτερεύσεως του πράγματος που αναφέρθηκε. 1081 § 3. αν δεν προέβαινε αμέσως στην παραλαβή. σύμφωνα με κάποιους. 2. 903 κ. από τότε. 532 εδ. αν προηγήθηκε η μεταγραφή απ' την παράδοση.). ΚΠολΔ 1017 (1081) Σχ.Κ. να γίνεται δεκτή και με βάση τη θεωρία του δημοσίου δικαίου. 19. ο κανόνας που εκτέθηκε είχε εφαρμογή και σε αναγκαστικό πλειστηριασμό κινητών (και ακινήτων) πραγμάτων. Εισηγ. Η μετάθεση του κινδύνου της καταστροφής ή χειροτερεύσεως του πράγματος που εκπλειστηριάσθηκε. 24 § 3. για το προγενέστερο δίκαιο και Πανδ. 21. που αφορά τις σχέσεις 17. όπως πιο πάνω αναπτύσσεται18. 515 επ. 3α κ. (θα) γινόταν από την κατακύρωση. ο αγοραστής δικαιούται να στραφεί δικαστικά κατά του πωλητή και να ζητήσει για την αιτία αυτή την παροχή αποζημιώσεως. ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει και να εξασφαλίσει στον υπερθεματιστή ως αγοραστή την ανενόχλητη νομή του πράγματος που πλειστηριάσθηκε. αν γινόταν δεκτή η άποψη αυτή. το . Εξαίρεση. είχε εφαρμογή ο κανόνας που εκτέθηκε και συνεπώς έπρεπε να γίνεται δεκτό. οι αρχές του οποίου έπρεπε να εφαρμοσθούν στις περιπτώσεις αυτές. ο οποίος απαλλασσόταν ολικά ή μερικά από το χρέος του. Συνεπώς. διότι (αυτός) δεν προέβαινε με δική του θέληση στην πιο πάνω πώληση. Γι' αυτό υποστηρίζονταν περισσότερες από μία λύσεις ανάλογα με την άποψη. Β) Σύμφωνα με την θεωρία του ιδιωτικού δικαίου. διότι τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν δεν γίνονταν πλουσιότεροι χωρίς δικαιολογημένη αιτία επειδή έλαβαν εκείνο. διότι ο πωλητής δεν ήταν κύριος (δηλαδή αν έγινε εκνίκηση κατά την έννοια και την ορολογία του προγενέστερου δικαίου). Θα μπορούσαν να έχουν σχετική ευθύνη. μόνο αν συνέτρεχε δικό τους πταίσμα. ότι δεν είναι κύριος του πράγματος που εκπλειστηριάστηκε. π. λόγω (της) υπάρξεως νομικών ελαττωμάτων (εκνικήσεων τότε). αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτό. κατά κάποιους δε και εκείνος που επισπεύδει και οι δανειστές που τυχόν αναγγέλθηκαν. αν ο κανόνας που αναφέρθηκε είχε εφαρμογή στην περίπτωση. διότι δεν πουλούσαν και δεν πουλούν ίδιο πράγμα. Υπό το δίκαιο που προΐσχυε υπήρχε αμφισβήτηση ως προς το ζήτημα. κατά την οποία αφαιρείτο για το λόγο που εκτέθηκε το πράγμα που πλειστηριάσθηκε από την κατοχή του υπερθεματιστή. κατά κάποιους. δημιουργείτο υποχρέωση για παροχή ή επιστροφή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Είχε όμως προκύψει το ζήτημα. εφόσον ικανοποιούνταν ολικά ή μερικά. κατ' άλλους. β) Άλλοι υποστήριζαν ότι δεν είχε τέτοια ευθύνη ο καθ’ ου η εκτέλεση.. η υποχρέωση που αναφέρθηκε βάρυνε τον καθ’ ου η εκτέλεση ως πωλητή. ποιός ήταν υπόχρεος για την παροχή της αποζημιώσεως αυτής ως πωλητής.λπ.§ 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού 465 του πωλητή. την οποία είχαν και έχουν από το νόμο. ίσχυε μόνο αν αυτός κατά την διάρκεια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως διαμαρτυρήθηκε και δήλωσε προσηκόντως. ενώ. Σύμφωνα μ' όσους υποστήριζαν την εκδοχή αυτή. δεν υπείχαν υποχρέωση προς παροχή αποζημιώσεως. εκείνοι που ενεργούν την πώληση αύτη και μάλιστα εκείνος που επισπεύδει και τα όργανα της εκτελέσεως με βάση την εξουσία.χ. κατ' αρχήν κανείς δεν θα ευθυνόταν σε παροχή αποζημιώσεως για την πιο πάνω αιτία. Υπόχρεοι γι' αυτό θεωρούνταν ο οφειλέτης εναντίον του οποίου στρεφόταν η εκτέλεση κ. ότι ο υπερθεματιστής ως αγοραστής είχε και μπορούσε να ασκήσει αξίωση αποζημιώσεως για την σχετική αιτία. την οποία δεχόταν ο καθένας ως προς το γενικότερο θέμα ποιος είναι πωλητής. α) Σύμφωνα με κάποιους. για την αφαίρεση ή μη εξασφάλιση της οποίας (να) υποχρεώνεται σε παροχή του διαφερόντος. αλλά ξένο. Έγινε όμως δεκτό ότι. στις περιπτώσεις που μνημονεύθηκαν. αλλά από βαρειά αμέλεια τ' αγνοούσε. με το άρθρ. να θεωρείται ως πωλητής ο τρίτος κύριος κ. VI § 1332 σελ. καθιερώνοντας πλήρη ευθύνη στις περιπτώσεις.λπ. Από νομοθετική άποψη το σύστημα του Α. 23. Αμφίβολο ήταν. προσπάθησε. Στο ζήτημα που εξετάζεται δεν ήταν δυνατό να εφαρμόζονται οι αρχές του ιδιωτικού δικαίου περί υποχρεώσεως για παροχή αποζημιώσεως.. Βλ. 521 αυτού23 ορίζει ότι. κατά τις οποίες ο επισπεύδων όφειλε να γνωρίζει τα ελαττώματα που αναφέρθηκαν.Κ. Η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού μπορούσε ν' απευθυνθεί όχι μόνο κατά του καθ’ ου η εκτέλεση. ότι σε περίπτωση υπάρξεως νομικού ελαττώματος του πράγματος που πλειστηριάσθηκε. εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ή τρίτου διακατόχου δεν εξαρτιόταν από την απόδειξη της υπάρξεως οποιασδήποτε υπαιτιότητας αυτών στο σημείο αυτό. ν' αντιμετωπίσει απ' ευθείας με ρητή διάταξη το παραπάνω πρόβλημα. διότι έτσι γίνονταν έναντι του υπερθεματιστή αδικαιολόγητα πλουσιότεροι. αν αυτό ίσχυε (και ενδεχομένως ισχύει) και κατά τις περιπτώσεις. η ευθύνη βάρυνε αυτόν. αλλά και κατά εκείνου που επισπεύδει και των δανειστών που ενδεχομένως αναγγέλθηκαν. κατά τις οποίες επρόκειτο γι' ακίνητα που βρίσκονταν στην κατοχή τρίτου κυρίου ή διακατόχου. που αναφέρονται στο κείμενο. η λύση του πιο πάνω ζητήματος ήταν ευχερέστερη. Δεν αποκλειόταν όμως η εφαρμογή των ορισμών του κοινού δικαίου γι' αδικαιολόγητο πλουτισμό. ορθότερο ήταν.Κ. επειδή είναι ασυμβίβαστες με τη νομική φύση του αναγκαστικού δικαίου. του πράγματος που πλειστηριάσθηκε.Δ τ. σε περίπτωση υπάρξεως νομικών ελαττωμάτων του πράγματος που πλειστηριάσθηκε υπεύθυνος για παροχή αποζημιώσεως θεωρείται ο οφειλέτης. δεν μπορούσε ευχερώς να θεωρηθεί σύμφωνο με τις κατευθύνσεις που υπήρχαν τότε. 247 επ. . κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Η ευθύνη που μνημονεύθηκε του οφειλέτη. αναλυτικά Classon . Συστ. όπως λέχθηκε πιο πάνω. 22 Δ) Ο Α. για παροχή αποζημιώσεως λόγω υπάρξεως νομικών ελαττωμάτων του πράγματος που πλειστηριάσθηκε. όπως λεγόταν παλιότερα). ποιός είναι υπόχρεος γι' αποζημίωση. Κατ' εξαίρεση η ευθύνη για παροχή αποζημιώσεως εξαιτίας υπάρξεως νομικού ελαττώματος κατά την διεξαγωγή του πλειστηριασμού μετατίθετο στον επισπεύδοντα. Πράγματι.. Στις περιπτώσεις. κατ' αρχή τουλάχιστον. αν όμως κατά το χρόνο του πλειστηριασμού ο δανειστής που τον ενέργησε γνώριζε την ύπαρξη νομικού ελαττώματος. Εξαιτίας αυτού δεν γεννιόταν παραπέρα (το) ζήτημα. εφόσον όλοι αυτοί ικανοποιούνταν ολικά ή μερικά από το πλειστηρίασμα. οι οποίοι δεν προσέκρουαν στον πιο πάνω αναφερθέντα νομικό χαρακτηρισμό του πλειστηριασμού. Από τη διάταξη αυτή συναγόταν. κατά του οποίου στρεφόταν η εκτέλεση. για την ευθύνη σε αποζημίωση πωλητής λογιζόταν μόνο ο οφειλέτης.466 § 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού οποίο δικαιούνταν να λάβουν. Πολ. λόγω υπάρξεως νομικών ελαττωμάτων (εκνικήσεως.Tissier . Από τη 22.Morel – Ράμμου. Γ) Κατά την θεωρία του δημοσίου δικαίου. πολλές φορές. ενόψει πάντως και των ειδικών συνθηκών της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. υφίσταται ευθύνη μόνο του επισπεύδοντα τον πλειστηριασμό και μόνο αν αυτός γνώριζε κατά τον χρόνο του πλειστηριασμού την ύπαρξη των νομικών ελαττωμάτων. δηλαδή ότι δεν επεκτείνεται η πιο πάνω ευθύνη του επισπεύδοντα στις περιπτώσεις αυτές. Πολ.Κ. 1127 §2 εδ. δεν υπέχουν κατ' αρχήν τουλάχιστον. εκτός εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του άρθρ. Η ευθύνη από τις διατάξεις γι' αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν αποκλείεται24». προβάλλοντας κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της επιβολής της κατασχέσεως και της διεξαγωγής του πλειστηριασμού και ενδεχομένως αποδεικνύοντας.Δ. Συνεπώς. εξαιτίας της οποίας καταργήθηκε η διάταξη του Α.Κ. Από την διάταξη αυτή συνάγεται. οι οποίοι υποκαταστάθηκαν νόμιμα υπό τους όρους που εκτέθηκαν στη θέση εκείνου που επισπεύδει. εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση κ.λπ. Σ. εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις του κοινού δικαίου σε συνδυασμό με τις συντρέχουσες προϋποθέσεις και ενόψει της τυχόν ιδιορρυθμίας που υπάρχει ή επιβάλλεται κατά την διαδικασία της διεξαγωγής του αναγκαστικού πλειστηριασμού.§ 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού 467 φύση των πραγμάτων και επειδή με δυσχέρεια μπορεί ν' αποφεύγεται η σύγκρουση αντίθετων τάσεων.. Α) Σε (άμεση) συνάφεια με το πιο πάνω εξεταζόμενο ζήτημα της ευθύνης για ύπαρξη νομικών ε24. Η άσκηση της αξιώσεως και η έκταση της υποχρεώσεως για επιστροφή του αδικαιολόγητου πλουτισμού καθορίζεται κατ' εφαρμογή των ορισμών του κοινού δικαίου. ΚΠολΔ 1017 (1081) § 2 εδ.Ε. 1081 §2 εδ. ο καθ’ ου η εκτέλεση θα προσπαθεί να βοηθήσει στην δημιουργία της πιο πάνω γνώσεως του επισπεύδοντα. είναι πιθανόν να συντρέχουν στο πρόσωπο του καθ’ ου η εκτέλεση (οφειλέτη κ.λπ. β΄ Σχ. 919 Α.λπ.). Δεν αποκλείεται όμως να μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη αυτών και στα υπόλοιπα πρόσωπα που μετέχουν στη διαδικασία του πλειστηριασμού και μάλιστα στους επισπεύδοντες και αναγγελθέντες δανειστές που ενδεχομένως ικανοποιήθηκαν από το πλειστηρίασμα. ορίζει ότι «Εξαιτίας νομικών ελαττωμάτων. και οι υπόλοιποι δανειστές που αναγγέλθηκαν εκτός του επισπεύδοντα . ότι δεν είναι κύριος του πράγματος που κατασχέθηκε και εκτέθηκε σε πλειστηριασμό. Ε) Ο ΚΠολΔ μετέβαλε μερικά το σύστημα που εκτέθηκε και με νέα διάταξη. Είναι πιθανό ότι. β΄. ο ΚΠολΔ επιφυλάσσει την ευθύνη και υποχρέωση για παροχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. . V) Δικαίωμα ή εξουσία παρακρατήσεως του πλειστηριάσματος. τέτοια ευθύνη. που μνημονεύθηκε. το οποίο μπορεί να δώσει αφορμή παρελκύσεως της διαδικασίας και σε άλλες καταστρατηγήσεις. ορθό είναι να γίνεται δεκτή η επιεικέστερη στην προκειμένη περίπτωση λύση. Ρητά. β΄ Α.Ε. ότι τα υπόλοιπα πρόσωπα που μετέχουν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και ιδιαίτερα ο οφειλέτης. εξάλλου. οι σχετικές προϋποθέσεις κ. 516 Α. συνεπώς και τα δικαιώματα της προβολής του πιο πάνω ισχυρισμού και ενδεχόμενα της παρακρατήσεως ολικά ή μερικά του πλειστηριάσματος κ.λπ. 6.Κ. β) Ενόψει όμως της θεωρίας του δημοσίου δικαίου. για εκείνους που ασπάζονται την θεωρία του δημοσίου δικαίου. α) Εκείνοι που δέχονται την θεωρία του ιδιωτικού δικαίου. 19 Βασιλ. 19. δεδομένου ότι ο τρόπος της πληρωμής κ. στερούταν δε το δικαίωμα αυτό. Πρβλ. προκειμένου περί αναγκαστικού πλειστηριασμού θα ήταν δυνατό ή καλύτερα επιτρεπτό να εφαρμοστεί ο κανόνας του προϊσχύσαντος αστικού δικαίου25.Κ. 18. στον αγοραστή. σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να λύνεται αποφατικά για δύο λόγους: α) Από την άποψη της αντιμετωπίσεως του θέματος των νομικών ελαττωμάτων του πράγματος που πλειστηριάσθηκε. και του ΚΠολΔ).Κ. πωλητής θεωρείται ή καλύτερα ως πωλητής ευθύνεται μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις εκείνος που επισπεύδει και. αν ήθελε να λάβει αρκετή ασφάλεια ή εγγύηση. 1 επ. ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδιαίτερα σε υπερημερία ή σε υπαίτια αδυναμία του οφειλέτη. . 514 του Α. ο αγοραστής δικαιούταν να παρακρατήσει προς εξασφάλισή του το τίμημα. Βασιλ..χ. 19. όχι τα υπόλοιπα υποκείμενα της διαδικασίας της εκτελέσεως. αν ο πωλητής δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται σ' αυτόν προς τον αγοραστή.468 § 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού λαττωμάτων του πράγματος που πλειστηριάσθηκε είναι και το θέμα αν. ο πωλητής υποχρεώνεται να μεταβιβάσει την κυριότητα και τη νομή του πράγματος που πουλήθηκε ελεύθερη από κάθε δικαίωμα τρίτου (έλλειψη δηλαδή νομικών ελαττωμάτων). Β) Ανάλογο ή καλύτερα αντίστοιχο ζήτημα είναι ενδεχόμενο να προκύψει και με το δίκαιο που ισχύει (ενόψει των ορισμών του Α. οι οποίες καθορίζονται και ρυθμίζονται από τον ΚΠολΔ ενδιαφέρονται. εκτός απ' αυτούς και εκείνος εναντίον του οποίου 25. α) Κατά τη διάταξη του άρθρ. Γ) Εκείνοι που υιοθετούν την θεωρία του ιδιωτικού δικαίου οφείλουν σε συνέπεια μ' αυτήν να αναγνωρίζουν ανάλογα δικαιώματα και στον υπερθεματιστή υπό τις αντίστοιχες προϋποθέσεις. Αντίθετα. θα έπρεπε να δίνεται η αντίθετη απάντηση. Κ.λπ. 8. 12. υποστήριζαν. όπως π. όπως πιο πάνω λέχθηκε. του πλειστηριάσματος καθοριζόταν και καθορίζεται από τους κανόνες του αστικού δικονομικού δικαίου. 22. κατά το οποίο αν απειλείτο εκνίκηση του πράγματος που πουλήθηκε. β) Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρ. το πιο πάνω ζήτημα δεν γεννιέται κατ' αρχήν. το δικαίωμα της προβολής της ενστάσεως της μη εκπληρώσεως ή μη προσήκουσας εκπληρώσεως της συμβάσεως κ. κατά τον ίδιο τρόπο. σε συνέπεια μ' αυτή. 6.ωδ. την καταφατική λύση του ζητήματος αυτού. β) Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή από την κατακύρωση. μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απαλλαγή του πωληθέντος πράγματος από τα τυχόν υφιστάμενα επ΄ αυτού δικαιώματα τρίτου. Πανδ.λπ. 44.. δικαιοπραξία μπορεί να προσβληθεί εξαιτίας υπάρξεως κάποιου ελαττώματος της βουλήσεως ή δηλώσεως της βουλήσεως.Κ. Β) Μετά την εισαγωγή του Α. αντίστοιχα Α. προκειμένου γι' αναγκαστική εκτέλεση. Πρβλ. Παραπέρα έχει προκύψει από παλιά το ζήτημα αν γίνεται και γενικά αν είναι δυνατή και συμβιβάζεται με τη φύση των πραγμάτων η εφαρμογή των κανόνων που αναφέρθηκαν στις περιπτώσεις. γεννιέται το ζήτημα.) εξαιτίας υπάρξεως πραγματικών ελαττωμάτων του πράγματος που πλειστηριάσθηκε27. 28. που εισχώρησε κατά την κατάρτιση αυτής. α΄ Σχ. υπό ορισμένες (ειδικές) προϋποθέσεις. πιο πάνω τ. να δέχονται κατ' αρχήν και μ' εξαίρεση ορισμένες περιπτώσεις. εξαιτίας εικονικότητας. σε συνέπεια με την βασική τοποθέτησή τους. ότι σε πώληση μ' αναγκαστικό πλειστηριασμό δεν υπάρχει ευθύνη γι' αποζημίωση εξαιτίας πραγματικών ελαττωμάτων του πράγματος που πλειστηριάσθηκε. π. την παροχή του διαφέροντος.) VI) Ευθύνη για κρυμμένα ελαττώματα κ.26. την καταφατική λύση του ζητήματος αυτού.Κ.λπ.Ε.λπ. δεν δημιουργείται. δεν υπάρχει ευθύνη (γι' αποζημίωση κ. Α) Τόσο κατά το προγενέστερο όσο και κατά το αστικό δίκαιο που ισχύει.λπ. το ζήτημα που εκτέθηκε.λπ. 1081 § 2 εδ. 1 επ. κατά κανόνα τουλάχιστον. φόβου κ. Πανδ. κάθε. την μείωση του τιμήματος ή την αναστροφή της αγοραπωλησίας. Όσοι δέχονταν την θεωρία του ιδιωτικού δικαίου ήταν υποχρεωμένοι. βίας. δόλου. κατ' αρχήν τουλάχιστον. α΄.Κ. ή. αν το πράγμα που πουλήθηκε είχε κρυμμένα πραγματικά ελαττώματα ή στερούταν τις υποσχόμενες ιδιότητες. Ι. και εκτός από ορισμένες σπάνιες εξαιρέσεις.χ. ΚΠολΔ 1017 (1081) § 2 εδ. 138 επ. 27.28. VII) Επίδραση ελαττώματος της βουλήσεως κ. Προκειμένου για διαδικαστικές πράξεις. 21. Α) Σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν απ' την εισαγωγή του Α.λπ. αν οι πιο πάνω κανόνες μπορούσαν ή έπρεπε να εφαρμόζονται με τις πιο πάνω προϋποθέσεις και σε πώληση με αναγκαστικό πλειστηριασμό.Κ. λόγω υπάρξεως ή εμφιλοχωρήσεως ελαττωμάτων της βουλήσεως ή της δηλώσεως βουλήσεως. Σ. πλάνης. ανάλογα με τις συντρέχουσες περιστάσεις και τη συνδρομή των έννομων συμφερόντων του.§ 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού 469 στρέφεται η εκτέλεση και οι υπόλοιποι που μετέχουν στην διαδικασία της εκτελέσεως δανειστές (εκείνοι που αναγγέλθηκαν κ. ο αγοραστής είχε το δικαίωμα να ζητήσει. α΄ Α.. Την αντίθετη άποψη υιοθετούν κατ' αρχήν. για το οποίο γίνεται λόγος πιο πάνω 29 αν για τις πράξεις αυτές έχουν εφαρμογή οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου περί προσβολής των δικαιοπραξιών κ. Βλ. § 148. . Σχετικά γεννιόταν ο ζήτημα. διότι το άρθρ.Ε.Δ. Βλ. ορίζει.Κ. ότι σε (αναγκαστικό) πλειστηριασμό κινητών ή ακινήτων. 1137 § 2 εδ. οι οπαδοί της θεωρίας του δημοσίου δικαίου.Πολ. Γ) Το ίδιο σύστημα υιοθετεί και ο ΚΠολΔ. Α. κατά τις 26.λπ. ορίζοντας. 29. 534 επ. 539 Α. 470 § 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού οποίες τα ελαττώματα που αναφέρθηκαν εμφανίζονται κατά την διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού. για παράδειγμα.χ. Δ) Νομίζουμε ότι γενικά και το πρόβλημα αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται ενόψει και επί τη βάσει της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού ως νομικής πράξεως δημοσίου δικαίου. ότι η δημόσια λειτουργία γίνεται εικονικά. κατ' αρχήν και με την επιφύλαξη διαφόρων εξαιρέσεων ως προς ειδικά θέματα ή ως προς κάποιες ειδικές περιπτώσεις30. εξαιτίας των ιδιαίτερων συντρεχουσών συνθηκών και των ιδιορρυθμιών της διαδικασίας που εξετάζεται. Έτσι π. πάντως σύνθετη διαδικαστική και από άποψη ουσιαστικού δικαίου μικτή πράξη. καταφατική απάντηση στο πιο πάνω συγκεκριμένο και ειδικό ερώτημα. Β) Κάποιοι από εκείνους που ασπάζονται την θεωρία του ιδιωτικού δικαίου.χ. Γ) Την αντίθετη κατεύθυνση ακολουθούν κατά βάση με την επιφύλαξη και εδώ λύσεων που αποκλίνουν σε μερικότερα θέματα και σε διάφορες περιπτώσεις οι οπαδοί της θεωρίας του δημοσίου δικαίου. ο οποίος αποτελεί. να υποθέσει κάποιος.π. να προβληθεί ως εικονικός (με την μορφή ή της απόλυτης ή της σχετικής εικονικότητας). οι οποίοι θα προκαλούνταν από την προς στιγμή παραδοχή. . για να μη λεχθεί αδύνατο. κάποιοι δίνουν λύσεις. όπως ειπώθηκε. Δικαιολογείται έτσι και ίσως επιβάλλεται η ξεχωριστή εξέταση των ειδικών θεμάτων σε συνδυασμό με τις συνθήκες που μνημονεύθηκαν. κατά την ορθότερη αντίληψη. που απομακρύνονται απ' τη βασική γραμμή ως προς το ζήτημα του συγχωρητού της προσβολής του πλειστηριασμού λόγω εικονικότητας κ. για περισσότερους από ένα λόγους: αα) Ο πλειστηριασμός αυτός διεξάγεται. όπως στη συνέχεια εκτίθεται. που ανάγονται στα καθήκοντα του εικονικά και κατά το φαινόμενο μόνο. όπως αναπτύχθηκε ήδη. παρεμφερούς σκέψεως και την εφαρμογή στη συνέχεια αυτής (ιδιαίτερα) στην πράξη. από τον σύμφωνα με το νόμο αρμόδιο υπάλληλο. δυνατό να λεχθεί. ή του γάμου ή της χειροτονίας κ. ότι ο δικαστής εικονικά δικάζει και η απόφαση που εκδίδεται απ' αυτόν ή άλλη πράξη που επιχειρείται κατά την άσκηση της εξουσίας του και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή άλλου δικαστικού λειτουργού είναι εικονική ή έγινε μόνο κατά προσποίηση ή ότι ο θρησκευτικός λειτουργός τελεί ιεροτελεστία (π. το μυστήριο του βαπτίσματος. ββ) Δεν είναι ευχερές να προσπαθεί κανείς να προβλέψει του κινδύνους. α) Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός δεν μπορεί. ότι εκτελεί πράξεις δημόσιας εξουσίας ή και γενικότερα πράξεις.) εικονικά κ. Θα δημιουργείτο και θα αναπτυσσόταν πρώτα αίσθημα έκδηλης ανα30. έστω και σε περιορισμένο μέτρο. όπως λαμβάνεται πιο πάνω. Δεν είναι. Είναι πολύ δυσχερές. το οποίο δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί. Αλλά η αντιμετώπιση αυτή δεν μπορεί να προβαίνει πάντοτε κατ' ευθείαν και με πλήρη συνέπεια της αφετηρίας. ο οποίος είναι δημόσιο όργανο. δίνουν σε συνέπεια μ' αυτήν.λ.λπ.λπ. η οποία πηγάζει από την συμφωνία που αναφέρθηκε. 32. όπως συμπληρώθηκε με το ν. 396 31.λπ. και του επισπεύδοντα να εκπλειστηριασθεί ορισμένο πράγμα που βαρύνεται με υποθήκη ή ενέχυρο ή κατάσχεση. αφετέρου όμως δεν καθιστά εικονική τη διεξαγωγή του αναγκαστικού πλειστηριασμού. την θεωρία του ιδιωτικού δικαίου.χ. δικαιούται και μπορεί ο οφειλέτης ν' ασκήσει με τακτική αγωγή31 κατά του υπερθεματιστή ζητώντας την καταδίκη του σε δήλωση βουλήσεως με κατάρτιση δικαιοπραξίας σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ.λπ. κατ' αρχήν τουλάχιστον. εφόσον ο επισπεύδων και υπερθεματιστής δεν εκπληρώνει την αντίστοιχη υποχρέωση του. 33. είναι έγκυρη και ισχυρή από την πλευρά του ουσιαστικού δικαίου και αφενός μεν δεσμεύει μόνο τους συμβαλλόμενους και (τους) όσους ταυτίζονται νομικά μ' αυτούς (καθολικούς και οιονεί καθολικούς διαδόχους κ. Αλλά και πάλι θα πρέπει να τονισθεί. Προς υποστήριξη της απόψεως αυτής επικαλούνται αφενός τις αρχές του αστικού δικαίου περί ακυρώσεως των δικαιοπραξιών λόγω δόλου και συναφώς τις διατάξεις περί παρανόμων και αντίθετων στα χρηστά ήθη δικαιοπραξιών των άρθρ. Βλ.Πολ. που σοβαρά είχαν πρόθεση να πλειοδοτήσουν και έτσι επιτεύχθηκε να γίνει η κατακύρωση του πράγματος που πλειστηριάσθηκε σε τιμή πολύ κατώτερη απ' την κανονική και την τρέχουσα αξία του. β) Κάποιοι απ’ όσους ασπάζονται τη θεωρία του ιδιωτικού δικαίου. όπως ρητά δέχονται κάποιοι που υποστηρίζουν αυτή. αν προβληθεί και αποδειχθεί.δ. 178 και 179 του Α. 949 (1011) ΚΠολΔ32. υποστηρίζουν ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός μπορεί να προσβληθεί απ' τον καθ’ ου η εκτέλεση κ.λπ. ούτε εμποδίζουν την παραπέρα σύμφωνα με το νόμο εξέλιξη της διαδικασίας και τα αποτελέσματα του πλειστηριασμού33. σε συνέπεια προς αυτήν.Δ. και να ακυρωθεί. Πρβλ. όπως π. κατά βάση. ότι με δόλιες ενέργειες του υπερθεματιστή ή άλλου σε συνεννόηση μ' αυτόν απομακρύνθηκαν ή οπωσδήποτε εμποδίστηκαν να λάβουν μέρος στην πλειοδοσία πρόσωπα. ότι πρόκειται για συνέπειες ουσιαστικού δικαίου. και αφ' ετέρου τους ορισμούς του άρθρ.§ 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού 471 σφάλειας για συναλλαγές στην κοινωνική ζωή και για την ομαλή και κανονική εξέλιξη των πραγμάτων. οι οποίες δεν θίγουν παρά την πιο πάνω συμφωνία και το κύρος του πλειστηριασμού.Κ. 882. πιο πάνω § 383. και Πολ. 174. 327. ούτε επιδρά στο κύρος του πλειστηριασμού αυτού. ο Οικονομίδης . Την απαίτηση. Την ορθή αυτή αντίληψη υιοθετούν και κάποιοι απ' εκείνους που δέχονται. ελεύθερο από τα βάρη αυτά στον οφειλέτη κ. και αφού περιέλθει (στον) σ' εκείνον που επισπεύδει ως υπερθεματιστή να μεταβιβασθεί απ' αυτόν. Αυτό ανταποκρίνεται και στην θεωρία του ιδιωτικού δικαίου. Κρητ. Η συμφωνία αυτή.). γγ) Μερικές φορές προβάλλεται και δεν αποκλείεται να υπάρχει και να αποδεικνύεται συμφωνία μεταξύ του οφειλέτη εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση κ. 484/1947. του 1880.Δ.λπ. Κ. σύμφωνα με το νόμο. εφόσον δεν ήταν και εκείνος που επέσπευσε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. ότι ο υπερθεματιστής. ο οποίος ενδεχομένως δημιουργεί πολλαπλές ευθύνες αυτών. αλλά δεν αποτελεί παράβαση διατυπώσεων που τάσσονται για την έγκυρη διεξαγωγή της διαδικασίας του πλειστηριασμού. 174. γ) Την αντίληψη αυτή αποκρούουν όσοι δέχονται την θεωρία του δημοσίου δικαίου. που κατευθύνεται στην απομάκρυνση εκείνων που προσέρχονται να πλειοδοτήσουν. 436 του Ποινικού Νόμου που καταργήθηκε) σύμφωνα με τους οποίους τιμωρείται η παρακώλυση του ελεύθερου συναγωνισμού σε δημόσιους πλειστηριασμούς με αθέμιτα μέσα.472 § 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού του Ποινικού Κώδικα (αντίστοιχου με το άρθρ. αν δεν εκδηλώνεται με θετικές πράξεις ή παραλείψεις. μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δόλιες μέθοδοι και ενέργειες. Η με δόλιες ενέργειες του υπερθεματιστή και των συνεργών ή συναιτίων του απομάκρυνση υποψηφίων πλειοδοτών είναι μεν πράξη παράνομη. Οι διατάξεις των άρθρ. αρκεί ο ίδιος από μόνος του ν' αποτελέσει λόγο ακυρώσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού. διότι αφορούν θέμα ακυρότητας των δικαιοπραξιών. Συνεπώς και από την πλευρά αυτή είναι πολύ δυσχερές να υποστηριχθεί. δεν μπορούν να στηρίξουν την αντίθετη εκδοχή. Παραπέρα θα πρέπει να σημειωθεί. από άλλους λόγους. διεξάγεται υπό το . όπως τονίσθηκε κατ' επανάληψη. 178 και 179 του Α. δεν είναι ούτε υποκείμενα πρόσωπα της ως άνω διαδικασίας. για τους οποίους εδώ δεν πρόκειται. όπως και όσοι ενέργησαν σε συνεννόηση μ' αυτόν συναίτιοι και συνεργοί στην δόλια παρεμπόδιση των υποψηφίων πλειοδοτών. Ο νομικός χαρακτήρας του αναγκαστικού πλειστηριασμού ως πράξεως δημοσίου οργάνου αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων του κοινού δικαίου περί ακυρότητας και ακυρώσεως των δικαιοπραξιών. δ) Όσα αναπτύσσονται αμέσως πιο πάνω μπορούν mutatis mutandis. που απαγγέλλει ακυρότητα ή μη τήρηση διατυπώσεως που καθιερώνεται. κηρύξεως ή επελεύσεως τέτοιας ακυρότητας. που μπορεί να δημιουργήσει ή και να δημιούργησε υποχρέωση των υπαιτίων για παροχή αποζημιώσεως και ενδεχομένως αξιόποινη που επάγεται τις νόμιμες κυρώσεις. Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός. Ούτε ο δόλος των ιδίων των οργάνων της εκτελέσεως. Ακύρωση του αναγκαστικού πλειστηριασμού πράγματι για το λόγο που αναφέρθηκε δεν είναι επιτρεπτή. διότι δεν υφίσταται παράβαση διατάξεως. που ανάγονται στα καθήκοντα αυτών και αφορούν ουσιώδεις διατυπώσεις της διεξαγωγής και γενικά της διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού που έχουν ταχθεί αμέσως ή εμμέσως αλλά σαφώς με ποινή ακυρότητας. ότι οι ενέργειες αυτών μπορούν να επηρεάσουν το κύρος της εκτελέσεως και ιδιαίτερα της διεξαγωγής του πλειστηριασμού. η οποία αποτελεί λόγο. να σημειωθούν σε σχέση με τα ζητήματα του επιτρεπτού της προβολής του πλειστηριασμού λόγω χρησιμοποιήσεως βίας ή προκλήσεως φόβου στα υποκείμενα ή γενικότερα στα πρόσωπα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. δεν είναι κατά το δίκαιο που ισχύει επιτρεπτή.λπ. διότι. σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στον οικείο τόπο34. όπως λέχθηκε πιο πάνω. ε) Σε σχέση με το συγχωρητό της προσβολής του αναγκαστικού πλειστηριασμού λόγω εισχωρήσεως πλάνης. υπό κανονικές συνθήκες. σκόπιμο ίσως είναι να παρατηρηθούν τα επόμενα: αα) Διεξαγωγή της διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού λόγω πλάνης των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως και μάλιστα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Στις τελευταίες περιπτώσεις είναι δυνατό. ο οποίος μπορεί να επηρεάσει σοβαρό και ψύχραιμο άνθρωπο που ενεργεί υπό τις συνθήκες που εκτέθηκαν στο πλαίσιο της έννομης τάξεως σε Κράτος Δικαίου. που κατευθύνεται στην ίδια πράξη. καθώς δεν είναι δυνατό να νοηθεί άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας ή πρόκληση φόβου άξια λόγου στον δικαστή κατά την άσκηση του λειτουργήματός του. πιο πάνω τ. 34. Αγωγή ακυρώσεως όμως της νομικής πράξεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού λόγω πλάνης των αμέσως πιο πάνω μνημονευόμενων προσώπων δεν μπορεί να βρει οποιοδήποτε έρεισμα στο δίκαιο που ισχύει ββ) Προσβολή της κατακυρώσεως. δεν μπορεί να νοηθεί ουσιώδης πλάνη του πιο πάνω υπαλλήλου στο σημείο αυτό. 35. την επιμέλεια και την προστασία της δημόσιας αρχής.§ 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού 473 κύρος.. στην οποία προβαίνει υπό τους όρους του νόμου ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. υπό ορισμένες προϋποθέσεις. γγ) Εξάλλου. Επιπλέον θα πρέπει να τονισθεί και εδώ. . ότι οι πιο πάνω ενέργειες προέρχονται συνήθως εκ μέρους τρίτων. της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως με αγωγή ή ανακοπή που εισάγεται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Δεν αποκλείεται βέβαια να υπάρχει μερικές φορές πλάνη εκείνου που επισπεύδει ή των οργάνων της εκτελέσεως. δεν μπορεί να υποτεθεί ότι υπάρχει. να ζητηθεί από τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται γι' αυτό η ακύρωση κ. αποτελεί ειδική εμφάνιση του πιο πάνω35 θιγόμενου γενικότερα προβλήματος για την εφαρμογή στις διαδικαστικές πράξεις των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου που ισχύουν για ελαττώματα της βουλήσεως κ. Άσκηση βίας (ψυχολογικής ή σωματικής) και πρόκληση φόβου. Βλ.λπ. πιο κάτω §§ 503 επ. που δεν έχουν από το νόμο αρμοδιότητα ή ανάμιξη στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Βλ. ανεξάρτητα απ' όσα εκτέθηκαν αμέσως πιο πάνω. Ανάκληση πάντως της προσφοράς για τον λόγο αυτό. το ζήτημα αν η προσφορά κάθε πλειοδότη μπορεί να προσβληθεί απ' αυτόν λόγω πλάνης. που ανάγεται στη συνδρομή των προϋποθέσεων της αναγκαστικής εκτελέσεως και ιδιαίτερα της διεξαγωγής του πλειστηριασμού. Ι. Αν εμφιλοχώρησε παράβαση των διατυπώσεων και γενικά των διατάξεων για κατακύρωση. είναι ενδεχόμενο να συντρέχει περίπτωση ακυρώσεως του πλειστηριασμού για την παράβαση αυτή. § 148. πιο πάνω §§ 366 επ. πολύ δυσχερώς μπορεί να πραγματοποιηθεί. όπως εκτέθηκε πιο πάνω. μπορεί ο οφειλέτης. ή ο δανειστής ενεργώντας στ' όνομα του να ζητήσει από τον υπερθεματιστή την συμπλήρωση του τιμήματος μέχρι 70% με προσωπική αγωγή. δεν επιτρέπεται μετά τα άρθρ.474 § 433 – Συνέπειες της νομικής φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού κατ' αρχή τουλάχιστον.). διάταξη.Κ. για τα συμφέροντα του οποίου με άλλα νόμιμα μέσα προνοεί ο νόμος39. όπως και πιο πάνω λέχθηκε. 39.Κ. 199 του Α. Κάποιοι περαιτέρω προέβαλαν τρίτη δικαιολογία. Με το ν. όπως και μετά τα άρθρ. Πολ. κανένα ζήτημα δεν γεννιόταν. 124 του α. β΄ ΚΠολΔ. Πρβλ. τ. αφού. γ) Νομίζουμε ότι ορθότερη ήταν η κρατούσα 36. α) Σύμφωνα με κάποια γνώμη. δδ) Είναι αμφίβολο. διότι παρόμοιος λόγος ανατροπής δεν προβλεπόταν από το δίκαιο που ίσχυε τότε. 38.Δ. δεδομένου ότι σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. ότι με το συναγωνισμό που προκαλείται κατά την διεξαγωγή του επιτυγχανόταν και επιτυγχάνεται η αληθινή αξία του πράγματος που πλειστηριάζεται. VI § 1355 ε σελ. που στηρίζεται (και) στην αντίληψη. 362 επ.Δ. 969 (1033) § 1 εδ. η οποία όριζε τα εξής: Αν το κτήμα κατακυρώθηκε στ' όνομα του δανειστή που επισπεύδει ή οποιουδήποτε άλλου υπερθεματιστή σε τιμή κατώτερη από το μισό της αξίας την οποία είχε κατά το εξάμηνο πριν τον πλειστηριασμό. Άλλοι παρατηρούσαν ότι η εκλογή του δημοσίου πλειστηριασμού ως μέσου εκποιήσεως ενείχε παραίτηση από το δικαίωμα της προσβολής αυτού χωρίς υπέρογκη βλάβη. σύμφωνα με το οποίο. Διαφορετικά είχε το πράγμα κατά το προγενέστερο δίκαιο. β) Σύμφωνα με την κρατούσα όμως εκδοχή. Ενόψει του κανόνα αυτού είχε γεννηθεί και αμφισβητείτο το ζήτημα αν ήταν δυνατό να ζητηθεί και να γίνει διάρρηξη του αναγκαστικού πλειστηριασμού λόγω υπέρογκης βλάβης. κατά την οποία δεν συνέτρεχε ο λόγος της προστασίας από την εκμετάλλευση του οφειλέτη που βρίσκεται συνήθως σ' εξαιρετική ανάγκη. Προς υποστήριξη της απόψεως αυτής επικαλούνταν. ΓΦΝΔ/1910 είχε προστεθεί στον άρθρ. που παραγράφε- .Ν. Εάν όμως η προσβολή ή ανάκληση γινόταν μετά την κατακύρωση. VIII) Διάρρηξη ή ακύρωση του αναγκαστικού πλειστηριασμού λόγω υπέρογκης βλάβης. αποκλειόταν η εφαρμογή του κανόνα που αναφέρθηκε σε αναγκαστικό κυρίως αλλά και σε οποιοδήποτε γενικά πλειστηριασμό. κατά κανόνα τουλάχιστον.37. αυτή δεν μπορούσε ν' ανατραπεί. 978 Πολ. επιτρεπόταν υπό ορισμένες προϋποθέσεις να ζητηθεί και να απαγγελθεί διάρρηξη της πωλήσεως λόγω υπέρογκης βλάβης (lesio enormis38). συγχωρείτο η ανάκληση κάθε προσφοράς μέχρι την κατακύρωση.Κ. Α) Υπό το δίκαιο που ίσχυε πριν την εισαγωγή του Α. όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρ. Συστ. Α. αν η προσβολή ή ακριβέστερα η ανάκληση γινόταν πριν από την κατακύρωση. ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός μοιάζει με την πώληση του ιδιωτικού δικαίου. 2783/1941 (Εισ. και 906 της ΠολΔ.ν. σχετικά Glasson-Tissier-Morel-Ράμμου. κάθε πλειοδότης δεσμεύεται μέχρι ισχυρότερης προσφοράς ή μέχρι ματαιώσεως της κατακυρώσεως36. το παραπάνω ζήτημα θα έπρεπε να λύνεται καταφατικά παρά τον ιδιαίτερο τρόπο διεξαγωγής αυτού. β΄ και 1002 (1066) § 1 εδ. 37. Πρβλ. σχετικά πιο πάνω §§ 441 επ. αν μπορεί να γίνει δεκτή διαφορετική λύση ενόψει της θεωρίας του ιδιωτικού δικαίου. Το ίδιο συμπληρωματικό τίμημα κατατίθεται από τον υπάλληλο που καταδικάσθηκε στον πλειστηριασμό και διανέμεται μεταξύ των δανειστών που αναγγέλθηκαν ή. Β) Εκτός όμως από τις άμεσες καλούμενες συνέπειες έναντι των προσώπων που μνημονεύθηκαν και εκείνων που ταυτίζονται νομικά μ' αυτά (καθολικοί και οιονεί καθολικοί διάδοχοι κ.. ο οποίος καθίσταται. και κατά συνέχεια έναντι του υπερθεματιστή που αναδεικνύεται. Κατά την θεωρία του δημοσίου δικαίου. εκείνων που αναγγέλθηκαν ή εκείνων που δεν αναγγέλθηκαν.λπ. Μόνο θα ήταν δυνατό να εφαρμοστούν και σ' αυτό οι γενικές διατάξεις των άρθρ. εννοείται χωρίς να θίγεται η ύπαρξη των απαιτήσεων αυτών.Κ. ΙΙ) Συνέπειες του πλειστηριασμού έναντι των δανειστών του καθ’ ου η εκτέλεση και τρίτων που έχουν κ. την συνέπεια που μπορεί να χαρακτηρισθεί και άμεση της αποσβέσεως και στη συνέχεια της εξαλείψεως τους. Τίτλος Πέμπτος Συνέπειες του αναγκαστικού πλειστηριασμού έναντι τρίτων § 434 Ι) Εισαγωγή. η προσβολή και η διάρρηξη του πλειστηριασμού για τον λόγο που εκτέθηκε αντίκειτο στην νομική φύση αυτού. δικαίωμα και δυνατότητα διαρρήξεως της πωλήσεως λόγω υπέρογκης βλάβης. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα γεγονότα αυτά αποδεικνύουν την αντίληψη και την πρόθεση του σύγχρονου νομοθέτη για μη εφαρμογή των αρχών περί διαρρήξεως λόγω υπέρογκης βλάβης σε αναγκαστικό πλειστηριασμό. όπως ήδη σημειώθηκε. ο αναγκαστικός πλειστηριασμός. αν όχι υποκείμενο. Α) Έναντι των δανειστών. 178 και 179 του Α. Β) Από την εισαγωγή και την έναρξη της ισχύος του Α. Για τις συνέπειες αυτές γίνεται λόγος στη συνέχεια. Α) Όπως αναπτύχθηκε πιο πάνω.§ 434 – Συνέπειες του αναγκαστικού πλειστηριασμού έναντι τρίτων 475 γνώμη. οι οποίοι είχαν μέχρι την ημέρα της διεξαγωγής του πλειστηριασμού νόμιμα εγγραμμένη υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης. αν όχι άμεσα. τουλάχιστον έμμεσα. αν δεν υπάρχει τέτοια. ο πλειστηριασμός έχει.Κ. . παραδίδεται στον οφειλέτη. θιγόμενα συμφέροντα.Κ. έχει άξιες λόγου συνέπειες έναντι των υποκειμένων της αναγκαστικής εκτελέσεως και κυρίως έναντι του καθ’ ού η εκτέλεση (οφειλέτη). δεν γεννιέται το παραπάνω αναφερόμενο ζήτημα. οι οποίες όμως είναι ανεφάρμοστες σε αναγκαστικό πλειστηριασμό. εξαιτίας της φύσεως των πραγμάτων. Παραίτηση από το δικαίωμα αυτό επιτρέπεται μόνο μετά ένα μήνα από τον πλειστηριασμό.). Η διάταξη αυτή καταργήθηκε ωστόσο το ίδιο έτος.λπ. πάντως πρόσωπο της διαδικασίας του πλειστηριασμού. διότι δεν αναγνωρίζεται από τον Α. σε όση έκταση δεν ικανοποιήθηκαν αυτές από το πλειται εντός (μετά παρόδου) ενός έτους από την ημέρα του πλειστηριασμού. στα δε ακίνητα και έναντι του τρίτου κυρίου ή διακάτοχου. ο πλειστηριασμός που αναφέρθηκε παράγει. ο οποίος τελειώνει με την κατακύρωση. έννομες συνέπειες και έναντι τρίτων. αν και δεν αποκλείεται η άσκηση διεκδικητικής ανακοπής ή τακτικής αγωγής εκ μέρους εκείνου που θεωρεί τον εαυτό του κύριο. Βλ. και αν συντρέχουν και άλλες προϋποθέσεις. ότι το δικαίωμα αυτό αποκλείεται ήδη από την κατακύρωση και πριν τη μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως που αναφέρθηκε ή και πριν από την παράδοση του κινητού που πλειστηριάσθηκε. Β) Εάν κατασχέθηκε (αναγκαστικά) και πλειστηριάσθηκε (συνήθως με άγνοια ή πλάνη) ξένο ακίνητο. όπως τονίσθηκε πιο πάνω41. Πιο πάνω §§ 425 και 429.476 § 434 – Συνέπειες του αναγκαστικού πλειστηριασμού έναντι τρίτων στηρίασμα που επιτεύχθηκε και καταβλήθηκε. Γ) Τρίτοι. 40. αλλά πάντως αποκλείεται ή καλύτερα καθίσταται χωρίς σκοπό η επιβαλλόμενη νέα αναγκαστική κατάσχεση. Με άλλες λέξεις. Συγκεκριμένα αποτελεί τίτλο για τακτική χρησικτησία. διότι ναι μεν πριν από το χρονικό αυτό σημείο δεν μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή η κυριότητα που τυχόν υπάρχει στον καθ’ ου η εκτέλεση. που έχουν ή τουλάχιστον ισχυρίζονται ότι έχουν απαιτήσεις που στηρίζονται ή αποδεικνύονται μ' εκτελεστό τίτλο κατά του καθ’ ου η εκτέλεση που κατέληξε στον αναγκαστικό πλειστηριασμό. δημιουργεί ή διαμορφώνει ή διαπλάσσει νομική και στη συνέχεια μετά την εκτέλεσή του πραγματική κατάσταση. πιο κάτω §§ 460 επ. δεν μπορούν μετά την μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως ή την παράδοση του κινητού που πλειστηριάσθηκε και κατακυρώθηκε να επιβάλουν (νέα) αναγκαστική κατάσχεση στο πράγμα που πλειστηριάσθηκε. που έχει τελειώσει και δεν έχει ακυρωθεί ακόμη τελεσίδικα. δηλαδή χρησιμεύει για τη μεταβίβαση της κυριότητας στον υπερθεματιστή μόνο και στο μέτρο που ήταν κύριος ο καθ’ ου η εκτέλεση. εφόσον. ο αναγκαστικός πλειστηριασμός. όπως στον οικείοτόπο αναπτύσσεται40. Κατ' ακρίβεια. για το λόγο αυτό δεν έχει νόημα η επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως πριν από την τελεσίδικη ακύρωση του πλειστηριασμού. όχι μόνο έναντι των υποκειμένων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. 41. αλλά παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας. έστω και αν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις αυτής. Δ) Μετά την κατακύρωση δεν μπορεί να γίνει λόγος γι' ανατροπή της κατασχέσεως. (την) αφετηρία της παραγραφής της πιο πάνω διεκδικήσεως. . Ε) Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός έχει και έναντι τρίτων διαπλαστικό ή διαμορφωτικό χαρακτήρα. 42. Θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί. αποτελεί όχι πρωτότυπο. παράγει έμμεσα ορισμένες έννομες συνέπειες έναντι αυτού. Πιο πάνω § 428. αλλά και από κάποιες πλευρές τουλάχιστον. αφού η προηγούμενη κατέληξε σε πλειστηριασμό. Πρβλ. πιο κάτω §§ 510 και 510 Α. έναντι τρίτων. όπως εκτίθεται αναλυτικά στον οικείο τόπο της42. Βλ. ενόψει και με βάση τις οποίες επισπεύθηκε. πράξη των οργάνων της δικαστικής εξουσίας και εκδηλώσεως της δικαστικής λειτουργίας με την ευρύτερη έννοια αυτής. Η ύπαρξη των βασικών έννομων σχέσεων. σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει σ' εμάς (όπως ήταν και κατά το προγενέστερο δίκαιο). Με τον αναγκαστικό πλειστηρια43. την γερμανική. Τίτλος Έκτος Νομική φύση της λειτουργίας και των έννομων συνεπειών του αναγκαστικού πλειστηριασμού. όμως. Αναγκαστικός πλειστηριασμός και ουσιαστικό δεδικασμένο § 434Α Ι) Εισαγωγή. Διαφορετικά έχει. . Β) Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός είναι.χ. την αυστριακή κ. τους τρίτους ως res inter alios acta. Α) Ενδιαφέρον και από θεωρητική και πρακτική πλευρά εμφανίζεται το ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού των έννομων συνεπειών του αναγκαστικού πλειστηριασμού αφενός έναντι των υποκειμένων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και αφετέρου έναντι των τρίτων. τουλάχιστον. Την μεταβολή. Στα κύρια όμως σημεία των βασικών έννομων σχέσεων και της διαπλάσεως ή διαμορφώσεως νέας νομικής ή πραγματικής καταστάσεως (θα) υπάρχει συνήθως κάποια ευχέρεια διακρίσεως. Δεν είναι όμως πράξη δικαστηρίου ή δικαιοδοτική και διαγνωστική ή αναγνωριστική με την κυριολεκτική σημασία και μάλιστα δικαστική απόφαση. εφόσον δεν αποδεικνύεται με δημόσια έγγραφα ή δεν συνάγεται από πράξεις δημόσιων οργάνων. που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της αμφισβητούμενης ή της εκούσιας δικαιοδοσίας43. χωρίς βέβαια να στερούνται της εξουσίας να αντιτάξουν κατ' αυτής. που επήλθε εξωτερικά με τις διάφορες πράξεις της διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού δεν δικαιούνται να μη λάβουν υπόψη. όσα ο νόμος κάθε φορά επιτρέπει για άμυνα και προστασία των δικαιωμάτων τους. από άποψη δε δικονομικού δικαίου. δεν δεσμεύει από την πλευρά του ουσιαστικού δικαίου γενικά.λπ. κατά μέρος. διενεργήθηκε και περατώθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός. Διαφορά από την τελεσίδικη δικαστική απόφαση. το πράγμα σύμφωνα με κάποιες από τις ξένες νομοθεσίες π.§ 434 Α – Αναγκαστικός πλειστηριασμός και ουσιαστικό δεδικασμένο 477 Η διαφορά μεταξύ των δύο εκδηλώσεων έγκειται κυρίως στην βάση της διαπλάσεως ή διαμορφώσεως των πραγμάτων με την διεξαγωγή και την ολοκλήρωση του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Αυτοί μπορούν να την δεχθούν ή να την αποκρούσουν ενόψει της διαχειρίσεως των έννομων συμφερόντων τους. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι πολλές φορές ευχερής ο πιο πάνω διαχωρισμός και η χάραξη ευθείας κατά το δυνατό γραμμής μεταξύ των πιο πάνω συνεπειών του πλειστηριασμού έναντι τρίτων. 478 § 434 Α – Αναγκαστικός πλειστηριασμός και ουσιαστικό δεδικασμένο σμό πραγματοποιείται ή συμπληρώνεται ορισμένο είδος αναγκαστικής εκτελέσεως και μάλιστα η εκτέλεση για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων). αποδυναμώνονται τα δικαιώματα που τυχόν υπάρχουν και δεν μπορούν να ασκηθούν μεταγενέστερα. δεν θα συνέτρεχε και η ταυτότητα προσώπων. διότι αυτή γίνεται με δικαστικές αποφάσεις. η απαραίτητη για την ισχύ του ουσιαστικού δεδικασμένου. και ως προς τους τρόπους για τον ίδιο αν όχι για μεγαλύτερο λόγο. Διαφορετικά έχει. mutatis mutandis. Βλ. Α) Από τα αμέσως πιο πάνω εκτιθέμενα συνάγεται. Είναι αληθές ότι. εξάλλου. ΙΙ) Θετικά και αρνητικά συμπεράσματα της νομικής φύσεως των έννομων συνεπειών του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Ι § 46. Δεν λύνεται όμως διαφορά με δικαστική διάγνωση. Αλλά και τότε δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος γι' αρνητική δύναμη του δεδικασμένου. Για τους τρίτους. Συνεπώς. αλλά παρέχεται άλλου είδους έννομη και μάλιστα δικαστική προστασία44. σχετικά παραπάνω τ. . Γ) Είναι προφανές ότι τα αμέσως παραπάνω αναπτυσσόμενα και εκτιθέμενα ως προς το δεδικασμένο ισχύουν απόλυτα. όπως είναι προφανές. ότι ο πάνω πλειστηριασμός δεν παράγει τυπικό και ουσιαστικό δεδικασμένο τόσο με την θετική όσο και με την αρνητική μορφή. αν δεν προσβληθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα ο αναγκαστικός πλειστηριασμός. έναντι των υποκειμένων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και όσων ταυτίζονται νομικά μ' αυτά (καθολικών και οιονεί καθολικών διαδόχων. Β) Μόνο η δικαστική άσκηση των δικαιωμάτων που τυχόν προέρχονται από τις καταστάσεις αυτές αποκλείεται. 44. το πράγμα προκειμένου για τη λύση των διαφορών ή έριδων για την εκτέλεση. δεν κωλύεται να εξετασθεί και να δοθεί από αρμόδιο δικαστήριο λύση αντίθετη από την παραδεδεγμένη νομική και πραγματική κατάσταση που αποτέλεσε την βάση του πλειστηριασμού. Στις περιπτώσεις αυτές. με πρωτοβουλία ή επίσπευση εκείνων που νομιμοποιούνται (προσώπων) προς τούτο. ότι αποκλείεται ή ότι κωλύεται η εξακολούθηση των εκκρεμών δικών. Ανάλογα με το αποτέλεσμα των δικών αυτών επαναλαμβάνεται ή καλύτερα μπορεί να επαναληφθεί. που ανάγονται στο κύρος της αναγκαστικής εκτελέσεως και της διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Γι’ αυτό γίνεται λόγος στη συνέχεια. Β) Στην κατηγορία των διαδικασιών και των μέσων αυτών υπάγονται η διεξαγωγή αναπλειστηριασμού. . Α) Αν προκύψει κάποια απ' τις παραπάνω αναφερόμενες ανωμαλίες.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΑΝΩΜΑΛΗ ΕΞΕΛΙΞΗ (ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ) ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΥΡΩΣΗ Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 435 Ι) Εισαγωγή. όσων αναγγέλθηκαν κ. η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή δεν μπορεί να γίνει τέτοια επανάληψη.λπ. ΙΙ) Παρεκκλίσεις από την ομαλή πορεία της διαδικασίας. σε περίπτωση ακυρώσεως και σύμφωνα με τα όρια αυτής.). είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν διάφορες διαδικασίες και να ασκηθούν ενδεχομένως ορισμένα ένδικα βοηθήματα. των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή που απορρέουν από την κατακύρωση. εκείνου που επισπεύδει και των δανειστών που τυχόν αναγγέλθηκαν. με την εκπλήρωση. Α) Η πορεία της διαδικασίας συνήθως προβαίνει ομαλά. η διαδικασία της εκτελέσεως περατώνεται κανονικά. Απ' αυτό δεν προκύπτει. που διαγράφονται κάθε φορά με τις τελεσίδικες ή αμετάκλητες αποφάσεις. Β) Δεν αποκλείεται όμως να παρεμβάλλονται καμιά φορά εμπόδια ή να δημιουργούνται λόγοι που εμποδίζουν την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας που αναφέρθηκε. με την άσκηση στη συνέχεια των δικαιωμάτων τους που πηγάζουν αντίστοιχα απ' αυτή και των τυχόν επιβαλλόμενων ή επιτρεπόμενων ενεργειών. σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν. Κυρίως αυτό συμβαίνει σε περίπτωση μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή ή από την εμφάνιση δυσχερειών ως προς την άσκηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων αυτού και των δανειστών (εκείνου που επισπεύδει.λπ. όπως και η εντός νόμιμων προθεσμιών και σε καθορισμένα χρονικά στάδια δημιουργία νέων δικών. η προσβολή του πίνακα κατατάξεως για τη διανομή του πλειστηριάσματος κ. Β) Αναπλειστηριασμός λέγεται ο νέος πλειστηριασμός του πράγματος που (ήδη) πλειστηριάσθηκε. Η ερμηνευτική κατανόηση του αναπλειστηριασμού περιπλέκεται μέσω της τροποποίησης του επήλθε στον ΚΠολΔ με το ν. παραπάνω § 427. τότε η κατακύρωση ανατρέπεται και καταπίπτει η εγγυοδοσία (άρθρ. 966 παρ. Προϋποθέσεις. Γεννήθηκε και αμφισβητείται το ζήτημα. Με τον τρόπο αυτό αποκόπτεται η συνέχεια με την διαδικασία του αναπλειστηριασμού που ακολουθεί. τις υποχρεώσεις του που απορρέουν απ' τον αναγκαστικό πλειστηριασμό που τελείωσε με την κατακύρωση.§ 436 – Αναπλειστηριασμός 480 Τίτλος Δεύτερος Αναπλειστηριασμός* § 436 *Ειδική βιβλιογραφία: Γ. αν μπορεί να υπάρ1. όπως ο νόμος ορίζει. Αθηνών. Βλ. 2. Ορισμός. και μάλιστα η μη καταβολή του πλειστηριάσματος ή εξόφληση αυτού. 5 εδ. και κάθε φορά που η μη εκπλήρωση των πιο πάνω υποχρεώσεων είναι αναίτια. Αν εξάλλου. Πανεπ. όπως λέχθηκε1. Ι) Εισαγωγή. 2298/1995. 5). τότε ακολουθεί το στάδιο των προσκλήσεων των επομένων πλειοδοτών (άρθρ. ώστε σύντομα να γίνει δυνατή η ικανοποίηση των δικαιούχων. διότι υπάρχει ελπίδα ο υπερθεματιστής που αναδεικνύεται κατά τον αναπλειστηριασμό να καταβάλει αμέσως το πλειστηρίασμα. Γ) Η διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού προτιμάται συνήθως όχι μόνο ως δραστικότερο αλλά και ως πρακτικότερο μέτρο. Η απάντηση εξαρτάται κατά ένα μέρος (και) από τη λύση του παραπάνω2 εξεταζόμενου θέματος. 965 παρ. Έννοια. η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή από το πλειστηρίασμα. . 1979). είχε ανατραπεί η κατάσχεση για οποιοδήποτε λόγο. Α) Αν ο υπεθερματιστής δεν εκπληρώσει. Δ) Λόγο (της) διεξαγωγής αναπλειστηριασμού αποτελεί. ο οποίος διεξάγεται με δαπάνες και με κίνδυνο του υπερθεματιστή που δεν προβαίνει στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων του και μάλιστα στην καταβολή ή εξόφληση του πλειστηριάσματος. τότε ακολουθεί αναπλειστηριασμός. Αν κατά την ελεύθερη κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού η πρόσκληση είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής ή αν έγινε και δεν τελεσφόρησε. Κατ’ αυτήν αν ο υπερθεματιστής δεν ανταποκριθεί στην εξώδικη πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού για καταβολή του πλειστηριάσματος. παραπάνω § 427. Νικολόπουλου: Αναπλειστηριασμός (Διατριβή επί διδ. αν ο λόγος αυτός συντρέχει. Βλ. 2). αναπλειστηριασμός δεν είναι πλέον δυνατός αφού με την ανατροπή της κατακυρώσεως και της κατασχέσεως η διαδικασία στερείται της βάσεως για τον αναπλειστηριασμό. 5 Σχ. μετά την ικανοποίηση όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν. από πρόσωπο το οποίο δικαιούται ή νομιμοποιείται να επισπεύσει τον αναπλειστηριασμό και την διεξαγωγή του.Ε. και πιο πάνω §§ 350 επ.Ε. mutatis mutandis. Σ. ο οποίος έχει τίτλο εκτελεστό5. Βλ.§ 436 – Αναπλειστηριασμός 481 ξει περίπτωση δικαιολογημένης καθυστερήσεως της εξοφλήσεως του πλειστηριάσματος. ΚΠολΔ 965 (1029) § 5 εδ. 5.Δ. Το προγενέστερο δίκαιο.Δ. ΙΙ) Νομιμοποίηση για επίσπευση του αναπλειστηριασμού. Τήρηση κάποιας προθεσμίας δεν επιβάλλεται. Πολ. 4.Δ.Δ. δεχόταν εξαίρεση μη διεξαγωγής αναπλειστηριασμού στην περίπτωση. 5. ώστε να λογίζεται δανειστής του υπερθεματιστή. 1094 § 4 Α. Η περίληψη υπόκειται στις συνήθεις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρ. σύμφωνα με τα πιο πάνω αναπτυσσόμενα7.Πολ. κατά την οποία χορηγήθηκε περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως στον υπερθεματιστή ενυπόθηκο δανειστή. 1067 § 4.Ε. Β) Η περίληψη της πράξης πρέπει να περιέχει.Ε. 1029 § 5 εδ. Β) Περαιτέρω νομιμοποιούνται να επισπεύσουν την διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού εκείνος που αρχικά επισπεύδει. σε αντίθεση με το προγενέστερο δίκαιο6. ΚΠολΔ 965 (1029) παρ. Η περίληψη επιδίδεται στον υπερθεματιστή.Ε. 1131 § 2 Α. 4 ΚΠολΔ 965 παρ. και αν παραδόθηκε (παρά το νόμο) στον υπεθερματιστή το πράγμα που εκπλειστηριάσθηκε ή εκδόθηκε υπέρ αυτού περίληψη (της) κατακυρωτικής εκθέσεως και μεταγράφηκε ή ενδεχομένως μεταβιβάσθηκε το πράγμα που λέχθηκε. Σ. 6. απ' αυτόν σε τρίτο3. Πολ. πρέπει να περιλαμβάνει και η περίληψη κατασχετηρίου εκθέσεως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 960 παρ. . σύμφωνα με τα παραπάνω εκτιθέμενα. γ΄ Α. στον καθ’ ού η εκτέλεση και προς τον ειρηνοδίκη του τόπου της κατασχέσεως. υπόλοιπο υπέρ του.Δ. β΄ ΚΠολΔ 1003 (1067) § 4 Σχ. 1067 § 4. 8. παραπάνω § 405.Ε. τόσα στοιχεία. 960 § 2. ΚΠολΔ 904 (965). γ΄ ΚΠολΔ 1003 (1067) § 4 Σχ. αφού συνταχθεί πράξη. με τη συναίνεση των δανειστών που αναγγέλθηκαν. Σ. Σ. Α) Η προδικασία του αναπλειστηριασμού συνίσταται ή σε πράξη του ιδίου του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή σε δήλωση προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Ειδικός περιορισμός για τον καθορισμό του χρόνου (και μάλιστα της ημέρας) της διε3. ΙΙΙ) Προδικασία του αναπλειστηριασμού. 7.Ε. β΄ Σχ. 1029 § 5 εδ. Ε) Λόγος διεξαγωγής του αναπλειστηριασμού υπάρχει. 5. 1 και 1003 παρ.ο ίδιος ο καθ’ου και κάθε άλλος δανειστής του καθ’ ου η εκτέλεση. Πρβλ. Γ) Ως έχει η διατύπωση του νόμου η νομιμοποίηση του καθ’ου δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε αφήνει.Πολ.Ε. 982 εδ. 1094 § 4 εδ. Α) Εξουσία και καθήκον συγχρόνως να προκαλέσει την διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού έχει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού4. Οι προθεσμίες που ορίζονται στις πιο πάνω διατάξεις αρχίζουν από την σύνταξη της πράξεως για τη δήλωση διεξαγωγής αναπλειστηριασμού8. όσα (στοιχεία). Πολ. 1131 § 2 Α. λπ. όπως παρατηρήθηκε. καθώς πράττει.Ε. παραπάνω §§ 411 επ. παρακάτω §§ 460 επ. 1094 § 4 εδ. ΙV) (Κύρια) διαδικασία του αναπλειστηριασμού.Πολ. 965 (1029) § 5. Βλ. Γ) Κατά τον αναπλειστηριασμό δεν μπορεί. 11. 12.Δ. Σ. Α) Ο αναπλειστηριασμός διεξάγεται ενώπιον του (ίδιου) υπαλλήλου. 1029 § 5 εδ. ΚΠολΔ 965 (1029) § 2 Σχ.λπ. 1081 §4. ότι ο υπερθεματιστής δικαιούται μέχρι την έναρξη της πλειοδοσίας. ή σε κώλυμα κ. ότι αυτός οφείλει αφενός να πληρώσει τα έξοδα της διαδικασίας του αναπλειστηριασμού και αφετέρου βαρύνεται για την κάλυψη της μικρότερης διαφοράς εντόκως. την διάρκεια της πλειοδοσίας. για τον καθ’ ου η εκτέλεση. 1131 § 2 Α.Ε.Ε. Εννοείται ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες που ισχύουν γενικά για την διεξαγωγή του πλειστηριασμού και τα χρονικά όρια της συμπληρώσεως του χρόνου της ανατροπής της κατασχέσεως9. Βλ. ΄Αρθρ. 14. ώστε να μπορεί να το διαθέσει.Δ. Τούτο σημαίνει. Α) Ο αναπλειστηριασμός διεξάγεται. πάνω στο πράγμα αυτό. με δαπάνες και κίνδυνο του υπερθεματιστή που δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του. όπως σημειώθηκε. αυτός δεν έχει αποκτήσει κυριότητα κ. 15. ενώπιον του οποίου έγινε ο (αρχικός) πλειστηριασμός. παραπάνω §§ 414-415. . ματαιώνεται η διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού. πιο πάνω § 423. Βλ. 965 παρ. γ΄ ΚΠολΔ 1017 (1081) § 4 Σχ.λπ. σύμφωνα με τα παραπάνω εκτιθέμενα και αναπτυσσόμενα12. ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή του11. την κατακύρωση κ. Εδώ. Β) Η κύρια διαδικασία του αναπλειστηριασμού διεξάγεται. αφού. καταβάλλοντας το πλειστηρίασμα με τον τόκο υπερημερίας καθώς και τα έξοδα του αναπλειστηριασμού. Πρβλ. Πολ. ευχέρεια να ασκήσει δικαίωμα εξαγοράς. σύμφωνα με ρητές διατάξεις του ΚΠολΔ13. όπως λέχθηκε. όπως και η αντίστοιχη διαδικασία του (αρχικού) πλειστηριασμού.Ε. αν κατά τον αναπλειστηριασμό επιτευχθεί εκπλειστηρίασμα. Σ. γ΄ Α. 1003 (1067) § 4. ιδιαίτερα ως προς το παραδεκτό των προσφορών. και παραπάνω §404. Δ) Πράγματι ο ΚΠολΔ15 ορίζει σχετικά. 13.482 § 436 – Αναπλειστηριασμός ξαγωγής του αναπλειστηριασμού δεν αναγράφεται στον ΚΠολΔ. 10. να πλειοδοτήσει ο υπερθεματιστής. που αναφέρθηκε. δικαίωμα επιβαρύνσεως μ' ενέχυρο ή υποθήκη του πράγματος που πλειστηριάσθηκε. αυτού. ο ΚΠολΔ δεν αναγνωρίζει στον υπερθεματιστή. ΚΠολΔ 960 (1024) §§ 1-2. Β) Δηλαδή. μικρότερο απ' εκείνο που επιτεύχθηκε κατά τον αρχικό 9. Με τη χρησιμοποίηση της ευχέρειας. Για τον τόπο της διενέργειας του αναπλειστηριασμού ισχύουν αντίστοιχα όσα εκθέτονται (για τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού10. ο οποίος έχει την αναφερόμενη στη συνέχεια αντίστοιχη μ' εκείνη που αναγνωρίζεται στον καθ’ ου η εκτέλεση. Πρβλ. πιο πάνω §§ 411 επ. 11. να ζητήσει την σ' αυτόν κατακύρωση του πράγματος.. 5 εδ. VI) Συνέπειες του αναπλειστηριασμού. όπως παραπάνω λέχθηκε14. Δ) Για τις συνέπειες της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή που αναδείχθηκε στον αναπλειστηριασμό ισχύουν. Σ.Δ.Ε. ΚΠολΔ 965 (1029) § 6 εδ. 965 παρ. 2). τα παραπάνω. για την χωρίς εμπόδια πρόοδο της διαδικασίας της εκτελέσεως και παράλληλα αποτελεί και ένδειξη.Ε. Σ. μήπως η νομική φύση αλλοιώνεται ολικά ή μερικά εξαιτίας των ιδιορρυθμιών του αναπλειστηριασμού.Πολ. για τις οποίες γίνεται λόγος παραπάνω. εξαιτίας της φύσεως των πραγμάτων. Ορθότερη. Ίσως. β΄ Σχ. κατά τον ΚΠολΔ. νομιμοποιούνται να επισπεύσουν την διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού16. σύμφωνα με τα πιο πάνω εκτιθέμενα. 17. Οι πιο πάνω ιδιορρυθμίες δεν ανάγονται στην ουσία της πράξεως και δεν μεταβάλλουν κατά βάση τον νομικό χαρακτη16. 6 εδ. που επιβάλλεται όμως. 1031 § 2 Α. θα πρέπει να θεωρείται η αρνητική απάντηση. δεν λαμβάνει αυτό ο υπερθεματιστής. Την εκτέλεση αυτή μπορεί να επισπεύσει ή ο υπάλληλος στον πλειστηριασμό ή κάποιος από τους δανειστές κ. 1029 § 6 εδ. 1094 § 5 Α. ότι στο πράγμα που αναπλειστηριάζεται δεν έχει αποκτήσει κάποιο δικαίωμα ο υπερθεματιστής.Δ.) την μικρότερη διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου πλειστηριάσματος. όπως εκτέθηκε.Ε. 1131 §2 Α. mutatis mutandis. Γεννιέται όμως το ζήτημα.Ε. Γ) Η έκθεση του αναπλειστηριασμού αποτελεί. στον καθ’ ου η εκτέλεση. προκειμένου για τα αντίστοιχα ζητήματα που εκτίθενται στην διεξαγωγή του αρχικού πλειστηριασμού18.Ε. αλλά τούτο περιέρχεται στην ομάδα των δανειστών (εκείνου που επισπεύδει και όσων αναγγέλθηκαν) και. VII) Νομική φύση του αναπλειστηριασμού και συνέπειες αυτού. 1067 §4. 19. 1067 § 4.λπ.Ε. α΄ και γ΄ ΚΠολΔ 1003 (1067) § 4 Σχ.Δ. 17.Ε. θα πρέπει να λεχθεί ότι η νομική φύση δεν διαφέρει απ' εκείνη του (αρχικού) πλειστηριασμού19. παραπάνω § 427. παραπάνω § § 430 επ. 1094 §4 Α.Ε. Βλ. Αντίθετα. 18. Σ.. νομίζουμε. Η εγγυοδοσία που είχε καταβάλει με τους τυχόν τόκους της συνυπολογίζεται για την ανεύρεση της διαφοράς για την οποία ευθύνεται ο αρχικός υπερθεματιστής (άρθρ. Πολ.Πολ. Πολ. επομένως. Α) Ο αναπλειστηριασμός είναι. ΚΠολΔ965 (1029) § 6 εδ. σε περίπτωση ικανοποιήσεώς τους.λπ. β΄ ΚΠολΔ 1003 (1067) § 4 Σχ.§ 436 – Αναπλειστηριασμός 483 πλειστηριασμό. αυτό να είναι μία κύρωση αυστηρή. Κατ' αρχήν. Σ. α΄ και γ΄ Σχ. 1029 § 6 εδ.Δ. οι οποίοι. ο υπερθεματιστής υποχρεώνεται να καταβάλει (στον υπάλληλο του πλειστηριασμού κ. αν ο αναπλειστηριασμός καταλήξει σε μεγαλύτερο πλειστηρίασμα. Βλ. Ε) Σ’ όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις δεν αποκλείεται και η διεξαγωγή δεύτερου αναπλειστηριασμού. νέος πλειστηριασμός του πράγματος που ήδη πλειστηριάσθηκε. . τίτλο εκτελεστό κατά του υπερθεματιστή για την είσπραξή της ενδεχομένως απαιτούμενης συμπληρώσεως της διαφοράς μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου πλειστηριάσματος. Και το γεγονός αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αντιμετώπιση άλλων θεμάτων. Βλ. τα οποία έχουν κάποια σχέση με τον νομικό χαρακτήρα του αναπλειστηριασμού. Ούτε τα όργανα ούτε η διαδικασία μεταβάλλονται. 20. για όσους δέχονται την αμέσως παραπάνω εκτιθέμενη άποψη για την ομοιότητα με τον νομικό χαρακτήρα του πλειστηριασμού. Τίτλος Τέταρτος Αναγκαστική εκτέλεση κατά του υπερθεματιστή που αναδείχθηκε στον αρχικό πλειστηριασμό. Μόνο κάποια μερικότερα θέματα αντιμετωπίζονται ειδικά. οι συνέπειες που απορρέουν από την παραδοχή της νομικής φύσεως του αναπλειστηριασμού είναι. Β) Κατά κανόνα. παραπάνω § 433.§ 436 – Αναπλειστηριασμός 484 ρισμό της πράξεως. εκείνες (οι συνέπειες) που πηγάζουν απ' αυτόν τον τελευταίο. για τις οποίες γίνεται λόγος παραπάνω20. . Τίτλος Τρίτος Αναγκαστική εκτέλεση κατά του υπερθεματιστή πριν την διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού § 437 (Λόγω νομοθετικής μεταρρυθμίσεως παραλείπεται η ανάλυση της αντίστοιχης προϊσχύσασας ρυθμίσεως). Αποκλίσεις από τις συνέπειες αυτές. στα αντίστοιχα σημεία. θα είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν εκείνοι που υιοθετούν ολικά ή μερικά διαφορετική αντίληψη ως προς το νομικό χαρακτήρα του αναπλειστηριασμού. μετά τη διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού § 438 (Λόγω νομοθετικής μεταρρυθμίσεως παραλείπεται η ανάλυση της αντίστοιχης προϊσχύσασας ρυθμίσεως). που έγιναν από τον δανειστή. στα οποία περιλαμβάνονται ιδίως έξοδα που έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή. Για τα έξοδα αυτά συντάσσονται 1. ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει να προβεί αμελλητί στην εκκαθάριση των εξόδων της προκειμένης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως.λπ. σύμφωνα με τους ορισμούς του ισχύοντος δικαίου. αυτός οφείλει να προβεί αμέσως σε διάφορες ενέργειες. . εφόσον έτερος δανειστής θα έχει υποκατασταθεί νομίμως στη θέση του. Β) Γι' αυτό το θέμα γίνεται λόγος στη συνέχεια. δημοσιεύσεις ή οφειλόμενα. αμοιβές των υπαλλήλων κ.). οι οποίες προετοιμάζουν την διάθεσή του σύμφωνα με το νόμο και την προδικασία που έλαβε χώρα μέχρι τότε και την κύρια διαδικασία της εκτελέσεως και μάλιστα για την ικανοποίηση των δανειστών κ.λπ. με την επίσπευση του οποίου έγινε η διεξαγωγή του αναγκαστικού πλειστηριασμού και όχι από αυτόν που έκανε πρώτος κατάσχεση και εγκατέλειψε ή δεν συνέχισε την διαδικασία της εκτέλεσης. οπότε ισχύουν αυτά που εκτέθηκαν στον οικείο τόπο1.. § 439. την κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κ. Β) Ως έξοδα του επισπεύδοντος υπολογίζονται τα έξοδα εκείνα. Τίτλος Δεύτερος Εκκαθάριση και προσδιορισμός των εξόδων της εκτελέσεως § 439A Α) Εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση που εκτέθηκε πιο πάνω.λπ. από τον ίδιο τον υπάλληλο του πλειστηριασμού με καταχωρίσεις.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑΤΟΣ (ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ ΚΛΠ) Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 439 Α) Εφ' όσον καταβλήθηκε και κατατέθηκε το πλειστηρίασμα προσηκόντως ή επιτεύχθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο η τοποθέτησή του στη διάθεση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (με την καταβολή σ' αυτόν. τα οποία έχουν ενδεχομένως προκαταβληθεί από τον επισπεύδοντα. Βλέπε ανωτ. β΄ και γ΄ ΚΠολΔ 1006 (1070) § 1.Ε.Πο. επαρκεί ή όχι για την ικανοποίησή τους.Δ. αν συμφωνήσουν και ο καθού η εκτέλεση2 και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν3. 4. Τίτλος Τέταρτος Διαπίστωση της επάρκειας του πλειστηριάσματος. τότε συντρέχει περίπτωση άμεσης διανομής του πιο πάνω ποσού.Ε. Επάρκεια πλειστηριάσματος πίνακες από τα όργανα της εκτελέσεως. Σχ.Σ.Πολ. 1100 Α. 958/1971 δε νομίζουμε ότι έγινε με σκοπό ουσιαστικής μεταβολής. αν δόθηκε προθεσμία για την καταβολή μέρους του πλειστηριάσματος και αυτή έγινε μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας που αναφέρθηκε πιο πάνω. 1035 εδ.Σ. 1070 § 1. Β) Προκειμένου για ακίνητα. οι οποία επισυνάπτονται στον φάκελο του πλειστηριασμού και χρησιμεύουν ως δικαιολογητικό (πρώτον) του πίνακα (της) κατατάξεως ή της πληρωμής των εξόδων της αναγκαστικής εκτελέσεως εν πάση περιπτώσει. εκτός αν το ποσό που κατά- 2.δ. . Διανομή και ικανοποίηση των δανειστών § 439Γ Α) Αν το ποσό του εκπλειστηριάσματος που απομένει καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων του επισπεύδοντα και των δανειστών που αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα.Πολ. που καθορίζουν ακριβώς με αποδείξεις διάφορα κονδύλια.486 § 439Β & Γ – Υπολογισμός απαιτήσεων δανειστών.Ε. 1134 § 1 Α. σύμφωνα με τα παραπάνω.Δ. σε ποιό συνολικό ποσό ανέρχονται οι απαιτήσεις του επισπεύδοντος και των δανειστών που αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα και αν το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως που καθορίσθηκε και καταβλήθηκε. 3. ΚΠολΔ 971 (1035) § 1 Σχ. αλλά μάλλον γιατί θεωρήθηκε ότι είναι αυτονόητο ότι απαιτείται και η συναίνεση αυτών των προσώπων.Ε.Σ. 1134 § 2Α-Γ 1070 § 2. Ο ΚΠολΔ με την αρχική του διατύπωση απαιτούσε ρητά τη συναίνεση του επισπεύδοντα και των αναγγελθέντων δανειστών. η ικανοποίηση των δανειστών πρέπει να γίνεται εντός (προθεσμίας) δύο ημερών από την καταβολή του υπολοίπου4. η οποία γίνεται την 10η μέρα από τη μέρα της διεξαγωγής του πλειστηριασμού ή και νωρίτερα.Δ. Τίτλος Τρίτος Υπολογισμός των απαιτήσεων των δανειστών § 439B Εν συνεχεία και αμέσως μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας και των αναγγελιών (το αργότερο) ο υπάλληλος του πλειστηριασμού πρέπει να υπολογίσει.Ε. ΚΠολΔ 1006 (1070) § 2 Σχ. Η διαγραφή της σχετικής πράξεως με το ν. Σ. σύμφωνα μ' αυτά που εκτίθενται στο οικείο μέρος5. γίνεται αναγκαία η διαδικασία της κατατάξεως με τη σύνταξη πίνακα κατατάξεως. 1101 § 3 Α. 6. 5.Πολ. ΚΠολΔ 974 (1038). κατωτ. 1035 § 3.Σ. Τίτλος Πέμπτος Διαπίστωση της ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος § 439Δ Αν διαπιστωθεί ότι το ποσό που κατατέθηκε αρχικά ή και μέσα στη νόμιμη προθεσμία που χορηγήθηκε δεν αρκεί για την πληρωμή των εξόδων της εκτελέσεως και την ικανοποίηση του επισπεύδοντος και των δανειστών που αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα και όπως έπρεπε. εκτός αν το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή.Ε. . 980 (1044) § 1 και 1006 (1070) § 1 ΚΠολΔ. 1134 § 1 Α. κατά των αναγγελιών των οποίων ασκήθηκε ανακοπή.Ε. ΚΠολΔ 1006 (1070) § 3 Σχ. Γ) Αν ο καθού η εκτέλεση ασκήσει.Ε. εφαρμόζονται ανάλογα αυτά που ορίζουν τα άρθρ.Σ. 1006 (1070). Βλ.Πολ. § 442. διατάξει την καταβολή εγγυοδοσίας6. 1070 § 3 και πιο κάτω §§ 442 επ. ανακοπή κατά της αναγγελίας κάποιου δανειστού μέχρι τη μέρα της διανομής του πλειστηριάσματος.Δ. για τον οποίο γίνεται λόγος πιο κάτω7.§ 439 Δ – Διαπίστωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος 487 βλήθηκε αρχικά αρκεί για την πλήρη ικανοποίηση των πιο πάνω δανειστών.Δ. δηλαδή αναστέλλεται η ικανοποίηση των δανειστών. κατόπιν αιτήσεως του καθού η ανακοπή σε κάθε στάδιο της δίκης. ΚΠολΔ 971 (1035) § 3 Σχ. 7. Σ.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΣΥΡΡΟΗ (ΤΩΝ) ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ* Τίτλος Πρώτος Γενικές Παρατηρήσεις § 440 *Ειδική βιβλιογραφία: Etschel W.Ε.Πολ. 1. ενέγγυοι ή ανέγγυοι. για τις οποίες προβλέπει ειδική διάταξη. Ι) Εισαγωγή. αυτοί δεν καλούνται ατομικά να προσέλθουν στην διαδικασία του πλειστηριασμού και να επιδιώξουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους1. μπορούν και για το συμφέρον τους οφείλουν να γνωστοποιήσουν την ύπαρξη των απαιτήσεών τους. όπως και για τις συνέπειες της παραλείψεως ή της ασκήσεως τους. αν όχι αδύνατο να τηρηθεί. και να επιβαλλόταν.λπ. κηρύξεις κ. 1063 § 3 Β1 πιο πάνω § 405. θα ήταν πολύ δύσκολο.λπ. Α) Η γνωστοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών λαμβάνει χώρα μέσα σε ορισμένη προθεσμία και σύμφωνα με ορισμένες διατυπώσεις. γίνεται λόγος εν συνεχεία. Εξαίρεση ισχύει ως προς ορισμένους δανειστές και μάλιστα: α) Ως προς το Δημόσιο και ορισμένα νομικά πρόσωπα και ορισμένες απαιτήσεις από φόρους κ. οι οποίοι ειδοποιούνται με την σύμφωνα μ' αυτά που εκτέθηκαν πιο πάνω2 επιβαλλόμενη επίδοση της περιλήψεως κατασχετηρίου εκθέσεως. . Die Befriedigung des Gläubigers bei der Zwangsvollstreckung wegen Geldforderungen (1957). β) Για τους ενυπόθηκους ή προσημειούχους δανειστές. γιατί κατά κανόνα δεν είναι γνωστό ποιοί και πόσοι είναι οι δανειστές του καθού η εκτέλεση. Β) Οι λοιποί δανειστές λαμβάνοντας γνώση της επικείμενης ενέργειας του πλειστηριασμού από τις προπαρασκευαστικές διατυπώσεις του που αναφέρθηκαν πιο πάνω (δημοσιεύσεις περιλήψεων κατασχετηρίου εκθέσεως. εκτός από τον επισπεύδοντα ή αυτόν που τον υποκατέστησε στη θέση του και άλλοι δανειστές. ΙΙ) Τρόπος γνωστοποιήσεως.. ΚΠολΔ 999 (1063) § 2 Σχ.Ε.). 2. όπως συνήθως συμβαίνει. Τέτοια διατύπωση. 1127 § 2 Α.Δ. Β) Γι' αυτά. Α) Αν υπάρχουν. Πολ. 1070 § 3. η ικανοποίηση της οποίας ζητείται με την αναγγελία. αν η απαίτηση για την οποία γίνεται η αναγγελία στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο ή όχι. πρέπει εκτός από τα σύμφωνα με το άρθρ. που υπόκεινται στην επιβολή κατασχέσεως3. που να κατοικεί στην περιφέρεια του ει3. ενυπόθηκος ή ανέγγυος κ. 1036 § 1 ΚΠολΔ 1006 (1070) § 3.Πολ. Σε περίπτωση που χαθεί αυτή η προθεσμία λόγω ανωτέρας βίας μπορεί να ζητηθεί επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις διατυπώσεις του κοινού δικαίου (άρθρ.Ε.). Β) Το δικόγραφο αυτό.Σ.Δ.Ε. να περιλαμβάνει: α) μνεία της απαίτησης. 1101 § 1 Α. Υποστηρίχθηκε παλιότερα ότι. Το γεγονός αυτό έχει σημασία. Το δικαίωμα κάποιου δανειστή για αναγγελία νομιμοποιούνται να ασκήσουν οι δανειστές του πλαγιαστικώς κατ’ εφαρμογήν του αρ.λπ. Α) Η αναγγελία ασκείται με επίδοση δικογράφου σε ορισμένα πρόσωπα μέσα στην προθεσμία που αναφέρεται πιο πάνω. και μπορεί να συμπληρώνεται με τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλλου του πλειστηριασμού.Δ. που μπορούν να κατασχεθούν.Σ. ΙΙ) Χρόνος ασκήσεως της αναγγελίας. ΚΠολΔ 972 (1036) § 1 Σχ. . Β) Είναι αδιάφορο. 4. 1134 § 3 Α. αν το πλειστηρίασμα ή το ποσό που κατασχέθηκε δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων (του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων).§ 441 – Αναγγελία των δανειστών 489 Τίτλος Δεύτερος Αναγγελία των δανειστών § 441 Ι) Προϋποθέσεις της αναγγελίας. 2 Κρητ. Α) Δικαίωμα προς αναγγελία έχει. ΙΙΙ) Τρόπος και διατυπώσεις (ασκήσεως) της αναγγελίας. Κατά την αρχική διατύπωση του ΚΠολΔ.Δ.Πολ. 72 (73) ΚΠολΔ (1025 εδ. Σχ. 2 Πολ. όπως αναπτύσσεται πιο κάτω. ο πρώτος που έκανε κατάσχεση είχε το δικαίωμα να αποκρούσει τις αναγγελίες. σε αναγγελία δικαιούνται μόνο οι ενυπόθηκοι και αυτοί που έχουν εγγράψει προσημείωση πάνω στο ακίνητο.Δ. 118 (119) ΚΠολΔ γενικά στοιχεία κάθε δικογράφου. Η αναγγελία μπορεί να γίνει από την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως έως και δεκαπέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό4. 152 ΚΠολΔ). κατά κανόνα τουλάχιστον. η αναγγελία επιτρεπόταν να γίνει το αργότερο μέχρι και την προηγούμενη του πλειστηριασμού. που καλείται συνήθως αναγγελτήριο και απευθύνεται ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. μόνο για τις συνέπειες της άσκησης της αναγγελίας. 773 εδ. επικαλούμενος και αποδεικνύοντας την ύπαρξη άλλων περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου.. Σε ενδεχόμενη διεξαγωγή αναπλειστηριασμού δεν επαναλαμβάνεται η αναγγελία. Εξάλλου.Ε.Ε. κάθε δανειστής του καθού η εκτέλεση οφειλέτου. προϋπόθεση του παραδεκτού της αναγγελίας δεν είναι η έλλειψη άλλων περιουσιακών στοιχείων του καθού η εκτέλεση. Όσες φορές η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως απευθύνεται κατά του τρίτου κυρίου ή διακατόχου του ενυπόθηκου κτήματος. β) διορισμό αντικλήτου. Ε. Δηλαδή η στέρηση του δικαιώματος και η υποτιθέμενη απώλεια αφορούν μόνο τη συγκεκριμένη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και αυτή μόνο αρνητικά. το οποίο κατά παραδρομή. δεν παραπέμπει στο άρθρ. α΄ Σχ. τον καθού η εκτέλεση και προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού7.Σ.Πολ. 1036 § 1 εδ. Ι § 117.λπ. V) Συνέπειες της ασκήσεως της αναγγελίας. προκειμένου η αναγγελία να παραγάγει το αποτέλεσμα που αναφέρεται πιο κάτω της ισχύος της ως αυτοτελούς κατασχέσεως. 8.Σ. (10) § 1 εδ. να την λάβει υπόψη στη διανομή. εφ' όσον το πλειστηρίασμα είναι αρκετό για την ικανοποίηση όλων των δανειστών (του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων).490 § 441 – Αναγγελία των δανειστών ρηνοδικείου του τόπου της εκτελέσεως. Για το ζήτημα. ΚΠολΔ 972 (1036) § 1 εδ. IV) Συνέπειες της παραλείψεως κ.Σ. ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει. 7. ο οποίος οφείλει να κάνει τη σχετική σημείωση στο περιθώριο της εγγραφής της κατασχέσεως8. Εκτός αυτού. Οφείλει να την αναφέρει και να τη δέχεται ή να την αποκρούει. 9. Βλέπε πιο κάτω στοιχ. α΄. όπως προκύπτει από το άρθρ. 972 (1036) § 1 εδ. 1134 του Σχεδ. και ούτε απλά στη σύνταξη του πίνακα κατατάξεως. αν δεν γίνει η αναγγελία κάποιας απαιτήσεως μέσα στην προθεσμία που αναφέρθηκε πιο πάνω και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. δ΄ Α. αυτός που εμφανίζεται ως δικαιούχος δεν υπολογίζεται και δεν μπορεί να συμμετάσχει σύμφωνα με τη σειρά του στη διανομή του πλειστηριάσματος. αν είναι απαραίτητη η υπογραφή από πληρεξούσιο δικηγόρο.Ε. Γ) Το αναγγελτήριο πρέπει να κοινοποιείται προς τον επισπεύδοντα. αν αυτός που αναγγέλλεται δεν κατοικεί σ' αυτή την περιφέρεια. πάντως δε να τη συμπεριλάβει στη σύνταξη του πίνακα κατατάξεως. ΚΠολΔ 1106 (1070) § 3. όπως λέχθηκε. Αποτέλεσμα αυτού χωρίς άλλο είναι ότι. V. οι δανειστές οφείλουν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους. πρέπει να επιδοθεί και προς τον υποθηκοφύλακα της περιφέρειας της τοποθεσίας του ακινήτου. πιο πάνω τ. αν επιθυμούν να ληφθούν υπόψη στη διανομή του πλειστηριάσματος. δ΄ Σχ. Εννοείται ότι δεν αποκλείεται η επιδίωξη της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως από άλλη περιουσία του οφειλέτη. 1036 § 1 εδ. βλ. α΄ Α.Ε. Αρχικώς ήταν δυνατή η επίδοση και την Κυριακή ή άλλη εξαιρετέα από το νόμο προθεσμία. γ) υπογραφή αυτού που αναγγέλλεται ή του πληρεξουσίου του5. δ΄. Α) Αν ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα αναγγελία. Δ) Τα έξοδα της αναγγελίας βαρύνουν αυτόν που αναγγέλλεται και δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα της εκτελέσεως9.Δ. Β) Δεν ακολουθεί άλλη κύρωση. Β) Η επίδοση της αναγγελίας α) διακόπτει 5. 6. της αναγγελίας. Α) Όπως παρατηρήθηκε και πιο πάνω.Πολ.6.Ε.Δ. α΄ ΚΠολΔ 1006 (1070) § 3. 1101 § 1 εδ. με τις προϋποθέσεις και διατυπώσεις του κοινού δικαίου.. .Σ. ΚΠολΔ 972 (1036) § 1 εδ. που οφείλει να την σημειώσει στο περιθώριο της εγγραφής της κατασχέσεως.Σ. γιατί συνήθως ελλείπει η έστω φαινομενική κατάσχεση. β΄ Σχ. Ε) Η αναγγελία. είναι χωρίς άλλο άκυρη και η αναγγελία ως προς τη συνέπεια της ισχύος της ως κατασχέσεως. 1070 § 3 εδ.Σ. που έγινε νόμιμα και εμπρόθεσμα. 1101 § 2 εδ. β΄ Α. δεν ματαιώνεται ούτε απλά αναστέλλεται για το λόγο που εκτέθηκε. αν οι ακυρότητες της αρχικής κατασχέσεως επηρεάζουν και την αναγγελία που ισοδυναμεί με κατάσχεση. εκτός αν συντρέχει άλλος νόμιμος λόγος. 11. β΄ Α.Ε. η οποία εξακολουθεί και έχει τις συνέπειές της που εκτέθηκαν πιο πάνω12. 12. 10. . Με άλλα λόγια. αριθ.Δ. ενώ εξ' άλλου όσο υπάρχει η αναγγελία που έχει τη θέση κατασχέσεως.Δ. 3. 1134 § 3 εδ.Πολ. β΄. ισχύει και στην περίπτωση αναβολής ή ματαιώσεως του πλειστηριασμού.Πολ. Αλλιώς είναι συνήθως το πράγμα στις περιπτώσεις της πρώτης κατηγορίας. δηλαδή για έλλειψη κατασχέσεως. για την ικανοποίηση της οποίας αυτή έγινε10. εφ' όσον αυτός γίνει μεταγενέστερα και γεννά τα αποτελέσματά της.Ε. όπως εκτέθηκαν. εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του κοινού δικαίου. ΚΠολΔ 1106 (1070) § 4 εδ. όπως σημειώθηκε και πιο πάνω. β) Επέχει τη θέση οχλήσεως για τον οφειλέτη και τον κάνει υπερήμερο. Α. ΚΠολΔ 972 (1036) § 2 εδ. θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της υπάρξεως (τυπικών) ελαττωμάτων και της ελλείψεως ουσιαστικών προϋποθέσεων. 4) Δημιουργεί έτσι νέα (αυτοτελή) δέσμευση του πράγματος που έχει ήδη κατασχεθεί. απ' τη στιγμή αυτή και μετά επέχει τη θέση της αυτοτελούς κατασχέσεως υπέρ του αναγγελθέντος δανειστή11. Στις περιπτώσεις της δεύτερης κατηγορίας θα πρέπει να δίνεται αρνητική απάντηση.Κ. Σχ. εφόσον στη θέση του επισπεύδοντος υποκατασταθεί αυτός που αναγγέλθηκε ή άλλος δανειστής σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που εκτίθενται στον οικείο τόπο και σύμφωνα με τις εκεί περιγραφόμενες διατυπώσεις. ΣΤ) Γεννήθηκε υπό το προϊσχύσαν δίκαιο. Η θεωρητική και πρακτική σημασία αυτής της δεσμεύσεως συνίσταται στο ότι η απόσβεση της αρχικής κατασχέσεως που γίνεται ενδεχομένως με παραίτηση αυτού που επέβαλε την κατάσχεση μετά την άσκηση αυτής της αναγγελίας δεν προκαλεί την άρση της δικαστικής δεσμεύσεως του πράγματος που κατασχέθηκε. 264. 1036 § 2 εδ.§ 441 – Αναγγελία των δανειστών 491 την παραγραφή της απαιτήσεως. προς τον υποθηκοφύλακα. η οποία εξακολουθεί την κανονική πορεία της. Κατ' αρχήν. Βλέπε πιο πάνω §§ 397 και 399. β΄.Σ. για έλλειψη προϋποθέσεων ή για τυπικούς λόγους.Ε. και νομίζουμε ότι και υπό το ισχύον δίκαιο μπορεί να γεννηθεί το ζήτημα. και η αναγγελία επιδόθηκε. β΄. αν η αρχική κατάσχεση είναι άκυρη. η διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Γ) Αν η αναγγελλόμενη απαίτηση στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο. Πολ. Α) Σύμφωνα μ’ αυτά που εκτέθηκαν πιο πάνω οι αναγγελθέντες δανειστές υποχρεούνται να φέρουν στοιχεία.Δ.Σ. II) Προσαγωγή των αποδεικτικών στοιχείων από τους αναγγελθέντες δανειστές.Ε. την επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου του εκτελεστού τίτλου που αποδεικνύει. συμβολαιογραφικών και άλλων δημοσίων εγγράφων ή και ιδιωτικών εγγράφων. 1101 § 3 Α.λπ. Β) Γι' αυτό το σκοπό προβλέπεται από τον ΚΠολΔ η τήρηση παρεμπίπτουσας διαδικασίας. ΚΠολΔ 972 (1036) § 1 Σχ. παραγγέλλει.Πολ.λπ. Αυτή η απόδειξη μπορεί να γίνει κυρίως με την προσαγωγή δικαστικών αποφάσεων. Σ. αλλά και απαιτήσεων που στερούνται νομικού ερείσματος και ανύπαρκτων. όχι μόνο βασίμων και υπαρκτών.. Βλέπε σχετικά πιο πάνω τ. Σ. Αυτό.Δ. οριστικής δε ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου (της εκτελέσεως). 938 και 989. ΙΙ § 276. προκειμένου να προβεί στην έναρξη κ. και συνεπώς δεν θα έχει άλλο στοιχείο να προσκο13. τουλάχιστον σύμφωνα μ' αυτόν. στους οποίους στηρίζουν τις αξιώσεις τους που αναφέρθηκαν. Πολ. 14.λπ. προκύπτει απ' το γεγονός ότι ο επισπεύδων.Ε. την απαίτηση του κ. το οποίο ρητά όριζε το προγενέστερο δίκαιο15. σύμφωνα μ' αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Γ) Ο επισπεύδων δεν είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κατάθεση παρόμοιων δικαιολογητικών.Δ. είναι επόμενο να επιβάλλεται η κατά κάποιο δικονομικό τρόπο επαλήθευσή τους από νομική και ουσιαστική πλευρά. του 1834. 15. χωρίς αυτή να συμπεριλαμβάνεται14. Εννοείται ότι δεν εμποδίζονται και ίσως ενδείκνυται να το κάνουν αυτό και πριν από τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού και μάλιστα συγχρόνως ή παράλληλα με την επίδοση των αναγγελιών τους. Β) Οι δανειστές που αναγγέλθηκαν δεν καλούνται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού ή από κάποιον άλλο για να καταθέσουν τους τίτλους τους κ. 1036 § 1 ΚΠολΔ 1006 (1070) § 3 Σχ. αλλά οφείλουν να το κάνουν αυθόρμητα και μάλιστα μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την ημέρα της διενέργειας του πλειστηριασμού.Σ. Α) Δεδομένου ότι δεν αναγράφεται από το ισχύον δίκαιο κανένας περιορισμός για το τυπικά παραδεκτό της αναγγελίας και εν όψει του ενδεχομένου της προβολής μέσω των αναγγελιών. . 1104 § 1 Α. τα οποία έχουν αποδεικτική δύναμη κατά το ισχύον δίκαιο13.492 § 442 – Επαλήθευση των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν Τίτλος Τρίτος Επαλήθευση των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν § 442 Ι) Γενικές παρατηρήσεις. που να αποδεικνύουν τη βασιμότητα των απαιτήσεων που αυτοί προβάλλουν. της προδικασίας και της κυρίας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. 1070 § 3. προεισαγωγικής και προπαρασκευαστικής μεν ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. § 442 – Επαλήθευση των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν 493 μίσει επί πλέον. Δ) Αν κάποιος απ' τους δανειστές που αναγγέλθηκαν δεν έχει τίτλους ή άλλα έγγραφα, οφείλει να το δηλώσει μέσα στην προθεσμία που αναφέρεται πιο πάνω. Η παράλειψη αυτής της εμπροθέσμου δηλώσεως δημιουργεί τον κίνδυνο ν' απορριφθεί η αναγγελία όχι μόνο ως αναπόδεικτη αλλά, και κατά κάποια γνώμη όχι ορθή κατά την άποψη μας, και ως απαράδεκτη. Ε) Μεταγενέστερη προσαγωγή των αποδεικτικών των απαιτήσεων που αναγγέλλονται, τίτλων ή άλλων στοιχείων αποδεικτικών τους είναι κατά κανόνα απαράδεκτη. Εξαίρεση ισχύει, μόνο εφ' όσον συντρέχουν οι αναπτυσσόμενες στον οικείο τόπο προϋποθέσεις, λόγω ανωτέρας βίας κ.λπ.16, της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, οπότε πρέπει να τηρηθούν οι επιβαλλόμενες γι' αυτό διατυπώσεις. Σύμφωνα με την ορθότερη γνώμη, αυτό το απαράδεκτο ισχύει όχι μόνο μέχρι τη σύνταξη του πίνακα κατατάξεως, αλλά και αργότερα και μάλιστα και κατά τη συζήτηση της ανακοπής που έχει ασκήσει ενδεχομένως ο ενδιαφερόμενος δανειστής κατά του πίνακα κατατάξεως. ΣΤ) Κάτι διαφορετικό ισχύει σχετικά με την προσαγωγή αποδεικτικών στοιχείων για την αντίκρουση τυχόν αντιρρήσεων που προσβάλλονται κατά των αναγγελλομένων απαιτήσεων. Ζ) Σύμφωνα με την ορθότερη, όπως ειπώθηκε, άποψη η μη εμπρόθεσμη κατάθεση των παραπάνω αποδεικτικών εγγράφων κ.λπ. των αναγγελλομένων απαιτήσεων δεν καθιστά τις (σχετικές) αναγγελίες εκ των υστέρων απαράδεκτες, αλλά δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες, αν όχι πλήρη αδυναμία κατατάξεώς τους. ΙΙΙ) Αντιρρήσεις κατά των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν. Α) Σύμφωνα με το προγενέστερο δίκαιο17, κατά της παραδοχής των αναγγελιών μπορούσαν να προβληθούν και να διατυπωθούν αντιρρήσεις κυρίως μεν από τον καθού η εκτέλεση, ενδεχομένως όμως και από τον επισπεύδοντα και τους υπόλοιπους δανειστές που αναγγέλθηκαν, και τουλάχιστον από εκείνους, των οποίων οι απαιτήσεις στηρίζονταν σε εκτελεστό τίτλο ενόψει των συνεπειών που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Β) Ο ΚΠολΔ18 ορίζει ότι, εάν το εκπλειστηρίασμα δεν αρκεί για την ικανοποίηση του υπερού η εκτέλεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν, ο υπερού ή ο καθού η εκτέλεση και οι αναγγελθέντες δανειστές δικαιούνται μέσα σε πέντε ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας για αναγγελία να υποβάλουν παρατηρήσεις στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και γι' αυτό συντάσσεται έκθεση. Γ) Σε κάθε περίπτωση, ο ΚΠολΔ ορίζει ότι ο καθού η εκτέλεση δικαιούται να ασκήσει ανακοπή κατά της 16. Πρβλ. σχετικά πιο πάνω τ. Ι § 157. 17. Βλ. Πολ.Δ. § 938. 18. ΚΠολΔ 974 (1038) εδ. α΄. 494 § 443 – Διανομή του πλειστηριάσματος αναγγελίας μέχρι την ημέρα διανομής του πλειστηριάσματος19. Το ίδιο δικαίωμα όμως νομίζουμε ότι πρέπει να αναγνωρίζεται και στον επισπεύδοντα και στους υπόλοιπους (εκτός από αυτόν που αποκρούεται) δανειστές που αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα, όχι μόνο γιατί συνάγεται από τις γενικές διατάξεις περί ανακοπής κατά δικαστικών και εξωδίκων πράξεων των άρθρ. 583 (601) επ. ΚΠολΔ, αλλά και γιατί στηρίζεται στο έννομο συμφέρον τους που αναμφισβήτητα συντρέχει, όπως σημειώθηκε και αμέσως πιο πάνω, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση, όπως και σε άλλες εκπληρώνει και νομιμοποιητική λειτουργία. Η ανακοπή ασκείται σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρ. 583 (601) επ. ΚΠολΔ20 και πρέπει να επιδίδεται αμελλητί στον υπάλληλο του πλειστηριασμού21. Η ανακοπή εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της εκτελέσεως και δικάζεται σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου. Σ' αυτή τη δίκη μπορούν να παρέμβουν, εκτός από τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται σύμφωνα με το κοινό δίκαιο και τα υπόλοιπα υποκείμενα της αναγκαστικής εκτελέσεως, ακόμη και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Οι περισσότερες ανακοπές που ενδεχομένως ασκούνται συνεκδικάζονται ως συναφείς. Τίτλος Τέταρτος Διανομή του πλειστηριάσματος § 443 Ι) Εισαγωγή. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που εκτέθηκαν αμέσως πιο πάνω, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει να προβεί κατόπιν στις ενέργειες που επιβάλλονται από το νόμο. ΙΙ) Καταβολή ή συμψηφισμός των εξόδων εκτελέσεως. Α) Κατ' αρχήν ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, να αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα και να καταβάλει στον εαυτό του και στον δικαστικό επιμελητή της εκτελέσεως και στον επισπεύδοντα κ.λπ. τα εκκαθαρισθέντα και οφειλόμενα έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως εκτέθηκαν. Β) Γι' αυτή την καταβολή κάνει αναφορά, επισυνάπτοντας, όπως παρατηρήθηκε, τις αποδείξεις εξοφλήσεως που υπάρχουν στην έκθεση πλειστηριασμού εν συνεχεία της εκθέσεως κατακυρώσεως ή περαιτέρω εν συνεχεία της εκθέσεως λήψεως του πλειστηριάσματος. ΙΙΙ) Ικανοποίηση των δανειστών. Α) Μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτελέ19. ΚΠολΔ 971 (1035) § 2 Σχ.Πολ.Δ.Σ.Ε. 1101 § 3 Α.Ε. 1035 § 3 ΚΠολΔ 1006 (1070) § 3 Σχ.Πολ.Δ.Σ.Ε. 1134 § 3 Α.Ε. 1070 § 3. 20. Βλ. πιο πάνω τ. ΙΙ § 293. 21. Άρθρ. 971 παρ. 2 ΚΠολΔ. § 444 – Καταβολή στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη 495 σεως, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού προβαίνει στην ικανοποίηση των δανειστών, δηλαδή του επισπεύδοντα για το ποσό της επιβολής της κατασχέσεως ή μάλλον της απαιτήσεως, για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση και των υπόλοιπων δανειστών, που, όπως λέχθηκε, αναγγέλθηκαν ενόψει της αναγγελίας του καθενός. Η πληρωμή γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, που λαμβάνει από το ταμείο το κατατεθέν ποσό που χρειάζεται κάθε φορά ή εκδίδει γραμμάτιο ή εντολή πληρωμής στο συγκεκριμένο ταμείο. Β) Για κάθε μια από αυτές τις πληρωμές λαμβάνει τη σχετική ενυπόγραφη απόδειξη, η οποία συντάσσεται κατόπιν στην έκθεση του πλειστηριασμού ή χωριστά και επισυνάπτεται σ' αυτή την έκθεση, κάνοντας σχετική αναφορά σ' αυτή. Τίτλος Πέμπτος Καταβολή στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη κ.λπ. § 444 Ι) Εισαγωγή. Όπως λέχθηκε, είναι μερικές φορές ενδεχόμενο μετά την πληρωμή των εξόδων κ.λπ. της εκτελέσεως και την ικανοποίηση των δανειστών (του επισπεύδοντος και αυτών που αναγγέλθηκαν προσηκόντως) να παραμένει υπόλοιπο από το πλειστηρίασμα. Β) Αυτό το υπόλοιπο, πρέπει κατά κανόνα τουλάχιστον να καταβληθεί στον καθού η εκτέλεση. ΙΙ) Τρόπος κ.λπ. καταβολής. Α) Το υπόλοιπο απ' το πλειστηρίασμα που απομένει σύμφωνα με τα παραπάνω, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει να καταβάλει ή σε μετρητά, παίρνοντας το από το πιο πάνω ταμείο, ή με έκδοση γραμματίου ή εντολής προς το ταμείο αυτό, στον καθού η εκτέλεση. Β) Είναι αδιάφορο, αν ο καθού η εκτέλεση είναι ο οφειλέτης ή ο τρίτος κύριος ή διακάτοχος του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου. Γ) Για την πιο πάνω καταβολή ο καθού η εκτέλεση πρέπει να υπογράψει απόδειξη, που συντάσσεται μετά την έκθεση πλειστηριασμού ή χωριστά και επισυνάπτεται στην ίδια έκθεση, όπου γίνεται σχετική αναφορά σ' αυτή. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ ΚΑΤΑΤΑΞΕΩΣ* Τίτλος Πρώτος Γενικές Παρατηρήσεις § 445 *Ειδική βιβλιογραφία: Χ. Φραγκίστα: Τόκοι των εις τον πίνακα κατατάξεως καταταγεισών απαιτήσεων και έκτασις της παύσεως αυτών από της τελεσιδικίας, στο έργο: Φραγκίστα, Γνωμοδοτήσεις (1980) 906 επ. Horst: Das Verteilungsverfahren nach der Z.P.O. (διατρ. επί διαδκτ. Παν/μίου Κολωνίας (1959). Ι) Προϋποθέσεις. Περιπτώσεις1. Α) Συνήθως το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε κ.λπ. δεν είναι αρκετό για την πληρωμή των εξόδων της αναγκαστικής εκτελέσεως και για την ικανοποίηση των δανειστών (επισπεύδοντος και αυτών που αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα και προσηκόντως). Β) Εφ' όσον διαπιστώνεται αυτό, καθίσταται αναγκαία η διαδικασία της κατατάξεως για το σκοπό της διανομής του πλειστηριάσματος, σύμφωνα με τους ορισμούς του ισχύοντος δικαίου. ΙΙ) Αρμοδιότητα. Α) Αρμόδιος για τη σύνταξη του πίνακα κατατάξεως είναι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ή, σε περίπτωση που δε μπορεί αυτός κ.λπ., ο αναπληρωτής ή διάδοχός του σύμφωνα με το νόμο, ο οποίος οφείλει να προβεί στη σύνταξη μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε για να προβληθούν παρατηρήσεις κατά των αναγγελιών των δανειστών2. Β) Η μη τήρηση της παραπάνω προθεσμίας δεν καθιστά τον πίνακα κατατάξεως που συντάσσεται αργότερα ελαττωματικό (απαράδεκτο κ.λπ.), αλλά δημιουργεί ενδεχομένως πειθαρχική κυρίως ευθύνη, χωρίς να αποκλείεται και κάθε άλλη ευθύνη, εφ' όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της. 1. Η έκθεση των σχετικών ζητημάτων γίνεται στο κείμενο ενόψει των σχετικών διατάξεων του ΚΠολΔ και των συναφών νομοθετημάτων. Διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. ή άλλων ειδικών νομοθετημάτων αναφέρονται σπανίως και παρεπιπτόντως. 2. ΚΠολΔ 974 (1038), 1006 (1070) § 3 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1103 § 1, 1134 § 3 Α.Ε. 1038/1070 § 3. § 446 – Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως 497 Τίτλος Δεύτερος Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως* § 446 *Ειδική βιβλιογραφία: Κ. Μπέη: Η κατάταξη των δανειστών εν τω πινάκι διανομής εν τη διαδικασία της πτωχεύσεως κ.λπ. ΕΕΝ. ΛΣΤ 406 επ. Γνωμ. Στ. Δεληκωστοπούλου. Α. Σινανιώτου: Προνόμιο δικηγορικών αμοιβών ΕΕΝ ΛΣΤ 137. Ε. Δημητρακοπούλου: Οι διατάξεις του νέου ΚΠολΔ περί εργατικών διαφορών και προνομιακής ικανοποιήσεως Δελτ. Εργ. Νομ. ΚΔ 625 επ. Β. Διγενοπούλου: Το προνόμιο των δικηγορικών αμοιβών Ν.Δικ.ΚΕ 165 επ. Χ. Βαρδάκη: Τινά περί προνομίου των εργαζομένων την αναγκαστικήν εκτέλεσιν τον ΚΠολΔ ΕΕΔ ΚΖ 593 επ. Ι) Γενικές παρατηρήσεις. Α) Εφ' όσον, όπως κατ' επανάληψη λέχθηκε, η σύνταξη του πίνακα κατατάξεως γίνεται αναγκαία λόγω της ανεπαρκείας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση όλων των δανειστών που δικαιούνται να συμμετέχουν στη διανομή του (επισπεύδοντος και αναγγελθέντων), επιβάλλεται από τα πράγματα η μερική ικανοποίησή τους, με μια ορισμένη αναγκαία θυσία στο προκείμενο στάδιο. Β) Θεωρητικά και βασικά το ισχύον δίκαιο καθιερώνει (όπως και το προγενέστερο δίκαιο) το σύστημα της καλούμενης σύμμετρης (ανάλογα με το μέγεθος κάθε απαιτήσεως) απ' τη μια και χωρίς κάποιες προτιμήσεις απ' την άλλη ικανοποιήσεως των δανειστών που εμφανίστηκαν (επισπεύδοντος και αυτών που αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα), το οποίο διακρίνεται και διαφέρει από το σύστημα της προνομιακής κατατάξως και ικανοποιήσεως ορισμένων απαιτήσεων κάποιων δανειστών. Γ) Σύμφωνα με το (πρώτο) σύστημα (της σύμμετρης ικανοποιήσεως) κάθε δανειστής που συμμετέχει στην ομάδα διανομής, κατατάσσεται σύμμετρα, δηλαδή ανάλογα με το ποσό της απαιτήσεώς του, η οποία αναγνωρίσθηκε και δεν αμφισβητήθηκε σε σχέση με το ποσό του πλειστηριάσματος που πρέπει να μοιραστεί, δηλαδή για ποσό μικρότερο, ενόψει και ανάλογα με το μέγεθος των υπόλοιπων απαιτήσεων, που αναγνωρίσθηκαν και δεν αμφισβητήθηκαν, των άλλων δανειστών. Δ) Με σύστημα, συναφές με το πρώτο, που στηρίζεται στην αρχή της ισότητας, οι παραπάνω δανειστές ικανοποιούνται με την ίδια σειρά, χωρίς να γίνεται προτίμηση ενός ή περισσοτέρων απ' αυτούς, ούτε αυτού που έκανε πρώτος την κατάσχεση και του επισπεύδοντα κ.λπ., καθώς, όπως σημειώθηκε, η κατάσχεση δε δημιουργεί προνόμιο υπέρ ενός ή μερικών από αυτούς. Ε) Αλλά ενώ η πρώτη αρχή τηρείται με συνέπεια, κατά τον καθορισμό των λεπτομερειών των διαφόρων θεμάτων, η δεύτερη αρχή διασπάται και στην πραγματικότητα ανατρέπεται με την καθιέρωση και αναγνώριση τόσο από τον ΚΠολΔ όσο και από ατέλειωτη σειρά διαφόρων ειδικών νομοθετημάτων, προνομίων ποικίλης μορφής και εκτάσεως, από τα οποία ορισμένα μπορούν να δικαιολογηθούν από μια ή περισσότερες πλευρές (νομικά, κοινωνικά, οικονομικά) 498 § 446 – Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως αλλά όμως, τα οποία είναι και περισσότερα, στερούνται επαρκούς νομοθετικής δικαιολογίας, είναι απεριόριστα σε έκταση και τέλος αναρίθμητα. Η δύναμη και η ισχύς των προνομίων συνίσταται (περίπου) στο ότι οι δανειστές ή οι απαιτήσεις υπέρ των οποίων αυτά καθιερώνονται, ικανοποιούνται ή μάλλον κατατάσσονται, για να ικανοποιηθούν πριν από τους άλλους δανειστές ή τις απαιτήσεις. ΣΤ) Τα προνόμια είναι ή προσωπικά, και ισχύουν υπέρ ορισμένων προσώπων ή κατηγοριών, ή προνόμια απαιτήσεων, που αφορούν ορισμένες απαιτήσεις, ανεξάρτητα από το πρόσωπο του δικαιούχου ή του φορέα. Αυτά της πρώτης κατηγορίας είναι σπάνια, αν όχι ανύπαρκτα. Ζ) Εξ' άλλου τα προνόμια διακρίνονται ανάλογα με την έκταση και το αντικείμενό τους σε γενικά ή καθολικά προνόμια, τα οποία εκτείνονται σε ολόκληρη την περιουσία του οφειλέτη και παρέχουν εξουσία ή δικαίωμα ικανοποιήσεως κατά προτίμηση, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και αν κατασχεθεί ή πλειστηριασθεί, όπως π.χ. το προνόμιο των εξόδων της τελευταίας ασθένειας του οφειλέτη κ.λπ. και μερικά ή ειδικά προνόμια, που ανάγονται σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία ή αντικείμενα, όπως είναι το προνόμιο από το ενέχυρο κ.λπ. Η) Περαιτέρω μεταξύ των προνομίων της ίδιας τάξεως ή κατηγορίας καθιερώνεται σειρά προτιμήσεως, όπως εκτίθεται ειδικά πιο κάτω. Θ) Ο πίνακας κατατάξεως καθορίζει τη σειρά κατατάξεως και το ποσό, το οποίο θα καταβληθεί για κάθε απαίτηση. Κατόπιν (πιο κάτω) αναφέρονται κυρίως αυτά που προβλέπονται από τον ΚΠολΔ και ορισμένα βασικά νομοθετήματα. ΙΙ) Κατάταξη σε κατάσχεση ημεδαπών νομισμάτων ή κατάσχεση και πλειστηριασμό κινητών πραγμάτων. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, ο πίνακας κατατάξεως περιλαμβάνει, ή μάλλον μπορεί να περιλαμβάνει, τις επόμενες κατηγορίες ή τάξεις δανειστών ή απαιτήσεων. Α) Τους γενικούς προνομιούχους δανειστές ή τις απαιτήσεις που ασφαλίζονται με γενικά προνόμια. Σ' αυτή την τάξη ή κατηγορία υπάγονται: α) Οι απαιτήσεις για τα έξοδα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως3. Σ' αυτό περιλαμβάνονται τα έξοδα του απογράφου και αντιγράφου, της επιταγής, της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως, των επιδόσεων, της κατασχετήριας εκθέσεως και των προγραμμάτων του πλειστηριασμού ή περιλήψεων κατασχετηρίου εκθέσεως, των δημοσιεύσεων περιλήψεων στις εφημερίδες, των διακηρύξεων κ.λπ.4. Τα ποσά αυτά εκκαθαρίζονται προκαταρκτικά και προσδιορίζονται, όπως λέχθηκε, από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Είναι προφανές ότι στο αναφερόμενο προνόμιο δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα προηγούμενης ή άλλης (ανεξάρτητης) διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως και τα έξοδα της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε ο 3. ΚΠολΔ 975 (1039) αριθ. 1 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1105 αριθ. 1 Α.Ε. 1039 αριθ. 1. 4. Πρβλ. πιο πάνω §§ 404-405. § 446 – Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως 499 εκτελεστός τίτλος, βάσει του οποίου έγινε η εκτέλεση για την οποία πρόκειται. β) Οι απαιτήσεις για τα έξοδα της κηδείας του οφειλέτου, της (ή του) συζύγου και των παιδιών του. Ως προς αυτά αναγράφεται ο χρονικός περιορισμός, ότι απολαμβάνουν το προνόμιο που αναφέρθηκε, μόνο εφόσον γεννήθηκαν ή προέκυψαν κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες πριν από τη μέρα της διεξαγωγής, του πλειστηριασμού5. Εννοείται ότι αυτό το προνόμιο περιλαμβάνει μόνο τα παραπάνω έξοδα που αποδεικνύονται με τον κατάλληλο τρόπο, εφ’ όσον ανταποκρίνονται στην κοινωνική θέση, την συνηθισμένη (πριν από την επέλευση της οικονομικής ανέχειας) οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και της οικογένειάς του και στις κρατούσες κάθε φορά αντιλήψεις και συνθήκες στην κοινωνία. γ) Οι απαιτήσεις, που προέρχονται από τα έξοδα, που έγιναν για την νοσηλεία (και θεραπεία) του οφειλέτη, της (ή του) συζύγου και των παιδιών του (σε γιατρούς, μαίες, νοσοκόμες και ιατρικά)6. Και στην προκειμένη περίπτωση το προνόμιο αναγνωρίζεται για τα έξοδα, που ανταποκρίνονται στις ανάγκες που εμφανίζονται κάθε φορά εν όψει της κοινωνικής, της συνηθισμένης (πριν από την εμφάνιση των οικονομικών δυσκολιών) οικονομικής καταστάσεως του οφειλέτη και της οικογένειάς του, και του κινδύνου της ζωής ή της υγείας των προσώπων για τα οποία πρόκειται, που αντιμετωπίσθηκε κάθε φορά. Εξ' άλλου το προνόμιο τόσο αυτής όσο και της προηγούμενης κατηγορίας ή τάξεως (των εξόδων της κηδείας του οφειλέτη κ.λπ.) έχουν προϋπόθεση την μη κάλυψη των απαιτήσεων από άλλη αιτία (π.χ. από κοινωνική ασφάλιση, ασφάλιση δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ενδεχομένως από ιδιωτική ασφάλιση κ.λπ.). δ) Οι απαιτήσεις για την παροχή τροφίμων για τη συντήρηση του οφειλέτη (ή του καθού η εκτέλεση) της (ή του συζύγου και των παιδιών, εφ' όσον γεννήθηκαν ή προέκυψαν στους τελευταίους έξι μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού (χωρίς να συμπεριλαμβάνεται αυτή)7. Και για την έκταση αυτού του προνομίου θα πρέπει να τονισθεί ότι, εκτός από την προσήκουσα απόδειξη των απαιτήσεων αυτών των δανειστών, αυτές περιλαμβάνονται σ’ αυτό, εφ’ όσον ανταποκρίνονται στις ανάγκες που υπάρχουν κάθε φορά εν όψει και της συνηθισμένης (πριν από την οικονομική ανέχεια) ζωής του οφειλέτη και της οικογένειάς του. ε) Απαιτήσεις από παροχή εξαρτημένης εργασίας, απαιτήσεις δασκάλων, καθώς και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού. Οι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγό5. ΄Αρθρ. 975 αριθμ. 1. 6. ΚΠολΔ 975 (1039) αριθ. 2. Σχ.Πολ.Δ.Σ.Ε. 1105 αριθ. 2. Α.Ε. 1039 αριθ. 2. 7. ΚΠολΔ 975 (1039) αριθ. 3. Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1105 αρ. 3 Α.Ε. 1039 αριθ. 3. 500 § 446 – Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως ρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο προέκυψαν. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης8,9. Οι απαιτήσεις αγροτών ή αγροτικών συνεταιρισμών από πώληση αγροτικών προϊόντων αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης10. ζ) Οι απαιτήσεις του Δημοσίου, των δήμων ή κοινοτήτων από φόρους, που προσδιορίστηκαν από την αξία της προσόδου ή το είδος των πραγμάτων που πλειστηριάσθηκαν και που αφορούν το έτος, στο οποίο έγινε ο πλειστηριασμός και το προηγούμενο απ' αυτό11. Όπως προκύπτει απ' τις διατυπώσεις της σχετικής διατάξεως, το προνόμιο αυτό περιορίζεται στις απαιτήσεις από φόρους του Δημοσίου και των δήμων και κοινοτήτων δύο το πολύ ετών, που προσδιορίζονται από το εισόδημα ή το είδος του πράγματος που πλειστηριάζεται, π.χ. οικοπέδου κ.λπ., εφ' όσον εννοείται, στην τελευταία περίπτωση, δεν γεννιέται θέμα αντισυνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων του νόμου, οι οποίες επιβάλλουν και καθορίζουν αυτή τη φορολογία. Πέρα όμως από αυτό το προνόμιο, τόσο ο ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/74) όσο και πολλά άλλα νομοθετήματα, λίαν αμφίβολης συνταγματικότητας, καθιερώνουν προνόμια. Η απόλυτη εφαρμογή των γενικών προνομίων απορροφά συνήθως όλο το πλειστηρίασμα και τα οποία κάθε μέρα επεκτείνονται και αυξάνονται χωρίς να υπολογίζονται άμεσες και παρεπόμενες και αντανακλαστικές ενέργειές τους. Κάποιος φραγμός τίθεται για τα παραπάνω προνόμια με τον χρονικό περιορισμό της γεννήσεως των αντιστοίχων απαιτήσεων, ο οποίος έμμεσα αντανακλά στο ποσό των προνομιακών απαιτήσεων που αναγνωρίζονται σύμφωνα με τα πιο πάνω12. Β) Ο πίνακας κατατάξεως περιλαμβάνει ή μπορεί να περιλαμβάνει κατόπιν τους ειδικούς προνομιούχους δανειστές ή τις απαιτήσεις που ασφαλίζονται με ειδικό προνόμιο, δηλαδή με προνόμιο πάνω σε ορισμένο κινητό πράγμα ή σε ποσότητα χρημάτων. Σ' αυτή την κατηγορία ή τάξη ανήκουν: α) Οι απαιτήσεις για τις οποίες ο δανειστής έχει ενέχυρο πάνω στο πράγμα που πλειστηριάσθηκε13. Αυτό το προνόμιο αναγνωρίζεται σαν φυσική συνέπεια του εμπράγματου δικαιώματος του 8. ΚΠολΔ 975 (1039) αρ. 3. Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1105 αρ. 3 Α.Ε. 1039 αρ. 3. 9. ΚΠολΔ άρθρ. 975 αριθμ. 3. 10 ΚΠολΔ άρθρ. 975 αριθμ. 4. 11. ΚΠολΔ άρθρ. 975 αριθ. 5. 12. Δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί και να λεχθεί με σχετική βεβαιότητα, ότι δεν υπάρχουν αναγραμμένα κι άλλα παρεμφερή προνόμια στην πληθώρα των νομοθετημάτων των τελευταίων δεκαετιών. 13. ΚΠολΔ 976 (1049 αριθ. 1. Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1106 αριθ. 1. Α.Ε. 1040 αριθ. 1. § 446 – Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως 501 ενεχύρου, το οποίο αλλιώς θα καθίστατο ουσιαστικά χωρίς σημασία. Το προαναφερθέν προνόμιο ισχύει αδιάφορα του ποιός επέσπευσε την διεξαγωγή του πλειστηριασμού με την επιβολή της κατασχέσεως κλπ. Παράλληλα υπάρχουν τα προνόμια του ενεχύρου, που καθιερώνονται με διάφορες ειδικές διατάξεις. β) Οι απαιτήσεις από έξοδα, που έγιναν για να διατηρηθεί κάποιο πράγμα14. Είναι προφανής η νομοθετική δικαιολογία της καθιερώσεως αυτού του προνομίου και το συμφέρον του ιδιοκτήτη και συνήθως και της εθνικής οικονομίας να επιβάλλει την καταβολή δαπανών για τη διατήρηση του πράγματος, οι οποίες είναι δίκαιο να ικανοποιούνται (αν, πράγματι, καταλήγει συνήθως να ικανοποιούνται) προνομιακά. Το παραπάνω προνόμιο αναγνωρίζεται μόνο για τα έξοδα, που έγιναν για τη διατήρηση, προφύλαξη, διάσωση ή επισκευή, και ήταν απαραίτητα για τη διατήρηση του πράγματος που πλειστηριάσθηκε. Συνεπώς, δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν για την βελτίωση ή την κατασκευή του πράγματος. Παλιότερα, αλλά και τώρα εξακολουθεί να αμφισβητείται το ζήτημα, αν το προνόμιο που είπαμε ισχύει και για την απαίτηση του δανειστή, που δάνεισε στον οφειλέτη τα απαραίτητα χρήματα για τη διατήρηση του συγκεκριμένου πράγματος. Εφόσον ο σκοπός της διάθεσης του ποσού που είπαμε και η επίτευξή του συμπίπτει και στις τελευταίες περιπτώσεις, νομίζουμε, δεν δικαιολογείται, η αρνητική απάντηση. Αρκεί βέβαια να αποδεικνύεται η διάθεση των χρημάτων που δανείσθηκαν για τον παραπάνω σκοπό. γ) Οι απαιτήσεις, που προήλθαν ή προέκυψαν από την καταβολή εξόδων για την παραγωγή και την συγκομιδή καρπών15. δ) Στο προγενέστερο δίκαιο με ειδικά προνόμια ασφαλίζονταν απαιτήσεις, για τις οποίες δόθηκε εγγύηση, ως προς την εγγύηση αυτή16. Αυτό το προνόμιο δεν αναγράφεται στον ΚΠολΔ. Με τις διατάξεις όμως του άρθρ. 52 αριθ. 12 του ΕισΝΚΠολΔ διατηρούνται οι διατάξεις νόμων, που προβλέπουν το ακατάσχετο της εγγυοδοσίας που έγινε για ειδικό σκοπό. Από τη διατήρηση αυτή θεωρείται ότι συνάγεται, ότι κατ' ουσίαν διατηρείται το προνόμιο που αναφέρθηκε. Γ) Στην τρίτη σειρά ή τάξη περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις των (καλούμενων) εγχειρογράφων ή ανέγγυων δανειστών, δηλαδή εκείνες, που δεν απολαμβάνουν γενικά ή ειδικά προνόμια17. Δ) Ειδικό προνόμιο καθιερώνεται για την ανάληψη του εκπλειστηριάσματος που καταβλήθηκε όταν διατάχθηκε ακύρωση του αναγκαστικού πλειστηριασμού και διεξαγωγή νέου πλειστηριασμού18. ΙΙΙ) Σώρευση ή σύγκρουση προνομίων. Α) Αν συντρέχουν, όπως συνήθως συμ14. ΚΠολΔ 1076 (1040) αριθ. 1. Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1105 αριθ. 2. Α.Ε. 1040 αριθ. 1. 15. ΚΠολΔ 976 (1040) αριθ. 3. Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1106 αριθ. 3 Α.Ε. 1040 αριθ. 3. 16. Πολ.Δ. 941 αριθ. 8. 17. ΚΠολΔ 977 (1041) § 3 αριθ. 8. Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1107 § 3 Α.Ε. 1041 § 3. 18. Πρβλ. κατωτ. § 509. 502 § 446 – Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως βαίνει, περισσότερα προνόμια, εφαρμόζονται ως προς τον καθορισμό της σειράς της κατατάξεως των προνομιούχων απαιτήσεων οι επόμενοι κανόνες: Α) Αν συμπέσουν ή συντρέχουν περισσότερα γενικά προνόμια, προτιμάται και προηγείται στην κατάταξη το σύμφωνα με το νόμο προηγούμενο προνόμιο19 στην σειρά που καθορίζεται από το νόμο και αναφέρθηκε πιο πάνω. Π.χ. η απαίτηση που απολαμβάνει το προνόμιο των εξόδων κηδείας, προτάσσεται της απαιτήσεως, η οποία ασφαλίζεται με το προνόμιο των εξόδων νοσηλείας. Β) Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις, υπέρ των οποίων και καθιερώνονται προνόμια της ίδιας τάξεως ή κατηγορίας (π.χ. αναγγέλλονται περισσότερες απαιτήσεις εξόδων νοσηλείας κ.λπ.), κατατάσσονται σύμμετρα20, δηλαδή σε αναλογία με το ποσό καθεμιάς από αυτές (έναντι του αθροίσματός τους). Γ) Αν αναγγέλλονται περισσότερες απαιτήσεις, που απολαμβάνουν ειδικού προνομίου, προτιμάται και προηγείται στη σειρά της κατατάξεως η απαίτηση, υπέρ της οποίας αναγνωρίζεται το προνόμιο της προηγουμένης, σύμφωνα με τη σειρά τάξεως που καθορίζεται απ' το νόμο και αναφέρθηκε πιο πάνω, αν δε τα προνόμια, μέσω των οποίων ασφαλίζονται αυτές οι απαιτήσεις, είναι του ίδιου βαθμού, κατατάσσονται σύμμετρα, δηλαδή κατά την αναλογία των ποσών κάθε μιας, ενόψει του αθροίσματός τους21. Δ) Αν αναγγέλλονται δανειστές, που οι απαιτήσεις του απολαμβάνουν γενικό προνόμιο και άλλοι δανειστές, που οι απαιτήσεις του εξασφαλίζονται από το ειδικό προνόμιο των εξόδων για την παραγωγή και συγκομιδή καρπών, προτιμούνται και κατατάσσονται στην προηγούμενη τάξη οι απαιτήσεις των πρώτων έναντι των απαιτήσεων των ειδικών προνομιούχων δανειστών που αναφέρθηκαν22. Αν υπάρχουν και απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για τη διατήρηση του πράγματος ή υπέρ των οποίων υπάρχει ενέχυρο, τότε οι απαιτήσεις που ασφαλίζονται με γενικό προνόμιο ικανοποιούνται μέχρι το ένα τρίτο του ποσού που διανέμεται στους πιστωτές από το εκπλειστηρίασμα και τα δύο τρίτα του διατίθενται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων από δαπάνες για τη διατήρηση του πράγματος ή υπέρ των οποίων υπάρχει ενέχυρο. Στο ποσό που μένει μετά την ικανοποίηση των ασφαλιζόμενων απαιτήσεων με γενικά προνόμια ή ειδικά προνόμια λόγω δαπανών για τη διατήρηση του πράγματος ή ενέχυρο κατατάσσονται μέχρι να καλυφθούν από το ένα τρίτο ή τα δύο τρίτα οι απαιτήσεις των άλλων κατηγοριών, που δεν ικανοποιήθηκαν23. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις, που ασφαλίζονται με ενέχυρο, τότε ακολουθεί- 19. ΚΠολΔ 977 (1041) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1107 § 2 Α.Ε. 1041 § 2. 20. ΚΠολΔ 977 (1041 § 2 εδ. α΄ Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1107 § 2 εδ. α΄. Α.Ε. 1041 § 2 εδ. α΄. 21. ΚΠολΔ 977 (1041) § 2 εδ. α΄. Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1107 § 2 εδ. α΄ Α.Ε. 1041 § 2 εδ. α΄. 22. ΚΠολΔ 977 (1041) § 1 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1107 § 1 Α.Ε. 1041 § 1. 23. ΚΠολΔ 977 (1041) § 1 όπως τροποποιήθηκε απ' το ν.δ. 958/1971. § 446 – Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως 503 ται η σειρά του ουσιαστικού δικαίου24. Η ρύθμιση του άρθρου 977 έχει εν τω μεταξύ διασπασθεί από αλλεπάλληλες νομοθετικές διατάξεις που αφορούν στο εύρος της προνομιακής κατατάξεως, κυρίως των γενικών προνομίων των εργαζομένων, των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως και των δικηγόρων. Έτσι, οι απαιτήσεις που έχουν ως βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας, οι απαιτήσεις δασκάλων, οι απαιτήσεις δικηγόρων, οι απαιτήσεις αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας ή της λύσεως της σύμβασης εμμίσθου εντολής δικηγόρου και απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης κατατάσσονται κατά τους χρονικούς περιορισμούς που προβλέπονται για ορισμένες περιπτώσεις στο άρθρ. 975 αριθμ. 3 προνομιακά πριν από τη διαίρεση του πλειστηριάσματος κατ’ άρθρ. 977. IV) Κατάταξη ακινήτων στην αναγκαστική κατάσχεση και τον πλειστηριασμό. Στην αναγκαστική εκτέλεση σε ακίνητα για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, ο πίνακας κατατάξεως περιλαμβάνει ή μπορεί να περιλαμβάνει τις επόμενες τάξεις ή κατηγορίες δανειστών ή απαιτήσεων. Α) Τους γενικούς προνομιούχους δανειστές ή τις απαιτήσεις που ασφαλίζονται με γενικό προνόμιο25. Γι' αυτούς που περιλαμβάνονται σ' αυτή την τάξη ή κατηγορία, βασικά ισχύουν και μπορούν να επαναληφθούν, mutatis mutandis, τα παραπάνω που αναφέρθηκαν για την κατάταξη στην διανομή μετρητών που κατασχέθηκαν (ή ημεδαπών νομισμάτων) ή στη διανομή πλειστηριάσματος κινητών πραγμάτων26. Είναι αυτονόητο ότι ορισμένα απ' αυτά τα προνόμια έχουν εδώ μεγάλη θεωρητική και πρακτική σημασία. Β) Ο πίνακας κατατάξεως περιλαμβάνει ή μπορεί να περιλαμβάνει τους ειδικούς προνομιούχους δανειστές ή τις απαιτήσεις που κατοχυρώνονται με ειδικό προνόμιο. Ως προς τις απαιτήσεις που περιλαμβάνονται σ' αυτή την τάξη ή κατηγορία και τους δανειστές που υπάγονται σ' αυτή μπορούν να επαναληφθούν τα παραπάνω, που αναφέρονται αντίστοιχα στην κατάταξη για την διανομή μετρητών που κατασχέθηκαν ή πλειστηριάσματος κινητών πραγμάτων27. Είναι αυτονόητο ότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγος για την προνομιακή κατάταξη απαιτήσεως, η οποία προϋποθέτει πλειστηριασμό κινητών, όπως είναι η απαίτηση που ασφαλίζεται με ενέχυρο. Τη θέση αυτής της απαιτήσεως παίρνει η ενυπόθηκη απαίτηση ή η απαίτηση που διασφαλίζεται με προσημείωση28. Γ) Σχετικά με τη σειρά κατατάξεως σε περιπτώσεις 24. ΚΠολΔ 977 (1041) § 2 εδ. β΄ όπως τροποποιήθηκε απ' το ν.δ. 958/1971. 25. ΚΠολΔ 1107 (1071) § 1 εδ. 2 στοιχ. α΄. Σχ.Πολ.Δ.Σ.Ε. 1135 § 1 εδ. 2 στοιχ. α΄ Α.Ε. 1071 § 1 εδ. 2 στοιχ. α΄ σε συνδυασμό με ΚΠολΔ 975 (1039) § 1. 26. Βλέπε παραπ. στοιχ. ΙΙ Α. 27. Βλ. πιο πάνω στοιχ. ΙΙ Β. 28. ΚΠολΔ 1067 (1071) § 1 εδ. 2 στοιχ. γ΄. Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1135 § 1 εδ. 2 στοιχ. γ΄ Α.Ε. 1071 § 1 εδ. 2 στοιχ. γ΄. 504 § 446 – Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως συνδρομής περισσοτέρων απαιτήσεων απ' τις δύο αυτές κατηγορίες ή τάξεις ή από την ίδια τάξη ή κατηγορία ισχύουν αυτά που εκτίθενται πιο πάνω29, για τα αντίστοιχα θέματα στην κατάταξη προκειμένου για κατάσχεση μετρητών (ή ημεδαπών νομισμάτων) ή για διανομή πλειστηριάσματος κινητών πραγμάτων. Δ) Περαιτέρω ο ίδιος πίνακας τάξεως περιλαμβάνει ή μπορεί να περιλαμβάνει τους ενυπόθηκους δανειστές ή τις απαιτήσεις που ασφαλίζονται με εγγεγραμμένη υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης30. Οι ενυπόθηκες απαιτήσεις κατατάσσονται σύμφωνα με τη σειρά της εγγραφής, που ασφαλίζει κάθε μια απ' αυτές τις υποθήκες και ισχύει και εδώ ο κανόνας «prior tempore potior jure»31. Ε) Μερικές φορές ο πίνακας κατατάξεως μπορεί να περιλαμβάνει τους δανειστές ή εκείνες τις απαιτήσεις, υπέρ των οποίων έχει εγγραφεί νόμιμα προσημείωση υποθήκης32, η οποία δεν έχει μετατραπεί μέχρι τη σύνταξη του πίνακα σε υποθήκη, γιατί τότε ακολουθεί τη σειρά του χρόνου εγγραφής της και προηγείται των υποθηκών που εγγράφησαν μεταγενέστερα. Οι απαιτήσεις αυτές κατατάσσονται σε ιδιαίτερη τάξη ή κατηγορία αλλά υπό αίρεση ή τυχαία33, όπως εκτίθεται πιο κάτω. Αν γίνει χωριστή πλειστηρίαση των παραρτημάτων ενυπόθηκου κτήματος, στα οποία εκτείνεται η υποθήκη, η απαίτηση του ενυπόθηκου δανειστή κατατάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις της § 1 του άρθρ. 1007 (1071) ΚΠολΔ, δηλαδή στη θέση, την οποία παίρνει στον πλειστηριασμό κινητών η απαίτηση που εξασφαλίζεται με ενέχυρο34. ΣΤ) Ειδικό προνόμιο καθιερώνεται για την ανάληψη του εκπλειστηριάσματος που διανεμήθηκε και τη διεξαγωγή νέου πλειστηριασμού35. Ζ) Τέλος, ο πίνακας κατατάξεως περιλαμβάνει ή μπορεί να περιλαμβάνει τις απαιτήσεις των ανέγγυων ή εγχειρόγραφων δανειστών, δηλαδή εκείνες, που δεν ασφαλίζονται με γενικό ή ειδικό προνόμιο ή με εγγεγραμμένη υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης. Η) Στο προγενέστερο δίκαιο είχε προκύψει και είχε προκαλέσει ζωηρή αμφισβήτηση το ζήτημα, με ποιό τρόπο μπορεί και πρέπει να γίνεται η κατάταξη στις περιπτώσεις εκείνες, που, σύμφωνα με το νόμο, εκπλειστηριάστηκαν, στην ίδια μέρα περισσότερα ενυπόθηκα ακίνητα του ίδιου καθού η εκτέλεση, που βρίσκονται στην ίδια περιφέρεια και υποστηρίχθηκαν περισσότερες από μια λύσεις36. Αυτό το ζήτημα, που γεννιέται και στο ισχύον δίκαιο, έχει μερικές φορές 29. Πρβλ. πιο πάνω στοιχ. 111 Α, Β, Γ, Δ. 30. ΚΠολΔ 1007 (1071) § 1 εδ. 2 στοιχ. γ΄. Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1135 § 1 εδ. 2 στοιχ. γ΄ Α.Ε. 1071 εδ. 2 στοιχ. γ΄. 31. Άρθρ. 1007 παρ. 1 εδ. 2 και 3. 32. ΚΠολΔ 1007 (1071) § 1 εδ. 3 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1135 § 1 εδ. 3 Α.Ε. 1071 § 1 εδ. 3. 33. ΚΠολΔ 1107 (1071) § 1 εδ. 3 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1135 § 1 εδ. 3 Α.Ε. 1071 § 1 εδ. 3. 34. ΚΠολΔ 1007 (1071) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1135 § 2 Α.Ε. 1071 § 4. 35. Βλ. πιο κάτω § 509. 36. Πρβλ. σχετικά Glasson - Tissier - Morel - Ράμμου Σύστ.Πολ.Δ. τ. VI § 1483α, σελ. 690 επ. § 446 – Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως 505 αξιόλογη πρακτική σημασία και κυρίως μάλιστα στις περιπτώσεις, στις οποίες τα πλειστηριάσματα που επιτεύχθηκαν στα περισσότερα εκπλειστηριασθέντα ακίνητα δεν αρκούν για την εξ ολοκλήρου ικανοποίηση (εκτός των προνομιούχων) και όλων των ενυπόθηκων δανειστών, απ' τους οποίους μερικοί έχουν εγγράψει υποθήκη σε όλα ή στα περισσότερα ακίνητα που εκπλειστηριάσθηκαν και των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεγάλες και καλύπτουν το διαθέσιμο ποσό εκπλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των ενυπόθηκων δανειστών, ενώ άλλοι έχουν νεώτερες σε χρονολογική σειρά υποθήκες, σε ένα ή μερικά από τα παραπάνω ακίνητα. Εφ' όσον διαπιστώνεται η παραπάνω ανεπάρκεια του συνόλου των πλειστηριασμάτων για την πλήρη ικανοποίηση των προνομιούχων (γενικών και ειδικών και όλων των ενυπόθηκων δανειστών), όχι μόνο δικαιολογείται, αλλά ίσως και επιβάλλεται η σύνταξη ιδιαίτερου πίνακα για την κατάταξη των δανειστών για κάθε ένα από τα εκπλειστηριασθέντα ακίνητα. Δεν μπορεί να λεχθεί βέβαια, ότι αυτή η λύση είναι απαλλαγμένη από δυσκολίες και μειονεκτήματα, αλλά τουλάχιστον φαίνεται ότι θα παρουσιάζει συνήθως λιγότερες δυσκολίες και άτοπα μικρότερης εκτάσεως. Έτσι π.χ. σε χωριστές κατατάξεις για κάθε ένα από τα εκπλειστηριασθέντα ακίνητα έχει πρακτικό ενδιαφέρον, ιδίως γι' αυτούς που έχουν εγγεγραμμένη υποθήκη σε κάποιο ή κάποια από τα παραπάνω ακίνητα, το ζήτημα ανεπάρκειας του συνόλου των πλειστηριασμάτων για την πλήρη ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων προνομιούχων και ενυπόθηκων. Τίθεται το θέμα αν η κατάταξη των προνομιούχων σε ένα ή περισσότερα ακίνητα θα γίνει κατ' αναλογία, κατ' ισομοιρία κ.λπ. Οποιαδήποτε από τις λύσεις που προτάθησαν και υποστηρίχθηκαν, ενώ φαίνεται ότι στηρίζεται σε κάποιο γενικό κανόνα, δε μπορεί να βρει απόλυτο στήριγμα στο ισχύον δίκαιο και δε στερείται δυσχερειών στην εφαρμογή της. V) Σύμπτωση ή σύγκρουση προνομίων και υποθηκών. Α) Στη σύγκρουση προνομίων και υποθηκών εφαρμόζονται, mutatis mutandis, αυτά που εκτέθηκαν πιο πάνω για την κατάταξη προκειμένου για πλειστηριασμό κινητών και για διανομή μετρητών. Αυτά που εκτέθηκαν σχετικά με τη θέση και το ποσό της κατατάξεως για τις απαιτήσεις που ασφαλίζονται με ενέχυρο, ισχύουν ως προς τη θέση και το ποσό της κατατάξεως για τις ενυπόθηκες απαιτήσεις37. VI) Κατάταξη απαιτήσεων υπό αίρεση ή προθεσμία. Α) Απαιτήσεις που εξαρτώ- και τις εκεί παραπομπές. 37. Βλέπε πιο πάνω στοιχ. ΙΙ και ΙΙΙ σελ. 1583 και 1587. 506 § 446 – Περιεχόμενο του πίνακα κατατάξεως νται από αίρεση ή τυχαία κατατάσσονται υπό την αίρεση αυτή ή τυχαία38. Β) Εννοούνται οι απαιτήσεις υπό αναβλητική αίρεση, γιατί οι υπό διαλυτική αίρεση έχουν γεννηθεί και μόνο ζήτημα επιστροφής των ληφθέντων μπορεί να γεννηθεί, αν πραγματοποιηθούν μεταγενέστερα, αν και υποστηρίζεται και η γνώμη ότι και οι απαιτήσεις υπό διαλυτική αίρεση κατατάσσονται όπως και αυτές που είναι υπό αναβλητική αίρεση, δηλαδή τυχαία. Γ) Στις υπό αίρεση απαιτήσεις υπάγονται από την εξεταζόμενη άποψη και οι απαιτήσεις που τελούν υπό προθεσμία ανάμικτη με αίρεση ή εξομοιούμενη με αίρεση. Δ) Οι απαιτήσεις που τελούν υπό γνήσια ή καθαρή προθεσμία κατατάσσονται κανονικά στην οικεία πιο πάνω θέση χωρίς περιορισμό και αφαιρείται μόνον ο τόκος του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μέχρι τη λήξη της προθεσμίας39. Ε) Αμφίβολες ή τυχαίες χαρακτηρίζονται εκείνες οι απαιτήσεις, των οποίων αμφισβητείται η ύπαρξη ή το ποσό ή και τα δύο. ΣΤ) Η ικανοποίηση των απαιτήσεων υπό αίρεση ή των τυχαίων μπορεί να γίνει μόνο με εγγυοδοσία κατά την κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού40 Ζ) Όσες φορές κάποια απαίτηση κατατάσσεται τυχαία σύμφωνα μ' αυτά που εκτέθηκαν πιο πάνω, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίζει στον πίνακα κατατάξεως με ποιό τρόπο και σε ποιά αναλογία και σε ποιούς θα μοιραστεί το ποσό που αναλογεί σ' αυτή την απαίτηση, στην περίπτωση που πάψει να υπάρχει ή ακριβέστερα διαπιστωθεί οριστικά ότι αυτή δεν υπάρχει41. Πρόκειται για την αποκαλούμενη επικουρική κατάταξη. VII) Κατάταξη σε χωριστή πλειστηρίαση των παραρτημάτων ενυπόθηκου ακινήτου. Αν γίνει χωριστός πλειστηριασμός των παραρτημάτων ενυπόθηκου κτήματος, στο οποίο εκτείνεται η υποθήκη, η απαίτηση του ενυπόθηκου δανειστή κατατάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, οι οποίες ρυθμίζουν τα της κατατάξεως στον πλειστηριασμό ακινήτων42. 38. ΚΠολΔ 978 (1042) § 1 εδ. α΄ Σχ.Πολ.Δ.Σ.Ε. 1008 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ 1007 (1071 § 3 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1135 § 4 Α.Ε. 1071 § 3. 39. ΚΠολΔ 978 (1042) § 1 εδ. 3 ΣχΠολΔ. Σ.Ε. 1135 § 1 Α.Ε. 1042 § 1 εδ. 3. ΚΠολΔ 1007 (1071) § 3 ΣχΠολΔ. Σ.Ε. 1135 § 3 Α.Ε. 1071 § 3. 40. ΚΠολΔ 978 (1042) § 1 εδ. 2 ΣχΠολΔ. Σ.Ε. 1108 § 1 εδ. 2. Α.Ε. 1042 § 1 εδ. 2. ΚΠολΔ 1007 (1071) § 3 ΣχΠολΔ. Σ.Ε. 1135 § 4 Α.Ε. 1071 § 3. 41. ΚΠολΔ 978 (1042) § 2 ΣχΠολΔ. Σ.Ε. 1108 § 2 Α.Ε. 1042 § 2 ΚΠολΔ 1007 (1071) § 3 ΣχΠολΔ. Σ.Ε. 1135 § 4 Α.Ε. 1071 § 3. 42. ΚΠολΔ 1007 (1071) § 2 ΣχΠολΔ. Σ.Ε. 1135 § 5 Α.Ε. 1071 § 4. Ε. Πιο πάνω λέχθηκε. Α) Η γνωστοποίηση του πίνακα κατατάξεως πρέπει να γίνει μέσα σε προθεσμία τριών ημερών από τη σύνταξή του. έχουν αντιρρήσεις ως προς το περιεχόμενο του πίνακα (της) κατατάξεως. για ενυπόθηκα κτήματα. Σ. 44. Βλέπε πιο πάνω § 446. ΚΠολΔ 979 (1043) § 1 Σχ. για να είναι σε θέση οι ενδιαφερόμενοι να ασκήσουν τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπονται από το ισχύον δίκαιο. Τίτλος Τέταρτο Ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως § 448 Ι) Εισαγωγή. Η και εδώ απ' την πρόδηλη σύγκρουση εννόμων συμφερόντων ισχύουσα αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως επιβάλλει να γνωστοποιείται ο συντασσόμενος πίνακας κατατάξεως από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού προς αυτούς που έχουν έννομο συμφέρον. που ενδεχόμενα προσβάλλονται θετικά ή αρνητικά. 979 παρ. σύμφωνα μ' αυτά που αναφέρονται πιο πάνω43. εάν ορισμένα πρόσωπα που μετέχουν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. ΙΙ) Χρόνος και τρόπος γνωστοποιήσεως. (ή.Ε. ότι η γνωστοποίηση του πίνακα κατατάξεως επιβάλλεται. 1043 § 1. για να λάβουν γνώση του πίνακα και να προβάλλουν τις αντιρρήσεις που έχουν ενδεχομένως κατά του περιεχομένου του. .Πολ. θετικής ή αρνητικής 43. τους δανειστές που αναγγέλθηκαν (εμπρόθεσμα και νομότυπα) και τον καθού η εκτέλεση (οφειλέτη). 45. 1103 §§ 1-2 Α. Σχετικά ο ΚΠολΔ ορίζει ότι.Δ. τον τρίτο κύριο ή νομέα). Σχετικά ορίζει44 ο ΚΠολΔ ότι μέσα στην παραπάνω προθεσμία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει να καλέσει τον επισπεύδοντα.§ 448 – Ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως 507 Τίτλος Τρίτος Γνωστοποίηση του πίνακα (της) κατατάξεως § 447 Ι) Εισαγωγή. για να λάβουν γνώση του περιεχομένου του και να μπορέσουν να ασκήσουν τα ένδικα βοηθήματα που αναγνωρίζονται απ' το νόμο για την προστασία των δικαιωμάτων τους. ΄Αρθρ. για το οποίο κατατάχθηκε ο καθένας απ' τους δανειστές. Τέτοιο ειδικό ένδικο βοήθημα είναι η ανακοπή κατά τον πίνακα κατατάξεως. 1. Γ) Η πρόσκληση αυτή ή επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή προς τους ενδιαφερομένους ή τους αντικλήτους τους ή γνωστοποιείται προς αυτούς με άλλο τρόπο που κρίνεται πρόσφορος45. Β) Η πρόσκληση πρέπει να είναι γραπτά διατυπωμένη και σ' αυτή μπορεί να μνημονεύεται περιληπτικά και συνοπτικά η τάξη ή κατηγορία και το ποσό. 2 εδ. α΄ Α.λπ. για το οποίο. 72 (73) ΚΠολΔ β) Η ανακοπή πρέπει ή μπορεί να απευθύνεται κατά εκείνου ή κατά εκείνων απ' τους δανειστές. Π. 58 § 4. ΚΠολΔ 583 (681) επ. 51. Α) Η ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα (της) κατατάξεως ασκείται. ή γιατί κατατάχθηκαν όχι ορθά και αντίθετα στο νόμο ή κατατάχθηκαν προνομιακά πριν από τον ανακόπτοντα άλλοι δανειστές κ.Δ. α΄ Σχ.Ε. 1103 § 3 εδ. 47. όπως ισχυρίζεται.Ε. 1103 § 3 εδ. αυτό μπορεί κυρίως να λεχθεί για τους δανειστές του καθού η εκτέλεση που δεν αναγγέλθηκαν.Δ.508 § 448 – Ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως φύσεως. 48.). 356/1974 άρθρ. γιατί ο ανακόπτων δεν κατατάχθηκε καθόλου ή δεν κατατάχθηκε στην τάξη ή σειρά που έπρεπε. 1043 § 2 εδ. Α) Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση. Ι § 175 τ. 49. στους οποίους απευθύνεται και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού51.Ε. ενώ η επίδοση της ανακοπής αυτής προς αυτούς κατά των οποίων απευθύνεται είναι πράξη ασκήσεώς της. είχε δικαίωμα να καταταγεί. 1043 § 3 εδ.δ. ΚΠολΔ 979 (1042) § 2 εδ.Σ. που αν δε γίνει αυτή μέσα στην παραπάνω προθεσμία η ανακοπή γίνεται απαράδεκτη. ΚΠολΔ 979 (1043) § 2 εδ.Πολ. α΄. Γ) Η ανακοπή πρέπει να ασκείται μέσα σε προθεσμία δώδεκα εργασίμων ημερών από την επίδοση της προσκλήσεως που αναφέρεται πιο πάνω προς κάθε ένα από τους ενδιαφερόμενους48.Πολ. 1043 § 2 εδ.λπ.Ε.Ε.Σ. α΄. οι οποίοι μπορούν να ενεργήσουν πλαγιαστικά δυνάμει της γενικής διάταξης του άρθρ. .Πολ.Ε. γ΄. ΚΠολΔ 1066 (1070) § 3 Σχ. Εξαίρεση ισχύει για την ανακοπή που ασκείται από το Δημόσιο. Βλέπε πιο πάνω τ. Α. α΄ Σχ. ή για το ποσό. β΄.χ.Δ. όπως και κάθε άλλη ανακοπή. ΙΙ) Προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής. ή έναντι των οποίων επιδιώκει να επιτύχει τη μεταρρύθμιση ή ακύρωση του πίνακα ο ανακόπτων47.Ε. Το ίδιο μπορεί να κάνει και κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον. 1134 § 3 Α. γ΄ Σχ. ΙΙ § 293. 50. κατά δικαστικής ή εξώδικης πράξεως (δηλαδή όπως και η αγωγή) σύμφωνα μ' αυτά που ορίζει το κοινό δίκαιο50. των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη ολικά ή μερικά. ΚΠολΔ 979 (1043) § 3 εδ. ΚΠολΔ 1066 (1070) § 1. Από την διατύπωση των σχετικών διατάξεων συνάγεται ότι. Β) Αντίγραφο της ανακοπής αυτής (πρέπει να) επιδίδεται μέσα στην ίδια παραπάνω προθεσμία σ' εκείνους.Δ.Πολ. ΚΕΔΕ ν. η επίδοση αυτής προς τον υπάλληλο του 46. ΙΙΙ) Άσκηση ανακοπής και εισαγωγή της για συζήτηση. για την άσκηση της οποίας υπάρχει προθεσμία τριάντα ημερών49. α΄. δικαιούνται να τις προβάλλουν με ανακοπή εναντίον του46. όπως και για τους δανειστές των δανειστών που αναγγέλθηκαν ή δεν αναγγέλθηκαν. ΚΠολΔ 979 (1043) § 3 εδ.Σ. 1070 § 3. Β) Λόγοι ανακοπής μπορεί να είναι παράπονα θετικής ή αρνητικής μορφής κατά του πίνακα.Σ.Ε. α) Δικαίωμα για την άσκηση ανακοπής εναντίον του πίνακα (της) κατατάξεως έχουν ή αλλιώς νομιμοποιούνται γι' αυτό οι δανειστές (ο επισπεύδων και οι αναγγελθέντες) και ο καθού η εκτέλεση (οφειλέτης κ. 1103 § 2 Α. α΄ Σχ.Ε. IV) Οι κανόνες που εφαρμόζονται. που έχουν ασκηθεί κατά του ίδιου πίνακα κατατάξεως.Ε. εξ' άλλου. ΚΠολΔ 980 (1044) § 2 εδ. .Ε. ως προς αυτά που αφορούν τους όρους για την άσκηση και τη συζήτηση αυτής της ανακοπής εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρ. ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν μπορεί να καταβάλλει στους δανειστές. την απόδειξή τους κ. α΄ Α.Σ. Β) Από άλλη πλευρά έχουν. 933 (995) επ.Πολ. «αν ασκήθηκε ανακοπή από κάποιον από τους δανειστές. τ. ΙΙ § 293. των οποίων η κατάταξη προσβάλλεται με την ανακοπή». Ε) Το ανασταλτικό αποτέλεσμα που είπαμε ισχύει μόνο έναντι των δανειστών. έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα σε ορισμένη έκταση. εφαρμογή οι κανόνες που διέπουν τις δίκες για την εκτέλεση54. ανωτ.Δ. 1143 § 3 Α. των οποίων η κατάταξη προσβάλλεται με την ανακοπή ή μια τουλάχιστον από αυτές τις ανα- 52. οι οποίες σύμφωνα μ' αυτά που είπαμε. (όπως και το προηγούμενο δίκαιο) σε σχέση με τις συνέπειες της ασκήσεως (της) ανακοπής εναντίον του πίνακα (της) κατατάξεως. η άσκηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως. θεσπίζουν σταδιακούς και χρονικούς περιορισμούς για την προβολή αντιρρήσεων κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και την εφαρμογή της αρχής της συγκεντρώσεως (δηλαδή της εφαρμογής του συστήματος ή αξιώματος του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι) στην ως άνω αναφερόμενη διαδικασία53. 1044 § 2 εδ. το παραδεκτό της προβολής των πραγματικών ισχυρισμών. συνεκδικάζονται λόγω της φανερής συνάφειάς τους. α΄ ΚΠολΔ. Πρβλ. Πρβλ. ΚΠολΔ Πρόκειται για τις διατάξεις. 53. 1006 (1070) § 3 Σχ. Ι § 176. Γ) Η ανακοπή που ασκήθηκε κατά του πίνακα κατατάξεως εισάγεται για συζήτηση σύμφωνα μ' αυτά που ορίζει το κοινό δίκαιο52. Δ) Με τον όρο «δανειστές» εννοούνται μόνο οι δανειστές που αναγγέλθηκαν. τ. Β) Για την πρώτη περίπτωση ο ΚΠολΔ55 ορίζει ότι.§ 449 – Συνέπειες της ασκήσεως ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως 509 πλειστηριασμού είναι μεν επιβεβλημένη για τη συζήτησή της.Δ. Βλ. 55. πιο πάνω §§ 366 και 367.λπ. Α) Σύμφωνα με ρητή διάταξη του ΚΠολΔ.Πολ. αλλά δεν αποτελεί πράξη ασκήσεώς της.Ε. 1104 § 2 εδ. Τίτλος Πέμπτος Συνέπειες της ασκήσεως (της) ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως § 449 Ι) Αναστολή εκτελέσεως. 54. αν αυτή ασκήθηκε από κάποιον από τους δανειστές ή από τον καθού η εκτέλεση. πιο πάνω § 369. Α) Ο ΚΠολΔ διακρίνει.Σ. που έγινε εμπρόθεσμα και νομότυπα. 1070 § 3. Γ) Περισσότερες ανακοπές. Γ) Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σύμφωνα με τις παραπάνω περιπτώσεις. Σ. από την ή τις ανακοπές που ασκήθηκαν. Συνέπειές της § 450 Ι) Γενικές παρατηρήσεις. η ισχύς του πίνακα είναι αναγκαστικά μετέωρη και μάλιστα άμεσα στην έκταση που προσβάλλεται (άμεσα) ο πίνακας αυτός με (τη) μια ή περισσότερες ανακοπές. αυτές πρέπει.510 § 450 – Απόφαση επί της ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως.Δ. κατόπιν αιτήσεως του καθού η ανακοπή. Ο ΚΠολΔ δεν περιέχει σχετική διάταξη.Ε. λόγω της ενότητας αυτού του πίνακα. β΄ Σχ.Ε. 1044 § 2 εδ. Τίτλος Έκτος Η απόφαση που εκδίδεται στην ανακοπή ή στις ανακοπές κατά του πίνακα κατατάξεως. 1134 § 3 Α. Β) Η μετέωρη αυτή κατάσταση αίρεται και εκλείπει (μόνο) ή με την παραίτηση που θα δηλωθεί όπως πρέπει. ή με την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως σ' όλες τις παραπάνω ανακοπές. Στο προηγούμενο δίκαιο διδάσκοταν και γίνοταν δεκτό ότι η άσκηση της ανακοπής εμποδίζει την επέλευση της τελεσιδικίας του πίνακα κατατάξεως. β΄ ΚΠολΔ 1006 (1070) § 3 ΣχΠολΔ. απ' το όλο περιεχόμενο των σχετικών διατάξεων και απ' τη φύση των πραγμάτων. 1104 § 2 Α. Σ. συνάγεται αναγκαστικά. έμμεσα δε και αντανακλαστικά μερικές φορές και σε άλλα σημεία. ανωτ. Ένδικα μέσα. Α) Η συζήτηση της ανακοπής ή των ανακοπών κατά του πίνακα κατατάξεως γίνεται όπως λέχθηκε σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου κάτω από τους περιορισμούς που εκτέθηκαν πιο πάνω57. Βλ. Ένδικα μέσα. §§ 367-369. δηλαδή με τον όρο αυτό να άρει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ως άνω ασκήσεως ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως. ΚΠολΔ 980 (1044) § 2 εδ. Συνέπειες κοπές και όχι απέναντι στους υπόλοιπους δανειστές που κατατάχθηκαν και κατά της κατατάξεώς τους δεν απευθύνεται έστω και μια από τις ανακοπές που ασκήθηκαν. . ΣΤ) Σύμφωνα με ρητή διάταξη του ΚΠολΔ56. να συνεκδικάζονται λόγω της φανερής συνάφειάς τους προς οικονομία χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή του κινδύνου της εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Γ) Στη δίκη που εκκρεμεί για τις πιο πάνω ανακοπές έχουν δικαίωμα 56. όπως λέχθηκε ήδη. 1070 § 3. ΙΙ) Εκκρεμοδικία του πίνακα κατατάξεως.Ε. να διατάξει την καταβολή με εγγυοδοσία. 57.Ε. το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή μπορεί σε κάθε στάδιο της δίκης.Πολ. Β) Αν έχουν ασκηθεί περισσότερες από μια ανακοπές κατά του ίδιου πίνακα. ότι εφ’ όσον ασκήθηκε η ανακοπή που είπαμε με τις προϋποθέσεις που αναφέραμε. Γ) Πριν από την άρση της παραπάνω εκκρεμοδικίας δε μπορεί να γίνεται λόγος για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της κατατάξεως και (τη) διανομή του εκπλειστηριάσματος. Παρ' όλα αυτά όμως. Ένδικα μέσα. β) Εξάλλου τα αντικειμενικά όρια και η έκταση του ίδιου ουσιαστικού δεδικασμένου. Είναι ενδεδειγμένο να προσεπικαλούνται αυτοπροαίρετα από κάποιον από τους διαδίκους ή κατόπιν παραγγελίας του δικαστήριο. τα οποία συνιστούν την ουσία και το περιεχόμενο της κατατάξεως.λπ. από νομική και ουσιαστική άποψη. Όμοια το δεδικασμένο επεκτείνεται και στους προσεπικληθέντες και σ' αυτούς προς τους οποίους έγινε έγκαιρα. παράγει ουσιαστικό δεδικασμένο με τις προϋποθέσεις και στην έκταση και τα όρια του κοινού δικαίου. Συνέπειες 511 να παρέμβουν αυτοί που έχουν έννομο συμφέρον και κυρίως αυτοί που άσκησαν ανακοπές που δεν εισάχθηκαν για συζήτηση για οποιοδήποτε λόγο. δεν περιλαμβάνεται στον ΚΠολΔ. μεταξύ των οποίων έγινε η παραπάνω δίκη της ή των ανακοπών. Α) Η οριστική ή τελειωτική απόφαση που εκδίδεται για την ή τις ανακοπές κατά του πίνακα κατατάξεως. η οποία είναι (ίσως) ενδεδειγμένη από νομοθετικής απόψεως. Το ενιαίο και η ενότητα της διαδικασίας της κατατάξεως έχουν ορισμένη σημασία. Β) Κατ' αρχήν η παραπάνω απόφαση. αφορούν τα ζητήματα που εξετάσθηκαν. σύμφωνα μ' αυτά που λέχθηκαν ήδη σε συνδυασμό μ' αυτά που αναπτύσσονται στις δίκες για την εκτέλεση και με τις διατάξεις του κοινού δικαίου. αν το ουσιαστικό δεδικασμένο ισχύει έναντι και άλλων. παράγει σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου ορισμένες έννομες συνέπειες (κύριες και ενδεχομένως δευτερεύουσες). Διάταξη. α) Τα υποκειμενικά όρια αυτού του δεδικασμένου περιλαμβάνουν όλα τα πρόσωπα. ορθότητα του περιεχομένου του πίνακα (της) κατατάξεως. εκτός από τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν. Γ) Κατόπιν η ίδια παραπάνω απόφαση υπόκειται σε τριτανακοπή κάτω απ' τις προϋποθέσεις του κοινού δικαίου. Γεννιέται ζήτημα. όπως αυτή καταστρώθηκε στον πίνακα και επικυρώθηκε ή μεταβλήθηκε με την τελεσίδικη α- .§ 450 – Απόφαση επί της ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως. που παίρνουν μέρος οπωσδήποτε στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και δεν έχουν συμμετάσχει στην παραπάνω δίκη. ΙΙ) Ένδικά μέσα και τριτανακοπή. σε συνδυασμό μ' αυτά που ισχύουν για τις δίκες για την εκτέλεση και αναφέρονται πιο πάνω. όπως και στην ή στις ανακοπές. όπως εκθέτουμε στον οικείο τόπο. ΙΙΙ) Συνέπειες της αποφάσεως που εκδίδεται για την ανακοπή κ. όταν γίνει τελεσίδικη (και ενδεχόμενα αμετάκλητη). αδιάφορα αν δέχεται ή απορρίπτει την ή τις περισσότερες ανακοπές. κρίθηκαν και διαγνώσθηκαν. Β) Η συζήτηση στα ασκούμενα ένδικα μέσα προκαλείται και διεξάγεται. αλλά μόνα τους δεν είναι αρκετά για να θεμελιώσουν τη λύση αυτή. η ανακοίνωση της δίκης. αυτοί που δεν άσκησαν παρέμβαση για να γίνεται ενιαία συζήτηση για την γενικά. Α) Η απόφαση που εκδίδεται για την ανακοπή ή τις ανακοπές κατά του πίνακα κατατάξεως υπόκειται στα (τακτικά και έκτακτα) ένδικα μέσα σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου. που μπορεί να στηρίζει καταφατική απάντηση σ' αυτό το ζήτημα (και) να το αντιμετωπίσει κατευθείαν. όπως λέχθηκε και πιο πάνω. αλλά διαπλαστική ή διαμορφωτική και γι' αυτούς που δέχονται τη διάκριση ιδιαίτερης κατηγορίας ρυθμιστική ή κανονιστική59. Δ) Αναγκαστική εκτέλεση της παραπάνω αποφάσεως με την κυριολεκτική έννοια του όρου δε μπορεί να γίνει. 60. Ι § 205. τις οποίες η παραπάνω απόφαση μεταρρυθμίζει τον πίνακα και καθορίζει τα της κατατάξεως και τα της διανομής του πλειστηριάσματος παράγει ιδόρρυθμη δύναμη δεδικασμένου και εξαναγκασμού. IV) Συνέπειες της αποφάσεως που εκδίδεται στην τριτανακοπή.512 § 450 – Απόφαση επί της ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως. 544-545. απ' την άλλη δικαιώματα των δανειστών που κατατάχθηκαν να συμμετέχουν σύμφωνα με το καθορισμένο ποσό σ' αυτή τη διανομή. Στην πράξη όμως. αν η διαδικασία της κατατάξεως έχει ολικά ή 58. πιο πάνω τ. που επιβάλλει και κανονίζει τα της διανομής του πλειστηριάσματος. Ε) Θεωρητικά μπορεί να υποστηριχθεί. Βλέπε πιο πάνω τ. Σχετικά με αυτά που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως εφαρμόζονται οι κανόνες του κοινού δικαίου που εκτέθηκαν58 στον οικείο τόπο. Απ' τη μια δημιουργεί καθήκοντα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. που καταδικάζει προσωπικά τον υπάλληλο που είπαμε σε περίπτωση που δε συμμορφωθεί με τα καθήκοντά του που αναφέρονται παραπάνω. Γ) Στις περιπτώσεις. Βλέπε σχετικά πιο πάνω τ. παράγει μερικές φορές και δευτερεύουσες συνέπειες (παρεπόμενες. στην προνομιακή θέση και το ποσό κάθε μιας. αντανακλαστικές και μικτές). η απόφαση που εκδίδεται κατά του πίνακα κατατάξεως μπορεί να προσβληθεί όχι μόνο με ένδικα μέσα. Σχετικά επιβάλλεται η εξέταση του ζητήματος. Ι § 201 στοιχ. προϋποθέτει εκτενή ανασκόπηση του γενικότερου προβλήματος της φύσεως της διαδικασίας κατατάξεως. που εκδίδεται στην παραπάνω ανακοπή (ή ανακοπές) κατά του πίνακα κατατάξεως. έστω και στοιχειωδώς. . Συνέπειες πόφαση και μάλιστα ή στην ύπαρξη ή στην ανυπαρξία των απαιτήσεων που κατατάχθηκαν (ή δεν). VI. Βλ. σαν αρμόδιου για τη διανομή του πλειστηριάσματος. Ένδικα μέσα. Από θεωρητική και πρακτική πλευρά ενδιαφέρον παρουσιάζει το θέμα των συνεπειών της απόφασης που αποφαίνεταικαι εκδίδεται στην παραπάνω τριτανακοπή. πολύ δύσκολα και σπάνια μπορεί να εμφανιστούν τέτοιες περιπτώσεις. Η αντιμετώπισή του όμως. με το οποίο συνδέεται άμεσα και στενότατα. ότι και η τελεσίδικη απόφαση. ΙΙ § 294. 59. Η απόφαση αυτή δεν είναι ακριβώς καταψηφιστική ή καταδικαστική. Δεν αποκλείεται όμως να εκδοθεί αργότερα άλλη απόφαση με την τακτική διαδικασία. αλλά και με τριτανακοπή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και διατυπώσεις του κοινού δικαίου60. γιατί όπως λέχθηκε αυτή δεν περιέχει καταψήφιση ή καταδίκη ή πράξη ή παράλειψη ή ανοχή και δεν αναγνωρίζει κάποιον ως υπόχρεον και μάλιστα τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Α) Όπως λέχθηκε πιο πάνω. σελ. εμπρόθεσμα και νομότυπα ανακοπή.§ 451 – Συνέπειες της μη ασκήσεως ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως 513 μερικά το στοιχείο του αδιαιρέτου και σε ποιά έκταση. 1104 § 1 Α. Β) Στις περιπτώσεις αυτές γεννιέται το ζήτημα. είναι ότι. Μάλιστα.Ε. Γι' αυτό γίνεται λόγος στη συνέχεια.Ε. εκείνο που μπορεί να γίνει δεκτό με ευχέρεια. ποιές είναι οι συνέπειες της παραλείψεως ή της λανθασμένης ενέργειας. ο πίνακας κατατάξεως γίνεται απρόσβλητος. 1134 § 3 Α. ότι ο πίνακας (της) κατατάξεως.Δ. και όχι μόνο μπορεί. διδασκόταν και γίνοταν δεκτό. Ως προς αυτό το θέμα θα μπορούσαν να παρατηρηθούν τα επόμενα: α) Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος ή ο ειρηνοδίκης που τον αναπληρώνει) δεν ασκεί δικαστική δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα 61. αν δεν ασκηθεί. 1070 § 3. Όμως οι σχετικές διατάξεις και του προγενέστερου και του ισχύοντος δικαίου δεν έχουν διατυπωθεί σε συνέπεια μεταξύ τους ούτε.Ε. Το θέμα έχει περισσότερες από μια πλευρές και φανερές και αφανείς αντανακλάσεις.Σ. ουσιαστικό δεδικασμένο και εκτελεστότητα με την ευρεία έννοια. Α) Δεν αποκλείεται να μην ασκηθεί (καθόλου) ανακοπή κατά του πίνακα (της) κατατάξεως ή αυτή να ασκηθεί εκπρόθεσμα ή όχι σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις που αναφέρονται πιο πάνω. γίνεται τελεσίδικος και παράγει τις κύριες τουλάχιστον συνέπειες της τελεσίδικης αποφάσεως. όπως ειπώθηκε και πιο πάνω. Α) Στο προηγούμενο δίκαιο. αλλά και πρέπει να εκτελεστεί από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού σύμφωνα με το περιεχόμενό του61. Β) Ο ΚΠολΔ δεν περιέχει σχετική διάταξη. που δεν προσβάλλεται όπως πρέπει και εμπρόθεσμα. Τίτλος Έβδομος Συνέπειες της μη ασκήσεως ή της μη νόμιμης ασκήσεως ανακοπής κατά του πίνακα (της) κατατάξεως § 451 Ι) Εισαγωγή. όχι όμως και από κάποιον από τους δανειστές που αναγγέλθηκαν. όπως σημειώθηκε. 1044 § 1 ΚΠολΔ 1006 (1070) § 3 Σχ. μπορεί να γίνει και αν ασκήθηκε ανακοπή από τον καθού η εκτέλεση.Πολ. η εκτέλεση του πίνακα που είπαμε.Πολ. Γ) Ενδιαφέρον είναι όμως και το ζήτημα. .Σ. αν μπορεί στο ισχύον δίκαιο να γίνεται λόγος για «τελεσιδικία του πίνακα κατατάξεως» και μάλιστα για τις συνέπειες του που αναφέρονται πιο πάνω και ειδικότερα για την παραγωγή της ισχύος και της δυνάμεως του ουσιαστικού δεδικασμένου. Ενόψει αυτού του γεγονότος. ΚΠολΔ 980 (1044) § 1 Σχ. που να ρυθμίζει άμεσα τουλάχιστον αυτό το ζήτημα.Ε. όπως προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ.Δ. ΙΙ) Συνέπειες της μη προσβολής του πίνακα κατατάξεως. το ρυθμίζουν απευθείας. δηλ. Δ) Ως προς την «εκτελεστότητα» θα πρέπει να επαναληφθούν αυτά που εκτίθενται πιο πάνω. Επομένως λείπει βασικό στοιχείο για την έννοια και το περιεχόμενο του ουσιαστικού δεδικασμένου. επακολουθεί συνήθως η «εκτέλεση» του πίνακα που είπαμε. Πρβλ. γ) Νομίζουμε. αλλά πράξη άλλου οργάνου της διαγνώσεως. τα οποία γίνονταν δεκτά στο προϊσχύσαν δίκαιο.514 § 452 – Εκτέλεση του πίνακα κατατάξεως στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και ιδίως στη διεξαγωγή του αναγκαστικού πλειστηριασμού και τη διαδικασία της συντάξεως του πίνακα της κατατάξεως. και πιο πάνω τ. Τίτλος Όγδοος Εκτέλεση του πίνακα (της) κατατάξεως § 452 Ι) Εισαγωγή. Σαν συνέπειά της αποδυναμώσεως αποκλείεται στο μέλλον η προσφυγή στη δικαστική οδό για την αμφισβήτηση της ορθότητας και της ισχύος του περιεχομένου του και η αποδυνάμωση αυτή μοιάζει σ' αυτό σε κάποιο μέτρο και όχι πλήρως με την αρνητική δύναμη του ουσιαστικού δεδικασμένου. Δεν προβαίνει σε δικαστική διάγνωση ούτε εκδίδει δικαστική απόφαση. δεν είναι «απόφαση». δηλαδή ότι απλά γίνεται υποχρεωτική γι' αυτούς που συμμετέχουν στη διαδικασία της κατατάξεως και προ παντός για τον υπάλληλο του πλειστηριασμού η συμμόρφωση προς το περιεχόμενο του πίνακα (της) κατατάξεως που έγινε αμετάκλητος και η βάσει αυτού διανομή του πλειστηριάσματος. στερείται πάντως της άλλης ουσιώδους εκδηλώσεως του δεδικασμένου με τη θετική μορφή. Ο πίνακας της κατατάξεως δεν είναι πράξη δικαστηρίου. μ' άλλες λέξεις δεν δικάζει. ΚΠολΔ 778 (824). όμως. Εφόσον ή δεν ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα οι ανακοπές κατά του πίνακα της κατατάξεως ή οι ανακοπές που ασκήθηκαν απορρίφθηκαν ή έγιναν ολικά ή μερικά τελεσίδικα και αμετάκλητα δεκτές. Από άλλη άποψη. αλλά ενεργεί πράξεις εκουσίας δικαιοδοσίας. η οποία πηγάζει από τη διάγνωση της υποθέσεως από δικαστήριο. που έχει και ασκεί δικαστική δικαιοδοσία και αρμοδιότητα. 62. Ι § 204 και πιο κάτω στα σχετικά με την εκουσία δικαιοδοσία. . ότι ενόψει της υφιστάμενης ρυθμίσεως μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο πίνακας της κατατάξεως που γίνεται απρόσβλητος από ένδικα βοηθήματα έχει απλά την αξιόλογη συνέπεια της αποδυναμώσεως. β) Εξ’ άλλου όμως είναι δύσκολο από κάποια άποψη να γίνεται δεκτό ότι παράγεται η κατά τον ΚΠολΔ62 δεσμευτικότητα που αναγνωρίζεται στις αποφάσεις που εκδίδονται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με το ουσιαστικό δεδικασμένο. άμεσα τουλάχιστον. την μη άσκηση ανακοπής κ. Αλλιώς δεν υπάρχει τρόπος για τη διάθεση του ποσού αυτού σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου εκτός από τη σύνταξη συμπληρωματικού πίνακα κατατάξεως. Άλλη λύση είναι πολύ δύσκολο ή μάλλον τελείως αδύνατο να βρεθεί. Γ) Η πληρωμή των παραπάνω προσώπων γίνεται ή απευθείας από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. έχει επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή του διευθυντού του ταμείου ή τρίτου. κάτι για την τύχη αυτού του ποσού. Α) Μερικές φορές μετά τη σύνταξη. Τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα επισυνάπτονται στον φάκελο του πλειστηριασμού.§ 453 – Σύνταξη συμπληρωματικού πίνακα κατατάξεως 515 ΙΙ) Η ικανοποίηση των δανειστών που κατατάχθηκαν. Τίτλος Ένατος Σύνταξη συμπληρωματικού πίνακα κατατάξεως* § 453 *Ειδική βιβλιογραφία: Στυλ.λπ. Δεν συντρέχει περίπτωση συντάξεως συμπληρωματικού πίνακα. που αναλαμβάνει απ' το ταμείο το ποσό του κατατεθέντος πλειστηριάσματος που κατατέθηκε ή με έκδοση γραμματίου (όπως όριζε το προηγούμενο δίκαιο) ή με εντολή πληρωμής σε κάθε ένα από τους δικαιούχους προς το ταμείο που αναφέραμε. Β) Από τις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου δεν συνάγεται. με συμβολαιογραφική πράξη. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να προέρχεται ή από την οφειλή και καταβολή τόκων στο πλειστηρίασμα ή από καθυστερούμενο υπόλοιπό του κ. Σ' αυτές τις περιπτώσεις. Ι) Εισαγωγή. Δ) Η πληρωμή βεβαιώνεται με απόδειξη. σε αδυναμία υπογραφής ή άγνοια γραφής. εφ' όσον συντρέχει γι' αυτό νόμιμο κώλυμα από το κοινό δίκαιο.λπ. Β) Αυτός επιλαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως ή κάποιου από τους ενδιαφερόμενους (τους δανειστές που κατατάχθηκαν) ή (σε περίπτωση που υπάρχει υπόλοιπο μετά την ικανοποίηση ή μάλλον την πληρωμή όλων των δανειστών που κατατάχθηκαν). την προσβολή.χ. π. ιδιοχείρως ή. έχει κατά πρώτο λόγο ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. γιατί δεν υπάρχει έστω και ασθενές έρεισμα στο θετικό δίκαιο. Ε) Η πληρωμή αποκλείεται ή μάλλον αναβάλλεται. 93 επ. την κοινοποίηση. Βασιλάκη: Περί του συμπληρωματικού πίνακος κατατάξεως ΝοΒ ΚΘ σελ. το παραπάνω συμπλήρωμα του πλειστηριάσματος περιέρχεται και μπορεί να καταβάλλεται στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη ή τρί- . του καθού η εκτέλεση. Α) Την ευθύνη και την πρωτοβουλία για συμμόρφωση με το περιεχόμενο του πίνακα της κατατάξεως ή της αποφάσεως του αρμόδιου δικαστηρίου που τον τροποποιεί. όταν ικανοποιήθηκαν πλήρως όλοι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν. εμφανίζεται υπόλοιπο ή συμπλήρωμα του πλειστηριάσματος. και την εκτέλεση γενικά του πίνακα (της) κατατάξεως. Γ) Ο συμπληρωματικός πίνακας κατατάξεως συντάσσεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού ή τον νόμιμο αναπληρωτή του. που να ρυθμίζουν. πρέπει και είναι δυνατόν να γίνονται νέες αναγγελίες. όπως λέχθηκε. Νομίζουμε. καθιερώνει προνόμιο για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του υπερθεματιστή. οι οποίες γεννιώνται και γίνονται απαιτητές σε περίπτωση ακυρώσεως του πλειστηριασμού. που προστέθηκε με το ν. 63. Συνεπώς η συμπληρωματική κατάταξη θα περιορίζεται (αναγκαστικά) μεταξύ των δανειστών που αναγγέλθηκαν ήδη και. Γ) Για την κατάταξη των απαιτήσεων που τυχόν υπάρχουν υπό αίρεση ή αμφιβολία. εξ άλλου.λπ. ΙΙΙ) Περιεχόμενο του συμπληρωματικού πίνακα. Α) Το περιεχόμενο αυτού του πίνακα έχει αφετηρία το περιεχόμενο του αρχικού πίνακα (της) κατατάξεως ως προς τη σειρά (της) κατατάξεως. Για το θέμα αυτό γίνεται λόγος πιο κάτω στα περί των συνεπειών της ακυρώσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικά ή ορισμένων πράξεών της63. Δηλαδή. αυτό θα περιέρχεται στον καθού η εκτέλεση. η κατ' ανάλογη ή κατ' επέκταση εφαρμογή των συγγενικότερων διατάξεων με το θέμα αυτό. θα πρέπει να γίνεται δεκτό. αυτό το θέμα. έστω και κατ' αρχήν. 958/1971. ΙΙ) Διαδικασία συντάξεως του συμπληρωματικού πίνακα. οι οποίοι σύμφωνα μ' αυτά που αναπτύσσονται πιο πάνω. Ενδείκνυται λοιπόν. το υπόλοιπο. κατάταξη των δανειστών. Γ) Γεννιέται όμως το ζήτημα. δεν περιλαμβάνει διατάξεις. εφόσον στο μεταξύ δεν πληρώθηκε ή δεν ματαιώθηκε η πλήρωση της αιρέσεως ή δεν διαπιστώθηκε τελεσίδικα η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της απαιτήσεως. Δ) Μία περίπτωση συντάξεως συμπληρωματικού πίνακα κατατάξεως είναι αυτή που προβλέπεται στο άρθρ.§ 453 – Σύνταξη συμπληρωματικού πίνακα κατατάξεως 516 το κύριο. για την αναζήτηση του πλειστηριάσματος που καταβλήθηκε και συνήθως μοιράστηκε.λπ.δ. Β) Τα ποσά. εξαρτώνται απ' τη μια απ' το μέγεθος κάθε απαιτήσεως και απ' την άλλη απ' το ανικανοποίητο μέρος που παραμένει μετά την πρώτη κατάταξη. αν υπάρξει τυχόν υπόλοιπο. παραμένει η τυχαία κατάταξη που έγινε στην αρχή. Α) Ο ΚΠολΔ (όπως και το προγενέστερο δίκαιο). αν χρειάζεται να επαναληφθούν οι αναγγελίες που ήδη έλαβαν νόμιμα χώρα ή αν. . ότι κατά βάση αρκεί και πρέπει να τηρούνται οι κανόνες. πιο κάτω § 509. 1018 (1089) ΚΠολΔ Η διάταξη αυτή. για την κατάταξη των διαφόρων απαιτήσεων κατά τη σειρά του αρχικού πίνακα λαμβάνεται υπόψη. τα προνόμια κ. που έμεινε μετά την πρώτη κατάταξη και ικανοποίησή τους. καθορίζουν την ενιαία (μπορεί να λεχθεί) κλασική διαδικασία της κατατάξεως. για τα οποία μπορεί να γίνει κ. ότι είναι ορθότερο να δίνεται αρνητική απάντηση σ' αυτά τα δύο ερωτήματα. Β) Ενόψει της τελευταίας παρατηρήσεως και διατυπώσεως. Βλ. και μπροστά σ' αυτά που εκτέθηκαν αμέσως πιο πάνω. Πρβλ. τις προϋποθέσεις και τις διατυπώσεις της προσβολής του με ανακοπή. mutatis mutandis. τους εφαρμοστέους κανόνες. τα σχετικά με τις συνέπειες της αποφάσεως που εκδίδεται γι' αυτή κ. προσβολή του πίνακα κ.§ 453 – Σύνταξη συμπληρωματικού πίνακα κατατάξεως 517 IV) Γνωστοποίηση. τα της εισαγωγής της για συζήτηση. αυτά που εκτέθηκαν πιο πάνω για τα αντίστοιχα θέματα προκειμένου για τον αρχικό πίνακα71. ισχύουν. Για τη γνωστοποίηση του συμπληρωματικού πίνακα.λπ.λπ. 71. τα της εκδικάσεώς της. . πιο πάνω §§ 447 επ. πιο πάνω §§ 404 επ. μπορούν να κατασχεθούν ή μαζί με τα δένδρα ή με ορισμένες προϋποθέσεις αυτοτελώς. Πίνακας κατατάξεως. Βλ. Γ) Διάθεση του πλειστηριάσματος. 4. Α) Όπως ήδη λέχθηκε . ο πλειστηριασμός γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις. Διανομή κ. . § 421 επ. Προσβολή του.λπ. που εφαρμόζονται στον πλειστηριασμό κινητών3. Β) Αν οι καρποί (κρεμασμένοι κ. οι καρποί που είναι κρεμασμένοι και δεν έχει γίνει η συγκομιδή τους κ. 2.) κατασχέθηκαν αυτοτελώς και χωριστά απ' το κτήμα. Βλέπε πιο πάνω § 400. πιο πάνω § 404 επ. Τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται ανάλογα με τον τρόπο της κατασχέσεως και τον πλειστηριασμό των καρπών που δεν έχουν συλλεχθεί κ. Πρβλ. 3. 1..λπ. Βλέπε πιο πάνω §§ 439 επ. 421. ΙΙ) Πλειστηριασμός καρπών που δεν έχει γίνει η συγκομιδή τους. σύμφωνα μ' αυτά που ισχύουν αντίστοιχα για τον πλειστηριασμό ακινήτων ή κινητών4..ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΥΛΛΕΓΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ § 454 1 Ι) Εισαγωγή.λπ. Αν οι (κρεμασμένοι) καρποί που δεν έχει γίνει η συγκομιδή τους κατασχέθηκαν με τα δένδρα. τότε πλειστηριάζονται μ' αυτά και τηρείται η προδικασία και η κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού ακινήτων2.λπ. Β) Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να ακολουθήσουν οι διαδικασίες του πλειστηριασμού και της διαθέσεως του εκπλειστηριάσματος. Ε) Αντίγραφο της εκθέσεως κατασχέσεως. με την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή ή προς εκτέλεση1 και συνεχίζεται με την επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως του πλοίου. Η περιγραφή πρέπει να γίνεται με ακρίβεια.Ε. αρχίζει. 1142 § 1 Α. ΣΤ) Επίσης αντίγραφο της εκθέσεως (αναγκαστικής) κατασχέ1. Ν. Η περιγραφή του πλοίου που κατασχέθηκε πρέπει να περιλαμβάνει τις διαστάσεις και τη χωρητικότητα. το είδος της κινητήριας δυνάμεως και τη δύναμη της μηχανής.Δ. εκτός από τα λοιπά στοιχεία. Βλέπε πιο πάνω § 398. 2. όπως λέχθηκε και πιο πάνω. 4.Ε. όπως σημειώθηκε πιο πάνω. Δ) Στην έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως πλοίου. όπως και στις λοιπές περιπτώσεις. κατά τρόπον ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητα (του πλοίου).Πολ. πρέπει να αναφέρονται3 και το όνομα και η ιθαγένεια του πλοιοκτήτη. 1059 § 2 εδ. πρέπει να επιδίδεται με ποινή ακυρότητας μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών από τη μέρα της επιβολής της κατασχέσεως προς αυτόν που τηρεί το νηολόγιο. 1075 § 1.Πολ. Μπρίνια: Εφαρμοστέοι κανόνες στην κατάσχεση πλειστηριασμού πλοίων και αεροσκαφών. οι οποίες ισχύουν και εφαρμόζονται στην αναγκαστική κατάσχεση ακινήτων2. το όνομα του πλοίου. Βλέπε πιο πάνω § 355. Αρχ. Α. ΚΠολΔ 995 (1059) § 2 εδ.Δ. όπως και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν. που αποτελεί με ακρίβεια την πρώτη πράξη της. . ορισμένοι ειδικοί κανόνες. Επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως. τα οποία. η πράξη της νηολογήσεως.Α. για τους οποίους γίνεται λόγος στη συνέχεια. β΄ Σχ. Γ) Λόγω όμως της ιδιότυπης μορφής των πλοίων. Κ. ΙΙ. και ΚΙΝΔ άρθρ. προκειμένου για πλοία νηολογημένα στην Ελλάδα.Ε. σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. 3. Β) Η αναγκαστική κατάσχεση πλοίου γίνεται με τα ίδια όργανα και με τις ίδιες βασικές διατυπώσεις. όπως και το διεθνές σήμα του. ΚΠολΔ 1011 (1075) § 1 Σχ. β΄. 180. Ι) Εισαγωγή. επιβάλλεται να μνημονεύονται σε κάθε έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως. στο οποίο είναι γραμμένο το πλοίο4.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΕ ΠΛΟΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ* § 455 *Ειδική βιβλιογραφία: Ιω. Βλ. αναγράφονται από το ισχύον δίκαιο.Σ. Α) Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως σε πλοία για την είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων. Ε. που κατασχέθηκε το πλοίο.Σ. ΚΠολΔ 1012 (1076) § 1 εδ.Ε.Σ. Βλέπε πιο πάνω §§ 397 και 399. 107 § 1 εδ. 999 (1962). όπου είναι νηολογη5. νομίζουμε συνάγεται ότι η επίδοση στον λιμενάρχη επιβάλλεται για την ολοκλήρωση της κατασχέσεως και την κανονική της λειτουργία. Γ) Η κατάσχεση που επιβλήθηκε βαρύνει το πλοίο που κατασχέθηκε. 1143 § 1 εδ. 1076 § 2. 1076 § 1 εδ.Πολ. ΚΠολΔ 1011 (1075) § 2 εδ. στον ειρηνοδίκη της περιφέρειας του λιμανιού. και αν αυτό αποπλεύσει σε άλλο λιμάνι της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. ΚΠολΔ 1012 (1076) § 3 Σχ. όσες φορές αυτή απαιτείται σύμφωνα με το άρθρ.Ε.Σ. 1143 § 3 Α. α΄ Σχ. 1143 § 2 Α.Πολ. εμποδίζει τον απόπλου του πλοίου που κατασχέθηκε.Δ. β΄ Α. α΄. τον λιμενάρχη του λιμανιού. στον νόμιμο αναπληρωτή του άλλο συμβολαιογράφο και αν δεν υπάρχει αυτός.Πολ.Ε. (πρέπει να) γίνεται στο λιμεναρχείο του λιμανιού της κατασχέσεως και σε μέρος του πλοίου που να φαίνεται απ' όλους10.Δ.Ε. και προς το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο και (να) κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού9. ΚΠολΔ 1011 (1075) § 2 εδ. 7. ΙΙΙ) Αναγκαστικός πλειστηριασμός του πλοίου. και ο λιμενάρχης μόλις επιδοθεί σ' αυτόν το αντίγραφο της κατασχετηρίου εκθέσεως.Σ. α΄ Α. είναι υποχρεωμένος να στείλει αμελλητί αντίγραφο της εκθέσεως κατασχέσεως και της περιλήψεως σ’ αυτόν που τηρεί το νηολόγιο. β΄ Σχ.Δ.520 § 455 – Αναγκαστική εκτέλεση σε πλοία για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων σεως πλοίου πρέπει να επιδίδεται (εκτός απ' τους άλλους) και προς τον λιμενάρχη του λιμανιού.Δ. οφείλει να εμποδίσει τον απόπλου του πλοίου7. 10. των οποίων η μη εκπλήρωση δεν επηρεάζει το κύρος της κατασχέσεως. 9. Γ) Τοιχοκόλληση της περίληψης. α΄ Σχ. Β) Αυτή η απαγόρευση και η παρεμπόδιση είναι μέτρα πρόνοιας για την διευκόλυνση της περαιτέρω διαδικασίας και αποτελούν καθήκοντα του λιμενάρχη. 6. ο λιμενάρχης του λιμανιού που έγινε η κατάσχεση. Σ. Β) Η περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως του πλοίου (πρέπει να) επιδίδεται (εκτός από τα πρόσωπα που ορίζονται στο κοινό δίκαιο) και προς τον πλοίαρχο του πλοίου που κατασχέθηκε. σε περίπτωση που έχει κώλυμα αυτός που ορίστηκε στην αρχή. όπου έγινε η κατάσχεση του πλοίου. 1143 § 1 εδ.Δ. β΄. 8. Α) Ο πλειστηριασμός του πλοίου που κατασχέθηκε γίνεται σε συμβολαιογράφο και. Α) Η επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως πλοίου εκτός από τις γενικές συνέπειες κάθε αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών και ακινήτων που μνημονεύονται και αναλύονται πιο πάνω6. α΄ Α.Ε. 1142 § 2 εδ.Ε.Πολ. μέσα σε δύο μέρες από την ημέρα. ΚΠολΔ 1012 (1076) § 2 Σχ.Ε. 1076 § 3.Πολ.Ε. όπου βρίσκεται ελλιμενισμένο το πλοίο κατά την επιβολή της κατασχέσεως8. αλλά μπορεί μόνο να δημιουργήσει ευθύνες του λιμενάρχη. Απ' τον δικαιολογητικό λόγο της αναγραφής αυτής της διατυπώσεως. α΄. 1075 § 2 εδ. Δ) Αν το πλοίο που κατασχέθηκε σε ημεδαπό λιμάνι είναι αλλοδαπό. ΙΙ) Συνέπειες της αναγκαστικής κατασχέσεως πλοίων.Ε. . στην οποία έγινε η κατάσχεση5. 14. να τηρηθεί η διαδικασία της συντάξεως (του) πίνακα της κατατάξεως. 6 επ.). τα σχετικά με τη μεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου που πλειστηριάσθηκε ρυθμίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ (άρθρ.Ε. Α) Αν το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε καταβλήθηκε και επαρκεί για την πληρωμή των εξόδων της αναγκαστικής εκτελέσεως και για την πλήρη ικανοποίηση όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα. Βλέπε πιο πάνω §§ 411 επ. Τα σχετικά με τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του υπερθεματιστή. Γ) Η κατάταξη των δανειστών που αναγγέλθηκαν κανονικά στον πίνακα (της) κατατάξεως γίνεται. 12. με τα μέσα εξαναγκασμού του για πληρωμή του πλειστηριάσματος. 11. V) Διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος. οι διατάξεις του ν. Δ) Σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Παράλληλα είναι απαραίτητο να τηρούνται.λπ. 1144 Α. με την τήρηση κατά πρώτο λόγο των διατάξεων του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου15. Βλέπε ΚΙΝΔ άρθρα 205 επ. Το ίδιο ισχύει και προκειμένου για ημεδαπά πλοία. όπως και στις άλλες περιπτώσεις.λπ. 2687/1953.Πολ. Πρβλ. Με την προϋπόθεση ότι εκπληρώθηκαν οι υποχρεώσεις του υπερθεματιστή και μάλιστα ότι καταβλήθηκε το πλειστηρίασμα κ. ο πίνακας της κατατάξεως περιλαμβάνει ή μπορεί να περιλαμβάνει ορισμένες τάξεις ή κατηγορίες των δανειστών16. υπάρχει ανάγκη.Δ. ρυθμίζονται από το κοινό δίκαιο13. για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων14. Σύνταξη (του) πίνακα κατατάξεως. IV) Η διαδικασία μετά την κατακύρωση.§ 455 – Αναγκαστική εκτέλεση σε πλοία για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων 521 μένο το πλοίο. ΚΠολΔ 1013 (1077) Σχ. Ε) Η πλειοδοσία και η κατακύρωση γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες του κοινού δικαίου. που τηρούνται από ελληνικές προξενικές αρχές11. με την ενδεχόμενη διεξαγωγή αναπλειστηριασμού κ. Βλέπε πιο πάνω §§ 426-428.. ΚΙΝΔ άρθρα 205-209. Β) Αν το παραπάνω πλειστηρίασμα δεν είναι αρκετό για την εξόφληση των εξόδων εκτελέσεως και την στο ακέραιο ικανοποίηση όλων των σύμφωνα μ' αυτά που εκτέθηκαν νόμιμα αναγγελθέντων δανειστών. 15.Ε. γραμμένα σε νηολόγια. VI) Μεταβίβαση της κυριότητος του πλοίου που πλειστηριάσθηκε. 16. όσες φορές συντρέχουν οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται και αναγράφονται γι' αυτό. αφού αφαιρεθούν τα έξοδα εκτελέσεως και το τυχόν υπόλοιπο που παραμένει καταβάλλεται στον καθού η εκτέλεση. οι οποίοι ισχύουν στον πλειστηριασμό ακινήτων12. . 13. πιο πάνω § 439. όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση αναγκαστικής εκτελέσεως. όπως ισχύει κάθε φορά για την προτιμώμενη υποθήκη. γίνεται διανομή του πλειστηριάσματος σ' αυτούς.Σ. 1077. Ε) Αντίγραφο της εκθέσεως κατασχέσεως για αεροσκάφη γραμμένα σε μητρώο που τηρείται στην Ελλάδα πρέπει να επιδίδεται μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών από την ημέρα της επιβολής της κατασχέσεως 1. Δ) Στην έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως αεροσκάφους. Γ) Η αναγκαστική κατάσχεση αεροσκάφους γίνεται με τα ίδια όργανα και με τις ίδιες αντίστοιχα διατυπώσεις. που για την ακρίβεια αποτελεί την πρώτη πράξη της. Νομ. Β) Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως σε αεροσκάφη για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων αρχίζει.Ε. 2. όπως και στις άλλες περιπτώσεις. Α) Ο όρος «αεροσκάφος» λαμβάνεται εδώ με την έννοια. με την οποία χρησιμοποιείται στην ισχύουσα νομοθεσία για την πολιτική αεροπορία. Βλέπε πιο πάνω § 398. όπως λέχθηκε πιο πάνω. Η περιγραφή του αεροσκάφους που κατασχέθηκε πρέπει να περιλαμβάνει τις διαστάσεις και την χωρητικότητα. 1143 § 1 Α. πρέπει να αναφέρονται3 και το όνομα και η ιθαγένεια του ιδιοκτήτου του αεροσκάφους. Η περιγραφή πρέπει να γίνεται με ακρίβεια. οι οποίοι μνημονεύονται στη συνέχεια. 3. από την ισχύουσα νομοθεσία ορισμένοι ειδικοί κανόνες. με τρόπο ώστε να μη γεννιούνται και να μην προκύπτουν αμφιβολίες για την ταυτότητα (του αεροσκάφους που κατασχέθηκε).Σ. εκτός από τα άλλα στοιχεία. Μπρίνια: Εφαρμοστέοι κανόνες επί κατασχέσεως και πλειστηριασμού πλοίων και αεροσκαφών Αρχ. Ι) Εισαγωγή. ΚΑ΄ 180. . που η μνεία τους επιβάλλεται σε κάθε έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως. με την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή ή προς εκτέλεση1 και συνεχίζεται με την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως (του) αεροσκάφους. οι οποίες προβλέπονται και εφαρμόζονται στην αναγκαστική κατάσχεση ακινήτων2. 1078 § 1. η πράξη της εγγραφής στα μητρώα και το διεθνές σήμα του. Λόγω της ιδιομορφίας όμως των αεροσκαφών. ΚΠολΔ 1014 (1078) § 1 Σχ. το είδος και τη δύναμη των κινητήρων του και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν. αναγράφονται.ΠΟΛ Δ. τα διακριτικά στοιχεία του αεροσκάφους. Βλέπε πιο πάνω § 355.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΕ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ ΓΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ* § 456 *Ειδική βιβλιογραφία: Ιω. σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. Επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως αεροσκαφών.Ε. β΄ 6. Η διεξαγωγή του γίνεται σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου. προκειμένου για κατάσχεση πλοίου. εκτός από τις γενικές συνέπειες κάθε αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών και ακινήτων που αναφέρονται και αναπτύσσονται πιο πάνω.Ε. Σ. μέσα σε δύο μέρες από την ημέρα. του οποίου η μη εκπλήρωση δεν θίγει το κύρος της κατασχέσεως. και ο διοικητής του αερολιμένα. 7.Ε. 1146 § 1 Α.Ε.Πολ. 1078 § 2 εδ.Πολ. α΄. 1079 § 1. μόλις του επιδοθεί το αντίγραφο της εκθέσεως κατασχέσεως.Δ. ΚΠολΔ 1015 (1079) § 2 Σχ. ή σε περίπτωση κωλύματος ή ανυπαρξίας του. ΚΠολΔ 1014 (1078) § 2 εδ.§ 456 – Αναγκαστική εκτέλεση σε αεροσκάφη για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων 523 με ποινή ακυρότητας σ' αυτόν που τηρεί αυτό το μητρώο. όπου έγινε η κατάσχεση. αλλά απλά μπορεί να δημιουργήσει ευθύνες του αερολιμενάρχη.Πολ. οφείλει να εμποδίσει την απογείωση του αεροσκάφους5. ΚΠολΔ 1014 (1078) § 2 εδ.Σ. 1145 § 2 εδ.Ε. β΄ Α.Δ. Γ) Τοιχοκόλληση της περίληψης. από το δικαιολογητικό λόγο της αναγραφής αυτής συνάγεται. εμποδίζει την απογείωση του αεροσκάφους που κατασχέθηκε. . πρέπει να γίνεται σε εμφανές μέρος του γραφείου της διοικήσεως του αερολιμένα. έχουμε την γνώμη ότι η επίδοση στον διοικητή του αερολιμένα επιβάλλεται για την ολοκλήρωση της κατασχέσεως και για την κανονική λειτουργία της. Όπως σημειώθηκε και πιο πάνω.Σ. ΙΙΙ) Αναγκαστικός πλειστηριασμός του αεροσκάφους. αυτή η απαγόρευση και παρεμπόδιση αποτελεί μέτρο πρόνοιας για να μην περιπλακεί η παραπέρα διαδικασία και συνιστά καθήκον του διοικητή του αερολιμένα. 1146 § 2 Α. 1078 § 2 εδ.Ε. 5. στον νόμιμο αναπληρωτή του σύμφωνα μ' αυτά που εκτέθηκαν πιο πάνω6. Η επιβολή (της) αναγκαστικής κατασχέσεως αεροσκάφους.ΠΟΛ Δ . 1145 § 2 εδ. που έγινε η κατάσχεση του αεροσκάφους. ΚΠολΔ 1015 (1079) § 1 Σχ.Ε. Όπως παρατηρήθηκε και. Η κατάσχεση που επιβλήθηκε παρακολουθεί το αεροσκάφος που κατασχέθηκε. ΙΙ) Συνέπειες της αναγκαστικής κατασχέσεως αεροσκάφους. στον οποίο έγινε η κατάσχεση (και να) κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού7. α΄ Σχ. ΣΤ) Κατόπιν αντίγραφο της κατασχετήριας εκθέσεως (του αεροσκάφους) (πρέπει να) επιδίδεται και στον διοικητή του αερολιμένα. όσες φορές αυτή απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 999 (1063).Δ. Β) Η περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως αεροσκάφους (πρέπει να) επιδίδεται (εκτός από τα λοιπά πρόσωπα που ορίζονται από το κοινό δίκαιο). Σ. β΄ Σχ. και αν αυτό πραγματοποιήσει πτήση προς άλλο αερολιμένα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. α΄ Α. προκειμένου για την αντίστοιχη διατύπωση σε κατάσχεση πλοίων. και προς τον κυβερνήτη του αεροσκάφους που κατασχέθηκε και τον διοικητή του αερολιμένα. στην οποία έγινε η κατάσχεση4. 4.Ε. Α) Ο πλειστηριασμός του αεροσκάφους που κατασχέθηκε γίνεται σε συμβολαιογράφο της περιφέρειας του αερολιμένα.Ε. 1079 § 2. V) Διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος. Τα σχετικά με την εκτέλεση της περιλήψεως της εκθέσεως του πλειστηριασμού γίνονται σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. 8. 1080. είναι υποχρεωμένος να στείλει αμελλητί αντίγραφο της εκθέσεως κατασχέσεως και (αντίγραφο) της περίληψης κατασχετηρίου εκθέσεως σ’ αυτόν που τηρεί το μητρώο. ΚΠολΔ 1015 (1079) § 4 Σχ. Α) Αν το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε καταβλήθηκε και είναι αρκετό για την πληρωμή των εξόδων της αναγκαστικής εκτελέσεως και για την πλήρη ικανοποίηση όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα. 1146 § 4 Α. 5017/1931 όπως τροποποιήθηκε. Γ) Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατατάξεως γίνεται με την τήρηση κατά πρώτο λόγο των διατάξεων των νόμων για την πολιτική αεροπορία δικαίου. ΚΠολΔ 1015 (1079) § 3 Σχ. 10.Σ. ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. Σ. μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως. προβαίνει στη διανομή του στους δανειστές και το τυχόν υπόλοιπο που απομένει το καταβάλλει στον καθού η εκτέλεση.). ΚΠολΔ 1016 (1080) Σχ.Δ. συντρέχει νόμιμος λόγος. ρυθμίζονται σύμφωνα με το κοινό δίκαιο11.Ε. όπως και σε άλλες περιπτώσεις. 12. για την εφαρμογή της διαδικασίας της σύνταξης του πίνακα κατατάξεως. Σ. 11. όπου έγινε η κατάσχεση. 1079 § 4. 1079 § 3. Ε) Η πλειοδοσία και η κατακύρωση γίνονται σύμφωνα με τους κανόνες του κοινού δικαίου10. με την ενδεχόμενη διεξαγωγή αναπλειστηριασμού κ.Ε. όπου είναι γραμμένο το αεροσκάφος9. πιο πάνω § 439Γ. Βλέπε πιο πάνω §§ 426.Δ . 6 επ.428. 1146 § 3 Α.Ε.Ε. Βλ.Ε. Δ) Αν το αεροσκάφος που κατασχέθηκε σε ημεδαπό αερολιμένα είναι αλλοδαπό. . 1147 Α.524 § 456 – Αναγκαστική εκτέλεση σε αεροσκάφη για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων όπου έγινε η κατάσχεση8.Πολ. 9. όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση αναγκαστικής εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων12. Σύνταξη του πίνακα κατατάξεως. Βλέπε πιο πάνω §§ 471 επ.λπ. Β) Αν το παραπάνω πλειστηρίασμα δεν αρκεί για την εξόφληση των εξόδων εκτελέσεως και την ολοσχερή ικανοποίηση όλων των σύμφωνα με τα ισχύοντα νόμιμα αναγγελθέντων δανειστών. Τα σχετικά με τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του υπερθεματιστή. Εφόσον ο υπερθεματιστής εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του και μάλιστα κατέβαλε το πλειστηρίασμα του αεροσκάφους που πλειστηριάσθηκε τα θέματα για την κτήση της κυριότητος του πλειστηριασθέντος αεροσκάφους καθορίζονται βάσει των διατάξεων των νόμων που ισχύουν για την πολιτική αεροπορία13 (ν.Πολ.Πολ. ο διοικητής του αερολιμένα.Δ. IV) Η διαδικασία μετά την κατακύρωση. VI) Μεταβίβαση της κυριότητας του αεροσκάφους που πλειστηριάσθηκε. άρθρ. με τα μέσα εξαναγκασμού του να πληρώσει το πλειστηρίασμα. 13.Ε. λπ. Οι κανόνες που πρέπει να εφαρμοστούν. που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. ΙΙ) Η διαδικασία που τηρείται. ασκώντας την εμπράγματη υποθηκική αγωγή που έχουν σύμφωνα με το νόμο. . που απευθύνεται στον καθού η εκτέλεση. Α) Κατ' αρχήν. αλλά δεν περατώθηκε.26 ν.). Άρθρ. η προδικασία και η κυρία διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού και οι πράξεις που επακολουθούν διεξάγονται σύμφωνα μ' αυτά που εκτέθηκαν και σε κάθε άλλη εκτέλεση σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου. μια απ' τις συνέπειες της κηρύξεως της πτωχεύσεως φυσικού ή νομικού προσώπου είναι η αναστολή των ατομικών διώξεων κατά του πτωχεύσαντος. 2.λπ. η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων γενικά (συμπεριλαμβανομένης και της προδικασίας) και της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως. Β) Όλες οι επιδόσεις των σχετικών εγγράφων που αφορούν την προδικασία και την κύρια διαδικασία. πλειστηριασμό κ. 3588/2007. Η γραμματική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων. ΄Αρθρ. ο οποίος μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως στερείται την νομιμοποίηση για διεξαγωγή δικών κ. 25 ν.λπ. οι οποίοι μπορούν να αρχίσουν και να συνεχίσουν την αναγκαστική εκτέλεση (αναγκαστική κατάσχεση. που μιλούν για παύση ή αναστολή των ατομικών διώξεων κατά του κηρυχθέντα σε κατάσταση πτωχεύσεως. 3588/2007.λπ.). Α) Σύμφωνα με τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα1. Γ) Ζήτημα γεννιέται για το ποιά η τύχη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του πτωχεύσαντος που άρχισε πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως. διατηρεί όμως την ικανότητα να παρίσταται στο δικαστήριο κ. Β) Εξαίρεση ισχύει με βάση ειδική διάταξη2 σχετικά με τους ενυπόθηκους δανειστές. μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η διεξαγωγή ατομικής ή ειδικής αναγκαστικής εκτελέσεως κατ' αυτού.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΕΝΥΠΟΘΗΚΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΕΠΙ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΟΦΕΙΛΕΤΗ (Ή ΤΡΙΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ) § 457 I) Εισαγωγή. θα μπορούσε να θεωρη1. πρέπει από την κήρυξη της πτωχεύσεως και εφεξής να γίνονται αφ' ενός και πρώτιστα προς τον σύνδικο της πτωχεύσεως και απ' την άλλη προς τον πτωχεύσαντα (οφειλέτη κ. ). καταβάλλεται όχι στον καθού η εκτέλεση (οφειλέτη κ. εφόσον έγινε η πρώτη μετά την επίδοση της επιταγής πράξη εκτελέσεως και συγκεκριμένα έγινε η επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως ή ολοκληρώθηκε η μετατροπή της συντηρητικής σε αναγκαστική κατάσχεση. Αλλιώς δημιουργούνται περιπλοκές και παρελκύσεις των διαδικασιών. Δ) Το υπόλοιπο που ενδεχομένως απομένει από το πλειστηρίασμα μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως και την ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των δανειστών.λπ. . Η διανομή του γίνεται σύμφωνα μ' αυτά που ορίζει το ισχύον δίκαιο για την διάθεση του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας.526 § 457 – Κατάσχεση & πλειστηριασμός ενυπόθηκου ακινήτου επί πτωχεύσεως του οφειλέτη θεί ότι δίνει έρεισμα υπέρ της απόψεως ότι διακόπτεται ή παύει η παραπάνω διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. ότι άρχισε η ειδική αναγκαστική εκτέλεση. Είναι. αμφίβολο αν αυτή η λύση ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου και στο σκοπό που επιδιώκεται με τον αποκλεισμό των ατομικών διώξεων. που αναγγέλθηκαν και αναγνωρίσθηκαν αμετάκλητα. Εφόσον άρχισε η ατομική ή ειδική εκτέλεση. Νομίζουμε ότι πρέπει να θεωρείται. αλλά στο σύνδικο της πτωχεύσεως ως στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας. όμως. είναι σκόπιμο και συμφέρον όλων αυτή να περατωθεί. αλλά ως προς τη διαδικασία είναι εκούσιος ή μάλλον δικαστικός με την έννοια του άρθρ. με την επίσπευση και επιμέλεια του συνδίκου.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΣ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗ ΡΕΥΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ § 458 Από τον παραπάνω αναγκαστικό πλειστηριασμό διαφέρει και πρέπει να διακρίνεται με σαφήνεια ο πλειστηριασμός των κινητών και ακινήτων της πτωχευτικής περιουσίας. που γίνεται με απόφαση της συνελεύσεως των δανειστών που είναι στην ένωση. . με την έννοια ότι γίνεται σαν συνέπεια της κηρύξεως της πτωχεύσεως και της ενώσεως των δανειστών. Ο τελευταίος πλειστηριασμός είναι αναγκαστικός. 1021 (1084) ΚΠολΔ. Γ) Γι' αυτές τις (τελευταίες) διατάξεις γίνεται λόγος παρακάτω.Ε. Ωφελήματα και βάρη του. Μάλιστα με ρητή διάταξη του άρθρ. ο υπερθεματιστής που θα αναδειχθεί σ' αυτόν.Κ. και παραλαμβάνοντας το κινητό πράγμα που εκπλειστηριάσθηκε.λπ.. και μάλιστα καταβάλλοντας το εκπλειστηρίασμα κ. έστω κι αν δεν ήταν κύριος ο καθού η εκτέλεση οφειλέτης. 1081 § 1.Κ. ΙΙ) Κτήση κυριότητας πραγμάτων που πλειστηριάζονται. πιο πάνω § 426. ο ΚΠολΔ περιέλαβε σε ειδικό κεφάλαιο ορισμένες διατάξεις οι οποίες ισχύουν από κοινού για τον πλειστηριασμό κινητών και ακινήτων. Α) Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρ. 3. του Α. Κίνδυνος τυχαίας καταστροφής ή χειροτέρευσης. 1. για τις οποίες έγινε μνεία πιο πάνω2. Γι' αυτά τα θέματα γίνεται λόγος πιο πάνω4. 1036 επ. 1039 εδ. Α) Περισσότερα από ένα ζητήματα ρυθμίζονται κατά τον ίδιο τρόπο. εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις του που εκτέθηκαν πιο πάνω3. Γι' αυτά γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις λόγος στα ειδικά μέρη.Πολ. Βλέπε πιο πάνω §§ 428 και 433. Β) Οι διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η παραπομπή πιο πάνω είναι των άρθρ. 1017 (1081) § 1 ΚΠολΔ1. . αυτό ισχύει και αν το κινητό πράγμα που εκπλειστηριάστηκε έχει ξεφύγει από τη νομή του κυρίου λόγω απώλειας ή κλοπής. Σχ.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΟΙΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΣΤΟΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ § 459 Ι) Εισαγωγή.Ε. ΙΙΙ) Ευθύνη από πραγματικά και νομικά ελαττώματα του πράγματος που εκπλειστηριάσθηκε. θεωρώντας ότι ο καθού η εκτέλεση ήταν πράγματι κύριός του. Βλέπε πιο πάνω § 424. 1137 § 1 Α. που δεν ανήκει στον καθού η εκτέλεση. Πρβλ. Σ.Δ. οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για την κτήση κυριότητας από μη κύριο εφαρμόζονται και στον πλειστηριασμό κινητού πράγματος. γίνεται κύριός του. Σύμφωνα με την εφαρμογή αυτών των διατάξεων στον αναγκαστικό πλειστηριασμό κινητού πράγματος. 4. εφόσον κατά τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού και την παραλαβή του πράγματος είχε καλή πίστη. προκειμένου για τον πλειστηριασμό τόσο (των) κινητών όσο και (των) ακινήτων. β΄ του Α. 2. Β) Εκτός όμως από αυτά τα θέματα. 5. . Βλέπε πιο κάτω § 508.§ 459 – Κοινοί κανόνες πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων 529 IV) Προνόμιο του υπερθεματιστή για την ανάληψη του πλειστηριάσματος που μοιράστηκε σε περίπτωση ακυρώσεως του πλειστηριασμού5. Γ) Συμπλήρωμα των παραπάνω διατυπώσεων δημοσιότητας αποτελεί η κατόπιν καινοτομίας από τον ΚΠολΔ επιβαλλόμενη τήρηση του βιβλίου πλειστηριασμών από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. .ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ § 460 Ι) Εισαγωγή.Ε. Σχ. 1045. Γ) Η τήρηση του βιβλίου που αναφέρθηκε είναι υπηρεσιακό καθήκον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Α.Πολ. που είναι περισσότεροι από έναν. Β) Το βιβλίο που αναφέρθηκε μπορούν να συμβουλεύονται οι ενδιαφερόμενοι (πρόσωπα και υπόλοιπα υποκείμενα της αναγκαστικής εκτελέσεως. που έγιναν αντικείμενα αναγκαστικού πλειστηριασμού κ. στο οποίο σημειώνονται τα ονοματεπώνυμα αυτού που επισπεύδει την εκτέλεση και του καθού η εκτέλεση. Κάθε παράβαση σχετικά με αυτή την τήρηση. ΙΙ) Τα σχετικά με την τήρηση και το περιεχόμενο του βιβλίου πλειστηριασμών. από έκαστο υπάλληλο του πλειστηριασμού τηρείται ιδιαίτερο βιβλίο με το όνομα «βιβλίο πλειστηριασμών». Α) Όπως σημειώθηκε πιο πάνω ο αναγκαστικός πλειστηριασμός γίνεται δημόσια. Στο τέλος του βιβλίου τηρείται αλφαβητικό ευρετήριο. Σ' αυτό το βιβλίο και στην ιδιαίτερη μερίδα για κάθε πλειστηριασμό καταχωρίζονται με αύξοντα αριθμό και χρονολογική σειρά τα στοιχεία των πράξεων που κοινοποιούνται ή των εγγράφων που κατατίθενται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ακόμη και οι πράξεις που συντάσσονται απ' αυτόν.Δ. Β) Η τήρηση της δημοσιότητας δικαιολογείται και επιβάλλεται (και) εδώ για διάφορους λόγους. συνεπάγεται μόνο πειθαρχικές κυρώσεις και δεν έχει συνέπειες στο κύρος των πλειστηριασμών που διεξάγονται. Α) Σύμφωνα με το άρθρ. 981 (1045) ΚΠολΔ1.λπ.) και να συλλέγουν από αυτό χρήσιμες πληροφορίες για τις επόμενες ενέργειές τους. τρίτοι που σκοπεύουν να συνάψουν συναλλαγές σχετικά με τα πράγματα. 1. 487-522 και στο Ανάτυπο (1974). Νομοθετικές σκέψεις. να υπάρξει κίνδυνος ουσιώδους βλάβης των συμπλεκομένων ποικίλων εννόμων συμφερόντων διαφόρων προσώπων. τόσο με το προηγούμενο δίκαιο. γ) Μερικές φορές συντρέχει ένας επί πλέον λόγος επιταχύνσεως της διαδικασίας. Τόμο Εμμ. ιδίως μετά τις τροποποιήσεις που έγιναν από τον ν. Ι) Εισαγωγή. χωρίς να διατηρείται για μακρύ χρονικό διάστημα η διαταραχή που επέρχεται κατ' ανάγκη σε ορισμένες σχέσεις και σε ορισμένους κύκλους από τη διαδικασία διεξαγωγής της. βρίσκεται σε δικαστική δέσμευση καθώς και του επισπεύδοντος και άλλων δανειστών. συνάγεται με σαφήνεια η τάση και η προσπάθεια του νομοθέτη να επιταχυνθεί η διαδικασία χωρίς βέβαια. Η πρόθεση αυτή δικαιολογείται από περισσότερες από μια πλευρές. επηρεάζει σημαντικά τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων της διαδικασίας και μάλιστα κατά πρώτο λόγο του καθού η εκτέλεση. Η εκκρεμότητα όχι σπάνια επηρεάζει τα συμφέροντα και τρίτων προσώπων αντανακλαστικά από τις διάφορες πράξεις αυτής της διαδικασίας. Ράμμου: Η ύπαρξη και το κύρος της αναγκαστικής κατασχέσεως ως προϋπόθεσις της διεξαγωγής του αναγκαστικού πλειστηριασμού σε Αναμν. β) Η εκκρεμότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. μέρος των περιουσιακών στοιχείων του οποίου. ιδίως όταν πρόκειται για κατάσχεση και γενικά για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. εφ' όσον τελειώνει γρήγορα και χωρίς παρελκύσεις και αδικαιολόγητες επιμηκύνσεις. ΓΦΝΔ/1920. Μιχελάκη (1974) σ. σημαντικό μερικές φορές. ιδιαίτερα. της εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. όσο και ιδίως με τον ΚΠολΔ.Θ. των οποίων οι απαιτήσεις παραμένουν ανικανοποίητες και οι οποίοι μερικές φορές υποβάλλονται επί πλέον σε αξιόλογες δαπάνες.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΩΣ* Τίτλος Πρώτος Γενικές Παρατηρήσεις § 461 *Ειδική βιβλιογραφία: Γ. Α) Από όλη τη διάρθρωση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικά. όμως. α) Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται πραγματικά δραστική και αποτελεσματική κατασταλτικά και προληπτικά. όταν σημειώνονται από διάφορες πλευρές τάσεις παρελκύσεώς της ή και υπέρμετρων πιέσεων του ενός ή του άλλου απ' τους ενδια- . εφ' όσον είναι αυτό δυνατό. όπως αναπτύσσεται κατόπιν. ΙΙ) Ορισμός. Απόφαση και συνέπειες της ανατροπής της αναγκαστικής κατασχέσεως § 462 Ι) Εισαγωγή. είναι και ο θεσμός της ανατροπής της κατασχέσεως. η οποία είχε ήδη εισαχθεί στο προϊσχύσαν δίκαιο με το α. όπως αναπτύσσεται στο οικείο μέ- . Β) Ένα από τα μέσα. ενώ. Η ακυρότητα και το ανίσχυρο προϋποθέτουν ελαττωματικότητα της κατασχέσεως από τυπική ή και ουσιαστική πλευρά και για τον λόγο αυτό κηρύσσονται ή αναγνωρίζονται. Β) Μπροστά σ' αυτά τα δεδομένα. ο θεσμός της ανατροπής της κατασχέσεως καθιερώθηκε για να καταπολεμήσει τάσεις απ' τη μια επιβραδύνσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και απ' την άλλη μεθόδους καταπιέσεως μερικών οφειλετών και γενικότερα για διευκόλυνση της προσπάθειας του νομοθέτη για το γρήγορο κατά το δυνατό τέλος της διαδικασίας που είπαμε. Α) Η ανατροπή της κατασχέσεως είναι. και ρυθμίσθηκε συστηματικά με τον ΚΠολΔ. τη διαδικασία και τις συνέπειες της ανατροπής της κατασχέσεως. Απόφαση & συνέπειες της ανατροπής της αναγκαστικής κατασχέσεως φερόμενους. αντίθετα. Ανατροπή της αναγκαστικής κατασχέσεως είναι η απομάκρυνση ή εκμηδένισή της με δικαστική απόφαση και συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων. δικαστικά.532 § 462 – Διαδικασία. για κάθε μια απ' τις οποίες γίνεται λόγος πιο κάτω. Τίτλος Δεύτερος Διαδικασία. Α) Όπως παρατηρήθηκε και πιο πάνω. κατά κανόνα τουλάχιστον. 958/1971. Α) Κατ' αρχήν προϋποτίθεται και άλλωστε είναι αυτονόητο. Γενικές παρατηρήσεις. με το οποίο επιδιώκονται οι παραπάνω σκοποί. Γ) Πιο κάτω αναφέρονται τα σχετικά με τις προϋποθέσεις. η ανατροπή συνήθως (τουλάχιστον) αφορά κατάσχεση που επιβλήθηκε κανονικά. τόσο το προηγούμενο δίκαιο. 1139/1938. που αρχίζει με την επίδοση αντιγράφου απ' το απόγραφο του εκτελεστού τίτλου με επιταγή για πληρωμή και συνεχίζεται με την επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως ή συντηρητικής κατασχέσεως. Έννοια. ΙΙ) Ύπαρξη κατασχέσεως που είναι εκκρεμής. που μετατρέπεται. όσο και ο ΚΠολΔ εξάρτησαν και εξαρτούν την εφαρμογή του θεσμού της ανατροπής της κατασχέσεως από τη συνδρομή ορισμένων θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων.δ. ότι υπάρχει εκκρεμής διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων σε κινητά ή ακίνητα πράγματα.ν. η αντίθετη πράξη (contrarius actus) της επιβολής της. Προϋποθέσεις της ανατροπής της κατασχέσεως. όπως ήταν στην αρχή και όπως τροποποιήθηκε με το ν. μετά από αίτηση των προσώπων που νομιμοποιούνται γι' αυτό. Β) Η ανατροπή διαφέρει και πρέπει να διακρίνεται από την ακυρότητα και γενικά το ανίσχυρο της κατασχέσεως. Σ.Πολ. ανατρέπεται με αίτηση καθενός που έχει έννομο συμφέρον με απόφαση του ειρηνοδικείου.Ε. α΄ Σχ. Στην αρχική διατύπωση του ΚΠολΔ και στα σχέδια της Συντακτικής και Αναθεωρητικής Επιτροπής καθορίζοταν διαφορετική αφετηρία της παραπάνω προθεσμίας στην κατάσχεση κινητών και άλλη στην κατάσχεση ακινήτων. όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ.§ 462 – Διαδικασία.2 (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). Α) Σύμφωνα με τον ΚΠολΔ. ότι δεν έγινε παραίτηση από την πιο πάνω κατάσχεση με νόμιμο τρόπο ή ότι δεν απαγγέλθηκε αρμόδια και όπως έπρεπε ακύρωση ή αναγνώριση της ακυρότητάς της. ΚΠολΔ 1019 (1082) § 2 Σχ. 1139 Α. Βλέπε πιο κάτω §§ 596. 1082 § 2. που φέρνουν.Ε. όπως και ο χρόνος από 1η Αυγούστου ως 31 Αυγούστου (κάθε έτους). Γ) Εξ' άλλου αρκεί. σύμφωνα με το νόμο. σύμφωνα με ρητή διάταξη του ΚΠολΔ3. στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε αυτή. η ανατροπή επέρ1. Νομίζουμε ότι. Β) Αρκεί η ύπαρξη εκκρεμούς κατασχέσεως από τυπική πλευρά.Σ. Το όλο περιεχόμενό της προϋποθέτει αναγκαστική κατάσχεση.Ε. Ζήτημα γεννιέται. δεν πρέπει να αποκλείεται και η ανατροπή της συντηρητικής κατασχέσεως. 1139 § 1 εδ. 2. ΙΙΙ) Εκκρεμότητα της κατασχέσεως για ορισμένο χρονικό διάστημα. που χορηγείται με δικαστική απόφαση ή επέρχεται με κοινή συναίνεση επισπεύδοντα και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη. το οποίο δικάζει σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρ. α΄. να γίνει λόγος για ανατροπή και της συντηρητικής κατασχέσεως.Ε. Αν πριν από την έκδοση της απόφασης είχαν αναγγελθεί δανειστές με προσόντα αυτοτελούς κατασχέσεως. ΚΠολΔ 1019 (1082) § 1 εδ. α΄ Α. όταν συντρέχουν εννοείται και οι υπόλοιπες νόμιμες προϋποθέσεις. δεν υπολογίζεται ο χρόνος αναστολής εκτελέσεως.Δ. Β) Κατ' αρχήν χρειάζεται εκκρεμότητα της κατασχέσεως και να μην γίνεται πλειστηριασμός ή ενδεχόμενα αναπλειστηριασμός μέσα σε ορισμένη προθεσμία. δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτή πράγματι έγκυρη και δυνατή από νομική και ουσιαστική πλευρά. ή εξάμηνη και υπολογίζεται από τη διενέργεια του πλειστηριασμού στη δεύτερη περίπτωση.Πολ. δεν αποκλείεται η εφαρμογή της διαδικασίας της ανατροπής από την ενδεχόμενη δυνατότητα προβολής και αποδείξεως λόγων. Μ' άλλες λέξεις.597. 958/1971. η κατάσχεση. Γ) Η προθεσμία αυτή είναι ενός έτους και αρχίζει από την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως ή από την μετατροπή της συντηρητικής κατασχέσεως σε αναγκαστική στην πρώτη περίπτωση. 686 (730) επ. . Απόφαση & συνέπειες της ανατροπής της αναγκαστικής κατασχέσεως 533 ρος1. 3. αν μπορεί. Δ) Στην παραπάνω προθεσμία. 1082 εδ. Εφ' όσον αυτό είναι δεδομένο. Η διάταξη που μνημονεύτηκε μιλά γενικά για κατάσχεση χωρίς να κάνει διάκριση.Δ. αν υπάρχει ανάγκη. εφ' όσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σ' ένα χρόνο από την επιβολή της ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό. σύμφωνα με το νόμο σε αναγκαστική κατάσχεση. απόσβεση της κατασχέσεως. Τέτοια διάκριση. στο οικείο μέρος (πιο πάνω §§ 392 επ.Δ. β΄ Σχ. 686 (730) επ.). ΚΠολΔ (δηλαδή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων). ή κάποιον από τους αναγγελθέντες δανειστές κ. 6. στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση. που υποβάλλεται από όποιον έχει έννομο συμφέρον και κυρίως από τον καθού η εκτέλεση. Α) Η απόφαση που απαγγέλλει την ανατροπή είναι διαπλαστική ή διαμορφωτική. Η απόφαση για την ανατροπή εκδίδεται από το ειρηνοδικείο. ότι μετά την πάροδο του καθορισμένου χρόνου. 1082 § 1 εδ. 1. γ΄. V) Συνέπειες της αποφάσεως για την ανατροπή. Άλλη αφετηρία οριζόταν στην αρχική διατύπωση του ΚΠολΔ . χωρίς εννοείται. όμως. Σ.Ε. η οποία δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδος εξαμήνου από την ανατροπή. 1019 παρ. Διαφορετικά η κατάσχεση ως προς αυτούς διατηρείται και ισχύει αυτοτελής προθεσμία ανατροπής. Β) Η απαγγελία της ανατροπής προκαλείται με αίτηση. 1082 εδ. ήταν αντίθετη με την. β΄ Α.Πολ. Κατά τόπο αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο. Δ) Η απόφαση που απαγγέλει την ανατροπή πρέπει να γνωστοποιείται από το Δικαστήριο (επίδοση με επιμέλεια της γραμματείας του). Στο προηγούμενο δίκαιο η νομολογία είχε δεχθεί. Α) Σύμφωνα με ρητή διάταξη του ΚΠολΔ4. ΚΠολΔ 1019 (1082) § 1 εδ. Αποτελεί όμως δεδικασμένο για τους ενδιαφερόμενους εκείνους. γ΄ Σχ. Απόφαση & συνέπειες της ανατροπής της αναγκαστικής κατασχέσεως χεται ως προς αυτούς μόνο αν οι ως άνω προθεσμίες είχαν συμπληρωθεί και ως προς αυτούς από τις αναγγελίες τους. στην αρχική και τη νέα διατύπωση. 1039 Α. 5. η οποία αποκλείει άμεσα και έμμεσα τέτοια ερμηνεία. Σ. α΄.Ε.Ε.534 § 462 – Διαδικασία. που υποχρεούται να απέχει από κάθε περαιτέρω ενέργεια και να ζητήσει την εγγραφή σχετικής σημειώσεως στο βιβλίο των κατασχέσεων6. και απευθύνεται κατά του επισπεύδοντα και των δανειστών που αναγγέλθηκαν με εκτελεστό τίτλο. 1139 εδ. ΚΠολΔ 1019 (1082) § 1 εδ. που μετεί4.Δ. όπως δια μακρών αναπτύξαμε με τις παραπάνω μελέτες μας που αναφέρονται στη βιβλιογραφία. όχι ορθά νομίζουμε. Άρθρ. αλλά απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση5.λπ. εισάγεται και δικάζεται με τη διαδικασία των άρθρ. επίδοσή της στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. δηλαδή εκμηδενίζει την έννομη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως ή με αυτή που νόμιμα μετατράπηκε σε αναγκαστική συντηρητική κατάσχεση. Δεν είχε κανένα νομοθετικό στήριγμα και ήταν αντίθετη σαφώς στο νόμο. IV) Τρόπος και διαδικασία απαγγελίας ή αναγνωρίσεως της ανατροπής. 7.Ε. αναπτυσσόμενη έννοια και λειτουργία της κατασχέσεως. με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν. Κατά μείζονα λόγο δε μπορεί να υποστηριχθεί τέτοια άποψη με την ισχύ του ΚΠολΔ. Γ) Η αίτηση ασκείται. να αποκλείεται η κατά παραγγελία του αιτούντος ή άλλου που έχει έννομο συμφέρον. η ανατροπή δε γίνεται αυτοδίκαια.Πολ. η κατάσχεση ατονούσε και αποσβενόταν ουσιαστικά και παρέμενε μόνο η τυπική δικαστική δέσμευση και συνεπώς ο πλειστηριασμός που γινόταν ή ο αναπλειστηριασμός βάσει αυτής της κατασχέσεως ήταν άκυρος. Β) Η ανατροπή υπολογίζεται ότι επήλθε ως προς όλους από τη δημοσίευση της αποφάσεως7. Αυτή η παρατήρηση. οι οποίες έχουν επέλθει ήδη. Περαιτέρω. του άρθρ. δεν προσήλθαν στη δίκη. αγνοώντας την υποβολή της αίτησης για την απαγγελία της ανατροπής της κατασχέσεως. νομίζουμε ότι οδηγεί στο συμπέρασμα. δεν καταργούνται. Βλέπε πιο πάνω τ. από νομοθετική άποψη. αν και απευθύνθηκε εναντίον τους και κοινοποιήθηκε σ' αυτούς η αίτηση ή προσεπικαλέστηκαν για να παρέμβουν. εφ' όσον διαπιστώνεται ύστερα ότι η αίτηση ήταν νομικά και πραγματικά βάσιμη. Ορθό πράγματι. συμβαίνει σχετικά με την ακυρότητα ή το ανίσχυρο της διαθέσεως του πράγματος που κατασχέθηκε. αν η αναδρομή αυτή μπορεί να φτάσει τουλάχιστον μέχρι την ημέρα της υποβολής της αιτήσεως για κήρυξη της ανατροπής. 1019 (1082) § 1 εδ. όπως ήδη σημειώθηκε. εκτός αν λόγω της φύσεως των πραγμάτων. παράγει τα αποτελέσματά της από την δημοσίευσή της. Συνεπώς δεν έχει αναδρομική δύναμη ή ισχύ. μέχρι το χρονικό σημείο της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων της απαγγελίας της. Η διατύπωση όμως της διατάξεως. οι οποίες παραμένουν για κάποιο χρόνο εκκρεμείς και της προστασίας αυτών που μετέχουν.§ 462 – Διαδικασία. Όπως παρατηρήθηκε και πιο πάνω8. αποβάλλουν μετά την ανατροπή τη δύναμη και την ενέργειά τους. γ΄ ΚΠολΔ δικαιολογεί την αρνητική απάντηση σ' αυτό το ερώτημα. Ι § 202. . ερωτάται αν ζητήθηκε η ανατροπή της κατασχέσεως και στο μεταξύ έγινε ο πλειστηριασμός. ότι οι συνέπειες της κατασχέσεως που επιβλήθηκε νόμιμα. η απόφαση που απαγγέλλει ή κηρύσσει την ανατροπή της κατασχέσεως. με ρητή διάταξη νόμου και ως διαπλαστική ή διαμορφωτική. και δημοσιεύεται μετά τη διενέργειά του απόφαση που δέχεται την αίτηση απαγγελίας της ανατροπής. όπως π. μόνο απ' το λόγο της ανατροπής. Α) Όπως παρατηρήθηκε πιο πάνω. Β) Αμφισβήτηση γεννιέται σχετικά με το ζήτημα.χ. Δηλαδή. οι συνέπειές της ανατρέχουν στο χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως και θεωρείται ο πλειστηριασμός που έγινε άκυρος ή όχι. μερικές φορές και τα αποτελέσματα των διαπλαστικών αποφάσεων ανατρέχουν στο χρόνο της ασκήσεως της αγωγής ή γενικότερα της υποβολής της αιτήσεως για παροχή έννομης ή δικαστικής προστασίας. φαίνεται η επιβράδυνση της εκδόσεως της αποφάσεως που δέχεται την αίτηση να μη βλάπτει τον αιτούντα. VI) Χρονική έκταση των συνεπειών της απαγγελίας ή κηρύξεως της ανατροπής της κατασχέσεως. η οποία μετά την απαγγελία της ανατροπής δεν εκπληρώνει κάποια λει8. στον πλειστηριασμό που γίνεται μετά και πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως που τη δέχεται. Αυτοί δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν τριτανακοπή κατά της παραπάνω αποφάσεως. που αναφέρεται παραπάνω. Απόφαση & συνέπειες της ανατροπής της αναγκαστικής κατασχέσεως 535 χαν στη δίκη για την ανατροπή ή οι οποίοι. υπέρ της τελευταίας λύσεως συνηγορεί και ο λόγος της αποφυγής ή ματαιώσεως ενδεχομένων καταχρήσεων μέσω της υποβολής αιτήσεων. . Η ποινική ευθύνη όμως λόγω της παραβάσεως της κατασχέσεως δεν εκλείπει από μόνο το λόγο που εκτέθηκε.536 § 462 – Διαδικασία. Απόφαση & συνέπειες της ανατροπής της αναγκαστικής κατασχέσεως τουργία. Σχ.Ε. αν ληφθεί υπόψη ότι σε πολλές περιπτώσεις ολόκληρη η περιουσία ή σημαντικό τμήμα αυτής ορισμένου κύκλου προσώπων. Δ) Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου έχει θεωρητική και αξιόλογη πρακτική αξία. τρίτο είδος κατασχέσεως ήταν σύμφωνα με το προηγούμενο δίκαιο και είναι σύμφωνα με τον ΚΠολΔ η κατάσχεση στα χέρια τρίτου ή η κατάσχεση απαιτήσεων. ιδίως των απασχολούμενων στο εμπόριο. αποτελείται από χρηματικές απαιτήσεις ποικίλης μορφής. ασκεί πλαγιαστικά δυνάμει του άρθρ.λπ. Γ) Κατάσχεση στα χέρια τέταρτου δεν είναι κατά κανόνα δυνατή ή επιτρεπτή. τα δικαιώματα του οφειλέτη του (Β) και προβαίνει σε κατάσχεση κατά του οφειλέτη του οφειλέτη του (Γ). ή κατέχει κινητά πράγματα που ανήκουν σύμφωνα με τον επισπεύδοντα στον οφειλέτη ή που έχει απλά την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον οφειλέτη του1. Κατάσχεση στα χέρια τρίτου ονομάζεται η κατάσχεση που επιβάλλεται από τον εμφανιζόμενο ως δανειστή (Α) κατά του χαρακτηριζόμενου ως οφειλέτη (Β) στα χέρια τρίτου (Γ). 72 (73) ΚΠολΔ. Έννοια. 983 παρ. είναι δυνατόν να γίνει απ' ευθείας επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως κατά του τρίτου κυρίου κ. Η διαδικασία της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου δεν εφαρμόζεται προκειμένου περί ακινήτων κατεχομένων από τρίτο. όπως παρατηρήθηκε παραπάνω (§ 398). διότι. ΚΠολΔ 982 (1046) επ.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΡΙΤΟΥ* Τίτλος πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 463 Ι) Ορισμός. 1. Β) Είναι ενδεχόμενο κάποτε στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου να υπάρχουν δύο μόνο πρόσωπα. στα χέρια του οφειλέτη αυτού του τελευταίου (Δ). Απέκτησε ιδιαίτερη πρακτική σημασία με το επιτρεπτό της κατασχέσεως εις χείρας Τραπεζών ως τρίτων (άρθρ. Αυτό μπορεί να συβαίνει. 1046 επ. Μόνο κατ' εξαίρεση είναι δυνατό να παρεμβάλλονται στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου τέσσερα πρόσωπα.Ε. Α.Πολ. 4). . οπότε προβαίνει σε κατάσχεση στα χέρια του εαυτού του ως τρίτου. δηλαδή να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο οι ιδιότητες του δανειστή Α και του τρίτου Γ. στη βιομηχανία και γενικά στην οικονομική κίνηση. όταν κάποιος (Α). Α) Όπως και παραπάνω σημειώθηκε. ο οποίος τυγχάνει οφειλέτης του οφειλέτη του. Σ. 1109 επ.Δ. Έτσι έχει το πράγμα. εφόσον κάποιος είναι δανειστής και οφειλέτης κάποιου συγχρόνως. Β) Συγκεκριμένα. όπως και λίγο παραπάνω ειπώθηκε. 72 (73) ΚΠολΔ να εγείρει την αγωγή. η ισχύουσα νομοθεσία έχει θέσει στη διάθεση των δανειστών και άλλο αντίστοιχο μέσο για την προστασία των συμφερόντων τους. . ενώ η επιβολή της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου δεν εξαρτάται από παρόμοια θετική ή αρνητική προϋπόθεση. την οποία αυτός δεν έχει την εξουσία να διαθέσει. ενώ η άσκηση της αγωγής του οφειλέτη κατά του τρίτου δεν επάγεται. ότι ο κύριος δικαιούχος οφειλέτης αδρανεί να προβεί σε σχετική ενέργεια. Αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το ένδικο βοήθημα δεν αναπληρώνει πλήρως τον με την επιβολή της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου επιδιωκόμενο και συνήθως επιτυγχανόμενο σκοπό. παραπάνω τ. όπως τονίσθηκε ήδη πιο πάνω.λπ. β) Αίτημα της κατά την παραπάνω διάταξη εγειρόμενης αγωγής του δανειστή κατά του τρίτου είναι. όπως αναπτύσσεται πιο κάτω. κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρ. κατά την άρχουσα και ορθότερη γνώμη. να καταδικασθεί ο τρίτος να καταβάλει απευθείας στο δικαιούχο το οφειλόμενο ποσό ή να παραδώσει ή να αποδώσει το κατεχόμενο από αυτόν πράγμα. όχι δε και να καταβάλει ή να παράσχει απευθείας ο τρίτος στον δανειστή.§ 463 – Κατάσχεση στα χέρια τρίτου. όπως εκτίθεται πιο κάτω. να καταβάλει το κατασχεθέν ποσό κ. Αντίθετα σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου αυτός υποχρεώνεται. κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση. όταν αυτός ο τελευταίος για οποιονδήποτε λόγο έχει αδρανήσει να προβεί σ' αυτή τη δικαστική ενέργεια. ο δανειστής (Α) μπορεί. Γενικές παρατηρήσεις 538 ΙΙ) Παράλληλοι θεσμοί. κάτω υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Βλ.. την οποία έχει κατά το νόμο ο οφειλέτης του (Β) κατά του τρίτου (Γ). όπως και παραπάνω αναπτύσσεται2. το οποίο θα μπορούσε να κατασχέσει. γ) Συνέπεια της επιβολής της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου είναι. αλλά απλά διευκολύνει αυτόν και συμπληρώνει ενδεχόμενα τη σχετική προσπάθεια για τους επόμενους λόγους: α) Η άσκηση από το δανειστή αγωγής του οφειλέτη που μπορεί να απευθυνθεί εναντίον του τρίτου έχει αναγκαία προϋπόθεση σύμφωνα με το νόμο. παρεμφερή περιορισμό. Ι § 122. απευθείας στο δανειστή. η δέσμευση της απαιτήσεως εκείνου του οφειλέτη (Β). που επιβάλει την κατάσχεση ή ενδεχόμενα στους δανειστές που κατάσχεσαν. 2. Α) Παράλληλα προς την κατάσχεση στα χέρια τρίτου. ζητώντας την αναγνώριση της απαιτήσεως του οφειλέτη κατά του τρίτου ή συνήθως ή μάλλον κατά κανόνα την καταδίκη του τελευταίου σε παροχή προς τον οφειλέτη. διαπιστώνεται δε δικαστικά η συνδρομή αυτών. για το οποίο γίνεται λόγος σε όσα αφορούν τα ασφαλιστικά μέτρα5. Β) Οι παραπάνω προϋποθέσεις πρέπει και αρκεί να υπάρχουν αντικειμενικά κατά την έναρξη και κατά τη διάρκεια της σχετικής διαδικασίας. παρακ. Πρβλ. που θεωρείται οφειλέτης κ. 6. ιδίως λόγω αντιθέσεως προς την σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.λπ. . η κατάσχεση αυτή. Εξαίρεση ισχύει μόνο δυνάμει ειδικών διατάξεων. οι οποίες αναλύονται παραπάνω6. υφιστάμενων εννοείται των γενικών προαπαιτούμενων ή προϋποθέσεων κάθε αναγκαστικής εκτελέσεως. 5. κατά παντός. Από τη φύση και τη λειτουργία της αναγκαστικής κατασχέσεως εν γένει και ειδικά την κατάσχεσιν στα χέρια τρίτου. σύμφωνα με τις οποίες δεν χωρεί γενικά αναγκαστική εκτέλεση ή επιτρέπεται αυτή κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και ορισμένους περιορισμούς7. Δεν εξετάζονται οι σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ προϋποθέσεις του επιτρεπτού της επιβολής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου. Βλ. Γ) Κατάσχεση κατά του οφειλέτη μπορεί να επιβληθεί κατά κανόνα στα χέρια οποιουδήποτε τρίτου. 7. των οποίων αμφισβητείται η συνταγματικότητα. ο οποίος εμφανίζεται ως οφειλέτης χρηματικής ή υποκείμενης σε κατάσχεση κατά τα παρακάτω εκτιθέμενα παροχής. παραπ. όπως αναπτύχθηκε ήδη. δεν μπορεί να νοηθεί εξουσία προς επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου για ικανοποίηση άλλου είδους απαιτήσεως ή αξιώσεως. Βλ. οφειλέτη και τρίτου. 4. του καθ’ ου η εκτέλεση (οφειλέτη). § 347. παραπ. Α) Αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια τρίτου δικαιούται. η χρήση αυτού δεν είναι ελεύθερη απεριόριστα. αλλά μόνο. Γι' αυτές προβλέπονται. Β) Αντίστοιχα. εξαιρουμένων των περιπτώσεων. Α) Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου είναι μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως αφενός4. απαραίτητες για την πρόνοια και προστασία των κατ' ανάγκη συγκρινόμενων πολλές φορές αντίθετων συμφερόντων δανειστή. μπορεί να επιβληθεί. άλλα μέσα και άλλοι τρόποι αναγκαστικής εκτελέσεως. να επιβάλει καθένας που έχει την ιδιότητα του δανειστή χρηματικής απαιτήσεως. §§ 339 επ. παραπ. ιδιότητα κάτω από την οποία εξετάζεται στη συνέχεια. Άρα.§ 464 – Προϋποθέσεις της επιβολής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου 539 Τίτλος Δεύτερος Προϋποθέσεις του επιτρεπτού της επιβολής (της) κατασχέσεως στα χέρια τρίτου3 § 464 Ι) Εισαγωγή. ΙΙ) Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση. Βλ. όποτε προκύψει ζήτημα ή αμφισβήτηση για μια ή περισσότερες από αυτές. μέτρο αφετέρου. §§ 339 επ. και ασφαλιστικό κ. εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. 1 3. §§ 592 επ.λπ. Ε.540 § 464 – Προϋποθέσεις της επιβολής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου του ισχύοντος Συντάγματος καθιερωμένη αρχή της ισότητας. 1109 §1 Α. ΚΠολΔ 982 (1046) §1 Σχ. μη εξαρτώμενη από αντιπαροχή. Σύμφωνα με διάταξη του ΚΠολΔ8.Δ. Για τη διάταξη αυτή γίνεται λόγος ειδικότερα στη συνέχεια. α) Από τη διατύπωση της σχετικής διατάξεως συνάγεται ότι τα κινητά που βρίσκονται στα χέρια τρίτου ανήκουν. ΙΙΙ) Αντικείμενο κατασχέσεως στα χέρια τρίτου. και περαιτέρω περιπλοκών. παρεμφερή προς αίρεση (ιδίως αναβλητική). α) μη εξαρτώμενες από αντιπαροχή χρηματικές απαιτήσεις του καθ’ ου η εκτέλεση κατά τρίτων. Α) Επιτρέπεται καταρχήν η στα χέρια τρίτου κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων. όταν η απαίτηση τελεί υπό προθεσμία (αναβλητική ή διαλυτική).Ε. β) Δεν 8. μη εξαρτώμενων από αντιπαροχή.Πολ. που βρίσκονται στα χέρια τρίτου. μπορεί να τύχει εφαρμογής η από τον ΚΠολΔ καθιερωμένη και παρακάτω αναφερόμενη (ειδική) διαδικασία κατασχέσεως ειδικών περιουσιακών στοιχείων.λπ. για ορισμένα νομικά πρόσωπα. ανήκουν στον καθ’ ου η κατάσχεση. Δεν αποκλείεται η αντιπαροχή να οφείλεται σε άλλη αιτία. Γ) Επιτρέπεται πάντως η κατάσχεση των πραγμάτων του οφειλέτη. Σ. Β) Περαιτέρω επιτρέπεται η στα χέρια τρίτου επιβολή κατασχέσεως απαιτήσεων του οφειλέτη κατά τρίτων για μεταβίβαση της κυριότητος κινητών πραγμάτων. β) Ο λόγος του αποκλεισμού ή του ανεπίτρεπτου της επιβολής της συνήθους και ομαλής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου στις περιπτώσεις αυτές είναι ο φόβος της δημιουργίας ζητημάτων ως προς την υποχρέωση για αντιπαροχή. σε σύμβαση υπέρ τρίτου. β) απαιτήσεις του κατά τρίτων για μεταβίβαση της κυριότητας κινητών μη εξαρτώμενη από αντιπαροχή. οι οποίοι σε περίπτωση αμφισβητήσεως πρέπει ν' αποδειχθούν. α) Ως προς την έννοια της αντιπαροχής θα πρέπει να επαναληφθούν τα αμέσως παραπάνω εκτιθέμενα για την αντιπαροχή σε χρηματικές απαιτήσεις. Στις χρηματικές απαιτήσεις που εξαρτώνται από αντιπαροχή. β) Οι απαιτήσεις κατά τρίτων για μεταβίβαση της κυριότητας κινητών πραγμάτων μπορούν να προέρχονται από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. σε διάταξη τελευταίας βουλήσεως κ. μπορούν να κατασχεθούν στα χέρια τρίτου. . Αμφίβολο είναι το ζήτημα. οι οποίες επιφέρουν επιμήκυνση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. την ως προς το υποκείμενο και το αντικείμενο έκταση αυτής κ. σε μονομερή υπόσχεση του οφειλέτη. α) Συνήθως η εξάρτηση της χρηματικής απαιτήσεως από αντιπαροχή υφίσταται στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. π. γ) Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις δεν υπάρχει κώλυμα για επιβολή (της) κατασχέσεως στα χέρια τρίτου. εάν για την επιβολή της παραπάνω κατασχέσεως αποτελεί κώλυμα η εξάρτηση της απαιτήσεως (που τελεί υπό κατάσχεση) υπό αίρεση ή προθεσμία.λπ. ή τουλάχιστον. σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του επισπεύδοντα.χ. 1046 §1. γ) κινητά πράγματά του που βρίσκονται στα χέρια τρίτου. όταν τα κινητά που βρίσκονται στα χέρια τρίτου υπάγονται στην επικαρπία του οφειλέτη. Εκτός των παραπάνω αναφερόμενων ακατάσχετων ενσωμάτων περιουσιακών στοιχείων10. Ε) Στο προγενέστερο δίκαιο ακατάσχετες κηρύσσονταν οι εγγυοδοσίες των (δημόσιων) υπαλλήλων. αλλά μόνο αυτά που από τη φύση τους υπόκεινται σε άμεση φθορά. να προστατεύονται με το εν λόγω προνόμιο. Δ) Απαιτήσεις μισθών. α) Οι από μισθούς απαιτήσεις είναι ακατάσχετες.χ. § 393. δηλαδή αυτά που δεν μπορούν ούτε και για λίγο να διατηρηθούν. Το ακατάσχετο ισχύει και όταν η καταβολή του ποσού γίνεται με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του οφειλέτη σε πιστωτικό ίδρυμα (άρθρ. 10. ψάρια κ. 9. Γ) Απαιτήσεις διατροφής που πηγάζουν από το νόμο ή από διάταξη τελευταίας βουλήσεως. όχι όμως και τα μερίδια εταίρων ετερορρύθμου κατά μετοχές. αδιάφορα αν πρόκειται για δημόσιους υπαλλήλους ή υπαλλήλους νομικών προσώπων δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου ή ιδιωτικών υπαλλήλων ή εργατών.§ 464 – Προϋποθέσεις της επιβολής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου 541 έχει ουσιώδη σημασία από την εξεταζόμενη πλευρά.λπ. . από το σκοπό και τη λειτουργία αυτών. Δεν περιλαμβάνονται οι από ιδιωτική βούληση ή από δικαιοπραξία εν ζωή προερχόμενες απαιτήσεις διατροφής. η οποία είναι η μερίδα των εταίρων αστικής εταιρίας. 1046 § 2.Δ.λπ. αν ο τρίτος κατέχει τα κινητά πράγματα δυνάμει ορισμένης ενοχικής σχέσεως ή χωρίς αιτία. αν επιτρέπεται η κατάσχεση. εκτός αν αφορούσαν ικανοποίηση απαιτήσεων. β) Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση των απαιτήσεων αυτών. Αρκεί η κατοχή των πραγμάτων αυτών να στηρίζεται σε δικαίωμα μη επικρατέστερο του δικαιώματος του οφειλέτη. ορίζεται ειδικά ότι εξαιρούνται της κατασχέσεως11 Α) Πράγματα που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά. κατά την ορθότερη γνώμη. απαιτήσεων από αποζημίωση λόγω στερήσεως διατροφής που στηρίζεται στο νόμο ή σε διάταξη τελευταίας βουλήσεως μέχρι του ενός τετάρτου (1/4). εφόσον βασική πηγή αυτών είναι διάταξη νόμου ή διάταξη τελευταίας βουλήσεως. νομίζουμε. ή των ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταίρων της ομόρρυθμης και της ετερόρρυθμης εταιρείας. 3). Β) Η εταιρική μερίδα σε προσωπικές εταιρίες.9.Ε. ότι αυτή η απαρίθμηση δεν μπορεί να περιλαμβάνει όλα τα ακατάσχετα που καθιερώνονται με ειδικά νομοθετήματα. Η εξαίρεση περιλαμβάνει όχι γενικά όλα τα πράγματα που υπόκεινται σε φθορά. π. Οι με δικαστική απόφαση αναγνωρισμένες παραπάνω απαιτήσεις είναι ακατάσχετες. 982 παρ.Πολ. ΚΠολΔ 982 (1046) § 2 Σχ. συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών. IV) Ακατάσχετες απαιτήσεις κ. 11. Πρέπει να σημειωθεί. Οι απαιτήσεις αποζημιώσεως λόγω στερήσεως της διατροφής πρέπει. εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και οι μετοχές ανώνυμης εταιρίας. γ) Αμφίβολο είναι το ζήτημα. ΣΕ 1109 § 2 Α. κρέατα. Βλ. όταν πρόκειται για ικανοποίηση απαιτήσεων διατροφής που στηρίζεται στο νόμο ή σε διάταξη τελευταίας βουλήσεως και. παραπ. Για την έννοια των όρων αυτών ισχύουν. να είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη13.λπ. παραπ. κατά το είδος. 12 του ΕισΝΚΠολΔ. παρακ. V) Η αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως στα θέματα των ακατάσχετων. Πρβλ. 52 αριθ. ΣΤ) Επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρ. Στη δεύτερη κατηγορία μπορούν να θεωρηθούν υπαγόμενα τα ακατάσχετα της εταιρικής μερίδας σε προσωπικές εταιρίες. τα παραπάνω αναπτυσσόμενα14. προς ικανοποίηση της οποίας ενεργείται αυτή. Στην πρώτη περίπτωση αποκλείεται καταρχήν μονομερής ή με συμφωνία παραίτηση ή κατάργηση από το ακατάσχετο. Για το επιτρεπτό της επιβολής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου είναι απαραίτητο. 52 άρθ. Α) Από πολύ χρόνο απασχολεί την επιστήμη και τη νομολογία σε μας και στην αλλοδαπή το ζήτημα. Η αναγράφουσα αυτό το ακατάσχετο διάταξη διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρ. κατ' έκταση κ. 14.. σύμφωνα και προς το κοινό δίκαιο. Πρβλ. παραπ. mutatis mutandis. 15.χ. VII) Συνδρομή των προϋποθέσεων αναγκαστικής εκτελέσεως. Πρβλ. αν και κάτω από ποιες προϋποθέσεις ή σε ποιες περιπτώσεις επιτρέπονται συμφωνίες που να καταργούν ή να περιορίζουν τα ακατάσχετα. τα ακατάσχετα των προς συντήρηση και διατροφή απαιτούμενων μισθών και των συντάξεων δημοσίων υπαλλήλων και των αποδοχών και ασφαλιστικών παροχών ιδιωτικών υπαλλήλων και γενικά των εργαζομένων. ενώ το αντίθετο.λπ. VI) Απαιτήσεις. Β) Συνήθως υποστηρίζεται και γίνεται δεκτή διάκριση μεταξύ ακατάσχετων. §§ 346 επ. που καθιερώνονται για λόγους δημόσιας τάξεως και ακατάσχετων. 13. κατά κανόνα. κάτω από τις οποίες επιτρέπεται χρονικά. να υπάρχει αφενός τίτλος εκτελεστός και αφετέρου η απαίτηση. .λπ. 1630 επ. Α) Είναι αυτονόητο ότι είναι απαραίτητο για την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου να συντρέχουν οι γενικές προϋποθέσεις του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως (ύπαρξη τίτλου εκτελεστού κ. §§ 339 επ.). πρέπει να γίνεται δεκτό για τα ακατάσχετα της δεύτερης κατηγορίας. 12. Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται π. οι διατάξεις του προγενέστερου δικαίου. των πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά κλπ. § 465 στοιχ. 11 του ΕισΝΑΚΠολΔ. όπως εκτίθεται παρακάτω. υπέρ των οποίων η κατάσχεση. §§ 346 επ. τουλάχιστον μέχρις ενός κατώτατου ορίου.542 § 464 – Προϋποθέσεις της επιβολής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου για την εξασφάλιση των οποίων παρασχέθηκε η εγγύηση. Βλ. που καθορίζουν τις προϋποθέσεις. ΙΙΙ σελ. για τις οποίες γίνεται λόγος παραπάνω15. παραπ. Γ) Ειδικοί περιορισμοί αναγράφονται. που στηρίζονται σε λόγους ιδιωτικού συμφέροντος. στις κατασχέσεις απαιτήσεων από τίτλους εις διαταγήν12. των μέσων εργασίας και βιοπορισμού κ. η κατάσχεση των απαιτήσεων των εργολάβων. § 465 – Διαδικασία επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου 543 Β) Τήρηση (άλλων) προκαταρκτικών διατυπώσεων (και μάλιστα άδεια δικαστή κ.λπ.) κατά κανόνα τουλάχιστον δεν επιβάλλεται. Τίτλος τρίτος Διαδικασία επιβολής (της) αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου § 465 Ι) Εισαγωγή. Α) Ο ΚΠολΔ καθορίζει με ειδικές διατάξεις τη διαδικασία επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου. Β) Η διαδικασία αυτή, όπως προκύπτει και από τη στη συνέχεια ακολουθούσα ανάλυση, διαφέρει από τις παραπάνω εκτιθέμενες διαδικασίες της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών στα χέρια του οφειλέτη και ακινήτων, που βρίσκονται στην κατοχή του οφειλέτη ή τρίτου κυρίου. ΙΙ) Τρόπος και διατυπώσεις επιβολής της κατασχέσεως. Α) Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση εγγράφου προς ορισμένα πρόσωπα16. Β) Το έγγραφο αυτό, το οποίο ονομάζεται κατασχετήριο, πρέπει να περιλαμβάνει και να μνημονεύει, εκτός των κατά το κοινό δίκαιο γενικών στοιχείων κάθε δικογράφου17. α) Ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαιτήσεως, στη βάση των οποίων γίνεται ή χωρεί η κατάσχεση. Η περιγραφή καθενός των στοιχείων αυτών συμπληρώνει την περιγραφή του άλλου. β) Συγκεκριμένο προσδιορισμό της απαιτήσεως του καθ' ου η κατάσχεση (οφειλέτη) κατά του τρίτου (οφειλέτη του οφειλέτη), στα χέρια του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση. γ) Το ποσόν για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, και περιγραφή των κινητών, η απαίτηση της μεταβιβάσεως των οποίων κατάσχεται και τα οποία βρίσκονται στα χέρια του τρίτου και κατάσχονται. Το ποσό αυτό έχει βάση το ποσό, στο οποίο ανέρχεται η απαίτηση που πρέπει να ικανοποιηθεί μαζί με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους (συμβατικούς, υπερημερίας ή νόμιμους) και μπορεί να προσαυξάνεται ενόψει και των εξόδων της κατασχέσεως κ.λπ. δ) Επιταγή προς τον τρίτο, να μην καταβάλει προς τον καθού η εκτέλεση. Στο στοιχείο αυτό έγκειται το περιεχόμενο και η ουσία της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου. ε) Διορισμό αντικλήτου, ο οποίος κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, εάν ο υπέρ ού η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. Γ) Το παραπάνω κατασχετήριο πρέπει να επιδίδεται στον τρίτο, στα χέρια του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση, ή σε περίπτωση κατασχέσεως στα χέρια του επισπεύδοντος (προς αυτόν τον ίδιο τον επισπεύδοντα) και προς τον καθ' ού η κατάσχεση (οφειλέτη). Το έγγραφο που προορίζε16. ΚΠολΔ 983 (1047) §1 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1110 §1 Α.Ε. 1047 § 1. 17. Βλ. γι' αυτά παραπ. τ. Ι § 152. 544 § 465 – Διαδικασία επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου ται για τον καθ' ού η εκτέλεση πρέπει να επιδίδεται προς αυτόν με ποινή ακυρότητας της κατασχέσεως, το αργότερο μέσα σε οκτώ ημέρες από (την ημέρα) της επιδόσεως προς τον τρίτο18. Δ) Η επίδοση του κατασχετηρίου προς τα δύο παραπάνω πρόσωπα είναι συστατική ή δημιουργική της κατασχέσεως. Η επίδοση αυτού, εξάλλου, προς τον καθού η εκτέλεση πρέπει να γίνει μέσα σε ορισμένη προθεσμία από την επίδοση προς τον τρίτον, χωρίς να αποκλείεται να γίνει πριν ή συγχρόνως. Η παράβαση του πρώτου κανόνα συνεπάγεται ανυπαρξία ή ανυπόστατο της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου, ενώ η μη τήρηση της οκταήμερης προθεσμίας έχει σαν συνέπεια, κατά την διατύπωση του ΚΠολΔ, την ακυρότητα της παραπάνω κατασχέσεως. Η απαγγελία της ακυρότητας έχει σημασία, αν υποτεθεί ότι η παραπάνω επίδοση γίνεται μετά την παραπάνω προθεσμία, διότι, αν δεν συμβεί καθόλου, δεν υπάρχει ολοκληρωμένη κατάσχεση στα χέρια τρίτου. Ε) Η μη τήρηση των παραπάνω διατυπώσεων, και ιδιαίτερα αυτών που ανάγονται στο παραπάνω περιγραφόμενο περιεχόμενο του κατασχετηρίου, έχει τις συνέπειες που καθορίζονται από το κοινό δίκαιο19. ΣΤ) Ειδικές διατυπώσεις και μάλιστα επίδοση του κατασχετηρίου, εφ' όσον πρόκειται για κατάσχεση στα χέρια τρίτου, επιβάλλουν ορισμένες ειδικές διατάξεις και ειδικά οι επόμενες : α) Κατά το άρθρο 95 ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού» η κατάσχεση χρηματικής απαιτήσεως στα χέρια του Δημοσίου ως τρίτου γίνεται με κατασχετήριο που κοινοποιείται σωρευτικώς στον Υπουργό που είναι καθύλην αρμόδιος για την αιτία της οφειλής του Δημοσίου, στην αρμόδια για την πληρωμή της οφειλής Οικονομική Υπηρεσία του Δημοσίου, στην αρμόδια για τη συγκεκριμένη οφειλή του Δημοσίου Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου και στις αρμόδιες για τη φορολογία Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες του καθού η κατάσχεση και του κατασχόντος. Στο κατασχετήριο πρέπει να γίνεται αναφορά της αιτίας της οφειλής και του προσώπου του δικαιούχου της σχετικής απαιτήσεως με την ακριβή διεύθυνσή του και του ποσού της οφειλής. β) Κατά το άρθρο 4 § 2 του ν.δ. 31/1968, κατάσχεση στα χέρια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως μπορεί να επιβληθεί μόνο μετά από άδεια του κατά τόπον αρμόδιου μονομερούς πρωτοδικείου και κάτω από τις λοιπές προϋποθέσεις που ισχύουν για το Δημόσιο. γ) Όμοια διάταξη με την παραπάνω αναφερόμενη του άρθρου 97 του ν. 321/1969 περιλαμβάνει, για την επιβολή κατασχέσεως στα χέρια ορισμένων νομικών προσώπων σαν τρίτους, το άρθρο 53 του ν.δ. 496/1974. Γεννάται ζήτημα συμφωνίας των διατάξεων αυτών, ιδίως προς την διάταξη του άρθρου 4 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος και ιδιαίτερα ως προς τις απαγγελλόμενες κυρώσεις βαρειάς 18. ΚΠολΔ 983 (1047) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1110 § 2 Α.Ε. 1047 § 2. 19. Βλ. παραπ. τ. Ι § 159. § 465 – Διαδικασία επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου 545 μορφής. ΙΙΙ) Τρόπος και διατυπώσεις επιβολής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου απαιτήσεων από τίτλους σε διαταγή. Α) Ειδικές διατυπώσεις προβλέπει ο ΚΠολΔ για την επιβολή κατασχέσεως απαιτήσεων από τίτλους σε διαταγή. Σχετικά ορίζει20 ότι η κατάσχεση, εφόσον πρόκειται για απαιτήσεις από τίτλους σε διαταγή, μπορεί να γίνει μόνο αφού αφαιρεθεί ο τίτλος κατά το άρθρο 954 § 1 από τον καθού η εκτέλεση και παραδοθεί στον υπέρ ου η εκτέλεση. Από την παρατεθείσα διάταξη προκύπτει ότι πρέπει να συμβούν δύο σειρές πράξεων προκειμένου να ολοκληρωθεί η κατάσχεση στα χέρια τρίτου απαιτήσεως από τίτλο σε διαταγή και ειδικότερα, αφ' ενός η αφαίρεση του τίτλου από την κατοχή του καθού η εκτέλεση (οφειλέτη) και κομιστή αυτού και η παράδοση αυτού στον υπέρ ου η εκτέλεση και αφ' ετέρου η τήρηση των παραπάνω αναφερομένων συνηθισμένων διατυπώσεων της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου, δηλαδή η επίδοση του κατασχετηρίου προς τον τρίτο, και παράλληλα το αργότερο μέσα σε οκτώ ημέρες από αυτήν και προς τον καθού η εκτέλεση. α) Η αφαίρεση του τίτλου σε διαταγή μπορεί να συμβεί, εφ' όσον αυτός βρίσκεται στα χέρια ή γενικά στην φυσική εξουσία του καθού η εκτέλεση. β) Η αφαίρεση γίνεται σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 954 (1018) § 1 ΚΠολΔ, δηλαδή σύμφωνα με τις διατυπώσεις της κατασχέσεως κινητών στα χέρια του οφειλέτη, με βάση τον εκτελεστό τίτλο που αποδεικνύει την απαίτηση του δανειστού και την παράδοση αυτού, αντί σε μεσεγγυούχο, στον υπερού η εκτέλεση. Εφ' όσον γίνει αυτή η αφαίρεση και παράδοση, ακολουθεί η επίδοση του κατασχετήριου προς τον υπόχρεο για πληρωμή με βάση τον τίτλο σε διαταγή (αποδέκτη κ.λπ.), σαν τρίτο, και παράλληλα ή στη συνέχεια, μέσα στην παραπάνω οκταήμερη προθεσμία η επίδοση προς τον κομιστή του τίτλου σαν οφειλέτη. Εάν δεν μπορέσει να γίνει για οποιονδήποτε λόγο η παραπάνω αφαίρεση και παράδοση του τίτλου σε διαταγή, δεν μπορεί να γίνει έγκυρη κατάσχεση βάσει της απαιτήσεως από αυτόν. γ) Κατά την τήρηση των παραπάνω διατυπώσεων είναι ενδεχόμενο να εμφανίζονται διάφορες δυσκολίες και προβλήματα στη διαδικασία. Η αντιμετώπισή τους δεν είναι δυνατή με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την προσπάθεια συνδυασμού των διατάξεων του ειδικού δικαίου για τους τίτλους σε διαταγή με τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις περί διαδικασίας επιβολής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου. δ) Για απαιτήσεις από άλλους τίτλους και ειδικότερα ανώνυμους ή «εις τον κομιστήν», δεν προβλέπεται και ούτε είναι πρακτικά δυνατή η εφαρμογή της παραπάνω μικτής διαδικασίας, αλλά, εφ' όσον ο τίτλος βρίσκεται στην κατοχή του οφειλέτη ή τρίτου, είναι δυνατή μόνο η εφαρμογή της διαδικασίας της κατασχέσεως στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου. 20. ΚΠολΔ 983 (1047) § 3 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1109 § 2 Α.Ε. 1074 § 3. 546 § 466 – Συνέπειες επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου Τίτλος Τέταρτος Συνέπειες της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου § 466 Ι) Εισαγωγή. Γενικές παρατηρήσεις. Α) Όπως κάθε κατάσχεση και ιδιαίτερα αναγκαστική κατάσχεση, έτσι και η αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια τρίτου είχε κατά το προγενέστερο δίκαιο και έχει σύμφωνα με τον ΚΠολΔ αξιόλογες συνέπειες και από θεωρητική και από πρακτική πλευρά. Β) Άμεσα και κύρια οι συνέπειες αυτές αφορούν αφ' ενός τον καθού η εκτέλεση (οφειλέτη), αφ' ετέρου δε τον τρίτο, στα χέρια του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση. Έμμεσα όμως αντανακλούν αυτές και σε ορισμένους τρίτους. Γ) Στη συνέχεια γίνεται λόγος για τις συνέπειες αυτών ιδιαίτερα απέναντι στα αναφερθέντα πρόσωπα. ΙΙ) Συνέπειες (της κατασχέσεως) έναντι του καθού η εκτέλεση. Α) Κατά τους ορισμούς του ΚΠολΔ21 «απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ του κατασχόντα η διάθεση του κατασχεθέντος από τον καθού η κατάσχεση από την επίδοση προς αυτόν του κατά το άρθρο 983 εγγράφου, και εάν τούτο δεν έχει επιδοθεί ακόμη στον τρίτο, ενώ η ευθύνη του τρίτου ρυθμίζεται κατά την παράγραφο 3». Από την διάταξη αυτή συνάγονται τα εξής: α) Πρώτη και κύρια συνέπεια της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου για τον καθού η εκτέλεση είναι η δικαστική δέσμευση της απαιτήσεως που κατασχέθηκε και η απαγόρευση της διαθέσεώς της από αυτόν. Ο όρος διάθεση χρησιμοποιείται και εδώ με την ίδια έννοια, με την οποία χρησιμοποιείται σύμφωνα με τα παραπάνω λεχθέντα και στα άλλα είδη αναγκαστικής κατασχέσεως22. Με αυτό νοείται κάθε πράξη εκποιήσεως ή απαλλοτριώσεως και αποξενώσεως από την απαίτηση, όπως η ολική ή μερική εκχώρηση, η άφεση χρέους κ.λπ., όπως και κάθε πράξη που ενέχει επιβάρυνση αυτής και μπορεί να οδηγήσει σε απαλλοτρίωση, όπως π.χ. ενεχυρίαση. Αυτές τις πράξεις δεν μπορεί να τις επιχειρήσει ο καθού η εκτέλεση. β) Η προαναφερθείσα συνέπεια αρχίζει από την ημέρα της επιδόσεως του κατασχετηρίου (εγγράφου) προς τον καθού η κατάσχεση, και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν το ίδιο έγγραφο έχει επιδοθεί στον τρίτο, στον οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, ή όχι. γ) Η παράβαση αυτής της απαγορεύσεως συνεπάγεται, όπως ρητά ορίζεται από την παραπάνω διάταξη, την ουσιαστική ακυρότητα της πράξεως διαθέσεως ως προς όλες τις εκδηλώσεις της. Η ακυρότητα αυτή ισχύει υπέρ του κατασχόντος και των κανονικά και εμπρόθεσμα αναγγελθέντων δανειστών και των ταυτιζόμενων με αυτούς καθολικών και οιονεί καθολικών διαδόχων, αντι21. ΚΠολΔ 984 (1048) § 1 Σχ. Πολ.Δ. Σ.Ε. 114 § 1 Α.Ε. 1048 § 1 σελ. 1632. 22. Βλ. παραπ. §§ 397 και 399. § 466 – Συνέπειες επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου 547 προσώπων κ.λπ. και απαγγέλλεται ή αναγνωρίζεται οπωσδήποτε, ανεξάρτητα από την έρευνα για την επέλευση δικονομικής βλάβης κατά τους ορισμούς του κοινού δικαίου με την αίτηση των νομιμοποιούμενων γι' αυτόν προσώπων, διότι πρόκειται όχι για δικονομική ακυρότητα αλλά για ακυρότητα ή ανίσχυρο του ουσιαστικού δικαίου. δ) Επιπλέον, η παραπάνω διάθεση της κατασχεθείσας απαιτήσεως, όταν γίνεται παρά την σημειωθείσα απαγόρευση, με γνώση κ.λπ. επισύρει κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, ποινική και αστική ευθύνη του οφειλέτου που την πραγματοποίησε23. Β) Η λόγω της κατασχέσεως παρεχόμενη δέσμευση δεν εμποδίζει τον καθού αυτή να στραφεί δικαστικά ή, εφ' όσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, και με αναγκαστική εκτέλεση κατά του τρίτου24. Δεν στερείται δηλαδή ο καθού η κατάσχεση οφειλέτης, εξ αιτίας της επιβολής της κατασχέσεως, την νομιμοποίηση για την διεξαγωγή δίκης ή για επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά το χρηματικό ποσό της απαιτήσεως ή τα κινητά πράγματα δεν τα λαμβάνει ο επισπεύδων (οφειλέτης, στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου), αλλά εάν πρόκειται για χρήματα ή για πράγμα δεκτικό καταθέσεως, αυτά πρέπει να κατατίθενται δημόσια, διαφορετικά ορίζεται από τον δικαστικό επιμελητή μεσεγγυούχος για φύλαξη25. Δηλαδή παραμένει η νομιμοποίηση για διεξαγωγή δίκης ή για επίσπευση της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά διατηρείται και η στέρηση της εξουσίας διαθέσεως και εισπράξεως ή αποδοχής της οφειλής26. ΙΙΙ) Συνέπειες (της κατασχέσεως) για τον τρίτο. Α) «Απαγορεύεται και δεν παράγει έννομες συνέπειες για τον κατάσχοντα η από τον τρίτο εξόφληση της κατασχεθείσας απαιτήσεως ή ο συμψηφισμός αυτής με μεταγενέστερη απαίτηση, όπως και η απόδοση στον καθού η κατάσχεση ή η διάθεση στον τρίτο του κατασχεθέντος από την επίδοση προς αυτόν κατά το άρθρο 983 εγγράφου, και εάν τούτο δεν έχει επιδοθεί ακόμη στον καθού η κατάσχεση. Επί χρηματικών απαιτήσεων, η απαγόρευση αφορά μόνο το ποσόν, για το οποίο έγινε η κατάσχεση. Από την κοινοποίηση της κατασχέσεως στον τρίτο, αυτός γίνεται μεσεγγυούχος»27. Σχετικά θα μπορούσαν 23. Ποιν.Κωδ. (αρθρ. 177) ΑΚ άρθρ. 914 και 919. 24. ΚΠολΔ 984 (1048) § 4 εδ. β΄ Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1111 § 4 εδ. β΄ Α.Ε. 1048 § 4 εδ. β΄. 25. ΚΠολΔ 984 (1048) § 4 εδ. β΄ Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1111 § 4 εδ. β΄ Α.Ε. 1048 § 4 εδ. β΄. 26. Νομοθετικός λόγος της αναγραφής της διατάξεως αυτής είναι η πρόθεση της αποφυγής και ματαιώσεως καταδολιεύσεων εκ μέρους του οφειλέτη σε βάρος των δανειστών. Πράγματι, αν δεν υπήρχε η διάταξη αυτή, οι οφειλέτες, οι οποίοι θα επιθυμούσαν να αποφύγουν ή να καταστήσουν ανενεργά τα χρησιμοποιούμενα από τους δανειστές νόμιμα καταδιωκτικά μέσα, θα έρχονταν σε συνεννόηση με διάφορα πρόσωπα, τα οποία εμφανιζόμενα σαν δήθεν δανειστές των δανειστών τους θα επέβαλλαν στα χέρια των οφειλετών σαν τρίτων κατάσχεση, λόγω της οποίας θα δεσμεύονταν να ενεργήσουν οι δανειστές τους. 27. ΚΠολΔ 984 (1048) §§ 2-3 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1111 § 1 εδ. 3 Α.Ε. 1048 §§ 2 - 3. Α.Κ. 449. 548 § 466 – Συνέπειες επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου να παρατηρηθούν ειδικότερα τα παρακάτω: Β) Ο τρίτος, στον οποίο έγινε η κατάσχεση, δεν έχει την δυνατότητα ή την ευχέρεια να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, καταβάλλοντας το οφειλόμενο χρηματικό ποσό ή αποδίδοντας το κατεχόμενο από αυτόν κινητό πράγμα ή μεταβιβάζοντας την κυριότητα αυτού προς τον οφειλέτη. Επί χρηματικών απαιτήσεων, η παραπάνω απαγόρευση ισχύει μόνο για το ποσό, για το οποίο έγινε η κατάσχεση. Γ) Από την επίδοση προς τον τρίτο του κατασχετηρίου, από την οποία αρχίζει η παραπάνω απαγόρευση, ο τρίτος γίνεται μεσεγγυούχος του κατασχεθέντος χρηματικού ποσού ή του κινητού πράγματος, έχοντας τις εξουσίες και ιδίως τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του μεσεγγυούχου. Για πράγματα που υπόκεινται σε φθορά, εφαρμόζονται αντίστοιχα τα παραπάνω σε όμοιες περιπτώσεις επί κατασχέσεως κινητών (πραγμάτων) εκτιθέμενα στα χέρια του οφειλέτη28. Ο νόμος δεν ορίζει αν δικαιούται ο τρίτος να προβεί σε δημόσια κατάθεση. Δεν φαίνεται να συντρέχει λόγος αρνητικής απαντήσεως. Δ) Ο τρίτος, στον οποίο έγινε η κατάσχεση, δεν δικαιούται να συμψηφίσει την οφειλή του (δηλαδή την κατασχεθείσα απαίτηση) με απαίτηση του καθού η κατάσχεση έναντι αυτού, μεταγενέστερη της κατασχέσεως (δηλαδή δημιουργηθείσα ή αποκτηθείσα μετά το παραπάνω αναφερόμενο χρονικό σημείο), ενώ δεν αποκλείεται ο συμψηφισμός της παραπάνω οφειλής με προγενέστερη απαίτηση του καθού η κατάσχεση29,30. Επί πλέον, ο τρίτος δεν μπορεί σύμφωνα με την παρατεθείσα διάταξη, να προβεί, από της επιδόσεως προς αυτόν του κατασχετηρίου, στην διάθεση του κατασχεθέντος αντικειμένου (απαιτήσεως, πράγματος κ.λπ.). Κατ' αρχήν πρέπει να παρατηρηθεί, ότι χωρίς την απαγόρευση αυτή, ο τρίτος θα είχε την εξουσία να προβεί στην παραπάνω διάθεση, μόνο αν ισχυριζόταν και απεδείκνυε, ότι είναι δικαιούχος της απαιτήσεως, κύριος του πράγματος κ.λπ. Μόνο τότε θα υπήρχε αποτελεσματική διάθεση. Διαφορετικά θα επρόκειτο για διάθεση από μη δικαιούχο, που θα κρινόταν σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου. Εδώ όμως, εφ' όσον υπάρχει η παραπάνω απαγόρευση, η διάθεση αποκλείεται απολύτως και αν τυχόν παρά ταύτα γίνει, ενέχει παράβαση της κατασχέσεως31, και συνεπάγεται, όχι μόνο ακυρότητα ή ανίσχυρο, αλλά και δημιουργία ευθύνης (ποινικής και αστικής). Ε) Κάθε καταβολή χρημάτων εκ μέρους του 28. Πρβλ. παραπ. § 397. 29. ΑΚ 441, 443, 449, ΚΠολΔ. 984 (1048) § 5 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1111 § 2 Α.Ε. 1048 § 5. ΚΠολΔ 956 (1080) §§ 4-6. Πρβλ. και παραπ. § 346. 30. Οι λόγοι της διακρίσεως στο κείμενο ανάγονται τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο δικονομικό δίκαιο. Ο συμψηφισμός, οποτεδήποτε και αν προτείνεται, σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο, ανατρέχει στο χρόνο συναντήσεως ή συμπτώσεως των αμοιβαίων απαιτήσεων (ΑΚ 441 εδ. β΄), ενώ εξάλλου δεν υφίσταται φόβος δολίων συνεννοήσεων για προγενέστερη ανταπαίτηση, όπως για την μεταγενέστερη, η δημιουργία της οποίας είναι συνήθως ύποπτη. 31. Πρβλ. και παραπ. §§ 396 επ. § 467 – Καθήκον δηλώσεως του τρίτου 549 τρίτου, στον οποίο γίνεται η κατάσχεση, για εξόφληση της κατασχεθείσας απαιτήσεως, απόδοση ή μεταβίβαση πράγματος, πολύ δε περισσότερο κάθε ενέργεια που ενέχει ή καλύπτει διάθεση της κατασχεθείσας απαιτήσεως κ.λπ., θεωρείται και είναι ανίσχυρη και χωρίς σημασία για τον κατάσχοντα, ο οποίος δικαιούται να ζητήσει από τον τρίτο την καταβολή του κατασχεθέντος ποσού, την παράδοση των κατασχεθέντων κινητών πραγμάτων και γενικά την εκτέλεση της υποχρεώσεως αυτού προς τον οφειλέτη. ΣΤ) Επί πλέον συνέπεια της κατασχέσεως ως προς τον τρίτο είναι η υποχρέωση αυτού προς δήλωση, για την οποία γίνεται λόγος στη συνέχεια. Ζ) Αντίθετα προς όσα ισχύουν στην αναγκαστική κατάσχεση κινητών ή ακινήτων, η επιβολή μιας κατασχέσεως στα χέρια τρίτου δεν εμποδίζει την επιβολή και άλλης (δεύτερης, τρίτης κ.λπ), κατασχέσεως στα χέρια τρίτου. Μόνο ο τρίτος υποχρεούται, όπως περιγράφεται παρακάτω, να γνωστοποιεί προς τον κατάσχοντα τις προγενέστερα τυχόν επιβληθείσες κατασχέσεις της ίδιας απαιτήσεως στα χέρια τρίτου. IV) Αντανακλαστικές συνέπειες της κατασχέσεως έναντι άλλων προσώπων. Είναι ενδεχόμενο η κατάσχεση στα χέρια τρίτου να έχει εμμέσως και αντανακλαστικώς επίδραση και σε άλλους (τρίτους), εκτός του επισπεύδοντος, του οφειλέτου και του τρίτου, στα χέρια του οποίου γίνεται η κατάσχεση, οι οποίοι συνδέονται με κάποια έννομη σχέση με αυτόν τον τελευταίο, έχουσα συνάφεια με την κατασχεθείσα απαίτηση. Τίτλος πέμπτος Καθήκον ή υποχρέωση του τρίτου στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση για δήλωση § 467 Ι) Εισαγωγή. Α) Όπως ελέχθη παραπάνω, η επιβολή της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου, εκτός των άλλων συνεπειών της, δημιουργεί καθήκον ή υποχρέωση του τρίτου για δήλωση. Β) Το καθήκον αυτό είναι εκδήλωση ή μορφή του γενικότερου καθήκοντος κάθε προσώπου να παρέχει πληροφορίες ή μαρτυρίες προς τα δημόσια όργανα και τα άλλα πρόσωπα για την διευκόλυνση της εκτελέσεως των καθηκόντων των πρώτων και της ασκήσεως ή προστασίας των δικαιωμάτων των τελευταίων σε ορισμένα μέτρα που καθορίζονται κάθε φορά από τις περιστάσεις και χωρίς δυσανάλογη βλάβη των ιδίων εννόμων συμφερόντων. Γ) Στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές μπορεί να λεχθεί, ότι προσαρμόζεται η διαρρύθμιση του καθήκοντος τούτου από τον ΚΠολΔ. Αντίθετα, όπως παρατηρείται παρακάτω, είχε βαρειά μορφή και υπερβολική ένταση και έκταση σύμφωνα με το προγενέστερο δίκαιο η επιβαλλόμενη αντίστοιχη υποχρέωση στον τρίτο, στον οποίο γινόταν η κατάσχεση. 550 § 468 – Συνέπειες της παραλείψεως της δηλώσεως του τρίτου ΙΙ) Περιεχόμενο του καθήκοντος και της υποχρεώσεως για δήλωση και διατυπώσεις αυτής. Α) Σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ32, ο τρίτος, στα χέρια του οποίου γίνεται η κατάσχεση, «οφείλει» να δηλώσει, εάν υπάρχει η κατασχεθείσα απαίτηση, εάν έχει στα χέρια του το κατασχεθέν πράγμα και εάν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση με σημείωση του κατασχόντος και του ποσού, για το οποίο έγινε αυτή η κατάσχεση. Το καθήκον αυτό δημιουργείται βάσει της παραπάνω διατάξεως από την επιβολή και μόνον της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου. Β) Η δήλωση του τρίτου πρέπει να γίνει μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου προς τον τρίτο. Γ) Η παραπάνω δήλωση γίνεται προφορικά στην γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας του δηλούντος, συντασσομένης εκθέσεως33 σύμφωνα με το κοινό δίκαιο34. Δ) Η δήλωση αυτή πρέπει να μνημονεύει τα στοιχεία, που ορίζονται από την παραπάνω διάταξη, και ιδίως εάν ο τρίτος είναι ή όχι οφειλέτης της κατασχεθείσας απαιτήσεως, εάν κατέχει το μνημονευόμενο στο κατασχετήριο κινητό, εάν έχει υποχρέωση προς μεταβίβαση της κυριότητας του κινητού πράγματος ή όχι, και εάν η ίδια απαίτηση κ.λπ. έχει κατασχεθεί προηγουμένως από άλλο δανειστή και για πόσο ποσόν. Ε) Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, το καθήκον για δήλωση επιβάλλεται, και όταν ο τρίτος δεν είναι οφειλέτης της κατασχεθείσας απαιτήσεως, δεν κατέχει τα κινητά στα οποία επιβάλλεται η κατάσχεση, κ.λπ. δηλαδή και όταν πρόκειται το περιεχόμενο αυτής να είναι αρνητικό. Τίτλος Έκτος Συνέπειες της παραλείψεως της δηλώσεως του τρίτου § 468 Ι) Εισαγωγή. Α) Σύμφωνα με το πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ ισχύον δίκαιο, οι συνέπειες της παραλείψεως της δηλώσεως ή της μη εμπρόθεσμης ή της μη σύμφωνα με τις επιβαλλόμενες διατυπώσεις γενόμενης ή της ως ανακριβούς ελεγχόμενης δηλώσεως του τρίτου ήσαν βαρύτατες. Ο τρίτος εθεωρείτο οφειλέτης «ολόκληρης της κατασχθείσας ποσότητας» κ.λπ.35. Β) Ο ΚΠολΔ μετέβαλε ριζικά το παραπάνω σύστημα και θέσπισε λιγότερο τραχείες συνέπειες, ανάλογες προς το μη τηρηθέν καθήκον του τρίτου και προς τον επιδιωκόμενο με την καθιέρωση αυτού σκοπό. 32. ΚΠολΔ 985 (1049) § 1 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1113 § 1 Α.Ε. 1049 § 1. 33. ΚΠολΔ 985 (1049) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1113 § 2 Α.Ε. 1049 § 2. 34. Βλ. σχετικά παραπ. τ. Ι § 152. 35. Υπήρχε αμφισβήτηση για την έννοια της διατάξεως αυτής, αλλά σε κάθε περίπτωση η τραχύτητα των συνεπειών ήταν μεγάλη. § 469 – Ανακοπή κατά της δηλώσεως τρίτου 551 Ι) Περιεχόμενο των συνεπειών. Α) Σύμφωνα με τον ΚΠολΔ36, «Η παράλειψη της δηλώσεως εξομοιούται με αρνητική δήλωση. Σε περίπτωση παραλείψεως της δηλώσεως ή ανακριβούς δηλώσεως, ο τρίτος ευθύνεται, έναντι του κατασχόντος σε αποζημίωση». Β) Από την διάταξη αυτή προκύπτει, κατ' αρχήν, ότι η παράλειψη της δηλώσεως, με την οποία ισοδυναμεί και η εκπρόθεσμη ή παράτυπη δήλωση, εξομοιούται (κατά νόμιμο τεκμήριο ή μάλλον κατά πλάσμα δικαίου) με γενόμενη αρνητική δήλωση. Δηλαδή ο νόμος θεωρεί ότι, εφ' όσον ο τρίτος δεν προβαίνει σε ρητή κανονική δήλωση, δηλώνει σιωπηρά ότι δεν είναι οφειλέτης της κατασχεθείσας απαιτήσεως, δεν κατέχει τα κινητά στα οποία αναφέρεται η κατάσχεση κ.λπ. Την ακρίβεια αυτής της δηλώσεως μπορεί να αμφισβητήσει ο κατασχών, όπως περιγράφεται παρακάτω. Γ) Εξ άλλου, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, εάν από την παράλειψη της δηλώσεως του τρίτου ή την μη εμπρόθεσμη ή παράτυπη δήλωση προκλήθηκε ζημιά στον επισπεύδοντα, ο υπαίτιος τρίτος υποχρεούται σε παροχή αποζημιώσεως. Το ίδιο ισχύει και αν η γενόμενη δήλωση μπορούσε εκ των υστέρων να θεωρηθεί δικαστικά σαν ανακριβής. Ανακριβής θα πρέπει να χαρακτηρίζεται η δήλωση μόνο αν τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία περιέχονται σ' αυτήν, δεν είναι αληθινά, και όχι όταν ο νομικός χαρακτηρισμός αυτών, που γίνεται από τον δηλούντα, δεν κρίνεται από τον κατασχόντα και το δικαστήριο σαν ορθός, διότι στην τελευταία περίπτωση είναι πολύ δύσκολο να θεωρηθεί ο τρίτος σαν υπαίτιος για την μη ορθή ερμηνεία ή εφαρμογή των διατάξεων του νόμου. Τίτλος Έβδομος Ανακοπή κατά της δηλώσεως (του) τρίτου § 469 Ι) Γενικές παρατηρήσεις. Α) Όπως ελέχθη και παραπάνω, την ακρίβεια της αρνητικής δηλώσεως του τρίτου, στο σύνολό της ή εν μέρει, προς την οποία, όπως ελέχθη παραπάνω, εξομοιούται και η παράλειψη της δηλώσεως, όπως και η εκπρόθεσμη ή παράτυπη δήλωση, δικαιούται να αμφισβητήσει και να προσβάλει ο κατασχών, εφ' όσον θεωρεί το περιεχόμενό της ανακριβές. Β) Η αμφισβήτηση ή η προσβολή γίνεται σύμφωνα με τον ΚΠολΔ (όπως και με το προγενέστερο δίκαιο) με άσκηση ανακοπής εναντίον της δηλώσεως του τρίτου, για την οποία γίνεται λόγος στη συνέχεια. Με την ανακοπή αυτή μπορεί να ζητηθεί και η παραπάνω αναφερόμενη αποζημίωση για την ζημιά που προκλήθηκε στον κατασχόντα από την παράλειψη δηλώσεως του τρίτου ή την ανακριβή δήλωση37. 36. ΚΠολΔ 985 (1049) § 3 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1113 § 3 Α.Ε. 1049 § 3. 37. ΚΠολΔ 986 (1050) Σχ.Πολ.Δ.Σ.Ε. 1114 Α.Ε. 1050. 552 § 469 – Ανακοπή κατά της δηλώσεως τρίτου ΙΙ) Ορισμός. Νομικός χαρακτήρας. Έννοια. Άσκηση κ.λπ. Α) Η ανακοπή κατά της δηλώσεως του τρίτου είναι το ένδικο βοήθημα, με το οποίο ο δανειστής που επέβαλε την κατάσχεση στα χέρια τρίτου προσβάλλει την εξ ολοκλήρου ή εν μέρει αρνητική δήλωση του τρίτου ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, ζητώντας την ακύρωση και εξαφάνιση αυτής και την αναγνώριση της υπάρξεως της κατασχεθείσας απαιτήσεως. Β) Η ανακοπή κατά (της) δηλώσεως (του) τρίτου είναι είδος των ανακοπών κατά δικαστικών και εξωδίκων πράξεων που προβλέπονται και ρυθμίζονται από τα άρθρα 583 (601) επ. ΚΠολΔ, η οποία κατά κάποιο τρόπο επιτελεί την λειτουργία της αναγνωριστικής αγωγής38, οιονεί πλαγιαστικά, όπως παρατηρείται παρακάτω, και ασκείται από τον επισπεύδοντα δανειστή κατά του τρίτου. Γ) Η άσκηση της παραπάνω ανακοπής γίνεται μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την δήλωση του τρίτου, όπως και η άσκηση κάθε άλλης όμοιας ανακοπής, δηλαδή σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου με τις διατυπώσεις της ασκήσεως της αγωγής, δηλ. δια δικογράφου, περιέχοντος τα στοιχεία της αγωγής και κάθε άλλης ανακοπής, απευθυνόμενου εναντίον του τρίτου, κατατιθέμενου στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδιδόμενου προς τον καθού η ανακοπή τρίτο39. Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου καθ' ύλην και κατά τόπον καθορίζεται σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 12 επ., 23 επ. ΚΠολΔ. ΙΙΙ) Εισαγωγή της ανακοπής προς συζήτηση και επ' ακροατηρίου συζήτηση αυτής. Α) Η ανακοπή κατά της δηλώσεως του τρίτου εισάγεται προς συζήτηση και η επ' ακροατηρίου συζήτηση αυτής γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου40. Ειδικότερα, ως προς τα θέματα αυτά, μπορούν να σημειωθούν τα εξής: α) Η δίκη περί της ανακοπής κατά της δηλώσεως του τρίτου δικάζεται με την γενική ή τακτική διαδικασία, διότι δεν θεωρείται δίκη περί την εκτέλεση. β) Ο ανακόπτων την δήλωση, δηλαδή ο κατασχών δανειστής, κατά κάποιον τρόπο εξομοιούται λόγω της αμφισβητήσεως και της προσβολής της δηλώσεως του τρίτου προς τον δανειστή, τον ασκούντα σε εφαρμογή του άρθρου 72 (73) ΚΠολΔ πλαγιαστκά την αγωγή του οφειλέτη κατά του τρίτου με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Εάν όμως ο κατασχών ζητεί με την ανακοπή, εκτός από την ακύρωση της δηλώσεως και της αναγνωρίσεως της υπάρξεως της κατασχεθείσης απαιτήσεως κ.λπ, και την παροχή αποζημιώσεως για την προκληθείσα εκ της παραλείψεως της δηλώσεως ή εκ της ανακριβούς δηλώσεως ζημία, είναι δικαιούχος διάδικος. Συντρέχει επομένως περίπτωση επιτρεπόμενης, σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου, σωρεύσεως αγω38. Βλ. πιο πάνω τ. Ι §§ 170 επ. τ. ΙΙ § 293. 39. Πρβλ. τ. Ι §§ 175 επ. τ. ΙΙ § 293. 40. Βλ. παραπάνω τ. Ι §§ 176 επ. 180 επ. τ. ΙΙ § 293. § 470 – Η απόφαση επί της ανακοπής και οι συνέπειες 553 γών αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά, ασκουμένων από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί κάτω από δύο μη συγκρουόμενες ιδιότητες. Και με τις δύο παραπάνω ιδιότητες, ο ανακόπτων και ενάγων για αποζημίωση έχει το βάρος της αποδείξεως τόσο των πραγματικών περιστατικών, των γενεσιουργών της κατασχεθείσης απαιτήσεως και των συναφών με αυτά, όπως αναπτύσσεται παραπάνω στον οικείο τόπο, διότι στην πραγματικότητα πρόκειται για άσκηση αγωγής του καθ' ού η κατάσχεση οφειλέτου κατά του τρίτου, όσο και των αντίστοιχων περιστατικών που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής αποζημιώσεως41. Β) Ο καθού η ανακοπή τρίτος δεν μπορεί τόσο στην δίκη της ανακοπής όσο και σε άλλη δίκη να προσβάλει το κύρος της κατασχέσεως, εκτός εάν το κατασχετήριο δεν περιέχει τα από το άρθρο 983 (1047) επιβαλλόμενα και παραπάνω μνημονευόμενα42 στοιχεία ή εάν δεν κοινοποιήθηκε στον καθού η εκτέλεση43. Εξάλλου, γεννάται το ζήτημα, εάν δικαιούται να αμφισβητήσει την ύπαρξη της απαιτήσεως, για την επιδίωξη ικανοποιήσεως της οποίας επιβλήθηκε σ' αυτόν η κατάσχεση ή να προτείνει ενστάσεις, ανατρεπτικές ή καταλυτικές αυτής. Από την γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 987 (1051) θα μπορούσε να λεχθεί ότι συνάγεται η αρνητική απάντηση. Νομίζουμε, όμως, ότι ορθότερη είναι η γνώμη που λύνει καταφατικά το ζήτημα, διότι οι παραπάνω ισχυρισμοί ανάγονται στη νομιμοποίηση του δανειστή για άσκηση της ανακοπής εναντίον της δηλώσεως του τρίτου και γενικά για επιβολή της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου. Τίτλος Όγδοος Η επί της ανακοπής κατά της δηλώσεως (του) τρίτου κ.λπ. εκδιδόμενη απόφαση και οι συνέπειες αυτής § 470 Ι) Εισαγωγή. Α) Η επί της ανακοπής κατά της δηλώσεως του τρίτου εκδιδόμενη απόφαση, δεχόμενη ή απορρίπτουσα αυτήν, εφ' όσον καταστεί τελεσίδικη, παράγει τις γνωστές (κύριες και δευτερεύουσες) συνέπειες του κοινού δικαίου κάτω από τις προβλεπόμενες από αυτό προϋποθέσεις και στην από αυτό κάθε φορά καθοριζόμενη έκταση. Εάν η παραπάνω απόφαση απορρίψει την ανακοπή στην ουσία και καταστεί τελεσίδικη, η διαδικασία της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου τελειώνει ως προς τον τρίτον, διότι παράγεται δεδικασμένο ως προς την ανυπαρξία της απαιτήσεως έναντι του τρίτου, επί της οποίας έγινε η κατάσχεση. Στο ίδιο περίπου αποτέλεσμα 41. Βλ. παραπάνω τ. ΙΙ § 265. 42. Βλ. παραπ. § 465. 43. ΚΠολΔ 987 (1051) Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1115 Α.Ε. 1051. 554 § 470 – Η απόφαση επί της ανακοπής και οι συνέπειες θα καταλήγει συνήθως και η τελεσίδικη απόρριψη της ίδιας ανακοπής για τυπικούς λόγους, διότι στην ουσία θα είναι απόρριψη για ουσιαστικούς λόγους, αφού λόγω παρόδου της παραπάνω αναφερόμενης τριανταήμερης ανατρεπτικής προθεσμίας δεν θα είναι, κατά κανόνα τουλάχιστον, δυνατή η εκ νέου άσκηση αυτής. Γ) Η απορρίπτουσα, εξάλλου, το αίτημα της αποζημιώσεως απόφαση παράγει, εφ' όσον γίνειτελεσίδικη, τις συνέπειες (δεδικασμένου44 κ.λπ) του κοινού δικαίου χωρίς συγκεκριμένες ειδικές αποκλίσεις. Δ) Εάν η σύμφωνα με το άρθρο 986 (1050) ΚΠολΔ ανακοπή γίνει δεκτή, το δικαστήριο με την απόφασή του υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλει το κατασχεθέν ποσόν ή να παραδώσει το κατασχεθέν πράγμα ή τα κατασχεθέντα πράγματα κ.λπ., τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 988 (1052) ΚΠολΔ περί διεξαγωγής πλειστηριασμού, για τις οποίες γίνεται λόγος παρακάτω45. Με την αναγραφή αυτής της ρήτρας στο διατακτικό της αποφάσεως και με την εφαρμογή αυτής επέρχεται αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσας απαιτήσεως στον κατασχόντα ή στους περισσότερους κατασχόντες και ενδεχομένως και αναγγελθέντες δανειστές. Η έκταση των συνεπειών της αποφάσεως που δέχεται στο σύνολό της ή εν μέρει την ανακοπή κατά της δηλώσεως του τρίτου εξαρτάται από το περιεχόμενο του διατακτικού, σε συνδυασμό με το αιτιολογικό αυτής και τους εκατέρωθεν παραδεκτά προβληθέντες ισχυρισμούς των διαδίκων. Γενικά και αφηρημένα μπορεί να παρατηρηθεί, ότι η δεχόμενη την ανακοπή απόφαση, όταν γίνει τελεσίδικη, παράγει ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη της κατασχεθείσας απαιτήσεως έναντι του τρίτου. Εξάλλου, η απόφαση αυτή μετά την τελεσιδικία έχει τις ίδιες συνέπειες τις οποίες, όπως αναφέρεται παρακάτω, έχει η καταφατική δήλωση του τρίτου, δηλαδή αποτελεί και τίτλο εκτελεστό ως προς τις καταψηφιστικές διατάξεις και, εφ' όσον καταδικάζει τον τρίτο σε δήλωση βουλήσεως περί μεταβιβάσεως της κυριότητας κινητού πράγματος, έχει τις από το άρθρο 949 (1010) ΚΠολΔ οριζόμενες συνέπειες, για τις οποίες γίνεται λόγος παραπάνω46. 44. Βλ. παραπ. τ. Ι §§ 202 επ. 45. ΚΠολΔ. 990 (1054) Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1118 Α.Ε. 1054. Πρβλ. παραπ. τ. Ι § 214. Περιλαμβάνονται, νομίζουμε, σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου και τα κινητά, η απαίτηση μεταβίβασης κυριότητας των οποίων κατασχέθηκε κατά την εξεταζόμενη διαδικασία, όπως και η δήλωση βουλήσεως περί μεταβιβάσεως των κινητών πραγμάτων, στην οποία καταδικάζεται ο τρίτος, στον οποίο γίνεται η κατάσχεση. 46. Βλ. παραπ. § 383. § 471 – Η συνέχεια της διαδικασίας επί καταφατικής δηλώσεως του τρίτου 555 Τίτλος ένατος Η συνέχεια της διαδικασίας επί καταφατικής δηλώσεως του τρίτου § 471 Ι) Εισαγωγή. Α) Η διαδικασία της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου προχωρεί κανονικά και χωρίς σοβαρή καθυστέρηση, εάν ο τρίτος, στον οποίο γίνεται η κατάσχεση, δηλώσει ότι υπάρχει εξ ολοκλήρου ή κατά ορισμένο μέρος ή σε ορισμένη έκταση η απαίτηση που κατάσχεται στα χέρια του. Β) Το ίδιο ισχύει, όπως σημειώθηκε και παραπάνω, και όταν η ανακοπή κατά της δηλώσεως του τρίτου γίνει τελεσίδικα δεκτή στο σύνολό της ή εν μέρει. ΙΙ) Συνέπειες της καταφατικής δηλώσεως κ.λπ. Α) Σύμφωνα με τον ΚΠολΔ47, εάν ο τρίτος δηλώσει ότι υπάρχει η κατασχεθείσα απαίτηση, και είναι αυτή επαρκής για την ικανοποίηση του κατασχόντος ή των (περισσοτέρων) κατασχόντων (και ενδεχομένως αναγγελθέντων) δανειστών, υποχρεούται ο τρίτος μετά την πάροδο οκτώ ημερών από την κοινοποίηση της κατασχέσεως (δηλαδή του κατασχετηρίου) προς τον καθού η εκτέλεση, εάν κατοικεί στο εσωτερικό και μετά πάροδο τριάντα ημερών (από την παραπάνω επίδοση), εάν κατοικεί στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής, να καταβάλει σε κάθε ένα από τους κατασχόντες το ποσόν, για το οποίο έγινε η κατάσχεση. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται η ικανοποίηση των κατασχόντων και των τυχόν αναγγελθέντων δανειστών χωρίς άλλη διατύπωση και μάλιστα χωρίς την παρεμβολή συμβολαιογράφου κ.λπ. με μόνο την απλή απόδειξη λήψεως κάθε δανειστού κ.λπ. Β) Εάν η κατασχεθείσα απαίτηση δεν φτάνει για την ικανοποίηση όλων των κατασχόντων (και ενδεχομένως αναγγελθέντων) δανειστών, ο τρίτος υποχρεούται να κάνει δημόσια κατάθεση, μετά την οποία γίνεται διαδικασία κατατάξεως και επακολουθεί διανομή από συμβολαιογράφο, που ορίζεται, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, από τον ειρηνοδίκη του τόπου της εκτελέσεως κατά την διαδικασία των άρθρων 686 (730) ΚΠολΔ48 (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). Γίνεται επομένως και στις περιπτώσεις αυτές ό,τι και στην αναγκαστική κατάσχεση και στον πλειστηριασμό κινητών, κάτω από τις αντίστοιχες προϋποθέσεις εν όψει της πληρωμής του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή. Γ) Η διανομή γίνεται μεταξύ των κατασχόντων (και αναγγελθέντων) δανειστών σύμφωνα με τα άρθρα 974 (1038) επ. ΚΠολΔ, ενώ η προθεσμία του άρθρου 974 (1038) εδ. 1 για προβολή παρατηρήσεων από τον υπερού και τον καθού η εκτέλεση, τους αναγγελθέντες και πολύ περισσότερο τους τυχόν περισσότερους κατασχόντες δανειστές ως προς τις απαιτήσεις των κατασχόντων και των αναγγελθέντων, αρχίζει από την 47. ΚΠολΔ 988 (1052) § 1 εδ. α΄ Σχ. Πολ.Δ. Σ.Ε. 1116 § 1 εδ. α Α.Ε. 1052 § 1 εδ. α΄. 48. ΚΠολΔ 988 (1052) § 1 εδ. β΄ Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1116 § 1 εδ. β΄ Α.Ε. 1052 § 1 εδ. β΄. 556 § 471 – Η συνέχεια της διαδικασίας επί καταφατικής δηλώσεως του τρίτου γνωστοποίηση στον συμβολαιογράφο της αποφάσεως του ειρηνοδίκη για τον διορισμό του49. Μέσα σε άλλες δέκα ημέρες από την λήξη της παραπάνω προθεσμίας πρέπει να επακολουθήσει η σύνταξη του πίνακα κατατάξεως. Ως προς την γνωστοποίηση αυτού από τον συμβολαιογράφο, την προσβολή αυτού με ανακοπή κ.λπ., ισχύουν και εφαρμόζονται οι παραπάνω, προκειμένου για σύνταξη πίνακα κατατάξεως σε πλειστηριασμό κινητών, ισχύοντες και αναλυόμενοι κανόνες50, 51. Δ) Εάν ο τρίτος δηλώσει ότι έχει στα χέρια του το κατασχεθέν (κινητό) πράγμα, προκηρύσσεται και διεξάγεται πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου, που ορίζεται από τον ειρηνοδίκη του τόπου της εκτελέσεως κατά την διαδικασία των άρθρων 686 (730) επ. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων) μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον52. Ε) Ο πλειστηριασμός γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 959 (1023) επ. ΚΠολΔ (περί κατασχέσεως και πλειστηριασμού κινητών πραγμάτων ευρισκομένων στα χέρια του οφειλέτη)53, ενώ οι προθεσμίες του άρθρου 960 (1024) §§ 1 και 2 (περί συντάξεως και επιδόσεως προγράμματος πλειστηριασμού) αρχίζουν από την γνωστοποίηση της αποφάσεως διορισμού του στον συμβολαιογράφο, ο οποίος και ορίζει τον δικαστικό επιμελητή για την εκτέλεση54. ΣΤ) Στη συνέχεια, ως προς τα λοιπά ζητήματα της διεξαγωγής του πλειστηριασμού, τα της κατακυρώσεως, της πληρωμής και γενικά εξοφλήσεως του πλειστηριάσματος, της ενδεχόμενης διεξαγωγής αναπλειστηριασμού, ικανοποιήσεως των δανειστών, διαδικασίας κατατάξεως, διανομής του πλειστηριάσματος, ισχύουν και εφαρμόζονται οι παραπάνω αναφερόμενοι και αναπτυσσόμενοι κανόνες, που ρυθμίζουν τα αντίστοιχα θέματα για κατάσχεση και πλειστηριασμό κινητών πραγμάτων55. Ζ) Ο ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνει ρητή διάταξη για την περίπτωση, κατά την οποία η καταφατική δήλωση του τρίτου αφορά την ύπαρξη απαιτήσεως για μεταβίβαση της κυριότητας κινητού πράγματος, διότι με τα δεδομένα αυτά είναι βέβαιο ότι θα ορίζεται ότι ο τρίτος πρέπει να προβεί στην τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων για την πραγματοποίηση της απαιτήσεως αυτής. ΙΙΙ) Νομική φύση και εκτέλεση της καταφατικής δηλώσεως του τρίτου Α) Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του ΚΠολΔ56 και μάλιστα με το άρθρο 989 (1053) ΚΠολΔ,, η καταφατική δήλωση του τρίτου αποτελεί τίτλο εκτελεστό κατά του 49. ΚΠολΔ 988 (1052) § 1 εδ. γ΄ Σχ. Πολ.Δ. Σ.Ε. 111 § 1 εδ. γ΄ Α.Ε. 1052 § 1 εδ. γ΄. 50. Βλ. παραπ. § 445. 51. Ειδικές διατάξεις έχει για το ζήτημα αυτό ο ΚΕΔΕ. 52. ΚΠολΔ 988 (1052) § 2 εδ. α΄ Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1116 § 2 εδ. α΄ Α.Ε. 1052 § 2 εδ. α΄. 53. Βλ. παραπ. §§ 411 επ. 54. ΚΠολΔ 988 (1052) § 2 εδ. β΄ Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1116 § 2 εδ. β΄ Α.Ε. 1052. 55. Βλ. παραπ. §§ 416 επ. 411 επ. 56. ΚΠολΔ 989 (1053) Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1117 Α.Ε. 1053. Σ. Β) Τίτλο εκτελεστό αποτελεί. όπως ελέχθη. ενέχυρα και άλλα παρεπόμενα δικαιώματα. ΚΠολΔ 991 (1055) εδ. σε εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Α) Κατά το άρθρο 991 (1055) εδ. Σε συμπλήρωση του παραπάνω κανόνα. Τίτλος Δέκατος Κατάσχεση απαιτήσεως ασφαλισμένης με ενέχυρο ή υποθήκη § 472 Ι) Τύχη ενεχύρου και υποθηκών. 1119 εδ. στα οποία έχει περιέλθει χωρίς διαδοχή το κινητό πράγμα μετά την επιβολή της κατασχέσεως. α΄. και η δεχόμενη την ανακοπή κατά της δηλώσεως του τρίτου απόφαση.Ε. στην γραμματεία του οποίου έγινε η δήλωση αυτού. Σ. όχι δε και κατά τρίτων (άλλων) προσώπων.Πολ. με τον ίδιο δε τρόπο και τα δικαιώματα επί της αναγκαστικής εκτελέσεως ή πτωχεύσεως. 58. Σχ. η οποία αφορά την εκχώρηση. ασχέτως εάν έχουν αναγγελθεί ο αρχικός δικαιούχος της απαιτήσεως. εάν η κατασχεθείσα απαίτηση είναι ασφαλισμένη με ενέχυρο ή υποθήκη.§ 472 – Κατάσχεση απαιτήσεως ασφαλισμένης με ενέχυρο ή υποθήκη 557 τρίτου. β΄ Α. τα σχετικά με την φύση της απαιτήσεως ή εγγυήσεως. 1055 εδ. 57. η εκτέλεση μπορεί να γίνει κατά του τρίτου στον οποίο γίνεται η κατάσχεση και τους ταυτιζόμενους με αυτόν.Ε. ο ΚΠολΔ58 ορίζει ότι η σημείωση της παραπάνω μεταβολής στα δημόσια βιβλία γίνεται μετά την καταφατική δήλωση του τρίτου ή την τελεσιδικία της δεχόμενης την ανακοπή κατά της δηλώσεως του τρίτου αποφάσεως. 1055 εδ. Σύμφωνα με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές. β΄. ο καθού η κατάσχεση οφειλέτης ή ο κατασχών ή οι κατασχόντες δανειστές λόγω της επερχόμενης σύμφωνα με τα παραπάνω αναγκαστικής ή δικαστικής εκχωρήσεως. με την εκχώρηση της απαιτήσεως μεταβιβάζονται και οι ασφαλίζουσες την απαίτηση υποθήκες. 1119 εδ. εάν η κατασχεθείσα απαίτηση ασφαλίζεται με ενέχυρο ή υποθήκη. ΙΙ) Διατυπώσεις δημοσιότητας. Β) Συνεπώς. η κατασχεθείσα απαίτηση κατατάσσεται στην με το ενέχυρο ή την υποθήκη καθοριζόμενη σειρά.Δ. η καταδικάζουσα αυτόν στην πληρωμή του χρέους ή στην παράδοση του κινητού πράγματος. εφ' όσον τυχόν γίνει διαδικασία κατατάξεως. προκειμένου περί του πλειστηριάσματος του αντικειμένου του ενεχύρου ή της υποθήκης. α ΚΠολΔ57. α΄ Α. εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 458 και 1312 ΑΚ.Ε. ενώ η περιαφή του τύπου της εκτελέσεως γίνεται από τον ειρηνοδίκη.Δ. β΄ Σχ.Ε.Πολ. Γ) Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις. . Συναφής και σχετική είναι η διάταξη του άρθρου 1312 ΑΚ. εγγυήσεις. ακινήτων. Φραγκφούρτης (1959)· Sponer.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ* Τίτλος πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 473 *Ειδική βιβλιογραφία: Kaufmann Rudolf. Σχ. Επί διδακτ. Κολωνίας (1966)· Emmerich: Die Pfändung des Gesellschaftsanteils eines persönlich haftenden Gesellschafters (Διατρ. Πανεπιστημίου Φραγκφούρτης (1970)· Herz Günter: Das Kontokorrent in Vollstreckung und im Konkurs (1974)· Zimmer G.Ε.Πολ. Έτσι γινόταν. αντικείμενο αναγκαστικής κατασχέσεως σε μια από τις κλασσικές μορφές αυτής (κατασχέσεως κινητών.Δ. αν και υπήρχαν αρκετά περιουσιακά στοιχεία πολλών οφειλετών. Πανεπιστ. επί διδακτ. αν όχι αδύνατο. επί διδακτ. Volker: Die Pfändung und Verpfändung des Mieterbenteils (Διατρ. να μην μπορούν να αποτελέσουν.: Die Zwangsvollstreckung im Urheberrecht (Διατριβή επί διδακτορία Πανεπιστημίου Κολωνίας 1958)· Boecke Gisela: Die Zwangsvollstreckung in das Anwartschaftsrecht aus aufschiebend bedingter Uebereignung (1956)· Thalhofer K. Πανεπιστ.: Die Anwartschaft an aufschiebend bedingte Übereignung und ihre Pfändung (1958)· Huber Ludwig: Die Zwangsvollstreckung in das Anwartschaftsrecht des Vorbehaltskäufers (1959)· Kurn Bak: Übertragung und Pfändung der Anwartsrechte auf Eigetumserwerb am beweglichen Sachen und Grundstücken (1958)· Springsguth Ul. Α) Από μακρού χρόνου είχε παρατηρηθεί στη πρακτική το φαινόμενο. 1. . 1085 επ.: Zwangsvollstreckung gegen den Gesellschafter einer Personengesellschaft (1978). λόγω της μεγάλης τεχνικής και σε ευρεία έννοια οικονομικής προόδου και δημιουργίας νέων οικονομικών και τεχνικών αξιών και αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων. Ι) Εισαγωγή. Α. β) Με τον ΚΠολΔ έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το παραπάνω πρόβλημα και να συμπληρωθεί αυτό το νομοθετικό κενό με την καθιέρωση της αναγκαστικής κατασχέσεως ορισμένων ειδικών περιουσιακών στοιχείων1. λόγω πολλών δυσχερειών νομικής και πρακτικής μορφής. ΚΠολΔ 1022 (1085) επ. που πολλές φορές αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος. αν όχι όλη την εμφανή εξωτερικά περιουσία ορισμένων οφειλετών. πάντως πολύ δύσκολο.: Die Zwangsvollstrekkung wegen Geldforderungen in obligatorische Gesamtrechtsverhältnisse (Διατρ. να μπορεί να ικανοποιηθεί σημαντικός αριθμός απαιτήσεων. ή στα χέρια τρίτου). Woldieter: Das Anwartschaftsrecht und seine Pfändung (1965)· Senthen. § 474 – Προϋποθέσεις της επιβολής κατασχέσεως ειδικών περιουσιακών στοιχείων 559 ΙΙ) Η καινοτομία και το σύστημα του ΚΠολΔ. Α) Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1022 (1085) ΚΠολΔ, κατάσχεση μπορεί να γίνει και σε περιουσιακά δικαιώματα του καθ' ού η εκτέλεση, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο κατασχέσεως, σύμφωνα με την διαδικασία των άρθρων 953 (1017) §§ 1 και 2, 982 (1046) και 992 (1056) ΚΠολΔ (δηλαδή σύμφωνα με κάποια από τις διαδικασίες της κατασχέσεως κινητών, ακινήτων, πλοίων και αεροσκαφών ή απαιτήσεων στα χέρια τρίτου). Β) Όπως ενδεικτικά απαριθμεί η παραπάνω διάταξη2, τέτοια κατάσχεση μπορεί να επιβληθεί σε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ευρεσιτεχνίας, εκμεταλλεύσεως κινηματογραφικών ταινιών, απαιτήσεων κατά τρίτων που εξαρτώνται από αντιπαροχή, εφ' όσον σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου επιτρέπεται η μεταβίβαση των δικαιωμάτων αυτών. Β) Σε όλες τις παραπάνω αναφερόμενες περιπτώσεις και σε άλλες παρεμφερείς, όπως παρατηρήθηκε και παραπάνω, ήταν συνήθως, αν όχι αδύνατη, πάντως πολύ δύσκολη και προκαλούσε πολλές φορές ανυπέρβλητα εμπόδια η επιβολή αναγκαστικής (και συντηρητικής) κατασχέσεως με κάποια απο τις κλασσικές μορφές αυτής. Γ) Η τελευταία παρατήρηση δεν πρέπει όμως να οδηγήσει στο συμπέρασμα, ότι η κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων είναι και νομικά επικουρική. Απλώς πρέπει να τονισθεί, ότι μπορεί να αναπληρώσει κενά ή δυσχέρειες, η ύπαρξη ή η δημιουργία των οποίων ήταν πολύ πιθανές με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Τίτλος Δεύτερος Προϋποθέσεις του επιτρεπτού της επιβολής κατασχέσεως ορισμένων ειδικών περιουσιακών στοιχείων. § 474 Ι) Εισαγωγή. Α) Η ποικιλία και η ιδιορρυθμία των περιουσιακών στοιχείων, στα οποία μπορεί να επιβληθεί, σύμφωνα με τις μνημονευθείσες διατάξεις του ΚΠολΔ, η εξεταζόμενη κατάσχεση και των εννόμων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων, από τις οποίες προέρχονται και δημιουργούνται τα στοιχεία αυτά, μπορεί να λεχθεί χωρίς υπερβολή, ότι κάνει αναγκαία την εξάρτηση του επιτρεπτού της επιβολής της παραπάνω κατασχέσεως από ορισμένες προϋποθέσεις. Β) Η επιβολή της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών έχει σκοπό την προσαρμογή του νέου θεσμού στις κάθε φορά υπάρχουσες ειδικές συνθήκες και τη διευκόλυνση στο μέτρο του δυνατού της ομαλής πορείας της σχετικής διαδικασίας. Γ) Δεν είναι βεβαίως ανάγκη να τονιστεί ιδιαίτερα, ότι η επιβολή της προκειμένης κατασχέσεως προϋποθέτει ότι υπάρχουν και οι παραπάνω αναφερόμενοι γενικοί όροι του επιτρεπτού της αναγκα2. Βλ. υποσημ. 1. 560 § 474 – Προϋποθέσεις της επιβολής κατασχέσεως ειδικών περιουσιακών στοιχείων στικής εκτελέσεως και ειδικά της αναγκαστικής κατασχέσεως3. ΙΙ) Θετικές προϋποθέσεις. Α) Με την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως σε κάποιο ειδικό περιουσιακό στοιχείο, απαιτείται (κατ' αρχήν) η ύπαρξη άδειας ή ακριβέστερα η εξουσιοδότηση, που παρέχεται με δικαστική απόφαση4. Με την αναγραφή της προϋποθέσεως αυτής επιδιώκεται η άσκηση προληπτικού ελέγχου για τη νομιμότητα, την σκοπιμότητα και την δυνατότητα από πρακτική πλευρά της εφαρμογής αυτής της κατασχέσεως. Β) Αρμόδιο για την χορήγηση αυτής της άδειας είναι το μονομελές πρωτοδικείο της γενικής δωσιδικίας του καθού η εκτέλεση5. Γ) Η άδεια παρέχεται μετά από αίτηση του υπερού η εκτέλεση6. Δ) Η αίτηση υποβάλλεται και εισάγεται προς συζήτηση με την διαδικασία των άρθρων 741 (786) ΚΠολΔ (δηλαδή της Εκουσίας Δικαιοδοσίας)7. Ε) Η παραπάνω αίτηση, σε εφαρμογή των ισχυόντων στην διαδικασία αυτή κανόνων8, μπορεί να κοινοποιηθεί ή αυτόβουλα από τον αιτούντα ή με παραγγελία του δικαστηρίου προς τρίτους, που έχουν έννομο συμφέρον εν όψει του ζητουμένου μέτρου. III) Αρνητικές προϋποθέσεις. Α) Σύμφωνα με ρητή διάταξη του ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να μην επιτρέψει την κατάσχεση, εάν η διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι ή μπορεί να γίνει κατά την κρίση του, δύσκολα ή είναι ασύμφορη ως προς το αποτέλεσμά της9. Στην κρίση αυτή μπορεί να φτάσει το δικαστήριο, εκτιμώντας τις υπάρχουσες κάθε φορά περιστάσεις και τα πραγματικά περιστατικά που τίθενται υπ' όψιν του, ή τα από τον τυχόν παριστάμενο καθού η εκτέλεση ή άλλον παρεμβαίνοντα, ή μετά από αυτεπάγγελτη ενέργεια, συλλεγέντα στοιχεία. Η ύπαρξη άλλων περιουσιακών στοιχείων, υποκειμένων σε μία ή περισσότερες από τις συνηθισμένες κατασχέσεις, δεν αποτελεί, αυτή καθεαυτή, λόγο απορρίψεως της παραπάνω αιτήσεως, εκτός αν συνδυάζεται με άλλα συντρέχοντα κάθε φορά περιστατικά και άλλα συναφή στοιχεία. 3. Βλ. παραπ. §§ 345 επ. 392 επ. κλπ. 4. ΚΠολΔ 1023 (1085) § 1 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1086 § 1. 5. Βλ. υποσημ. 1. 6. Βλ. υποσημ. 1. 7. Βλ. υποσημ. 1. 8. ΚΠολΔ 748 (794) § 3. 9. ΚΠολΔ 1025 (1086) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1086 § 2. § 475 – Απόφαση επί αιτήσεως για άδεια κατασχέσεως ειδικών περιουσιακών στοιχείων 561 Τίτλος Τρίτος Απόφαση επί της αιτήσεως για την παροχή αδείας επιβολής κατασχέσεως ειδικών περιουσιακών στοιχείων Ένδικα μέσα. Συνέπειες αυτής § 475 Ι) Ειδικό περιεχόμενο της αποφάσεως. Α) Η απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως για παροχή αδείας επιβολής της κατασχέσεως (ειδικών περιουσιακών στοιχείων), ανάλογα με το πόρισμα της έρευνας που διεξάγεται κάθε φορά, εάν αυτή είναι πραγματικά νόμω βάσιμη ή αβάσιμη, θα δέχεται ή θα απορρίπτει αυτήν στο σύνολό της ή εν μέρει. Β) Το δικαστήριο, με την απόφαση που διατάσσει ή επιτρέπει την κατάσχεση ή με μεταγενέστερη απόφαση ορίζει τα κατά την κρίση του πρόσφορα μέσα για την αξιοποίηση του δικαιώματος και ιδιαίτερα μπορεί να διατάξει τη μεταβίβαση του δικαιώματος στον υπερού η εκτέλεση έναντι ορισμένου τιμήματος ή με συμψηφισμό της απαιτήσεώς του εν όλω ή εν μέρει ή την ελεύθερη ή την με πλειστηριασμό διάθεση αυτού, και, εάν δεν κρίνει πρόσφορα τα μέτρα αυτά, διορίζει διαχειριστή. Διαχειριστής μπορεί να διοριστεί και ο υπερ ού η κατάσχεση ή κάποιος από τους αναγγελθέντες δανειστές10. Γ) Εάν η απαίτηση του καθού η εκτέλεση συνίσταται στην παροχή τρίτου, εξαρτώμενη από αντιπαροχή, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την κατάσχεση αυτής της απαιτήσεως υπό τον όρο της εκπληρώσεως της αντιπαροχής προς τον τρίτο11. Σ' αυτή την περίπτωση η μεν αξιοποίηση του κατασχεθέντος (δικαιώματος κ.λπ) γίνεται σύμφωνα με τα αμέσως παραπάνω εκτεθέντα (σύμφωνα με όσα ορίζει το δικαστήριο) αποκλειομένου του διορισμού διαχειριστού, η δε αξία της εκπληρωθείσας αντιπαροχής θεωρείται σαν έξοδο της εκτελέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 975 (1039) ΚΠολΔ12. Δ) Η απόφαση που δέχεται την αίτηση πρέπει να καθορίζει τα ειδικά περιουσιακά στοιχεία, για τα οποία παρέχεται η άδεια επιβολής της παραπάνω κατασχέσεως, με τρόπο που να εξατομικεύει και εξειδικεύει αυτά κατά το δυνατόν, έτσι ώστε να μην γεννάται σοβαρή αμφιβολία για την ταυτότητά τους, τον τρόπο επιβολής της κατασχέσεως σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες του κοινού δικαίου και τις κατά περίπτωση ειδικές λεπτομέρειες. ΙΙ) Ενδεχόμενο περιεχόμενο της αποφάσεως. Η παραπάνω απόφαση μπορεί να καθορίζει τους όρους, με τους οποίους παρέχεται η άδεια επιβολής της κατασχέσεως και τις συνέπειες της μη τηρήσεως αυτών. 10. ΚΠολΔ 1024 (1087) § 1 εδ. α΄ Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1987 § 1 εδ. α΄. 11. ΚΠολΔ 1024 (1087) § 2 εδ. α΄ Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1087 § 2 εδ. α΄. 12. ΚΠολΔ 1024 (1087) § 2 εδ. β΄ Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1087 § 2 εδ. β΄. Βλ. και παραπ. § 446. 562 § 476 – Διαδικασία επιβολής κατασχέσεως ειδικών περιουσιακών στοιχείων Τίτλος Τέταρτος Η διαδικασία της επιβολής της κατασχέσεως ορισμένων ειδικών περιουσιακών στοιχείων § 476 Ι) Εισαγωγή. Α) Αφού δοθεί η άδεια ή μάλλον διαταχθεί η κατάσχεση ενός ή περισσοτέρων περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και πρώτα και κύρια η διαδικασία της αναγκαστικής κατασχέσεως. Β) Λόγω της ποικιλίας των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν ενδεχομένως να κατασχεθούν μετά από δικαστική απόφαση, διαφέρει το είδος της ειδικότερης διαδικασίας που κάθε φορά πρέπει να τηρείται. Για τα σχετικά ζητήματα γίνεται λόγος παρακάτω. ΙΙ) Διατυπώσεις της επιβολής της κατασχέσεως. Α) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1025 (1088) §1 εδ. α ΚΠολΔ13, η κατάσχεση γίνεται, για μεν απαίτηση κατά τρίτου, με επίδοση της αποφάσεως που επέτρεψε την κατάσχεση προς τον καθού η εκτέλεση και τον τρίτο, ενώ για δικαίωμα του καθού η εκτέλεση, με επίδοση προς αυτόν της αποφάσεως που διατάσσει (ή επιτρέπει) την κατάσχεση. Β) Σε όσες περιπτώσεις για την σύσταση ή μεταβίβαση του δικαιώματος (που αποτελεί αντικείμενο της κατασχέσεως), προβλέπεται η τήρηση βιβλίων από δημόσιες Αρχές, η κατάσχεση (πρέπει να) εγγράφεται στο περιθώριο της (συστατικής ή μεταβιβαστικής) πράξεως, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 995 (1059) § 2 και 997 (1061) ΚΠολΔ, οπότε οι Αρχές αυτές επέχουν θέση υποθηκοφυλάκων14. Η πρώτη από τις διατάξεις αυτές αφορά την με ποινή ακυρότητας επίδοση του κατασχετηρίου προς τον τηρούντα το σχετικό βιβλίο μέσα σε οκτώ ημέρες από την επιβολή της κατασχέσεως που διενεργείται σύμφωνα με τις εκτεθείσες διατυπώσεις. Η δεύτερη διάταξη είναι σχετική με τις συνέπειες της επιβολής της κατασχέσεως. ΙΙΙ) Συνέπειες της επιβολής της κατασχέσεως. Α) Από την παραπάνω αναφερόμενη επίδοση της αποφάσεως που διατάσσει την κατάσχεση προς τον καθ' ού η εκτέλεση, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ του κατασχόντος η διάθεση του κατασχεθέντος (δικαιώματος κ.λπ.). Όταν προβλέπεται η εγγραφή (του δικαιώματος κ.λπ.) στο δημόσιο ή από δημόσια Αρχή τηρούμενο βιβλίο, η ακυρότητα έναντι των τρίτων ισχύει μόνο, αν κατά τον χρόνο της διαθέσεως είχε γίνει εγγραφή της κατασχέσεως στο βιβλίο (αυτό)15. Β) Και στην περίπτωση αυτή διακρίνεται η επέλευση των συνεπειών της επιβολής της κατασχέσεως με βάση το χρονικό σημείο της γνω13. Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1088 § 1 εδ. α΄. 14. ΚΠολΔ 1025 (1088) § 1 εδ. β΄ Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1088 § 1 εδ. β΄. 15. ΚΠολΔ 1025 (1088) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1088 § 2. § 477 – Διαδικασία μετά την κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων 563 στοποιήσεως και της δυνατότητας γνώσεως αυτής σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας με αντικειμενικά ασφαλή τρόπο. Γ) Δεν εξετάζεται η ύπαρξη της γνώσεως αυτής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ούτε και ασκεί επιρροή η ενδεχόμενη απόδειξη – αν υποτεθεί δυνατή – της άγνοιας της επιβολής της κατασχέσεως. Τέτοια προϋπόθεση της ακυρότητας της διαθέσεως δεν αναγράφει ο ΚΠολΔ. Εξ άλλου, και στις περιπτώσεις της παραπάνω κατασχέσεως, η διάθεση του κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου αποτελεί παράβαση της κατασχέσεως και συνεπώς, εφ' όσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις και ιδίως της γνώσεως της επιβολής της κατασχέσεως κ.λπ., δημιουργεί, εκτός της ακυρότητας και της υποχρεώσεως για παροχή αποζημιώσεως, και ποινική ευθύνη. Δ) Οι διατάξεις των άρθρων 984 (1048) §§ 1 και 2, 987 (1049-1051) και 990 (1045) εφαρμόζονται και εδώ16. Οι διατάξεις αυτές, όπως προκύπτει από αυτές, αφορούν τη γνήσια κατάσχεση στα χέρια τρίτου για δήλωση, τις διατυπώσεις αυτής, τις συνέπειες της παραλείψεως της δηλώσεως, ή της εκπρόθεσμης ή παράτυπης δηλώσεως, το δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής κατά της δηλώσεως του τρίτου και τις προθεσμίες και τον τρόπο της ασκήσεως και της εκδικάσεως αυτής, τους ισχυρισμούς της ανακοπής, για τα οποία γίνεται λόγος παραπάνω17. Όλα αυτά έχουν εφαρμογή, mutatis mutandis, και στην περίπτωση αυτή. Τίτλος Πέμπτος Η διαδικασία που ακολουθεί μετά την κατάσχεση των ειδικών περιουσιακών στοιχείων § 477 Ι) Εισαγωγή. Α) Η ποικιλία των ειδικών περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να κατασχεθούν με τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν, σύμφωνα με την (ειδική) διαδικασία που εξετάζουμε, κάνει αναγκαίο τον προσδιορισμό της κάθε φορά παραπέρα τύχης των περιουσιακών αυτών στοιχείων που κατασχέθηκαν. Β) Ο ΚΠολΔ προβλέπει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν κατά την κρίση του δικαστηρίου διάφορα μέτρα, τα οποία μπορούν ανάλογα με τις περιστάσεις που συντρέχουν κάθε φορά να είναι πρόσφορα και κατάλληλα για την πραγματοποίηση του τελικού σκοπού της αναγκαστικής εκτελέσεως που πρόκειται να γίνει και για τα οποία γίνεται λόγος στη συνέχεια. 16. ΚΠολΔ 1025 (1088) § 3 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1088 § 3. 17. Βλ. παραπ. §§ 464 επ. 564 § 477 – Διαδικασία μετά την κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων ΙΙ) Τα μέτρα αναλυτικά. Α) Ο ΚΠολΔ18 ορίζει σχετικά, ότι το δικαστήριο με την απόφαση που διατάζει την κατάσχεση ή και με μεταγενέστερη απόφαση ορίζει τα μέσα που κρίνει πρόσφορα για την αξιοποίηση του δικαιώματος (που πρόκειται να κατασχεθεί ή που κατασχέθηκε). Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, μπορεί να διατάξει τη μεταβίβαση του δικαιώματος (που πρόκειται να κατασχεθεί ή που κατασχέθηκε) σ' εκείνον, υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, με ορισμένο τίμημα ή με συμψηφισμό ολικά ή μερικά της απαιτήσεώς του ή την ελεύθερη ή με πλειστηριασμό διάθεσή του. Εάν μάλιστα δεν κρίνει πρόσφορα τα μέτρα αυτά, διορίζει διαχειριστή. Διαχειριστής, όπως σημειώθηκε, μπορεί να διορισθεί και εκείνος, υπέρ του οποίου γίνεται η κατάσχεση, ή κάποιος από τους δανειστές που αναγγέλθηκαν. Β) Εάν το δικαστήριο επέτρεψε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, την κατάσχεση της παροχής του τρίτου με τον όρο της εκπληρώσεως της αντιπαροχής προς τον τρίτο, η αξιοποίηση μεν του δικαιώματος που κατασχέθηκε γίνεται σύμφωνα με τα όσα ορίζονται από την απόφαση που αναφέρεται αμέσως παραπάνω, ενώ αποκλείεται ο διορισμός διαχειριστή, η αξία δε της αντιπαροχής που εκπληρώθηκε θεωρείται σαν έξοδο εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρ. 975 (1039) ΚΠολΔ19. Γ) Εάν έγινε επιτρεπτή η ελεύθερη διάθεση αυτού που κατασχέθηκε, αυτή γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που καθορίζεται από το δικαστήριο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από εκείνον, υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, ή από τρίτο ειδικό πρόσωπο κ.λπ.20. Δ) Εάν διατάχθηκε η εκποίηση του δικαιώματος κ.λπ. που κατασχέθηκε με πλειστηριασμό, το αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρ. 1023 (1086) § 1 ΚΠολΔ δικαστήριο ορίζει τον υπάλληλο του πλειστηριασμού με αίτηση εκείνου, υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, σύμφωνα με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ο δε πλειστηριασμός διεξάγεται κατ' εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τον πλειστηριασμό κινητών21,22. Ε) Εάν προκρίθηκε ο διορισμός διαχειριστή, η απόφαση που τον διορίζει καταχωρίζεται σε ιδιαίτερο βιβλίο τηρώντας τις διατάξεις του άρθρ. 776 (822) ΚΠολΔ23 και κοινοποιείται στο διαχειριστή με επιμέλεια εκείνου, υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση24. ΣΤ) Ο διαχειριστής είναι υποχρεωμένος να δηλώσει μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση της αποφάσεως σ' αυτόν στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, αν δέχεται το διορισμό. Η παράλειψη 18. ΚΠολΔ 1024 (1087) § 1 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1087 § 1. 19. ΚΠολΔ 1024 (1087) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1987 § 2. 20. ΚΠολΔ 1024 (1087) § 1 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1087 § 1. 21. ΚΠολΔ 1026 (1089) Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1089. 22. Βλέπε παραπάνω §§ 411 επ. 23. Βλέπε παρακάτω τ. IV στα σχετικά με την εκουσία δικαιοδοσία. 24. ΚΠολΔ 1027 (1090) § 1 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1090 § 1. § 478 – Συνέπειες πλειστηριασμού κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου 565 (της) δηλώσεως θεωρείται σαν αποποίηση25. Ζ) Μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων του από το διαχειριστή ασκεί προσωρινά καθήκοντα διαχειριστή εκείνος, κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει στο διαχειριστή26. Η) Ο διαχειριστής (οφείλει να) ενεργεί όλες τις δικαιοπραξίες ή πράξεις που κρίνει σκόπιμες για την επωφελή εκμετάλλευση του δικαιώματος (που κατασχέθηκε κ.λπ.) και την επίτευξη του σκοπού της διαχειρίσεως, έχει την εξουσία να παρίσταται (και) στο δικαστήριο (σε δίκες) για κάθε έννομη σχέση που αφορά τη διαχείριση του δικαιώματος, και αν ακόμη αυτή γεννήθηκε πριν τη διαχείριση27. Θ) Ο διαχειριστής δεν μπορεί, ή μάλλον δεν έχει την εξουσία χωρίς άδεια του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση για τη διαχείριση, η οποία χορηγείται σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρ. 741 (786) επ. ΚΠολΔ (δηλ. της εκουσίας δικαιοδοσίας), να καταρτίζει δικαιοπραξίες μεγαλύτερης διάρκειας του ενός έτους28. Ι) Με αίτηση του υπερού ή του καθού η η εκτέλεση ή κάποιου από τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, το (αρμόδιο) σύμφωνα με το άρθρ. 1023 (1086) § 1 ΚΠολΔ δικαστήριο μπορεί να αντικαταστήσει το διαχειριστή29. ΙΑ) Κάθε διαφορά που αφορά τη διαχείριση του δικαιώματος λύνεται από το (αρμόδιο) σύμφωνα με το άρθρ. 1023 (1086) § 1 δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του καθού η εκτέλεση ή του διαχειριστή ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον (π.χ. άλλου δανειστή του καθού η εκτέλεση ή κάποιου δανειστού του υπερού η εκτέλεση)30 κ.λπ. ΙΒ) Το δικαστήριο μπορεί να καθορίζει τον τρόπο της διαχειρίσεως και να διατάζει κάθε μέτρο που κρίνεται πρόσφορο γι’ αυτό31. Οι σχετικές αποφάσεις είναι υποχρεωτικές για το διαχειριστή, τον καθού η εκτέλεση κ.λπ. ΙΓ) Το αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρ. 1023 (1086) § 1 δικαστήριο ορίζει τη μηνιαία αποζημίωση του διαχειριστή32. Τίτλος Έκτος Συνέπειες της διεξαγωγής του πλειστηριασμού του κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου και διανομή του πλειστηριάσματος § 478 Ι) Γενικές παρατηρήσεις. Α) Εάν διεξαχθεί κανονικά ο πλειστηριασμός που δι25. ΚΠολΔ 1027 (1090) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1090 § 2. 26. ΚΠολΔ 1027 (1090) § 3 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1090 § 3. 27. ΚΠολΔ 1028 (1091) § 1 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1091 § 1. 28. ΚΠολΔ 1028 (1091) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1091 § 2. 29. ΚΠολΔ 1029 (1092) § 1 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1099 § 1. 30. ΚΠολΔ 1029 (1092) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1092 § 2 εδ. α. 31. ΚΠολΔ 1029 (1099) § 2 Σχ. Πολ.Δ. Α.Ε. 1092 § 2 εδ. β. 32. ΚΠολΔ 1030 (1093) § 1 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1093 § 1. 566 § 478 – Συνέπειες πλειστηριασμού κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου ατάχθηκε του κατασχεθέντος (ειδικού) περιουσιακού στοιχείου γεννιούνται ορισμένες υποχρεώσεις και δημιουργούνται (τα) δικαιώματα του υπερθεματιστή και επέρχονται και κάποιες άλλες συναφείς συνέπειες. Β) Εξάλλου, αν καταβληθεί το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε κατά τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού, πρέπει να επακολουθήσει ικανοποίηση των δανειστών, και, αν αυτό δεν αρκεί για πλήρη ικανοποίηση του επισπεύδοντα και όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν, να γίνει η διαδικασία της κατατάξεως και διανομής του πλειστηριάσματος. ΙΙ) Υποχρεώσεις και δικαιώματα του υπερθεματιστή. Μεταβίβαση των δικαιωμάτων κ.λπ. που κατασχέθηκαν. Α) Καταρχήν ισχύουν σχετικά με τα θέματα αυτά και εφαρμόζονται αντίστοιχα όσα αναπτύσσονταιι παραπάνω σχετικά με τα ίδια ζητήματα, όταν πρόκειται για πλειστηριασμό κινητών (πραγμάτων)33. Β) Εννοείται όμως, ότι σε ορισμένα σημεία είναι ενδεχόμενο να δικαιολογούνται ορισμένες αποκλίσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης εκτάσεως, οι οποίες επιβάλλονται ή από τη φύση του δικαιώματος που κατασχέθηκε και πλειστηριάσθηκε ή συνάγονται από όρους που διατυπώθηκαν με την απόφαση που διέταξε την κατάσχεση ή με μεταγενέστερη (απόφαση). Γ) Όσον αφορά τις συνέπειες της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή και ιδιαίτερα τη διεξαγωγή αναπλειστηριασμού κ.λπ., εφαρμόζονται χωρίς άλλο όσα αναφέρθηκαν σχετικά με τον πλειστηριασμό κινητών34. Δ) Όταν πρόκειται για μεταβίβαση και κτήση της κυριότητας των πραγμάτων που πλειστηριάσθηκαν, είναι ευχερώς κατανοητό, ότι πρέπει να τηρούνται οι διατυπώσεις που ορίζονται για τα θέματα αυτά από τους κανόνες που τα ρυθμίζουν, π.χ. παράδοση όταν πρόκειται για κινητά, μεταγραφή όταν πρόκειται για ακίνητα, εγγραφή σε νηολόγιο ή βιβλίο αεροσκαφών και σε άλλα βιβλία, τα οποία προβλέπονται με νόμο να τηρούνται δημοσίως ή από δημόσιες αρχές κ.λπ. ΙΙΙ) Διανομή. Ικανοποίηση των δανειστών. Διαδικασία κατατάξεως. Α) Εφόσον το πλειστηρίασμα που καταβλήθηκε επαρκεί για την ολοσχερή ικανοποίηση του επισπεύδοντα και ενδεχομένως των δανειστών που αναγγέλθηκαν κανονικά και εμπρόθεσμα και δεν προβλήθηκε αντίρρηση ή οι τυχόν αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν απορρίφθηκαν, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού προβαίνει στην καταβολή του ποσού που οφείλεται στον καθένα των δανειστών, όπως και στον πλειστηριασμό κινητών. Β) Εάν το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για την ικανοποίηση35 του επισπεύδοντα και όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν σύμφωνα με τα παραπάνω, θα πρέπει αναγκαστικά να γίνει η διαδικασία της κατατάξεως, όπως και στον πλειστη33. Βλ. παραπάνω §§ 426 επ. 34. Βλ. παραπάνω § 427. 35. Πρβλ. παραπάνω §§ 439 επ. § 479 – Διαδικασία ικανοποιήσεως των δανειστών όταν διορισθεί διαχειριστής 567 ριασμό κινητών, αφού συνταχθεί και γνωστοποιηθεί, όπως πρέπει, πίνακας κατατάξεως, ο οποίος μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή σύμφωνα με όσα ορίζοντα αντίστοιχα όταν πρόκειται για πλειστηριασμό κινητών36. Τίτλος Έβδομος Διαδικασία ικανοποιήσεως των δανειστών κ.λπ. όταν διορισθεί διαχειριστής § 479 Ι) Εισαγωγή. Ο ΚΠολΔ θεσπίζει ιδιαίτερη διαδικασία για τις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες, όταν διορισθεί διαχειριστής, προκύψει κάποιο ποσόν για ικανοποίηση εκείνου που προέβη στην κατάσχεση και ενδεχομένως των δανειστών που αναγγέλθηκαν. ΙΙ) Ενέργειες του διαχειριστού για ικανοποίηση των δανειστών. Α) Σύμφωνα με τον ΚΠολΔ37 ο διαχειριστής μετά την αφαίρεση των εξόδων (διαχειρίσεως), την πληρωμή των φόρων που τυχόν οφείλονται και της αποζημιώσεώς του λόγω της διαχειρίσεως, (οφείλει να) καταβάλει αμελλητί το υπόλοιπο (ποσό) που απομένει στο δανειστή που έκανε την κατάσχεση μέχρις εξοφλήσεως της απαιτήσεώς του, εφόσον (εννοείται) δεν έχουν αναγγελθεί άλλοι δανειστές εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Β) Αυτοί πρέπει να αναγγέλλονται με έγγραφη δήλωση, η οποία επιδίδεται στο διαχειριστή και σ' εκείνον, κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση38. Γ) Ο διαχειριστής (οφείλει να) συντάσσει κάθε τρίμηνο πίνακα διανομής39. Δ) Εάν το χρηματικό ποσόν που υπάρχει από τη διαχείριση επαρκεί για την ικανοποίηση του επισπεύδοντα και των δανειστών που αναγγέλθηκαν κανονικά, ο διαχειριστής καταβάλλει στον καθένα τους το ποσόν, το οποίο δικαιούται, λαμβάνοντας σχετική εξοφλητική απόδειξη. Ε) Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα διανομής γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 975 (1039), 977 (1041) §§ 2 και 3 και 1024 (1087) § 2 ΚΠολΔ. Για την κατάταξη των απαιτήσεων του άρθρ. 975 (1039), αντί της ημέρας του πλειστηριασμού λαμβάνεται η ημέρα (της) ενάρξεως της διαχειρίσεως40. ΣΤ) Μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύνταξη του πίνακα διανομής ο διαχειριστής (οφείλει να) καλεί με επίδοση εγγράφων τον υπερού και τον καθού η εκτέλεση καθώς και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του 36. Βλ. παραπάνω §§ 445 επ. 37. ΚΠολΔ 1030 (1093) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1093 § 2. 38. ΚΠολΔ 1030 (1093) § 3 εδ. α΄ Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1093 § 3 εδ. α΄. 39. ΚΠολΔ 1030 (1093) § 3 εδ. β΄ Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1093 § 3 εδ. β΄. 40. ΚΠολΔ 1030 (1093) § 3 εδ. γ΄ Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1093 § 3 εδ. γ΄. 568 § 480 – Παύση της διαχειρίσεως του δικαιώματος πίνακα41. Ζ) Κατά της αναγγελίας δανειστών, καθώς και κατά του πίνακα διανομής, ο υπερού και ο καθού η εκτέλεση, καθώς και οι υπόλοιποι δανειστές που αναγγέλθηκαν μπορούν να ασκήσουν αντιρρήσεις (ή ανακοπή) στο (αρμόδιο) σύμφωνα με το άρθρ. 1023 (1086) § 1 ΚΠολΔ δικαστήριο εντός (προθεσμίας) δέκα ημερών από την επίδοση της έγγραφης προσκλήσεως, σύμφωνα με το άρθρ. 1030 (1093) § 4 42 ΚΠολΔ. Η) Η άσκηση ανακοπής ή αντιρρήσεων κατά της αναγγελίας ή κατά του πίνακα διανομής αναστέλλει την καταβολή ως προς το δανειστή, κατά του οποίου στρέφονται αυτές μέχρι την τελεσιδικία της αποφάσεως του δικαστηρίου που εκδίδεται σχετικά μ' αυτές43. Θ) Η οριστική απόφαση που εκδίδεται επί των αντιρρήσεων ή της ανακοπής κατά της αναγγελίας ή του πίνακα διανομής, εφόσον γίνει τελεσίδικη με κάποιο από τους τρόπους που προβλέπει ο νόμος, παράγει τις ίδιες συνέπειες με την τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως επί πλειστηριασμού κινητού44. Αντίστοιχα, ανάλογα ισχύουν, όταν δεν ασκηθούν αντιρρήσεις ή ανακοπή45. Τίτλος Όγδοος Παύση της διαχειρίσεως του δικαιώματος § 480 Ι) Εισαγωγή. Α) Η διαχείριση του δικαιώματος παύει ή μπορεί να παύσει για διάφορους λόγους, οι οποίοι αναφέρονται στη συνέχεια. Β) Η παύση της διαχειρίσεως δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά κηρύσσεται δικαστικά46. ΙΙ) Λόγοι παύσεως της διαχειρίσεως. Η διαχείριση παύει ή μπορεί να παύσει: Α) Εάν ο υπερού η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ικανοποιήθηκαν ή παραιτήθηκαν από τη διαχείριση με έγγραφη δήλωσή τους στον καθού η εκτέλεση. Β) Εάν κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν είναι σκόπιμη η συνέχιση της διαχειρίσεως ή είναι επιβλαβής στα συμφέροντα του καθού η εκτέλεση47. ΙΙΙ) Διαδικασία παύσεως της διαχειρίσεως. Α) Η διαχείριση του δικαιώματος παύει ή κηρύσσεται ότι έχει λήξει με δικαστική απόφαση. Β) Αρμόδιο είναι το δικαστήριο που ορίζεται στο άρθρ. 1023 (1086) § 1 ΚΠολΔ. Γ) Η παύση απαγγέλλεται με αίτηση του καθού η εκτέλεση ή οποιουδήποτε (δανειστού ή τρίτου) έχει έν41. ΚΠολΔ 1030 (1093) § 4 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1093 § 4. 42. ΚΠολΔ 1031 (1094) εδ. β΄ Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1094 εδ. β΄. 43. Βλ. παραπάνω § 459. 44. Βλ. παραπάνω § 450. 45. Βλ. παραπάνω § 451. 46. ΚΠολΔ 1033 (1096) Σχ. Πολ.Δ. Α.Ε. 1096. 47. Βλ. παραπομπές στη υποσημ. 46. § 481 – Λογοδοσία του διαχειριστή. Ευθύνη του από τη διαχείριση 569 νομο συμφέρον48. Δ) Το δικαστήριο επιλαμβάνεται και αποφαίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας49. Ε) Για να παύσει η διαχείριση, πρέπει η απόφαση που την κηρύσσει να γίνει τελεσίδικη50. Τίτλος Ένατος Λογοδοσία του διαχειριστού. Ευθύνη του από τη διαχείριση § 481 Ι) Λογοδοσία. Α) Σε περίπτωση κατασχέσεως δικαιώματος ο διαχειριστής είναι υποχρεωμένος, όπως κάθε άλλος διαχειριστής ξένης περιουσίας, σε λογοδοσία51. Β) Ο διαχειριστής είναι υποχρεωμένος να υποβάλλει ετησίως, καθώς και μόλις τελειώσει η διαχείριση, γραπτή λογοδοσία στον υπερού ή στον καθού η εκτέλεση και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν52. ΙΙ) Ευθύνη του διαχειριστού για αποζημίωση. Ο διαχειριστής είναι υπεύθυνος σε παροχή αποζημιώσεως απέναντι στον υπερού ή στον καθού και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου53, δηλαδή λόγω παραβάσεως της δικαστικής εντολής ή σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρ. 914 και 919 του Α.Κ. 48. Βλ. παραπομπές στη υποσημ. 46. 49. Πρβλ. ΚΠολΔ 1032 (1046) σε συνδυασμό με το άρθρ. 1023 (1086) § 1. 50. Βλ. παραπομπές στη υποσημ. 46. 51. Βλ. παραπάνω τ. ΙΙ §§ 280 και παρακάτω υποσημ. 52. 52. ΚΠολΔ 1032 (1095) § 1 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1095 § 1. 53. ΚΠολΔ 1032 (1095) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Α.Ε. 1095 § 2. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ* Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 482 *Ειδική βιβλιογραφία: Reinhard P.: Einfluss der neuen Gesetzgebung auf die Zwangsversteigerung und die Zwangsverwaltung, 2. Aufl. (1926)· Reinhard P. - Müller H.: Gesetz über die Zwangsversteigerung und die Zwangsverwaltung, Kommentar (1968)· Schaller Verens: Die Zwangsverwaltung von Liegenschaften (1949). Ι) Εισαγωγή. Α) Όπως και παραπάνω σημειώθηκε προεισαγωγικά, ένα από τα μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τα οποία αναγνωρίζει ο ΚΠολΔ και των οποίων επιτρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις τη χρησιμοποίηση είναι (και) η αναγκαστική διαχείριση ακινήτου ή επιχειρήσεως του οφειλέτη1. Β) Σε ορισμένες περιπτώσεις η αναγκαστική κατάσχεση και ο πλειστηριασμός κινητού ή ακινήτου πράγματος εμφανίζονται ως σκληρά μέσα, που υπερακοντίζουν το σκοπό της αναγκαστικής εκτελέσεως, διότι στερούν τον οφειλέτη από αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία, χρήσιμα και συχνά απαραίτητα για την εξακολούθηση της οικονομικής δράσεώς του, ενώ εξάλλου η θυσία αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ικανοποίηση του δανειστή, η οποία επιδιώκεται με τα παραπάνω μέσα. Γ) Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δυνατόν να βοηθήσει ο θεσμός της αναγκαστικής διαχειρίσεως, με την εφαρμογή του οποίου αποφεύγεται η απαλλοτρίωση του περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη και ικανοποιούνται ο δανειστής ή οι περισσότεροι δανειστές. ΙΙ) Πεδίο και σκοπιμότητα εφαρμογής της αναγκαστικής διαχειρίσεως. Α) Το πεδίο της εφαρμογής του εξεταζόμενου θεσμού είναι, όπως ήδη ειπώθηκε και αναπτύσσεται και παρακάτω, περιορισμένο, διότι η αναγκαστική διαχείριση μπορεί να επιβληθεί μόνο σε ακίνητο ή επιχείρηση του οφειλέτη. Β) Εξάλλου και η σκοπιμότητα της χρησιμοποιήσεως της αναγκαστικής διαχειρίσεως δεν βρίσκει πάντοτε επαρκές έρεισμα, διότι, όπως αναπτύσσεται στη συνέχεια, λόγω του ότι η ικανοποίηση των δανειστών από τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχειρήσεως προχωρεί 1. ΚΠολΔ 1034 (1097) επ. Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1149 επ. Α.Ε. 1097 επ. § 483 – Αντικείμενο εφαρμογής και διαδικασία επιβολής της αναγκαστικής διαχειρίσεως 571 αργά, υποτίθεται ότι υπάρχει δυνατότητα αναμονής εκ μέρους των δανειστών για κάποιο χρόνο (αφού είναι δεδομένο, ότι η ικανοποίηση αυτών δεν θα γίνει γρήγορα). Παρακάτω εξετάζονται οι προϋποθέσεις και οι περιπτώσεις εφαρμογής της αναγκαστικής διαχειρίσεως, η διαδικασία της κ.λπ. Τίτλος Δεύτερος Αντικείμενο εφαρμογής και διαδικασία επιβολής της αναγκαστικής διαχειρίσεως. Συνέπειες § 483 I) Αντικείμενο αναγκαστικής διαχειρίσεως. Α) Όπως και παραπάνω ειπώθηκε, σύμφωνα με τον ΚΠολΔ2 αναγκαστική διαχείριση μπορεί να επιβληθεί μόνο σε ακίνητο ή επιχείρηση του οφειλέτη (του καθού η εκτέλεση). Β) Το ακίνητο, επί του οποίου γίνεται η αναγκαστική διαχείριση, πρέπει να ανήκει κατά κυριότητα στον οφειλέτη και μάλιστα καταρχήν εξ ολοκλήρου. Δεν αποκλείεται όμως η αναγκαστική διαχείριση και όταν o καθού η εκτέλεση, είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριος σημαντικού ποσοστού, εκτός εάν, όπως αναπτύσσεται παρακάτω, συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού της διαχειρίσεως. Αναγκαστική διαχείριση μπορεί να επιβληθεί και όταν ο καθού η εκτέλεση, είναι επικαρπωτής του ακινήτου, όχι όμως όταν είναι απλώς ψιλός κύριός του. Γ) Ο όρος «επιχείρηση» εξάλλου εκλαμβάνεται με την καθιερωμένη πλέον στην σύγχρονη νομική γλώσσα οικονομική και λειτουργική έννοιά του. Νοείται συνήθως το σύνολο δικαιωμάτων περιουσιακής κυρίως φύσεως, από ενσώματα και άυλα αγαθά κ.λπ. οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι προσδιορισμένο ή αφιερωμένο για επιδίωξη σκοπού οικονομικής εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο μέρος μορφής. Περιλαμβάνονται εμπορικές, βιομηχανικές, τραπεζικές, βιοτεχνικές κ.λπ. επιχειρήσεις. ΙΙ) Περιπτώσεις μη επιβολής της αναγκαστικής διαχειρίσεως. Αναγκαστική διαχείριση σε ακίνητο ή επιχείρηση δεν επιβάλλεται για τους επόμενους λόγους3: Α) Εάν το δικαστήριο κρίνει, ότι από τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχειρήσεως δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή μέσα σε εύλογο χρόνο, διότι π.χ. τα εισοδήματα αυτά είναι λίγα και δυσανάλογα μικρά σε σχέση με τα χρέη που βαραίνουν τον οφειλέτη. Β) Εάν, σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, το ποσόν της απαιτήσεως του δανειστή δεν δικαιολογεί τη θέση του ακινήτου ή της επιχειρήσεως σε αναγκαστική διαχείριση, π.χ. το ποσόν αυτό είναι πολύ μικρό και δυσανάλογο με τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχειρήσεως. Γ) Αν πρόκειται 2. Βλ. παραπάνω § 482 σημ. 1. 3. ΚΠολΔ 1035 (1098) Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1150 Α.Ε. 1098. 572 § 483 – Αντικείμενο εφαρμογής και διαδικασία επιβολής της αναγκαστικής διαχειρίσεως για μικρή επιχείρηση ή ακίνητο μικρής αξίας και, σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, η αναγκαστική διαχείριση θα ήταν ασύμφορη, διότι π.χ. οι δαπάνες διαχειρίσεως θα κάλυπταν το εισόδημα κ.λπ. Δ) Εάν, όταν πρόκειται για επιχείρηση, σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, όπως να μην τεθεί αυτή σε αναγκαστική διαχείριση, π.χ. διότι υπάρχει βάσιμος λόγος να κλονισθεί η πίστη της επιχειρήσεως κ.λπ. ΙΙΙ) Διαδικασία επιβολής και ενάρξεως της αναγκαστικής διαχειρίσεως. Α) Η αναγκαστική διαχείριση επιβάλλεται4 με δικαστική απόφαση. Β) Αρμόδιο γι' αυτό είναι το μονομελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο ή η επιχείρηση του οφειλέτη. Γ) Το δικαστήριο επιλαμβάνεται με αίτηση του δανειστή που έχει τίτλο εκτελεστό και επέδωσε επιταγή προς εκτέλεση στον οφειλέτη. Δ) Η αίτηση ασκείται και δικάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρ. 686 (730) επ. ΚΠολΔ (δηλαδή τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων). Κατ' εξαίρεση από αυτά που ισχύουν στη διαδικασία αυτή, ορίζεται ότι κατά της αποφάσεως που δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση επιτρέπεται μόνο έφεση, η οποία δικάζεται με την ίδια διαδικασία. Ο πρόεδρος των εφετών ορίζει την προθεσμία εμφανίσεως κατ' εφαρμογή της διατάξεως του αρθρ. 226 (229) ΚΠολΔ (για ορισμό δικασίμου, εγγραφή στο πινάκιο κ.λπ.5. Ε) Η οριστική απόφαση που εκδίδεται για την αίτηση να τεθεί το ακίνητο ή η επιχείρηση του οφειλέτη σε αναγκαστική διαχείριση έχει, εφόσον συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι σχετικές διατάξεις, τις συνέπειες κάθε όμοιας αποφάσεως που εκδίδεται με την ίδια παραπάνω διαδικασία. ΣΤ) Με την απόφαση που διατάζει την αναγκαστική διαχείριση διορίζεται συγχρόνως και διαχειριστής του ακινήτου ή της επιχειρήσεως. Ο διαχειριστής που διορίζεται πρέπει να είναι πρόσωπο κατάλληλο και προτιμώνται εκείνοι που ασκούν το ίδιο ή συγγενές επάγγελμα ή εκείνοι που έχουν αποκτήσει τις ειδικές γι' αυτό γνώσεις ή πείρα6. Ζ) Διαχειριστής μπορεί να διορισθεί και ο οφειλέτης, εάν αυτό σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου είναι για το συμφέρον της εκμεταλλεύσεως του ακινήτου ή της λειτουργίας της επιχειρήσεως. Όσες φορές διαχειριστής διορίζεται ο οφειλέτης, διορίζεται συγχρόνως και επόπτης του διαχειριστή7. Η) Διαχειριστής μπορεί να διορισθεί και ένας από τους δανειστές. Εάν ένας αξιόχρεος δανειστής προτείνει ορισμένο πρόσωπο σαν διαχειριστή ή επόπτη και δηλώνει, ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις ή παραλείψεις του, προτιμάται σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου το 4. ΚΠολΔ 1034 (1097) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1042 § 2 Α.Ε. 1097 § 2. 5. Βλ. παραπομπές στην υποσημ. 3. 6. ΚΠολΔ 1037 (1100) § 1 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1152 § 1 Α.Ε. 1100 § 1. 7. ΚΠολΔ 1037 (1100) § 2 Σχ.Πολ.Δ. Σ.Ε. 1152 § 2 Α.Ε. 1100 § 2. με το ταχυδρομείο ή τηλεγραφικά. ΙΑ) Ο διαχειριστής και ο επόπτης που τυχόν διορίσθηκε είναι υποχρεωμένοι μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση της αποφάσεως σ' αυτούς να δηλώσουν στο δανειστή που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση. καθώς και στον επόπτη που τυχόν διορίσθηκε και στους ενυπόθηκους δανειστές10. Σ. ΚΠολΔ 1038 (1101) § 3 Σχ. αν δέχονται το διορισμό. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). α΄ Α. 1100 § 3. β΄ Σχ.Πολ. ΚΠολΔ 1038 (1101) § 2 εδ. Σιωπηρή αποδοχή μάλλον αποκλείεται.Δ. 9. 1153 § 2 εδ. ΚΠολΔ 1040 (1103) § 1 Σχ. Σ.Δ. Ι) Η απόφαση που διατάζει την αναγκαστική διαχείριση κοινοποιείται με την επιμέλεια του δανειστoύ που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση.λπ. 1151 § 1 Α.Ε. α΄. του διαχειριστή ή του επόπτη το μονομελές πρωτοδικείο.Ε.Ε. 1100 § 4. Σ. σε ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του πρωτοδικείου. 1101 § 2 εδ. 15. 1152 § 4 Α. ΚΠολΔ 1038 (1101) § 1 εδ. Επειδή ο ΚΠολΔ δεν αναγράφει ορισμένο τύπο για την παραπάνω δήλωση. Σ. εάν μεν πρόκειται για ακίνητο. Πολ.Ε. 947 (1009) ΚΠολΔ περί εκτελέσεως προκειμένου περί παραβάσεως υποχρεώσεως για παράλειψη ή ανοχή πράξεως κ. α΄ Σχ.Δ. αυτή μπορεί να γίνει προφορικά ή γραπτά με επίδοση.Ε.Ε. Σ. μεσεγγυούχος είναι ο διαχειριστής15.Πολ. ΙΣΤ) Η απόφαση που διατάζει την αναγκαστική διαχείριση εγγράφεται με επιμέλεια του δανειστή που τη ζήτησε. 16. στο βιβλίο κατασχέσεων της περιφέρειας που βρίσκεται το ακίνητο.Δ. 1103 § 1.Ε. η αναγκαστική όμως διαχείριση εξακολου8. 1101 § 3.13. 686 (730) επ. 11.Πολ. 1153 § 2 εδ.Ε. στον οφειλέτη. 13. γίνεται αναγκαστική εκτέλεση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ.Ε. Σ. ΚΠολΔ 1037(1100) § 3 Σχ.Ε. ο οποίος είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει στο διαχειριστή12. 1101 § 1 εδ. 1101 § 1 εδ. 1099 § 1. Σ. στο διαχειριστή.§ 483 – Αντικείμενο εφαρμογής και διαδικασία επιβολής της αναγκαστικής διαχειρίσεως 573 πρόσωπο που προτείνεται απ' αυτόν8. στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως16.Δ. Θ) Με αίτηση κάποιου από τους δανειστές.Ε. ΙΕ) Εάν επιβληθεί στο ακίνητο ή στα περιουσιακά στοιχεία της επιχειρήσεως συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση. ΙΖ) Η εγγραφή της αναγκαστικής διαχειρίσεως στα οικεία βιβλία δεν εμποδίζει τη διάθεση του ακινήτου ή της επιχειρήσεως.Ε. εάν δε πρόκειται για επιχείρηση. β΄. ΚΠολΔ 1038 (1101) § 2 εδ. ΙΔ) Από την επίδοση της αποφάσεως που διατάζει την αναγκαστική διαχείριση στον οφειλέτη αυτός στερείται τη διαχείριση του ακινήτου ή της επιχειρήσεως14. ΚΠολΔ 1038 (1101) § 1 εδ. του οφειλέτη. α΄.Πολ. ΚΠολΔ 1037 (1100) § 4 Σχ.Ε. 1153 § 1 εδ. .Δ. Σ.Ε. Πολ. β΄ Α. 1153 § 3 Α.Ε. 12.Πολ.Ε. Σ.Ε. 10. α΄ Α.Ε. 1153 § 1 εδ. 1152 § 3 Α. ΙΓ) Αν ο οφειλέτης αρνείται να συμμορφωθεί με την απόφαση. α΄ Σχ.Δ. το οποίο επιλαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρ. 1155 § 1 Α. διαφορετικά θεωρείται ότι τον αποποιούνται11.Πολ.Δ. ΙΒ) Μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων του από το διαχειριστή.Πολ. β΄ Α.Δ. μπορεί να αντικαταστήσει το διαχειριστή ή τον επόπτη9. β΄ Σχ. ΚΠολΔ 1036 91099) § 1 Σχ. 14. καθήκοντα διαχειριστού ασκεί προσωρινά ο οφειλέτης. Σ.Ε. ΚΠολΔ 1036 (1099) § 2 Σχ. καθώς και όσους συναλλάσσονται με την επιχείρηση. στην είσπραξη των εισοδημάτων του ακινήτου ή της επιχειρήσεως από το διαχειριστή και στην εφάπαξ ή τμηματικά ικανοποίηση των δανειστών με το ποσόν που συγκεντρώνεται απ' αυτήν (μετά την αφαίρεση των εξόδων διαχειρίσεως κ. ΙΘ) Εάν ο οφειλέτης στερείται τα μέσα διατροφής. Τρίτος τίτλος Διεξαγωγή και πορεία της αναγκαστικής διαχειρίσεως § 484 Ι) Εισαγωγή.) εφαρμόζονται και εδώ19. Σ. 20. 2. οι οποίες παραβλάπτουν την οικονομική υπόστασή τους21.Πολ. Κ) Εάν ο οφειλέτης κατοικεί στο ακίνητο.Δ. το μονομελές πρωτοδικείο με αίτηση αυτού ή του διαχειριστή ή του επόπτη ορίζει χρηματικό ποσό που θα καταβάλλεται κάθε μήνα για έξοδα διατροφής του οφειλέτη και της οικογένειάς του. γ΄ Α. 1097 § 3. 1104 § 2. Οι διατάξεις των άρθρ. Α) Η επιβολή της αναγκαστικής διαχειρίσεως σε ακίνητο ή επιχείρηση του οφειλέτη αποβλέπει.Ε.Ε.Πολ. περί του επιτρεπτού της ασκήσεως εφέσεως κατά της αποφάσεως που εκδίδεται κ. 1102 § 1.λπ.).Ε. ΙΙ) Λειτουργία και διατυπώσεις της αναγκαστικής διαχειρίσεως.574 § 484 – Διεξαγωγή και πορεία της αναγκαστικής διαχειρίσεως θεί και μετά τη διάθεση17.Ε. ΚΠολΔ 1034 (1097) § 3 Σχ.Δ. 1149 § 3 Α. 1156 εδ. ΙΗ) Το ακίνητο ή η επιχείρηση βρίσκεται σε αναγκαστική διαχείριση από την επίδοση στον οφειλέτη της αποφάσεως που τη διατάζει. 1099 § 1. 21. Το άρθρ. Σ. 1034 (1097) § 2 εδ.Δ.Ε. όπως σημειώθηκε.Ε.λπ. 1156 εδ. Σ. ΚΠολΔ 1041 (1104) § 2 Σχ. Α) Ο διαχειριστής (οφείλει να) ενεργεί όλες τις πράξεις που κρίνονται σκόπιμες για την τακτική και οικονομική εκμετάλλευση του ακινήτου ή της επιχειρήσεως και είναι υποχρεωμένος να διατηρεί το ακίνητο ή την επιχείρηση σε καλή κατάσταση και να αποφεύγει πράξεις. που προβλέπονται από τον ΚΠολΔ. ότι ανέλαβε τη διαχείριση του ακινήτου ή της επιχειρήσεως και πρέπει στο εξής οι οφειλές (μισθώματα ή άλλα εισοδήματα του 17.Δ. 1104 § 3.Ε. Β) Ο διαχειριστής αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του οφείλει να ειδοποιεί εγγράφως τους οφειλέτες εκείνου που έχει τεθεί σε διαχείριση. για τους οποίους γίνεται λόγος στη συνέχεια. 18.Ε. Β) Η διεξαγωγή της αναγκαστικής διαχειρίσεως από το διαχειριστή γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες. 912 (973) ΚΠολΔ (περί αναστολής εκτελέσεως) εφαρμόζεται και εδώ18. ΚΠολΔ 1041 (1104) § 3 Σχ. 1151 § 2 Α. 1154 § 1 Α. ΚΠολΔ 1039 (1102) § 1 Σχ.Ε.Πολ.Πολ.Πολ. δικαιούται να εξακολουθεί να κατοικεί σ' αυτό και μετά την επιβολή της αναγκαστικής διαχειρίσεως20. . 19. Β΄ Α. 3 και 4 ΚΠολΔ (περί διαδικασίας που πρέπει να τηρηθεί.Δ. Σ. Ε.Πολ.Πολ. 1108 § 3. Οι διατάξεις των άρθρ. ΚΠολΔ 1045 (1108) § 3 Σχ. Α. Δ) Ο διαχειριστής δεν μπορεί όμως χωρίς άδεια του μονομελούς πρωτοδικείου που χορηγείται κατόπιν αιτήσεώς του που υποβάλλεται και εξετάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρ.Πολ.Δ. ΙΙΙ) Διαφορές σχετικώς με τη διαχείριση. και 956 (1020) § 6 ΚΠολΔ (για την προστασία της κατοχής σε περίπτωση διαταράξεως της κ. Εφόσον ο ΚΠολΔ δεν προβαίνει σε διάκριση ή κάποιο περιορισμό περιλαμβάνονται εν προκειμένω οι κάθε είδους δικαιοπραξίες που είναι σχετικές με τη διαχείριση και την εκμετάλλευση του ακινήτου ή της επιχειρήσεως. του οφειλέτη ή οποιουδήποτε 22. α. Β΄ και γ΄ Σχ. καλείται υποχρεωτικά και ο επόπτης28. ΚΠολΔ 1040 (1103) § 2 εδ.Ε. 24.Ε. 1154 § 2 Α. ΚΠολΔ 1039 (1102) § 3 εδ. Σ.Ε. παρίσταται στο δικαστήριο ο διαχειριστής.Ε.Ε.λπ.λπ. Ι § 122.Ε. 25. Από τους κανόνες που αναφέρθηκαν προκύπτει.Κ. Γ) Το δικαστήριο μπορεί με αίτηση του διαχειριστή. Ε) Για κάθε έννομη σχέση που αφορά τη διαχείριση.λπ. 1154 § 3 εδ. Σ. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων)27. Σ. 27. παραπάνω τ. Βλ. α΄ Α. 1102 § 4. Β) Σε κάθε περίπτωση που το παραπάνω δικαστήριο αναλαμβάνει να λύσει διαφορά. ακόμη και αν αυτή γεννήθηκε πριν από την έναρξη της διαχειρίσεως. α Σχ.Ε.Δ. . 1102 § 3 εδ. 997 Α.Δ. α΄ Σχ.). 23. του επόπτη. α΄ Α. που αφορά την αναγκαστική διαχείριση.) εφαρμόζονται και εδώ25. στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο ή η έδρα της επιχειρήσεως.Πολ.Δ. 686 (730) επ.Ε.§ 484 – Διεξαγωγή και πορεία της αναγκαστικής διαχειρίσεως 575 ακινήτου κ. ότι δημιουργείται εν προκειμένω νομιμοποίηση του διαχειριστή για τη διεξαγωγή των εν λόγω δικών. Ο διαχειριστής ενεργεί και παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες ως μη δικαιούχος διάδικος26. α΄.λπ.Πολ. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). 26. ΚΠολΔ 1039 (1102) § 3 εδ.Πολ. 1102 § 3 εδ.Δ. Β΄ και γ΄ Α. ΚΠολΔ 1039 (1102) § 4 Σχ. Σ.22). να καταρτίζει δικαιοπραξίες διάρκειας μεγαλύτερης του ενός έτους24. Β΄ και γ΄. 686 (730) επ.Δ. Α) Κάθε διαφορά που αφορά τη διαχείριση υπάγεται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου. 1155 § 2 εδ. Αυτή εισάγεται και δικάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρ.Ε. Αρμοδιότητα και εξουσία του δικαστηρίου. Επιδιώκοντας τη συνέχιση των εργασιών της επιχειρήσεως ή της εκμεταλλεύσεως του ακινήτου ο διαχειριστής δικαιούται να συνάπτει συμβάσεις δανείου και έχει τη δυνατότητα ή περισσότερο την εξουσία να χορηγεί και ενέχυρο πάνω στις πρώτες ύλες ή τα προϊόντα της επιχειρήσεως23. 1154 § 3 εδ.Ε. Γ) Ο διαχειριστής επιχειρεί κάθε δικαιοπραξία και ενεργεί κάθε πράξη για την επίτευξη του σκοπού της διαχειρίσεως (δηλαδή για την είσπραξη του ποσού που απαιτείται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών κ. ΚΠολΔ 1039 (1102) § 2 Σχ. Σ. 28. 1103 § 2 εδ. 1154 § 4 Α. 1102 § 2.) να καταβάλλονται σ' αυτόν και μ' αυτόν πρέπει να συναλλάσσονται (δηλαδή να καταβάλλουν τα χρέη προς την επιχείρηση κ. ΚΠολΔ 1041 (1104) § 1. 3 και 4 ΚΠολΔ για το επιτρεπτό της αιτήσεως εφέσεως κατά της αποφάσεως που εκδίδεται πάνω στην ως άνω αίτηση και της διαδικασίας που πρέπει να τηρείται πρωτοδίκως και κατά την έφεση εφαρμόζονται και εδώ31. Σ.Δ.Ε.Πολ. 1156 εδ. Οι διατάξεις του άρθρου 1034 (1097) εδ.Δ. 1105 § 1. 1103 § 2 εδ.Ε. αφού αφαιρεθούν ορισμένα έξοδα (της διαχειρίσεως. β΄ Α. Σχ. β΄. ΚΠολΔ 1045 (1108) § 2 Σχ.576 § 485 – Διάθεση των εισπραττομένων από καρπούς και εισοδήματα ακινήτου ή επιχειρήσεως έχει έννομο συμφέρον. IV) Αποζημίωση του διαχειριστή και του επόπτη. 31.Ε. Σ. 1104 § 4.Ε.Δ. ενώ δικαιούται να εξετάζει τα βιβλία και τους λογαριασμούς της διαχειρίσεως και να λαμβάνει γνώση για τη γενική κατάσταση της διαχειρίσεως30. Τέταρτος τίτλος Διάθεση των εισπραττομένων από τους καρπούς και τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχειρήσεως § 485 Ι) Εισαγωγή.λπ. Α) Με αίτηση του διαχειριστή. ότι ο διαχειριστής και οι υπόλοιποι ενδιαφερόμενοι δεσμεύονται από τις παραπάνω διαταγές και υποδείξεις του δικαστηρίου. 1157 Α. πρέπει να διατίθενται για την ικανοποίηση του επισπεύδοντα και των δανειστών που αναγγέλθηκαν νόμιμα.Ε. . Τα ποσά που εισπράττει ο διαχειριστής από την αναγκαστική διαχείριση ακινήτου ή επιχειρήσεως. Β) Ο ΚΠολΔ αναγράφει ορισμένους κανόνες. ΚΠολΔ 1042 (1105) § 1 Σχ. του επόπτη ή του οφειλέτη (ή κάποιου άλλου που έχει ενδεχομένως έννομο συμφέρον) το μονομελές πρωτοδικείο. β. Είναι σαφές.). Δ) Ο επόπτης του διαχειριστή επιβλέπει και παρακολουθεί τη διαχείριση.Πολ. ορίζει τη μηνιαία αποζημίωση του διαχειριστή και του επόπτη. Σ. Α. η οποία εισάγεται και δικάζεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία. αποζημιώσεως του διαχειριστή κ. ΚΠολΔ 1041 (1104) § 4 Σχ. 2. 32. 30. 33. σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να γίνεται η για το σκοπό αυτό διάθεση των καρπών και εισοδημάτων που συλλέγονται από τη διαχείριση. Α) Σύμφωνα με τον ΚΠολΔ33 ο διαχειριστής (οφείλει να) καταβάλλει από τους καρπούς και τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχειρήσεως τις αποδοχές του προσωπικού που έχουν καταστεί απαιτητές από την έναρξη της διαχειρίσεως. Β) Εάν ορισθεί διαχειριστής ο ίδιος ο οφειλέτης τότε αυτός δεν δικαιούται μηνιαία αποζημίωση32. 1108 § 2. γ΄ Α. στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η διαχείριση. ΙΙ) Εξόφληση βαρών του ακινήτου ή της επιχειρήσεως. να καθορίζει τον τρόπο της διαχειρίσεως και να διατάζει κάθε πρόσφορο μέτρο γι' αυτήν29.Δ.Πολ. ΚΠολΔ 1040 (1103) § 2 εδ.Πολ. 1155 § 2 εδ.Ε. τους τακτικούς φόρους (εισοδήματος ή 29.Ε. α Α. εκτός από αυτόν που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση.Ε. . που επιδίδεται στο διαχειριστή και σ' εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.Ε.Πολ. Σ. 1158 § 4 Α. Σύμφωνα με τον ΚΠολΔ34 ο διαχειριστής καταβάλλει το υπόλοιπο που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων που αναφέρθηκαν παραπάνω στον επισπεύδοντα δανειστή μέχρι την (πλήρη) ικανοποίηση της απαιτήσεώς του. 1106 § 2.Ε. 975 (1039). Σ. 975 (1039) ΚΠολΔ (που εξασφαλίζονται με γενικό προνόμιο). ΚΠολΔ 1043 (1106) § 2 Σχ. Σ. επέχει θέση επιβολής ή συνεχίσεως της αναγκαστικής διαχειρίσεως35. α΄. Γ) Εάν αναγγέλθηκαν (εκτός από τον επισπεύδοντα) άλλοι δανειστές.Πολ. 37.Πολ.§ 485 – Διάθεση των εισπραττομένων από καρπούς και εισοδήματα ακινήτου ή επιχειρήσεως 577 κεφαλαίου) και τις εισφορές υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών. α΄ Σχ. ΙΙΙ) Περαιτέρω διαδικασία κατατάξεως και διανομής. 1106 § 3 εδ. 1158 Α. β΄ Α. σε κάποιο καταμερισμό. 35. 976 (1040). ο επισπεύδων και κάθε δανειστής που αναγγέλθηκε μπορεί να ασκήσει αντιρρήσεις μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την πάροδο της προθεσμίας γνωστοποιήσεως του πίνακα που αναφέρθηκε παραπάνω 34. ΚΠολΔ 1043 (1106) § 4 Σχ. 977 (1041).Ε. ΚΠολΔ 1043 (1106) § 3 εδ.Ε. 1158 § 3 εδ. Β) Εάν υπάρχουν και άλλοι δανειστές. αντί της ημέρας του πλειστηριασμού (πρέπει να) υπολογίζεται η ημέρα (της) ενάρξεως της αναγκαστικής διαχειρίσεως37. 1106 § 1.Ε. 1106 § 4. ΚΠολΔ 1043 (1106) § 1 Σχ. β΄ Σχ. εφόσον η απαίτηση που εμπεριέχεται σ' αυτήν στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο.Δ.Ε.Πολ.Δ. Αν τα χρηματικά ποσά που υπάρχουν δεν επαρκούν για την εξόφληση των παραπάνω χρεών στο ακέραιο. 36. Η επίδοση κάθε αναγγελίας. Ε) Ο διαχειριστής (οφείλει να) καλεί (εγγράφως) τον οφειλέτη και τους δανειστές (επισπεύδοντα και αναγγελθέντες) μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από τη σύνταξη του πίνακα διανομής για να λάβουν γνώση αυτού 38. να εξοφλεί τα χρέη από δάνεια που αυτός σύναψε και γενικά να πληρώνει όλα τα έξοδα που απαιτούνται για την εκμετάλλευση του ακινήτου ή τη λειτουργία της επιχειρήσεως. σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη συνέχεια. Σ. 1106 § 3 εδ. 38.Ε. ο διαχειριστής οφείλει να συντάσσει κάθε τρίμηνο πίνακα διανομής και με βάση αυτόν να καταβάλει το ποσόν που αναλογεί. 1007 (1071) ΚΠολΔ. β΄. εφόσον αυτό θεωρείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ενδεδειγμένο.Ε. Δ) Η κατάταξη στον πίνακα διανομής (πρέπει να) γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ.Δ.Ε.Δ. 1158 § 2 Α. Β) Η αντιμετώπιση των παραπάνω βαρών πρέπει να γίνεται με τη σειρά που αναφέρει ο νόμος.Δ. Σ. αφήνεται στη συνετή κρίση του διαχειριστή να προχωρήσει. ΣΤ) Κατά της αναγγελίας δανειστή και κατά του πίνακα κατατάξεως ο οφειλέτης. ΚΠολΔ 1043 (1106) § 3 εδ. Πολ. 1158 § 3 εδ. σ' εκείνον που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν 36. αυτοί αναγγέλλονται με έγγραφη δήλωση. Για την κατάταξη των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στο άρθρ. κατά του οποίου στρέφονται αυτές. ΚΠολΔ 1044 (1107) § 1 εδ. ικανοποιήθηκαν ή εάν αυτοί με έγγραφη δήλωση προς τον οφειλέτη παραιτήθηκαν από την αναγκαστική διαχείριση. Λογοδοσία του διαχειριστή προς το αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρ. .Πολ. Α) Από το σκοπό της επιβολής της αναγκαστικής διαχειρίσεως ακινήτου ή επιχειρήσεως του οφειλέτη που αναφέρθηκε. Λογοδοσία του διαχειριστή § 486 Ι) Εισαγωγή. σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 583 (601) επ. β΄ Σχ. συνάγεται. μέχρι την τελεσιδικία της αποφάσεως του δικαστηρίου41. ότι αυτή διαρκεί για τόσο χρονικό διάστημα. Σ. μετά. 41. ΚΠολΔ 1044 (1107) § 2 Σχ. γ) Εάν ο δανειστής που ζήτησε την επιβολή της αναγκαστικής διαχειρίσεως. μετά την επίδοση της αποφάσεως 39. Το ίδιο πρέπει να εφαρμόζεται και μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως που εκδίδεται επί των αντιρρήσεων που προβλήθηκαν με ανακοπή. Πρβλ.Ε.Ε. παραπάνω τ. 1159 § 1 εδ. ΙΙ § 293. α΄ Α.Ε. 42. η οποία γίνεται με ανακοπή. 1107 § 2. ΚΠολΔ 1044 (1107) § 1 εδ. Βλ. Σ. β΄ Α.Δ. έτσι και εν προκειμένω ο διαχειριστής ακινήτου ή επιχειρήσεως οφειλέτη είναι υποχρεωμένος σε λογοδοσία. 933 (995) ΚΠολΔ39. ΚΠολΔ40 αναστέλλει την καταβολή προς το δανειστή. Η) Μετά την πάροδο της προθεσμίας που αναφέρθηκεε (για άσκηση αντιρρήσεων κατά των αναγγελιών ή του πίνακα της διανομής) ο διαχειριστής (οφείλει να) προβαίνει σε καταβολή στους δανειστές του χρηματικού ποσού που αναλογεί στον καθένα με βάση τον πίνακα διανομής42. 1159 § 2 Α. α΄ Σχ. Γ) Για τα ζητήματα αυτά γίνεται λόγος στη συνέχεια. 1107 § 1 εδ. 1107 § 1 εδ. όσο είναι αναγκαίο για την επιδίωξη και πραγματοποίηση του σκοπού αυτού. Β) Όπως κάθε διαχειριστής ξένης περιουσίας.Ε.Πολ.Δ. Ζ) Η άσκηση αντιρρήσεων εναντίον κάποιας από τις αναγγελίες ή κατά του πίνακα διανομής.578 § 486 – Λήξη και παύση της αναγκαστικής διαχειρίσεως. ΙΙ) Λόγοι λήξεως ή παύσεως της αναγκαστικής διαχειρίσεως.Ε. β΄. το οποίο ή κατά το οποίο (διάστημα) επέρχεται λήξη ή γίνεται παύση της. η εξακολούθηση της αναγκαστικής διαχειρίσεως δεν ενδείκνυται ή είναι επιβλαβείς στα συμφέροντα του οφειλέτη.Πολ.Δ. εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει). 1159 § 1 εδ. Α) Η αναγκαστική διαχείριση ακινήτου ή επιχειρήσεως του οφειλέτη παύει ή κηρύσσεται στις επόμενες περιπτώσεις: α) Εάν όλες οι απαιτήσεις εκείνου που ζήτησε την επιβολή της και των δανειστών που αναγγέλθηκαν (αδιάφαορο αν στηρίζονται ή όχι σε εκτελεστό τίτλο. β) Εάν σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου. και παραπάνω § 367. Σ.Ε. 40. α΄. Πέμπτος τίτλος Λήξη και παύση της αναγκαστικής διαχειρίσεως. 1109 § 1 εδ. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). Συνεπώς η παραπάνω αίτηση υποβάλλεται. παραπομπές σε σημ.Δ. Ι § 176. α΄. 48. Β) Η παύση ή λήξη της αναγκαστικής διαχειρίσεως δεν επέρχεται αυτοδικαίως με τη συνδρομή ενός ή περισσότερων από τους λόγους που αναφέρθηκαν. 43. ΙΙΙ) Αρμοδιότητα και διαδικασία. εισάγεται για συζήτηση και δικάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρ. Α) Ο διαχειριστής είναι υποχρεωμένος να υποβάλλει κάθε χρόνο. ΚΠολΔ 1046 (1109) § 1 εδ.Ε. 47. 45.Ε. β΄. Σ. ενώ ο πρόεδρος εφετών ορίζει την προθεσμία εμφανίσεως και εφαρμόζεται το άρθρ.Ε. Λογοδοσία του διαχειριστή 579 που τη διατάσσει στον οφειλέτη. 1109 § 2]. 1161 § 2 Α. Σ. ακόμη και μετά το τέλος της (αναγκαστικής) διαχειρίσεως έγγραφη λογοδοσία προς τον οφειλέτη. [ΚΠολΔ 1046 (1109) § 2 Σχ. 49.Δ. εισάγεται για συζήτηση και δικάζεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία. Σ. Α) Αρμόδιο για την κήρυξη ή απαγγελία της παύσεως ή λήξεως της αναγκαστικής διαχειρίσεως ακινήτου ή επιχειρήσεως οφειλέτη είναι το μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειας. 50. Σ. . παραπομπές σε σημ. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επιτρέπεται έφεση. 686 (730) επ. Βλ.Ε. και παραπάνω τ. Β) Το δικαστήριο που αναφέρθηκε επιλαμβάνεται μετά από αίτηση του οφειλέτη.Ε. Βλ. β΄ Σχ.282. 1034 (1097) § 2 (εδάφια δεύτερο. IV) Λογοδοσία του διαχειριστή.Πολ. 43. 44. του επισπεύδοντα ή κάποιου από τους δανειστές που αναγγέλθηκαν ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον45. παραπομπές σε σημ.Πολ. ΙΙ §§ 280 . Βλ.Πολ. Πρβλ. Β) Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι παραπάνω κανόνες σχετικά με την εκουσία και αναγκαστική ή δικαστική λογοδοσία που εκτίθενται και αναπτύσσονται στον οικείο τόπο50.Ε. γίνει σχετική εγγραφή στα οικεία βιβλία48. Βλ. Γ) Ο διαχειριστής και ο επόπτης είναι υπεύθυνοι προς αποζημίωση απέναντι στον οφειλέτη και τους δανειστές (επισπεύδοντα και αναγγελθέντες) σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις τυχόν ζημίες που επήλθαν 43. Ευθύνη του διαχειριστή και του επόπτη.§ 486 – Λήξη και παύση της αναγκαστικής διαχειρίσεως. όπου βρίσκεται το ακίνητο ή η έδρα της επιχειρήσεώς του (δηλαδή του οφειλέτη)44. Γ) Οι διατάξεις του άρθρ. ΚΠολΔ 1046 (1109) § 1 επ. Δ) Η παύση ή λήξη της αναγκαστικής διαχειρίσεως επέρχεται από την ημέρα. προς εκείνον που ζήτησε την επιβολή της αναγκαστικής διαχειρίσεως και προς τους δανειστές που αναγγέλθηκαν49.Ε. 43 και 46. 226 (229)47.Ε. παραπάνω τ. 1109 § 1 εδ. 1108 § 1. 1160 § 1 Α. β΄ Α. κατά την οποία με βάση την παραπάνω απόφαση.Πολ. η οποία ασκείται. τρίτο και τέταρτο) ΚΠολΔ εφαρμόζονται και εδώ46.Δ. 1161 § 1 εδ. δεν μερίμνησε μέσα σε εύλογο χρόνο προκειμένου να αναλάβει τα καθήκοντά του ο διαχειριστής ή επόπτης43.Δ. α΄ Α. ΚΠολΔ 1045 (1108) § 1 Σχ. 1161 § 1 εδ. που έχει τελεσιδικήσει. 46. αλλά απαγγέλλεται ή κηρύσσεται δικαστικά. Σχ. . Λογοδοσία του διαχειριστή στους τελευταίους τούτους εξαιτίας πταίσματός του51. ΚΠολΔ 1045 (1108) § 4 Σχ. Σ.Ε.Δ. 1160 § 4 Α.580 § 486 – Λήξη και παύση της αναγκαστικής διαχειρίσεως.Πολ. 1108 § 4. 51.Ε. .δ. ΚΓ΄ 480 επ.· του αυτού: Άμυνα κατά διαταγής πληρωμής ΝοΒ ΚΔ΄. Γιακουμή: Η προσωπική κράτησις προς ικανοποίησιν χρηματικών απαιτήσεων ΝοΒ Κ 1108 επ. Χαρλαύτη: Η προσωπική κράτησις της εμπόρου γυναικός Επ. για τις οποίες γίνεται λόγος αντίστοιχα άλλοτε παραπάνω1 και άλλοτε παρακάτω2. Με το Ν. Α) Από πολύ καιρό συζητείται στην Ελλάδα το ζήτημα. εάν δικαιολογείται από θεωρητικής και από γενικότερης απόψεως και εάν είναι σκόπιμη από πρακτικής πλευράς η αναγνώριση από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο του θεσμού της προσωπικής κρατήσεως ως μέσου αναγκαστικής εκ- 1. παραπάνω §§ 376 επ. 5/1968 όμως αρχικά ανεστάλη (για ένα έτος) η ισχύς της διατάξεως του εδ. εκτός των χρηματικών. IV στα σχετικά με το φανερωτικό ή βεβαιωτικό όρο. 1 του άρθρου 51 ΕισΝ ΚΠολΔ. το οποίο προέβλεπε την κατάργηση των διατάξεων που καθιέρωναν την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων με συνέπεια να επανέλθει καταρχήν το μέσο της προσωπικής κρατήσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων και στη συνέχεια με το Ν.· Αν.λπ. 656 επ.· Δ. Α) Ο ΚΠολΔ στην αρχική του διατύπωση είχε καταργήσει (ακριβέστερα δεν προέβλεπε) την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων.. ΙΙ. Μπρίνια: Η προσωπική κράτησις κατά το νέον Δίκαιον Δ. με τη νέα διατύπωση του ΚΠολΔ διατάξεις που επιτρέπουν την απειλή και απαγγελία προσωπικής κρατήσεως σε ειδικές περιπτώσεις αναγκαστικής εκτελέσεως για ικανοποίηση άλλων απαιτήσεων. Β) Παράλληλα υπήρχαν στην αρχική διατύπωση και διατηρήθηκαν και μετά το ν. Ι) Εισαγωγή. . 50 επ. 947 (1009).ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΡΑΤΗΣΗ* Τίτλος πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 487 *Ειδική βιβλιογραφία: Ιω. 958/1971. παρακάτω τ. στα άρθρα 864 (925) επ. 950 (1012) κ. 1047 (1110) επ. 805 επ.Δ.Εμπ. 958/1971 οι σχετικές διατάξεις για την προσωπική κράτηση συμπεριλήφθηκαν σε ιδιαίτερο τμήμα του ΚΠολΔ. στα άρθρ.Δ. 946 (1008). ΙΙ) Παρατηρήσεις από νομοθετικής απόψεως. Βλ.. Βλ. 2.Δ. ότι δικαιολογείται η χρησιμοποίηση και εφαρμογή του μέσου αυτού. . η οποία δημιουργεί οικονομικές διαταραχές και δυσεπίλυτα πολλές φορές προβλήματα σε πολλές ατομικές ή προσωπικές και κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις (Τράπεζες και άλλους πιστωτικούς και οικονομικούς οργανισμούς κ. αλλά παρά ταύτα πολλές φορές απαραίτητο μέτρο. Γενικές παρατηρήσεις τελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων3. η ποινική δίωξη για πράξεις ή ενέργειες που βλάπτουν τους δανειστές κ. Δ) Ενόψει της βαρύτητας των επιχειρημάτων που προβάλλουν και οι δύο πλευρές. όπως η επιβολή φανερωτικού ή βεβαιωτικού όρκου. Σχετικώς λέγεται. σύμφωνα με τις οποίες δεν επιτρέπεται για το σκοπό ικανοποιήσεως περιουσιακών συμφερόντων και απαιτήσεων να χρησιμοποιείται ως μέσο (έμμεσης) εκτελέσεως και ψυχολογικού εξαναγκασμού η προσωπική κράτηση ή αλλιώς η στέρηση για ορισμένο χρόνο της προσωπικής ελευθερίας του οφειλέτη. όταν πρόκειται για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων και εξάρτησε την απαγγελία και την επιβολή της προσωπικής κρατήσεως και από την συνδρομή ορισμένων πρόσθετων προϋποθέσεων. άλλα λιγότερο επαχθή αλλά εξίσου αποτελεσματικά μέσα.λπ. ότι είναι πολύ υλιστική. ο νομοθέτης κατέληξε στη διατήρηση προς το παρόν και καταρχήν του μέσου αυτού της εκτελέσεως. που διαπιστώνονται με τη δικαστική απόφαση που απαγγέλλει την προσωπική κράτηση.λπ. παρά τις παραπάνω συναισθηματικού κυρίως περιεχομένου σκέψεις. Β) Εκείνοι που υποστηρίζουν την αρνητική άποψη παρατηρούν. τις παραπομπές που σημειώνονται αμέσως παραπάνω στην παράθεση της ειδικής βιβλιογραφίας και τις άλλες παλαιότερες και σύγχρονες μελέτες. δηλαδή αγαθού ανεκτίμητης αξίας.λπ. Πρβλ.). όπως υποστηρίζεται. 3. Υπάρχουν και μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Είναι σκληρό μεν – κατά την άποψη αυτή – μέτρο. κατά τις οποίες επιτρέπεται η χρησιμοποίησή του.582 § 487 – Προσωπική κράτηση. Στη συνέχεια (παρακάτω) γίνεται λόγος για το θέμα αυτό. γενικά ή σε ορισμένες περιπτώσεις. η καθημερινή πείρα αποδεικνύει. διαφορετικά γίνεται αδύνατη ή πάντως πολύ δυσχερής η πραγματοποίηση της ικανοποιήσεως σημαντικού αριθμού και σημαντικών συχνά ποσών χρηματικών απαιτήσεων. αντίκειται και με τις διατάξεις του Συντάγματος που προστατεύουν την ανθρώπινη προσωπικότητα κ. ότι η προσωπική κράτηση. Γ) Από την άλλη πλευρά αντιτάσσεται και σημειώνεται ότι. συχνά απάνθρωπος και αντίθετος με τις αντιλήψεις και συνθήκες που επικρατούν σήμερα (ήδη εδώ και πολύ καιρό). ότι ο εν λόγω θεσμός είναι αναχρονιστικός. σκληρή και περιφρονητική της ανθρώπινης προσωπικότητας η αντίθετη αντίληψη. αλλά έχει περιορίσει και αναγράψει αποκλειστικά τις περιπτώσεις. Τελευταία άρχισε να υποστηρίζεται και η άποψη. πρέπει να παρατηρηθεί.Πολ. που αναφέρθηκαν παραπάνω. . Πολ.Δ. του 1834 άρθρ. Β) Η απαίτηση. 389. είναι εμπορική5.§ 488 – Περιπτώσεις και προϋποθέσεις απαγγελίας & επιβολής της προσωπικής κρατήσεως 583 Τίτλος δεύτερος Περιπτώσεις και προϋποθέσεις της απαγγελίας και της επιβολής (της) προσωπικής κρατήσεως § 488 Ι) Εισαγωγικές παρατηρήσεις. Εκτός από τις ειδικές περιπτώσεις απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως. 1 του Εμπορικού Νόμου. όπως τροποποιήθηκε. που συνίστανται σε επιχείρηση. για την ικανοποίηση της οποίας ζητείται η απαγγελία και η επιβολή αυτού του μέσου εκτελέσεως. Γ) Σχετικά με την πρώτη από αυτές τις προϋποθέσεις. στην αναγκαστική εκτέλεση ορισμένων απαιτήσεων. Δηλαδή εννοεί το φυσικό ή νο4. Γ) Σύμφωνα με το προϊσχύσαν δίκαιο4. και οι οποίες αναφέρονται και αναλύονται στη συνέχεια. όταν πρόκειται για εκτέλεση για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. η προσωπική κράτηση μπορεί να απαγγελθεί αφενός σε ορισμένες περιπτώσεις. ότι ο όρος «έμπορος» χρησιμοποιείται με τη νομική και κυριολεκτική έννοια του άρθρ. α΄. του 1880 άρθρ. παράλειψη ή ανοχή πράξεων. 5. Δ) Ο ΚΠολΔ δεν προβλέπει ούτε ορίζει κάτι σχετικά με το επιτρεπτό και το κύρος της τυχόν υπάρχουσας τέτοιας συμφωνίας ή μονομερούς δηλώσεως. ΚΠολΔ 1047 (1110) § 1 εδ. άλλοτε δε δυνητικά (σύμφωνα με την κρίση του δικαστή). είναι έμπορος. 998. Α) Όπως σημειώθηκε και παραπάνω. όταν πρόκειται για εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. η προσωπική κράτηση. όταν πρόκειται για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Β) Στις περιπτώσεις της δεύτερης κατηγορίας απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων που τάσσει ο ΚΠολΔ. εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. προσωπική κράτηση διατάσσεται (κατόπιν αιτήσεως) στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι επόμενες προϋποθέσεις: Α) Όταν εκείνος. Ενόψει των παρατηρήσεων που εκτέθηκαν παραπάνω από νομοθετικής απόψεως και των αντιλήψεων που επικρατούν σήμερα. κατά του οποίου ζητείται η προσωπική κράτηση. προσωπική κράτηση μπορούσε να απαγγελθεί αφενός σύμφωνα με το νόμο στις περιπτώσεις που ορίζονται αποκλειστικά από αυτόν και αφετέρου σαν συνέπεια συμφωνίας ή μονομερούς δηλώσεως ιδιωτικής βουλήσεως. όταν πρόκειται για απαιτήσεις που συνίστανται στην επιχείρηση ορισμένων πράξεων ή παραλείψεων ή ανοχής πράξεων και αφετέρου γενικότερα. Ε) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο. Κρητ. διατάσσεται άλλοτε μεν υποχρεωτικά. ΙΙ) Περιπτώσεις και προϋποθέσεις υποχρεωτικής απαγγελίας της προσωπικής κρατήσεως.Δ. ανακύπτουν για το κύρος και για τη ισχύ παρόμοιων συμφωνιών ή μονομερών δηλώσεων βουλήσεως τουλάχιστον αμφιβολίες. Α) Σύμφωνα με τον ΚΠολΔ7.Κ. ΙΙΙ) Περιπτώσεις δυνητικής απαγγελίας της προσωπικής κρατήσεως. εκτιμώντας τις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες. δηλαδή πρέπει να υπάρχουν αθροιστικά και όχι διαζευκτικά. ο οποίος μπορεί. να χαρακτηρισθεί σαν αδικοπραξία.λπ. Εφόσον η σχετική κρίση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. δηλαδή επιτρέπεται. ΚΠολΔ 1047 (1110) § 2. κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. 8. που ενεργεί πράξεις (αντικειμενικά) εμπορικές (με την έννοια του διατάγματος σχετικά με την αρμοδιότητα των εμποροδικείων) και κύριο (για περισσότερη ακρίβεια σύνηθες) επάγγελμα έχει την εμπορία6. β) όταν πρόκειται για απαίτηση μικρότερη από τριάντα χιλιάδες (30. όπως αναφέρεται και παραπάνω. εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση που προβλέπεται από το νόμο. προσωπική κράτηση μπορεί να διαταχθεί και όταν πρόκειται για απαιτήσεις από αδικοπραξίες. εννοείται.584 § 488 – Περιπτώσεις και προϋποθέσεις απαγγελίας & επιβολής της προσωπικής κρατήσεως μικό πρόσωπο. για την ικανοποίηση της οποίας (απαιτήσεως) ζητείται η απαγγελία κ. εκτός αν προέρχεται από πιστωτικό τίτλο (συναλλαγματική ή γραμ6. 914 και 919 του Α. που επιδικάσθηκαν από πολιτικό δικαστήριο. πρέπει να χαρακτηρίζεται εμπορική με βάση την αρχή του παρεπόμενου και του τεκμηρίου της εμπορικότητας. πηγάζει από πράξη εκείνου. Σχετικά με τις λεπτομέρειες για τις εμπορικές πράξεις. να απαγγείλει ή όχι (την) προσωπική κράτηση. Δ) Η δεύτερη εξάλλου προϋπόθεση συντρέχει. διότι αντίκειται σε άλλη ειδική διάταξη νόμου και γενικά του ισχύοντος δικαίου. Β) Ο όρος «αδικοπραξία» χρησιμοποιείται με την έννοια των άρθρ. σύμφωνα με την κρίση του δικαστή. δεν υπάρχει στάδιο ακυρωτικού ελέγχου. Γ) Εξάλλου δεν είναι απαραίτητο η πράξη να είναι και αξιόποινη. 7. Δεν αποκλείεται. Ε) Και οι δύο (αυτές) προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν. της προσωπικής κρατήσεως. όταν η απαίτηση. για επιδίωξη της οποίας ζητείται η απαγγελία και η επιβολή προσωπικής κρατήσεως. η απαγγελία της προσωπικής κρατήσεως είναι δυνητική.000) ευρώ. εφόσον διατυπώνεται επώνυμος λόγος αναιρέσεως. Α) Σύμφωνα με ρητή διάταξη του ΚΠολΔ8. προσωπικής κρατήσεως. . η οποία είναι αντικειμενικά εμπορική σύμφωνα με την έννοια που αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω. κυρίως ή των διατάξεων του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα. Δ) Ακόμη. Η έλλειψη όμως αιτιολογίας ή η ύπαρξη αιτιολογίας με ατέλειες θα πρέπει να ελέγχεται. στις περιπτώσεις της δεύτερης κατηγορίας. Υποστηρίζεται όμως και η άποψη. από την οποία πηγάζει η απαίτηση. IV) Αρνητικές προϋποθέσεις της απαγγελίας κ.λπ. σύμφωνα με την οποία αρκεί. η πράξη ή παράλειψη. ΚΠολΔ 1047 (1110) § 1. δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση α) όταν πρόκειται για απαιτήσεις δικαστικών εξόδων. παραπέμπουμε στις σχετικές αναπτύξεις των συγγραφέων του Εμπορικού Δικαίου. ότι η πράξη. από την οποία πηγάζει η απαίτηση. Δ) Προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται ακόμη10 στις επόμενες περιπτώσεις: α) κατά των ανηλίκων που τελούν υπό γονική μέριμνα ή υπό επιτροπεία και κατά των προσώπων που έχουν τεθεί σε κατάσταση δικαστικής συμπαραστάσεως. όσο διαρκεί η βουλευτική σύνοδος και τέσσερις εβδομάδες μετά τη λήξη της γ) κατά όσων συμπλήρωσαν το 65ο έτος της ηλικίας τους και δ) κατά των κληρικών κάθε βαθμού γνωστής θρησκείας. στις περιπτώσεις δε του άρθρ. των εργατικών διαφορών κ. η οποία δεν προβαίνει σε κά9. π. 1078 § 1 εδ.Δ. β) κατά βουλευτών. Τίτλος Τρίτος Τρόπος απαγγελίας ή διατάξεως της προσωπικής κρατήσεως § 489 Ι) Εισαγωγή. παραπομπές στην υποσημ. 10. γ΄ Α. στο αρμόδιο για την κυρία απαίτηση δικαστήριο13.λπ.Δ. 12. ΚΠολΔ 1047 (1110) § 1 εδ. .λπ. όπως αναφέρεται και παρακάτω. (της) προσωπικής κρατήσεως υπάγεται σε κάποια ειδική διαδικασία.Πολ. Ε) Εξάλλου.Ε. ΚΠολΔ 1047 (1110) § 1 εδ. κατά των νομίμων αντιπροσώπων (των γονέων ή επιτρόπων κ. αν η παραπάνω διαδικασία πρέπει να τηρείται. Εμφανίσθηκε στην πράξη το ζήτημα.§ 489 – Τρόπος απαγγελίας ή διατάξεως της προσωπικής κρατήσεως 585 μάτιο σε διαταγή κ. ακόμα και όταν γίνεται αυτοτελώς. 12. Α) Η υποβολή ή η εισαγωγή προς συζήτηση και η εκδίκαση της αιτήσεως γίνεται κατά την τακτική ή γενική διαδικασία14. Β) Η αίτηση εισάγεται. που ασκούν την πατρική εξουσία) του διαδίκου που βρίσκεται σε καθεστώς επιμέλειας9. 11. Β) Όταν πρόκειται για νομικά πρόσωπα. η οποία μπορεί να περιέχεται στο δικόγραφο της αγωγής ή να υποβληθεί (και) αυτοτελώς με ιδιαίτερο έγγραφο12.λπ.Πολ. 12. Α. και όταν η απαίτηση.λπ. Γ) Όταν πρόκειται για χρέη. Σ. Η διατύπωση της σχετικής διατάξεως. των αμοιβών. για την πληρωμή των οποίων απαγγέλλεται ή μπορεί να απαγγελθεί σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω προσωπική κράτηση. με εξαίρεση τις ανώνυμες εταιρίες και τις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης. 947 (1009) § 1 ΚΠολΔ (δηλαδή όταν πρόκεται για καταδίκη σε παράλειψη ή ανοχή πράξεως). αυτή διατάσσεται κατά του εκπροσώπου τους. των πιστωτικών τίτλων. για την οποία ζητείται η απαγγελία κ. Βλ. β΄. γ΄. ΣΕ.Ε. 1079 § 2 1111 § 2. Βλέπε παραπομπές στην υποσημ. ΚΠολΔ 1048 (1111) § 2 Σχ. Α) Η προσωπική κράτηση διατάσσεται με δικαστική απόφαση μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου δανειστού. 1110 § 1 εδ. 13. ΙΙ) Διαδικασία. 1110 § 1 εδ.χ.). 14. γ΄ Σχ.Ε. προσωπική κράτηση δεν μπορεί να διαταχθεί για χρονικό διάστημα περισσότερο του ενός έτους11.ΠολΔ. β΄ Σχ. ΚΠολΔ 1047 (1110) § 2. ΚΠολΔ 1049 (1112) § 1 εδ. Η διάταξη του άρθρ. νομίζουμε. η ταχύτητα και η απλούστευση σε κάποια σημεία της εκδικάσεως των σχετικών διαφορών. μπορεί να εκτελεσθεί μόνο από τότε που η απόφαση με την οποία διατάσσεται η προσωπική κράτηση καταστεί τελεσίδικη με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπονται στο νόμο17. ότι για το συγκεκριμένο θέμα. την καταφατική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Τη λύση αυτή επιβάλλει και η σκέψη. δικαιολογεί. α΄ στην αρχή. Η αρχή της συνάφειας και του παρεπομένου. που περιέχει την απαγγελία προσωπικής κρατήσεως. καθώς ανάγεται στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας και καθώς υπάρχουν οι επιφυλάξεις που εκτίθενται παραπάνω ως προς το επιτρεπτό και τη σκοπιμότητα της δυνατότητας απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως. ΚΠολΔ 1049 (1112) § 1 εδ. Α) Η διάταξη. 937 (999) ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή εδώ. καθώς δεν πρόκειται για δίκη σχετική με την εκτέλεση. απαιτείται και η παρέλευση προθεσμίας τριών ημερών. 18. ότι ο νομοθέτης προέβλεπε τη σχετική διάταξη για την τήρηση της τακτικής ή γενικής διαδικασίας στο θέμα της προσωπικής κρατήσεως. Β) Στη συνέχεια απαιτείται επίδοση της αποφάσεως σε αντίγραφο εξ απογράφου στον καταδικασθέντα18. Β) Η απόφαση που δέχεται την αίτηση για την απαγγελία της προσωπικής κρατήσεως καθορίζει και τη διάρκεια αυτής. ΚΠολΔ 1049 (1112) § 1 εδ. δεν μπορούν να στηρίξουν σοβαρότερα επιχειρήματα. δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος15.586 § 490 – Εκτέλεση της αποφάσεως για την προσωπική κράτηση ποια διάκριση. όπως ήδη επισημάνθηκε. βα. 17. Βλέπε γι’ αυτήν παραπάνω § 372. Τίτλος Τέταρτος Εκτέλεση της αποφάσεως για την προσωπική κράτηση § 490 Ι) Προϋποθέσεις.16 Γ) Η απόφαση. Γ) Όταν πρόκειται για προσωποκράτηση εκπροσώπου νομικού προσώπου. ΚΠολΔ 1047 (1110) § 1 εδ. Α) Η σύλληψη του καταδικασθέντος 15. . 16. ΙΙ) Διαδικασία συλλήψεως και κρατήσεως. ενδείκνυται η τήρηση των μεγαλυτέρων εγγυήσεων της τακτικής ή γενικής διαδικασίας. η οποία. α΄ στην αρχή. για να προλάβει ακριβώς τη σχετική αμφισβήτηση και με βάση την αντίληψη. β΄. αρχές στις οποίες φαίνεται να στηρίζονται οι υποστηρικτές της αντίθετης απόψεως. Δ) Οι συνέπειες (κύριες και ενδεχόμενες ή δευτερεύουσες) καθορίζονται με βάση το κοινό δίκαιο. για να εκτελεσθεί η σχετική διάταξη της αποφάσεως19. που δέχεται ή απορρίπτει την παραπάνω αίτηση υπόκειται σε ένδικα μέσα σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου. 19. που προσλαμβάνεται για το σκοπό αυτό και συντάσσεται σχετικά έκθεση από τον δικαστικό επιμελητή20. 1112 § 2 εδ. δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρ. β) σε καθιερωμένους τόπους ιεροτελεστίας γνωστής θρησκείας και κατά τη διάρκειά της. . α΄. Β) Η σύλληψη απαγορεύεται: α) στους τόπους συνεδριάσεως δικαστηρίου και κατά τη διάρκειά της. 686 (730) επ. Σ. που διατάσσει την προσωπική του κράτηση και αντίγραφο της εκθέσεως συλλήψεως και προκαταβληθούν με απόδειξη τα τροφεία για ένα μήνα. στην περιφέρεια του οποίου έγινε η σύλληψη. 20. (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων) αποφαίνεται επί των αντιρρήσεων. (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων).Γ) Αν ο συλληφθείς προβάλλει αντιρρήσεις κατά της προσωπικής κρατήσεως. Μόνο καθώς οδηγείται στη φυλακή μπορεί να φυλαχθεί σε οποιαδήποτε άλλη φυλακή ή και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο23. ο Πρόεδρος Πρωτοδικών. 686 (730) επ. ΚΠολΔ 1050 (1113). όπου κρατείται σε χώρο διαφορετικό από αυτόν που προορίζεται για τους υποδίκους ή τους καταδίκους. β΄ Α. ακόμα μάλιστα και την απελευθέρωσή του. όπως αυτά ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. ΚΠολΔ. ΚΠολΔ 1053 (1116). δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρ. ΚΠολΔ 1050 (1113) § 4.Ε. ΚΠολΔ 1049 (1112) § 2 Σχ. ΚΠολΔ.Πολ.Ε. 26. 1078 § 1 εδ. 25. στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η φυλακή. που είναι δυνατόν να υποβληθούν και προφορικά22. 21. 24. μόνο αν του παραδοθεί αντίγραφο της αποφάσεως. β΄. ΚΠολΔ 1049 (1112) § 2 εδ.Δ. αν η ασθένεια είναι τέτοια. Στον ίδιο διευθυντή προκαταβάλλονται με απόδειξη τα τροφεία κάθε επόμενου μήνα24. 22. ΣΤ) Η προσωπική κράτηση των στρατιωτικών εκτελείται από τη στρατιωτική αρχή. (πρέπει να) προσάγεται αμέσως στον Πρόεδρο Πρωτοδικών. μπορεί να επιτρέψει την κράτηση σε νοσοκομείο ή ιδιωτική οικία. στην οποία προκαταβάλλονται τα τροφεία σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω25. Ζ) Αν ο κρατούμενος είναι ασθενής ή ασθενήσει κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του. ΚΠολΔ 1050 (1113). 23. Ε) Ο διευθυντής των φυλακών παραλαμβάνει το συλληφθέντα. ΚΠολΔ 1050 (1113).§ 490 – Εκτέλεση της αποφάσεως για την προσωπική κράτηση 587 γίνεται από τον δικαστικό επιμελητή πάντοτε με την παρουσία μάρτυρα. Αυτός. ώστε να υφίσταται κίνδυνος από την παράταση της κρατήσεως26. γ) από 1 μέχρι 31 Αυγούστου (κάθε έτους)21. Δ) Αν δεν προβάλλονται αντιρρήσεις ή αν αυτές απορρίφθηκαν. με δαπάνες του κρατουμένου. ο συλληφθείς (πρέπει να) οδηγείται στις φυλακές. β) Αν κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το χρέος. γ΄ και ε΄. ενώ προκαταβάλλονται τα τροφεία σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω30. Τίτλος έκτος Απόλυση του κρατουμένου § 492 Ι) Περιπτώσεις. για το οποίο επιβλήθηκε η προσωπική κράτηση μαζί με τους τόκους που ήδη οφείλονται και τα έξοδα της εκτελέσεως και κατατεθεί το γραμμάτιο στο γραμματέα του Πρωτοδικείου. ΚΠολΔ 1051 (1114) εδ. ΙΙ) Αρμοδιότητα. ΚΠολΔ 1051 (1114) εδ. στον οποίο παραδίδεται η απόφαση που εκτελείται και αντίγραφο της εκθέσεως. η απόλυση γίνεται από το διευθυντή των φυλακών. 29. Αποφάσεις προσωπικής κρατήσεως για την είσπραξη απαιτήσεων. ΙΙ) Χρόνος εκτελέσεως. ΚΠολΔ 1051 (1114) εδ. Α) Η προσωπική28 κράτηση για το χρονικό αυτό διάστημα ενεργείται ως συνέχεια της προηγουμένης ή και μετά την απόλυση του καταδικασθέντος29. γ) Αν συναινέσουν εγγράφως ο δανειστής που επέβαλε την προσωπική κράτηση και κάθε άλλος δανειστής που ζήτησε να παραταθεί η κράτηση.588 § 491 & § 492 – «Επίσχεση» και απόλυση του κρατουμένου Τίτλος πέμπτος «Επίσχεση» του κρατουμένου § 491 Ι) Προϋποθέσεις. στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η φυλακή. α΄. που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη της προσωποκρατήσεως που αποτίθηκε. εκτελούνται μόνο αν αυτή δεν κράτησε ένα έτος και μόνο για το χρονικό διάστημα που μένει για να συμπληρωθεί το έτος27. γ΄. β΄. 30. . Β) Στις περιπτώσεις α΄. Ο ΚΠολΔ δεν χρησιμοποιεί τον όρον «επίσχεση» για την περίπτωση αυτή. Α) Ο κρατούμενος απολύεται στις επόμενες περιπτώσεις: α) Αν συμπληρώθηκε η διάρκεια της προσωπικής κρατήσεως που ορίζει η απόφαση. Υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος δικονομικού δικαίου (ΠολΔ 1834) στις περιπτώσεις αυτές γινόταν λόγος για επίσχεση του προσωποκρατουμένου (βλ. ενώ στις υπόλοιπες διατάσσεται με απόφαση του Προέδρου 27. δ) Αν ο κρατούμενος συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του και ε) αν παραλείφθηκε η προκαταβολή των τροφείων. 28. Β) Για να εκτελεσθεί αυτή η προσωπική κράτηση ως συνέχεια της προηγουμένης αρκεί έκθεση του δικαστικού επιμελητή που συντάσσεται μπροστά στον καθού η εκτέλεση και στο διευθυντή της φυλακής. άρθρο τίτλο Θ΄του αντιστοίχου κεφαλαίου της προσωπικής κρατήσεως και άρθρο 1014 ΠολΔ 1834). στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. ΚΠολΔ 1054 (1117) § 2. για την οποία καταβλήθηκαν τα τροφεία και δεν επιτρέπεται νέα κράτηση του οφειλέτη για το ίδιο χρέος. Α) Κάθε διαφορά σχετική με την εκτέλεση της προσωπικής κρατήσεως υπάγεται. ο οποίος δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρ. Β) Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αυτού (πρέπει να ορίζει) σύντομη δικάσιμο και την προθεσμία κλητεύσεως του αντιδίκου εκείνου που προσφεύγει32. ΚΠολΔ 1054 (1117) § 1 εδ. αν δεν ορίζεται διαφορετικά. ΚΠολΔ 1054 (1117) § 1 εδ. Β) Κατ' εξαίρεση όμως οι προθεσμίες της ανακοπής και της εφέσεως είναι μόνο πέντε ημέρες από την επίδοση της αποφάσεως. ΙΙ) Απόφαση. . Α) Οι αποφάσεις που εκδίδονται σχετικά με τις διαφορές αυτές υπόκεινται σε ένδικα μέσα (τακτικά και έκτακτα). α΄.μ. 686 (730) επ. Ένδικα μέσα. Στην περίπτωση ε΄ η απόλυση γίνεται μόλις παρέλθει η ώρα 12 μ. στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η φυλακή. της τελευταίας ημέρας. Τίτλος έβδομος Διαφορές ή έριδες για την προσωπική κράτηση § 493 Ι) Αρμοδιότητα. 31. 33.§ 493 – Διαφορές ή έριδες για την προσωπική κράτηση 589 Πρωτοδικών. ΚΠολΔ (δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων). καταρχήν σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου. ενώ οι προθεσμίες αυτές και η άσκηση των ενδίκων μέσων που αναφέρθηκαν δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της αποφάσεως που προσβάλλεται ή μπορεί να προσβληθεί33. 32. β΄. στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται31. οι οποίες ρυθμίζονται ως προς τους λόγους. δικαστικά ή εξώδικα.: Die Fehlerhafte Exekution (1978). Ι) Εισαγωγή.λπ. 2.τι και για κάθε άλλη ανυπόστατη ή ανύπαρκτη διαδικαστική πράξη. ισχύει και για τις ακυρότητες της αναγκαστικής εκτελέσεως. άδειας δικαστού κ. ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ. ώστε να μην προκύπτει απο αυτήν η ταυτότητα του αντικειμένου που κατασχέθηκε κ.λπ.) ή στερείται εντελώς περιγραφής ή είναι τόσο ατελής και αόριστη. δυνάμει τίτλου εκτελεστού. αρχή που στερούνται εντελώς τέτοιας δικαιοδοσίας ή καθ' ύλην ή κατά λειτουργία αρμοδιότητας ή δεν μνημονεύει την εξουσία. είτε από αντικειμενική είτε από υποκειμενική σκοπιά. ΑΝΙΣΧΥΡΟ. Για μια τέτοια «κατάσχεση» ισχύει ό.λπ. Ι § 159. Ο χαρακτηρισμός αυτός αναφέρεται σ' εκείνη την πράξη. τη διαδικασία προβολής και απαγγελίας και τις συνέπειες της κηρύξεώς τους κυρίως από τα άρθρα 159-161 (161-163) του ΚΠολΔ. Β) Λόγω της ιδιορρυθμίας όμως και της ιδιαίτερης μορφής και λειτουργίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Montesano L. π. Βλέπε σχετικά πιο πάνω τ. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ* (ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ. Proc.: L’opposizione all’esecuzione e le controversie sulla distribuzione del incanto. XII (1957) 555 επ. . όπως αυτό αναπτύχθηκε παραπάνω2 των δικονομικών ακυροτήτων.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ. Α) Κατ' αρχήν το σύστημα. η οποία στερείται και των απλώς εξωτερικών τυπικών και εξειδικευτικών γνωρισμάτων της. εμφανίζεται να έχει επιβληθεί από ιδιώτη ή δημόσια κ. Από την απλή ελαττωματική κατάσχεση και γενικότερα από κάθε ελαττωματική πράξη της προδικασίας και της κυρίας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι πρόδηλο. Civ.χ. H. δυνάμει της οποίας επιβάλλεται (π. Riv. σημειώνονται σε επιμέρους θέματα κάποιες αποκλίσεις μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας. ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ)1 Τίτλος πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 494 *Ειδική βιβλιογραφία: Rechberger W. ότι θα πρέπει να διακρίνεται (όπως συμβαίνει άλλωστε και για κάθε άλλη διαδικαστική πράξη) η ανύπαρκτη ή νομικώς ανυπόστατη κατάσχεση καθώς και αντίστοιχα η ανύπαρκτη ή νομικώς ανυπόστατη διαδικαστική πράξη. οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές ή γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ και γενικότερα του ισχύοντος ουσιαστικού 1.χ. Di dir. Δηλαδή δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για τις υπόλοιπες απλώς ελαττωματικές πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ή γενικότερα για τις υπόλοιπες ελαττωματικές διαδικαστικές πράξεις και η ανυπαρξία ή το ανυπόστατο από νομική άποψη μπορούν να προβληθούν με κάθε τρόπο. Έτσι είναι δυνατόν η εκτέλεση που διενεργήθηκε ή διενεργείται να είναι ελαττωματική στο σύνολό της. Στη διαγνωστική διαδικα3. του παραδεκτού της. Για το λόγο αυτό δικαιολογείται τουλάχιστον. Πρβλ. δηλαδή το ανίσχυρο (ή την ακυρότητα από πλευράς ουσιαστικού δικαίου) της αναγκαστικής εκτελέσεως συνολικά ή των επιμέρους πράξεών της.§ 494 – Ελαττώματα της αναγκαστικής εκτελέσεως & συνέπειες. από αυτές που εξετάστηκαν παραπάνω3. όπως ήδη αναφέρθηκε. πιο πάνω § 371 5. η ιδιαίτερη εξέταση αυτών των θεμάτων από θεωρητική και πρακτική πλευρά σε σχέση με το γενικό θεσμό των δικονομικών ακυροτήτων. του αναγκαστικού πλειστηριασμού κ. Δ) Είναι αλήθεια ότι. Βλ. διότι λείπει μία ή περισσότερες προϋποθέσεις. είναι ενδεχόμενο να δημιουργείται και να υφίσταται σε κάποιες περιπτώσεις ένα άλλο είδος ελαττώματος που επιφέρει μια διαφορετική από τη δικονομική ακυρότητα συνέπεια. οι οποίες όπως έχει ήδη σημειωθεί είναι αντίστοιχες με τις ακυρότητες των διαδικαστικών πράξεων της διαγνωστικής διαδικασίας. π. όταν προσβάλλεται η αναγκαστική εκτέλεση από τρίτο. Η κύρωση επομένως του ελαττώματος αυτού δεν μπορεί να είναι η απαγγελία δικονομικής ακυρότητας. από την ίδια την πραγματικότητα. ο ΚΠολΔ δεν διακρίνει μεταξύ ανισχύρου ή ανεπιτρέπτου αφενός και ακυρότητα της αναγκαστικής εκτελέσεως αφετέρου.χ. αλλά στο νομικά επιτρεπτό ή παραδεκτό της αναγκαστικής εκτελέσεως ή ορισμένων πράξεών της ή αλλιώς στο νόμω βάσιμο της συγκεκριμένης δικαστικής προστασίας που ζητείται και πραγματοποιείται ή επιδιώκεται. Γενικές παρατηρήσεις 591 και δικονομικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγος για δικονομική ακυρότητα. Βλέπε σχετικά πιο πάνω §§ 345 επ. διότι η απόφαση στην οποία στηριζόταν είχε εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί μετά από την άσκηση και ευδοκίμηση ένδικου μέσου (τακτικού ή εκτάκτου). Η ελαττωματικότητα αυτής δεν ανάγεται στη διαδικασία ή στον τύπο μιας ή περισσοτέρων διαδικαστικών πράξεων. .χ. αν δεν επιβάλλεται.λπ. αν εξαιρεθούν οι περιπτώσεις της προσβολής της εκτελέσεως από τρίτο. παράλληλα με τις ακυρότητες των διαδικαστικών πράξεων που την αποτελούν. όπως έχουμε ήδη εκθέσει παραπάνω4 και όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια5. αλλά η κήρυξη ή αναγνώριση του ανίσχυρου ή ανεπίτρεπτου ή απαράδεκτου της αναγκαστικής εκτελέσεως ή της συγκεκριμένης πράξεως π. Γ) Σχετικά θα πρέπει να σημειωθεί. αλλά μόνο για ανίσχυρο της αναγκαστικής εκτελέσεως ή της συγκεκριμένης πράξεως. δεν υπάρχει τίτλος εκτελεστός. 4.λπ. πιο κάτω § 513. Η διαφορά αυτή εμφανίζεται εντονότερη. ή διότι δεν υπήρχε ή δεν υπάρχει το δικαίωμα ή σωστότερα η απαίτηση. ότι στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Η διαφορά όμως και η διάκριση αυτή συνάγεται καθαρά. για την ικανοποίηση της οποίας έλαβε ή λαμβάνει χώρα η αναγκαστική εκτέλεση κ. από τη φύση των πραγμάτων. Ο κρατικός εξαναγκασμός είναι. Β) Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ανεξήγητο. Γενικές παρατηρήσεις σία ή δικονομική ακυρότητα διακρίνεται. με κτηματολόγιο. πράγμα το οποίο αντενδείκνυται για πολλούς λόγους και είναι πολύ πιθανό να θέσει σε κίνδυνο και τελικά να ματαιώσει τη διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ι §§ 158-162. καθώς δεν υφίσταται ακόμη ολοκληρωμένο σύστημα.592 § 494 – Ελαττώματα της αναγκαστικής εκτελέσεως & συνέπειες. Γ) Οι δύο εξάλλου σκοποί. . στην πραγματικότητα ή απλώς φαινομενικώς. Βλέπε πιο πάνω τ. αναγκαστικά τραχύτερος. Απαιτείται συνεπώς συνεχής προσοχή και προσπάθεια συνδυασμού. Α) Στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως. είναι αυτό της ρυθμίσεως των ακυροτήτων στις περιπτώσεις. σ' ένα πρώτο επίπεδο από το δικονομικό απαράδεκτο. Δ) Η δύσκολη προσπάθεια συνδυασμού των δύο παραπάνω κατευθύνσεων δημιουργεί αρκετά νομοθετικά προβλήματα στο τμήμα της αναγκαστικής εκτελέσεως. όπως ήδη εκθέσαμε. η επέμβαση των οργάνων της Πολιτείας στη σφαίρα των ιδιωτικών συμφερόντων συνήθως περισσότερο απροκάλυπτη (και σε κάθε περίπτωση πιο αντιληπτή). συμφερόντων είναι ή τουλάχιστον εμφανίζεται εντονότερη από ό. διασταυρώνονται και έρχονται σε σύγκρουση με μεγαλύτερη συχνότητα στον τομέα της αναγκαστικής εκτελέσεως. ένα από τα οποία. Ε) Στη συνέχεια της αναπτύξεως καταβάλλεται προσπάθεια να συντονιστεί και να υπογραμμισθεί η διαφορά και η διάκριση αυτή. ή την έκπτωση (από το δικαίωμα) και την υπερδρομή ή υπερσκέλιση. ανεπιθύμητο για πολλούς λόγους. όπως πολλές φορές επισημαίνεται. υπάρχει κίνδυνος να καταστήσει ιδιαιτέρως επισφαλή και εύθραυστη τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. ΙΙ) Το πρόβλημα των ακυροτήτων της αναγκαστικής εκτελέσεως από θεωρητική και νομοθετική άποψη. με την εξαίρεση ελαχίστων περιοχών. δυσμενή αντίκτυπο δημιουργεί και η μη πρόβλεψη κυρώσεως για τις παραπάνω παραλείψεις και παραβάσεις. όπου αυτή υφίσταται και παρουσιάζεται ανάγκη να επισημανθεί.τι σε άλλα συστήματα κτήσεως και μεταβιβάσεως πραγμάτων και ιδιαιτέρως ακινήτων. δηλαδή η μέσα στις ανθρώπινες δυνατότητες επίτευξη παροχής εννόμου προστασίας που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και η γρήγορη επίλυση των διαφορών. αρκετά δυσεπίλυτο.τι σε άλλα τμήματα του Αστικού Δικονομικού Δικαίου. Ανάλογο όμως και αντίστοιχο. Εξάλλου. η σύγκρουση αντιθέτων. η προσβολή δικαιωμάτων ή και καταστάσεων που αφορούν τρίτους είναι περισσότερο πιθανή απ' ό. που δεν τηρούνται ή παραβιάζονται θετικά οι κανόνες δικαίου που καθορίζουν τις προϋποθέσεις και τις διατυπώσεις για τη διενέργεια των διαφόρων πράξεων της εκτελέσεως. οι οποίοι διαφαίνονται κάθε φορά στην προσπάθεια απονομής δικαιοσύνης. ανάλογα με τη 6. Η θέσπιση ακυρότητας για κάθε τέτοιο ελάττωμα. ενώ σ' ένα δεύτερο επίπεδο από το νόμω αβάσιμο και απαράδεκτο από άποψη ουσιαστικού δικαίου6. Β) Καθώς δεν υφίσταται ειδική ρύθμιση. Είναι παράλληλα. . υιοθέτησε μεικτό σύστημα7. με αποτέλεσμα άλλες φορές να προβλέπεται ρητά για ορισμένες παραλείψεις ή θετικές παραβάσεις η ακυρότητα. για την αποδοχή κάποιας από τις λύσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. ΙΙ) Εφαρμοστέοι κανόνες. να εφαρμόζεται το κοινό δίκαιο των δικονομικών ακυροτήτων. αν δικαιολογείται ή ενδείκνυται η παραδοχή εξαιρέσεων ή αποκλίσεων για το πεδίο της ανα7. Τίτλος δεύτερος Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων που ανάγονται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως § 495 Ι) Εισαγωγή. Γενικές παρατηρήσεις. στην αρχική του μορφή και όπως τροποποιήθηκε. Έτσι διαμορφώνεται η κατάσταση. Βλ. από θεωρητική και πρακτική άποψη. πιο πάνω τ. Α) Διάταξη που αντιμετωπίζει κατά τρόπο γενικό το (συγκεκριμένο) ζήτημα δεν περιέχεται στον ΚΠολΔ. ενώ σε άλλες περιπτώσεις.§ 495 – Συνέπειες των ελαττωμάτων που ανάγονται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις 593 σημασία των προϋποθέσεων και διατυπώσεων που απαιτούνται και επιβάλλονται κάθε φορά. καθώς δεν αναγράφεται συγκεκριμένη κύρωση. καθώς ενιαία νομοθετική ή ερμηνευτική λύση. για τις οποίες γίνεται λόγος παραπάνω στο γενικό μέρος8. ερμηνευτικό ζήτημα για όποιον καλείται κάθε φορά να εξετάσει το παραπάνω θέμα από θεωρητική και πρακτική πλευρά στις διάφορες πτυχές του. δεν είναι εύκολη. Ε) Δεν είναι όμως μόνο νομοθετικό το πρόβλημα της αντιμετωπίσεως και ρυθμίσεως των ακυροτήτων. ενώ η αντιμετώπιση του ζητήματος ακολουθώντας τη μια ή την άλλη από τις κατευθύνσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω θα οδηγούσε σε αποτελέσματα ανεπιεική και σε κάποιες περιπτώσεις αντίθετα στους σκοπούς της αναγκαστικής εκτελέσεως. είναι συνεπές να γίνεται δεκτό. ΣΤ) Ο ΚΠολΔ. στις οποίες έγινε αναφορά προηγουμένως. αφού άλλωστε. και ίσως κυρίως. όπως ήδη παρατηρήθηκε. Βλέπε πιο πάνω §§ 340 επ. Ι § 159. το θέμα της ανάγκης της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων δεν ρυθμίζεται σε όλη του την έκταση ειδικά ως προς τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ζ)Στη συνέχεια γίνεται προσπάθεια να αναλυθούν και να εξετασθούν οι πλέον συνηθισμένες περιπτώσεις με βάση το μεικτό σύστημα που αναφέρθηκε προηγουμένως. προκειμένου να δώσει τη λύση που ενδείκνυται ενόψει του όλου συστήματος της αναγκαστικής εκτελέσεως και της γενικότερης ρυθμίσεως των δικονομικών ακυροτήτων. ότι έχουν εφαρμογή οι ορισμοί του κοινού δικαίου ή σωστότερα του ΚΠολΔ για τις δικονομικές ακυρότητες γενικότερα. 8. Α) Θα πρέπει να εξετασθεί στο σημείο αυτό. Ι § 122. Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τις συνέπειες ελλείψεως της σχετικής προϋποθέσεως. η έλλειψη κάποιας διαδικαστικής προϋποθέσεως συνεπάγεται την ακυρότητα. δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή κάποιας διαδικαστικής προϋποθέσεως στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Α) Η έλλειψη μιας ή και περισσοτέρων προϋποθέσεων παροχής εννόμου προστασίας δεν συνιστά παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδιαιτέρως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως. Δ) Συνεπώς μπορεί να ειπωθεί ότι. η οποία αποτελεί λόγο αναψηλαφήσεως σύμφωνα με το άρθρο 544 (562) αριθμ. καθιστά απαράδεκτη την αίτηση παροχής εννόμου προστασίας με τη συγκεκριμένη μορφή. . Το ελάττωμα σύμφωνα και με την άποψη αυτή δεν αναφέρεται στον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως ή τη διαδικασία γενικότερα. Γενικές παρατηρήσεις. ότι η νομιμοποίηση των διαδίκων και η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος υπάγονται στις τυπικές ή διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης10. είναι η κατάσταση σε όσες περιπτώσεις γίνεται δεκτό. Μόνο σε περίπτωση κατά τόπο αναρμοδιότητας μπορεί να τεθεί ζήτημα μη επελεύσεως βλάβης. 2 ΚΠολΔ. αφού κατά την άποψη που γίνεται δεκτή αυτή δεν απαιτείται. 10. α) Κατά κανόνα η πλήρης έλλειψη 9. χωρίς να απαιτείται επίκληση και διαπίστωση επελεύσεως βλάβης από τη συγκεκριμένη παράβαση. Βλέπε πιο πάνω τ. Τίτλος τρίτος Συνέπειες της ελλείψεως των προϋποθέσεων παροχής εννόμου προστασίας § 496 Ι) Εισαγωγή. με την εξαίρεση των τελευταίων περιπτώσεων. 4 και 5 ΚΠολΔ. όπως ήδη επισημάνθηκε. αλλά. Πρβλ.594 § 496 – Συνέπειες ελλείψεως προϋποθέσεων παροχής εννόμου προστασίας γκαστικής εκτελέσεως. ότι σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην οικεία θέση9. η οποία συνιστά λόγο αναιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 559 (577) αριθμ. ΙΙ) Συνέπειες της ελλείψεως κάποιας από τις προϋποθέσεις παροχής εννόμου προστασίας. Β) Η παραδοχή επιεικών κυρώσεων σε περίπτωση που λείπει μία ή περισσότερες διαδικαστικές προϋποθέσεις στο χώρο της αναγκαστικής εκτελέσεως δυσχερώς μπορεί να βρει επαρκές έρεισμα. Α) Έλλειψη δικαιώματος ή απαιτήσεως. εννοείται. είτε για έλλειψη δικαιοδοσίας ή καθ' ύλην ή κατά λειτουργία αρμοδιότητας. πιο πάνω §§ 340 επ.καθώς θα πρόκειται είτε για μη νόμιμη εκπροσώπηση διαδίκου. Β) Η εικόνα – όπως έχει επισημανθεί και από το Γ. Γ) Διαφορετική. αλλά καθιστά την αίτηση παροχής εννόμου προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως νόμω αβάσιμη ή απαράδεκτη. Ράμμο – δεν διαφοροποιείται και για όσους δέχονται. Γ) Η κρατούσα γνώμη θεωρεί τις προϋποθέσεις αυτές ως διαδικαστικές προϋποθέσεις. Η απόρριψη γίνεται.§ 496 – Συνέπειες ελλείψεως προϋποθέσεων παροχής εννόμου προστασίας 595 της συγκεκριμένης προϋποθέσεως ή η ύπαρξη ουσιώδους ελαττώματός της. στην περίπτωση που αντιστοίχως εξετάζεται. γ) Θέμα απαγγελίας δικονομικής ακυρότητας δεν τίθεται ούτε στην περίπτωση αυτή. καθώς δεν υφίσταται θέμα τύπου κάποιας διαδικαστικής πράξεως ή της όλης διαδικασίας. ενώ κατά την κρατούσα γνώμη λόγω απαραδέκτου. η αίτηση για την παροχή εννόμου προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως απορρίπτεται είτε από το αρμόδιο όργανο της εκτελέσεως. θα διαπιστώσει την παραπάνω έλλειψη και θα αρνηθεί να εκτελέσει την εντολή του επισπεύδοντος ή θα ενεργήσει ορισμένη ή ορισμένες πράξεις της διαδικασίας της εκτελέσεως. θα γίνει δεκτή ή αντιθέτως. όταν κληθεί να διενεργήσει την πράξη που ανάγεται στην αναγκαστική εκτέλεση. αν κριθεί αβάσιμη. διότι δεν πρόκειται για ελάττωμα που αφορά τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως ή τη διαδικασία γενικότερα. θα απορριφθεί. η ανακοπή όμως που ασκήθηκε. Ακυρότητα δικονομική δεν θα απαγγελθεί. α) Κατ' αρχήν η έλλειψη της προϋποθέσεως αυτής ή η ύπαρξη ουσιώδους ελαττώματος ως προς αυτήν. δηλαδή για λόγους τυπικούς. Το (αρμόδιο) όργανο (δικαστικός επιμελητής ή υπάλληλος του πλειστηριασμού). Σε κάθε περίπτωση ζήτημα κηρύξεως δικονομικής ακυρότητας δεν εμφανίζεται. Διαφορετικό είναι το ζήτημα της ενδεχόμενης υπάρξεως κάποιου ειδικού λόγου δικονομικής ακυρότητας. α) Όταν διαπιστωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η μη ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. σύμφωνα με μία γνώμη. οι οποίες θα προσβληθούν με ανακοπή από τον καθού η εκτέλεση για τον παραπάνω λόγο. για το παραδεκτό και τη βασιμότητα του οποίου θα κληθούν να αποφασίσουν τα δικαστήρια. αν διαπιστωθεί η παραπάνω έλλειψη. Γ) Έλλειψη εννόμου συμφέροντος. διότι το ελάττωμα δεν έχει κάποια σχέση (τουλάχιστον άμεση) με τον τύπο ορισμένης διαδικαστικής πράξεως ή τη διαδικασία γενικότερα. Στην περίπτωση αυτή δεν δημιουργείται στάδιο κρίσεως για την απαγγελία δικονομικής ακυρότητας. Οι διαδικαστικές πράξεις που ενδεχομένως διενεργήθηκαν είναι τυπικά άψογες. καθιστά την αίτηση παροχής εννόμου προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως νόμο αβάσιμη ή απαράδεκτη κατ' ουσίαν. Β) Έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως. είτε από το αρμόδιο δικαστήριο μετά την άσκηση ανακοπής κατά της εκτελέσεως για το λόγο που αναφέρθηκε. β) Ως προς την αιτιολογία της απορρίψεως πρέπει να ληφθούν υπόψη όσα εκτίθενται αμέσως παραπάνω για την απόρριψη της ίδιας αιτήσεως λόγω ελλείψεως νομιμοποιήσεως. επιφέρει την απόρριψη της αιτήσεως για την παροχή εννόμου προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως είτε από το αρμόδιο όργανο της εκτελέσεως είτε από το αρμόδιο δικαστήριο μετά από άσκηση ανακοπής κατά της εκτελέσεως. Διαφορετικό είναι το ζήτημα της ενδεχόμενης υπάρξεως κάποιου ειδικού λό- . για λόγους ουσιαστικούς (δηλαδή λόγω ελλείψεως της συγκεκριμένης προϋποθέσεως παροχής εννόμου προστασίας). καθώς και στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει τίτλος εκτελεστός. Β) Το ίδιο αποτέλεσμα επέρχεται και στις περιπτώσεις που υπάρχει τίτλος εκτελεστός. το απαράδεκτο ή το ανεπίτρεπτο αυτής. 13.596 § 497 – Συνέπειες ελλείψεως προϋποθέσεων του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως γου δικονομικής ακυρότητας. Βλ.χ. όπως αμέσως παραπάνω σημειώθηκε. σύμφωνα με τη νομολογία. ο οποίος έχει ουσιώδη ελαττώματα που καθιστούν ανεπίτρεπτη τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως. Βλέπε γι’αυτά παραπάνω §§ 349 επ. Γ) Ζήτημα απαγγελίας δικονομικής ακυρότητας δεν δημιουργείται. Δ) Είναι αυτονόητο. παραπομπές στην υποσ. έχει ως συνέπεια. με συνέπεια είτε το αρμόδιο όργανο να αποκρούσει την αίτηση για παροχή εννόμου προστασίας με τη μορφή αναγκαστικής εκτελέσεως και να αρνείται να επιχειρήσει τις σχετικές πράξεις της προδικασίας ή της κυρίας διαδικασίας. Δηλαδή άκυρου υπό την ουσιαστική έννοια. Βλ. Α) Η πλήρης έλλειψη τίτλου εκτελεστού. που λείπει κάποια προϋπόθεση παροχής εννόμου προστασίας. την απόρριψη της αιτήσεως για παροχή εννόμου προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως και σε περίπτωση ενάρξεως ή διενέργειας αυτής την κήρυξη της ως ανίσχυρης ή άκυρης με ευρεία έννοια13 από το (αρμόδιο) δικαστήριο. Β) Στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται ειδικότερο ζήτημα χαρακτηρισμού των ελλείψεων αυτών12. Τίτλος τέταρτος Συνέπειες της ελλείψεως των (ειδικών) προϋποθέσεων του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως § 497 Ι) Εισαγωγή. κατά κανόνα τουλάχιστον. Α) Η έλλειψη των ειδικών προϋποθέσεων του επιτρεπτού ή παραδεκτού της αναγκαστικής εκτελέσεως11 επιφέρει. έχουν εφαρμογή οι ειδικές διατάξεις που ενδεχομένως υφίστανται. . δηλαδή για παράβαση ουσιαστικών διατάξεων του δικον. η έλλειψη της περιαφής του τύπου της εκτελέσεως. ο εκτελεστός τίτλος είναι οριστική – ή κατ’ άλλη ορολογία τελειωτική απόφαση – που υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα και επομένως δεν είναι τελεσίδικη απόφαση και δεν έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. είτε να απορρίπτεται η παραπάνω αίτηση μετά από την προβολή και διαπίστωση του απαραδέκτου ή του ανεπιτρέπτου με ανακοπή. Ι § 16. π. πιο πάνω τ. 11. Γενικές παρατηρήσεις. 11. ότι τόσο στις παραπάνω περιπτώσεις όσο και στις υπόλοιπες περιπτώσεις. η ύπαρξη του οποίου. όπως ήδη επισημάνθηκε. ΙΙ) Συνέπειες της ελλείψεως κ. 12. δικαίου. τίτλου εκτελεστού.λπ. αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση της διενέργειας της αναγκαστικής εκτελέσεως και με την οποία εξομοιώνεται. από αυτούς που προβλέπει ο νόμος. δεν είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη με την έννοια που προαναφέρθηκε. εφόσον γίνει δεκτή (η αίτηση) και αρχίσει η σχετική διαδικασία. η έλλειψη αυτής πρέπει να καθιστά απαράδεκτη ή ανεπίτρεπτη την εκτέλεση. 16. να επιχειρηθεί αναγκαστική εκτέλεση. είτε. Γεννιέται το ερώτημα.λπ. Α) Αν η απαίτηση. αν συντρέχει κάποιος ειδικός λόγος. που υποβάλλεται για παροχή εννόμου προστασίας με τη μορφή αυτή είτε αποκρούεται από το αρμόδιο όργανο. πιο πάνω § 348. διότι δεν υπάρχει δικαίωμα που να μπορεί να τύχει εννόμου προστασίας. Διαφορετική βεβαίως είναι η κατάσταση. Για το λόγο αυτό είναι ενδεχόμενο το αρμόδιο όργανο. 15. σχετικά πιο πάνω υποσημ. Βλέπε πιο πάνω § 346. ποια είναι η συνέπεια αυτού του ελαττώματος. Δεν αποκλείεται όμως να συντρέχει κάποιες φορές και περίπτωση κηρύξεως δικονομικής ακυρότητας. πριν από την πλήρωση της αναβλητικής αιρέσεως κ. . όπως λέχθηκε14. θέμα απαγγελίας δικονομικής ακυρότητας λόγω αυτής της αιτίας αποκλειστικά δεν τίθεται. κηρύσσεται ανίσχυρη ή άκυρη με ευρεία έννοια16 η εκτέλεση μετά από άσκηση ανακοπής με τους νόμιμους τύπους και παραδοχή του λόγου αυτού. Α) Η παράλειψη της τηρήσεως της προδικασίας που επιβάλλεται και διαγράφεται από το νόμο καθιστά χωρίς αμφιβολία ελαττωματική την αναγκαστική εκτέλεση που επακολουθεί. Συνεπώς η σχετική αίτηση. Β) Εφόσον δεν πρόκειται για ελάττωμα που αφορά τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως ή την όλη διαδικασία γενικότερα. Βλ. για την οποία γίνεται η εκτέλεση. Γενικές παρατηρήσεις. των προσθέτων προπαρασκευαστικών διατυπώσεων και της προθεσμίας συνεχίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως § 498 Ι) Εισαγωγή. ΙΙΙ) Συνέπειες της μη υπάρξεως απαιτήσεως βεβαίας και εκκαθαρισμένης. αν κληθεί. ή την εκκαθάρισή της σύμφωνα με την αντίστοιχη διαδικασία15. όταν υφίσταται κάποιος ειδικός λόγος. Αν ληφθεί υπόψη. 13. να αρνηθεί να συμπράξει σε αυτήν 14. διότι δεν υπόκειται για ελάττωμα. Τίτλος πέμπτος Συνέπειες της μη τηρήσεως της προδικασίας.§ 498 – Συνέπειες της μη τηρήσεως προπαρασκευαστικών διατυπώσεων της εκτελέσεως 597 εφόσον υπάρχει μόνο αυτή η έλλειψη ή το ουσιώδες ελάττωμα που αναφέρθηκε. Πρβλ. το οποίο ανάγεται στον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως ή στη διαδικασία γενικότερα. δεν μπορεί. ότι πρόκειται για έλλειψη μιας ουσιώδους προϋποθέσεως του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως. για την κήρυξη δικονομικής ακυρότητας. 17. Για το λόγο αυτό τα αρμόδια όργανα. τότε μόνο μπορεί να γίνει λόγος για δικονομική ακυρότητα. καθώς το ελάττωμα αυτό δεν αφορά τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως ούτε την κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικότερα. η αναγκαστική εκτέλεση εμφανίζεται ως ανεπίτρεπτη. η οποία ορίζεται κάθε φορά από το νόμο (ΚΠολΔ κ. οφείλουν να αρνηθούν τη σύμπραξή τους. Α) Όσα αναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω μπορούν. μόνο αν οι ίδιες οι πράξεις της προδικασίας πάσχουν από τυπικής φύσεως ελαττώματα. ενώ η αναγκαστική εκτέλεση που άρχισε ή διενεργήθηκε κηρύσσεται ανίσχυρη ή άκυρη με ευρεία έννοια μετά από άσκηση ανακοπής και εξακρίβωση του συγκεκριμένου ελαττώματος. Η τήρηση και αυτών των διατυπώσεων αποτελεί σύμφωνα με το νόμο προϋπόθεση του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αν η προδικασία που επιβάλλεται δεν τηρηθεί καθόλου ή αν τηρηθεί με ελλείψεις σε ουσιώδη σημεία. mutatis mutandis. Β) Κάτι ανάλογο. Βλ.λπ. Οι ίδιες παρατηρήσεις αντίστοιχα θα πρέπει να επαναληφθούν και για το ελάττωμα που δημιουργείται σε περίπτωση που δεν παρέλθει η προθεσμία. Εάν και ως προς αυτά τα τελευταία σημεία εμφανίζεται κάποιο τυπικό ελάττωμα.598 § 498 – Συνέπειες της μη τηρήσεως προπαρασκευαστικών διατυπώσεων της εκτελέσεως την εκτέλεση ή αν διενεργηθεί ή αρχίσει να διεξάγεται η εκτέλεση. Β) Για απαγγελία δικονομικής ακυρότητας θα είναι δυνατό να γίνεται λόγος. . Ουσιαστικά και αυτές οι προϋποθέσεις αποτελούν τμήματα της προδικασίας.) από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι τη διενέργεια της πρώτης μετά απ' αυτήν πράξεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. πιο πάνω § 494. να κηρυχθεί ανίσχυρη ή άκυρη με ευρεία έννοια17 μετά από την άσκηση ανακοπής και την απόδειξη του σχετικού ελαττώματος. IV) Συνέπειες της μη τηρήσεως της προθεσμίας συνεχίσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. να επαναληφθούν και για τις συνέπειες της μη τηρήσεως των προσθέτων προπαρασκευαστικών διατυπώσεων που επιβάλλονται μερικές φορές πέρα από τη συνήθη προδικασία της εκτελέσεως. Β) Περίπτωση κηρύξεως δικονομικής ακυρότητας αποκλειστικά λόγω του παραπάνω ελαττώματος δεν συντρέχει. ΙΙΙ) Συνέπειες της μη τηρήσεως προσθέτων προπαρασκευαστικών διατυπώσεων. αν κληθούν με τους νόμιμους τύπους. ΙΙ) Συνέπειες της ελλείψεως (της) προδικασίας. θα πρέπει να θεωρηθεί. οπότε και έχουν εφαρμογή οι κανόνες του γενικού μέρους. ότι ισχύει και όταν παραλείπεται η τήρηση των προσθέτων προπαρασκευαστικών προϋποθέσεων που προβλέπονται σε κάποιες περιπτώσεις. Β) Με τα ελαττώματα αυτά συνδέονται συχνά παραλείψεις ή παραβάσεις αποκλειστικά τυπικής ή διαδικαστικής φύσεως. οι οποίες σύμφωνα με το κοινό δίκαιο19 αποτελούν λόγους απαγγελίας δικονομικών ακυροτήτων. διότι καθεμιά από τις διαδικασίες αυτές εμφανίζει ορισμένα κοινά γνωρίσματα με τις υπόλοιπες. αν η καθεμιά πράξη και σε κάποιες περιπτώσεις η όλη κύρια διαδικασία σε κάθε είδος της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι ανίσχυρη ή δικονομικά άκυρη. Α) Είναι δυνατόν κατά τη διεξαγωγή της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως να παρουσιασθούν ορισμένα ελαττώματα. Α) Οι παραλείψεις και οι θετικές παραβάσεις των κανόνων που ρυθμίζουν την κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικότερα (σε κάθε είδος απαιτή18. Βλέπε για τους κανόνες αυτούς πιο πάνω §§ 359 επ. ΙΙ) Διακρίσεις ελαττωμάτων των διαφόρων ειδών εκτελέσεως. 19. Για το λόγο αυτό είναι σκόπιμο να γίνεται κάθε φορά διάκριση μεταξύ των ελαττωμάτων των δύο παραπάνω κατηγοριών. Α) Από συστηματική πλευρά τα θέματα που αναφέρθηκαν πρέπει να εξετασθούν από κοινού αλλά ξεχωριστά σε σχέση με κάθε είδος κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. παρουσιάζει όμως και περισσότερες ή λιγότερες ιδιορρυθμίες.§ 499 §500 – Συνέπειες ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως 599 Τίτλος έκτος Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως § 499 Ι) Εισαγωγή. Τίτλος έβδομος Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας για όλα τα είδη της αναγκαστικής εκτελέσεως § 500 Ι) Εισαγωγή. . Γενικές παρατηρήσεις. Βλ πιο πάνω τ. Β) Στις περιπτώσεις αυτές είναι δύσκολο πολλές φορές να γίνει διάκριση. ΙΙ) Οι (γενικές) συνέπειες των ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας της εκτελέσεως. διάκριση από την οποία εξαρτάται η εφαρμογή των αντιστοίχων κανόνων. Γενικές παρατηρήσεις. Α) Περισσότερα και συνήθως δυσχερέστερα προβλήματα προκαλούνται με αφορμή τα ελαττώματα της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. οι οποίες είναι ενδεχόμενο να επηρεάζουν τη λύση διαφόρων ζητημάτων. ανεξάρτητα από το είδος της εκτελέσεως18. Β) Αυτό επιβάλλεται. Ι § 159. Βλέπε πιο πάνω §§ 375 επ.χ.λπ. κυρία και κατά κανόνα άμεση ή φυσική εκτέλεση. Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται παραβάσεις τυπικής φύσεως. Ι § 159. της κηρύξεως (της) δικονομικής ακυρότητας των πράξεων αυτών ρυθμίζονται από το κοινό δίκαιο20. οι προϋποθέσεις κ.600 § 501 – Συνέπειες ελαττωμάτων εκτελέσεως για απαιτήσεις για απόδοση ή παράδοση σεων) είναι κατ' αρχήν τυπικής ή διαδικαστικής φύσεως. η οποία διενεργείται σε περίπτωση που δεν προβλέπεται από το νόμο κ. .. οι συνέπειες κρίνονται και καθορίζονται με βάση τις ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται κάθε φορά και συνήθως οδηγούν στην κήρυξη του απαραδέκτου της αντίστοιχης πράξεως. ενώ ανίσχυρη ή ουσιαστικώς άκυρη είναι η άμεση εκτέλεση. 21. 22. θα κηρυχθεί η εκτέλεση ανίσχυρη ή ανεπίτρεπτη μετά από προβολή 20. που μπορεί είτε να ανάγονται στο επιτρεπτό ή παραδεκτό του συγκεκριμένου είδους εκτελέσεως που εφαρμόζεται. Δεν αποκλείεται όμως να εμφανίζονται και περιπτώσεις παραβάσεως κανόνων που ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της εκτελέσεως. πιο πάνω τ. π. όπως απαιτείται κ. είτε να είναι τυπικής ή διαδικαστικής φύσεως.λπ. Βλέπε σχετικά πιο πάνω § 347. σε σχέση με την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση των υποκειμένων της αναγκαστικής εκτελέσεως21. όπως αναλύθηκε στην οικεία θέση22. Εφαρμόζοντας το απαράδεκτο τα αρμόδια όργανα θα αρνηθούν να συμπράξουν στη διενέργεια των σχετικών πράξεων ή. από την οποία εξαρτάται η εφαρμογή των αντίστοιχων κανόνων. καθ' ομάδα ή κατά γένος ορισμένων ή ακινήτων) γίνεται. Τίτλος όγδοος Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας στην εκτέλεση προς ικανοποίηση απαιτήσεων για την απόδοση ή παράδοση πραγμάτων § 501 Ι) Εισαγωγή.χ. Στα σημεία αυτά έχουν εφαρμογή οι κανόνες που ρυθμίζουν τα ουσιαστικά θέματα της εκτελέσεως. είναι ανάγκη να γίνεται με προσοχή αυτή η σκόπιμη διάκριση. Βλ. π. εφόσον αυτές επιχειρηθούν ή γίνει αρχή διενέργειάς τους. Στην αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που συνίστανται στην απόδοση ή παράδοση πραγμάτων (κινητών κατ' είδος. διενέργεια εκτελέσεως στη διάρκεια της νύχτας ή μη πρόσληψη μαρτύρων. ενώ μόνο σε κάποιες περιπτώσεις διενεργείται έμμεση ή υποκατάστατη εκτέλεση. Β) Στις περιπτώσεις της πρώτης κατηγορίας. Επομένως.λπ. Είναι συνεπώς πιθανό να σημειωθούν παραλείψεις ή θετικές παραβάσεις. Β) Αν συμβαίνει να συντρέχουν παραλείψεις ή θετικές παραβάσεις και των δύο παραπάνω κατηγοριών. Βλ. την κρίση για τη συνδρομή ή τις συνέπειες ενδεχομένου ελαττώματος της άλλης κατηγορίας. που προσδιορίζεται στον εκτελεστό τίτλο. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις το ελάττωμα καθιστά την αναγκαστική εκτέλεση ανίσχυρη ή ουσιαστικώς άκυρη. αλλά κάποιου άλλου ή η αφαίρεση αντί ενός μεμονωμένου κινητού.§ 502 – Συνέπειες ελαττωμάτων εκτελέσεως για απαιτήσεις επιχειρήσεων ή παράλειψη πράξεων 601 των σχετικών αντιρρήσεων με ανακοπή και παραδοχή των λόγων της ανακοπής. αμέσως τουλάχιστον. μετά από (εσφαλμένο) χαρακτηρισμό τους ως ενός πράγματος κ. Τίτλος ένατος Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κυρίας διαδικασίας στην εκτέλεση προς ικανοποίηση απαιτήσεων που ανάγονται στην επιχείρηση ή παράλειψη ή ανοχή πράξεων § 502 Ι) Εισαγωγή. κατ' είδος ορισμένου. εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. πιο πάνω τ. Α) Στην εκτέλεση για απόδοση ή παράδοση κινητού πράγματος. ότι και στις παραπάνω περιπτώσεις δεν αποκλείεται να συντρέχει και ελάττωμα τυπικής ή διαδικαστικής φύσεως. που διαπιστώνοντας το ελάττωμα δέχεται τις αντιρρήσεις που προβλήθηκαν με ανακοπή εναντίον της εκτελέσεως. Α) Και σ' αυτήν την περίπτωση μπορεί να υπάρξουν ελαττώματα 23. ομάδας πραγμάτων. Γ) Στην εκτέλεση για απόδοση ή παράδοση ακινήτου ελάττωμα της πρώτης κατηγορίας έχει η αποβολή και εγκατάσταση σε ακίνητο διαφορετικό από αυτό που αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο. Το τελευταίο αυτό ελάττωμα είναι ανεξάρτητο από το πρώτο και πρέπει να κρίνεται ξεχωριστά και μόνο με βάση τα δικά του δεδομένα. η αφαίρεση όχι του κινητού πράγματος. Β) Στην εκτέλεση για ικανοποίηση απαιτήσεως για απόδοση ορισμένης ποσότητας κινητών πραγμάτων κατά γένος ορισμένων. Γ) Οι δικονομικές ακυρότητες. απαγγέλλονται σύμφωνα με τους ορισμούς και τη διαδικασία του κοινού δικαίου23. ότι η ύπαρξη και οι συνέπειες του ελαττώματος της μιας κατηγορίας δεν επηρεάζει. ελαττωματική κατ' ουσίαν είναι η αφαίρεση πραγμάτων άλλης ποσότητας ή άλλου γένους κ. Εφόσον το ελάττωμα αυτό προκύπτει από την εντολή προς εκτέλεση. Ι § 159.λπ. Το ανίσχυρο ή η ακυρότητα κηρύσσεται με δικαστική απόφαση. το οποίο να μπορεί να στηρίξει την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ για την κήρυξη της δικονομικής ακυρότητας. το αρμόδιο όργανο της αρχής μπορεί και κατά κανόνα οφείλει να αρνηθεί να συμπράξει σε πράξη της εκτελέσεως που ανάγεται στην αρμοδιότητά του.χ. ΙΙ) Συνέπειες ελλείψεων ή παραβάσεων στην εκτέλεση για απόδοση ή παράδοση κινητών πραγμάτων.λπ. ελάττωμα του ουσιαστικού περιεχομένου μπορεί να είναι π. . Δ) Από όσα εκτίθενται αμέσως παραπάνω συνάγεται. Ε) Είναι ίσως περιττό να επαναληφθεί. που απαγορεύεται από το νόμο και παράλληλα να ασκείται υλικός εξαναγκασμός. Ίσως μάλιστα είναι πιθανό να εμφανισθούν συχνότερα τα ελαττώματα αυτά στο είδος εκτελέσεως που εξετάζεται τώρα. να πρόκειται για υποχρέωση προς επιχείρηση πράξεως. το οποίο αρνείται να επιχειρήσει την πράξη του του ζητείται σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω. πράγμα το οποίο σπάνια μπορεί να εμφανιστεί στην περίπτωση αυτή.χ. τουλάχιστον κατά τρόπο άμεσο. δεν πρόκειται για υλική αλλά για νομική πράξη. όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω για τα συναφή . Γ) Τα ελαττώματα αυτά. Β) Αν εξάλλου υφίσταται ελάττωμα διαδικαστικής φύσεως. προβάλλονται είτε από το αρμόδιο όργανο. με αυτές που επέρχονται από τα αντίστοιχα ελαττώματα στις περιπτώσεις του προηγουμένου είδους εκτελέσεως. ΙΙΙ) Συνέπειες ελαττωμάτων σε απαιτήσεις για την επιχείρηση νομικών πράξεων. Αν αυτό συμβαίνει. είτε με αντιρρήσεις που διατυπώνονται σε ανακοπή κατά της εκτελέσεως. ελαττώματα που ανάγονται στη διαδικασία ή τον τύπο των πράξεων αυτής της διαδικασίας. π. Α) Τα ελαττώματα και των δύο κατηγοριών που αναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω. μπορεί να υπάρχει και περίπτωση απαγγελίας δικονομικής ακυρότητας. Α) Εφόσον το ελάττωμα που μεσολαβεί είναι της πρώτης κατηγορίας.χ. το σύστημα των δικονομικών ακυροτήτων γενικότερα. αν διαπιστωθούν κατά τη διεξαγωγή του συγκεκριμένου είδους εκτελέσεως. η εκτέλεση που επιχειρείται ή που διενεργήθηκε είναι ανίσχυρη ή άκυρη για ουσιαστικούς λόγους. ότι η κρίση για τη συνδρομή του ελαττώματος της μιας κατηγορίας δεν πρέπει να επηρεάζεται καθόλου. π.602 § 502 – Συνέπειες ελαττωμάτων εκτελέσεως για απαιτήσεις επιχειρήσεων ή παράλειψη πράξεων (θετικές πράξεις ή μη νόμιμες παραλείψεις) ως προς το επιτρεπτό του συγκεκριμένου είδους της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικότερα ή κάποιας συγκεκριμένης πράξεως. από τη μια πλευρά. από τα στοιχεία που υπάρχουν για την ύπαρξη ή μη ελαττώματος της άλλης κατηγορίας. έχουν τις ίδιες περίπου συνέπειες. Β) Σε κάθε περίπτωση για τα σχετικά ζητήματα ισχύουν. επέρχονται οι συνέπειες που περιγράφονται παραπάνω για καθένα ελάττωμα. ενώ από την άλλη τις ειδικές διατάξεις. τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις είναι δυνατό να συντρέχουν. Β) Θα πρέπει πάντως να παρατηρηθεί και στο σημείο αυτό. ότι πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια να αντιμετωπίζεται το γενικό θέμα των παραπάνω συνεπειών με βάση. mutatis mutandis. Β) Όπως και σ' άλλες περιπτώσεις είναι δυνατό να συντρέχουν ελαττώματα και των δύο παραπάνω κατηγοριών. οι οποίες απαγγέλλουν κυρώσεις για ορισμένα ελαττώματα. Γ) Σκόπιμο είναι ίσως να τονισθεί. Α) Στις περιπτώσεις αυτού του είδους εκτελέσεως είναι από τη φύση των πραγμάτων σπανιότερο να εμφανισθούν ελαττώματα. για τα οποία γίνεται ειδική μνεία κάθε φορά στην οικεία θέση. ΙΙ) Συνέπειες ελαττωμάτων στις απαιτήσεις για επιχείρηση υλικών πράξεων. IV) Συνέπειες ελαττωμάτων σε απαιτήσεις για παράλειψη ή ανοχή πράξεων. λπ. Ως προς τα παραπάνω ζητήματα ισχύουν. που επέρχονται για τα αντίστοιχα ελαττώματα στα συναφή είδη εκτελέσεως. Γ) Οι συνέπειες της υπάρξεως και διαπιστώσεως των παραπάνω παραλείψεων ή θετικών παραβάσεων δεν διαφέρουν από τις συνέπειες.. ή με αντιρρήσεις που διατυπώνονται σε ανακοπή κατά της εκτελέσεως24 κ. επικοινωνίας γονέων και τέκνων και αποκαταστάσεως της εγγάμου συμβιώσεως. δηλαδή είναι ή ανίσχυρο ή ακυρότητα με ουσιαστική έννοια ή κήρυξη δικονομικής ακυρότητας. τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιορρυθμίες που υφίστανται στις διαφορές αυτές.λπ. με τις αντίστοιχες προϋποθέσεις. . Οι συνέπειες αυτές προβάλλονται σύμφωνα με τους τρόπους που αναφέρονται παραπάνω (με άρνηση του αρμοδίου οργάνου κ.§ 503 – Συνέπειες ελαττωμάτων εκτελέσεως για θέματα οικογενειακού δικαίου 603 είδη εκτελέσεως. για την επικοινωνία γονέων και τέκνων και για την αποκατάσταση της εγγάμου συμβιώσεως § 503 Ι) Εισαγωγή. Ζητήματα σχετικά με ελαττώματα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και με το κύρος των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων και της όλης διαδικασίας μπορεί να δημιουργηθούν και σε διαφορές αποδόσεως ή παραδόσεως τέκνων.). Βλέπε πιο πάνω §§ 497 επ. Τίτλος δέκατος Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων της κύριας διαδικασίας στην εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων για την παράδοση ή απόδοση τέκνων. όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στα προηγούμενα είδη εκτελέσεως. ΙΙ) Εφαρμοστέοι κανόνες. ανάλογα με τις συνθήκες που συντρέχουν. 24. Τίτλος δεύτερος Ελαττώματα που ανάγονται στην προδικασία και τις πρόσθετες διατυπώσεις της εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων § 505 Ι) Γενικές παρατηρήσεις. τον πλειστηριασμό κ. ΙΙ) Αναλογίες και ιδιορρυθμίες των ελαττωμάτων. οι οποίες προέρχονται από τις ιδιαίτερες συνθήκες που συνήθως συντρέχουν στις περιπτώσεις αυτές και για τις οποίες γίνεται μνεία στη συνέχεια στις οικείες θέσεις. που εμφανίζονται στην αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση άλλων απαιτήσεων και για τα οποία γίνεται αναφορά παραπάνω. Α) Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων είναι κατά κανόνα σύνθετη και σε κάποια σημεία λίγο περίπλοκη. Δυσχερέστερα και περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση είναι τα ζητήματα. Β) Παράλληλα όμως παρατηρούνται και πρέπει να επισημαίνονται κάποιες παραλλαγές και ιδιορρυθμίες. σχετικές με τις παραλείψεις ή θετικές παραβάσεις των κανόνων που αναφέρθηκαν. Β) Συνεπώς είναι ενδεχόμενο να εμφανίζονται παραλείψεις ή θετικές παραβάσεις των διαφόρων κανόνων που καθορίζουν τις προϋποθέσεις και τις πρόσθετες διατυπώσεις της παραπάνω εκτελέ- . που προκαλούνται από παραλείψεις ή θετικές παραβάσεις των κανόνων που ρυθμίζουν και διέπουν την αναγκαστική εκτέλεση (την προδικασία και την κυρία διαδικασία). και την αναγκαστική διαχείριση.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ Τίτλος πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 504 Ι) Εισαγωγή. τα σχετικά με τα ελαττώματα.. η οποία επισπεύδεται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Αυτό μπορεί να λεχθεί ιδιαιτέρως για την κατάσχεση. Α) Κατ' αρχήν τα ελαττώματα της εφαρμογής του συγκεκριμένου είδους της αναγκαστικής εκτελέσεως έχουν κάποια ομοιότητα με τα αντίστοιχα ελαττώματα.λπ. να χαρακτηρισθούν τα ακόλουθα: α) Η παρά την έλλειψη εκτελεστού τίτλου (με την οποία εξομοιώνεται κατά τη νομολογία και η έλλειψη περιαφής του τύπου της εκτελέσεως) επίδοση επιταγής προς πληρωμή. αλλά δύο ή τρία από τα ελαττώματα που αναφέρονται παραπάνω.). 2. Β) Κάθε ελάττωμα πρέπει. .λπ. Ειδική ρύθμιση περιέχει ως προς τα ζητήματα αυτά ο ΚΕΔΕ. Η διαφορά μεταξύ των παραπάνω ειδών ελαττωματικότητας συνίσταται σ' ένα πρώτο επίπεδο στους κανόνες που παραβιάζονται ή δεν τηρούνται. Βλέπε πιο πάνω § 498. Τέτοια ελαττώματα μπορούν π. ενώ αρχικά υπήρχε. ενώ υπήρχε. που διεξάγεται ή που θα διεξαχθεί. κατ' αρχήν τουλάχιστον. ενώ σε δεύτερο επίπεδο στις συνέπειες που απαγγέλλονται από το νόμο ή επέρχονται μετά από την εφαρμογή του2.λπ. Α) Όπως σημειώθηκε και προηγουμένως.λπ. δε θα πρέπει να επηρεάζουν ούτε να χρησιμεύουν ως βάση για την αντιμετώπιση της νομικής και ουσιαστικής σημασίας και των συνεπειών του άλλου (ελαττώματος). εις Χ. να αναπτυχθούν σ' αυτό το σημείο ειδικότερα τα συγκεκριμένα θέματα. δεν αποκλείεται σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση να συντρέχουν ή να προβάλλονται όχι μόνο ένα. κάποιες ανάγονται στις προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικότερα. συμβολαιογραφικό έγγραφο κ. τα οποία ενώ είναι απαραίτητα για την παραδοχή της βασιμότητας του ενός. ΙΙ) Είδη και μορφές ελαττωμάτων. αποσβέστηκε με κάποιο νόμιμο τρόπο (με καταβολή κ.). είτε διότι. Φραγκίστα:Ακυρότης κατασχέσεως εις χείρας τρίτου. Για το λόγο αυτό ενδείκνυται. να εξετάζεται και να κρίνεται χωριστά από τα υπόλοιπα και με βάση τα στοιχεία εκτιμήσεως και κρίσεως. είναι ή πρόκειται να είναι ελαττωματική. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε διότι δεν υπήρχε ποτέ τίτλος εκτελεστός (δικαστική απόφαση. ώστε να συμπληρωθούν τα όσα αναφέρονται προηγουμένως1 για κάθε προδικασία κ. που ρυθμίζουν τα θέματα που εξετάζονται. ενώ άλλες αφορούν τις προϋποθέσεις του επιτρεπτού της εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων.§ 505 – Ελαττώματα προδικασίας της εκτελέσεως για χρηματικές απαιτήσεις 605 σεως. Β) Σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται παραπάνω η αναγκαστική εκτέλεση. εξαφανίστηκε ή ακυρώθηκε μετά την άσκηση και παραδοχή ενδίκου μέσου ή βοηθήματος. β) Η έλλειψη απαιτήσεως είτε διότι αυτή δεν υπήρχε ποτέ.χ. ΙΙΙ) Συνδρομή ελαττωμάτων περισσοτέρων κατηγοριών. είτε διότι. Τίτλος τρίτος Ελαττώματα που ανάγονται στην κύρια διαδικασία της εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων* § 506 *Ειδική βιβλιογραφία: Χ. Α) Από τις ελλείψεις ή παραλείψεις και τις θετικές παραβάσεις των κανόνων (δικαίου). 1. όπως ήδη επισημάνθηκε. Βλ. Α) Επιβολή κατασχέσεως. ΙΙ) Ελαττώματα της αναγκαστικής κατασχέσεως. αεροσκαφών και ειδικών περιουσιακών στοιχείων. γι’ αυτά πιο πάνω §§ 358 επ. Η ελαττωματικότητα μπορεί να αφορά μία ή και περισ1. που επιβάλλονται. 3. Ι) Εισαγωγή. Βλέπε πιο πάνω § 393. πλοίων. κυρίως όμως από την εντονότερη και περισσότερο πιθανή σύγκρουση αντιτιθέμενων συμφερόντων. Η (επιβαλλόμενη) αναγκαστική κατάσχεση (κινητών ή ακινήτων. μετά την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως κινητών (εις χείρας του οφειλέτη ή τρίτου). Όπως αναπτύχθηκε παραπάνω4. Πρβλ. αναφορικά με την κυρία διαδικασία της εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. 4. δ) Διότι η κατάσχεση επιβλήθηκε σε ακατάσχετο σύμφωνα με το νόμο περιουσιακό στοιχείο. ακινήτων. που επιβάλλονται ενδεχομένως από το ισχύον δίκαιο για τη συγκεκριμένη περίπτωση2. απαιτήσεων εις χείρας τρίτου ή ειδικών περιουσιακών στοιχείων) μπορεί να είναι ελαττωματική για περισσότερους λόγους και μάλιστα. τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική πλευρά. Β) Το φαινόμενο αυτό εξηγείται από διάφορους λόγους. Β) Προδικασία (του) αναγκαστικού πλειστηριασμού. πλοίων ή αεροσκαφών. οι οποίες διενεργούνται παράλληλα και διαδοχικά μετά την επιβολή της κατασχέσεως και μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού. Η προδικασία αυτή του πλειστηριασμού είναι ενδεχόμενο να είναι ελαττωματική για διάφορους λόγους. καθώς και από την αναπόφευκτη διασταύρωση του επιδιωκομένου σκοπού της προστασίας αυτών των συμφερόντων και της επιδιώξεως ταχείας. για τις οποίες γίνεται λόγος προηγουμένως στην οικεία θέση. πιο πάνω §§ 404 επ. Αυτή προπαρασκευάζεται και γνωστοποιείται προηγουμένως. προδικασία που αποτελείται από περισσότερες πράξεις. με την τήρηση προδικασίας που ορίζεται κάθε φορά. που αναφέρονται σε θέματα ελαττωμάτων και συνεπειών τους. στο μέτρο του δυνατού. που διαγράφονται από τον ΚΠολΔ για την επιβολή του συγκεκριμένου είδους αναγκαστικής κατασχέσεως και για την ολοκλήρωσή της. γ) Διότι δεν τηρήθηκαν οι πρόσθετες διατυπώσεις.606 § 506 – Ελαττώματα κύριας διαδικασίας της εκτελέσεως για χρηματικές απαιτήσεις Φραγκίστα. συνήθως (με την εξαίρεση ορισμένων περιπτώσεων) ακολουθεί η διεξαγωγή (του) αναγκαστικού πλειστηριασμού. σχετικά πιο πάνω § 355. β) Διότι δεν τηρήθηκε η απαιτούμενη προδικασία1. 110 επ. Γνωμοδοτήσεις (1980) σ. εκτός από άλλους. διεξαγωγής της εκτελεστικής διαδικασίας. . Βλ. ε) Διότι δεν τηρήθηκαν οι γνωστοποιήσεις και δημοσιεύσεις. Α) Συχνότερα. 2. για τους επόμενους: α) Διότι λείπουν μία ή περισσότερες προϋποθέσεις του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικότερα. εμφανίζονται οι περιπτώσεις. ή άλλες διατυπώσεις3. αναστολή ή επανάληψη του πλειστηριασμού. καθιστά ή μπορεί να καθιστά ελαττωματική την διεξαγωγή του πλειστηριασμού. Γ) Κυρία διαδικασία. Βλέπε πιο πάνω §§ 406 επ. α) Οι πράξεις αναβολής. Διεξαγωγή του αναγκαστικού πλειστηριασμού. πιο πάνω §§ 411 επ. παραβάσεις. Ε) Ελεύθερη (ή εξώδικη) εκποίηση του κατασχεθέντος πράγματος. όπως και όταν ο νόμος ορίζει. λόγω αποτυχίας του αρχικού και του επαναληπτικού πλειστηριασμού. γ) Η μη δημοσίευση περιλήψεως του προγράμματος πλειστηριασμού στον Τύπο ή στα επιβαλλόμενα μέσα ή σημεία δημοσιότητας κατά τα χρονικά σημεία που προβλέπονται από το νόμο. Η παράλειψη ή η μη προσήκουσα εκτέλεση αυτών των επιταγών του νόμου και η παράβαση των νομίμων προβλέψεων για την πλειοδοσία. ιδίως ως προς το ποσό και τις προθεσμίες πληρωμής 5. Δ) Αναβολή. β) Η μη επίδοση ή η εκπρόθεσμη επίδοση του προγράμματος στα πρόσωπα που ορίζονται από τον ΚΠολΔ. Όπως αναπτύχθηκε παραπάνω5. ε) Η παράτυπη εκτέλεση κάποιας από τις παραπάνω πράξεις κ. β) Αν η παραπάνω εκποίηση έγινε καθ' υπέρβαση των όρων που διατυπώθηκαν από το δικαστήριο. . και η μη τήρηση κατά τα ουσιώδη σημεία των διατυπώσεων που επιβάλλονται από το νόμο. Είναι συνεπώς ενδεχόμενο να εμφανισθούν κατά τη διενέργειά τους παραλείψεις. Οι σπουδαιότερες από τις παραλείψεις ή παραβάσεις αυτές είναι οι επόμενες: α) Η μη σύνταξη ή η εκπρόθεσμη σύνταξη του αρχικού ή. σε περίπτωση αναστολής ή ματαιώσεως του πλειστηριασμού. Αν. Είναι πιθανό μία ή κάποιες από τις πράξεις αυτές να έχουν παραλειφθεί εντελώς ή να έχουν ενεργηθεί εκπρόθεσμα ή παράτυπα. είναι δυνατό να συντρέξουν παραλείψεις ή παραβάσεις και συνεπώς να υφίσταται ελαττωματικότητα των πράξεων σε διάφορες περιπτώσεις και κυρίως στις επόμενες: α) Αν η ελεύθερη εκποίηση έγινε από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού χωρίς άδεια του δικαστηρίου που προβλέπεται από τον ΚΠολΔ. παρατυπίες.λπ. δ) Η μη διεξαγωγή κηρύξεων στους τόπους που ορίζονται από το νόμο και στα χρονικά σημεία που καθορίζονται. Πρβλ. πρέπει να αρχίζει. ακολουθήσει ελεύθερη εκποίηση του αναγκαστικώς κατασχεθέντος πράγματος ή περιουσιακού στοιχείου από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. να διεξάγεται και να περατώνεται.§ 506 – Ελαττώματα κύριας διαδικασίας της εκτελέσεως για χρηματικές απαιτήσεις 607 σότερες πράξεις της προδικασίας. αναστολής και επαναλήψεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού πρέπει να γίνονται με ορισμένες προϋποθέσεις και σύμφωνα με ορισμένες διατυπώσεις6. ο αναγκαστικός πλειστηριασμός ή σωστότερα η πλειοδοσία μέσω της οποίας διενεργείται. 6. του επαναληπτικού προγράμματος του πλειστηριασμού και η μη αναγραφή σ' αυτό των ουσιωδών στοιχείων που επιβάλλονται από το νόμο. ώστε να ανακύπτει θέμα ελαττωματικότητάς τους. β) Γεννιέται όμως περαιτέρω το ζήτημα. ΣΤ) Προδικασία και διεξαγωγή αναπλειστηριασμού.608 § 506 – Ελαττώματα κύριας διαδικασίας της εκτελέσεως για χρηματικές απαιτήσεις του τιμήματος. Κατ' αρχήν το ζήτημα αυτό θα πρέπει να λύνεται αρνητικά. α) Ελαττώματα τυπικής ή ουσιαστικής φύσεως είναι ενδεχόμενο να εμφανίζονται στις αναγγελίες των δανειστών του καθού η εκτέλεση. που ανάγονται στην κτήση και την άσκηση των δικαιωμάτων του υπερθεματιστή που προέρχονται από τον πλειστηριασμό και μάλιστα από την κατακύρωση. κατά των οποίων δεν είναι εκτελεστή σύμφωνα με το νόμο. ή και αντίστροφα.χ. ενώ σύμφωνα με το νόμο οφείλονταν. για όσους λόγους μπορούν να είναι ελαττωματικές και η προδικασία και η κύρια διαδικασία του αρχικού πλειστηριασμού. του πλειστηριάσματος. α) Η προδικασία και η κύρια διαδικασία του αναπλειστηριασμού μπορούν να είναι ελαττωματικές. Η) Κτήση και άσκηση των δικαιωμάτων του υπερθεματιστή. αν μπορεί να θεωρηθεί ελάττωμα της διενέργειας αναπλειστηριασμού η λανθασμένη (για τη διενέργεια αυτή) κρίση των οργάνων της εκτελέσεως και των υπολοίπων ενδιαφερομένων. πιο πάνω §§ 426 επ. . Οι σχετικές πράξεις καθίστανται στις συνθήκες αυτές ελαττωματικές. μολονότι ο καθού η εκτέλεση προσφέρθηκε να ικανοποιήσει τον επισπεύδοντα και τους αναγγελθέντες με βάση τίτλο εκτελεστό δανειστές και κατέθεσε νομίμως το απαιτούμενο για το σκοπό αυτό χρηματικό ποσό μαζί με τα έξοδα εκτελέσεως. όπως λ.: Αν παραδόθηκε το πλειστηριασθέν κινητό (πράγμα) στον υπερθεματιστή ή χορηγήθηκε σ' αυτόν περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως πλειστηριασμού ακινήτου πριν από την ολοσχερή εξόφληση των υποχρεώσεών του. Αυτό συμβαίνει π.λπ. Ζ) Εκπλήρωση των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή. β) Αν το ποσό που κατατέθηκε δεν αντιστοιχεί στο οφειλόμενο πλειστηρίασμα ή δεν καταβλήθηκαν τόκοι επ' αυτού. που θεωρούνται ουσιώδη και αναγκαία για την υπόσταση 7. α) Η έλλειψη (μνείας) ενός ή περισσοτέρων στοιχείων.χ. που πηγάζουν από την κατακύρωση. Αυτό μπορεί να συμβεί π. β) Αν ο υπερθεματιστής προχωρήσει σε εκτέλεση της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως εναντίον προσώπων. Βλ. γ) Αν η παραπάνω εκποίηση έχει επιτραπεί από το δικαστήριο και πραγματοποιήθηκε πριν από την επανάληψη το πλειστηριασμού που επιβάλλεται από το νόμο. Ελαττώματα μπορούν να εμφανίζουν και οι πράξεις. χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις7. στις επόμενες περιπτώσεις: α) Όταν δόθηκε πίστωση εξοφλήσεως του πλειστηριάσματος. Θ) Διαδικασία κατατάξεως και διανομής του πλειστηριάσματος. Ελλείψεις και παραλείψεις μπορούν να σημειωθούν και στον τομέα της εκούσιας ή εξαναγκασμένης εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του υπερθεματιστή και κυρίως σχετικά με την πληρωμή κ. δ) Αν η εκποίηση έγινε.χ. Κατά την εφαρμογή αυτού του μέσου της αναγκαστικής εκτελέσεως. ανάγονται συνήθως στην ορθότητα της διατυπώσεως του περιεχομένου του πίνακα. πιο πάνω §§ 448 επ.λπ. μολονότι δεν συντρέχουν μία ή περισσότερες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο. πιο πάνω § 441.§ 506 – Ελαττώματα κύριας διαδικασίας της εκτελέσεως για χρηματικές απαιτήσεις 609 και το κύρος της καθεμιάς αναγγελίας8. δ) Η μη κατάθεση των εγγράφων. 9. μπορεί να σημειωθούν ελλείψεις. γ) Η σύνταξη του πίνακα διανομής των εισοδημάτων του ακινήτου ή της επιχειρήσεως με ευθείες αποκλίσεις από τους σχετικούς ορισμούς του νόμου. β) Η μη τήρηση των διατυπώσεων και κατευθυντηρίων γραμμών που διαγράφονται από τον ΚΠολΔ. οι σπουδαιότερες των οποίων είναι οι επόμενες: α) Ο καθορισμός ή η επιβολή της αναγκαστικής διαχειρίσεως. μπορούν να προβάλλονται κατά του πίνακα (της) κατατάξεως. . β) Τα παραπάνω και άλλα συναφή και τυπικής φύσεως ή μορφής ελαττώματα μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση.λπ. τα οποία είναι πιθανό ότι θα προβάλλονται. που αποδεικνύουν την απαίτηση που αναγγέλλεται κ. τα σπουδαιότερα ελαττώματα. Οι σχετικές αντιρρήσεις προβάλλονται με ανακοπή. Πρβλ. γ) Η παράλειψη επιδόσεως της αναγγελίας σ' ένα ή περισσότερα πρόσωπα από αυτά που προβλέπονται στο νόμο.. ΙΑ) Αναγκαστική διαχείριση. είτε ως προς τα πρόσωπα και τις απαιτήσεις που κατατάσσονται. αν ασκηθεί.λπ. ε) Οι παραλείψεις ή παραβάσεις αυτές καθιστούν ελαττωματική τη διαδικασία της αναγκαστικής διαχειρίσεως. παραλείψεις. την αναγνώριση γενικών ή ειδικών προνομίων ή υποθηκών και της σειράς αυτών κ. παραλείψεις κ. δ) Η διανομή του καθαρού υπολοίπου των εισοδημάτων παραβλέποντας τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Είναι συνηθισμένο να προκαλούνται τυπικά ή ουσιαστικά ζητήματα νομιμότητας ως προς το συγχωρητό της επιβολής ή απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως και στη συνέχεια κατά τα διάφορα στάδια της εκτελέσεως 8. είτε ως προς το ποσό και τη σειρά της καθεμιάς κατατάξεως.λπ. Τα ελαττώματα αυτά αφορούν μόνον τη διανομή του πλειστηριάσματος. α) Ελλείψεις. εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνων δικαίου κ. ανακοπή και αυτή γίνει δεκτή στο σύνολό της ή μερικώς. αμέσως τουλάχιστον. Τα συγκεκριμένα ελαττώματα της διαδικασίας κατατάξεως δεν μπορούν να επιδράσουν. Ι) Σύνταξη και περιεχόμενο του πίνακα (της) κατατάξεως. που ορίζεται από τον ΚΠολΔ. Εκτός από τις ενδεχόμενες τυπικές ελλείψεις. μεταρρύθμιση ή αναμόρφωση του πίνακα κατατάξεως. ΙΒ) Προσωπική κράτηση. β) Η μη επίδοση της αναγγελίας εντός της προθεσμίας. Πρβλ. σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω9. στην κύρια διαδικασία της αναγκαστικής κατασχέσεως και του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Β) Την ίδια περίπου συνέπεια έχει η δικαστική αναγνώριση της επιβολής κατασχέσεως σε περιουσιακά αντικείμενα ή στοιχεία ακατάσχετα σύμφωνα με το νόμο.λπ. Τα ελαττώματα αυτά. . οδηγούν στην κήρυξη της προσωπικής κρατήσεως. γ) Αν τηρήθηκαν οι απαιτούμενες διατυπώσεις για τη σύλληψη και τη φυλάκιση. δ) Αν υπάρχει λόγος απολύσεως του κρατούμενου κ. Α) Η έλλειψη μιας ή περισσοτέρων προϋποθέσεων του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικότερα και της επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως ειδικά. Στις τελευταίες περιπτώσεις εφαρμόζεται το κοινό δίκαιο για τις δικονομικές ακυρότητες12.λπ. β) Αν υφίσταται λόγος απαλλαγής (του) συγκεκριμένου προσώπου από το μέτρο αυτό. όταν διαπιστωθεί κατάλληλα. Ι § 159. στην πρώτη περίπτωση. όχι μόνο την προδικασία ανίσχυρη αλλά και την ίδια την κυρία διαδικασία ανίσχυρη ή ουσιαστικώς άκυρη. επιφέρει την κήρυξη του ανισχύρου της κατασχέσεως που προαναφέρθηκε κ. όπως και (η έλλειψη των προϋποθέσεων) για καθένα από τα διάφορα είδη της και (η έλλειψη) των διατυπώσεων που επιβάλλονται κάθε φορά για την ολοκλήρωσή της. ενώ στη δεύτερη περίπτωση ως τυπικά άκυρης. ως μη νόμιμης ή ανίσχυρης. Διαφορετική είναι βεβαίως η κατάσταση. καθιστά όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Βλέπε πιο πάνω τ. πρέπει να κρίνεται σύμφωνα με 12. μετά την κατάλληλη διαπίστωσή τους. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις και σε άλλες συναφείς είναι δυνατό να μεσολαβούν ελαττώματα της επιβολής ή της διαδικασίας της προσωπικής κρατήσεως ουσιαστικής ή τυπικής φύσεως. καθώς συνιστά έλλειψη προϋποθέσεως του επιτρεπτού της επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως. Τα συνηθέστερα και ίσως δυσχερέστερα από τα ζητήματα αυτά είναι τα επόμενα: α) Αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επιτρεπτού της εφαρμογής της προσωπικής κρατήσεως. Τίτλος τέταρτος Συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων στην εκτέλεση για χρηματικές απαιτήσεις § 506 Α Ι) Για την επιβολή της κατασχέσεως. αν τηρήθηκαν κατ' αρχήν. περιλαμβανομένων και των διατυπώσεων που διαγράφονται για την ολοκλήρωση και τη γνωστοποίησή της. Γ) Η μη τήρηση της συνήθους προδικασίας και των προσθέτων διατυπώσεων που επιβάλλονται για την συμπλήρωσή της. αλλά έχει εμφιλοχωρήσει στις σχετικές μ' αυτήν πράξεις κάποια τυπικής φύσεως παράβαση. η προδικασία και οι πρόσθετες διατυπώσεις που την ολοκληρώνουν.610 § 506 Α – Συνέπειες υπάρξεως ελαττωμάτων στην εκτέλεση για χρηματικές απαιτήσεις της. Δ) Η ύπαρξη τυπικών ελαττωμάτων κατά τη διαδικασία της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως. επηρεάζουν την υπόσταση και 13. εφόσον για τη συγκεκριμένη παράβαση απαγγέλλεται ρητά η δικονομική ακυρότητα ή επιτρέπεται αναψηλάφηση ή αναίρεση ή αν επήλθε δικονομική βλάβη που δεν μπορεί να θεραπευθεί αλλιώς κ. Βλ.. Β) Δεν μπορεί όμως να λεχθεί το ίδιο και σχετικά με το εμπρόθεσμο ή τη σύμφωνη με όλους τους τύπους διενέργεια των παραπάνω πράξεων ή την παράλειψη της τηρήσεως των επιπροσθέτων διατυπώσεων που ενδεχομένως επιβάλλονται από τους αρμοδίους υπαλλήλους. υποσημ. III) Για τη διεξαγωγή του αναγκαστικού πλειστηριασμού.λπ.§ 506 Α – Συνέπειες υπάρξεως ελαττωμάτων στην εκτέλεση για χρηματικές απαιτήσεις 611 τους ορισμούς του κοινού δικαίου13 για τις δικονομικές ακυρότητες. Πρβλ.χ. Τα ελαττώματα αυτά.χ. η παραδοχή των προσφορών που γίνονται κατά τον προσήκοντα τρόπο και η κανονική διεξαγωγή της πλειοδοσίας. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω πολλές φορές ενδείκνυται τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική πλευρά να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών ελαττωμάτων15. Προσθέτως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες από τον ΚΕΔΕ ή άλλα ειδικά νομοθετήματα απαγγελλόμενες κυρώσεις (π. .λπ. η απόκρουση χωρίς νόμιμο λόγο προσφορών ενός ή περισσοτέρων που επιθυμούν να πλειοδοτήσουν κ. συνιστούν βασικά και ουσιώδη ελαττώματα της διεξαγωγής του αναγκαστικού πλειστηριασμού. οι οποίες συνιστούν την ουσία της διεξαγωγής του πλειστηριασμού. λόγω μη επιδόσεως προς το ΝΑΤ κ.λπ. η μη δημοσίευση περιλήψεως του παραπάνω προγράμματος στον τύπο και η παράλειψη διενέργειας των κηρύξεων που επιβάλλονται. Τα ελαττώματα αυτά. που συνδέονται με την υπόσταση αυτού και δεν συγκαταλέγονται στις απλές διατυπώσεις ή στη διαδικασία.λπ. Τα ελαττώματα αυτά συνεπάγονται το ανίσχυρο ή την ακυρότητα του πλειστηριασμού για ουσιαστικούς λόγους. 12. η μετά τη διαπίστωση της συνδρομής όλων των προϋποθέσεων (θετικών και αρνητικών) προκήρυξη για την έναρξη της πλειοδοσίας. παραπομπή στην υπος. Α) Η παράλειψη συντάξεως και επιδόσεως του προγράμματος πλειστηριασμού (αρχικού ή επαναληπτικού) στα πρόσωπα που προβλέπονται από τον ΚΠολΔ και άλλα νομοθετήματα. τα οποία δεν είναι χωρίς σημασία. δηλαδή επιφέρει κήρυξη ακυρότητας της κατασχέσεως που επιβλήθηκε. όπως αναφέρθηκε. Α) Η παράλειψη της διενέργειας των πράξεων εκείνων. όπως π. 15.χ. αποτελούν. 14. ανάγονται στον τύπο των συγκεκριμένων πράξεων ή γενικότερα στη διαδικασία και για το λόγο αυτό πρέπει να κρίνονται σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου για τις δικονομικές ακυρότητες14. και πολύ περισσότερο η θετική παράβαση των διατυπώσεων αυτών. 12. ελαττώματα. ουσιώδη ελαττώματα της διενέργειας του πλειστηριασμού. τουλάχιστον κατ' αρχήν. ΙΙ) Για την προδικασία και τις προπαρασκευαστικές διατυπώσεις του πλειστηριασμού. η τήρηση του χρόνου της κ. όπως λ.). τότε επιφέρουν το ανίσχυρο ή την ουσιαστική ακυρότητα του πλειστηριασμού. κρίση για διενέργεια αναπλειστηριασμού δεν μπορεί. 18. Βλέπε παραπομπή στην υποσημ. πρόκληση φόβου κ. Α) Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επαναληφθούν όσα εκτίθενται παραπάνω στο αντίστοιχο θέμα της διεξαγωγής του πλειστηριασμού. είναι προφανές. Β) Οι συνέπειες άλλων τυπικής φύσεως ελαττωμάτων καθορίζονται σύμφωνα με το κοινό δίκαιο των δικονομικών ακυροτήτων19. που αναφέρονται παραπάνω και των οποίων η συνδρομή είναι απαραίτητη για την ελεύθερη ή εξώδικη εκποίηση του κατασχεθέντος πράγματος από την υπάλληλο του πλειστηριασμού. Τα ελαττώματα αυτά δεν μένουν χωρίς σημασία και συνέπειες. 19. Βλ. Α) Αν κά16. που αφορούν τον τύπο των επιμέρους πράξεων και την εξωτερική πορεία της διαδικασίας. Συνήθως πρέπει να συμβαίνει το δεύτερο.). 17. Β) Η λανθασμένη. 12. 12. Β) Στις υπόλοιπες περιπτώσεις οι συνέπειες των ελαττωμάτων κρίνονται με βάση τους κανόνες που ισχύουν για τις δικονομικές ακυρότητες18. να έχει συνέπειες για την ισχύ ή το κύρος του αναπλειστηριασμού. Α) Αν τα ελαττώματα που εμφανίζονται στις περιπτώσεις αυτές είναι βασικής σημασίας για την υπόσταση και την ουσία του πλειστηριασμού. άσκηση βίας. παραπομπή στην υποσημ. VII) Για θέματα εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του υπερθεματιστού. Γ) Σχετικά με τις αμφισβητήσεις. IV) Για την αναβολή. να λεχθεί το ίδιο και για τα ελαττώματα. Βλ. ενδεχομένως. αναστολή ή επανάληψη του πλειστηριασμού. 12. VI) Για τη διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού. αλλά από τη φύση τους οι συνέπειες αυτές θα πρέπει να συνάγονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν γενικότερα για τις δικονομικές ακυρότητες16. παραπομπή στην υποσημ.λπ. . V) Για την ελεύθερη ή εξώδικη εκποίηση το κατασχεθέντος πράγματος.612 § 506 Α – Συνέπειες υπάρξεως ελαττωμάτων στην εκτέλεση για χρηματικές απαιτήσεις την ουσία του πλειστηριασμού και επιφέρουν το ανίσχυρο ή την ακυρότητα αυτού για λόγους ουσιαστικούς. Β) Δεν μπορεί όμως. πιο πάνω § 433. Βλ. οι οποίες δημιουργούνται ως προς το επιτρεπτό της προσβολής του πλειστηριασμού λόγω απομακρύνσεως προσώπων που έχουν πρόθεση να πλειοδοτήσουν με αθέμιτα μέσα (δόλιες ενέργειες. Α) Εφόσον το ελάττωμα προέρχεται από την έλλειψη μιας από τις προϋποθέσεις. πράγμα το οποίο μπορεί να συμβαίνει σε περίπτωση επαναλήψεως του πλειστηριασμού λόγω αποτυχίας αυτού που ορίστηκε αρχικά. γίνεται λόγος παραπάνω17. αλλά είναι πιθανό να δημιουργηθεί ευθύνη (ποινική και πειθαρχική) για παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωση για παροχή αποζημιώσεως για τις ζημιές που προκλήθηκαν από την παραπάνω συμπεριφορά. ότι επέρχεται το ανίσχυρο ή η ουσιαστική ακυρότητα της εκποιήσεως. Σε κάθε άλλη περίπτωση επέρχονται. Σε αντίθετη περίπτωση εφαρμόζονται όσα ισχύουν για τις δικονομικές ακυρότητες. ώστε να επιφέρει τις περισσότερες φορές το ανίσχυρο ή την ουσιαστική ακυρότητα των πράξεων. mutatis mutandis.. σχετικές με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του υπερθεματιστού. τα οποία είναι πιθανό να παρεμβάλλονται κατά τη σύνταξη κ. Χ) Για τη σύνταξη κ. μπορούν να επαναληφθούν. επιφέρουν το ανίσχυρο ή την ουσιαστική ακυρότητα των αντιστοίχων πράξεων. εφόσον τα ελαττώματα είναι τυπικής φύσεως ή διαδικαστικά. τότε εφόσον τα ελαττώματα στις περιπτώσεις αυτές ανάγονται στην ουσία των πράξεων επιφέρουν συνήθως το ανίσχυρο ή την ακυρότητα για ουσιαστικούς λόγους. Β) Στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι πιθανό να εμφανίζονται ελαττώματα τυπικής φύσεως. Α) Αν τα ελαττώματα που προβάλλονται ανάγονται σε παραλείψεις ή βασικές ελλείψεις στοιχείων. ΧΙ) Για την αναγκαστική διαχείριση. Β) Περιπτώσεις τυπικών ελαττωμάτων και συνεπώς εφαρμογής. τότε επέρχεται το ανίσχυρο ή η ουσιαστική ακυρότητα της αναγκαστικής διαχειρίσεως. Β) Αν τα ελαττώματα ανάγονται απλώς στον τύπο των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων και γενικότερα στη διαδικασία εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις δικονομικές ακυρότητες. είναι ελαττωματικές για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω.λπ. οι προβλεπόμενες από το νόμο συνέπειες. ΙΧ) Για τη διαδικασία κατατάξεως και διανομής του πλειστηριάσματος. του πίνακα (της) κατατάξεως. Η σημασία των ελαττωμάτων. Όσα εκτίθενται παραπάνω για τις συνέπειες της υπάρξεως ελαττωμάτων σε ενέργειες σχετικές με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του υπερθεματιστού. Α) Κατ' αρχήν τα σχετικά με τα θέματα αυτά ελαττώματα. που συνιστούν προϋποθέσεις για να τεθεί παραδεκτά κάποιο ακίνητο ή επιχείρηση σε αναγκαστική διαχείριση ή στοιχείων που προσδιορίζουν την κύρια και ουσιώδη λειτουργία της.§ 506 Α – Συνέπειες υπάρξεως ελαττωμάτων στην εκτέλεση για χρηματικές απαιτήσεις 613 ποιες πράξεις θετικής ή αρνητικής μορφής. ενδεχομένως. Α) Καθώς η . εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. του πίνακα (της) κατατάξεως. ΧΙΙ) Για την απαγγελία και την εκτέλεση της προσωπικής κρατήσεως. VIII) Για ζητήματα ασκήσεως των δικαιωμάτων του υπερθεματιστού. που ανάγονται στην άσκηση των δικαιωμάτων του υπερθεματιστού. και για τα ζητήματα που αναφύονται σε σχέση με τα ελαττώματα πράξεων κ.λπ. των διατάξεων για τις δικονομικές ακυρότητες πολύ σπάνια εμφανίζονται.λπ. καθώς θα ανάγονται στην ουσία των διαφόρων πράξεων. είναι συνήθως τόσο βασική. αλλιώς ισχύουν όσα εκτίθενται παραπάνω για τις υπόλοιπες όμοιες περιπτώσεις. ακυρώνεται και πάλι η εκτέλεση με συνέπεια την απόλυση του οφειλέτη. με δικαστική απόφαση. αν αυτός κρατείται. μετά την παραδοχή των οποίων. που ενδεχομένως κρατείται. την κράτηση του οφειλέτη ή την απόλυσή του. προβάλλονται και με αντιρρήσεις. όπως σημειώνεται και παραπάνω20. εφόσον τα ελαττώματα αναφέρονται στο επιτρεπτό της προσωπικής κρατήσεως. ενώ αν υπάρχει τυπικό ελάττωμα κάποιας πράξεως. Γ) Στις υπόλοιπες περιπτώσεις οι ενδεχόμενες ευθύνες ρυθμίζονται από το ισχύον δίκαιο. 20.614 § 506 Α – Συνέπειες υπάρξεως ελαττωμάτων στην εκτέλεση για χρηματικές απαιτήσεις προσωπική κράτηση απαγγέλλεται. Β) Αν τα ελαττώματα αφορούν την εκτέλεση της προσωπικής κρατήσεως. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί η ύπαρξη τους κηρύσσεται ανίσχυρη η απαγγελία της προσωπικής κρατήσεως και διατάσσεται η απόλυση του καθού η εκτέλεση. κηρύσσεται ανίσχυρη ή ουσιαστικά άκυρη η εκτέλεση και διατάσσεται η απόλυση του κρατουμένου. Βλέπε πιο πάνω § 488. . τα ελαττώματα που αφορούν τις προϋποθέσεις και την απαγγελία της πρέπει να προβάλλονται με τα ένδικα μέσα (τακτικά ή έκτακτα) που προβλέπονται κάθε φορά από το νόμο. εφόσον ισχυρίζεται και αποδεικνύει. ΙΙΙ) Ιδιομορφίες των συνεπειών της ελαττωματικότητας της εκτελέσεως. Β) Κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως νομιμοποιείται. ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ* Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 507 *Ειδική βιβλιογραφία: Goldschmidt J. πιο πάνω §§ 2. 371 επ. . Hendel Maxim: Rechtsschutz gegen abgeirte Zwangsvollstreckung nach dem österreichischen und deutschen Recht (1914). να εναντιωθεί με άσκηση ανακοπής και τρίτος. να λάβει χώρα ευθύς αμέσως μετά την έναρξή της υπό ορισμένες όμως προϋποθέσεις (και) πριν από την έναρξή της. 371 επ. τη λειτουργία και κάποια άλλα σημεία για τα οποία γίνεται λόγος πιο κάτω. Ι) Εισαγωγή: Α) Όπως αναπτύχθηκε πιο πάνω1 ο καθου η εκτέλεση (οφειλέτης) ή σε περίπτωση αναγκαστικής κατασχέσεως ενυπόθηκων ακινήτων κλ. μεταξύ των ανωτέρω πιο πάνω ενδίκων βοηθημάτων υφίστανται ουσιώδεις διαφορές όχι μόνο ως προς τα υποκείμενα αλλά και ως προς τις προϋποθέσεις (ουσιαστικής και τυπικής φύσεως). ενώ δηλαδή απλώς απειλείται. ΙΙ) Χρόνος προσβολής της εκτελέσεως. τα διάφορα ελαττώματα της αναγκαστικής 1. υπό ορισμένες προϋποθέσεις. 366 επ. εκτός από τα υποκείμενα της (δηλαδή του επισπεύδοντος και του καθού η εκτέλεση)2. Γ) Όπως όμως συνάγεται απ' αυτά που ήδη αναφέρονται πιο πάνω. πιο πάνω §§ 366 επ. γιατί είναι ελαττωματική από θετική ή αρνητική πλευρά. Η προσβολή της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι δυνατό. Βλ.π.: Ungerechtfertigter Vollstreckungsbetrieb (1910). πιο πάνω §§ 3. όπως αναπτύσσεται στα σχετικά σημεία3. Βλ. πιο πάνω §§ 4. και μετά το τέλος της μέχρι την πάροδο ορισμένης προθεσμίας από την περάτωσή της. και ο τρίτος (κύριος ή διακάτοχος) δικαιούται να ασκήσει με ανακοπή αντιρρήσεις κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. πιο κάτω § 513. 501 επ. ότι αυτή δεν γίνεται ή δεν έγινε νόμιμα. Βλ. Α) Όπως ήδη παρατηρήθηκε4 κατ' επανάληψη.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ. Βλ. 366 επ. αλλά πρέπει να απαγγελθεί με δικαστική απόφαση κατόπιν διαπιστώσεως της συνδρομής των όρων του νόμου. είναι δυνατό να προβληθούν αντιρρήσεις με άσκηση ανακοπής των άρθρ. Τίτλος Δεύτερος Ανακοπή (ή αγωγή) ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως. πιο πάνω §§ 366 επ. εφόσον παρεμβληθεί το ελάττωμα της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικά ή της συγκεκριμένης πράξεως ειδικά. Ένδικα μέσα εκτελέσεως επιφέρουν άλλοτε μεν το ανίσχυρο ή (την) ακυρότητα ουσιαστικού περιεχομένου και άλλοτε δε δικονομική ακυρότητα σύμφωνα μ' αυτά που αναπτύσσονται ειδικότερα στα σχετικά σημεία. γιατί με τις διατάξεις που αναφέρονται καθιερώνονται προθεσμίες. Δ) Η τελεσίδικη απόφαση η οποία στηρίζεται σε ελάττωμα που επιφέρει το ανίσχυρο και η οποία δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή ή ανακοπή κατά της εκτελέσεως κλ. 6. και υφίσταται το ελάττωμα. ΚΠολΔ δεν επιτρέπει την αποδοχή αυτής της απόψεως. η διατύπωση των άρθρ. στάδια και τρόποι προσβολής. τόσο κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικά όσο και κατά κάποιου ειδικού τμήματός της. ακόμη και αν έχει λάβει χώρα η παράλειψη κλ. Β) Οι διαφορές μεταξύ αυτών των δύο κυρώσεων ή συνεπειών είναι εμφανείς. 933 (995) επ.5. Απόφαση.616 § 508 – Ανακοπή ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως. 583 (601) επ. Απόφαση. . δεν επέρχεται αυτοδικαίως. Β) Με την επιφύλαξη των χρονι5. Άλλως έχει το πράγμα. ενώ η δικονομική ακυρότητα πηγάζει από ελάττωμα που έγκειται στον τύπο της διαδικαστικής πράξεως ή της διαδικασίας γενικά. Βλ. Ένδικα μέσα § 508 I) Εισαγωγή: Α) Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω. ΚΠολΔ. πιο πάνω §§ 501 επ. Δικαιολογείται ίσως από νομοθετικής πλευράς και από θεωρητική άποψη αυτή η νομοτεχνική απόκλιση για λόγους ασφαλείας των συναλλαγών και εξασφαλίσεως της δημοσιότητας. Ειδικότερα: α) Το ανίσχυρο ή η ουσιαστική ακυρότητα θα έπρεπε να επέρχεται αυτοδικαίως.π. Αλλά όπως παρατηρήθηκε πιο πάνω6. β) Αντίθετα η δικονομική ακυρότητα. Γ) Το ανίσχυρο είναι συνέπεια της συνδρομής που αφορά την ουσία της εκτελέσεως (ή) ορισμένου τμήματός της ή συγκεκριμένης πράξεώς της.π. παράγει ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς την ουσία της ενόψει του λόγου της προσβολής. Βλ. η οποία από πολλές πλευρές κρίνεται απαραίτητη. ως προς την τελεσίδικη απόφαση η οποία αποφαίνεται σε περίπτωση προσβολής της εκτελέσεως τμήματος η συγκεκριμένης πράξεως της για ελάττωμα που οδηγεί σε κήρυξη δικονομικής ακυρότητας. καθώς και κατά κάθε συγκεκριμένης πράξεώς της. των περί ων πρόκειται ελαττωμάτων της αναγκαστικής εκτελέσεως χωρίς τη διάκριση που σημειώθηκε. Έννομο συμφέρον για προσβολή της εκτελέσεως ή συγκεκριμένης πράξεώς της έχει π. ουσιαστικής ή τυπικής ακυρότητας αυτής της διαδικασίας που συντελέσθηκε συνολικά ή κατά τμήματα. Βλ. όπως ή πρόσκληση για πληρωμή του εκπλειστηριάσματος ή επιταγή προς πληρωμή που γράφονται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου. τα οποία σύμφωνα μ' αυτά που αναπτύχθηκαν πιο πάνω είναι δυνατό να επιφέρουν την κήρυξη ή απαγγελία του ανίσχυρου ή της ακυρότητας της προσβαλλομένης διαδικασίας ή πράξεως – επιτρέπεται να ασκηθεί κατά μίας ή περισσοτέρων πράξεων καθώς και κατά του συνόλου της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτελεί και νομιμοποιητική λειτουργία8. ο καθού η εκτέλεση (οφειλέτης ή τρίτος κύριος ή διακάτοχος στην κατάσχεση ενυποθήκου ακίνητον).χ. εκτός αν επικαλείται λόγο ανισχύρου ή ακυρότητα όλης της διαδικασίας ή συγκεκριμένης πράξεώς της. Πρβλ. Ένδικα μέσα 617 κών και σταδιακών περιορισμών που μνημονεύονται και πιο κάτω7. Εξαιρείται ο αρχικός επισπεύδων ή όποιος συνέχισε με υποκατάσταση τη διαδικασία της εκτελέσεως. 933 (996) § 1 ΚΠολΔ. Τελικά η νομολογία είχε υιοθετήσει αυτή τη λύση. χωρίς να ενδιαφέρει το κατά ποίου από τους δύο στράφηκε η αναγκαστική εκτέλεση (κυρίως) στις τελευταίες δύο περιπτώσεις. που περιέχει υπόσχεση πληρωμής του αναφερθέντος χρέους ή εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως που περιέχει καταδίκη προς εκπλήρωση της πιο πάνω υποχρεώ7. δικαιούται και νομιμοποιείται να προβάλει με ανακοπή ή αγωγή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. η οποία δεν προέρχεται από πράξη ή παράλειψή του. 10. ο δανειστής όσες φορές ασκεί ανακοπή κατά της αναγκαστικής κατασχέσεως που επιβλήθηκε σε περιουσιακό στοιχείο του καθού η εκτέλεση προκειμένου να υποστηρίξει το κύρος όμοιας κατασχέσεως που επιβλήθηκε απ' αυτόν στο ίδιο αντικείμενο μεταγενέστερα9. Απόφαση. Με βάση το προηγούμενο δίκαιο επικρατούσε αμφισβήτηση γι' αυτήν την εξουσία του δανειστή. το οποίο προέρχεται από το απόσπασμα της εκθέσεως του αναπλειστηριασμού ή της συμβολαιογραφικής πράξεως. γι' αυτή την έννοια πιο πάνω τ. 8. πιο πάνω §§ 435 επ. 9. και κάτω §§ 366 επ. Γ) Αντιρρήσεις κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως που άρχισε και συνεχίζεται ή λόγους ανισχύρου. ανακοπή – η οποία στηρίζεται σε λόγους που αφορούν τα ελαττώματα. Bλ.§ 508 – Ανακοπή ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως. Α) Όπως εκτέθηκε πιο πάνω10. ΙΙ) Άμυνα του υπερθεματιστή κατά των πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως που στρέφεται εναντίον του. εναντίον του υπερθεματιστή είναι δυνατό να διενεργηθούν περισσότερες από μια πράξεις προπαρασκευαστικές της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ι §§ 122 και 123. . καθώς και κάθε δανειστής του καθού η εκτέλεση που έχει έννομο συμφέρον. αν αυτή η νομιμοποίηση του υπερθεματιστή φθάνει μέχρι το σημείο της προσβολής του πλειστηριασμού ως άκυρου. Θα ανοιγόταν ίσως με αυτή τη μέθοδο ευρύ στάδιο παρελκύσεως της διαδικασίας της εκτελέσεως και πολλές φορές ματαιώσεως του σκοπού της. σε περίπτωση παραδοχής της αγωγής. 933-935 (995-997) ΚΠολΔ.618 § 508 – Ανακοπή ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως. 583 (601) και αφετέρου ιδίως των άρθρ. πιο πάνω § 363. Ένδικα μέσα σεως κ. Ως σύνηθες επιχείρημα προς υποστήριξη αυτής της γνώμης αναφέρεται η έλλειψη εννόμου συμφέροντος από την πλευρά του υπερθεματιστού. Γ) Γεννάται όμως το ζήτημα που εμφανίσθηκε και με βάση το προηγούμενο δίκαιο. καταδίκη σε αποκατάσταση των επελθουσών ζημιών δεν θα μπορούσε να επεκταθεί πέραν της χρηματικής αποζημιώσεως και να περιλάβει και την in natura αποκατάσταση. Εξάλλου όμως είναι δυνατό να παρατηρηθεί. Απόφαση. Για τη δυνατότητα της προσβολής αυτής της προσφοράς γίνεται λόγος πιο πάνω11 στις παραγράφους για τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού και της πλειοδοσίας. ότι ο υπερθεματιστής δεν στερείται το δικαίωμα να εγείρει αγωγή αποζημιώσεως με τους όρους του κοινού δικαίου. δηλαδή ακύρωση του πλειστηριασμού. αλλά είναι και αντίθετη προς τη φύση της αναγκαστικής εκτελέσεως και ιδίως του αναγκαστικού πλειστηριασμού. 11.λ. είναι φανερό ότι ο υπερθεματιστής δικαιούται να προβάλει αντιρρήσεις και να ασκήσει ανακοπή με τις προϋποθέσεις και με τις διατυπώσεις αφενός του άρθρ. Όμως η. Θα εμφανιζόντουσαν άλλωστε και δυσχέρειες τηρήσεως των διατάξεων για τα χρονικά όρια προβολής των διαφόρων πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως ενδεχομένως δε και της προσήκουσας σταδιακής προσβολής των λόγων ακυρώσεώς της. Κατά κανόνα τουλάχιστον ορθότερη φαίνεται (να είναι) η γνώμη που λύει αυτό το ζήτημα αρνητικά. Πρβλ. η οποία όπως λέχθηκε12 διέπει με ιδιότυπη μορφή νομικώς τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αλλά και από νομοθετική άποψη δεν θα ενδεικνυόταν η αναγνώριση παρόμοιας εξουσίας στον υπερθεματιστή. Β) Κατά όλων αυτών των πράξεων.π. ότι σοβαρό κώλυμα γι' αυτό απορρέει από την αρχή της δημοσιότητας. Η επίκληση εξάλλου των γενικών διατάξεων περί προσβολής της ακυρότητας των δικαιοπραξιών δεν είναι δυνατόν να στηρίζει σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της αντίθετης λύσεως. Βλ. οι οποίες αποτελούν ή δημιουργούν παρεμπίπτουσες διαδικασίες εκτελέσεως στο πλαίσιο της γενικής διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. . Είναι δυνατόν να λεχθεί.. πιο πάνω §§ 414-415 και επ. Η τέτοιου είδους αναδρομή της αποκαταστάσεως στο παρελθόν όχι μόνο δεν έχει στήριγμα στο θετικό δίκαιο. Περισσότερο ίσως θα συντελούσε στην παραδοχή αυτής της απόψεως η ιδιάζουσα φύση της αναγκαστικής εκτελέσεως και συγκεκριμένα του αναγκαστικού πλειστηριασμού. 12. Η καθ' ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα για εκδίκαση της αγωγής ή της ανακοπής περί ακυρώσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού και γενικά της αναγκαστικής εκτελέσεως καθορίζεται με βάση τους κανόνες. 17.Ε. πιο πάνω §§ 368-369. Β) Η περί ακυρώσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αγωγή ή ανακοπή είναι σύμφωνα με τον ΚΠολΔ14 απαράδεκτη. 1074. . ή στις προϋποθέσεις του παραδεκτού ή επιτρεπτού της διαδικασίας που αναφέρθηκε ή στο κύρος των επιμέρους πράξεων αυτής ή όλης της διαδικασίας γενικότερα. 1141 Α. 14. όπως παρατηρήθηκε και πιο πάνω13. αν απορριφθεί η σχετική αγωγή ή ανακοπή ως απαράδεκτη για το λόγο που αναφέρθηκε.Ε. IV) Χρόνος προβολής. πιο πάνω § 368. όπως αναφέρθηκε. όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτέλεσης». να προταθούν ή να διατυπωθούν ως λόγοι ανακοπής παράπονα που ανάγονται στην ύπαρξη ή στο κύρος της απαιτήσεως ή στην άσκηση του δικαιώματος. 933 (995) και 935 (997) ΚΠολΔ. αν δεν εγγραφεί στο βιβλίο διεκδικήσεων της περιφέρειας της τοποθεσίας του ακινήτου εντός (προθεσμίας) τριάντα ημερών από την κατάθεσή της. σε συνδυασμό με αυτούς. V) Καθ' ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα. Γ) Στην περίπτωση αυτή. όπως σημειώθηκε και στο γενικό μέρος. Α) Η προβολή των πιο πάνω λόγων της ανακοπής υπόκειται. Κατά των πράξεων που προσβάλλονται σύμφωνα μ' αυτά που εκτίθενται πιο πάνω ή γενικά κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι δυνατό. πιο πάνω §§ 368-369. Η πρώτη διάταξη καθορίζει. και με την επιφύλαξη των περιορισμών της προσβολής ορισμένων ισχυρισμών που αφορούν την ουσία της υποθέσεως και ειδικά την εξόφληση της απαιτήσεως. Απόφαση. Βλ. χρονικά διαστήματα.Δ. ενώ η δεύτερη θεσπίζει το συγκεντρωτικό σύστημα ή σύστημα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι και ορίζει ότι. Ένδικα μέσα 619 ΙΙΙ) Λόγοι ανακοπής. ΙΙ § 293. υπέρ της οποίας χωρεί η εκτέλεση.Πολ. νέα αγωγή ή ανακοπή επιτρέπεται εντός της προθεσμίας του άρθρ. Πρβλ. 15. στους χρονικούς και σταδιακούς περιορισμούς που διατυπώνονται στα άρθρ. Σ. οι οποίοι ισχύουν στις δίκες περί την εκτέλεση16. Βλ. που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933. όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη. Συμπληρωματικά έχουν εφαρμογή. Bλ. είναι απαράδεκτοι. «λόγοι ανακοπής. πιο πάνω τ. πέραν των οποίων δεν είναι δυνατό να προταθούν ως λόγοι αντιρρήσεων ή ανακοπής ορισμένα ελαττώματα της αναγκαστικής εκτελέσεως. 934 (996) ΚΠολΔ για την οποία γίνεται λόγος πιο πάνω15. οι διατάξεις. 13. 16. ΚΠολΔ 1010 (1074) Σχ. οι οποίες ρυθμίζουν τα των ανακοπών κατά δικαστικών και εξωτερικών πράξεων17. για την ικανοποίηση του οποίου διενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση.§ 508 – Ανακοπή ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ι §§ 175 και 176. 20. Ειδικός λόγος. πιο πάνω τ. κατά της εκτελέσεως. Βλ. Τίτλος Τρίτος Νομική φύση της αποφάσεως που αποφαίνεται επί της ανακοπής κ. η απόφαση που δέχεται την ανακοπή κατά της εκτελέσεως είναι αναγνωριστική ή βεβαιωτική. 19. σε ποιά κατηγορία από τη γνωστή διάκριση των δικαστικών αποφάσεων σε αναγνωριστικές ή βεβαιωτικές. καταψηφιστικές ή περί καταδίκης. η οποία δεν επιτρέπεται ούτε πρωτοδίκως ούτε κατ' έφεση. 21. Γεννάται το ζήτημα. Α) Σύμφωνα με κάποια γνώμη. να συντρέχει.λπ. εννοείται. Β) Η εκδίκαση της πιο πάνω αγωγής ή ανακοπής γίνεται όπως και σε περίπτωση κάθε άλλης αγωγής ή ανακοπής κατά τη γενική ή τακτική διαδικασία. κατά το Γ. διαπλαστικές ή διαμορφωτικές21 είναι δυνατό να υπαχθεί η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα ή που ακυρώνει κάποια πράξη ή περισσότερες διαδικασίες της αναγκαστικής εκτελέσεως ή κάποιο τμήμα της ή ολόκληρη τη διαδικασία. Πρβλ. όπως και κάθε άλλη ανακοπή κατά δικαστικής ή εξωδίκου πράξεως με τις διατάξεις που ισχύουν και εφαρμόζονται για την άσκηση και εισαγωγή της αγωγής προς συζήτηση18. ΙΙ) Οι διάφορες απόψεις. Η προθεσμία και η άσκηση της εφέσεως δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της αποφάσεως20. πιο πάνω §§ 366-367. Ράμμο. δε φαίνεται. VIII) Ένδικα μέσα κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής. ΙΙ § 293 τ. αν είναι δυνατή ή μάλλον αν επιτρέπεται η (αντικειμενική) σώρευση της μιας από τις πιο πάνω ανακοπές με κάποια αγωγή του κοινού δικαίου. Η απόφαση που εκδίδεται επί της πιο πάνω ανακοπής που τη δέχεται ή την απορρίπτει υπόκειται σε ένδικα μέσα τακτικά και έκτακτα. που να επιβάλει η απλά να δικαιολογεί την αρνητική απάντηση. συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της αντικειμενικής σωρεύσεως των αγωγών. Νομικός χαρακτήρας της αποφάσεως που κηρύσσει την ακυρότητα ή που ακυρώνει τη διαδικασία της εκτελέσεως ή κάποια πράξη της § 509 Ι) Εισαγωγή. VII) Αντικειμενική σώρευση της αγωγής ή ανακοπής περί ακυρώσεως της εκτελέσεως με άλλη αγωγή η ανακοπή.620 § 509 – Νομική φύση της αποφάσεως για την ανακοπή VII) Διαδικασία. Ι § 201. Γεννάται ζήτημα. . Βλέπε σχετικά πιο πάνω § 372. ΚΠολΔ 937 (999) § 3. ενώ εφαρμόζονται ορισμένοι ειδικοί κανόνες19. εκτός από την ανακοπή ερημοδικίας. εφόσον. Βλέπε για τη διάκριση αυτή πιο πάνω τ. γιατί διαπιστώ18. Μόνο από τις περιστάσεις που συντρέχουν είναι δυνατό να αποκλείεται η σώρευση. Α) Η αγωγή ή ανακοπή κατά της εκτελέσεως ασκείται και εισάγεται προς συζήτηση. λπ. πολύ δε περισσότερο η ακυρωσία δεν επέρχεται αυτοδικαίως αμέσως μόλις παρεμβληθεί το ελάττωμα αλλά πρέπει κατά το ισχύον δίκαιο να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση. η οποία θα γίνει δεκτή.λπ.λπ. η οποία θα μπορούσε να γίνει δεκτή και που συνάγεται από τη φύση των πραγμάτων και τη δομή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. λόγω του οποίου απαγγέλθηκε η ακυρότητα κ.λπ.λπ. πιο πάνω § 508. ως προς αυτό το ζήτημα εξαρτάται και η αντιμετώπιση του ζητήματος για την αναδρομή ή μη των συνεπειών της ανωτέρω αποφάσεως σε χρόνο πριν την τελεσιδικία ή την έκδοσή της και συγκεκριμένα στο χρόνο. ενώ παράλληλα δημιουργείται νέα κατάσταση. σύμφωνα μ' αυτά που εκτίθενται πιο πάνω22.§ 509 – Νομική φύση της αποφάσεως για την ανακοπή 621 νει και βεβαιώνει ή κηρύσσει υφιστάμενη ακυρότητα κ. ότι πρόκειται για ακυρότητες κ. σύμφωνα με αυτά που αναπτύσσονται πιο πάνω23. πιο πάνω § 503. εφόσον προσβάλλονται κάθε φορά εγκαίρως (σταδιακά και συγκεντρωτικά) και προσηκόντως. σύμφωνα με την οποία πρόκειται για διαπλαστική ή διαμορφωτική απόφαση. ότι πρόκειται για διαπλαστική απόφαση. η ακυρότητα ή η ακυρωσία τα ελαττώματα καλύπτονται. μια πράξη. Β) Ακυρότητα κ.λπ. γιατί με αυτή εκμηδενίζεται και καθίσταται και εξωτερικώς ανίσχυρη η ελαττωματική πράξη κλπ. Η ακυρότητα κ.) Ε) Από το διαπλαστικό ή διαμορφωτικό χαρακτήρα των αναφερθέντων αποφάσεων είναι δυνατό να θεωρηθεί.λπ. ότι συνάγεται περαιτέρω η έναντι πάντων απόδειξη του γεγονότος της α22. δηλαδή μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται υφιστάμενη κατάσταση. Δ) Η θεωρητική και πρακτική σημασία της αμφισβητήσεως που εκτέθηκε είναι πρόδηλη. γιατί κατά γενικό κανόνα οι δικονομικές ακυρότητες κ. ότι αφού κηρυχθεί άκυρη κ. Λαμβανομένου υπόψη. Πρβλ. και μάλιστα εγκαίρως και προσηκόντως. απαγγέλλονται με δικαστική απόφαση και ως εκ τούτου είναι συνεπές να ενεργούν για το μέλλον. Γ) Άλλοι υποστηρίζουν και δέχονται. ως συνέπεια ελαττώματος της προσβαλλόμενης πράξεως κ.λπ. Αν δεν προβληθούν. . Βλ.λπ.. της εκτελέσεως θα πρέπει να θεωρηθεί. ότι ορθότερη είναι η δεύτερη από τις πάνω απόψεις. κατά τον οποίο έλαβε χώρα το ελάττωμα. Η μόνη αναδρομή. 23. οι χρονικά μεταγενέστερες πράξεις που στηρίζονται στην πράξη αυτή και που λαμβάνουν χώρα στη συνέχεια λόγω της ελλείψεως νομίμου ερείσματος. θα είναι αυτή που φθάνει στο χρονικό της εμπρόθεσμης (σταδιακά και συγκεντρωτικά) και προσήκουσας προβολής του ελαττώματος (με άσκηση της ανακοπής κ. Εκτός των άλλων από τη λύση. υπήρχε από τη στιγμή που εμφιλοχώρησε το ελάττωμα και απλώς κηρύσσεται εκ των υστέρων με τη δικαστική απόφαση για λόγους δημοσιότητας και λόγω της ανάγκης υπάρξεως επισήμου και αντικειμενικής κρίσεως. Διαφορετικό είναι το ζήτημα. ακυρώνονται με τις ίδιες συνέπειες. εκτός αν ορίζεται το αντίθετο ή προκύπτει η αναδρομική ισχύς εκ της φύσεως των πραγμάτων. στις οποίες συμβαίνει το τελευταίο. Περαιτέρω συντρέχουν μερικές φορές οι προϋποθέσεις της απλής ή της αναγκαστικής ομοδικίας. όσες φορές κλήθηκε (και μετείχε) αυτός που κατά πρώτο και κύριο λόγο νομιμοποιείται είτε για τη διεξαγωγή αυτής της δίκης η έλαβε χώρα εγκαίρως και προ- . που θα πρέπει να προκριθεί. παράγει τις κύριες και δευτερεύουσες / ενδεχόμενες έννομες συνέπειες που ορίζονται από το κοινό δίκαιο. στην οποία εκδόθηκε η κάθε απόφαση ή επεκτείνεται και έναντι άλλων προσώπων και συγκεκριμένα των υπολοίπων υποκειμένων ή συμμετεχόντων στην όλη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. που εκδίδονται επί της ανακοπής. Στις περιπτώσεις. πολύ περισσότερο απ' ότι στον τομέα της διαγνωστικής διαδικασίας. Β) Γενικά είναι δυνατόν να λεχθεί. δηλαδή υπάρχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής ομοδικίας. δέχονται ή απορρίπτουν τις αντιρρήσεις ή την ανακοπή. σύγκρουση συμφερόντων. Α) Αυτές οι συνέπειες ποικίλουν ανάλογα με το περιεχόμενο της ανακοπής και της πράξεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως που προσβάλλεται κάθε φορά και με το αν οι αποφάσεις. Τίτλος Τέταρτος Συνέπειες της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής κατά της εκτελέσεως § 510 I) Εισαγωγή. αφού καταστεί τελεσίδικη. Η απόφαση που εκδίδεται επί της ανακοπής κατά της εκτελέσεως. Γ) Σε σχέση με τα υποκειμενικά όρια του ουσιαστικού δεδικασμένου γεννάται το ζήτημα. αν η ισχύς του εν λόγω δεδικασμένου περιορίζεται στους διαδίκους της συγκεκριμένης επί των αντιρρήσεων ή της ανακοπής δίκης.622 § 510 – Συνέπειες της αποφάσεως για την ανακοπή παγγελίας της ακυρότητας ή της ακυρώσεως ανεξάρτητα από τη σχετική ισχύ του ουσιαστικού δεδικασμένου ως προς το αναγνωριστικό μέρος του διατακτικού των πιο πάνω αποφάσεων. Κατ' αρχήν γεννώνται αμφιβολίες λόγω της ενιαίας δομής της πιο πάνω διαδικασίας. Β) Πιο κάτω γίνεται λόγος γι' αυτές τις επιμέρους συνέπειες. η οποία δυσχεραίνει τόσο από ερμηνευτική όσο και από νομοθετική πλευρά τη θεμελίωση της λύσεως. Αποκλίσεις και ιδιορρυθμίες παρατηρούνται μερικές φορές σε συγκεκριμένες (ειδικές) περιπτώσεις. ότι υπάρχει συνήθως. ΙΙ) Κύριες συνέπειες. ότι σε κάθε περίπτωση τόσο η τελεσίδικη απόφαση που δέχεται όσο και αυτή που απορρίπτει τις πιο πάνω αντιρρήσεις παράγει ουσιαστικό δεδικασμένο. η επέκταση της δυνάμεως του δεδικασμένου είναι δυνατό να γίνει δεκτή. Από την άλλη όμως πλευρά θα πρέπει να σημειωθεί. Τα υποκειμενικά όρια και η έκταση αυτού του δεδικασμένου είναι κατ' αρχήν αυτά που καθορίζονται από το κοινό δίκαιο. σελ. 1018 (1081Α) 28 για τις οποίες γίνεται λόγος πιο κάτω29. Β) Στις παρεπόμενες συνέπειες. πιο κάτω § 511. 29. Η διάταξη αυτή. Βλ. Ι. η οποία δεν υπήρχε στην αρχική διατύπωση του ΚΠολΔ. πιο πάνω § 347. Τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια της εκτελεστότητας αυτών των αποφάσεων κρίνονται κατά το κοινό δίκαιο25. Α) Όπως και κάθε άλλη δικαστική απόφαση έτσι και αυτή που εκδίδεται επί δίκης περί την εκτέλεση είναι δυνατό να έχει τέτοιους είδους συνέπειες. Δ) Ζητήματα εκτελεστότητας των αποφάσεων που εκδίδονται επί των πιο πάνω δικών δεν εμφανίζονται. λόγω του περιεχομένου τους όχι μόνο όταν αυτές απορρίπτουν αλλά και όταν δέχονται τις πιο πάνω αντιρρήσεις ή ανακοπές. με την οποία ασκούνται αντιρρήσεις που αφορούν τη διαδικασία της εκτελέσεως συνολικά ή εν μέρει ή συγκεκριμένες πράξεις της. πιο πάνω τ. 27. . § 202. § 202. συνήθως τουλάχιστον. είναι δυνατό να θεωρηθεί.δ. πιο πάνω τ. 958/1971. είναι δυνατό να κηρυχθεί άκυρη ή να ακυρωθεί ολόκληρη η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή ορισμένο τμήμα της. Πρβλ. γιατί αφορούν όχι μόνο τους διαδίκους αλλά και τρίτους. III) Δευτερεύουσες η ενδεχόμενες συνέπειες. 25. 28. Εξαίρεση ισχύει όσες φορές οι συγκεντρωτικές αποφάσεις περιλαμβάνουν διατάξεις για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Οι περιορισμοί. οι οποίες. ότι κατατάσσεται αυτή που αφορά τη γέννηση της υποχρεώσεως για απόδοση του πράγματος (κινητού ή ακινήτου) που κατασχέθηκε η πλειστηριάσθηκε.§ 511 – Οι επιμέρους συνέπειες της ακυρώσεως της διαδικασίας εκτελέσεως 623 σηκόντως (η) προσεπίκλησή του ή τού έγινε αντίστοιχα και με τις ίδιες νόμιμες προϋποθέσεις ανακοίνωση της δίκης. Τίτλος Πέμπτος Οι επιμέρους συνέπειες της ακυρώσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ή τμήματός της ή συγκεκριμένων πράξεών της § 511 I) Γενικές παρατηρήσεις Α) Ως συνέπειες της παραδοχής (της) ανακοπής. Βλ. διακρίνονται σε παρεπόμενες. που μνημονεύθηκαν πιο πάνω24 της σταδιακής και συγκεντρωτικής προβολής των ακυροτήτων της αναγκαστικής εκτελέσεως συντελούν στο να αποφεύγονται κάποια από τα ζητήματα της επεκτάσεως ή μη της ισχύος του δεδικασμένου. προστέθηκε με το ν. Βλ. 26. όπως εκτέθηκε26. αντανακλαστικές και μικτές. Γ) Μικτές είναι δυνατό να χαρακτηρισθούν. στους οποίους έχει διανεμηθεί το πλειστηρίασμα. οι οποίες όπως λέχθηκε27 ανάγονται στις μεταξύ των διαδίκων έννομες σχέσεις. 24. Βλ. αυτές που προβλέπονται από το άρθρ. Ι. 410 επ. πιο πάνω §§ 368-369. αλλά και πρακτική σημασία. για το κύρος της δεύτερης αναγκαστικής κατασχέσεως του ιδίου πράγματος (κινητού ή ακινήτου). δηλαδή ανάγεται 30. Γ) Οι πιο πάνω συνέπειες έχουν συνήθως κοινά χαρακτηριστικά σημεία. δηλαδή να ακυρωθεί στο σύνολό της σε οποιοδήποτε στάδιό της από την αρχή μέχρι το τέλος αυτής. Από αυτή τη λύση εξαρτάται η απάντηση σε διάφορα άλλα θέματα. Β) Αφού κηρυχθεί η ακυρότητα αποβάλλουν την ισχύ τους όλες οι πράξεις της εκτελέσεως που επιχειρήθηκαν και εκλείπουν οι νομικές συνέπειές τους. Δ) Κατ' αρχήν η απάντηση εξαρτάται από την έκταση του ουσιαστικού δεδικασμένου που προέρχεται από την τελεσίδικη απόφαση ή απαγγέλλει την ακυρότητα. Γ) Αν ακυρωθεί η αναγκαστική εκτέλεση γενικά γεννάται. η σύνταξη της εκθέσεως κατασχέσεως ή η σύνταξη και η επίδοση του προγράμματος του πλειστηριασμού κ. ως αναγνωριστικής ή διαπλαστικής ή διαμορφωτικής.λπ. α) Αν το ελάττωμα. αν είναι δυνατό να επαναληφθεί και με ποιές προϋποθέσεις. εφόσον βεβαίως προβληθεί εγκαίρως και προσηκόντως το ελάττωμα που συνεπάγεται την ακυρότητα ή την εξαίρεση. Το ζήτημα αυτό έχει όχι μόνο θεωρητική. Α) Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι ενδεχόμενο να κηρυχθεί άκυρη. η οποία εκδίδεται επί της ανακοπής ή των αντιρρήσεων. Βλ.λπ. να γίνει εν συντομία ιδιαίτερος λόγος για τις πιο πάνω συνέπειες. Η λύση του ζητήματος. εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον. Δ) Ενδείκνυται επομένως. ενόψει αυτού του ενδεχομένου. είναι ουσιαστικής φύσεως. για το οποίο απαγγέλθηκε η ακυρότητα.χ. ή ορισμένη πράξη.χ.λπ. η έλλειψη εκτελεστού τίτλου ή η εξαφάνιση του κ. τη διακοπή της αποσβεστικής παραγραφής της απαιτήσεως κ. όπως π. όπως π. αν η κήρυξη της ακυρότητας ή η ακύρωση ενεργεί ex tunc ή μόνο ex nunc εξαρτάται από την αντιμετώπιση του ζητήματος.χ.χ. το ζήτημα. που εξετάζεται πιο πάνω30 για τη νομική φύση της αποφάσεως. Β) Ανάλογα με την έκταση του ελαττώματος και την απαγγελία της ακυρότητας ή ακυρώσεως επέρχονται αμέσως ή και εμμέσως διάφορες περαιτέρω συνέπειες. . που απαγγέλλει την ακυρότητά της. και του προβλήματος του χαρακτηρισμού της αποφάσεως που δέχεται την ανακοπή για κήρυξη της ακυρότητας κ. ΙΙ) Συνέπειες ακυρότητας ή ακυρώσεως όλης της διαδικασίας της εκτελέσεως. π. που επιβλήθηκε πριν την απαγγελία της ακυρότητας για το κύρος και την ισχύ της διαθέσεως του κατασχεθέντος αντικειμένου κατά το χρονικό διάστημα από την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως μέχρι τη δημοσίευση της τελεσίδικης αποφάσεως.λπ. πιο πάνω § 509.λπ. Παρουσιάζουν όμως και ορισμένες ιδιορρυθμίες λόγω του ειδικού σκοπού ή της φύσεως της πράξεως κ.624 § 511 – Οι επιμέρους συνέπειες της ακυρώσεως της διαδικασίας εκτελέσεως π. η διαδικασία της επιβολής της αναγκαστικής κατασχέσεως. η οποία ακυρώνει όλη τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. και εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες (θετικές ή αρνητικές) προϋποθέσεις. Γ) Προδήλως διαφορετικά έχει το πράγμα.λπ. πληρώθηκε η αίρεση υπό την οποία τελούσε η υπέρ ης η εκτέλεση απαίτηση (αναβλητική αίρεση κ. αν το ελάττωμα. για επιχείρηση ή . ή ολόκληρη η προδικασία της εκτελέσεως. είναι δυνατό να διενεργηθούν εκ νέου σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις οι διαδικαστικές πράξεις της προδικασίας που ακυρώθηκαν.χ. ΙΙΙ) Ειδικές συνέπειες της κηρύξεως της ακυρότητας ή της ακυρωσίας της προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως.χ. rebus sic stantibus. κηρύχθηκε λόγω ελλείψεως τυπικής (προσθέτου ή άλλης) διατυπώσεως ή λόγω τυπικού ελαττώματος κάποιας διαδικαστικής πράξεως ή όλης της διαδικασίας είναι δυνατόν να επιχειρηθεί νέα αναγκαστική εκτέλεση προς επιδίωξη ικανοποιήσεως της ίδιας απαιτήσεως από τα πρόσωπα που δικαιούνται και νομιμοποιούνται προς τούτο. αφορά την έλλειψη δικαιώματος ή απαιτήσεως) ή στις ειδικές προϋποθέσεις του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως (λ.λπ. ότι ούτως ή άλλως θα ακυρωθεί λόγω της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου.χ.λπ. αν εν τω μεταξύ δημιουργήθηκαν ή συμπληρώθηκαν ατελείς προϋποθέσεις της εκτελέσεως. αφού προβληθεί εγκαίρως και προσηκόντως και αφού διαπιστωθεί το ελάττωμα που εμφιλοχώρησε. Α) Αν κηρυχθεί άκυρη με τελεσίδικη απόφαση λόγω ελλείψεως θετικής προϋποθέσεως ή συνδρομής ουσιαστικού ελαττώματος η αναγκαστική εκτέλεση που έγινε για ικανοποίηση απαιτήσεως για παράδοση ή απόδοση πραγμάτων (κινητών ή ακινήτων).λπ. αν αρθεί στο μεταξύ το συγκεκριμένο ελάττωμα και εφόσον συντρέχουν ή συμπληρωθούν οι νόμιμες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις.λπ. προεπίδοση αντιγράφου εξ απογράφου του εκτελεστού τίτλου με επιταγή προς εκτέλεση κ. Α) Αν με τελεσίδικη απόφαση κηρυχθεί άκυρη ή ακυρωθεί συγκεκριμένη πράξη της προδικασίας. που έλλειπαν (π. η διενέργεια νέας αναγκαστικής εκτελέσεως. ή/και βεβαίας και εκκαθαρισμένης υποθέσεως κ.λπ.χ. Εξαίρεση ισχύει μόνο.. οι πράξεις που κηρύχθηκαν άκυρες αποβάλλουν την ισχύ τους και το νόμιμο αποτέλεσμά τους. δημιουργήθηκε εκτελεστός τίτλος). για το οποίο κηρύχθηκε η ακυρότητα της πράξεως της προδικασίας που προσβλήθηκε ή ολόκληρη η διαδικασία. IV) Ειδικές συνέπειες της κηρύξεως της ακυρότητας κ.λπ. είναι ουσιαστικής φύσεως και συνεπώς παρήχθη ουσιαστικό δεδικασμένο για το ανίσχυρό τους. της κυρίας διαδικασίας της εκτελέσεως για ικανοποίηση μη χρηματικών απαιτήσεων.§ 511 – Οι επιμέρους συνέπειες της ακυρώσεως της διαδικασίας εκτελέσεως 625 στις προϋποθέσεις της παροχής εννόμου προστασίας υπό τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως (π. στην έλλειψη εκτελεστού τίτλου. αφού είναι βέβαιο.) αποκλείεται και λόγω της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου. Β) Αν αρθεί ή παραμεριστεί ή αποφευχθεί το ελάττωμα που προκάλεσε την κήρυξη της ακυρότητας κ. οπότε βεβαίως κωλύεται και είναι άνευ αντικειμένου η εκ νέου επιχείρηση της πράξεως κ.) β) Αν εξάλλου η ακυρότητα κ. π. λπ. με την οποία κηρύσσεται άκυρος ή ακυρώνεται ο αναγκαστικός πλειστηριασμός (κινητού ή ακινήτου ή ειδικού περιουσιακού στοιχείου) που διενεργήθηκε. Πρέπει μόνο να τηρούνται όλες οι προθεσμίες και διατυπώσεις. Α και Β έχουν εφαρμογή mutatis mutandis και στην περαιτέρω διαδικασία μετά την διεξαγωγή του πλειστηριασμού.λπ. ή αν επήλθε άλλη μεταβολή πραγματικής ή νομικής φύσεως. του τμήματος ή της πράξεως επιβολής της κατασχέσεως. της προδικασίας ή της διεξαγωγής του πλειστηριασμού κ. για δήλωση βουλήσεως ή για παράδοση ή απόδοση τέκνου νέα αναγκαστική εκτέλεση με βάση τον ίδιο τίτλο. για το οποίο απαγγέλθηκε η ακυρότητα. Β) Άλλως έχει το πράγμα. Αλλιώς αποκρούεται η νέα εκτέλεση λόγω της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου.626 § 511 – Οι επιμέρους συνέπειες της ακυρώσεως της διαδικασίας εκτελέσεως παράλειψη. εάν το ελάττωμα. ήταν περιορισμένο χρονικά ή αν ήρθη στο μεταξύ ή αν δημιουργήθηκαν ή συμπληρώθηκαν αργότερα οι προϋποθέσεις. Α) Αν κηρύχθηκε άκυρη με τελεσίδικη απόφαση λόγω ελλείψεως θετικής προϋποθέσεως ή λόγω παρεμβολής ουσιαστικού ελαττώματος όλη η διαδικασία ή τμήμα ή συγκεκριμένη πράξη της ανωτέρω κυρίας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. νέα εκτέλεση δεν επιτρέπεται στο βαθμό που υφίσταται το (ανυπέβλητο) κώλυμα από την ύπαρξη και την έκταση του ουσιαστικού δεδικασμένου. Γ) Αυτά που αναπτύχθηκαν πιο πάνω στα στοιχ.. δεν υφίσταται κώλυμα για τη διενέργεια σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις της κατά τα ανωτέρω (νέας) εκτελέσεως. που επιβάλλονται κάθε φορά και ιδίως αυτές που συνδέουν αναπόσπαστα τα διάφορα στάδια της πιο πάνω σύνθετης και πολυμερούς διαδικασίας. είναι δυνατό να γίνει μόνο εφόσον μετά την έκδοση της τελεσίδικης αποφάσεως επήλθε μεταβολή της μέχρι τότε υφιστάμενης πραγματικής και νομικής καταστάσεως με συμπλήρωση των προϋποθέσεων που έλλειπαν κ. λόγω του οποίου απαγγέλθηκε η ακυρότητα κ.) πραγμάτων. Αν το ουσιαστικό δεδικασμένο είναι περιορισμένης ισχύος χρονικά ή κατ' έκταση και γενικά αν εξέλειπε το ουσιαστικό ελάττωμα. και εξακολουθούν να συντρέχουν οι γενικές και ειδικές προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως. VI) Ειδικές συνέπειες της ακυρώσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού.λπ. Α) Ιδιαίτερο θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον είναι δυνατό να έχουν οι (περαιτέρω) συνέπειες της κηρύξεως της ακυρότητας ή της ακυρώσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού (κινητών ή ακινήτων κ. επανάληψη της διαδικασίας που ακυρώθηκε. που έλλειπαν αρχικά. Σε τέτοιους είδους περιπτώσεις δεν κωλύεται η. Η έκδοση της τελεσίδικης αποφάσεως. ή ανοχή πράξεων. V) Ειδικές συνέπειες της απαγγελίας της ακυρότητας και της κυρίας διαδικασίας της εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και προθεσμίες.λπ. είναι δυνατό να λάβει χώρα σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο από το τέλος του πλειστηριασμού με . που καταλύει τη δέσμευση από το ουσιαστικό δεδικασμένο. του πλειστηριασμού. Α) Αν κηρυχθεί άκυρος ή ακυρωθεί ο αναγκαστικός πλειστηριασμός. VII) Η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Εφόσον γίνει αυτό. (του) πίνακα της κατατάξεως κ. στις οποίες είχε επακολουθήσει η μετά τη διενέργεια του αναγκαστικού πλειστηριασμού διαδικασία (της) καταβολής του εκπλειστηριάσματος και της ικανοποιήσεως εν όλω η εν μέρει του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων άνευ ή κατόπιν συντάξεως κ.λπ. θεωρείται πως ικανοποιήθηκε. που κηρύσσει ακυρότητα πράξεως αναγκαστικής εκτελέσεως. να εξετασθούν τα σχετικά θέματα λαμβάνοντας υπόψη το στάδιο της διαδικασίας. για τους οποίους γίνεται λόγος στη συνέχεια. και συγκεκριμένα η παραλαβή του εκπλειστηριασθέντος κινητού πράγματος. που απαγγέλλει την ακυρότητα του πλειστηριασμού. Β) Αν είχε απλώς καταβληθεί το εκπλειστηρίασμα και είχε κατατεθεί αρμοδίως και δεν είχε λάβει χώρα άλλη πράξη. Δεν αποκλείεται όμως να 31. Δ) Πτυχές αυτού του ζητήματος μνημονεύονται στη συνέχεια. β) Ή δεν είχαν λάβει χώρα συνολικά ή εν μέρει οι πράξεις που αναφέρθηκαν31. Ενδείκνυται. 453 επ. Ανάλογα με αυτές τις πιθανές εξελίξεις ισχύουν διάφοροι κανόνες. η παραλαβή της νομής του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου είτε με αναγκαστική εκτέλεση της περιλήψεως που αναφέρεται πιο πάνω είτε με εκούσια παράδοση είτε με εγκατάλειψη της κατοχής. και άλλα δικαιολογητικά.. συνεπώς. είναι ενδεχόμενο να έχουν συμβεί τα επόμενα: α) Ή είχε προηγουμένως καταβληθεί από τον υπερθεματιστή το εκπλειστηρίασμα και είχε επακολουθήσει η περαιτέρω διαδικασία και συγκεκριμένα αφ' ενός η ικανοποίηση των δανειστών και ενδεχομένως η καταβολή του υπολοίπου στον καθού η εκτέλεση και αφ' ετέρου η άσκηση των δικαιωμάτων του υπερθεματιστού που προέρχονται από τον πλειστηριασμό ή ακριβέστερα από την κατακύρωση. . που πηγάζει από την κήρυξη της ακυρότητας κ. την επιστροφή σ' αυτόν τον ίδιο του ποσού που καταβλήθηκε με εντολή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς το Ταμείο. στην οποία επισυνάπτονται κεκυρωμένο αντίγραφο της τελεσιδίκου αποφάσεως. Β) Μία συνέπεια ή ακριβέστερα μία κατηγορία αυτών των συνεπειών διαφορετική από τις πιο πάνω αναφερόμενες έννομες συνέπειες κάθε αποφάσεως. στο οποίο είναι κατατεθειμένο το ποσό.λπ. Γ) Το ζήτημα αυτό παρουσιάζει μεγαλύτερο και περισσότερο ενδιαφέρον στις περιπτώσεις εκείνες.λπ. είναι αυτή που αφορά αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση πριν την κήρυξη της ακυρότητας κ. στο οποίο έλαβε χώρα η τελεσιδικία της αποφάσεως για ακύρωση κ. ο υπερθεματιστής δικαιούται να προκαλέσει με αίτηση. Βλέπε γι' αυτές αναλυτικά πιο πάνω §§ 426 επ. η λήψη και παραλαβή (της) περιλήψεως της εκθέσεως του πλειστηριασμού και η μεταγραφή της. το κύριο δικαίωμα του υπερθεματιστού.λπ.λπ.§ 511 – Οι επιμέρους συνέπειες της ακυρώσεως της διαδικασίας εκτελέσεως 627 την κατακύρωση και στη συνέχεια μέχρι το τέλος της διαδικασίας μετά τον πλειστηριασμό. 976. που καταβλήθηκε και διανεμήθηκε. 4 και 1015 παρ. Μάλιστα εφόσον η διάταξη που παρατέθηκε δεν διατυπώνει σχετική επιφύλαξη. 33. είναι δυνατό να γίνει δεκτό. η απαίτηση του υπερθεματιστή του πλειστηριασμού που ακυρώθηκε να αναλάβει το πλειστηρίασμα που διανεμήθηκε κατατάσσεται μετά τα έξοδα της εκτέλεσης του νέου πλειστηριασμού και πριν από τις απαιτήσεις των άρθρων 975. 1007. Η νέα εκτέλεση θα διεξαχθεί όπως και η αρχική με επιβολή αναγκαστικής κατασχέ32. §§ 430 επ. α) Σε σχέση με την ανάληψη αυτή ο ΚΠολΔ περιλαμβάνει διάταξη η οποία ορίζει τα επόμενα33: «Σε περίπτωση που ο πλειστηριασμός ακυρώθηκε και διενεργηθεί νέος. 1012 παρ. κατά κανόνα τουλάχιστον. ΚΠολΔ 1018 (1081Α). 4». ΚΠολΔ 1018 (1081Α) 34. ανωτ. Πράγματι ο ΚΠολΔ34 ορίζει τα εξής: «Για να ικανοποιηθεί αυτή η απαίτηση. ότι εκτέλεση μπορεί να λάβει χώρα με βάση την απόφαση που ακυρώνει την εκτέλεση και όταν αυτή η απόφαση δεν περιλαμβάνει διάταξη κατά του καθού η εκτέλεση για επιστροφή του πλειστηριάσματος που καταβλήθηκε. Η βασιμότητα αυτών των αξιώσεων θα πρέπει να κρίνεται κάθε φορά με βάση τους κανόνες του κοινού δικαίου για δικαιώματα από αδικαιολόγητο πλουτισμό κ.λπ. η οποία συνδέει τα υποκείμενα της εκτελέσεως με τα όργανά της αφετέρου32. Γ) Αν είχε καταβληθεί το εκλειστηρίασμα και είχε περαιτέρω διανεμηθεί στους δανειστές (επισπεύδοντα και νομίμως αναγγελθέντες) και ενδεχομένως το υπόλοιπο είχε δοθεί στον καθού η εκτέλεση (οφειλέτη) ή σε περίπτωση ακινήτου στον τρίτο κύριο ή διακάτοχο.628 § 511 – Οι επιμέρους συνέπειες της ακυρώσεως της διαδικασίας εκτελέσεως προβάλλονται περαιτέρω δικαιώματα του υπερθεματιστού και ιδίως η αξίωση τόκων υπερημερίας. γεννάται αξίωση του υπερθεματιστού τουλάχιστον κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού. β) Περαιτέρω η πιο πάνω διάταξη αναγνωρίζει και παρέχει και άλλη αξιόλογη ευχέρεια και εξουσία στον υπερθεματιστή για επίτευξη του σκοπού της αναλήψεως του καταβληθέντος πλειστηριάσματος.λπ. Δηλαδή η πιο πάνω απαίτηση θεωρείται προνομιακή και το προνόμιο προηγείται. . για την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως με στόχο την ικανοποίηση της απαιτήσεως για την ανάληψη του πλειστηριάσματος. σε συνδυασμό μ' αυτά που εκτίθενται πιο πάνω για τη νομική φύση του πλειστηριασμού αφενός και της εξωτερικής σχέσεως. Βλ. και από τα γενικά και από τα ειδικά προνόμια του κοινού δικαίου. Με αυτή τη διάταξη δημιουργείται ειδικός εκτελεστός τίτλος κατά καθενός από τους δανειστές που ικανοποιήθηκαν και ενδεχομένως κατά του καθού η αρχική εκτέλεση οφειλέτη κ. ο υπερθεματιστής μπορεί να επισπεύσει πλειστηριασμό με βάση την απόφαση που ακύρωσε την εκτέλεση και πιστοποίηση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ότι το πλειστηρίασμα έχει καταβληθεί και διανεμηθεί». Αυτό θα συμβαίνει συνήθως. η οποία συνήθως δεν είναι απαραίτητη. Αν δεν προβεί εκουσίως σ' αυτές τις ενέργειες. Δ) Σε όλες τις ανωτέρω (στοιχεία Α-Γ) περιπτώσεις ο υπερθεματιστής υποχρεούται να επιστρέψει ο κινητό.) της αναγκαστικής εκτελέσεως § 512 Ι) Γενικές παρατηρήσεις. εφ' όσον στο περιθώριο της μεταγραφής της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως έχει σημειωθεί η τελεσίδικη απόφαση. απαλλοτριωτά. Τίτλος έκτος Παραίτηση από τις συνέπειες των ελαττωμάτων (ακυρότητα κ. ο υπερθεματιστής. Α) Κατ' αρχήν τα δικαιώματα και οι απαιτήσεις. είναι. η οποία κηρύσσει την ακυρότητα του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα αγωγές για ανάληψη του εκλειστηριάσματος που καταβλήθηκε είναι δυνατό να ασκήσει κατά των δανειστών που ικανοποιήθηκαν και κατά του καθού η εκτέλεση οφειλέτη κ. και να εγκαταλείψει την κατοχή του ακινήτου που πλειστηριάσθηκε προβαίνοντας ενδεχομένως και σε κάθε σχετική δήλωση. δεδομένου ότι υπάρχουν οι διατάξεις που αναφέρονται πιο πάνω. ΙΙ) Το κατ' αρχήν επιτρεπτό ή ανεπίτρεπτο της παραιτήσεως.§ 512 – Παραίτηση από τις συνέπειες των ελαττωμάτων της αναγκαστικής εκτελέσεως 629 σεως. που εκλειστηριάσθηκε και παραλήφθηκε από τον ίδιο. Διαφορετικά υπάρχει ανάγκη ασκήσεως τακτικής αγωγής. που κηρύσσει την ακυρότητα ή που ακυρώνει τον αρχικό πλειστηριασμό. αν και κατά κανόνα τουλάχιστον δεν υπάρχει ανάγκη γι' αυτό. εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις που περιέχονται στην απόφαση. Α) Ενδιαφέρον σε περισσότερα από ένα σημεία παρουσιάζει de lege lata και de lege ferenda το πρόβλημα του επιτρεπτού της παραιτήσεως καθενός από τα υποκείμενα της αναγκαστικής εκτελέσεως από τις συνέπειες των ελαττωμάτων πάσης φύσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως που ισχύουν κάθε φορά υπέρ του. ώστε να αμβλύνεται όσο το δυνατό. αν έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα στην ανακοπή ή στην αγωγή ακυρώσεως του πλειστηριασμού. που παρατηρείται στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως και για την οποία πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια.λπ. δεδομένου ότι πηγάζουν από έννομες σχέσεις του ιδιωτικού κατά κανόνα δικαίου.λπ. Ε) Κατά τα λοιπά η αποκατάσταση των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση γίνεται κατά το κοινό δίκαιο.λπ. Β) Η αντιμετώπιση λόγω της ιδιομορφίας των σχετικών διατάξεων του ισχύοντος ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου καθίσταται ίσως δυσχερέστερη λόγω της συνηθισμένης εντόνου συγκρούσεως των διασταυρούμενων εννόμων συμφερόντων. για την ικανοποίηση των οποίων επισπεύδεται και λαμβάνει χώρα αναγκαστική εκτέλεση. Γι' αυτό το λόγο δεν θα πρέπει να θεωρείται ανίσχυρη ή άκυρη ουσιαστικά η παραίτηση από τις συνέπειες . προκηρύξεως και διενέργειας πλειστηριασμού κ. Φραγκίσταν τ.630 § 513 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως των ελαττωμάτων της αναγκαστικής εκτελέσεως. οφειλέτη που διέπει ολόκληρο το ισχύον ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο και με τη σκέψη της αποφυγής της εκμεταλλεύσεως αυτής της καταστάσεώς του. 95 επ. από την οποία προέρχεται η προς ικανοποίηση απαίτηση μεταξύ του καθού η εκτέλεση ή των δικαιοπαρόχων του και των δανειστών του ή αργότερα πριν την έναρξη της αναγκαστικής εκτελέσεως ή μετά από αυτή. Εξαίρεση ισχύει. Ειδικότερα: α) Παραίτηση του καθού η εκτέλεση από τα ελαττώματα της αναγκαστικής εκτελέσεως και από την επίκληση των προστατευτικών ορισμών του ισχύοντος δικαίου πρέπει να αποκλείεται. Μπρίνια: Φύση της εκ του άρθρων 936 (998) ΚΠολ. Αυτό ισχύει. Τίτλος Έβδομος Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως* § 513 *Ειδική βιβλιογραφία: Γ. είναι πολλές φορές αναγκαστικού δικαίου και κάποιες δημοσίας τάξεως και συνεπώς θα πρέπει να εξετάζονται υπ' αυτό το πρίσμα. κατά βάση τουλάχιστον. Γέσιου-Φαλτσή: Η δικονομική έννομη τάξη (1981) σ. και να θεωρείται ανίσχυρη και άκυρη εφόσον λαμβάνει χώρα εκ των προτέρων. Γέσιου Φαλτσή: Η παθητική νομιμοποίησης εις την ανακοπήν τρίτου εις Αφιέρωμα εις Χ. οικονομικά και κοινωνικά. Η δικονομική . Ν. Α Ι 309 επ. της αυτής: Ζητήματα εκ του άρθρου 936 § 2 ΚΠολΔ εις Π. η εκ των υστέρων παραίτηση που δηλώνεται μονομερώς– και συγκεκριμένα ή μετά από κάθε πράξη ή μετά από το τέλος της διαδικασίας της εκτελέσεως ή τουλάχιστον μετά από κάποιο οργανικά διακεκριμένο τμήμα της – ή (η) δήλωση της πιο πάνω παραιτήσεως ή (η) αναγνώριση που περιλαμβάνεται σε σύμβαση ή πολυμερή δικαιοπραξία είναι ισχυρή. αν πρόκειται για δικαίωμα αναπαλλοτρίωτο. Γ) Εξάλλου ένας θεμελιώδους σημασίας περιορισμός – όπως σε μερικές περιπτώσεις και υπό το προηγούμενο δίκαιο και υπό τον ΚΠολΔ έλαβε αφορμή η νομολογία να επιληφθεί του θέματος και να αποφανθεί – πρέπει να διατυπώνεται και να γίνεται δεκτός. Συνέχεται η παραδοχή αυτής της απόψεως με την αρχή της προστασίας του συνήθως (όχι πάντοτε) ασθενέστερου. 455 επ. όταν γίνεται κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Αυτό επιβάλλεται. ανακοπής και αρμόδιον δικαστήριον ΕΕΝ ΛΖ 221· Π. Σ. την οποία αφορά. ΙΙ (1967) σ. Θ. Ράμμου: Καθ’ ύλην αρμοδιότης επί προσβολής της αναγκαστικής εκτελέσεως δι’ ανακοπής τρίτου. και εις Π. της γενεσιουργού της εννόμου σχέσεως. β) Αντίθετα.· Ιω. αλλά σε κάθε περίπτωση πριν την επιχείρηση της πράξεως. διότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα διάφορα θέματα του επιτρεπτού και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Β) Η λύση αυτή όμως θα πρέπει να γίνεται δεκτή με επιφυλάξεις και μόνο εφ' όσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Γέσιου-Φαλτσή. να κρίνονται και να λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές συμφωνίες ή και οι μονομερείς δηλώσεις. θίγονται ή απειλούνται από δικαστικές ή διαδικαστικές ιδίως ενέργειες και έριδες μεταξύ δύο τουλάχιστον άλλων προσώπων. 369. εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. δηλαδή νομιμοποιείται να ασκήσει (όπως δηλώνει και ο ίδιος ο όρος) τρίτος. όπως και με κάθε άλλη ανακοπή. και τρίτος. . εκτός από τα υποκείμενα αυτής της διαδικασίας (καθού η εκτέλεση ή δανειστή που έχει έννομο συμφέρον). Βλ. όπως εκτίθεται πιο κάτω. β) Το ελάττωμα αυτό όμως δεν ανάγεται στις προϋποθέσεις του επιτρεπτού της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά κυριολεξία ή στη διαδικασία. γιατί παρά το νόμο θίγει ή επηρεάζει δικαιώματα ή έννομα συμφέροντά του. Όπως και στην κύρια παρέμβαση έτσι και εδώ η συγκεκριμένη ανακοπή έχει υποκατάστατο την άσκηση αγωγής που εισάγεται κατά την τακτική διαγνωστική διαδικασία.) και να μην προσβάλλει δικαιώματα κ. Β) Η ανακοπή τρίτου διαφέρει και πρέπει να διακρίνεται από την ανακοπή. Ι § 129.λπ.§ 513 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως 631 έννομη τάξη (1981) σ.: Die Zwangsvollstreckung des Verkäufers in Sachen die auf Abzahlung geleistet worden sind (1968). πιο πάνω §§ 336 επ. τ. Α) Την πιο πάνω ανακοπή (ή ανακοπή τρίτου ή διεκδικητική ανακοπή) δικαιούται. δηλαδή πρόσωπο εκτός από τον επισπεύδοντα ή αυτόν που υποκαταστάθηκε στη 35. για τις οποίες γίνεται λόγος πιο κάτω. αλλά στο ουσιαστικώς ανώμαλο και από άποψη ουσιαστικού δικαίου της εκτελέσεως.λπ. τρίτων προσώπων. τα οποία προσβάλλονται.λπ.· Littmann: Die Rechtsstellung des Sicherheitseigentümers im Konkurs des Sicherungsgebenden und in der Einzelvollstreckung (1937)· Blomeyer Jürgen: Die Erinnerungsbefugnis Dritter in der Mobiliarzwangsvollstreckung (1966)· Schutze G. Γ) Η αναγκαστική εκτέλεση επιτρέπεται να διενεργείται σε στοιχεία της περιουσίας του καθού στρέφεται (οφειλέτη κ. που ασκείται στη διαγνωστική διαδικασία36. γ) Η εκτέλεση προσβάλλεται από (αυτον) τον τρίτο. Α) Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω35. 419 επ. την αναγκαστική εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να προσβάλει με ανακοπή (που ονομαζόταν στο προηγούμενο δίκαιο διεκδικητική ανακοπή). I) Εισαγωγή. Δ) Η ανακοπή τρίτου είναι κατά τη λειτουργία της και τη μορφή της φαινόμενο αντίστοιχο με την κύρια παρέμβαση. 505 κλπ. ανωτ. Επιδιώκει και αυτή την προστασία των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων του ανακόπτοντος τρίτου. α) Ελάττωμα της εκτελέσεως προτείνεται και με την ανακοπή τρίτου. Ε) Ουσιαστικά και βασικά διαφορετικό είναι το αίτημα κάθε μιας από τις πιο πάνω ανακοπές και αντίστοιχα σε περιπτώσεις παραδοχής το διατακτικό των σχετικών αποφάσεων. Πρβλ. με την οποία προβάλλονται σύμφωνα μ' αυτά που αναπτύσσονται πιο πάνω αντιρρήσεις εναντίον της αναγκαστικής εκτελέσεως από τον καθού η εκτέλεση κ. 36. ΙΙ) Προϋποθέσεις του επιτρεπτού και της βασιμότητας και λόγοι της ανακοπής τρίτου. 3 ΠολΔ και συνεπώς να απαγγέλλεται δικονομική ακυρότητα.λπ.Δ. αν είχε επέλθει βλάβη κ.Ε. 1063 § 1 εδ. α΄ Σχ. γ) Περαιτέρω παρατηρούνταν. α΄ Σχ. απολειπομένου του καθού η εκτέλεση. ποιά ήταν η συνέπεια της μη απευθύνσεως της ανακοπής τρίτου εναντίον όλων των πιο πάνω προσώπων και ιδίως του καθού η εκτέλεση (οφειλέτη κ. τους τυχόν (εν τω μεταξύ) αναγγελθέντες δανειστές και τον καθού η εκτέλεση (τον οφειλέτη ή σε περίπτωση ακινήτου και τον τρίτο κύριο ή διακάτοχο)37. δεν περιλαμ37. 911. Σ. α΄. γιατί η πρόσκληση του καθού η εκτέλεση στη δίκη ήταν αναγκαία για τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος. δ) Ορθότερη ήταν και πρέπει να θεωρείται – κατά το Γ. η ανακοπή τρίτου πρέπει να απευθύνεται και κατ' αυτών.632 § 513 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως θέση του. Γεννήθηκε ήδη με βάση το προϊσχύσαν δίκαιο το ζήτημα. Με τη συγκεκριμένη επίδοση ο πιο πάνω υπάλληλος δεν γίνεται διάδικος ούτε δικαιούται να συμμετάσχει στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή και διεξάγεται ως συνέπειά της. α΄ Α. Ράμμο ήδη στην πρώτη έκδοση αυτού του έργου – δεν είναι ανάγκη να απευθύνεται εναντίον του. αν πρόκειται για απλή ή για αναγκαστική ομοδικία. . αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο σχετικό σημείο. Σ. α΄ Α. να κοινοποιείται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Γ) Αν εκτός από τον επισπεύδοντα ή αυτόν που υποκαταστάθηκε στη θέση του αναγγελθούν και άλλοι δανειστές. Διάταξη που να ορίζει εμμέσως ή αμέσως. Η συγκεκριμένη ανακοπή είναι δυνατόν. 998 § 2 εδ. επέχουν θέση αυτοτελών κατασχέσεων. 1063 § 2 εδ. Σχετικά είχαν διατυπωθεί οι ακόλουθες απόψεις: α) Σύμφωνα με μια γνώμη. Δ) Αμφισβητούνταν με βάση το προηγούμενο δίκαιο το ζήτημα. β) Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η ανακοπή καθίστατο απαράδεκτη. που εξακολουθεί να υφίσταται και με βάση τον ΚΠολΔ. έπρεπε να εφαρμόζεται το άρθρο 201 αριθ.Δ. οι απαιτήσεις των οποίων στηρίζονται σε εκτελεστό τίτλο και οι αναγγελίες τους.Ε. 38. α΄. 39. Β) Η πιο πάνω ανακοπή (πρέπει να) απευθύνεται κατά του επισπεύδοντος δανειστή ή αυτού που υποκαταστάθηκε στη θέση του και κατά του καθού η εκτέλεση (οφειλέτη ή σε περίπτωση ακινήτων και κατά του τρίτου κυρίου ή διακατόχου)38. Επομένως. ΠολΔ του 1834 άρθρ. ο επισπεύδων όφειλε να αποδείξει με άλλο τρόπο αυτή τη νομιμοποίηση και το δικαίωμα.Πολ.).Ε. 998 § 1 εδ.Πολ. ότι η ομοδικία αυτή είναι αναγκαστική.Ε. αλλά δεν επιβάλλεται.λπ. ΚΠολΔ 936 (998) § 1 εδ. όπως στο προηγούμενο δίκαιο39. ότι υπήρχε έλλειψη νομιμοποιήσεως. Ε) Οι καθών απευθύνεται η ανακοπή τρίτου – επισπεύδων και καθού η εκτέλεση (οφειλέτης) – είναι και οι δύο αντίδικοι του ανακόπτοντος και τελούν σε ιδιάζουσα σχέση παθητικής ομοδικίας. αλλά πάντως – όπως είχε επισημανθεί από το Γ. Ράμμο – η άποψη σύμφωνα με την οποία η ανακοπή τρίτου πρέπει να απορρίπτεται στις περιπτώσεις αυτές για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως. ΚΠολΔ 936 (998) § 2 εδ. Ολομ. εφόσον με την κατάσχεση κ. όχι όμως . 54)· Π. αντί πολλών άλλων: Γ. σ.λπ. ότι υφίσταται εν προκειμένω ιδιόμορφη απλή ομοδικία40. προσβάλλεται δικαίωμά του επί του αντικειμένου της εκτελέσεως. ότι στην περίπτωση αυτή μεταξύ του επισπεύδοντος και του καθού η εκτέλεση οφειλέτου υφίσταται δεσμός αναγκαίας παθητικής ομοδικίας κατά τη διάταξη του άρθρου 76 § 1 ΚΠολΔ41. ότι αυτός είναι κύριος του κατασχεθέντος κινητού ή ακινήτου (και συνεπώς όχι ο καθού η εκτέλεση) εν όλω ή εν μέρει ή ότι έχει εμπράγματο δικαίωμα σ' αυτό.όπως μη ορθώς είχε δεχθεί αρχικά μερικές φορές η νομολογία . ότι η ομοδικία είναι απλή ιδιάζουσας μορφής. Μητσόπουλο. παραπομπές σε σημ. ανωτ. Έτσι έχει το πράγμα. υποσημ. 42. (176. ενώ αντίστοιχα ο καθού η εκτέλεση είναι απλός επικαρπωτής και παρ' όλα αυτά εμφανίζεται στην κατάσχεση 40. Η ομοδικία κατά το παρ’ ημίν δίκαιον. Τα ερωτήματα αυτά δεν ανακύπτουν πλέον. 269 επ. Επιπλέον. Από τη θεωρία βλ. το οποίο δικαιούται να αντιτάξει κατά του καθού η εκτέλεση. τρίτος νομιμοποιείται να ασκήσει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. Βλ. όπως λέχθηκε. Βλ. Αλεξανδρόπουλος) ΝοΒ 29 (1981). που ασκούνται από ένα από τα πιο πάνω πρόσωπα. 143 επ. 257. Αντίθετες εξάλλου αποφάσεις έναντι αυτών των ομοδίκων δεν είναι αδύνατο ούτε αποκλείεται λογικώς να υπάρχουν. Ενδεικτικά ο ΚΠολΔ μνημονεύει τις επόμενες περιπτώσεις42: α) Όταν ο τρίτος επικαλείται εμπράγματο δικαίωμα. 37. Ήδη όμως κατά κρατούσα άποψη γίνεται δεκτό. Οικονομόπουλον. π. Βλ. Κατά τον Γ. της αναψηλαφήσεως και της αναιρέσεως. Αθήνα. 1981. εφ' όσον συντρέχει γι' αυτό έννομο συμφέρον. υποσημ. πρέπει να απευθύνονται άμεσα κατά όλων των αντιδίκων. παραπομπές στην υποσημ. Αθήνα. Αλλά και αν ήθελε θεωρηθεί. σ. Ράμμο ορθότερο ήταν να γίνεται δεκτό. ΑΠ 63/1981 (Α. Γενικό Μέρος 1998. Γέσιου – Φαλτσή. ότι είναι ψιλός κύριος του συγκεκριμένου αντικειμένου (ακινήτου). εκτός αυτού της εμπράγματου ασφάλειας και συγκεκριμένα επικαρπία. Αν ήθελε γίνει δεκτό.§ 513 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως 633 βάνεται στο ισχύον δίκαιο. Ράμμο – δεν θα αποκλειόταν η απεύθυνση των πιο πάνω ενδίκων μέσων κατά όλων των υπολοίπων αντιδίκων / διαδίκων. (302.και κατά των ιδίων αναγκαίων ομοδίκων αυτού που τα ασκεί. Αφιέρωμα εις Γ. σελ. 37. που αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα του καθού η εκτέλεση. κατά κρατούσα πλέον άποψη πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία. 54) = Μελέται. σελ. Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως. όταν ο τρίτος προβάλλει. Ι.λπ. που ασκείται από κάποιον από αυτούς. Ζ) Αυτός που θεωρείται. ότι πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία. τότε τα ένδικα μέσα. ΣΤ) Από το χαρακτηρισμό της πιο πάνω ομοδικίας εξαρτάται και η λύση του ζητήματος της απευθύνσεως της εφέσεως. δεν πρόκειται κατ’ ακρίβεια για αδιαίρετο δικαίωμα. 1983. και τότε – κατά τον Γ.χ. 41. και γενικά με την αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη κ. 718. . γιατί. σύμφωνα με τα ανωτέρω. Ο ΚΠολΔ τέμνοντας ή μάλλον προλαμβάνοντας αυτή την αμφισβήτηση ορίζει43. π.χ.44 Β) Εξαίρεση ισχύει όσες φορές η ανακοπή τρίτου ή διεκδικητική ανακοπή ασκείται μετά τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού και την επέ43.Ε. οι οποίοι καθιερώνονται όπως αναπτύχθηκε πιο πάνω.λπ ως απεριόριστος κύριος κ.. ενώ παράλληλα έχει κατασχεθεί και εκτίθεται στον πλειστηριασμό το αντικείμενο του καταπιστεύματος. αν με τη συγκεκριμένη ανακοπή του τρίτου είναι δυνατό να προβληθεί η έλλειψη νομιμοποιήσεως του επισπεύδοντος· κατ' αρχήν – σύμφωνα με την άποψη του Γ. ότι η νομή είναι πράγματι κληρονομητό δικαίωμα κ. αν πληρωθεί η αίρεση ή η ρήτρα της αποκαταστάσεως υπό την οποία τελεί. το οποίο. Ράμμου – μολονότι είναι δυσχερές να δοθεί ικανοποιητική απάντηση. Αυτό συμβαίνει.634 § 513 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως κ. Σ. εκτός αν ο υπερού η εκτέλεση αποδείξει πως εκείνος κατά του οποίου στρέφεται έχει επάνω στο κατασχεθέν αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα επικρατέστερο από τη νομή. Bλ. ΚΠολΔ 936 (998) § 1 εδ.λπ. θα περιέλθει σ' αυτόν κ. β΄ Α.λπ. ΙΙΙ) Χρονικά όρια ασκήσεως της ανακοπής τρίτου. Με αυτή τη διάταξη. 998 § 1 εδ. Πολ. εάν ο επισπεύδων επικαλεσθεί και αποδείξει. ορθότερη φαίνεται η καταφατική απάντηση. αν τρίτος είχε την εξουσία και νομιμοποιούνταν να ασκήσει ανακοπή κατά της κατασχέσεως κλπ. β) Όταν ο τρίτος επικαλείται απαγόρευση διαθέσεως που τάχθηκε υπέρ του ιδίου και που συνεπάγεται σύμφωνα με το νόμο ακυρότητα της διαθέσεως. Ορθά όμως ενόψει της ιεραρχίας των δικαιωμάτων ορίζεται με τη διάταξη που παρατέθηκε. Θ) Αμφίβολο έχει θεωρηθεί το ζήτημα. η οποία αποτελεί και εκδήλωση της αντιλήψεως που υιοθετήθηκε και από τον Α.λπ. Η) Με βάση το προηγούμενο δίκαιο αμφισβητούνταν το ζήτημα. και καταπιστευματοδόχος είναι ο ανακόπτων.λπ. ότι και ο νομέας νομιμοποιείται να ανακόψει την κατάσχεση χωρίς να είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και να αποδείξει κυριότητα στο κατασχεμένο κ. αντικείμενο. ότι έχει επίσης δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή και ο νομέας. όταν ο καθού η εκτέλεση είναι κληρονόμος ή κληροδόχος που βαρύνεται με καταπίστευμα. Α) Κατά κανόνα η άσκηση της ανακοπής τρίτου κατά της εκτελέσεως δεν υπόκειται στους χρονικούς και σταδιακούς περιορισμούς κατ' εφαρμογή του συγκεντρωτικού συστήματος. β΄.Κ.Ε.Δ.λπ κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επικρατέστερο της νομής (και ιδίως επικαρπία). σε περίπτωση ασκήσεως κάθε άλλης ανακοπής κατά της εκτελέσεως. και γενικά κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως προβάλλοντας απλώς την ύπαρξη νομής του στο πράγμα που κατασχέθηκε. 1063 § 1 εδ. καθορίζεται. 44. β΄ Σχ. ότι ο καθού η εκτέλεση έχει πάνω στο κατασχεθέν πράγμα κ. . ενώ απαγορεύεται ή από το νόμο ή με βάση ρήτρα της διαθήκης η εκποίηση του καταπιστεύματος. πιο πάνω §§ 368-369. ότι η ανακοπή που στηρίζεται μόνο στην ύπαρξη της νομής απορρίπτεται. αλλά μόνο τη νομή. Κ. 1063 § 2 Α. ότι ο ΚΠολΔ καθιερώνει σ' αυτό το σημείο αποκλειστική ή αποσβεστική προθεσμία με την έννοια του άρθρ. 936 (998) § 2 Σχ. 280. τα οποία είναι σύμφωνα με το νόμο απαραίτητα για να είναι η ανακοπή τρίτου επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη ως διεκδικητική αγωγή. ΙΙ § 293. Πολ. ότι πρόκειται για αποσβεστική παραγραφή48.Δ.Ε. συνέπειές της και εισαγωγή της προς συζήτηση.Ε. η ανακοπή πρέπει να εγγράφεται στο βιβλίο διεκδικήσεων σύμφωνα με το άρθρ.λπ. 50. 989. 1083. 276 και 277. είναι ακίνητο. Ι § 175 τ. Εφόσον η ανακοπή στηρίζεται στην κυριότητα ή σε άλλο εμπράγματο δικαίωμα ή στη νομή του ανακόπτοντος τρίτου.Δ. 51. 47. 998 § 2. Β) Η 45..Δ. Α) Η ανακοπή τρίτου ή διεκδικητική ανακοπή ασκείται. 280. τ.Ε.Κ. A. IV) Άσκηση της ανακοπής τρίτου. 46. Το δικόγραφο της ανακοπής τρίτου πρέπει.K. ως αγωγή περί νομής50. Α.Πολ. ββ) Παραίτηση από τη συγκεκριμένη αποκλειστική ή αποσβεστική προθεσμία είναι άκυρη47. 220 (223) ΚΠολΔ51. Πρβλ.Ε. Αν το αντικείμενο της κατασχέσεως κ. β) Τα αντίθετα και για τα δύο αυτά θα ίσχυαν αν γινόταν δεκτό. K. την ενεργητική και την παθητική νομιμοποίησή της και το έννομο συμφέρον. 48. Σ. αλλά και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο46. Πράγματι. αα) Η παρέλευση της συγκεκριμένης προθεσμίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο αφού προταθεί από τον εναγόμενο κλπ. σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρ. τα οποία θεμελιώνουν τη βάση. 1140 Α. ανωτ. 987. κατά δικαστικών και εξωδίκων πράξεων και συγκεκριμένα σύμφωνα με τις διατυπώσεις που αναφέρονται στα σχετικά σημεία49.Κ. 1094 επ. Γ) Από τη διατύπωση της διατάξεως που παρατέθηκε συνάγεται.§ 513 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως 635 λευση των συνεπειών του λαμβάνοντας τη μορφή διεκδικητικής αγωγής του εκπλειστηριασθέντος πράγματος. 279 του Α. δηλαδή τα γεγονότα και στοιχεία εκείνα. 49. εκτός από τα γενικά στοιχεία κάθε δικογράφου να περιλαμβάνει και μνεία όλων εκείνων των γεγονότων. μολονότι πρόκειται για παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής. 1173. Σ. . όπως και κάθε άλλη ανακοπή. Σχ.Πολ. A. 1020 (1083) ΚΠολΔ45 αγωγή «διεκδίκησης του πράγματος που πλειστηριάσθηκε πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία για τα κινητά ενός έτους από τότε που παραδόθηκαν στον υπερθεματιστή και για τα ακίνητα πέντε ετών από τότε που μεταγράφηκε η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης». ως αγωγή για προστασία της επικαρπίας. πρέπει να μνημονεύει την ιστορική και νομική βάση και αίτημα.K. Από το χαρακτηρισμό αυτό πηγάζουν οι επόμενες συνέπειες: α) Κατ' αρχήν εφαρμόζονται γι' αυτά οι κανόνες που ισχύουν για τις αποσβεστικές προθεσμίες και συγκεκριμένα οι επόμενοι. Α. ότι επιτρέπεται η προβολή της ελλείψεως νομιμοποιήσεως του επισπεύδοντος. 418 επ. αν ήθελε γίνει δεκτό. ότι είναι δυνατό να αμφισβητηθεί από τον τρίτο η ύπαρξή της. Η άσκηση εξ άλλου προσεπικλήσεως και ανακοινώσεως της δίκης επιτρέπονται με τις προϋποθέσεις του κοινού δικονομικού δικαίου και λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τους ορισμούς αυτού του δικαίου56. οι οποίοι προβάλλονται εναντίον της κατασχέσεως και που αποτελούν. καθώς και κάθε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον με τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τις διατυπώσεις του κοινού δικονομικού δικαίου55. δη52. φέρει το βάρος της αποδείξεως. εφόσον επικαλείται ότι είναι κύριος ή διακάτοχος του πράγματος που αναφέρθηκε. ότι το πράγμα που κατασχέθηκε (κινητό ή ακίνητο) ή δικαίωμα ή ειδικό περιουσιακό στοιχείο ανήκει ολικά ή εν μέρει (ανάλογα με την έκταση της κατασχέσεως) στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη (ή σε περίπτωση ακινήτου στον τρίτο κύριο ή διακάτοχο) ή ότι αυτός είναι το υποκείμενό του κατά την έκταση της κατασχέσεως. θέμα αποδείξεως θα αποτελούν τα πραγματικά στοιχεία που την θεμελιώνουν.λπ. Βλ. γ) Ο τρίτος ανακόπτων οφείλει εξάλλου να αποδείξει εκείνα τα περιστατικά που στηρίζουν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του. 57. β) Ο καθού η εκτέλεση έχει αντιστοίχως το βάρος της αποδείξεως. . Β) Σε σχέση με το βάρος της αποδείξεως είναι δυνατό να σημειωθούν τα επόμενα: α) Ο επισπεύδων δανειστής σχετικά με την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση της κατασχέσεως. 938 (1000) επ. Πρβλ. Βλ.636 § 513 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως άσκηση της πιο πάνω ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης πράξεως ή την περαιτέρω πορεία της διαδικασίας της εκτελέσεως. Bλ. ΙΙ αυτής της παραγράφου. Αν εξάλλου θεωρηθεί. εκείνα τα πραγματικά περιστατικά. σ. σύμφωνα μ' αυτά που αναπτύσσονται κατ' επανάληψη πιο πάνω στα σχετικά σημεία με βάση το άρθρ. V) Ζητήματα αποδείξεως. Ι §§ 134-135. όπως αναφέρθηκε αμέσως πιο πάνω57. τα οποία αποτελούν την ιστορική ή πραγματική βάση της ανακοπής τρίτου και της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεώς της. πιο πάνω τ. 54. πιο πάνω τ. δηλαδή με βάση τις γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ. Ι 176 τ. Πρβλ. στοιχ. πιο πάνω § 373 κ. ΚΠολΔ με αίτηση κάποιου από τους ενδιαφερομένους52. πιο πάνω τ. ανωτ. Είναι όμως δυνατό να ανασταλεί. Δ) Στη δίκη που αρχίζει και διεξάγεται ως συνέπεια της ανακοπής τρίτου δικαιούται να παρέμβει κάθε δανειστής54. Ι §§ 128-130 56. κατ' αρχήν. 53. H ανακοπή εισάγεται προς συζήτηση και συζητείται στο ακροατήριο σύμφωνα με τους κανόνες του κοινού δικαίου και τις διατυπώσεις που καθορίζονται απ' αυτούς53. 55. Α) Αντικείμενο και θέμα αποδείξεως μπορεί να είναι. τη βάση της ανακοπής του. ΙΙ § 293. πιο πάνω § 366. Bλ. όπως ήδη σημειώθηκε. που τάχθηκε υπέρ του και η οποία συνεπάγεται σε περίπτωση παραβάσεώς της ακυρότητα της διαθέσεως. Τα ίδια περίπου οφείλει να αποδείξει και ο καθού η εκτέλεση. τον ισχυρισμό. δ) Την ύπαρξη της νομής. δικαιώματα. εφόσον σ' αυτή στηρίζεται η ανακοπή του τρίτου. αν διατυπώσει αντιστοίχως και σαφώς τον αυτοτελή ισχυρισμό. ο οποίος για να στηρίξει κατά πρώτο λόγο την νομιμοποίησή του για άσκηση της ανακοπής θα πρέπει. ότι έχει επικρατέστερο δικαίωμα στο πράγμα που κατασχέθηκε κλπ. στ) Η σειρά επομένως της κατανομής του βάρους της αποδείξεως θα είναι περίπου η επόμενη: αα) Ο ανακόπτων τρίτος. Αν. ββ) Από τους καθών η ανακοπή κυρίως το βάρος της αποδείξεως το φέρει ο επισπεύδων ή αυτός που υποκαταστάθηκε στη θέση του. γγ) Εξαρτάται δηλαδή η κατανομή του βάρους της επικλήσεως και του βάρους της αποδείξεως εν μέρει πέρα από τους ορισμούς του ισχύοντος δικαίου και από τον τρόπο της υπερασπίσεως (αμύνης και . ενώ αν δεν αποδειχθεί αυτή. η ανακοπή θα απορριφθεί για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως και ως αναπόδεικτη ή ουσία αβάσιμη.λπ. ότι έχει πάνω στο κατασχεθέν αντικείμενο κ. επικουρικά ή με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως στο ακροατήριο). όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση.§ 513 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως 637 λαδή την ύπαρξη και ενδεχομένως την έκταση επικρατέστερου δικαιώματος. ή ότι υφίσταται απαγόρευση διαθέσεώς του. που τάχθηκε υπέρ αυτού του ιδίου και που συνεπάγεται ακυρότητα της διαθέσεως. την υφιστάμενη απαγόρευση διαθέσεως του κατασχεθέντος αντικειμένου κ. ως αντένσταση ή μάλλον ως επανένσταση τον αυτοτελή ισχυρισμό. αυτή θα γίνει δεκτή. ε) Αν ο ανακόπτων έχει επικαλεσθεί εγκαίρως και προσηκόντως (με το δικόγραφο της ανακοπής. ότι ο καθού η εκτέλεση έχει εμπράγματο δικαίωμα στο αντικείμενο που κατασχέθηκε. φέρει το βάρος της αποδείξεως αυτού του αυτοτελούς ισχυρισμού. Αυτός θα υποχρεωθεί να αποδείξει για τη νομιμοποίηση της κατασχέσεως.λπ. ή ότι είναι νομέας του πράγματος που κατασχέθηκε. Διαφορετικά. φέρει το βάρος της αποδείξεως αυτού του ισχυρισμού. ο επισπεύδων επικαλείται (ως ένσταση ή μάλλον ως αντένσταση κατά της ανακοπής). που προσβάλλονται με την επιβολή της κατασχέσεως ή ότι με αυτή θίγεται απαγόρευση διαθέσεως αυτού του αντικειμένου. ότι σ' αυτόν ανήκει το αντικείμενο που κατασχέθηκε. μέσα στα επιτρεπόμενα όρια. να έχει επικαλεστεί με το δικόγραφο της ανακοπής και ενδεχομένως να έχει συμπληρώσει με τις προτάσεις. το βάρος της αποδείξεως του πιο πάνω αυτοτελούς ισχυρισμού του. αν αποδειχθεί από τον ανακόπτοντα η νομή του στο κατασχεμένο. όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τις διατάξεις που ισχύουν ειδικά. ότι το πράγμα που κατασχέθηκε (κινητό ή ακίνητο) ή δικαίωμα ανήκει στον καθού η εκτέλεση συνολικά ή εν μέρει (κατά την έκταση της κατασχέσεως που επιβλήθηκε). φέρει. οφείλει να την αποδείξει ο ανακόπτων τόσο για την ενεργητική νομιμοποίηση της ανακοπής του όσο και για την ιστορική ή πραγματική βάση της. Β) Εξάλλου η συγκεκριμένη πιο πάνω απόφαση υπόκειται σε όλα τα λοιπά ένδικα μέσα. Σ. κατά πρώτο λόγο η πιο πάνω απόφαση. 2 Σχ. 999 αριθ. Α) Η απόφαση που εκδίδεται επί της ανακοπής τρίτου. καθώς και αυτών που έγιναν ειδικοί διάδοχοι κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της. 2.Ε. 2 Α. 59. Γεννάται όμως το ζήτημα.Ε. 1064 αριθ. VI) Απόφαση. Σ. πρέπει να κηρύσσει ανίσχυρη έναντι του ανακόπτοντος την κατάσχεση του πράγματος και ενδεχομένως. . αδιάφορα αν δέχεται ή απορρίπτει το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα για ουσιαστικούς ή δικονομικούς ή τυπικούς λόγους.Πολ. Α) Η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί της ανακοπής τρίτου (διεκδικητικής ανακοπής ή διεκδικητικής αγωγής) παράγει τις συνήθεις κύριες και δευτερεύουσες ή ενδεχόμενες (παρεπόμενες αντανακλαστικές ή μικτές) συνέπειες. σύμφωνα μ' αυτά που ορίζονται από το κοινό δίκαιο. αν η ισχύς αυτή εκτείνεται και κατά αυτών που μετείχαν με εμπρόθεσμη και νομότυπη αναγγελία στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. α) Από άποψη υποκειμενικών ορίων το δεδικασμένο της πιο πάνω αποφάσεως ισχύει έναντι των διαδίκων (δηλαδή του ανακόπτοντος τρίτου. Ράμμου – είναι η γνώμη. 2 Α.Ε. να διατάσσει την απόδοση του πράγματος κ.λπ. VII) Συνέπειες της αποφάσεως. εφόσον δέχεται την ανακοπή. 3.Δ.Πολ. έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα και συντρέχει περίπτωση. παράγει ουσιαστικό δεδικασμένο με βάση τις υπόλοιπες προϋποθέσεις και σύμφωνα με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια και την έκταση. Οι παραπάνω δανει58. με την εξαίρεση της ανακοπής ερημοδικίας58 η οποία δεν επιτρέπεται τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο βαθμό. εφόσον οι τελευταίοι εκλήθησαν προσηκόντως στη δίκη. ΚΠολΔ 937 (997) αριθ. Γ) Η προθεσμία και η άσκηση της εφέσεως δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως που εκδίδεται σ' αυτή τη δίκη59. ο οποίος συνάγεται από το περιεχόμενο της ανακοπής του τρίτου και από τις προτάσεις που υποβάλλονται από κάθε ένα διάδικο κατά την πρώτη συζήτηση.Δ. σε συνδυασμό με τις περιπτώσεις που συντρέχουν. 1064 αριθ. που λύει αυτό το ζήτημα καταφατικά. 999 αριθ.638 § 513 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως επιθέσεως) καθενός από τους πιο πάνω διαδίκους. εφόσον δηλ. ή αυτών που παρενέβησαν ή προσεπικλήθησαν υποχρεωτικά στην παραπάνω δίκη ή προς αυτούς που έγινε εγκαίρως και προσηκόντως (η) ανακοίνωση της δίκης. όπως όλα αυτά καθορίζονται από το κοινό δίκαιο. του καθού η εκτέλεση οφειλέτη (και σε περίπτωση ακινήτων αυτού που εμφανίζεται ως τρίτος κύριος ή διακάτοχος) και αυτών που ταυτίζονται νομικά μαζί του (καθολικών και οιονεί καθολικών διαδόχων). 3 Σχ. Ορθότερη – κατά την άποψη του Γ. Ένδικα μέσα. του επισπεύδοντος ή αυτού που υποκαταστάθηκε στη θέση του). Β) Έτσι. ΚΠολΔ 937 (997) αριθ.Ε. 62. ή μάλλον έχουν καταστεί – σύμφωνα με το Γ. στον ανακόπτονται ή ενάγοντα αποτελεί τίτλο εκτελεστό ως προς αυτό το διατακτικό.χ. 61. β) Αντανακλαστικές συνέπειες εξάλλου δεν αποκλείεται να προέλθουν από τη συγκεκριμένη απόφαση.λπ.λπ.λπ. π. Ράμμο – με την άσκηση της αναγγελίας υποκείμενα της διαδικασίας της εκτελέσεως και θεωρείται. από το ουσιαστικό δεδικασμένο των δανειστών που ασκούν τα δικαιώματα του οφειλέτη κ. με βάση το άρθρ.§ 513 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως 639 στές είναι. . που αποφαίνεται για την ουσία της υποθέσεως. Γ) Για το μέρος εκείνο που η τελεσίδικη κ. στις οποίες δικαιούνται να παρέμβουν όχι μόνο υπό τη στενή αλλά και υπό την ευρεία έννοια από τον επισπεύδοντα ή αυτόν που υπεισήλθε στη θέση του. πιο πάνω τ. η οποία δέχεται την ανακοπή. ή νομής και της υπάρξεως ή ανυπαρξίας εμπράγματου δικαιώματος του καθού η εκτέλεση πάνω στο κατασχεθέν πράγμα. τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού κ. β) Σε σχέση με τα αντικειμενικά όρια και την έκταση του ουσιαστικού δεδικασμένου έχουν κατ' αρχήν εφαρμογή οι ορισμοί του κοινού δικαίου61.χ. ή της απαγορεύσεως διαθέσεως. Βλ. ότι εκπροσωπούνται στις δίκες περί την εκτέλεση. που έχει ταχθεί υπέρ του ανακόπτοντος ή ενάγοντος τρίτου. διατάσσει την απόδοση του κατασχεθέντος πράγματος κ. Βλ.λπ.τι έχει σχέση με την επέκταση της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου σ' αυτά που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως έχει εφαρμογή το κοινό δίκαιο. ανωτ. είναι δυνατό να αποτελέσει μόνη της ή και σε συνδυασμό με άλλα περιστατικά και με άλλους λόγους τη βάση αξιώσεως παροχής αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν ή προκλήθηκαν στον ανακόπτοντα ή ενάγοντα από τη διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτελέσεως και ιδίως την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως. τ. παράγει δεδικασμένο για το ζήτημα της υπάρξεως ή ανυπαρξίας κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος. δ) Σε ό. Δ) Σε σχέση με τις διαπραγματεύσεις ή ενδεχόμενες συνέπειες62 θα μπορούσαν να παρατηρηθούν τα επόμενα: α) Η πιο πάνω απόφαση είναι δυνατό να έχει παρεπόμενες συνέπειες μεταξύ των διαδίκων και των καθολικών ή οιονεί καθολικών διαδόχων τους π. Σε σχέση με το θέμα της ισχύος του δεδικασμένου έναντι των υπολοίπων δανειστών έχουν εφαρμογή αυτά που εκτέθηκαν παραπάνω60 για τη δέσμευση κ.λπ. Ι §§ 204-2-5. Αυτό είναι δυνατό να συμβεί. απόφαση. Πρβλ. που αποκλείει η περιορίζει το δικαίωμα του καθού η εκτέλεση. που είναι επικρατέστερη της νομής του τρίτου. πιο πάνω τ.λπ. Ι § 202. όσες φορές ο δανειστής του ανακόπτοντος ή ενάγοντος τρίτου έχει επιβάλει κατά60. Σε κάθε περίπτωση η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί της ανακοπής και που τη δέχεται ή την απορρίπτει είναι τίτλος εκτελεστός για την καταδίκη σε πληρωμή των δικαστικών εξόδων κ. 72 (73) ΚΠολΔ. γ) Η απόφαση. Ι §§ 204-205. Bλ. πιο πάνω § 505 επ.§ 513 – Ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως 640 σχεση πάνω στο ίδιο πράγμα (κινητό ή ακίνητο) μετά την επιβολή της (πρώτης) κατασχέσεως που κηρύσσεται ανίσχυρη ως συνέπεια της παραδοχής της ανακοπής ή της αγωγής. . η οποία δέχεται την ανακοπή ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως και του πλειστηριασμού και που ασκείται από τον καθού η εκτέλεση ή κάποιον άλλο από τα υποκείμενα ή διαδίκους της εκτελέσεως ή από αυτούς που ταυτίζονται νομικά μαζί τους. η οποία επιβλήθηκε από το δανειστή του ανακόπτοντος και η οποία θεωρείται άκυρη. VIII) Συνέπειες της παραδοχής της ανακοπής τρίτου σε περίπτωση που έχει γίνει διανομή του εκπλειστηριάσματος. 62. η απόδοση του (κινητού ή ακινήτου) πράγματος. γ) Και μικτές συνέπειες – δηλαδή τόσο έναντι των διαδίκων και των καθολικών διαδόχων τους όσο και έναντι τρίτου – είναι δυνατό να έχει η απόφαση που εκδίδεται επί της ανακοπής τρίτου. επί τον οποίου έγινε η εκτέλεση και εκτελεσθεί. δημιουργείται ή μάλλον καθίσταται ενεργός η αξίωση του υπερθεματιστή για ανάληψη του εκπλειστηριάσματος που κατέβαλε. Β) Ως προς τη νομική και πραγματική βάση της αγωγή για επιστροφή του εκπλειστηριάσματος και τη διαδικασία ασκήσεως και εκδικάσεώς της και τις συνέπειες της αποφάσεως. ισχύουν και εφαρμόζονται mutatis mutandis τα παραπάνω που αναπτύσσονται και εφαρμόζονται62 στην περίπτωση της αποφάσεως. Α) Αν γίνει δεκτή τελεσίδικα η ανακοπή ή αγωγή τρίτου και κηρυχθεί ανίσχυρη η αναγκαστική εκτέλεση. που εκδίδεται επ' αυτής. π. και ως συνέπεια αυτού διαταχθεί (εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα).χ. ισχυροποιείται και θεωρείται έγκυρη αναδρομικά. συμπεριλαμβανομένου και του αναγκαστικού πλειστηριασμού που διεξήχθη. Με αυτά τα δεδομένα η δεύτερη αναγκαστική κατάσχεση. έναντι των υποκειμένων της διαδικασίας της εκτελέσεως αφ' ενός και το υπερθεματιστού ή των δικαιοδόχων του αφ' ετέρου. Β) Οι κανόνες του ΚΠολΔ που αναφέρονται στη συνέχεια αφορούν τον εκούσιο πλειστηριασμό με την έννοια του ΚΠολΔ (υπό τη ευρεία έννοια). τα οποία βρίσκονται κάτω από επιμέλεια ή συμπαράσταση (πρόνοια) κ. Προϋποθέσεις. γίνεται λόγος πιο πάνω1.λπ. διενεργούνται μερικές φορές και άλλα (δύο) είδη πλειστηριασμού. §§ 403 επ. Φραγκίστα: Πλειστηριασμός επικοίνου ακινήτου. Β) Εκούσιος πλειστηριασμός ονομάζεται αυτός που διεξάγεται με απλή δήλωση του κυρίου του πράγματος ή του διαχειριστή περιουσίας.χ. Βλ. εις Χ. .λπ. σε περίπτωση περισσοτέρων. Φραγκίστα: Γνωμοδοτήσεις (1980) σ. με συμφωνία των ενδιαφερομένων. Σ. ο εκούσιος και ο δικαστικός (πλειστηριασμός). σε περίπτωση πραγμάτων που ανήκουν σε πρόσωπα.Δ.Ε.Πολ. 130 επ. δηλαδή και τον εκούσιο υπό στενή έννοια και το δικαστικό πλειστηριασμό. Εισαγωγή. ανωτ. Ανάδειξις συγκυρίου υπερθεματισμού. πραγμάτων. Α) Ο ΚΠολΔ2 κάνει λόγο γενικά για εκούσιο πλειστηριασμό στον οποίο περιλαμβάνει και τον κατά κυριολεξία εκούσιο και το δικαστικό πλειστηριασμό με τη διάκριση που έγινε πιο πάνω. Δυνατότης συμψηφισμού αξιώσεως επί του εκπλειστηριάσματος έναντι οφειλής καταβολής αυτού. Α) Εκτός από τον αναγκαστικό πλειστηριασμό κινητών ή ακινήτων κ. Νικολοπούλου: Ο αναπλειστηριασμός (1979)· Χ. όπως π.λπ. ο οποίος συνήθως επακολουθεί μετά την αναγκαστική κατάσχεσή τους (εκτός από ορισμένες περιπτώσεις που αναφέρονται πιο πάνω) και που για τη διεξαγωγή κ.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΕΚΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ* Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 514 *Ειδική βιβλιογραφία: Γ. Α.Ε. 2.λπ. 1084. ή αυτού που στις τελευταίες περιπτώσεις έχει εξουσιοδοτηθεί ή. Γ) Δικαστικός εξάλλου είναι ο πλειστηριασμός που διατάσσεται ή ορίζεται με δικαστική απόφαση σε ορισμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από το ουσιαστικό ή δικονομικό δίκαιο. Περίληψις κατακυρωτικής εκθέσεως δι’ ολόκληρον το ακίνητον κ. που έχει εξουσία εκποιήσεως ή διαθέσεως. Ι) Έννοια. ΚΠολΔ 1021 (1084) Σχ. τους οποίους ο ΚΠολΔ ρυθμίζει με τις ίδιες διατάξεις περί1. ΙΙ) Η ρύθμιση του ΚΠολΔ. σε περίπτωση διανομής κοινών πραγμάτων. επιβάλλονται η από το δικαστικό επιμελητή σύνταξη προγράμματος πλειστηριασμού και η επίδοσή του σε ορισμένα πρόσωπα και στη συνέχεια με ορισμένες προϋποθέσεις η δημοσίευση περιλήψεως στις εφημερίδες και ορισμένες κηρύξεις στον τόπο της διενέργειας του πλειστηριασμού. τα πρόσωπα προς τα οποία πρέπει να κοινοποιηθεί. Β) Αρμόδιος κατά τόπο είναι ο συμβολαιογράφος ή ο ειρηνοδίκης που τον αναπληρώνει της περιφέρειας που βρίσκεται το πλειστηριαζόμενο κινητό ή ακίνητο πράγμα4. Σχ. 1084 εδ.Δ. ή το ακίνητο που πρόκειται να εκπλειστηριασθεί.Ε. είναι δυνατό να οριστεί άλλος τόπος πλειστηριασμού5. ενώ συντάσσεται σχετική έκθεση. τις προθεσμίες επιδόσεως. β΄. ΙΙ) Προπαρασκευαστική διαδικασία του εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού.Πολ. που βρίσκεται το (κινητό) πράγμα. β΄. το περιεχόμενο και τα σχετικά σημεία δημοσιεύσεως της περιλήψεώς του. ΚΠολΔ. Τα έγγραφα αυτά πρέπει να κατατίθενται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. η οποία παραπέμπει στις σχετικές διατάξεις των άρθρ. Γ) Αντί για εκτελεστό τίτλο βάση για την κίνηση της διαδικασίας του εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού χρησιμεύει η δήλωση του κυρίου του πράγματος ή του διαχειριστή της περιουσίας. Α) Όπως προκύπτει από τη διάταξη 1021 (1084) εδ. λήψη απογράφου δεν απαιτείται ούτε 3. Καθ' ύλην. τους όρους. το έγγραφο της συμφωνίας των ενδιαφερομένων ή η τελεσίδικη απόφαση που διατάσσει ή επιτρέπει τον πλειστηριασμό. τον τόπο κ. Εφαρμοστέοι κανόνες που ομοιόμορφα (ενώ σημειώνονται εφ' όσον συντρέχει λόγος κάποιες διαφορές). 3. Ύστερα από συμφωνία των μερών ή με απόφαση του ειρηνοδίκη της περιφέρειας.α΄ ΚΠολΔ. ΚΠολΔ 1021 (1084) εδ. Α) Ο εκούσιος ή δικαστικός πλειστηριασμός διεξάγεται ενώπιον συμβολαιογράφου ή σε περίπτωση ελλείψεώς του ενώπιον του ειρηνοδίκη που τον αναπληρώνει3. Πρβλ. Β) Ως προς το περιεχόμενο του προγράμματος που πλειστηριασμού. Βλέπε τις παραπομπές που αναφέρονται στην υποσημ.Ε.642 § 515 – Διεξαγωγή εκουσίου ή δικαστικού πλειστηριασμού. 960 (1024) κ. . 5. 1148 εδ. κατά λειτουργία και κατά τόπο αρμοδιότητα. των κηρύξεων ισχύουν mutatis mutandis αυτά που αντίστοιχα αναπτύσσονται πιο πάνω6 στην περίπτωση του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Εφαρμοστέοι κανόνες § 515 Ι) Όργανα διενέργειας του εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού. Κατ’ ακρίβεια. το χρόνο. Α. β΄. Τίτλος Δεύτερος Διεξαγωγή εκουσίου ή δικαστικού πλειστηριασμού. το οποίο εκτίθεται σε πλειστηριασμό. η οποία εκδίδεται με αίτηση (καθενός) που έχει έννομο συμφέρον. Βλέπε τις παραπομπές που μνημονεύονται στην υποσημ.λπ. 6. 3. πιο πάνω §§ 404 επ. Σ. 4.λπ. Εφαρμοστέοι κανόνες 643 είναι νοητή. Γ) Επανάληψη του πλειστηριασμού σε περίπτωση αποτυχίας του κατά την αρχική διεξαγωγή του κατ' αρχήν δεν αποκλείεται.λπ. μετά την αφαίρεση των εξόδων διεξαγωγής και της αμοιβής του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. κηρύξεων. Στην περίπτωση της διενέργειας του πλειστηριασμού που επιτράπηκε η διατάχθηκε με δικαστική απόφαση. ανωτ.7. δημοσιεύσεως περιλήψεων κ. πρέπει να θεωρείται ότι αρχίζουν και να υπολογίζονται κατά βάση από την κατάθεση του εγγράφου της δηλώσεως που αναφέρεται πιο πάνω στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ή η οποία διατάσσει τον πλειστηριασμό. . 8.λπ. που εκδίδεται με αίτηση κάποιου απ' αυτούς που έχουν έννομο συμφέρον. Οι προθεσμίες επιδόσεως του προγράμματος πλειστηριασμού στα πρόσωπα που ορίζονται από το νόμο. Β) Σε περίπτωση διεξαγωγής δικαστικού πλειστηριασμού προηγείται η αφαίρεση των εξόδων και της νόμιμης αμοιβής του υπαλλήλου του πλειστηριασμού και ακολουθεί η διάθεση του υπολοίπου που απομένει και η διανομή του στους δικαιούχους κ. Α) Κατ' αρχήν έχουν εφαρμογή οι κανόνες που εκτίθενται πιο πάνω και που ρυθμίζουν και ισχύουν για τα αντίστοιχα θέματα σε περίπτωση διενέργειας αναγκαστικού πλειστηριασμού. το καθαρό υπόλοιπο που απομένει καταβάλλεται στους ενδιαφερόμενους δικαιούχους με την υπογραφή από τον καθένα τους ή από όλους μαζί της σχετικής αποδείξεως. O καθορισμός της πρώτης προσφοράς γίνεται στη μεν περίπτωση εκούσιου πλειστηριασμού από τους ενδιαφερόμενους στο δε δικαστικό πλειστηριασμό από το δικαστήριο με την απόφαση που διατάσσει ή επιτρέπει τη διενέργειά του ή και με μεταγενέστερη απόφαση. αφού δεν υπάρχει καταδίκη. αν πρόκειται για διεξαγωγή εκούσιου πλειστηριασμού. Αλλά αν ληφθεί επιπλέον και απόγραφο. σύμφωνα μ' αυτά που εκτίθενται πιο πάνω. §§ 424 επ. είναι αμφίβολο. Βλέπε ανωτ.§ 515 – Διεξαγωγή εκουσίου ή δικαστικού πλειστηριασμού. Bλ. πολύ περισσότερο εφ' όσον πρόκειται για απαλλοτριωτά δικαιώματα. IV) Τύχη και διάθεση του εκπλειστηριάσματος. ΙΙΙ) Κύρια διαδικασία διενέργειας του πλειστηριασμού και συνέπειές του. η οποία ορίζεται από το νόμο. που διατάσσει ή 7. συνέπειες δεν επέρχονται από αυτό το γεγονός. αν αυτό είναι δυνατό να λάβει χώρα χωρίς άδεια του αρμοδίου δικαστηρίου. Β) Κάτι ανάλογο πρέπει να τονισθεί για τους εφαρμοστέους κανόνες σε σχέση με τις συνέπειες της κατακυρώσεως και τις υποχρεώσεις του υπερθεματιστή που πηγάζουν απ' αυτή τη διεξαγωγή του αναπλειστηριασμού και την εκτέλεση της κατακυρωτικής εκθέσεως κατά του υπερθεματιστή και τα αντίστοιχα δικαιώματά του8. §§ 411 επ. σύμφωνα μ' αυτά που ορίζονται από το παραπάνω αρμόδιο δικαστήριο με την απόφαση. Α) Στον εκούσιο πλειστηριασμό. Πρβλ. που εκδίδεται με αίτηση ενός ή και περισσοτέρων ενδιαφερομένων. ΙΙ § 285. Β) Οι περιορισμοί της κατά ορισμένα στάδια προβολής την αντιρρήσεων κατά της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού και όσοι προέρχονται από το ισχύον συγκεντρωτικό σύστημα ή το αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι. . δεν έχουν.644 § 515 – Διεξαγωγή εκουσίου ή δικαστικού πλειστηριασμού. Α) Ζητήματα ακυρότητας ή ακυρωσίας λόγω ελαττωμάτων. κατά κανόνα τουλάχιστον. Δεν αποκλείεται όμως να εμφιλοχωρούν μερικές φορές και τυπικές ακυρότητες των διαφόρων πράξεων. αλλά αυτή δεν είναι τόσο συχνή και τόσο έντονη. V) Λόγοι ακυρότητας ή ακυρωσίας και προσβολή του εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού. Γ) Λόγοι ακυρότητας ή ακυρωσίας του πλειστηριασμού κρίνονται. σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου. κατά κανόνα. Ειδικά σε περίπτωση δικαστικής διανομής έχουν εφαρμογή αυτά που εκτίθενται παραπάνω στο σχετικό σημείο9. όπως στους αναγκαστικούς πλειστηριασμούς. θετικών παραβάσεων κανόνων που ισχύουν ή ελλείψεως νομίμων προϋποθέσεων ή μη τηρήσεως των διατυπώσεων που επιβάλλονται από το νόμο είναι συνήθως ενδεχόμενο να εμφανίζονται. εφαρμογή στους συγκεκριμένους πλειστηριασμούς. Στους συγκεκριμένους πλειστηριασμούς εμφανίζεται μεν μερικές φορές αντίθεση συμφερόντων. οι συνέπειες των οποίων πρέπει να αντιμετωπίζονται με βάση το κοινό δίκαιο. 9. Εφαρμοστέοι κανόνες επιτρέπει τη διενέργεια του πλειστηριασμού. πιο πάνω τ. ή και με μεταγενέστερη απόφαση. οι οποίες αποτελούν την προδικασία και την κύρια διαδικασία του εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού. Αυτή εκδηλώνεται με τη.λπ. η οποία. μεγαλύτερη ή μικρότερη κάθε φορά. η οποία εμφανίζει το θεσμό της εκτελέσεως ως ενιαίο. ΙΙ) Η εσωτερική ενότητα των τμημάτων της αναγκαστικής εκτελέσεως. Δ) Από την ενότητα αυτή απορρέουν ορισμένες συνέπειες. . όπως ευχερώς καταλαβαίνει κάποιος επεκτείνεται και στη σχέση των επιμέρους τμημάτων. την καθιέρωση της σταδιακής προβολής των ελαττωμάτων της. όπως επιτρέπεται να συναχθεί χωρίς δυσχέρειες από την προηγούμενη ανάλυση και ανάπτυξη. § 362 επ. Βλ. Β) Υφίσταται επομένως κατ' αρχήν τυπική και εξωτερική ενότητα μεταξύ του γενικού μέρους και των ειδικών τμημάτων της ρυθμίσεως και της ύλης που ρυθμίζεται. Ι § 136.1. Β) Η πιο πάνω συνοχή δημιουργεί κατ' ανάγκη ορισμένη αλληλεξάρτηση μεταξύ των διαφόρων κανόνων. Γ) Η αλληλεξάρτηση των πιο πάνω κανόνων και η σχέση μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της αναγκαστικής εκτελέσεως συντελούν στο να σχηματίζεται μια ενότητα.KΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΩΣ ΕΝΙΑΙΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 516 I) Εισαγωγή. Γ) Η ενότητα αυτή δεν είναι απλώς σχηματική. σχετ. διαδοχική διενέργεια των επιμέρους πραγμάτων της διαδικασίας της εκτελέσεως. τ. αλλά. ανάλογα με τα αντικείμενα που ρυθμίζονται. σύμφωνα με το νόμο. 1. οι οποίες ρυθμίζουν αφενός την αναγκαστική εκτέλεση γενικά και αφετέρου τα διάφορα είδη της. οι οποίοι διέπουν αφενός τα γενικά και αφετέρου τα ειδικά θέματα της αναγκαστικής εκτελέσεως προκύπτει. Α) Από την έκθεση και ανάλυση των κανόνων. 392 επ. ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες τελούν συνήθως σε συνοχή. για τις οποίες γίνεται λόγος στα επόμενα. την επέκταση του συγκεντρωτικού συστήματος και σ' αυτό το τμήμα της διαδικασίας κ. για την οποία γίνεται λόγος στη συνέχεια. κλπ. έχει και εσωτερική υφή. Α) Ο ΚΠολΔ (όπως και η προηγούμενη και καταργημένη ΠολΔ) περιλαμβάνει σε ειδικό βιβλίο τις διατάξεις. 3. 373 επ. ελάττωμα και αν προέρχονται. με τα οποία εισάγονται. κατά κανόνα. πάντως τουλάχιστον σε σκοπούς που βαίνουν παραλλήλως. όμως. σχετικά ανωτ. Βλ. Οι κανόνες αυτοί. πιο πάνω §§ 366-373 επ. εξετάζονται και κρίνονται τα ζητήματα της παροχής εννόμου και ιδίως δικαστικής προστασίας. Είναι βεβαίως αληθές. ότι οι επιμέρους πράξεις και τα διάφορα τμήματά της διατηρούν την ατομικότητα και τα χαρακτηριστικά τους. όπως σημειώθηκε και παραπάνω4. Β) Η ενότητα της διαδικασίας που αναφέρθηκε εκδηλώνεται κυρίως και αντανακλά όχι μόνο στις σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων ή των διαδίκων της. έχουν αφετηρία περίπου τις ίδιες σκέψεις και αποβλέπουν. πιο πάνω §§ 366 επ. με τις άλλες αναγνωρισμένες μορφές και μάλιστα εντονότερα έναντι της διαγνωστικής διαδικασίας και σε αξιόλογη έκταση έναντι της διαδικασίας των επειγούσης φύσεως (ασφαλιστικών κ. Βλ. η αναγκαστική κατάσχεση κινητών ή ακινήτων ή εις χείρας τρίτου αποτελούν ιδιαίτερη επιμέρους πράξη.) μέτρων. ΙΙ) Ειδικές και αντανακλαστικές συνέπειες της ενότητας της εκτελέσεως. Β) Κάθε πράξη της διαδικασίας της εκτελέσεως επηρεάζει οπωσδήποτε κατά ορισμένη έκταση περισσότερο ή λιγότερο τόσο από τυπική πλευρά όσο και από ουσιαστική άποψη την εξέλιξη των επομένων πράξεων. . αν όχι εντελώς σε όμοιους. 4. Συγχρόνως όμως από άλλη πλευρά εμφανίζονται και ως κυρίως πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. § 373. Το ακατάσχετο σε όλα αυτά τα είδη της κατασχέσεως έχει περίπου την ίδια αντανακλαστική επίδραση τόσο έναντι των υποκειμένων της εν λόγω διαδικασίας όσο και έναντι τρίτων2. Α)Η ενότητα της εκτελέσεως δημιουργεί χωρίς άλλο κατά πρώτο λόγο την ιδιορρυθμία της εμφανίσεώς της σε σχέση με τα άλλα τμήματα της διαδικασίας..λπ. σε οποιαδήποτε στάδιο και να προέκυψαν αυτές και από οποιοδήποτε.χ. έστω και αν αυτές δεν έχουν την ίδια ελαττωματικότητα. Α) Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω3 σε δίκες περί την εκτέλεση ισχύουν και εφαρμόζονται ενιαία και ομοιόμορφα ορισμένοι κανόνες. Έτσι π. Πρβλ. δεν αποβάλλουν και την αλληλοεξάρτησή τους. Παράλληλα. Γ) Κάθε πράξη της συγκεκριμένης διαδικασίας παρά την ιδιομορφία της και την ιδιαίτερη λειτουργία της συμπληρώνει αφενός την ενέργεια των προηγούμενων και προπαρασκευάζει αφετέρου την πορεία 2. αλλά και μεταξύ αυτών και τρίτων.646 § 517 – Εκδηλώσεις της ενότητας της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως Τίτλος Δεύτερος Οι αντανακλαστικές εκδηλώσεις της ενότητας της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως § 517 I) Εισαγωγή. §§ 400. Δ) Η αναστολή της διαδικασίας της εκτελέσεως. Β) Η παράλειψη της διενέργειας ορισμένης πράξεως της εκτελέσεως διακόπτει τη νόμιμη συνέχεια και πορεία της ή καθιστά αδύνατη εκ των πραγμάτων ή μάταιη την παραπέρα προώθηση αυτής της διαδικασίας. ΙΙΙ) Επίδραση των αποτελεσμάτων κάθε πράξεων της εκτελέσεως στο συνολικό κύρος αυτής της διαδικασίας. βλέπε ανωτ. Πρβλ.§ 517 – Εκδηλώσεις της ενότητας της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως 647 της εκτελέσεως με τις επόμενες πράξεις της. Γ) Η ανατροπή της κατασχέσεως. §§ 403 επ. που λαμβάνει χώρα με τις νόμιμες προϋποθέσεις και τη διαδικασία που έχει ταχθεί. Α) Οι κανονικές. 6. .. 5. 495 επ. Έτσι η νομότυπη επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως κινητού ή ακίνητου και η συμπλήρωση των διατυπώσεων που ορίζονται από το νόμο αποτελούν την κύρια βάση της προπαρασκευής για τη διεξαγωγή του αναγκαστικού πλειστηριασμού με την προσήκουσα διαδικασία5. το θεμέλιο της διενέργειας του αναγκαστικού πλειστηριασμού. ανωτ. αίρει. συνέπειες κάθε μιας πράξεως ή ολοκλήρου τμήματος της διαδικασίας της εκτελέσεως αποτελούν ουσιώδη προϋπόθεση του επιτρεπτού της νόμιμης διενέργειας των επομένων πράξεων ή και της ολοκληρώσεως του επόμενου τμήματος της παραπάνω διαδικασίας. έχει καθολική ισχύ και επίδραση ανεξάρτητα από το λόγο και την χρονική της διάρκεια. όπως αναπτύσσεται στο σχετικό σημείο6. κατά τις σχετικές διατάξεις του ισχύοντος δικαίου. που κηρύσσεται κάθε φορά. 460Α. για το οποίο γίνεται λόγος στη συνέχεια εμφανίζεται στις περιπτώσεις εκείνες. αναστολή ή διακοπή της εκτελέσεως. Β) Γεννήθηκε. σύμφωνα μ' αυτά που αναπτύσσονται στο σχετικό σημείο2. σύμφωνα μ' αυτά που αναπτύσσονται πιο πάνω1. όμως. ΙΙ) Ματαίωση. 2. Στις τελευταίες περιπτώσεις είναι δυνατό να λάβει χώρα ή να συνεχισθεί η εκτέλεση. Α) Λόγω της φύσεως των πραγμάτων και το σκοπό της αναγκαστικής εκτελέσεως αυτή κατά κανόνα τουλάχιστον μόνο μια φορά είναι δυνατό να λάβει χώρα για την ικανοποίηση της απαιτήσεως. ΕΦ' ΑΠΑΞ Ή ΚΑΤ' ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ Τίτλος πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 518 I) Εισαγωγή. το ζήτημα. για την ικανοποίηση της οποίας ενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση.).χ. που αποδεικνύεται με τον εκτελεστό τίτλο υπέρ κάθε δικαιούχου ή. § 347. στις οποίες δεν δημιουργείται ή δεν διατηρείται για κάποιο χρονικό διάστημα στον εξωτερικό κόσμο η κατάσταση εκείνη. . § 347. 1. ανωτ. όταν δεν πραγματοποιείται ή δεν ολοκληρώνεται η εκτέλεση που επιχειρήθηκε ή άρχισε λόγω νομικών ή πραγματικών κωλυμάτων (π. αυτών που στο σημείο αυτό ταυτίζονται νομικά μαζί του και κάθε υποχρέου αυτών που νομιμοποιούνται παθητικά γι' αυτό. η οποία αντιστοιχεί στο περιεχόμενο του δικαιώματος ή της απαιτήσεως.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΤΥΠΙΚΗ Ή ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ. Διαφορετικά έχει το πράγμα. της αναστολής ή διακοπής που διατάχθηκε με ασφαλιστικά μέτρα ή λόγω αντιστάσεως που δε μπορούσε να καμφθεί εκείνη τη στιγμή κ. Ιδίως το θέμα αυτό.λπ. ανατρεπόμενη σε συντομότατο χρονικό διάστημα ή αμέσως. αν από τον κανόνα αυτόν δικαιολογείται ή και επιβάλλεται να γίνει δεκτή εξαίρεση. αν αρθεί ή παραμεριστεί το νομικό ή φυσικό εμπόδιο. Βλ. ανωτ. Βλ. ήδη με βάση το προηγούμενο δίκαιο και δεν αποκλείεται να προκύψει και από τον ΚΠολΔ. Βλ. Δ) Κατά της απόψεως αυτής θα μπορούσε να αντιταχθεί. αν 3. Β) Ούτε το προηγούμενο δίκαιο oύτε ο ΚΠολΔ αντιμετωπίζουν απευθείας το θέμα αυτό. ανωτ. ο σκοπός της εκπληρώθηκε και η μετά από αυτά προσβολή ή ανατροπή που τυχόν έλαβε χώρα της καταστάσεως η οποία δημιουργήθηκε ή αποκαταστάθηκε. το αν ή εκτέλεση που άρχισε συμπληρώθηκε ή όχι. το οποίο δε στερείται θεωρητικού και πρακτικού ενδιαφέροντος. 4. Σκοπός της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι η δημιουργία ή επαναφορά στον εξωτερικό κόσμο ορισμένης καταστάσεως. εφ' όσον υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα οι επόμενες: Α) Συντρέχουν ακόμη οι γενικές προϋποθέσεις της παροχής εννόμου προστασίας υπό τη μορφή αναγκαστικής εκτελέσεως καθώς και οι ειδικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναγκαστικής εκτελέσεως4. η οποία αποβλέπει όπως αναφέρθηκε3 σε επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος θα μπορούσε να υποστηριχθεί η καταφατική λύση του παραπάνω προβλήματος. §§ 329 επ. Αλλά όταν η προσβολή της νέας καταστάσεως είναι άμεση και στιγμιαία. Β) Η διαδικασία της εκτελέσεως. θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με (την) προσφυγή σε άλλα ένδικα βοηθήματα που προβλέπονται από το κοινό δίκαιο. που διενεργήθηκε (εφάπαξ) ή αυτής που επιχειρήθηκε αλλά δεν περατώθηκε στην ουσία της ή που δεν πραγματοποιήθηκε. ενδεχομένως και de lege ferenda. που μόνο επιχειρήθηκε. κατ’ ακρίβεια. που εκτιμά τις περιστάσεις. δεν περατώθηκε ουσιαστικά ή ανατράπηκε αμέσως. το πρόβλημα. η οποία είναι ορθό να μπορεί να συνεχίζεται για να περατωθεί ουσιαστικά και πραγματικά. σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας. εφ' όσον συντελέσθηκε ήδη η εκτέλεση.§ 519 – Επανάληψη ή ουσιαστική περάτωση της αναγκαστικής εκτελέσεως 649 Τίτλος Δεύτερος Επανάληψη ή ουσιαστική περάτωση της αναγκαστικής εκτελέσεως § 519 I) Εισαγωγή. ουσιαστικά ισοδυναμεί με ματαίωση της εκτελέσεως που έγινε ή. ότι. είναι δυνατό να λάβει χώρα. §§ 345 επ. ΙΙ) Προϋποθέσεις του επιτρεπτού της επαναλήψεως ή ουσιαστικής περατώσεως της εκτελέσεως. Η επανάληψη ή η ουσιαστική συνέχιση της αναγκαστικής εκτελέσεως που άρχισε και δεν περατώθηκε στην ουσία της ή ανατράπηκε. Βλ. Το κατ' αρχήν επιτρεπτό της επαναλήψεως κ. Είναι ζήτημα κρίσεως του δικαστή. αν επιτρέπεται επανάληψη της αναγκαστικής εκτελέσεως.λπ της εκτελέσεως. Ε) Κατ' αρχήν η παρατήρηση αυτή δεν στερείται ορθότητας. που επιχειρήθηκε ή άρχισε. Α) Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που αναφέρονται παραπάνω είναι ενδιαφέρον και πρέπει να εξεταστεί de lega lata. . Γ) Ενόψει της εξ ορισμού και κατά την ουσία ή το περιεχόμενο σκοπού της εκτελέσεως. σχετικά ανωτ. Γ) Για την επανάληψη ή εξακολούθηση της εκτελέσεως πρέπει να διαπιστώνεται με την έκθεση του αρμόδιου οργάνου. . 5. ότι δεν περατώθηκε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως που άρχισε ή ότι ανατράπηκε αμέσως πριν την σύνταξη της εκθέσεως εκτελέσεως. ΙΙΙ) Τηρητέα διαδικασία.650 § 519 – Επανάληψη ή ουσιαστική περάτωση της αναγκαστικής εκτελέσεως παρεμποδίσθηκε ή ανατράπηκε αμέσως. ανωτ. Πρβλ. Θα πρέπει να τηρούνται όλες οι διατυπώσεις που επιβάλλονται για την αρχική διαδικασία και που αναλύονται παραπάνω5. §§ 347 επ. αλλά και ανεξάρτητα από αυτή. Πρβλ. Τότε όμως αποκλείεται πλέον η ενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως για το λόγο αυτο. ότι στερείται οποιασδήποτε σημασίας η παράταση αυτής της αδράνειας γα μακρό χρονικό διάστημα. Β) Εξ άλλου. δεν αρκεί για να αποτελέσει αυτός ο τίτλος τη νόμιμη ισχύ του και δύναμή του και να μην είναι δυνατό στο μέλλον να αποτελέσει τη βάση και την αφετηρία διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως. I) Εισαγωγή.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ ΑΤΟΝΙΑ (ΚΑΙ) Η΄ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ* Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 520 *Ειδική βιβλιογραφία: Lehr Friedrich: Das Erlöschen der Vollstrekbarkeit (1968). Θα πρέπει να θεωρηθεί. για την οποία έχει εκδοθεί εκτελεστός τίτλος. όμως. και προβάλλεται επιτυχώς. ο οποίος εκμηδενίζει τον εκτελεστό τίτλο από την πλευρά της υπέρ ής η εκτέλεση απαιτήσεως ή μάλλον αυτή την ίδια την απαίτηση. όπως και σε κάθε περίπτωση αποσβέσεως της ίδιας απαιτήσεως. Α) Μόνο ή για κάποιο χρόνο μη άσκηση των δικαιωμάτων που στηρίζονται στον εκτελεστό τίτλο και ιδίως ή μη επίσπευση και η μη διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως για ικανοποίηση της απαιτήσεως. Α) Ούτε στο προγενέστερο δίκαιο ούτε στον ΚΠολΔ υπήρχε ή υπάρχει διάταξη που να θέτει άμεσα χρονικό περιορισμό της ισχύος των διαφόρων εκτελεστών τίτλων. εφόσον εννοείται πρόκειται για απαλλοτριωτά δικαιώματα. που βεβαιώνεται μ' αυτόν. . να είναι δυνατό να συναχθεί παραίτηση από την εκτελεστότητα. δεν είναι δυνατό χωρίς κάποιο δισταγμό να θεωρηθεί. όχι μόνο αν συνδυάζεται με τη μη άσκηση της απαιτήσεως που προέρχεται από το ουσιαστικό δίκαιο. ότι δεν υφίσταται νόμιμο κώλυμα για να μην αναγνωρίζεται το κύρος και η ισχύς τέτοιας συμφωνίας ή και μονομερούς δηλώσεως. Β) Δεν αποκλείεται βεβαίως να προκύπτει έμμεσα κάποιος περιορισμός από τη συμπλήρωση παραγραφής ή από την παρέλευση αποσβεστικής προθεσμίας ασκήσεως της απαιτήσεως. εφόσον εκδηλωθεί επίσημα πρόθεση εκτελέσεως1. σχετικά πιο πάνω §§ 365 επ. Δεν αποκλείεται εξάλλου. Γ) Αλλά και 1. που βεβαιώνεται με εκτελεστό τίτλο. ΙΙ) Απραξία ή αποχή από την εκτέλεση και συνέπειές της. αν το χρονικό διάστημα που διέρρευσε στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αρκετό για να δικαιολογήσει την ιδέα για εγκατάλειψη της σκέψεως για εκτέλεση ή να εμφανίσει την αναγκαστική εκτέλεση. απόκειται κάθε φορά στην κρίση του δικαστή. σκοπό του δικαιώματος. Γ) Πιο κάτω γίνεται με συντομία λόγος για τα θέματα αυτά. . Άλλες όμως. ΙΙ) Προϋποθέσεις ή στοιχεία της ατονίας ή αποδυναμώσεως του εκτελεστού τίτλου. Β) Δεν αρκεί όμως η πάροδος ορισμένου. Α) Κατ' αρχήν προϋποτίθεται. Εφόσον δεν υπάρχει σχετική διάταξη γι' αυτό το θέμα. από τα οποία θα είναι δυνατό να συναχθεί η πρόθεση πραγματικής και οριστικής εγκαταλείψεως κάθε σκέψεως επιδιώ2. που επιχειρείται τώρα. ότι είναι απαραίτητο για την παραδοχή τέτοιου είδους λύσεως να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις που να την δικαιολογούν. που να προαναγγέλλει σύμφωνα με το νόμο την επικείμενη αναγκαστική εκτέλεση2. συνδέονται με τις περιστάσεις που συντρέχουν κάθε φορά. να αποφανθεί. διαστήματος απραξίας και αποχής από κάθε πράξη αναγκαστικής εκτελέσεως. εκτιμώντας τις περιστάσεις που συντρέχουν σε συνδυασμό με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας. §§ 355 επ. κατά τη διάρκεια του οποίου δεν διενεργήθηκε αναγκαστική εκτέλεση με βάση (το) συγκεκριμένο εκτελεστό τίτλο ούτε έλαβε χώρα κάποια πράξη. η ατονία ή αποδυνάμωση της εκτελεστότητας μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όχι χωρίς δισταγμό είναι δυνατό να γίνει δεκτή. Απαιτείται επιπροσθέτως η συνδρομή και άλλων στοιχείων και περιστάσεων.λπ. ανωτ. Τίτλος Δεύτερος Προϋποθέσεις και περιορισμοί (της) ατονίας ή αποδυναμώσεως της εκτελεστότητας § 521 I) Εισαγωγή. ότι παρήλθε αρκετό χρονικό διάστημα από την έκδοση ή σύνταξη του εκτελεστού τίτλου. βεβαίως. Β) Από τις προϋποθέσεις αυτές κάποιες είναι δυνατό να διατυπωθούν αφηρημένα και γενικά ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη περίπτωση. ότι αντίκειται προδήλως στα χρηστά ήθη και τον οικονομικό κ. που απορρέει από αυτόν. όπως είναι αυτονόητο.652 § 521 – Προϋποθέσεις και περιορισμοί ατονίας ή αποδυναμώσεως της εκτελεστότητας χωρίς ρητή παραίτηση ή μακρά απραξία θα είναι ενδεχόμενο να ερμηνευθεί. λόγω της φύσεως των πραγμάτων. όπως σημειώθηκε. συνήθως μακράς διαρκείας. έπεται. Α) Δεδομένου ότι. δηλαδή ότι ενέχει προφανώς κατάχρηση δικαιώματος. με ορισμένες προϋποθέσεις και με κάποιους περιορισμούς. Βλ. ότι οδηγεί σε απόδυνάμωση της ισχύος του εκτελεστού τίτλου και πως καθιστά πλέον καταχρηστική την άσκηση της εξουσίας για αναγκαστική εκτέλεση. Γ) Απαιτείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να διατυπώνεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προκειμένου να κριθεί και να γίνει δεκτό. βλέπε σχετικά παραπάνω § 520 . που να μπορεί να δικαιολογήσει την εκμηδένιση της εκτελεστότητάς της3 και να εμφανίζει την αναγκαστική εκτέλεση.λπ. σκοπό του δικαιώματος. που επιχειρείται τώρα. δηλαδή που να ενέχει κατάχρηση δικαιώματος με την έννοια του αρθρ. 281 ΑΚ (ή/και του άρθρου 116 ΚΠολΔ).§ 521 – Προϋποθέσεις και περιορισμοί ατονίας ή αποδυναμώσεως της εκτελεστότητας 653 ξεως (της) ικανοποιήσεως της απαιτήσεως. ως αντικείμενη στην καλή πίστη. εν μέρει ικανοποίηση της απαιτήσεως.λπ. στον οποίο στηρίζεται αυτή. Τέτοιου είδους περιστατικά είναι δυνατό να θεωρούνται αυτά που αναγράφονται στη συμπεριφορά του εμφανιζόμενου ως δικαιούχου κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται παραπάνω σε σχέση με την απαίτηση έναντι αυτού που θεωρείται ως υπόχρεος και σε σχέση με το αντικείμενο της συγκεκριμένης εννόμου σχέσεως. αν από την επίσπευση και τη διεξαγωγή αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση της συγκεκριμένης απαιτήσεως επήλθε αποδυνάμωσή της και ατονία του εκτελεστού τίτλου. π. στα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό κ. εξακολούθηση περαιτέρω όμοιων ή παρεμφερών συναλλαγών μεταξύ «δανειστού και οφειλέτου» χωρίς κάποια επιφύλαξη σε σχέση με την παραπάνω απαίτηση κ. 3.χ. Πανεπιστ. 293 επ.: Die Schadensersatzansprüche aus ungerechtfertigter Vollstreckung (1967). I) Εισαγωγή. Οριακά ζητήματα της αποζημιώσεως από άκυρη εκτέλεση (ΚΠολΔ 940 ΙΙΙ). Α) Ενδιαφέρον από θεωρητική και πρακτική πλευρά είναι το ζήτημα της υπάρξεως ευθύνης προς αποζημίωση για ζημιές που προήλθαν από τη διενέργεια ελαττωματικής εκτελέσεως. ΕΠολΔ 2010. στις οποίες τίθεται παρόμοιο θέμα. Επί διδακτ. Ζημία είναι δυνατό να προέλθει από ελαττωματική εκτέλεση με διάφορες και ποικίλες μορφές.: Ungerechtertiger Vollstreckungsbetrieb (1910)· Boehle – Stamschader: Vollstreckungsmissbrauchgesetz (1939)· Hoffmann-Dietrich: Der Rechtsgrund der Schadenserersatzpflicht aus der Vollstreckung vorläufig vollstreckbarer Urteile. (1969)˙ Κ. Α) Η ζημία είναι δυνατό να οφείλεται σε συγκεκριμένη ελαττωματική πράξη εκτελέσεως ή σε ελάττωμα τμήματος ή ολόκληρης της διαδικασίας. (Διατρ. nach vollendeter Zwangsvollstreckung in einer dem Schuldner nicht gehörigen Sache (1966)· Goldschmidt J.. P. Β) Το ζήτημα αυτό αποτελεί ειδική εμφάνιση του γενικότερου προβλήματος της ευθύνης προς παροχή αποζημιώσεως για ζημιές. Γ) Κυρίως πρόκειται για 1. . Νίκας. (1981)· Müller U.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ ΑΞΙΩΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ* Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 522 *Ειδική βιβλιογραφία: Petscher H.: Die Schadensersatz . επί διδακτ. σ. ΝοΒ 2007. Γοττίγγης. Ι § 228. ΙΙ) Μορφές εμφανίσεως του θέματος της αποζημιώσεως σε περίπτωση ελαττωματικής εκτελέσεως. Βλέπε σχετικά πιο πάνω τ. Αποζημίωση για άδικη εκτέλεση. 777-792˙ Ν.λπ.und Bereicherungsanprüche κ. Καλαβρός. με τις ΑΠ 2413/2007. Β) Τη ζημία είναι ενδεχόμενο να υπέστη ή να προκάλεσε ένα από τα υποκείμενα της διαδικασίας της εκτελέσεως ή και τρίτος. Rostock (1941)· Lane Alfred: Die Schadensersatzpflicht wegen ungerechtiger vorläufigen Vollstreckung und Arrest Vollziechung. ΑΠ 2207/2009 και ΟλομΑΠ 9/2010. σ. Πανεπιστημ. Διατρ. Schriften zum Prozessrecht No 8· Goldstein Walter: Die Haftung des Gläubigers. που προήλθαν από τη διεξαγωγή της ελαττωματικής δίκης ή διαδικασίας (γενικά)1. Γ) Στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι ενδεχόμενο να εμφανίζονται συχνότερα απ' ότι στη διαγνωστική διαδικασία περιπτώσεις. § 523 – Προϋποθέσεις αξιώσεως αποζημιώσεως από ελαττωματική εκτέλεση 655 υλικές ζημιές. του τμήματος ή της διαδικασίας της εκτελέσεως γενικά. πράξη ή παράλειψη. εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση. εφόσον συντρέχουν τα στοιχεία του αστικού αδικήματος (δηλαδή υπαιτιότητα και παράνομη ζημιογόνος συμπεριφορά).Σ. Οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν κατά μείζονα λόγο. πρέπει να διακρίνονται οι περιπτώσεις. Τίτλος Δεύτερος Προϋποθέσεις της αξιώσεως προς αποκατάσταση ζημιών από την αναγκαστική εκτέλεση § 523 Ι) Εισαγωγή. Α. Γ) Σχετικά. αφενός ότι προήλθε ζημιά σε κάποιον από κάποια πράξη ή τμήμα της αναγκαστικής εκτελέσεως ή από όλη τη διαδικασία και αφ' ετέρου ότι αυτή είναι συνέπεια ελαττώματος της συγκεκριμένης πράξεως.Ε. η αξίωση που μνημονεύθηκε και η αντίστοιχη ευθύνη και υποχρέωση γεννώνται. 3. 1002 § 3. Α. στις οποίες αναφύονται ανάλογα ζητήματα στις έννομες σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ αυτών και τρίτων. Δηλαδή. στις οποίες η αξίωση και η ευθύνη και η υποχρέωση αποζημιώσεως αναφέρονται στις υφιστάμενες έννομες σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων της διαδικασίας της εκτελέσεως από τις περιπτώσεις. .Δ. Σχ. ΙΙ) Περιπτώσεις και προϋποθέσεις της αξιώσεως και της υποχρεώσεως προς αποζημίωση μεταξύ των διαδίκων της αναγκαστικής εκτελέσεως. Β) Περαιτέρω πρέπει να εξεταστεί με ποιές άλλες προϋποθέσεις ή όρους αναγνωρίζει το ισχύον δίκαιο την αξίωση και την αντίστοιχη υποχρέωση για αποκατάσταση των συγκεκριμένων ζημιών. 57 επ. Α) Εφ' όσον γίνεται λόγος για ευθύνη και αξίωση προς παροχή αποζημιώσεως προϋποτίθεται (κατ' αρχήν). κατά κανόνα τουλάχιστον. όταν η παραπάνω συμπεριφορά περιέχει τα στοιχεία της αξιοποίνου πράξεως.Πολ.Ε 1067 § 3. Δεν αποκλείεται όμως.Κ. Α) Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρ. Β) Ως συνέπεια της αναγραφής αυτού του κανόνα θα 2. αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρ. 940 (1002) § 3 ΚΠολΔ3: «Αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση. 914 ή 919 του Αστικού Κώδικα». να υπάρξουν και περιπτώσεις ζημιών ηθικής φύσεως σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου για την προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας2. στη μία περίπτωση εκ προθέσμεως και κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) στην άλλη περίπτωση και επέλευση ζημίας σε άλλον (για τις οποίες γίνεται λόγος παρακάτω). ΙΙ § 294. 5. Δεν περιλαμβάνεται. ότι δεν υπάρχει σοβαρός λόγος που να μπορεί να δικαιολογήσει επαρκώς την αρνητική 4. Σχ. 1002 § 2. μόνο αν αυτός είχε δόλο ως προς τη μη ύπαρξη του δικαιώματος». ότι μόνο η κήρυξη της ακυρότητας ή ακύρωση της διαδικασίας (της) αναγκαστικής εκτελέσεως αυτή καθ' αυτήν δεν δημιουργεί ευθύνη και υποχρέωση προς αποζημίωση ούτε αντίστοιχο δικαίωμα. τ. Ο Γ.Ε. αν είναι δυνατό να εφαρμοστεί κατ' αναλογία η διάταξη που παρατίθεται παραπάνω σ' εκείνες τις περιπτώσεις. Κατά των αποφάσεων αυτών. που δεν υπόκεινται για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από τον ΚΠολΔ σε ανακοπή ερημοδικίας και σε έφεση. εκτός από την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. προς παροχή αποζημιώσεως στον ηττημένο αντίδικό του με τις επόμενες προϋποθέσεις: α) Εφόσον η τελεσίδικη απόφαση που χρησίμευσε ως εκτελεστός τίτλος εξαφανίσθηκε ή ακυρώθηκε λόγω ασκήσεως και παραδοχής ενδίκου μέσου. 1067 § Α. άμεσα τουλάχιστον.656 § 523 – Προϋποθέσεις αξιώσεως αποζημιώσεως από ελαττωματική εκτέλεση πρέπει να λεχθεί. να ζητήσει από εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημιές που προήλθαν από την εκτέλεση. στις οποίες έχει λάβει χώρα αναγκαστική εκτέλεση κατά τρίτου με βάση τελεσίδικη απόφαση και ως συνέπεια ασκήσεως εκ μέρους του ανακοπής κατ’ αυτής της εκτελέσεως και παραδοχής αυτής της ανακοπής. . σύμφωνα με το άρθρ. Σ. δεν δημιουργεί ευθύνη και αντίστοιχη αξίωση προς αποζημίωση. Βλ. ή των στοιχείων άλλης αξιοποίνου πράξεως.Πολ. ότι σε περίπτωση αναγκαστικής εκτελέσεως τελεσιδίκου αποφάσεως γεννάται υποχρέωση του νικητή διαδίκου με βάση αυτή. Ράμμος είχε διατυπώσει την άποψη. η επίσπευση και διενέργεια άκυρης ή ακυρώσιμης αναγκαστικής εκτελέσεως αυτή καθ' εαυτή και χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρ.λπ. Δ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. με την επιφύλαξη βεβαίως της υποχρεώσεως και αξιώσεως αποκαταστάσεως των πραγμάτων στην πριν την εκτέλεση υφιστάμενη κατάσταση. Γεννάται όμως το ζήτημα. γιατί αυτή δεν είναι.Δ. δηλαδή αναψηλάφηση και αναίρεση. που αναγνωρίζεται με ορισμένες προϋποθέσεις σε τρίτο (που δεν διατέλεσε διάδικος κ. Από αυτή τη διάταξη προκύπτει. εκείνος κατά του οποίον είχε στραφεί η εκτέλεση έχει δικαίωμα. 940 (1002) § 2 ΚΠολΔ4: «Αν εξαφανιστεί ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου τελεσίδικη απόφαση που εκτελέστηκε. 914.Κ. στον κανόνα που εξετάζεται η ακύρωση τελεσίδικου αποφάσεως συνολικά ή κατά ένα μέρος λόγω ασκήσεως και παραδοχής τριτανακοπής. 914 ή 919 Α.Ε. Γ) Με άλλες λέξεις. όπως αναπτύσσεται στο σχετικό σημείο5 ένδικο μέσο. ακυρώνεται συνολικά ή κατά ένα μέρος η απόφαση που ανακόπηκε.). σύμφωνα μ' αυτά που εκτίθενται στο σχετικό σημείο. ανωτ. αλλά ένδικο βοήθημα. είναι δυνατό λόγω του είδους τους να επιτρέπονται (με τις νόμιμες προϋποθέσεις) μόνο έκτακτα ένδικα μέσα. Ε) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. Δεν αρκεί δηλαδή η ανυπαρξία του δικαιώματος με βάση την οποία εξαφανίσθηκε ή ακυρώθηκε η εκτελεσθείσα απόφαση. δεν δημιουργείται η συγκεκριμένη ευθύνη. 940 (1002) § 1 ΚΠολΔ6: «Αν εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί απόφαση που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και εκτελέστηκε. Από αυτά που εκτίθενται αμέσως παραπάνω συνάγεται. η οποία στη συνέχεια εξαφανίσθηκε ή μεταρρυθμίστηκε λόγω ασκήσεως και παραδοχής ενδίκου μέσου (κατά κανόνα τουλάχιστον ανακοπής ερημοδικίας ή εφέσεως).§ 523 – Προϋποθέσεις αξιώσεως αποζημιώσεως από ελαττωματική εκτέλεση 657 απάντηση. όπως λεγόταν άλλοτε. αλλά απαιτείται επιπλέον και γνώση της ανυπαρξίας. μόνο αν αυτός ήξερε ή αγνοούσε από βαριά του αμέλεια ότι το δικαίωμα δεν υπήρχε». β) Ευθύνη και υποχρέωση προς αποζημίωση στις περιπτώσεις αυτές γεννάται και υφίσταται. αν λείπει η γνώση που αναφέρθηκε. 1001 § 1. που εκτελέσθηκε αναγκαστικά. υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση. Σχ. μόνο αν ο επισπεύσας την παραπάνω εκτέλεση τελούσε σε δόλο ως προς τη μη ύπαρξη του δικαιώματος. αν θεμελιώνεται η παραπάνω ευθύνη και σε περίπτωση υπάρξεως μεγάλης ή βαριάς αμέλειας. εξομοιώνεται με το δόλο. του καθού η εκτέλεση κατά του επισπεύδοντος την εκτέλεση με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Εφόσον ως τίτλος εκτελεστός λήφθηκε υπόψη απόφαση. Το ζήτημα που εξετάζεται παραπάνω δεν είναι δυνατό να προκύψει σε σχέση με την άσκηση και παραδοχή τριτανακοπής λόγω ελλείψεως ορισμένης προϋποθέσεως στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. . Ζήτημα θα είναι ενδεχόμενο να γεννάται κάθε φορά. που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή. που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. δηλαδή δόλια προαίρεση ως προς αυτό το σημείο. γ) Σύμφωνα μ' αυτά που εκτέθηκαν η ευθύνη του επισπεύδοντος την αναγκαστική εκτέλεση με βάση τελεσίδικη απόφαση.Ε 1067 § 1 Α. Πολ. Απλή αμέλεια δεν αρκεί. ότι.Σ. Η διάταξη που παρατέθηκε αναγνωρίζει αξίωση και αντίστοιχα ευθύνη και υποχρέωση αποζημιώσεως για ζημιές που προήλθαν από την αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως. β) Ευθύνη 6.Δ. εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί ή εκτέλεση έχει δικαίωμα εκτός από την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 914 να ζητήσει από εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημιές που προξενήθηκαν από την εκτέλεση.Ε. για παροχή αποζημιώσεως προς τον καθού η εκτέλεση για τις ζημιές που προήλθαν από την εκτέλεση γεννάται σπανιότερα απ’ ότι στις περιπτώσεις αμετακλήτου ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως. η οποία. που εξαφανίσθηκε ή ακυρώθηκε λόγω ασκήσεως ενδίκου μέσου. Από τη διάταξη που παρατίθεται στη συνέχεια του άρθρ. έστω και αν υπάρχει πταίσμα ως προς άλλο σημείο της εξαφανίσεως ή ακυρώσεως της τελεσιδίκου αποφάσεως. 940 (1002) § 1 ΚΠολΔ φαίνεται να συνάγεται εξ αντιδιαστολής επιχείρημα που αποκλείει στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή την εξομοίωση. ότι η αναγκαστική εκτέλεση στη συγκεκριμένη περίπτωση λαμβάνει χώρα με βάση απόφαση.658 § 523 – Προϋποθέσεις αξιώσεως αποζημιώσεως από ελαττωματική εκτέλεση και υποχρέωση προς αποζημίωση γεννάται σ' αυτές τις περιπτώσεις. για ικανοποίηση του οποίου διενεργήθηκε η εκτέλεση. Από την άλλη πλευρά η συγκεκριμένη ευθύνη υφίσταται και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρ. Α) Δικαίωμα προς αποζημίωση έχει σύμφωνα με τις διατάξεις που μνημονεύονται παραπάνω αυτός που υπέστη ζημία (υλική και με ορισμένες προϋποθέσεις και ηθικής φύσεως ψυχική οδύνη) από τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως που ακυρώθηκε. III) Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση. Γ) Η αξίωση για παροχή αποζημιώσεως στρέφεται κατά του επισπεύδοντα την αναγκαστική εκτέλεση ή των καθολικών ή οιονεί καθολικών διαδόχων του. 914 ή 919 του Α.Κ. Εν όψει του γεγονότος. . Βλ. για την έννοια αυτού του όρου παραπάνω § 347. π. από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος κατασχέθηκε και εκτέθηκε στον πλειστηριασμό πράγμα που ανήκε σε τρίτο. ένα από τους διαδίκους της παραπάνω διαδικασίας (π. ο νόμος αναγνωρίζει την αξίωση προς αποζημίωση και αν η άγνοια για τη μη ύπαρξη (του) δικαιώματος του επισπεύδοντος οφειλόταν σε μεγάλη ή βαριά αμέλεια. χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα επεβλήθη κατάσχεση ή διενεργήθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός κ. τμήματος ή του συνόλου της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και στις σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων της διαδικασίας που αναφέρθηκε. είναι δυνατό να είναι ελαττωματική πράξη της διαδικασίας της εκτελέσεως.χ. στα οποία έγινε εκτέλεση.χ. Β) Σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις την αξίωση προς αποζημίωση έχουν τα υποκείμενα της διαδικασίας της εκτελέσεως7 και συγκεκριμένα ο καθού η εκτέλεση ή κάποιος απ' αυτούς που ταυτίζονται νομικά μαζί του. Β) Γενεσιουργός αιτία τέτοιου είδους αξιώσεως κ.χ.λπ.λπ. Λ. τον επισπεύδοντα) και η οποία προξένησε ζημία ή βλάβη σε κάποιο τρίτο. Δικαίωμα και υποχρέωση αποζημιώσεως. IV) Περιπτώσεις και προϋποθέσεις της αξιώσεως και ευθύνης προς αποζημίωση μεταξύ διαδίκων και των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως ή και τρίτων. τα οποία συνδέονται ή μη απ' ευθείας με αυτή τη διαδικασία. η υπαιτιότητα της οποίας βαρύνει. ή εκπλει- 7. Α) Αξίωση και ευθύνη προς αποζημίωση είναι δυνατό να δημιουργηθεί από την ύπαρξη ελαττώματος που συνεπάγεται ακυρότητα πράξεως. αν υπάρχει δόλος ή βαριά αμέλεια ως προς το θέμα της γνώσεως ή της άγνοιας για τη μη ύπαρξη του δικαιώματος. σχετικά με περιουσιακά στοιχεία. ο οποίος στερήθηκε τη χρήση του για ορισμένο χρόνο μέχρι την τελεσίδικη απαγγελία της ακυρότητας ή την ακύρωση της κατασχέσεως. που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό. § 523 – Προϋποθέσεις αξιώσεως αποζημιώσεως από ελαττωματική εκτέλεση 659 στηριάσθηκε και επήλθε ανάλογη βλάβη μέχρι την επιτυχή διεκδίκησή του κ. γι' αυτό παραπάνω § 338. 9. Γ) Στις περιπτώσεις αυτές και σε άλλες παρεμφερείς το ζήτημα της ευθύνης προς αποζημίωση για ζημιές που προήλθαν από την πράξη της εκτελέσεως που κηρύχθηκε και ακυρώθηκε.Κ. 914 και 919 Α. . Πρβλ. σχετικά παραπάνω §§ 504 επ. Βλ.λπ.λπ. Σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι δυνατό να γεννάται αφ' ενός ευθύνη απ' ευθείας των οργάνων της εκτελέσεως και αφ' ετέρου – και εν όψει της απόψεως που γίνεται δεκτή κάθε φορά9 για τις σχέσεις των οργάνων της εκτελέσεως με τον επισπεύδοντα – και σύμφωνα με τις αρχές της προστήσεως κ. 8. να εφαρμοστούν. Αυτά που εκτίθενται παραπάνω (στοιχ.8. όσες φορές η ζημιογόνος συμπεριφορά προέρχεται από κάποιο όργανο της εκτελέσεως. mutatis mutandis. Α-Γ) ισχύουν και είναι δυνατό. αν λείπει ειδική διάταξη. θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με βάση τους ορισμούς του κοινού δικαίου και κυρίως των άρθρ. βλέπε παραπάνω τ. VI (1968) σ.Κ. παραπάνω §§ 329 επ. 213 επ. 125 επ. 2. και Συμβολαί εις την Ερμηνείαν της Πολ.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ* Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 524 *Ειδική βιβλιογραφία: Νικ. Β) Παρ' όλα αυτά όμως παρουσιάζει σε κάποια σημεία ιδιορρυθμίες. η οποία γίνεται στη συνέχεια. 281 Α.Κ. Γ) Εξάλλου είναι ενδεχόμενο. η σχετική αντίρρηση ως προς το επιτρεπτό ή ανεπίτρεπτο κάποιας ενέργειας.· Bochen H. Β) Δεν αποκλείεται όμως να τίθεται ζήτημα χαρακτηρισμού συγκεκριμένης πράξεως ή τμήματος της παραπάνω διαδικασίας ως διαδικασίας που προσκρούει στον κανόνα του άρθρ. . Ράμμου: Η κατάχρησις δικαιώματος εις την Πολ.Κ.. 281 του Α. Δίκαιον. Bλ. Ν. τ. διότι αντίκειται στον απαγορευτικό κανόνα που μνημονεύθηκε. Δικονομίαν μετά τον Α. 349 επ. Γ) Ενδιαφέρει συνεπώς η με συντομία εξέτασή του. να προκαλείται όχι μόνο από τον καθού η εκτέ1. όπως τονίσθηκε και αλλού2. ΙV (1948) σ. σε περίπτωση σχετικών εμφανίσεως αντιστοίχων συμπεριφορών στη διεξαγωγή ή εφαρμογή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως γενικά. Δίκαιον τ. Α) Το θέμα της καταχρήσεως δικαιώματος στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως αποτελεί κατά βάση ειδική εμφάνιση του προβλήματος που θίγεται παραπάνω1 για την αντιμετώπιση της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος σε όλο το πλαίσιο του αστικού δικονομικού δικαίου γενικά. ενδεχομένως δε και διαφορές που προέρχονται από την εντονότερη. V (1949) σ. Ι §§ 145 και 228. Κ. I) Εισαγωγή.· Ν. Κλαμαρή: Η καταχρηστική άσκησις δικαιώματος εν τω Αστικώ Δικονομικώ Δικαίω (1980)· Γ. τ.: Ungerechtfertigte Zwangsvollstreckung (1971). σύγκρουση των (εννόμων) συμφερόντων που διασταυρώνονται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως.Δ. Α) Η κατάχρηση δικαιώματος είναι δυνατό να προκαλέσει ζητήματα παραδεκτού ή επιτρεπτού εφαρμογής των κανόνων του κοινού δικαίου και συγκεκριμένα των άρθρ. ΙΙ) Μορφές καταχρήσεως δικαιώματος στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Θ. Βλ. επομένως. Β) Κατ' αρχήν. όπως αναπτύσσεται στο σχετικά σημείο3. ενώ αποκλείονται πάντως οι ακραίες εκδηλώσεις. Γ) Δεν θα είναι άσκοπο να σημειωθεί. . όσες φορές κάποια πράξη ή ολόκληρη η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως εμφανίζεται ως αντίθετη στα χρηστά ήθη. Α) Είναι όμως περιττό να λεχθεί. τον οποίο αφορά άμεσα ή έμμεσα ή γενικά η εκτέλεση ή συγκεκριμένη πράξη της. παραπάνω §§ 491 επ. πρέπει να γίνεται με βάση και ενόψει των αντιλήψεων που κρατούν κάθε φορά στην κοινωνία και στους κύκλους. Διαφορετικά είναι δυνατό να προσβληθεί. και 116 (117) ΚΠολΔ. πάντως πρέπει να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη η ιδιομορφία αυτού του θεσμού και να γίνεται δεκτή η εφαρμογή των κανόνων που μνημονεύθηκαν με πολλή προσοχή και επιφυλάξεις.Κ. Α) Βάση για τον καθορισμό των στοιχείων και των προϋποθέσεων από τη συνδρομή των οποίων εξαρτάται ο χαρακτηρισμός της αναγκαστικής εκτελέσεως ή συγκεκριμένης πράξεώς της ως πράξεως που ενέχει κατάχρηση δικαιώματος αποτελούν οι διατάξεις των άρθρων 281 Α.λπ. ότι παραμερίζονται και κάμπτονται όλες οι αντιρρήσεις που προβάλλονται και οι δυσχέρειες που υποδεικνύονται ως προς το κατ' αρχήν παραδεκτό της εφαρμογής των κανόνων για την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου γενικά και ειδικότερα στην περιοχή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως.§ 525 – Κατάχρηση δικαιώματος στην αναγκαστική εκτέλεση 661 λεση ή από άλλο πρόσωπο που μετέχει στη διαδικασία της εκτελέσεως. Η εκτίμηση και ο χαρακτηρισμός διαδικασίας ή πράξεως ως αντιθέτου προς τα χρηστά ήθη κ. την καλή πίστη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος. για τα τυχόν ελαττώματά της που υφίστανται ή εμφιλοχω3. είναι δυνατό να εξετάζεται και να γίνεται λόγος για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. αλλά και από τρίτο. Τίτλος Δεύτερος Διακριτικά στοιχεία και γνωρίσματα της καταχρήσεως δικαιώματος στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως § 525 Ι) Εισαγωγή. ότι η αναγκαστική εκτέλεση που διενεργείται ή η συγκεκριμένη πράξη αυτής της διαδικασίας που επιχειρείται εμφανίζεται ως τυπικά και ουσιαστικά τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως (ως) νόμιμη. ότι και αν ήθελε υποτεθεί. ότι προϋποτίθεται. ΙΙ) Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού γενικά της εκτελέσεως ή πράξεώς της που ενέχει κατάχρηση δικαιώματος. ότι εκφράζουν το υγιές κοινωνικό αίσθημα και τις υγιείς αντιλήψεις των διαφόρων τάξεων και ομάδων για την ηθική και το δίκαιο και όχι ορισμένης μόνο κατευθύνσεως. οι οποίοι θεωρούνται. όπως και στην περίπτωση προσβολής γενικά της αναγκαστικής εκτελέσεως. εφ' όσον.λπ. ότι η εκτέλεση στο σύνολό της ή μια η περισσότερες πράξεις αυτής της διαδικασίας φέρουν ένα ή περισσότερα από τα εμφανή και έντονα χαρακτηριστικά ελαττώματα που αναφέρονται παραπάνω: α) Σπανιότερο είναι το ενδεχόμενο να εμφανίζεται ως κατάχρηση δικαιώματος όλη η εκτέλεση αυτή καθ' αυτή. ότι συντρέχουν οι παραπάνω συνθήκες. της απαιτήσεως. στις οποίες έχει γίνει δεκτό άμεσα ή έμμεσα. καθώς και της συνήθους διασταυρώσεως και ενδεχομένης συγκρούσεως πολλών εννόμων συμφερόντων διαφόρων προσώπων που εμφανίζονται από διάφορες πλευρές. επειδή υποστηρίζεται. Συζητείται δηλαδή. β) Συμβαίνει. λόγω της φύσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. αν είναι δυνατό να αντιταχθεί. ότι ενέχει κατάχρηση δικαιώματος η αναγκαστική εκτέλεση. όπως αναφέρθηκε εξάλλου. αφού δεν υπάρχει στο ισχύον δίκαιο κάποιος περιορισμός στο μοναδικό ή στα μοναδικά περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. υπέρ της οποίας έγινε ή γίνεται η εκτέλεση. δεν παρουσιάζει τυπική ή ουσιαστική παρανομία και ανωμαλία. τα έξοδα της διαδικασίας της οποίας θα είναι αισθητά μεγαλύτερα από το κεφάλαιο κ. όπως αναφέρθηκε. δεν απομένει τίποτε άλλο από το να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα με βάση τις διατάξεις του ΑΚ και του ΚΠολΔ. Στην αλλοδαπή επιστήμη και νομολογία αμφισβητείται από μακρό χρονικό διάστημα το ζήτημα. αλλά με πολλή προσοχή και επιφυλακτικότητα. όπως σημειώθηκε ήδη.λπ. ότι είναι δυνατό να αντιτάσσεται. Αυτό δικαιολογείται. ή και ίσως επιβάλλεται. Βεβαίως η εκτέλεση που γίνεται καταχρηστικά χαρακτηρίζεται ουσιαστικά παράνομη κατ' εφαρμογή των ειδικών διατάξεων που αναφέρονται παραπάνω. ότι γίνεται κατά κατάχρηση δικαιώματος για να επιτευχθεί σκοπός αντίθετος προς την ηθική κ. ότι συγκεκριμένη πράξη εκτελέσεως που επιχειρείται νομότυπα κατά τα λοιπά να χαρακτηρίζεται.662 § 525 – Κατάχρηση δικαιώματος στην αναγκαστική εκτέλεση ρούν με τα ένδικα βοηθήματα που αναγνωρίζονται κάθε φορά. Στην Ελλάδα έχει ανακινηθεί κατ’ επανάληψη άμεσα ή έμμεσα αυτό το ζήτημα και υπάρχουν περιπτώσεις. ΙΙΙ) Συνέπειες της διαπιστώσεως καταχρηστικής διενέργειας της αναγκαστικής ε- . Αφού επομένως λείπει κάποια συγκεκριμένη θετική διάταξη. που μνημονεύονται παραπάνω. να προβάλλεται. ότι ενέχει κατάχρηση δικαιώματος. Αλλά φαινομενικά δεν παρουσιάζει άλλη συγκεκριμένη τυπική ή ουσιαστική παρανομία. της στενής συνοχής των διαδοχικών πράξεων και των σταδίων της. διαδίκων ή συμμετεχόντων στη συγκεκριμένη διαδικασία και τρίτων. Β) Προϋποτίθεται. η οποία επιχειρείται για ικανοποίηση απαιτήσεως ελαχίστου ποσού. αν με την μορφή που εξετάζεται είναι δυνατό να αντιταχθεί κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως που επισπεύδεται στο σύνολό της η «ρήτρα της σκληρότητας» (Ηärteklausel). Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η κρίση για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της καταχρήσεως δικαιώματος πρέπει να γίνεται με το ίδιο πνεύμα και την ίδια επιφυλακτικότητα. Κ.Κ.§ 525 – Κατάχρηση δικαιώματος στην αναγκαστική εκτέλεση 663 κτελέσεως ή ορισμένης πράξεώς της. ή με αγωγή. όταν προβάλλεται απ' ευθείας το απαράδεκτο ή η ακυρότητα της εκτελέσεως ή της συγκεκριμένης πράξεως για το λόγο που εκτέθηκε. ενώ ο δεύτερος τρόπος χρησιμοποιείται κατ' ανάγκη. σύμφωνα με τα ανωτέρω. 281 Α. Γ) Εννοείται ότι. . να προβληθεί σωρευτικά με τις προϋποθέσεις του κοινού δικαίου και η αξίωση αποζημιώσεως. αλλά και όχι χωρίς επιφύλαξη. ότι η διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτελέσεως ή συγκεκριμένες πράξεις της γίνονται κατά κατάχρηση δικαιώματος προβάλλεται ή με ανακοπή κατά της εκτελέσεως. αν γίνει δεκτή η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπάρξεως καταχρήσεως δικαιώματος. όπως σε περίπτωση ακυρότητας αυτής της διαδικασίας. IV) Τρόπος και διατυπώσεις προβολής της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της επισπεύσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως ή διενέργειας ορισμένης πράξεώς της. όταν ζητείται η παροχή αποζημιώσεως για τον ίδιο λόγο. ως προς τις κυρώσεις των άρθρ. Μόνο κάτω από ιδιαίτερα εξαιρετικές συνθήκες είναι δυνατό να γίνεται δεκτό το απαράδεκτο ή η ακυρότητα ή η ακυρωσία της διαδικασίας ή της συγκεκριμένης πράξεώς της και αυτό λόγω της φύσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως και των εμπλεκομένων ποικίλων εννόμων συμφερόντων των μετεχόντων ή ενδιαφερομένων προσώπων (υποκειμένων της διαδικασίας της εκτελέσεως και τρίτων). αν τυχόν γίνει δεκτό ότι εφαρμόζονται στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως οι ορισμοί του ισχύοντος δικαίου για την απαγόρευση της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος και διαπιστώνεται. είναι δυνατό στην πρώτη περίπτωση ενδεχόμενα με τις προϋποθέσεις των άρθρ. Α) Γενικά μπορεί να παρατηρηθεί. ότι. Λιγότεροι δισταγμοί μπορεί να υπάρξουν. Β) Το πρώτο γίνεται. Α) Ο ισχυρισμός κ. 914 και 919 του Α. 914 και 919 σε συνδυασμό με το άρθρ. ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν τα στοιχεία που εκτίθενται. Β) Ειδικότερα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι ιδιορρυθμίες της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. επέρχονται οι ίδιες συνέπειες του κοινού δικαίου που επέρχονται σε κάθε όμοια περίπτωση.λπ. στις οποίες κηρύσσεται άκυρη ή ακυρώνεται η αναγκαστική εκτέλεση (τελεσίδικα ή αμετάκλητα)2 κ. παραπάνω §§ 419 επ. εκδόσεως αποφάσεως. τότε μόνο για προβολή άμυνας και αποκρούσεώς της με τα ένδικα βοηθήματα που παρέχονται κάθε φορά είναι δυνατό να γίνεται λόγος. απλά μετά την επέλευση ενός από τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω. που χρησίμευσε ως εκτελεστός τίτλος1. Β) Αυτό συμβαίνει: α) στις περιπτώσεις. ότι έχει λάβει χώρα εκτέλεση και κυρίως αναγκαστική που επέφερε λόγω της λειτουργίας της μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο νομικής και πραγματικής φύσεως. στις οποίες εξαφανίζεται λόγω ασκήσεως και παραδοχής ενδίκου μέσου (τακτικού ή έκτακτου) η δικαστική απόφαση. Βλ. Πρβλ. Γ) Η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν την εκτέλεση δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα χωρίς άλλο.λπ. ΙΙ) Προϋποθέσεις και διατυπώσεις επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση. ΙΙ §§ 287-290. Α) Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση προϋποθέτει πρωτ’ απ’ όλα. 2. β) Στις περιπτώσεις. Αν δεν έχει προηγηθεί εκτέλεση αλλά ενδεχόμενα απειλείται ή επίκειται. παραπάνω τ.λπ. που την κηρύττει άκυρη ή την ακυρώνει τελεσίδικα ή αμετάκλητα κ. .). ότι δεν έγινε ορθά από νομική άποψη και συνεπώς είναι αδικαιολόγητη η περαιτέρω διατήρηση της καταστάσεως που δημιουργήθηκε μ’ αυτή.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ Τίτλος Πρώτος Γενικές παρατηρήσεις § 526 Ι) Εισαγωγή. Α) Σε περισσότερες από μία περιπτώσεις τίθεται ζήτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση πριν την εκτέλεση (συνήθως αναγκαστική). 1. αλλά πρέπει να διαταχθεί ή να επιτραπεί με δικαστική απόφαση. Β) Η εκτέλεση που διενεργήθηκε και που εμφανίζεται λόγω ορισμένων γεγονότων (εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως με βάση την οποία διενεργήθηκε. Γ) Παρακάτω γίνεται λόγος με συντομία για τις συνηθέστερες από αυτές τις περιπτώσεις. με την οποία διατάσσεται η επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη / προηγούμενη κατάσταση.. τότε πρέπει λόγω ελλείψεως ειδικών ορισμών να τηρείται η γενική ή τακτική διαδικασία. στις οποίες αναγνωρίζεται και είναι δυνατό να ζητηθεί και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν την αναγκαστική εκτέλεση. κατά την οποία εκδικάσθηκε η αγωγή.§ 527 – Διαδικασία επαναφοράς πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση 665 Τίτλος Δεύτερος Αρμοδιότητα και διαδικασία σε περίπτωση επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση § 527 Ι) Αρμοδιότητα. ΙΙ) Περιπτώσεις παραδοχής ενδίκων μέσων. το ένδικο μέσο ή ένδικο βοήθημα. Τίτλος Τρίτος Ειδικά θέματα επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως § 528 Ι) Εισαγωγή. 525 (543) ΚΠολΔ (προκειμένου για παραδοχή της εφέσεως) 550 (568) (προκειμένου για παραδοχή της αναψηλαφήσεως) και 579 (597) ΚΠολΔ (σε . αφού λείπει ειδική ρύθμιση. σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου. Β) Αρμόδιο συνήθως είναι το δικαστήριο.λπ. Β) Συνεπώς. Α) Αυτά που αναφέρονται αμέσως παραπάνω σε σχέση με την αρμοδιότητα ισχύουν αντίστοιχα και σε σχέση με τη διαδικασία. Β) Συνήθως τέτοιου είδους περιπτώσεις εμφανίζονται σε περίπτωση παραδοχής ενδίκων μέσων (τακτικών ή έκτακτων). και λόγω της παραδοχής ενός από αυτά ζητείται η επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση. ή αγωγής ή ανακοπής ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως ή ανακοπής τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. το ένδικο μέσο ή το ένδικο βοήθημα. Α) Όπως σημειώθηκε και παραπάνω είναι περισσότερες από μία οι περιπτώσεις. ΙΙ) Διαδικασία. Α) Απαιτείται όπως αναφέρθηκε η έκδοση αποφάσεως. το οποίο δικάζει την αγωγή. Αν δεν επιλήφθηκε αυτό για οποιοδήποτε λόγο και η επαναφορά ζητείται με αυτοτελή αγωγή κ.. Α) Σχετικές διατάξεις περιλαμβάνουν τα άρθρ. και ως συνέπεια της παραδοχής ενός εκ των οποίων γεννάται η αξίωση της επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση. η αρμοδιότητα καθ’ ύλην και κατά τόπον καθορίζεται. Γ) Αν η επαναφορά αυτή ζητείται με αυτοτελή αγωγή κ.λπ. τηρείται κάθε φορά η διαδικασία. είναι δυνατό να ζητηθεί με το κύριο ή πρόσθετο δικόγραφο του ενδίκου μέσου και σε περίπτωση αναιρέσεως και με τις προτάσεις – και εφόσον αποδεικνύεται κανονικά η εκτέλεση της αποφάσεως που προσβάλλεται ή εξαφανίζεται ή μεταρρυθμίζεται – να διαταχθεί από το δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσο η επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση. Πρβλ. 288. 289. προσωρινώς εκτελεστών αποφάσεων. αφού τηρηθεί η προδικασία και πάντοτε κατά την προσήκουσα δικονομική σειρά. αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστηρίου που εισάγεται και δικάζεται κατά την τακτική ή γενική διαδικασία. μολονότι δεν υπάρχει ειδική γι' αυτό διάταξη στο τμήμα που αναφέρεται στην ανακοπή. ΙΙΙ) Περιπτώσεις παραδοχής αγωγής ή ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως.666 § 528 – Ειδικά θέματα επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση περίπτωση παραδοχής της αναιρέσεως). δηλαδή με τον τρόπο που έγινε η αρχική αναγκαστική εκτέλεση και όχι μόνο κατά του τότε επισπεύσαντα την εκτέλεση και αυτών που νομικά ταυτίζονται μαζί του. γιατί υπάρχει σχετικό έρεισμα στους ορισμούς του ΚΠολΔ για την εξαφάνιση κ. και παραπάνω τ. στις οποίες προστατεύεται η καλόπιστη κτήση) και κατά των διαδόχων τους.3 Δ) Αν λόγω μη υποβολής σχετικής αιτήσεως ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο δεν αποφανθεί γι' αυτό το θέμα το δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσο είναι δυνατό κατά την άποψη που ο Γ. ΣΤ) Κατά κανόνα πρέπει να διατάσσεται και να λαμβάνει χώρα εκτέλεση αυτούσια (in natura) και εμπραγμάτως. Ε) Η αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση στις περιπτώσεις που εκτέθηκαν γίνεται ανάλογα με το είδος της απαιτήσεως. Γ) Σύμφωνα με τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν. που κοινοποιείται (και) προς τον αντίδικο του αιτούντος και 3. Βλέπε παραπάνω §§ 374 επ. Β) Η σχετική αίτηση είναι δυνατό να υποβληθεί. Ζ) Αυτά που εκτίθενται παραπάνω ισχύουν και εφαρμόζονται σε κάθε είδους αποφάσεις. αλλά συνήθως (και με την εξαίρεση των περιπτώσεων. 290. αν γίνει δεκτό ένδικο μέσο κατ' ουσία. καθώς και με τους ορισμούς του κοινού δικαίου καθώς και μ’ αυτά που αναπτύσσονται παραπάνω στα σχετικά σημεία4. Α) Αποκατάσταση των πραγμάτων στην (υφιστάμενη) κατάσταση πριν τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι δυνατό να ζητηθεί και να διαταχθεί και σε περίπτωση ολικής ή μερικής παραδοχής (της) ανακοπής ή αγωγής ακυρώσεως ή κηρύξεως ακυρότητας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ράμμος θεωρεί ορθότερη και ενόψει των ορισμών του κοινού (ουσιαστικού και δικονομικού) δικαίου να ασκηθεί τακτική αγωγή ενώπιον του. 4. Β) Κάτι ανάλογο ισχύει στην περίπτωση της παραδοχής της ανακοπής ερημοδοκίας. ΙΙ § 287. . ή με την παραπάνω αγωγή ή ανακοπή ή και αυτοτελώς με ιδιαίτερο έγγραφο. σύμφωνα με τις γενικές αρχές. για τους οποίους γίνεται λόγος παραπάνω.λπ. § 528 – Ειδικά θέματα επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση 667 που εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την ανακοπή που αναφέρθηκε. τις παραπομπές που αναφέρονται παραπάνω στην υποσημ. παραπάνω τ. IV) Περιπτώσεις επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση σε υποθέσεις που υπάγονται στις ειδικές διαδικασίες. Α) Ζητήματα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση εμφανίζονται μερικές φορές και σε περίπτωση εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως αποφάσεων που εκδίδονται σε υποθέσεις. που εκτελέσθηκε αναγκαστικά και που δέχεται αγωγή από πιστωτικό τίτλο ή γίνει τελεσιδίκως δεκτή ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής. ανάλογα με το είδος της απαιτήσεως. ότι η διάταξη της επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση και η αναγκαστική εκτέλεση της σχετικής διατάξεως της αποφάσεως είναι από άποψη κυρίως υποκειμενικών αλλά και αντικειμενικών ορίων γενική και απόλυτη και με οιονεί εμπράγματη δύναμη. Bλ. οι οποίες εκδίδονται σε υποθέσεις που υπάγονται ή δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων.λπ. αν εξαφανισθεί ή μεταρρυθμιστεί ολικά ή εν μέρει απόφαση. σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου και ενόψει αυτών που αναπτύσσονται παραπάνω στα σχετικά σημεία για την αρχική αναγκαστική εκτέλεση5. Γ) Θέματα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση δεν αποκλείεται να προκύπτουν και σε περίπτωση εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως αποφάσεων. με βάση την οποία έγινε ανα5. που είναι αρμόδιο κατά το κοινό δίκαιο και κατά τη γενική ή τακτική διαδικασία. οπότε παράγεται ουσιαστικό δεδικασμένο. που δέχεται την ανακοπή ή την αγωγή. εκτός από την τελεσίδικη απόρριψή της ως νόμω αβάσιμης ή πράγματι ανυπόστατης. Β) Συνήθως παρουσιάζεται θέμα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση σε περίπτωση εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως αποφάσεως. η οποία έχει διατάξει την απόδοση κ. της χρήσεως του μισθίου. είναι δυνατό να ζητηθεί η παραπάνω επαναφορά με αυτοτελή (κύρια) αγωγή που ασκείται και εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου και αντιστοίχως δικάζεται από το δικαστήριο. 4. Γ) Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν ζητηθεί στο παραπάνω στάδιο η επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση ή δεν διαταχθεί αυτή για οποιονδήποτε λόγο. το οποίο είναι και κατά κανόνα αρμόδιο να διατάξει αυτή την επαναφορά με την απόφαση. Πρβλ. . 6. οι οποίες υπάγονται και δικάζονται με βάση κάποιες από τις ειδικές διαδικασίες. Δ) Η αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που δέχεται τη σχετική αίτηση γίνεται. ΙΙ § 315. Για την διάταξη της επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση και την αναγκαστική εκτέλεση αυτής της διατάξεως έγινε λόγος παραπάνω6 Θα μπορούσε μόνο να τονιστεί και πάλι. Πράγματι. καθώς και σε περίπτωση ακυρώσεως διαταγής πληρωμής. όπως και η αρχική εκτέλεση. κατά τη οποία χωρεί και η αρχική (όμοια) εκτέλεση ομοίων αποφάσεων και διατάξεων8. γιατί τότε υπάρχει κώλυμα από το ουσιαστικό δεδικασμένο – είναι δυνατό κατά την άποψη του Γ. συντρέχει λόγος για να υποβληθεί σχετική αίτηση και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση με την απόφαση που δέχεται την αγωγή ή το ένδικο μέσο ή την ανακοπή. τα ζητήματα τα σχετικά με την αίτηση και τη διάταξη της επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση και την αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που περιλαμβάνει αυτή τη διάταξη κρίνονται κατά τους ορισμούς του κοινού δικαίου.χ. ή μάλλον ή πάντως κατ’ επιλογή. οι οποίες περιλαμβάνουν ρήτρες ή διατάξεις επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση στην περίπτωση των παραπάνω υποθέσεων. Ράμμου να ασκηθεί τακτική αγωγή ενώπιον του κατά το κοινό δίκαιο αρμοδίου δικαστηρίου. Εφόσον υφίστανται παρόμοια προβλήματα θα πρέπει να θεωρηθεί. γίνεται κατά τις διατυπώσεις και γενικά κατά τη διαδικασία. §§ 219 επ. Αν δεν υποβληθεί τέτοια αίτηση ή αν δεν γίνεται δεκτή για οποιονδήποτε λόγο – εκτός από την απόρριψή της ως νομικά και πράγματι αβάσιμης ή απαράδεκτης. 8. σύμφωνα με τους ορισμούς του κοινού δικαίου7.. κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων.λπ. που εκδόθηκε σε υπόθεση που εισήχθη και δικάσθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών ή των αμοιβών από παροχή εργασίας ή αποζημιώσεως για τις ζημιές από αυτοκίνητο κ. Πρβλ. όπως και η αρχική όμοια εκτέλεση. που υπάγονται και εκδικάσθηκαν με βάση άλλες ειδικές διαδικασίες και αφορούν σαφώς προσωπικές ή οικογενειακές σχέσεις όπως π. 7. που δικάζεται κατά την τακτική. ότι η αντιμετώπισή τους θα πρέπει να γίνεται κατ' αρχήν τουλάχιστον σύμφωνα μ' αυτά που εκτέθηκαν για τις υπόλοιπες διαδικασίες.§ 528 – Ειδικά θέματα επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση 668 γκαστική εκτέλεση. χωρίς εννοείται να παραβλέπονται οι τυχόν ιδιορρυθμίες που έχουν σημασία ή ασκούν ορισμένη επίδραση και που προσιδιάζουν στο είδος της συγκεκριμένης έννομης σχέσεως.λπ. ανωτ. . Ε) Είναι ενδεχόμενο να εμφανισθούν (σπάνια βεβαίως) ζητήματα υποβολής αιτήσεως και διατάξεως επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση σε περιπτώσεις εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως αποφάσεων. Δ) Σε περίπτωση εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως αποφάσεως. Η αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που δέχεται την παραπάνω αίτηση ή αγωγή γίνεται. Βλέπε παραπάνω §§ 391 επ. οι οποίες έχουν εκδοθεί σε περίπτωση υποθέσεων μη χρηματικής και γενικά μη περιουσιακής φύσεως. σε περίπτωση παραδόσεως ή αποδόσεως τέκνου ή αποκαταστάσεως της εγγάμου συμβιώσεως κ. Η αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων.
Copyright © 2024 DOKUMEN.SITE Inc.